Στη ραδιοφωνική συνέντευξη που ακολουθεί ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες απαντώντας σε ερωτήσεις ακροατών σχολιάζει τα μεγάλα έργα του και μιλά -ανάμεσα στα άλλα- για τον ρόλο των διανοουμένων και για τις πηγές της έμπνευσής του. Η ελληνική μετάφραση, από την Αγγελική Στουπάκη, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Λατινική Αμερική, Νοέμβρης ’86, τεύχος 11, σελ.28-32. Η εικονογράφηση είναι του περιοδικού. Τηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της δημοσίευσης πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
❧
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μιλάει στο Ράδιο Σαντίνο
Εκφωνητής: Έχουμε τη χαρά να βρίσκεται σήμερα κοντά μας ο μεγάλος κολομβιανός συγγραφέας, ο σύντροφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Όπως σας είχαμε ανακοινώσει, τον έχουμε εδώ μαζί μας, στο Ράδιο Σαντίνο, στη διάθεσή σας για ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις σας. Σύντροφε Γκαρσία Μάρκες, καλωσορίσατε στο στούντιό μας! Πώς αισθάνεστε εδώ ανάμεσά μας;
Μάρκες: Αυτή τη στιγμή, αισθάνομαι όπως στο Πανεπιστήμιο. Εγκατέλειψα τις σπουδές μου, στα νομικά, στο τρίτο έτος, για να μη συνεχίσω ν’ απαντάω σ’ ερωτήσεις προφορικές και γραπτές. Και να που τώρα, στα πενηντατέσσερα χρόνια μου, βρίσκομαι πάλι στην ίδια θέση…
Εκφωνητής: Οι ακροατές μας έχουν ήδη αρχίσει να τηλεφωνούν από τις οκτώ. Ζητάμε συγνώμη για την καθυστέρηση, που οφειλόταν στο πολύ φορτωμένο πρόγραμμα του συντρόφου Μάρκες. Είμαστε τώρα έτοιμοι για την πρώτη ερώτηση…
* Ακροατής: Σύντροφε Μάρκες, λέγομαι Φερνάντο Αγκιλάρ, μένω στη Μανάγουα, είμαι από την Γουατεμάλα, εξόριστος, και η ερώτησή μου είναι η ακόλουθη: Ποιος είναι, κατά την κρίση σας, ο ρόλος των διανοουμένων μέσα στην απελευθερωτική πορεία των λαών, όπως π.χ. της Γουατεμάλας;
Μάρκες: Έχω κάποια δυσπιστία για τις θεωρητικές ερωτήσεις, που πάντα οδηγούν σε θεωρητικές απαντήσεις. Είπα κάποτε, και θέλω να επαναλάβω τώρα, ότι ο ρόλος τού καλλιτέχνη στις επαναστατικές διαδικασίες είναι, βασικά, ο ίδιος με όλων των εργαζομένων, με την έννοια ότι η επαναστατική δουλειά συνίσταται στο να κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του. Πιστεύω ότι ένα από τα καθήκοντα του επαναστάτη συγγραφέα είναι να γράφει καλά, και κατόπιν να πραγματοποιεί μια δουλειά αλληλεγγύης όπως αυτή που πιστεύω ταπεινά πως κάνω και εγώ μέσα στις επαναστατικές διαδικασίες της Λατινικής Αμερικής και της Γουατεμάλας. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις επαναστατικές δυνάμεις της χώρας σας και συνδέομαι μαζί τους από πολύ καιρό.
* Ακροατής: Καλησπέρα. Λέγομαι Ρομπέρτο Πόρτα και σπουδάζω στο Κολλέγιο «Σεντροαμέρικα». Η ερώτησή μου είναι η εξής: Θα ήθελα να μου πείτε αν οι ήρωες των βιβλίων σας είναι πρόσωπα πραγματικά ή φανταστικά.
Μάρκες: Ρομπέρτο, δεν ξέρω τι θα σου πει ο καθηγητής σου της λογοτεχνίας και δεν ξέρω αν αυτό που θα σου πω εγώ έρχεται σ’ αντίθεση μ’ όσα σου έχει πει εκείνος· όπως και να ’ναι, αν αύριο συναντήσεις προβλήματα μ’ αυτή την απάντηση, πες στον καθηγητή σου να μου τηλεφωνήσει να τα πούμε, να δούμε αν θα συμφωνήσουμε. Η πραγματικότητα είναι πως η κριτική μού έχει δώσει τη φήμη ενός συγγραφέα με μεγάλη φαντασία, ενώ εγώ θεωρώ τον εαυτό μου τον άνθρωπο με τη λιγότερη φαντασία στον κόσμο. Για να μπορώ να γράψω δεν διαθέτω άλλο φάρμακο παρά το να παρατηρώ με τα μάτια ολάνοιχτα την καθημερινή ζωή για να βρίσκω υλικό για τα γραψίματά μου. Το έχω πει και μπορώ να τ’ αποδείξω, όχι δυστυχώς αυτή τη στιγμή γιατί είναι τεχνικά αδύνατο, πως δεν υπάρχει ούτε μια σελίδα στα βιβλία μου που να μην έχει μια αφετηρία στην πραγματικότητα. Κάθε τι που εσύ, Ρόμπερτ, και ο φιλόλογός σου συναντάτε στα βιβλία μου αντιστοιχεί απόλυτα σ’ ένα πραγματικό γεγονός που έχω ζήσει ή που μου έχουν αφηγηθεί, κι είναι μέρος των δικών μου εμπειριών ή των ανθρώπων που κάποτε συζήτησα μαζί τους. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα πρόσωπα· τα πρόσωπα είναι δύσκολο να τα πάρει κανείς κυριολεκτικά από την πραγματικότητα. Ο τρόπος δημιουργίας των προσώπων μοιάζει με την κατασκευή μιας κουβέρτας «πάτσγουερκ»· παίρνεις δηλαδή κομμάτια από διαφορετικά πρόσωπα μέχρι που να φτιάξεις ένα καινούργιο, και το πιο μεγάλο κομμάτι είναι, συνήθως, από τον ίδιο τον εαυτό σου. Κάθε πρόσωπο είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα.
[…]
* Ακροατής: Θα ’θελα να μάθω τι γνώμη έχετε για τη «λογοκρισιούλα» που έκαναν στο βιβλίο σας «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» στη Σοβιετική Ένωση.
Μάρκες: Δεν ήταν λογοκρισιούλα αλλά λογοκρισιάρα. Τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» κυκλοφόρησαν στη Σοβιετική Ένωση με όλα σχεδόν τα επεισόδια που θεωρήθηκαν ερωτικά, λογοκριμένα, δηλαδή κομμένα, χωρίς την άδειά μου, άδεια που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα έδινα. Συνολικά ήταν κάπου 14 σελίδες. Κρίμα, γιατί όταν έγραφα το βιβλίο προσπάθησα να περιγράψω πώς ήρθαν στον κόσμο οι Μπουενδία: πιθανόν να σκέφτηκαν πως τους έφερε ο πελαργός, όπως πιστεύαμε όταν ήμασταν μικρά. Έκανα μια μεγάλη συζήτηση με τους σοβιετικούς εκδότες: ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε τους υπεύθυνους, γιατί δεν γνωρίζαμε ακριβώς σε ποιο επίπεδο έγιναν οι περικοπές, γρήγορα όμως διορθώθηκε ό,τι έπρεπε να διορθωθεί κι αυτή τη στιγμή τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» εκδίδονται στη Σοβιετική Ένωση χωρίς καμιά περικοπή.
* Ακροάτρια: Είμαι συνεργάτρια της «Φωνής της Νικαράγουας». Η ερώτησή μου: Γιατί, ενώ το αποκορύφωμα στο «Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» είναι στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, αυτό προχωρά και σ’ ένα πέμπτο κεφάλαιο;
Μάρκες: Ναι, το πρόβλημα είναι πως το «Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» έχει στην πραγματικότητα δύο τέλη. Ένα τέλος στο προτελευταίο κεφάλαιο, όταν ο Μπαγιάρντο Σαν Ρομάν επιστρέφει μαζί με την Ανχέλα Βικάριο· αυτό είναι το τέλος της ιστορίας, που συνέβη εικοσιεφτά χρόνια μετά το έγκλημα ενώ, αντίθετα, το τέλος του βιβλίου είναι το ίδιο το έγκλημα. Αυτό, πιστεύω, ήταν το πιο σοβαρό πρόβλημα που είχα καθώς έγραφα το βιβλίο, πολλά χρόνια σκεφτόμουν αυτή τη νουβέλα και το πιο δύσκολο ήταν αυτό το δομικό πρόβλημα. Πώς θα μπορούσα να διηγηθώ πριν το έγκλημα κάτι που έγινε είκοσι εφτά χρόνια μετά το έγκλημα; Γι’ αυτό χρειάστηκε να καταφύγω στη βοηθητική φόρμουλα ενός αφηγητή που γνωρίζει καλά όλα τα στοιχεία της ιστορίας και είναι σε θέση να τα διηγηθεί με τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο και στην περίπτωση αυτή ήταν να διηγηθεί πρώτα το τέλος ενός δράματος που συμβαίνει εικοσιεφτά χρόνια πριν. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αν δεν ήταν γραμμένο μ’ αυτή τη μορφή, το βιβλίο θα έχανε πολλή από την εσωτερική του ένταση και το ενδιαφέρον του. Θα έχετε κι εσείς διαπιστώσει πως από το πρώτο κεφάλαιο γίνεται γνωστή όλη η ιστορία· μαθαίνεις πως τον Σαντιάγκο Νασσάρ τον σκοτώνουν, μαθαίνεις ποιοι τον σκότωσαν, το μόνο που δεν ξέρεις είναι πώς τον σκότωσαν κι αυτό, πιστεύω, είναι εκείνο που κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Γι’ αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να είναι στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.
* Ακροάτρια: Κύριε Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τ’ όνομά μου είναι Άννα Κλεμένσια Γκουτιέρες. Θα ήσασταν διατεθειμένος να δεχτείτε να κινηματογραφηθούν τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» αν μια εταιρία παραγωγής μιας σοσιαλιστικής χώρας σας το ζητούσε;
Μάρκες: Μου το ’χουν ζητήσει σοσιαλιστικές και καπιταλιστικές χώρες από παντού. Εγώ αντιτίθεμαι στο να γίνουν ταινία τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» γιατί έχω την εντύπωση, ίσως όχι τόσο μετριόφρονη, πως ο κάθε αναγνώστης φαντάζεται τα πρόσωπα με τον τρόπο του, σχετίζοντάς τα με κάποιο θείο του, με τη γιαγιά του, με κάποιο συγγενή του. Από τη στιγμή που το μυθιστόρημα θα γίνει ταινία, αυτή η προβολή της φαντασίας δεν θα ’ναι δυνατή. Η ενσάρκωση ενός ήρωα μυθιστορήματος από έναν ηθοποιό είναι τόσο συγκεκριμένη, που δεν μπορεί πια κανείς να τον φανταστεί σαν τη γιαγιά του ή τη θεία του, αλλά καταλήγουμε πως η Ούρσουλα είναι σαν τη Σοφία Λόρεν κι ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία μοιάζει με τον Άντονυ Κουίν. Και μια και μιλάμε για τον Άντονυ Κουίν, κάποτε είπε στην τηλεόραση στο Μεξικό ότι ήταν διατεθειμένος να μου δώσει δύο εκατομμύρια δολλάρια για τα συγγραφικά δικαιώματα· αυτό συνέβη την εποχή που γινόταν ο πόλεμος εναντίον του Σομόζα και οι σαντινίστες φίλοι μου μού μήνυσαν να δεχτώ τα δύο εκατομμύρια δολάρια και να τους τα δώσω για τον πόλεμο. Τους είπα: είμαι τόσο αποφασισμένος να μη γίνουν ταινία τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» που ούτε για τους Σαντινίστες δεν θα δεχόμουν αυτά τα χρήματα, και δεν τα δέχτηκα, κι ελπίζω να με συγχώρεσαν γιατί έτσι κι αλλιώς τον κέρδισαν τον πόλεμο.
* Ακροατής: Σύντροφε Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τηλεφωνώ από την πόλη Χουιγκάλπα, λέγομαι Χούλιο Γκαρσία. Η ερώτησή μου είναι: Τι γνώμη έχετε για την επαναστατική ποίηση και για κείνους που γράφουν μόνο για να πουλήσουν τα γραφτά τους και δεν τα σχετίζουν με τη ζωή των εκμεταλλευόμενων;
Μάρκες: Η γνώμη μου είναι πως η επαναστατική ποίηση είναι καλή όταν, εκτός από επαναστατική, είναι και ποίηση. Όταν είναι μόνο επαναστατική είμαι απολύτως σίγουρος πως, εκτός των άλλων, είναι αντιπαραγωγική γιατί δεν μπορεί να πείσει κανέναν και μπορεί μάλιστα ν’ απογοητεύσει τους αναγνώστες όσον αφορά την ποίηση, αλλά και όσον αφορά την επανάσταση. Όσο γι’ αυτούς που γράφουν μόνο για να κερδίσουν χρήματα, εννοείται ότι διαφωνώ, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω για ένα πράγμα: είναι πολύ δύσκολο να κερδίσεις λεφτά γράφοντας, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να σας απασχολεί και πολύ αυτό το θέμα.
* Ακροάτρια: Με λένε Λάουρα Μαρία Σακάσα, μένω στην «Κολονία Σεντροαμέρικα». Γιατί έχετε κάποιες φορές δηλώσει πως το μυθιστόρημα «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» είναι το κορυφαίο έργο σας και όχι τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς»; Και κάτι άλλο: Μου φαίνεται πως υπάρχει κάποια ομοιότητα ανάμεσα στο βιβλίο «Πουέρτο Βεντούρα», βραβείο Κάσα ντε Λας Αμερίκας 1975 και το «Μακόντο» και πως υπάρχουν μερικές επιρροές δικές σας αυτό το βιβλίο.
Μάρκες: Έχω πει πως το «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει» είναι το βιβλίο που προτιμώ γιατί πιστεύω πως καταφέρνει να φτάσει πολύ πιο μακριά, πολύ περισσότερο στο σημείο που εγώ ήθελα. Πιστεύω πως είναι πολύ πιο «στρογγυλό» από τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» και η στρογγυλάδα είναι κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ εμάς τους συγγραφείς. Αν και βλέπω πως λίγοι αναγνώστες συμφωνούν μαζί μου, εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο πιο συμπαγές και στη λογοτεχνία όσο πιο συμπαγές είναι κάτι τόσο πιο καλό είναι. Τέλος πάντων, δεν είναι άσκημο που ενώ υπάρχουν τόσο πολλοί αναγνώστες που προτιμάνε τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», ο συγγραφέας προτιμάει τον «Συνταγματάρχη», τον καημένο το Συνταγματάρχη που κι αν δεν έχει κανέναν να του γράψει, έχει τουλάχιστον κάποιον που τον αγαπά. Όσο για την ομοιότητα με το «Μακόντο», δεν ξέρω, εμένα μου είναι πολύ δύσκολο να δω τον εαυτό μου στα βιβλία που υποτίθεται ότι έχω επηρεάσει. Μου μιλάνε για ορισμένα βιβλία που λένε ότι έχουν επιρροές δικές μου κι όταν τα διαβάζω δεν με συναντάω πουθενά. Μιλώντας συγκεκριμένα για το χωριό Μακόντο, είναι πολύ πιθανό κι είναι απολύτως φυσιολογικό που οι συγγραφείς γράφουνε για χωριά της Λατινικής Αμερικής, και είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ομοιότητα με το Μακόντο, χωρίς να υπάρχει επιρροή δική μου στο βιβλίο, γιατί το Μακόντο θέλησα να είναι μια σύνθεση των χωριών της Λατινικής Αμερικής και, πιο συγκεκριμένα, των χωριών της Καραϊβικής. Μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό οποιοδήποτε χωριό της Καραϊβικής να μοιάζει με το Μακόντο και οποιοδήποτε χωριό που δημιούργησε η φαντασία ενός συγγραφέα της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής να έχει πολλά κοινά με το Μακόντο.
[…]
*Ακροάτρια: Καλησπέρα σύντροφε, δεχτείτε ένα «καλωσόρισες» από μια αναγνώστρια των βιβλίων σας. Θα ’θελα να σας ρωτήσω: Πόσο χρόνο σας πήρε για να γράψετε το βιβλίο «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» -εγώ χρειάστηκα αρκετό χρόνο για να το διαβάσω και να το καταλάβω. Θα ’θελα να μάθω πόσο κάνατε για να το τελειώσετε και τι αισθανθήκατε όταν το τελειώσατε. Τ’ όνομά μου είναι Λέσλι Ντίας.
Μάρκες: Ευχαριστώ Λέσλι. Κοίταξε, τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», από τη στιγμή που κάθησα στη γραφομηχανή, μου πήραν ακριβώς δεκαοχτώ μήνες, δουλεύοντας κάθε μέρα από τις εννιά το πρωί ως τις τρεις τ’ απόγευμα, χωρίς να ξεκουράζομαι ούτε τις Κυριακές· δεν πήγαινα ούτε στην κυριακάτικη λειτουργία, για να μπορώ να γράφω σαν να ήταν μια μέρα όπως οι άλλες. Ήταν δεκαοχτώ μήνες, αλλά το πρόβλημα είναι πως όταν κάθησα στη μηχανή είχα ήδη τουλάχιστον δεκαεφτά χρόνια που συσσώρευα σημειώσεις κι είχα πολλές φορές ξεκινήσει να γράψω το βιβλίο χωρίς να καταφέρνω να το τελειώσω. Γι’ αυτό πάντα λέω πως μου φαίνεται άδικο να χρειάζεται κανείς δεκαεφτά χρόνια να σκεφτεί ένα βιβλίο, δεκαοχτώ μήνες να το γράψει, και ο αναγνώστης καμιά φορά να θέλει να το διαβάσει μέσα σε μια νύχτα. Είναι λίγο άδικο. Εσύ τουλάχιστον λες πως σου κόστισε αρκετό κόπο για να το καταλάβεις και μάλλον αυτό συνέβη γιατί βάλθηκες να διαβάζεις όσα λένε οι κριτικοί, που τα περιπλέκουν όλα· μη δίνεις σημασία στους κριτικούς, διάβαζε τα βιβλία, καταλάβαινε τι λένε τα βιβλία και να ’σαι σίγουρη πως αυτό που κατάλαβες είναι εκείνο που ήθελε να πει ο συγγραφέας.
* Ακροάτρια: Με λένε Ασουσένα Σαντοβάλ κι είμαι ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων. Θα ’θελα να σας ρωτήσω ποια βιβλία μπορώ να διαβάσω, από τα δικά σας έργα και από άλλων συγγραφέων.
Μάρκες: Στα δεκατρία χρόνια υπάρχουν πολλά βιβλία για να διαβάσει κανείς. Θα ’πρεπε να διαβάζεις τώρα τις «Χίλιες και Μια Νύχτες», θα ’πρεπε να έχεις διαβάσει τον «Μικρό Πρίγκιπα» του Σαιντ Εξυπερύ. Καλό είναι να διαβάζεις όσο πιο πολλή ποίηση είναι δυνατό και όλα τα βιβλία που πέφτουν στα χέρια σου και σου φαίνεται ότι θα τα καταλάβεις πραγματικά. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ηλικία για τα αναγνώσματα· αντίθετα, πρέπει ν’ αρχίζει κανείς να διαβάζει τα πάντα από πάντα. Πρέπει να τοποθετούμε τα βιβλία έτσι ώστε να τα φτάνουν τα παιδιά, το ίδιο και το πιάνο, έτσι που τα παιδιά να παίζουν σ’ αυτό σα να είναι παιχνίδι. Να μάθουν τα παιδιά να παίζουν με τα βιβλία. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τη λογοτεχνία· δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι διαφθείρει. Πες στη μαμά και το μπαμπά σου να αφήνουν όσα βιβλία μπορούν κοντά σου στο σπίτι κι εσύ θ’ αποφασίσεις ποια μπορείς να διαβάσεις και ποια όχι. Ν’ αποφασίζεις εσύ και να μην αφήνεις κανέναν να σε καθοδηγεί. Εσύ είσαι το αφεντικό στο τι θα διαβάσεις κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήσεις μια λογοτεχνική παιδεία. Και μ’ αυτό τ’ όνομα που έχεις, Ασουσένα (Ζαχαρένια), θα ’λεγα πως είσαι ικανή για όλα.
* Ακροατής: Με λένε Σαλβαδόρ Γκουαδαμούς, μένω εδώ στη Μανάγκουα και είμαι φοιτητής της αρχιτεκτονικής. Δον Γκαμπριέλ, θα ’θελα να μου πείτε τη γνώμη σας για μια άποψη που έχω: έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας και όταν διάβασα το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», μου φάνηκε ότι περιείχε όλα τα στοιχεία των προηγούμενων βιβλίων σας, όχι όμως σαν προϊόν εκείνων, αλλά σαν να ήταν η αφετηρία τους. Σκέφτομαι πως το «Χρονικό» θα ’πρεπε να ’ναι το πρώτο βιβλίο που γράψατε και όχι το τελευταίο, και θα ’θελα ν’ ακούσω τη γνώμη σας.
Μάρκες: Νιώθω πολύ ευχαριστημένος που το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» δεν είναι το πρώτο βιβλίο που έγραψα· είναι όμως το πρώτο βιβλίο που θα έπρεπε να έχω γράψει. Το «Χρονικό» βασίζεται σ’ ένα πραγματικό επεισόδιο που συνέβη πολύ κοντά μου. Οι πρωταγωνιστές του ήταν άνθρωποι που αγαπούσα πολύ, και συνέβη γύρω στα 1953, πριν δηλαδή γράψω το πρώτο μου βιβλίο, όταν ήμουν ένας δημοσιογράφος «με το κομμάτι». Όταν συνέβη αυτό το γεγονός, η παρόρμηση που είχα ήταν να το γράψω αμέσως. Εκείνο τον καιρό προσπαθούσα να γράψω την πρώτη μου νουβέλα, που θα την ονόμαζα «Το Σπίτι» και που την άφησα γιατί ένιωσα ότι δεν είχα ακόμα την ικανότητα να τη γράψω, ήταν πολύ πολύπλοκη, πολύ δύσκολη. Καταλάβαινα ότι χρειαζόμουν πολύ περισσότερη ωριμότητα και λογοτεχνικές γνώσεις για να κάνω αυτό το βιβλίο, το οποίο είκοσι χρόνια αργότερα κατάφερα να το γράψω και ονομάζεται «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς». Όταν συνέβη εκείνο το επεισόδιο, κατάλαβα αμέσως πως ήταν φορτωμένο με μεγάλη ανθρώπινη αξία, με μεγάλη λογοτεχνική αξία, κι επιπλέον με είχε επηρεάσει πάρα πολύ. Εμφανίστηκε όμως ένα εμπόδιο, που πολλοί λογοτέχνες δεν θα λάμβαναν υπόψη τους: έχω μια μάνα με μεγάλη ευαισθησία και η μάνα μου μου είπε ότι δεν θα ’πρεπε να γράψω αυτό το βιβλίο όσο θα βρισκόταν στη ζωή η μητέρα του πρωταγωνιστή, που κλείνει στο τέλος την πόρτα στον Σαντιάγο Νασσάρ, εμποδίζοντάς τον έτσι ν’ αποφύγει το θάνατο. Η μητέρα αυτή ήταν κουμπάρα της δικής μου και μου είπε η μάνα μου, όταν έμαθε τι σκόπευα να γράψω: «Υποσχέσου μου πως ποτέ δεν θα γράψεις αυτό το βιβλίο, γιατί η κουμπάρα μου θα υποφέρει πολύ βλέποντας τον εαυτό της να κλείνει την πόρτα, μέσα στο βιβλίο. Είναι ήδη πολύ σκληρό γι’ αυτήν που έκλεισε την πόρτα στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται να συνεχίσει να την κλείνει για πάντα, στο βιβλίο. Όπως βλέπετε, η μητέρα μου είχε ήδη εμπιστοσύνη στη λογοτεχνική αθανασία και πίστευε ότι η πόρτα θα συνέχιζε να κλείνει στον αιώνα τον άπαντα. Της υποσχέθηκα λοιπόν ότι δεν θα ’γραφα το βιβλίο και η πόρτα δεν θα ’κλεινε σ’ αυτό, όσο καιρό η κυρία εκείνη θα ήταν ζωντανή. Η κυρία εκείνη έζησε άλλα είκοσι χρόνια. Πριν πέντε χρόνια έμαθα από τη μητέρα μου ότι πέθανε και τότε έγραψα το βιβλίο. Αν τα πράγματα έρχονταν αλλιώς, τότε πράγματι αυτό το βιβλίο θα ήταν το πρώτο μου. Βέβαια, αν ήταν το πρώτο μου, θα ήταν τελείως διαφορετικό.
Ζωντανή εκπομπή του Ράδιο Σαντίνο της Μανάγκουα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό NICARAUAC, Νο 7. Μετάφραση Α. Στουπάκη.
❦