Σατωμπριάν – Η Ελλάδα του 1806 (απόσπασμα)

Σατωμπριάν (1768 – 1848)

 

O Φρανσουά-Ωγκύστ-Ρενέ, υποκόμης ντε Σατωμπριάν, γνωστός στην Ελλάδα ως Σατωμπριάν ή Σατωβριάνδος (εδώ περισσότερες πληροφορίες), ήταν Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και φιλέλληνας. Το 1806 ξεκίνησε από το Παρίσι, έφτασε μέχρι την Παλαιστίνη και κατέληξε στην Ισπανία. Στο ενδιάμεσο, πέρασε και από ελληνικούς τόπους και θαύμασε τα απομεινάρια του αρχαίου παρελθόντος. Παράλληλα, αποτύπωσε με την ευαισθησία του περιηγητή, και όχι προφανώς με τη μεθοδικότητα και την ακρίβεια του ιστορικού ή του αρχαιολόγου, την ατμόσφαιρα των περιοχών που επισκέφτηκε. Τα ακόλουθα αποσπάσματα έχουν -νομίζω- ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όποιον θα ήθελε να πληροφορηθεί τις συνθήκες ζωής των Ελλήνων της Πελοποννήσου και της Αττικής 15 χρόνια πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης.

Στη μεταγραφή κράτησα την ορθογραφία του μεταφραστή της ελληνικής έκδοσης (Δωδώνη, 1979), αλλά όχι και το πολυτονικό.

Περισσότερες πληροφορίες για τους Ευρωπαίους περιηγητές στην Ελλάδα τον 19ο αι. μπορείτε να διαβάσετε σε αυτήν την ανάρτηση.

 

 

Οδοιπορικό: από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ

Η Ελλάδα του 1806 (αποσπάσματα)

 

Ευτυχισμένοι οι περιηγητές που περιορίζουν τα ταξίδια τους στην πολιτισμένη Ευρώπη. Μένουν μακρυά κι αγνοούν αυτές τις άλλοτε ένδοξες και φημισμένες χώρες, όπου η καρδιά σου μαραίνεται σε κάθε βήμα κι όπου κάθε στιγμή ζωντανά ερείπια αποσπούν την προσοχή σου από τα πέτρινα και τα μαρμάρινα ερείπια. Μάταια στην Ελλάδα θα θελήσεις ν’ αφεθείς στη γοητεία της φαντασίας. Η πικρή αλήθεια σε κυνηγά αδιάκοπα. Λασποκάλυβα κατάλληλα για ζώα κι όχι γι’ ανθρώπους· γυναίκες και παιδιά ρακένδυτα, που το βάζουν στα πόδια μόλις ζυγώσει ξένος ή Γιανίτσαρος· ακόμα κι οι κατσίκες τρομάζουν και σκορπάν εδώ κι εκεί στο βουνό· και μονάχα οι σκύλοι μένουν και σε υποδέχουνται με γαυγίσματα. Να το θέαμα που σε αποτραβά από τη γοητεία των αναμνήσεων.

Έρημη είναι η Πελοπόννησος. Από τον πόλεμο των Ρώσσων κι έπειτα ο ζυγός των Τούρκων βάρυνε πολύ πάνω στους Μωραΐτες. Οι Αρβανίτες σφάξαν ένα μέρος του πληθυσμού. Δε βλέπεις παρά χωριά που τα χάλασε το σίδερο κι η φωτιά. Μέσα στις πόλεις, όπως στο Μιστρά, προάστεια ολόκληρα είναι παρατημένα. Πολλές φορές περπάτησα λεύγες ολόκληρες μεσ’ από τα χωράφια, χωρίς να συναντήσω μήτε ανθρώπινη κατοικία. Ανεκδιήγητοι προπηλακισμοί και κάθε είδους προσβολές ολοκληρώνουν την καταστροφή της αγροκαλλιέργειας και της ζωής. το διώξιμο ενός Έλληνα χωρικού από το καλύβι του, η αρπαγή της γυναίκας του και των παιδιών του, ο αναίτιος σκοτωμός του είναι παιχνιδάκι και για τον πιο ασήμαντο Αγά του πιο μικρού χωριού. Πεσμένος στο τελευταίο σκαλοπάτι της δυστυχίας ο Μωραΐτης εγκαταλείπει την πατρίδα του και πάει να γυρέψει στην Ασία μια τύχη λιγώτερο τραχειά. Ελπίδα μάταιη! Δεν μπορεί μητ’ εκεί ν’ αποφύγει το πεπρωμένο του, γιατί παντού θα βρει Κατήδες και Πασσάδες ως τις όχθες του Ιορδάνη κι ως τις ερημιές της Παλμύρας.

Η Αττική μπορεί να μας παρουσιάζεται κάπως λιγώτερο άθλια, όμως ζει την ίδια σκλαβιά. Η Αθήνα βρίσκεται κάτω από την άμεση προστασία του αρχηγού των μαύρων ευνούχων του Σεραγιού. Ένας «ντισντάρης» ή διοικητής, παρασταίνει το τέρας που προστατεύει το ναό του Σόλωνα. Αυτός ο ντισντάρης κατοικεί στην Ακρόπολη, τη γιομάτη από τ’ αριστουργήματα του Ικτίνου και του Φειδία, χωρίς ποτέ να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο λαός που άφησε τέτοια απομεινάρια και χωρίς να καταδέχεται να βγει από την καλύβα του, που την έχτισε κάτω από τα μνημεία του Περικλή. Κάποτε μονάχα αυτός ο τύραννος-νευρόσπαστο σέρνεται ως την πόρτα της φωλιάς του και κάθεται σταυροπόδι σ’ ένα βρώμικο χαλί. Ο καπνός της πίπας του ανεβαίνει μέσα από τις κολώνες του ναού της Αθηνάς, κι αυτός περιφέρει ηλίθια βλέμματα στις ακτές της Σαλαμίνας και στη θάλασσα της Επιδαύρου.

Θάλεγες πως η ίδια η Ελλάδα θέλει να δείξει με το πένθος της τη δυστυχία των παιδιών της. Παντού σχεδόν η χώρα είναι ακαλλιέργητη, το έδαφος γυμνό, μονότονο, άγριο, μ’ ένα χρώμα κίτρινα και μαραμένο. Δεν υπάρχουν ποτάμια αλλά μονάχα μικρά ρυάκια και χείμαρροι, ξεροί το καλοκαίρι. Δε βλέπεις πουθενά ή σχεδόν πουθενά στα χωράφια επαύλεις· δε συναντάς οργωτές μήτε κάρρα και ζεμένα βόδια. Τίποτε πιο θλιβερό από το να μη μπορείς ν’ ανακαλύψεις πουθενά αχνάρια και μοντέρνες ρόδες, εκεί που φαίνονται ακόμα, στα βράχια, τα σημάδια των αρχαίων τροχών. Κάποιοι χωρικοί μόνο, φορώντας μακρυούς χιτώνες και μ’ ένα κόκκινο σκουφάκι στο κεφάλι, σαν τους κακούργους της Μασσαλίας, περνώντας σας λένε ένα θλιβερό «καλησπέρα». Σπρώχνουν γαϊδούρια και μικρά ορθότριχα άλογα, που τους φτάνουν για να κουβαλήσουν τα λιγοστά τους γεωργικά σκεύη ή τους καρπούς του αμπελιού τους. Ζώστε αυτή την ερημωμένη στεριά με μια θάλασσα σχεδόν το ίδιο έρημη, βάλτε στην πλαγιά ενός βράχου μια ετοιμόρροπη σκοπιά ή ένα παρατημένο μοναστήρι κι ανάμεσά τους έναν μιναρέ, σύμβολο της δουλείας, ύστερα ένα κοπάδι κατσίκες ή πρόβατα να βόσκουν ανάμεσα σε σπασμένες κολώνες, το τουρμπάνι ενός Τούρκου οδοιπόρου, που το βλέπουν οι βοσκοί και το βάζουν στα πόδια (κι έτσι η στράτα φαίνεται ακόμα πιο έρημη) και θάχετε μια ιδέα αρκετά σωστή για τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας.  

[…]

Δεν γνώρισα όσο έπρεπε τους σύγχρονους Έλληνες ώστε να μπορέσω να πω κάτι το σαφές για τον χαρακτήρα τους. Ξέρω πως είναι πολύ εύκολο να συκοφαντεί κανείς τους δυστυχισμένους. Τίποτα δεν είναι πιο βολικό από το να βρίσκεσαι ασφαλισμένος από κάθε κίνδυνο και να λες: «Γιατί δεν αποτινάζουν τον ζυγό που τους καταδυναστεύει και τους κάνει να στενάζουν;». Κοντά στο τζάκι του ο καθένας μας μπορεί να νιώθει αυτά τα υψηλά αισθήματα κι αυτή την περήφανη ενεργητικότητα. Άλλωστε, οι προληπτικές αυτές απόψεις περισσεύουν στον αιώνα μας -σ’ ένα αιώνα που δεν αμφιβάλλουμε για τίποτα, παρά μόνο για την ύπαρξη του Θεού. Επειδή όμως αυτές τις γενικές και αόριστες απόψεις για τα έθνη συχνά τις διαψεύδει η πραγματικότητα δεν αποφασίζω να πω τίποτα για τους Έλληνες. Πιστεύω μονάχα πως υπάρχει πολλή μεγαλοφυΐα στην Ελλάδα και πως αυτοί που μας δίδαξαν τα πάντα βρίσκουνται ακόμα εκεί, όπως πιστεύω πως η ανθρώπινη φύση διατήρησε στη Ρώμη την υπεροχή της. Φυσικά, μ’ αυτά δεν εννοώ πως οι ανώτεροι άνδρες βρίσκουνται τώρα στη Ρώμη.

Παρ’ όλα αυτά, φοβάμαι πως οι Έλληνες δεν έχουν ακόμα διάθεση να σπάσουν τις αλυσίδες τους. Μα κι όταν θα γλύτωναν από την τυραννία που τους καταπιέζει, δε θα έχαναν αμέσως τα σημάδια των δεσμών τους. Όχι μονάχα συντρίφτηκαν κάτω από το βάρος του δεσποτισμού, αλλά δύο χιλιάδες χρόνια ώρα ζουν σαν ένας λαός γερασμένος και ξεπεσμένος. Δεν ανανεώθηκαν καθόλου, όπως η άλλη Ευρώπη, από την επιμιξία τους με τα βάρβαρα έθνη, μα το εναντίο, το έθνος που τους κατάκτησε, συνετέλεσε στη διαφθορά τους. Αυτό το έθνος δεν τους έφερε τα τραχειά και άγρια ήθη των βόρειων φυλών αλλά τις ηδονόχαρες συνήθειες των ανθρώπων του Νότου. Αν απαρνιούνταν οι Έλληνες τους βωμούς των, όχι μόνο θα έκαναν θρησκευτικό έγκλημα, αλλά δε θα είχαν να κερδίσουν τίποτα με την υποταγή τους στο Κοράνι. Στη βίβλο του Μωάμεθ δεν βρίσκεται μήτε αρχή κανενός πολιτισμού μήτε διδασκαλία που ν’ ανυψώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Αυτό το βιβλίο δεν κηρύττει μήτε το μίσος εναντίον της τυραννίας μήτε τον έρωτα της ελευθερίας. Αν οι Έλληνες ασπάζονταν τη θρησκεία των κατακτητών τους, θα αρνιόνταν τις επιστήμες και τις τέχνες για να γίνουν οι στρατιώτες της Ειμαρμένης, υπακούοντας τυφλά στα καπρίτσια ενός απόλυτου Δεσπότη. Θα περνούσαν τον καιρό τους λεηλατώντας τον κόσμο ή θα κοιμούνταν σ’ ένα χαλί, ανάμεσα σ’ αρώματα και γυναίκες.

Η ίδια αμεροληψία που με υποχρεώνει να μιλήσω για τους Έλληνες με τον σεβασμό που ταιριάζει στη δυστυχία, θα μ’ εμπόδιζε να αποφανθώ για τους Τούρκους τόσο αυστηρά όσο το κάνω, αν δεν είχα βρει σ’ αυτούς τις καταχρήσεις που είναι κοινές μεταξύ όλων των νικητών: δυστυχώς, στρατιώτες της δημοκρατίας είναι πολλές φορές απάνθρωποι σαν τους δορυφόρους των τυράννων, κι ένας ανθύπατος πολλές φορές ήταν πιο άπληστος από έναν Πασά. Μα οι Τούρκοι δεν είναι από τους συνήθεις δυνάστες –αν κι έχουν κι αυτοί τους απολογητές των, που τους δικαιολογούν. Ένας ανθύπατος μπορούσε να είναι τέρας ασέλγειας, φιλαργυρίας και ωμότητας, αλλά όλοι οι ανθύπατοι δεν γκρέμιζαν τα μνημεία του πολιτισμού και των τεχνών, δεν έκοβαν τα δέντρα και τους καρπούς της γης εξολοθρεύοντας κι ολόκληρες γενεές ανθρώπων, έτσι μόνο γιατί τους άρεσε ή γιατί τους παρακινούσε ο θρησκευτικός φανατισμός. Κι όμως, ατά κάνουν οι Τούρκοι την κάθε μέρα της ζωής τους. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως υπάρχουν τύραννοι τόσο μωροί ώστε να εμποδίζουν κάθε βελτίωση σε πράγματα, μάλιστα, που είναι της πρώτης ανάγκης; Μια γέφυρα γκρεμίζεται και δεν την ξαναχτίζουν. Κάποιος επισκευάζει το σπίτι του και τον προπηλακίζουν δημόσια. Είδα Έλληνες καπετάνιους να κινδυνεύουν από ναυάγιο εξ αιτίας των σκισμένων πανιών τους, γιατί δεν τολμούσαν να τα μπαλώσουν, τόσο φοβόνταν μήπως φανεί πως έχουν κάποια άνεση -καρπό της φιλεργίας τους! Τέλος, αν είχα βρει ανάμεσα στους Τούρκους ενάρετους και ελεύθερους πολίτες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα, έστω και ελάχιστα μεγαλόκαρδους προς τα κατακτημένα απ’ αυτούς έθνη, θα σώπαινα και θα θρηνούσα μέσα μου για την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης. Μα το να βρίσκει κανείς συνταιριασμένον στον ίδιο άνθρωπο τον τύραννο των Ελλήνων και τον δούλο του Σουλτάνου, τον δήμιο ενός ανυπεράσπιστου λαού και το δουλοπρεπές οντάριο που ένας Πασάς μπορεί να τον γδύσει από το κάθε τι κι ύστερα να τον κλείσει σ’ ένα δερμάτινο σάκκο και να τον ρίξει στη θάλασσα, α, αυτό είναι πάρα πολύ! Από τέτοιου είδους ανθρώπους προτιμώ τα κτήνη και τα θηρία.

Βλέπει ο αναγνώστης πως εκεί, στο ακρωτήριο του Σουνίου, δεν είχα παραδοθεί σε ιδέες ρωμαντικές, ιδέες που θα μπορούσε μολαταύτα να μου γεννήσει η ομορφιά ετούτη, ολόγυρά μου. Έτοιμος πια να εγκαταλείψω την Ελλάδα, αναπολούσα την ιστορία αυτής της χώρας προσπαθώντας να βρω στην αρχαία δόξα της Αθήνας και της Σπάρτης τα αίτια της σημερινής δυστυχίας, και στη τωρινή τους μοίρα τα σπέρματα της μελλοντικής τους τύχης. Το ξέσπασμα των κυμάτων στον βράχο, ολοένα πιο δυνατό, μου μήνυσε πως ο αγέρας είχε σηκωθεί και πως ήταν καιρός να συνεχίσω το ταξίδι μου. Ξύπνησα τον Ιωσήφ και τον σύντροφό του και κατεβήκαμε στο πλοιάριο. Οι ναύτες μας τα είχαν όλα έτοιμα για το ξεκίνημα. Βγήκαμε στ’ ανοιχτά, κι η αύρα, που φυσούσε από τη στεριά, μας έσπρωχνε γοργά προς τη Τζιά. Όσο φεύγαμε, τόσο μου φαινόνταν πιο όμορφες οι κολώνες του Σουνίου επάνω από τα κύματα. Τις έβλεπα να γράφουνται ολοκάθαρες στο γαλάζιο τ’ ουρανού, γιατί ήταν κάτασπρες, κι η νύχτα ήταν ολογάλανη. Βρισκόμαστε κιόλας αρκετά μακρυά από το ακρωτήρι, όμως ακόμα στην ακοή μας ηχούσαν τα κύματα που σκάζαν στα βράχια, τα μουρμουρίσματα του αγέρα μέσα στα θάμνα και το τραγούδι των γρύλλων που είναι σήμερα οι μόνοι κάτοικοι των ερειπίων του ναού. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι ήχοι που άκουσα φεύγοντας από τη γης της Ελλάδας.

Μετάφραση: Ανδρέα Καραντώνη, εκδ. Δωδώνη, 1979, σελ. 142-149