Αρχαία Ελληνικά Γ΄ λυκείου (3) – 1η Ενότητα, Γιατί φιλοσοφεί ο άνθρωπος;

Άγαλμα του Αριστοτέλη στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (πηγή: Wikipedia)

 

Κείμενο αναφοράς: Αριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσικά, Α 2, 98b12-28

 

Βασικά σημεία

1. Διαφορά φιλοσοφίας και επιστημών κατά τον Αριστοτέλη.

2. Θέση και επιχειρηματολογία.

3. Από το θαυμάζειν στο φιλοσοφεῖν.

4. Φιλοσοφία: μόνη ἐλευθέρα τῶν ἐπιστημῶν.

5. Ο φιλόμυθος και φιλόσοφος.

6. Γλωσσικές επιλογές.

 

Ανάπτυξη

1. Ο Αριστοτέλης ταξινομεί τη γνώση του ανθρώπου σε τρεις κατηγορίες: ποιητική, πρακτική και θεωρητική γνώση. Η ποιητική συνδέεται με την παραγωγή υλικών και την ανάπτυξη δράσεων που καλύπτουν ανθρώπινες ανάγκες (εργαλεία, όπλα, οικοδομήματα, σκεύη κλπ.). Η πρακτική αφορά τις ανθρώπινες ενέργειες (πράξεις), την ηθική και πολιτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Πάνω από αυτές τις γνώσεις βρίσκεται η θεωρητική γνώση: τα μαθηματικά, η φυσική και η πρώτη φιλοσοφία. Οι γνώσεις αυτές δεν αποσκοπούν στην κάλυψη πρακτικών ή κοινωνικών αναγκών, αλλά μόνο στην κατανόηση της πραγματικότητας, στην ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου για τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου. Η φιλοσοφία, λοιπόν, ξεκινά από την επιθυμία να κατανοηθεί το άγνωστο, και αυτή η επιθυμία είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Περισσότερα εδώ.

 

2. Ο Αριστοτέλης θέλει να αποδείξει ότι μονάχα η φιλοσοφία υπάρχει χάριν του εαυτού της, και σε αντίθεση με τις άλλες επιστήμες η ιδιαιτερότητα και συνάμα ανωτερότητά της έγκειται στο γεγονός ότι δεν υφίσταται για λόγους χρηστικούς και εξυπηρέτησης αναγκών. Η συλλογιστική του πορεία διαρθρώνεται σταδιακά, βήμα προς βήμα κατ’ αναλογία προς την εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Έχει προηγηθεί η διατύπωση της αποδεικτέας θέσης «Ὅτι δ’ οὐ ποιητική (ενν. η φιλοσοφία), δῆλον καὶ ἐκ τῶν πρώτων φιλοσοφησάντων»· γι’ αυτό ακολουθεί ο σύνδεσμος γάρ.

Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν … περὶ τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως: Στην πρώτη περίοδο του αποσπάσματος ο Αριστοτέλης, όπως και ο δάσκαλός του ο Πλάτων (βλ. σχόλιο βιβλίου) στον Θεαίτητο, ισχυρίζεται πως αφετηρία του φιλοσοφεῖν είναι το θαυμάζειν με τη σημασία της πρωτογενούς έκπληξης και περιέργειας, αρχικά για τα παράξενα και παράδοξα της καθημερινής ζωής που είχαν άμεσα μπροστά τους οι άνθρωποι (τὰ πρόχειρα τῶν ἀτόπων) όπως για παράδειγμα καθημερινά φαινόμενα στατικού ηλεκτρισμού και μαγνητισμού, το ουράνιο τόξο, τις βροντές, τις αστραπές κλπ. και στη συνέχεια προοδευτικά και για τα πιο σπουδαία και σημαντικά φυσικά-κοσμολογικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα (οἷον …) τα σεληνιακά, ηλιακά, αστρικά, αλλά και την ίδια τη γένεση του σύμπαντος (θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι πρώτοι φυσικοί φιλόσοφοι). Είναι προφανές ότι υπάρχει μία κλιμάκωση από τα πιο κοντινά στον άνθρωπο και τις δυνατότητες της γνώσης του στα πιο μακρινά και δυσερμήνευτα.

Επομένως, η απαρχή της κατεξοχήν έλλογης δραστηριότητας του ανθρώπου, όπως είναι η φιλοσοφική σκέψη, βρίσκεται σε ένα συναίσθημα, ένα πάθος, όπως είναι το θαυμάζειν. Επομένως, η φιλοσοφική δραστηριότητα επιδρά στον άνθρωπο κατά τρόπο ολιστικό και όχι μόνο διανοητικά.

Ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων … διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν.: Στη δεύτερη αυτή περίοδο ο Αριστοτέλης διατυπώνει τον ισχυρισμό ότι η απορία και ο θαυμασμός υποδηλώνουν τη συνειδητοποίηση εκ μέρους των ανθρώπων της άγνοιάς τους και κατ’ επέκταση (διατηρώντας μία επιφύλαξη εἴπερ … ) την επιθυμία τους να την υπερβούν χάριν της ίδιας της γνώσης και όχι κάποιας χρησιμότητας.

[…]

Μαρτυρεῖ δὲ αὐτὸ τὸ συμβεβηκός· … ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι.: Με μία σύντομη ιστορική διαπίστωση τεκμηριώνει τον προηγούμενο ισχυρισμό: μόνο όταν οι άνθρωποι ικανοποίησαν όλες τις βασικές βιοτικές ανάγκες τους και τακτοποίησαν τις υλικές προϋποθέσεις και για καλοζωία και για εξύψωση της ζωής (πρὸς ῥᾳστώνην καὶ διαγωγὴν), μόνο τότε στράφηκαν οι άνθρωποι σε αυτού του είδους την πνευματική αναζήτηση. Η φιλοσοφική δραστηριότητα υπερβαίνει τις πιεστικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, καθώς αναπόφευκτα προϋποθέτει χρόνο ελευθερίας, άνεση ζωής.

Δῆλον οὖν ὡς δι’ οὐδεμίαν αὐτὴν ζητοῦμεν χρείαν ἑτέραν … μόνη γὰρ αὕτη αὑτῆς ἕνεκέν ἐστιν.: Ο Αριστοτέλης συμπεραίνει εμβαθύνοντας ότι δεν επιδιώκουμε αυτή τη γνώση για να καλύψει με τη σειρά της κάποια ανάγκη, αλλά την επιζητούμε ως τη μόνη ελεύθερη επιστήμη κατά τρόπο αναλογικό (ὥσπερ …) με την έννοια του ελεύθερου ανθρώπου, καθώς ελεύθερος είναι εκείνος ο άνθρωπος που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλο. Όπως ο ελεύθερος άνθρωπος υπάρχει για τον εαυτό του, έτσι και φιλοσοφία υπάρχει για τον εαυτό της. Είναι προφανές ότι για τον Αριστοτέλη τέτοια γνώση δεν είναι εφικτή για κάποιον που είναι δούλος ή γυναίκα. Πάντως, η ιδέα σύνδεσης φιλοσοφίας και ελευθερίας προϋπάρχει ήδη στον Πλάτωνα (βλ. Πολιτεία, 499a). Τέλος, αποτυπώνεται μία βαθιά αίσθηση του φιλοσόφου τόσο για τη συγχρονία όσο και για τη διαχρονία: μόνο ένα ελεύθερο πνεύμα μπορεί να φιλοσοφήσει αληθινά, αλλά και μόνο στην κατεξοχήν ελεύθερη πόλη (όχι βέβαια για τους δούλους ή τις γυναίκες) την Αθήνα ευδοκίμησε ο φιλοσοφικός λόγος. Επισημαίνουμε βέβαια ότι χάρη στους δούλους και τους μετοίκους υπήρχε επαρκής ελεύθερος χρόνος α) για τους ελεύθερους πολίτες να φιλοσοφούν, β) να συμμετέχουν στις δημοκρατικές διαδικασίες (η φιλοσοφία σε διανοητικό επίπεδο αντιπροσωπεύει ό,τι η δημοκρατία σε πολιτικό).

Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.8-9

 

3. Στο απόσπασμα ο Αριστοτέλης περιγράφει σε πολύ γενικές γραμμές την πορεία του ανθρώπου από τον θαυμασμό για τον κόσμο στον φιλοσοφικό στοχασμό:

  • όταν οι άνθρωποι κάλυψαν τις βιοτικές τους ανάγκες, άρχισαν να παρατηρούν τα φαινόμενα του κόσμου (σχεδὸν γὰρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν πρὸς ῥᾳστώνην καὶ διαγωγὴν ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι).
  • τα φαινόμενα αυτά προκάλεσαν την απορία, την περιέργεια και τον θαυμασμό των ανθρώπων (Διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν).
  • στην αρχή, όπως είναι εύλογο, τους απασχόλησαν τα περίεργα της καθημερινής ζωής και στη συνέχεια άρχισαν να προβληματίζονται για τα πολυπλοκότερα φαινόμενα (ἐξ ἀρχῆς μὲν τὰ πρόχειρα τῶν ἀτόπων θαυμάσαντες, εἶτα κατὰ μικρὸν οὕτω προϊόντες καὶ περὶ τῶν μειζόνων διαπορήσαντες).
  • από την έρευνα αυτή οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν την άγνοιά τους για τα αίτια των φαινομένων (Ὁ δ’ ἀπορῶν καὶ θαυμάζων οἴεται ἀγνοεῖν).
  • έτσι, κάποιοι άρχισαν τη συστηματική έρευνα, για να δώσουν απαντήσεις που στόχο είχαν όχι να καλύψουν άμεσες και καθημερινές ανάγκες, αλλά να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους για τη φύση και τη λειτουργία του κόσμου (ὥστ’ εἴπερ διὰ τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν ἐφιλοσόφησαν, φανερὸν ὅτι διὰ τὸ εἰδέναι τὸ ἐπίστασθαι ἐδίωκον καὶ οὐ χρήσεώς τινος ἕνεκεν).

 

4. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία μόνην ἐλευθέραν τῶν ἐπιστημῶν, γιατί οι γνώσεις της δεν εξυπηρετούν καμία άλλη επιστήμη παρά την ίδια. Ο φιλόσοφος επιχειρεί να γνωρίσει μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον του για γνώση και όχι για να λύσει πρακτικά προβλήματα. για να γίνει πιο κατανοητός χρησιμοποιεί το παράδειγμα του δούλου: ο δούλος εξυπηρετεί το αφεντικό του, ενώ ο ελεύθερος ενεργεί για τον εαυτό του.

 

5. Αξιοπρόσεκτη είναι η παρενθετική ενισχυτική διατύπωση (διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων), αφού με τα αξιοθαύμαστα, τα αξιοπερίεργα ασχολείται τόσο ο μύθος όσο και η φιλοσοφία. Σύμφωνα με τον Κ. Τσάτσο, ο μύθος έχει ως πρώτη πηγή τις αναγκαίες αντιδράσεις της ανθρώπινης συνείδησης μπροστά στο άγνωστο, το οποίο θέλει να εννοήσει και μέσα στο οποίο θέλει να ενεργήσει, αφού αλλιώς δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η ύπαρξή της. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο μύθος είχε τη δική του φιλοσοφική αξία και δεν έπαψε ποτέ να είναι πολύτιμο εργαλείο σκέψης (βλ. Εισαγωγή, Φιλοσοφικός Λόγος σσ.49-50). Ο Αριστοτέλης έχει κατά νου τόσο τους αρχαίους μυθογράφους, όσο και τον Πλάτωνα που αξιοποιεί τον μύθο ως εργαλείο φιλοσοφικής ανάλυσης π.χ. μύθος του Σπηλαίου, όπου ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον μύθο για να αποτολμήσει πέρα από τον λόγο, να υποστηρίξει τα θεωρητικώς αναπόδεικτα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στο σημείο αυτό υπόκειται ένα βαθύτερο ερμηνευτικό σχήμα για την πορεία της ανθρωπότητας προς τη γνώση: από τον μύθο στον λόγο.

Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.8-9

 

 

6. Στο κείμενο αυτό παρατηρούμε ότι το ύφος του Αριστοτέλη είναι στοχαστικό, λιτό, σαφές και ακριβές. Κυριαρχεί η αντικειμενική και εναργής επιχειρηματολογία και ο επιστημονικός λόγος. Αξιοσημείωτες είναι οι παρακάτω γλωσσικές επιλογές:

τὸ θαυμάζειν, τὸ φεύγειν τὴν ἄγνοιαν, τὸ εἰδέναι, τὸ ἐπίστασθαι· Ο Αριστοτέλης επιμένει στη χρήση έναρθρων απαρεμφάτων εκεί που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αφηρημένα ουσιαστικά. Δίνει, έτσι, έμφαση στον ενεργητικό, προσωπικό χαρακτήρα της φιλοσοφικής δραστηριότητας, αλλά και στην ιστορικότητα της φιλοσοφίας.

καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον· Με το νῦν η έναρξη του φιλοσοφείν τοποθετείται στη συγχρονία της: ανά πάσα στιγμή, και στο παρόν, μπορεί κάποιος, με αφετηρία την έκπληξη και την περιέργεια, να αρχίσει να φιλοσοφεί. Με την αιτιατική τὸ πρῶτον η έναρξη του φιλοσοφείν τοποθετείται στη διαχρονία της: κάποια στιγμή στο (ελληνικό) παρελθόν, έχοντας ως αφορμή επίσης την έκπληξη και την περιέργεια, εμφανίστηκαν οι πρώτοι (φυσικοί) φιλόσοφοι.

ἐδίωκον, ζητεῖσθαι, ζητοῦμεν· Με την επιλογή των συγκεκριμένων ρημάτων ο Αριστοτέλης υποδηλώνει τον πιεστικό χαρακτήρα των φιλοσοφικών αποριών. Ενδιαφέρουσα και η τροπή από το παρελθοντικό τριτοπρόσωπο ἐδίωκον στο παροντικό πρωτοπρόσωπο ζητοῦμεν, με την οποία ο Αριστοτέλης εντάσσει και τον εαυτό του στη χορεία των φιλοσόφων, των ανθρώπων που στοχάζονται ελεύθεροι.

Φιλοσοφικός Λόγος, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Ο.Π. Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ΄ Λυκείου, Συμπληρωματικός οδηγός για τον/την εκπαιδευτικό, επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης-Παναγιώτης Αμπελάς, σελ.12

 

Τρόποι αιτιολόγησης:

  • διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν: ο σύνδεσμος εισάγει την αιτιολόγηση της προηγούμενης φράσης.
  • διὰ τὸ θαυμάζειν / διὰ τὸ φεύγειν / διὰ τὸ εἰδέναι / δι’ οὐδεμίαν … χρείαν ἑτέραν / αὑτοῦ ἕνεκα καὶ μὴ ἄλλου ὤν / αὑτῆς ἕνεκεν: εμπρόθετοι της αιτίας.
  • θαυμάσαντες, …καὶ … διαπορήσαντες / ὡς μόνην οὖσαν ἐλευθέραν: αιτιολογικές μετοχές (η μετοχή οὖσαν είναι υποκειμενικής αιτιολογίας).
  • γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμασίων / σχεδὸν γὰρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων / μόνη γὰρ: ο σύνδεσμος εισάγει την αιτιολόγηση της προηγούμενης φράσης.

 

 

Ετυμολογικά σχόλια

  • ἤρξαντο (ἄρχω): αρχή, αρχηγός, αρχείο, ναύαρχος, αρχαίος, έναρξη, ύπαρξη, άρχοντας.
  • πρόχειρα (πρὸ + χείρ): χειροποίητος, χειραγωγώ, χειρολαβή, επιχειρώ, εργόχειρο, χειροτεχνία.
  • ἀτόπων (ἀ + τόπος): τοπογράφος, τοποθεσία, τοποτηρητής, κοινότοπος.
  • προϊόντες (πρὸ + εἶμι): έλευση, Ελευσίνα, ισθμός, ελεύθερος, προσιτός, απρόσιτος, δυσπρόσιτος, εξίτηλος, ανεξίτηλος, προσηλυτίζω, προσηλυτισμός.
  • ἀπορῶν (ἀ + πόρος): πέρασμα, περαστικός, πορθμός, βιοπορισμός, οδοιπόρος, απορία, θαλασσοπόρος.
  • οἴομαι: οίηση, οιηματίας.
  • σύγκειται (σὺν + κεῖμαι): κείμενο, κειμήλιο, αντικείμενο, κοίτη, κοιτώνας, κοιτίδα, κατάκοιτος.
  • φανερός (φαίνω): φανερός, εμφανής, φανάρι, φάση, φάσμα, φαινόμενο, εμφανίζω, άφαντος, αφανής, επιφανής, διαφανής, προφανής, φως, φωτεινός, φωτοκύτταρο.
  • εἰδέναι (οἶδα): ιστορία, ειδήμων, ειδικός, ειδικότητα, (συν-)είδηση, συνειδητός, είδος, ειδικός.
  • χρήσεως (χρῶμαι): χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρήμα, (α-, ευ-)χρηστός, χρέος.
  • συμβεβηκός (σὺν + βαίνω): βάση, πρόσβαση, βατός, βήμα, βάδην, βαδίζω, βαθμός, βαθμίδα, βάθρο.
  • ὑπαρχόντων (ἄρχω): δες παραπάνω.
  • ῥᾳστώνην (ῥᾷστος, ανώμ. υπερθ. του ῥᾴδιος): ραδιουργία, ραδιούργος, ράθυμος.
  • διαγωγήν (διὰ + ἄγω): αγώνας, (εισ-, παρ-, συν-)αγωγή, αγωγός, ανάγω, απάγω, διαγωγή, εξάγω, επαγωγικός, προάγω, λοχαγός, ξεναγός, χορηγός.
  • φρόνησις (φρονέω, -ῶ): φρενίτιδα, εξωφρενικός, μετριόφρων, φρενοκομείο, φροντίδα, φροντιστήριο.
  • ζητεῖσθαι (ζητέω, -ῶ): ζήτημα, ζητιάνος, συζήτηση, καταζητούμενος.
  • χρεία (χρῶμαι): δες παραπάνω.
  • φαμέν (φημί): φήμη, άφατος, προφήτης, φωνή, άφωνος, κατάφαση, καταφατικός, περίφημος, φερέφωνο.
  • ὤν (εἰμί): ον, όντως, οντότητα, (απ-, εξ-, παρ-)ουσία, ανούσιος, ουσιαστικό.