Αλέκος Σακελλάριος, Οι φάρσες μέσα στην Κατοχή

Αλέκος Σακελλάριος (1913–1991). Πηγή: ert.gr

 

Ο Δημήτρης Χορν δεν ήταν πάντα ένας σοβαρός, κομψός και γκρίζος κύριος, όπως είναι σήμερα. Κάποτε -δεν λέμε πότε- ήταν ένα τρελόπαιδο, που το έλεγαν Τάκη και που ήταν έτοιμο, πάντοτε, να πάρει μέρος σε κάθε είδους τρέλα της εύθυμης και νεανικής τότε συντροφιάς.

Πρώτος και καλύτερος στις φάρσες, δεν άφηνε σε χλωρό κλαρί τους φίλους του, μια κι είχε την ευχέρεια να τους ξεγελάει με τις εκπληκτικές μιμήσεις που έκανε. Θυμάμαι μια φορά που πήρε τους πιο πολλούς από τους θεατρικούς συγγραφείς σαν Θόδωρος Συνοδινός -ο Συνοδινός ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων θεατρικών Συγ­γραφέων- και τους κάλεσε, επειγόντως, στα γραφεία της Εταιρείας, για ένα «πολύ σοβαρό» ζήτημα. Οι περισσότεροι την έπαθαν. Και θα την πάθαινα φυσικά κι εγώ, αν στο τέλος του τηλεφωνήματος δεν ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

– Την έφαγες και συ;

– Την έφαγα, Τάκη μου… Τι να λέμε τώρα, σαχλαμάρες;

– Πίστεψες, πραγματικά, ότι είμαι ο Συνοδινός;

– Μα, η φωνή σου ήταν ίδια. Ολόιδια!

Κι όχι μόνο η φωνή του, αλλά και το ύφος, ο τρόπος της κουβέντας του…

Ήταν θυμάμαι Κατοχή. Το τηλέφωνο, το να μιλάς δηλαδή με κά­ποιον φίλο σ’ αυτές τις ατελείωτες ώρες της κατοχικής νύχτας, ήταν μια κάποια λύση. Τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις καλύτερο; Η κυκλο­φορία στους δρόμους ήταν απαγορευμένη. Έτσι, κυκλοφορούσαμε με το τηλεφωνικό σύρμα και μπαίναμε στα σπίτια των φίλων και λέγαμε καμιά κουβέντα και περνούσε η ώρα.

Εκείνο το βράδυ, όπως λέγαμε, ο Χορν με ξεγέλασε σαν Συνοδινός. Τα είπαμε, γελάσαμε κι ύστερα αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τις τηλεφωνικές φάρσες σε άλλους φίλους. Ο Χορν μού πρότεινε να πάρω τον Χαιρόπουλο.

– Αποκλείεται!

– Γιατί;

– Του έχω κάνει πολλές φάρσες τηλεφωνικώς και αναγνωρίζει πια τη φωνή μου…

– Τότε να κάνουμε το εξής…

Είπαμε το ένα, είπαμε το άλλο και τελικά βρήκαμε τη φάρσα που θα κάναμε στον Χαιρόπουλο, η οποία, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν κι εντελώς ακίνδυνη, μια και πολλές φορές τότε το τηλέφωνο το παρακο­λουθούσαν οι αρχές Κατοχής. Ήταν η μέρα που είχε πέσει η Ιταλία. Το συνταρακτικό νέο το είχαμε πληροφορηθεί όλοι από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Μπι-Μπι-Σι. Κι είχε διαδοθεί παντού με την ταχύτητα που διαδίδονται πάντα τα πολύ ευχάριστα και τα πολύ δυσάρεστα νέα.

Φυσικά, όλη η Ελλάδα πανηγύριζε για την πτώση της φασιστικής Ιταλίας. Πήρα, λοιπόν -κατόπιν προδιαγεγραμμένου σχεδίου- τον Χαιρόπουλο.

– Γεια σου, Λαλάκη!

– Εσύ ’σαι, Αλέκο;

– Ναι… Τι κάνεις;

– Ας τα λέμε καλά!

Ύστερα από τη σαφή δήλωση της ταυτότητάς μου, ο Λαλάκης ησύ­χασε. Φάρσα με γνωστό φαρσέρ δεν γίνεται.

– Τι γίνεται, λοιπόν; Τι μαθαίνεις;

– Για ποιο πράγμα;

– Για το ρεζιλίκι της φασιστικής Ιταλίας!

– Ε, καιρός ήταν οι μαυροχίτωνες να τα βάψουν όλα μαύρα!

– Τουλάχιστον, γλιτώσαμε απ’ αυτούς…

– Πού θα πάει, θα γλιτώσουμε κι απ’ τους άλλους… Όπως φαίνεται, λίγα είναι τα ψωμιά τους ακόμα!

– Από το στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί!

Είπαμε για τους φασίστες, είπαμε για τους ναζί, τους περάσαμε και τους δυο γενιές δεκατέσσερις κι ύστερα κλείσαμε το τηλέφωνο.

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να κλείσει το τηλέφωνό του ο Λαλάκης κι άρχισε να κουδουνίζει. Ποιος ήταν πάλι μες στη νύχτα;

– Εμπρός…

Από το ακουστικό διοχετεύθηκε στο αυτί του Χαιρόπουλου ένας χείμαρρος από ιταλικές φράσεις.

– Ποιος είναι, παρακαλώ;

Αλλά ο Ιταλός -γιατί σαν Ιταλός εκνευρισμένος φαινόταν ο Χορν- εξακολουθούσε να λέει.

– Δεν σας καταλαβαίνω!

Κι επειδή ο Ιταλός εξακολουθούσε να παρλάρει ακατάσχετα, ο Χαιρόπουλος τον ρώτησε στη γλώσσα τού Ρακίνα.

– Μήπως μιλάτε Γαλλικά;

– Βεβαίως!

– Τότε πείτε μου τι θέλετε…

Ο «Ιταλός», σε άψογα γαλλικά αυτήν τη φορά, του είπε ότι είναι «Κολονέλλο» τάδε… της «Κομάντο Τάπα». Του Λαλάκη, φυσικά, του κό­πηκαν τα γόνατα.

– Και σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

– Να μου πείτε πώς λέγεστε και πού κάθεστε.

– Για ποιον λόγο, αν επιτρέπετε.

– Πείτε μου, κύριε, πώς λέγεστε;

– Μα, γιατί;

– Μη με ταλαιπωρείτε, αγαπητέ μου… Αφού έχω τον αριθμό του τη­λεφώνου σας, είναι πολύ απλό, όπως καταλαβαίνετε, να μάθω ποιος είστε και πού μένετε…

– Χαιρόπουλος…

– Και πού μένετε;

– Οδός Κύμης 7.

– Και με ποιον μιλούσατε προηγουμένως;

– Πρώτα-πρώτα δεν μιλούσα… Μου μιλούσαν κι εγώ άκουγα…

– Ποιος σας μιλούσε…

– Δεν τον ξέρω!

– Πώς είναι δυνατόν να μην τον ξέρετε, αφού κουβεντιάζατε μαζί του… έξι λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα;

Ο Χαιρόπουλος, όμως, αγωνιζόταν να με καλύψει…

– Το επώνυμό του, αυτήν τη στιγμή, δεν το θυμάμαι…

– Και μ’ έναν άνθρωπο, που δεν θυμάστε το επώνυμό του, λέγατε όλα αυτά για τη φασιστική Ιταλία;

Ο Χαιρόπουλος, όμως, εξακολουθούσε να μη θέλει να με προδώσει. Κι ήταν τόση η αγωνία του, που ο Χορν δεν άντεξε να τον παιδεύει άλλο και ξέσπασε σε γέλια. Πάντως ο Λαλάκης δεν έδειξε να του κα­κοφάνηκε. Γέλασε κι αυτός και σε λίγο με πήρε στο τηλέφωνο.

– Αν νομίζετε ότι μου τη σκάσατε, πέσατε έξω! Απ’ την πρώτη στιγμή σας κατάλαβα και σας δούλευα κι εγώ με τον τρόπο μου!

Αλλά ούτε ο Χορν ούτε εγώ τον πιστέψαμε…

Από φάρσες, λοιπόν, άλλο τίποτα την εποχή εκείνη. Το μυαλό μας ήταν πάντοτε στις φάρσες. Κάθε μέρα κάτι θα κάναμε. Πότε ο ένας ενα­ντίον του άλλου, πότε κι οι δυο εναντίον τρίτου και πότε τρίτος εναν­τίον μας. Κι ήταν τόσο συχνές οι φάρσες, που συνήθως άρχιζαν από το τηλέφωνο, που αναγκαζόμαστε ν’ αλλάζουμε τη φωνή μας, προκειμένου να ξεγελάσουμε τον συνομιλητή μας. Ο Χαιρόπουλος ήξερε ότι έκανα ωραίες μιμήσεις στο τηλέφωνο κι έτσι ήταν επιφυλακτικός σε κάθε τηλεφώνημα, γιατί υποπτευόταν ότι, τελικά, μπορούσε να είμαι εγώ. Μια μέρα, λοιπόν… Αλλά, ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Χαιρόπουλος, λοιπόν, μαζί με τον αξέχαστο συνεργάτη μου, Χρ. Γιαννακόπουλο, που ήταν και δικός του συνεργάτης είχαν γράψει ένα θεατρικό έργο με αξιώσεις που το έλεγαν «Το τέλος». Δεν το είδα ποτέ και δεν το ξέρω. Νομίζω, όμως ότι ήταν δράμα. Όταν, λοιπόν, το τελείωσαν και έβαλαν στην τελευταία σελίδα του τη λέξη «Αυλαία», απο­φάσισαν να το εμπιστευθούν στα χέρια της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το καθαρόγραψαν, λοιπόν, και ξεκίνησαν για το «Ρεξ». Εκεί, κάπου στο βάθος υπήρχε το «γραφείο» που το μεταχειρίζονταν τόσο ο Χέλμης, όσο κι η Μαρίκα. Υπερήφανοι για το δημιούργημά τους, τόσο ο Χαιρόπουλος όσο κι ο Γιαννακόπουλος, μπήκαν στο γραφείο:

– Χαίρετε, κυρία Μαρίκα.

– Καλώς τους. Ποιος καλός άνεμος σάς έφερε εδώ;

– Γράψαμε ένα έργο, κυρία Μαρίκα.

– Α, μπράβο,

– Ένα έργο για εσάς.

– Πολύ χαίρομαι.

Δεν ήμουν εκεί και δεν ξέρω αν ειπώθηκαν έτσι ή κάπως αλλιώς τα πράγματα. Το γεγονός είναι ότι η Μαρίκα, που είχε πολλές σκοτούρες στο κεφάλι της εκείνη την εποχή, δεν δέχθηκε να της το διαβάσουν.

– Αφήστε το, παιδιά. Τώρα δεν έχω καιρό. Αφήστε το εδώ κι εγώ, με την πρώτη ευκαιρία, θα το διαβάσω και θα σας ειδοποιήσω.

Έτσι το άφησαν. Το «Τέλος» μπήκε σε κάποιο χρονοντούλαπο και ξεχάστηκε. Πέρασαν δυο-τρία χρόνια, αν δεν γελιέμαι. Και σε κάποια στιγμή, ο θίασος Κοτοπούλη βρέθηκε χωρίς έργο. Η Μαρίκα ήθελε καλά και ντε ν’ ανεβάσουν έργο ελληνικό. Αλλά πού να το βρουν; Ο Μελάς κάτι έγραφε τότε, αλλά ήθελε πολύ καιρό για να τελειώσει. Κι η Μαρίκα βιαζόταν ν’ αρχίσει πρόβες. Τότε, ο διευθυντής του θεάτρου Κοτοπούλη, ο μακαρίτης ο Γεωργόπουλος, θυμήθηκε το «Τέλος».

– Κυρία Μαρίκα, έχουμε ένα ελληνικό έργο.

– Έχουμε; Πού το έχουμε;

– Δεν έχουμε το «Τέλος», που μας έφεραν ο Χαιρόπουλος κι ο Γιαννακόπουλος;

– Ναι μωρέ, καλά λες.

– Πού το βάλατε;

Αλλά το «Τέλος» δεν βρέθηκε. Κι η Μαρίκα σκέφτηκε ότι, αντί να ψάχνουν, ήταν πιο απλό να πάρουν τον Χαιρόπουλο στο τηλέφωνο και να του πουν να φέρει το έργο και να τους το διαβάσει.

Η φωνή της, όμως -έτσι χοντρή όπως ήταν η φωνή της Μαρίκας και παραποιημένη από το τηλέφωνο- έβαλε τον Λαλάκη σε υποψίες.

– Ποιος είναι;

– Εγώ, Λαλάκη.

– Και ποιος είσαι εσύ;

– Η Μαρίκα.

– Ποια Μαρίκα;

– Η Κοτοπούλη.

– Δεν τα παρατάς, ρε Σακελλάριε. Την όρεξή σου νομίζεις όχι έχουν όλοι, μεσημεριάτικα.

– Τι έπαθες, Λαλάκη;… Εγώ είμαι, η Μαρίκα Κοτοπούλη.

– Άστα τώρα, να μη στα πω και εσένα και της Κοτοπούλη.

Αλλά τα… είπε. Και τα είπε χοντρά και για εμένα και για την Κοτο­πούλη, που έγινε έξω φρένων. Το τηλέφωνο έκλεισε και το «Τέλος» δεν ανέβηκε τελικά!

Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 319-324.