Συνέντευξη στον ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ giannis@enet.gr
Περιηγήθηκαν στην Ελλάδα στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Γάλλοι, Άγγλοι, αργότερα Γερμανοί, πέρασαν από τη χώρα μας πριν και μετά την Επανάσταση του 1821, αναζητώντας επαφή με το κλασικό ιδεώδες των σπουδών τους και αργότερα κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους στα βιβλία τους. Ο Γιώργος Τόλιας, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, εξηγεί στην «Ε» πώς και γιατί η περιήγηση στην Ελλάδα του 19ου αιώνα έφτασε να αποτελεί ευρωπαϊκή τάση.
Η περιήγηση των ξένων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα πότε μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε;
«Μεμονωμένες επισκέψεις έχουμε από νωρίς, από τον 15ο και 16ο αιώνα. Λόγιοι που ταξιδεύουν για αρχαιογνωστικούς λόγους, φυσιοδίφες, πολιτικοί για να κάνουν εκτιμήσεις πολιτικού τύπου. Με το που αρχίζει ο ουμανισμός και “ξυπνά” ο κόσμος, έχουμε -πια- πολύ συχνά ταξίδια. Ωστόσο, το κοινωνικό φαινόμενο είναι περισσότερο συνδεδεμένο με το Grand Tour του 18ου αιώνα και αποτελεί μέρος της εκπαίδευσης της αριστοκρατίας, κυρίως της βρετανικής, που, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, κάνουν για έναν χρόνο έναν “μεγάλο γύρο”, ο οποίος συνήθως σταματά στην Ιταλία αλλά σταδιακά, από τα τέλη του 18ου αιώνα, αρχίζει να συμπεριλαμβάνει και Ελλάδα, Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, δηλ. την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι περιοχές της μπαίνουν στο Grand Tour τον καιρό που ανοίγει η αυτοκρατορία στη Δύση, με τον Σελίμ Γ’. Δηλαδή από το 1780-1790 όταν εκτός από τους ξένους της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, έχουμε μεγάλη εγκατάσταση επισκεπτών και στην Αθήνα. Μια κοινότητα που μπορεί να έχει 50 και 60 ξένους ταυτόχρονα σε πληθυσμό 8.000 ανθρώπων. Εκεί υπάρχει και η ξενοδοχειακή υποδομή, η Τερέζα Μακρή και η μαμά της, υπάρχει υποδομή φαγητού κ.λπ., π.χ. ο Μπάιρον έρχεται και μένει στην Αθήνα 11 μήνες!».
Ποιο είναι το στοιχείο το οποίο, πέραν της περιέργειας, τους έλκει;
«Η αρχαιότητα. Ελάχιστοι είναι όσοι έχουν επιστημονική ή πολιτική περιέργεια. Οι πρώτοι που κάνουν αρχαιολογικό ταξίδι είναι τον 17ο αιώνα, ο Σπον και ο Γουίλερ, ένας Λιονέζος κι ένας Εγγλέζος. Ταξιδεύουν και ψάχνουν. Η ταύτιση των αρχαίων θέσεων είναι μια αρχαιολογική δουλειά. Εν συνεχεία, όσοι σκάβουν και βρίσκουν επιγραφές τις αντιγράφουν, όσοι βρίσκουν νομίσματα τα παίρνουν, ό,τι είναι μικρό φεύγει πολύ πιο εύκολα, για ό,τι είναι μεγαλύτερο πρέπει να φτιαχτούν οι ειδικές συνθήκες της διαμονής, γιατί οι έρευνες παίρνουν καιρό, και να υπάρχουν και οι θεσμικές και νομικές δυνατότητες για να κάνουν ανασκαφές και να μετακινήσουν ό,τι βρουν. Αυτό γίνεται πια από το 1795 και μετά και κορυφώνεται με τον Έλγιν γύρω στα 1800-1803».
Όσοι έρχονταν στην Ελλάδα απογοητεύονταν ή αισθάνονταν ότι έβρισκαν αυτό που αναζητούσαν;
«Ως προς τις αρχαιότητες, το αρχαιολογικό τοπίο και τη σύνδεση όσων είχαν διαβάσει με τον χώρο, είναι ενθουσιασμένοι. Μάλιστα, συνεχίζουν να διαβάζουν το αρχαίο κείμενο επί τόπου, χωρίς να βλέπουν ακριβώς τον τόπο, δηλ. “βλέπουν” τα πράγματα όπως τα περιγράφει ο Παυσανίας. Εχουμε περιγραφές των Δελφών του 1750-1760 όπου περιγράφουν ό,τι γράφει ο Παυσανίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο… Ως προς τους νεότερους Ελληνες, εκεί βρίσκουν μια κοινωνία που είναι αρκετά πρωτόγονη σε σχέση με τη δική τους και σε σχέση με την αρχαία κοινωνία που φαντάζονται από τις αναγνώσεις τους. Αλλά οι περισσότεροι έχουν τη φιλελληνική διάθεση: όπως στα άδεια τοπία μπορούν να “δουν” τα αρχαία, έτσι και στους νεότερους Ελληνες βλέπουν τους αρχαίους, με τα καλά και τα κακά τους, π.χ. την πονηριά την εξηγούν λέγοντας “αυτοί είναι απόγονοι του Οδυσσέα”, τα εμπορικά πάλι με τις εμπορικές δραστηριότητες των αρχαίων, των Αθηναίων, κ.λπ.».
Μπορεί να γίνει κάποια διάκριση στους περιηγητές με βάση την εθνικότητα; Εάν δηλαδή είδαν την τότε Ελλάδα διαφορετικά οι Άγγλοι και διαφορετικά οι Γάλλοι;
«Στους Γάλλους το σχετικό κίνημα είναι πιο φιλοσοφικό, δηλαδή ζητούν όχι μόνον αισθητικές αξίες στην αρχαιότητα, ζητούν και πολιτικές και κοινωνικές, έχει προηγηθεί και η Γαλλική Επανάσταση, είναι η προσέγγισή τους πολύ πιο φιλοσοφημένη, άρα και πιο πολυδιάστατη. Των Εγγλέζων είναι πιο εμπειρική. Οι Γερμανοί όμως είναι οι πιο ενδιαφέροντες με τον νεοουμανισμό τους. Μετά τον Βίνκελμαν και τους μεγάλους θεωρητικούς, τον Χούμπολτ και τους υπόλοιπους, γίνονται αυτοί οι διάδοχοι και οι κληρονόμοι των αρχαίων. Αυτοί είναι οι πραγματικοί συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας, αυτοί την καταλαβαίνουν, αυτοί την ερμηνεύουν, αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη συνείδησή της και τη διάσωσή της. Οι Γερμανοί στενοχωρούνται από την παρακμή των Ελλήνων. Οι Γάλλοι είναι πιο φιλοσοφημένοι, πιο θεωρητικοί, έχουν την τάση να ωραιοποιήσουν και να πιστέψουν ότι αυτό το πράγμα θα ξαναγεννηθεί. Ο φιλελληνισμός, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι κυρίως γαλλικός. Υπάρχουν διαφορετικές θέσεις, ωστόσο δεν έχει διεξαχθεί κάποια σχετική μελέτη για να δούμε ποια είναι τα στερεότυπα των τριών βασικών παιδειών, γερμανικής, γαλλικής και αγγλικής, πού συγκλίνουν και πού διαφέρουν. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει».
Η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν ως Ανατολή από τους επισκέπτες της;
«Νομίζω ότι η Ελλάδα ήταν πάντα “μαγαζί-γωνία”, και Ανατολή και Δύση. Από την πλευρά της Ανατολής οι Έλληνες είναι το “παράθυρο” των Οθωμανών στη Δύση. Όλοι οι διερμηνείς, οι έμποροι, οι γιατροί, όλη η επαφή της οθωμανικής Ανατολής με τη Δύση γίνεται κυρίως μέσω των Ελλήνων. Είναι εκείνοι που έχουν τη γλωσσομάθεια. Ταξιδεύοντας π.χ. ο Σατωβριάνδος θα βρει τον Αβραμιώτη να κουβεντιάσει στο Ναύπλιο, θα βρει τον Λογοθέτη, τον Λάσκαρι ή τους Νοταράδες στην Κόρινθο, τον Ψαλίδα ή τους γιατρούς του Αλή Πασά στα Γιάννινα, όπου έχουμε κοινότητα στην οποία οι ξένοι περνούν αρκετό καιρό. Σίγουρα σε επίπεδο δημώδες, στους τσοπάνηδες, στους αγρότες, εκεί η πολιτιστική απόσταση είναι πολύ μεγάλη, εκεί είναι Ανατολή. Αλλά είναι ελληνική Ανατολή. Έτσι, κάποιοι περιηγητές θα αρχίσουν να λένε ότι οι χοροί των ντόπιων μοιάζουν με τους χορούς των αρχαίων ή άλλοι ότι τα νέα ελληνικά χρειάζονται για την κατανόηση των αρχαίων ελληνικών κ.λπ. Το βασικό είναι ότι τη συναίσθηση της συνέχειας αρχαίων και νέων, τη συνειδητοποίηση των δεσμών και των σχέσεων, πρώτοι τη συλλαμβάνουν οι συγγραφείς του 18ου αιώνα. Πριν μιλήσει ο Κοραής γι’ αυτές τις σχέσεις, μιλούν αυτοί. Είναι η κοινή κληρονομιά. Υπάρχει η απόσταση μεταξύ των φυσικών κληρονόμων και των πνευματικών κληρονόμων. Δηλαδή όλοι θεωρούν ότι και οι μεν και οι δε είναι κληρονόμοι του αρχαίου πράγματος, αλλά εμείς -οι Ευρωπαίοι- είμαστε αυτοί που το κερδίσαμε και αυτοί -οι Έλληνες- είναι εκείνοι που το χάνουν ή το χάσανε σιγά σιγά».*
ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Λαμαρτίνος: ο αντιφατικός
Λογοτέχνης και πολιτικός. Ταξίδεψε στην Ελλάδα μαζί με την άρρωστη κόρη του, γεγονός ενδεχομένως υπεύθυνο για τις μεταπτώσεις της διάθεσής του, όπως αυτές καταγράφονται στις σημειώσεις του. Άλλες φορές απογοητεύεται και άλλες ενθουσιάζεται.
Παρέμεινε στην ελληνική γη 17 ημέρες, αντικρίζοντας μια εικόνα ερήμωσης και καταστροφής εξαιτίας του ξεσηκωμού του ’21. Βλέποντας από μακριά την Ακρόπολη δεν εντυπωσιάζεται, αλλά όταν την επισκέπτεται με ξεναγό τον γενικό πρόξενο της Αυστρίας, Γκρόπιους, αλλάζει γνώμη και την υμνεί.
9 Αυγούστου 1832
«…μερικές εκατοντάδες Έλληνες φορούν τις πιο επιτηδευμένες αλλά και τις πιο βρώμικες φορεσιές· καθισμένοι ή ξαπλωμένοι στα σανίδια ή πάνω στην άμμο σχηματίζουν διάφορες γραφικές ομάδες. Οι φυσιογνωμίες είναι ωραίες, αλλά θλιμμένες και άγριες· το βάρος της αργίας φαίνεται σε κάθε τους στάση. Η τεμπελιά των Ναπολιτάνων είναι γλυκιά, ήσυχη και εύθυμη: “είναι η νωχέλεια της ευτυχίας”, η τεμπελιά αυτών των Ελλήνων είναι βαριά, δύσθυμη, σκυθρωπή· είναι ένα ελάττωμα που αυτοτιμωρείται».
20 Αυγούστου 1832
«Το ταξίδι είναι σαν τη μετάφραση· μεταφράζεις στο μάτι, στο μυαλό, στην ψυχή του αναγνώστη τόπους, χρώματα, εντυπώσεις, αισθήματα που παίρνεις, καθώς ταξιδεύεις, από τη φύση ή από τα ανθρώπινα μνημεία. Πρέπει να ξέρεις να κοιτάς και συνάμα να αισθάνεσαι και να εκφράζεις: πώς να εκφράσεις όμως; όχι με γραμμές και με χρώματα, όπως ο ζωγράφος, πράγμα απλό και εύκολο· ούτε με ήχους, όπως ο μουσικός, αλλά με ιδέες που δεν περιέχουν ούτε ήχους ούτε γραμμές ούτε χρώματα. Τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου καθώς καθόμουν στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, έχοντας μπροστά στα μάτια μου την Αθήνα, τον ελαιώνα του Πειραιά και τη γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου και πάνω μου την επιβλητική σκιά της ζωφόρου του ναού των ναών. Ήθελα να πάρω μαζί μου μια ζωντανή ανάμνηση, μια γραπτή ανάμνηση από τούτη τη στιγμή της ζωής μου! Ένιωθα ότι αυτός ο σωρός από εξαίσιο μάρμαρο που έτερπε τα μάτια μου, θα έσβηνε από τη μνήμη μου, και ήθελα να μπορώ να τον ξαναβρίσκω μέσα στην ευτέλεια της ζωής που με περίμενε».
22 Αυγούστου 1832
«Θλιβερός περίπατος στο ναό του Ολυμπίου Διός και στο Στάδιο. Ήπια νερό από το λασπωμένο και μολυσμένο ρυάκι του Ιλισού. Βρήκα ελάχιστο νερό, ίσα ίσα για να βουτήξω το δάχτυλό μου: ξεραΐλα, γύμνια, χρώμα σκουριάς απλώνεται σε όλη την ύπαιθρο της Αθήνας. Τι διαφορά με την ύπαιθρο της Ρώμης, τους χρυσαφένιους τάφους των Σκιπιώνων, την πράσινη και σκοτεινή πηγή της Ηγερίας! Και πόσο ο ουρανός της Ρώμης ξεπερνάει τον πολυθρύλητο ουρανό της Αττικής!».
Σατωβριάνδος: ο ελληνολάτρης
Ο Σατωβριάνδος έζησε τέσσερις ημέρες στην Αθήνα, τον Αύγουστο του 1806, περνώντας μια ημέρα από τις πέντε, από την αυγή μέχρι τη δύση του ήλιου, στην Ακρόπολη.
Κατενθουσιασμένος γράφει: «Από τη θέση που βρισκόμαστε, στις δοξασμένες ημέρες των Αθηνών θα βλέπαμε τους στόλους να βγαίνουν από τον Πειραιά για να καταναυμαχήσουν τον εχθρό ή να πάνε για τις γιορτές της Δήλου. Θ’ ακούαμε από το Θέατρο του Διονύσου τα θρηνολογήματα του Οιδίποδα, του Φιλοκτήτη και της Εκάβης, καθώς και τις επευφημίες των πολιτών όταν τελείωνε τους λόγους του ο Δημοσθένης. Όμως, αλίμονο, κανένας ήχος δεν άγγιζε την ακοή μας, αλλά μόλις που ακούονταν κάθε λίγο, από τα τείχη εκείνα που τόσον καιρό αντηχούσε η φωνή λαού ελεύθερου, κάποιες κραυγές που ξέφευγαν από το στόμα του σκλαβωμένου όχλου. Για να παρηγοριέμαι, έλεγα κάθε τόσο μέσα μου αυτό που πρέπει να λέμε αδιάκοπα: όλα περνάν, όλα τελειώνουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Τι γίναν οι διαμόνιες εκείνες μεγαλοφυΐες που ύψωσαν τον ναό που στα ερείπιά του καθόμουν εγώ τώρα; Αυτός ο ήλιος που ίσως φώτισε τους στερνούς αναστεναγμούς της κοπέλας των Μεγάρων είδε και την περίφημη Ασπασία να πεθαίνει. Τούτη την εικόνα της Αττικής, αυτό το λαμπρό θέαμα μπροστά μου, το ‘χαν κοιτάξει και μάτια σφαλισμένα εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τώρα. Θα περάσω κι εγώ με τη σειρά μου κι άλλοι θνητοί και φευγαλέοι σαν κι εμένα θ’ ανεβούν εδώ να στοχαστούν τα ίδια πράγματα για τα ίδια ερείπια». Ο ενθουσιασμός του είναι διάχυτος σε όλη την έκταση του βιβλίου του, όχι τυχαία, αφού, ως πολιτικός, υπήρξε ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της Ελλάδας, με αγορεύσεις και υπομνήματα στους ισχυρούς της Ευρώπης. «Στην Ελλάδα όλα είναι γλυκά, όλα είναι απαλά, όλα είναι γαλήνια στη φύση, καθώς και στα κείμενα των αρχαίων. Όταν δει κανείς τα χαριτωμένα τοπία της Αττικής, της Κορίνθου και της Ιωνίας, καταλαβαίνει γιατί η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα έχει τόσο ευτυχισμένες αναλογίες, γιατί η αρχαία γλυπτική είναι αδιατάρακτη και τόσο ειρηνική. Στην πατρίδα των Μουσών η φύση καθόλου δεν συμβουλεύει παρεκκλίσεις· αντίθετα, η ροπή της είναι να ξαναφέρνει το πνεύμα στον έρωτα των ομοιόμορφων κι αρμονικών πραγμάτων».
[Προσθήκη: διαβάστε σε αυτήν την ανάρτηση ένα μεγαλύτερο απόσπασμα από το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν.]
Φλομπέρ: ο ακάματος
Ο Γάλλος μυθιστοριογράφος περιηγήθηκε στην Ελλάδα από τον Δεκέμβριο 1850 έως τον Φεβρουάριο 1851.
Επισκέφθηκε εκτός από την Αθήνα, το Δαφνί, την Ελευσίνα, τις Πλαταιές, τις Θεσπιές, τη Λιβαδειά, την Αράχοβα, τους Δελφούς, τις Θερμοπύλες, τη Νεμέα, τις Μυκήνες, το Άργος, τη Σπάρτη, τη Μεσσήνη, τις Βάσσες, την Ανδρίτσαινα, την Ολυμπία και άλλα μέρη. Παρ’ ότι τον περισσότερο καιρό έβρεχε, ο Φλομπέρ συνέχιζε το οδοιπορικό του και τις σημειώσεις του.
Στις βόλτες του στην Αθήνα, τον συντροφεύει ο συνταγματάρχης Τουρέ. Μαζί θα περπατήσουν σε κήπους και πλατείες της πόλης και θα συναντήσουν τη μία τον Κανάρη και την άλλη τη βασίλισσα Αμαλία, στην οποία ο Γάλλος δεν χαρίζεται, τουλάχιστον στις σημειώσεις του:
«Ξαναείδα τη Μεγαλειοτάτη στο θέατρο. Είναι, ασφαλώς, άσχημη, όλη η όψη της έχει τον ίδιο τόνο, μάτι λαγού, φρύδια υπερβολικά ξανθά, άσχημα τσίνουρα. Λένε πως έχει ωραίο στήθος και ωραίο δέρμα. Πρόσωπο δίχως χαρακτήρα και άχαρο! Η Μεγαλειοτάτη γευματίζει έξι φορές την ημέρα, δεν της αποδίδουν κανέναν εραστή. Ο λαός την έχει βαρεθεί, κι εγώ το ίδιο, δίχως να ξέρω γιατί».
23 Ιανουαρίου, 1851
«Σήμερα Πέμπτη, πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη (της Αθήνας). Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας ένας μηρός φαγωμένος, εντελώς γκρίζος. Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα. Πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων ο ουρανός απλωνόταν με χρώμα κίτρινο, κροκάτο. Καθώς επέστρεφα από τον ναό (του Παρθενώνα), δύο μεγάλα πουλιά ξεπετάχθηκαν πάνω από το αέτωμα και έφυγαν ανατολικά, κατά τη μεριά της Σμύρνης, της Ασίας».
ΒΙΒΛΙΑ:
* «Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα – Λαμαρτίνος, Νερβάλ, Γκωτιέ», εκδ. Ολκός. (Πρόλογος Παναγιώτης Μουλλάς, μετάφραση Βάσω Μέντζου).
* «Ο πυρετός των Μαρμάρων», Συλλογικό, εκδ. Ολκός. (Επιμέλεια – εισαγωγή: Γιώργος Τόλιας, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας – Βούλα Λούβρου).
* «Ταξίδι στην Ελλάδα» – Γουσταύος Φλομπέρ, εκδ. Ολκός. (Πρόλογος Κ.Θ. Δημαράς, μετάφραση: Παύλος Ζάννας).
* «Οδοιπορικό – Η Ελλάδα του 1806» – Σατωμπριάν, εκδ. Δωδώνη. (Πρόλογος – μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης).
Γ.Τ.
πηγή: Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010.
♦