Στο ακόλουθο απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σίγουρα θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν ο γνωστός φυσικός συμμετέχει με όρεξη (αρχικά -μετά αλλάζει η διάθεσή του!) στις επιτροπές κρίσης σχολικών εγχειριδίων, ενώ οι αντιπρόσωποι των ενδιαφερόμενων εκδοτικών οίκων προσπαθούν με ζήλο να τον περιποιηθούν, όσο μπορούν καλύτερα…
♦
Τον ίδιο καιρό έδινα διαλέξεις για πρωτοετείς. Ο Tom Harvey, ο βοηθός μου στο εργαστήριο, μου είπε: «Πρέπει να δεις τι γίνεται με τα σχολικά βιβλία των μαθηματικών. Η κόρη μου έρχεται σπίτι και μας λέει πολλά τρελά πράγματα».
Δεν έδωσα μεγάλη προσοχή στα λόγια του. Όμως την επομένη πήρα ένα τηλεφώνημα από κάποιον πολύ γνωστό δικηγόρο εδώ στην Πασαντένα, τον κύριο Norris, ο οποίος τότε ήταν προϊστάμενος στο υπουργείο Παιδείας. Με ρώτησε αν ήθελα να συμμετάσχω σε μια επιτροπή του υπουργείου επιφορτισμένη με την επιλογή των νέων σχολικών βιβλίων της Πολιτείας της Καλιφόρνιας. Βλέπετε, υπήρχε νόμος ο οποίος όριζε ότι όλα τα σχολικά βιβλία για τα δημόσια σχολεία έπρεπε να επιλεγούν από κρατική επιτροπή.
Μέχρι τότε, τα περισσότερα βιβλία μαθηματικών στηρίζονταν σε μια νέα μέθοδο που την ονόμαζαν «νέα μαθηματικά». Η δε επιτροπή που αξιολογούσε αυτά τα βιβλία αποτελούνταν από δασκάλους και επιθεωρητές. Τώρα όμως οι επί κεφαλής σκέφτηκαν; «Καιρός δεν είναι να απευθυνθούμε και σε κάποιον που χρησιμοποιεί τα μαθηματικά στη φυσική επιστήμη και ξέρει από διδακτικούς στόχους, για να του ζητήσουμε να αξιολογήσει τα βιβλία;». Βρήκαν λοιπόν εμένα.
Πρέπει να μου είχε δημιουργηθεί ένα αίσθημα ενοχής για τη σταθερή άρνησή μου να συνεργαστώ με το κράτος, γι’ αυτό μάλλον δέχτηκα να μπω στην επιτροπή.
Αμέσως άρχισα να δέχομαι επιστολές και τηλεφωνήματα από εκδότες που έλεγαν κάτι τέτοια: «Με μεγάλη χαρά πληροφορηθήκαμε ότι μπήκατε στην επιτροπή, διότι πραγματικά θέλαμε έναν επιστήμονα…» ή «Είναι θαυμάσιο να έχουμε τώρα έναν επιστήμονα στην επιτροπή, διότι τα βιβλία μας, που έχουν γραφτεί επιστημονικά, θα εκτιμηθούν…». Συμπλήρωναν επίσης ότι «Θα θέλαμε να σας εξηγήσουμε σε τι αναφέρεται το βιβλίο μας…» και «Με ευχαρίστηση θα σας βοηθούσαμε να κρίνετε τα βιβλία μας…». Αυτό μού φάνηκε εξωφρενικό. Ήμουν ένας αντικειμενικός επιστήμονας, και έτσι οποιαδήποτε επιπλέον εξήγηση από τους εκδότες μού φαινόταν περιττή παρέμβαση, καθώς το μόνο πράγμα που επρόκειτο να πάρουν τα παιδιά στο χέρι ήταν το βιβλίο, οπότε αυτό και μόνο αυτό έπρεπε να αξιολογήσω. Έτσι, δεν ήθελα καθόλου να μιλήσω με οποιονδήποτε εκδότη, και η απάντησή μου ήταν στερεότυπη: «Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσετε· είμαι σίγουρος ότι τα βιβλία θα μιλήσουν μόνα τους».
Αντιπροσώπευα μια ορισμένη περιφέρεια που την αποτελούσαν τα προάστια του Λος Αντζελες· μια πολύ συμπαθής κυρία αντιπροσώπευε την πόλη του Λος Άντζελες. Ονομαζόταν κυρία Whitehouse, και ο Norm μού πρότεινε να τη συναντήσω για να με ενημερώσει σχετικά με την πορεία και το έργο της επιτροπής.
Η κυρία Whitehouse άρχισε την ενημέρωση εξηγώντας μου το περιεχόμενο της επόμενης συνάντησης (είχαν ήδη συναντηθεί μία φορά): «Θα γίνει συζήτηση για τους αριθμούς απαρίθμησης». Δεν κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε, όμως τελικά φάνηκε ότι επρόκειτο για αυτούς που εγώ ονόμαζα ακεραίους. Χρησιμοποιούσαν διαφορετική ορολογία για όλα, πράγμα που μου δημιούργησε πρόβλημα από την πρώτη μέρα.
Μου εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο έκριναν τα νέα σχολικά βιβλία τα μέλη της επιτροπής. Έπαιρναν πολλά αντίτυπα όλων των βιβλίων και τα μοίραζαν σε διάφορους καθηγητές και επιθεωρητές στην περιφέρειά τους. Αυτοί τα διάβαζαν και έστελναν τις αναφορές τους στην επιτροπή. Επειδή εγώ δεν γνώριζα πολλούς καθηγητές και λόγω του ότι πίστευα πως θα μπορούσα να σχηματίσω γνώμη μόνο εάν τα διάβαζα ο ίδιος, αποφάσισα να διαβάσω όλα τα βιβλία μόνος μου. (Υπήρχαν όμως κάποιοι στην περιφέρεια εκείνη που οπωσδήποτε περίμεναν να τους δοθούν τα βιβλία και να εκφράσουν τη γνώμη τους. Για να μην τους χαλάσει το χατίρι, η κυρία Whitehouse μού πρότεινε να βάλω τις αναφορές τους μαζί με τις δικές της· έτσι δεν θα δυσανασχετούσαν και δεν θα ενοχλούσαν και εμένα με πιθανά παράπονά τους.)
Έπειτα από μερικές μέρες με ενημέρωσαν τηλεφωνικά ότι θα μου έστελναν τα βιβλία, που ζύγιζαν 200 περίπου κιλά. «Μην ανησυχείτε, κύριε Feynman, θα βρούμε κάποιον να σας βοηθήσει στο διάβασμα» προσπάθησαν να με παρηγορήσουν.
Αυτό όμως δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ή τα διαβάζεις ή δεν τα διαβάζεις. Τοποθέτησα στο γραφείο μου ειδικά ράφια (κάλυψαν 6 μέτρα περίπου) και άρχισα το διάβασμα. Στην επόμενη συνάντηση θα γινόταν συζήτηση για τα βιβλία του δημοτικού.
Ήταν πολύ σκληρή δουλειά. Καθόμουν με τις ώρες στο γραφείο μου κάτω στο υπόγειο, ενώ η γυναίκα μου έλεγε ότι ένιωθε σαν να ζούσε πάνω σε ένα ηφαίστειο (δεν ήταν λίγες οι φορές που το άκουσε να εκρήγνυται).
Τα βιβλία ήταν χάλια! Ανακριβή, βαρετά και προχειρογραμμένα. Ήταν εμφανής η προσπάθεια των συγγραφέων να γράφουν με αυστηρό ύφος, όμως τα παραδείγματά τους δεν ήταν πάντα πετυχημένα —υπήρχαν σχεδόν πάντοτε ανακολουθίες. Ποτέ δεν έδιναν ακριβείς ορισμούς. Όλα ήταν κάπως ασαφή. Ποιος ο λόγος να προσπαθούν να είναι «αυστηροί»; Κορόιδευαν τον εαυτό τους. Ήθελαν να διδάξουν κάτι που ούτε οι ίδιοι το είχαν καταλάβει ούτε χρησίμευε στα παιδιά, για την ηλικία τους τουλάχιστον.
Κατάλαβα τι προσπαθούσαν να κάνουν. Πολλοί πίστευαν ότι είχαμε μείνει πίσω σε σχέση με τους Ρώσους μετά τον Sputnik, και ζητήθηκε από μερικούς μαθηματικούς να δώσουν τα φώτα τους για μια μοντέρνα και πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση στα μαθηματικά. Ο σκοπός ήταν να κάνουν τα παιδιά να ανακαλύψουν τη μαγεία των μαθηματικών και να πάψουν να τα θεωρούν βαρετά.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Υπήρχε ένα κεφάλαιο για διάφορες βάσεις αριθμών —5, 6 κ.λπ.— και ζητούσαν μετατροπή από τη μία στην άλλη. Για το παιδί που καταλάβαινε τη βάση 10, η μετατροπή σε άλλη βάση μπορούσε να είναι κάτι το διασκεδαστικό. Στο βιβλίο όμως παρουσίαζαν το θέμα με τρόπο ώστε φαινόταν ότι κάθε παιδί έπρεπε να μάθει άλλη μία βάση! Το αποτέλεσμα θα ήταν ο συνηθισμένος τρόμος και η αποστροφή: «Μετατρέψτε αυτούς τους αριθμούς από τη βάση 7 στη βάση 5». Αυτό είναι ένα τελείως άχρηστο πράγμα. Αν μπορείς να το κάνεις, ίσως αποδειχθεί διασκεδαστικό. Αν δεν μπορείς, ξέχνα το. Δεν υπάρχει λόγος να το μάθεις.
Κοίταζα όλα εκείνα τα βιβλία, και κανένα δεν έκανε λόγο για τη χρησιμότητα της αριθμητικής στην επιστήμη. Αν υπήρχαν κάποια παραδείγματα (πέρα από εκείνες τις μοντέρνες αφηρημένες ανοησίες), αυτά θα αναφέρονταν σε πράγματα όπως η αγορά γραμματοσήμων.
Τελικά έφτασα σε ένα βιβλίο που έλεγε: «Τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται στην επιστήμη σε πολλές περιπτώσεις. Θα σας δώσουμε ένα παράδειγμα από την αστρονομία, την επιστήμη των άστρων». Γύρισα τη σελίδα και διάβασα: «Τα κόκκινα άστρα έχουν θερμοκρασία 4.000 βαθμούς, τα κίτρινα άστρα έχουν θερμοκρασία 5.000 βαθμούς…» —μέχρις εδώ καλά. Συνέχιζε: «Τα πράσινα άστρα έχουν θερμοκρασία 7.000 βαθμούς, τα μπλε άστρα 10.000 βαθμούς και τα ιώδη άστρα έχουν θερμοκρασία… (κάποιον μεγάλο αριθμό)», Καταρχάς, δεν υπάρχουν πράσινα και ιώδη άστρα! Βέβαια, οι αριθμοί για τα άλλα είδη ήταν χοντρικά σωστοί, ορίστε όμως υπήρχε ατέλεια. Όλα έτσι ήταν, βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν όσα έγραφαν. Πάντοτε υπήρχε κάποιο λάθος! Και πώς είναι δυνατόν να διδάξουμε σωστά όταν χρησιμοποιούμε βιβλία γραμμένα από ανθρώπους που δεν κατέχουν το θέμα τους; Αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Αλήθεια, γιατί τα σχολικά βιβλία να είναι άθλια; ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΑΘΛΙΑ!
Τουλάχιστον με ικανοποίησε κάπως αυτό το βιβλίο, διότι ήταν το πρώτο που ανέφερε ότι η αριθμητική έχει σχέση με την επιστήμη. Με δυσαρέστησε όταν διάβασα για τις θερμοκρασίες των άστρων, αλλά η δυσαρέσκειά μου μετριάστηκε στη σκέψη ότι επρόκειτο απλώς για άλλο ένα δείγμα λάθους. Προχώρησα λοιπόν στα προβλήματα. Έγραφε: «Ο Γιαννάκης και ο πατέρας του βγαίνουν έξω για να δουν τα άστρα. Ο Γιαννάκης βλέπει ένα κόκκινο και δυο μπλε. Ο πατέρας του βλέπει ένα πράσινο, ένα ιώδες και δυο κίτρινα. Ποια είναι η συνολική θερμοκρασία των άστρων που είδαν ο Γιαννάκης και ο πατέρας του;». Κόντεψα να εκραγώ!
Η γυναίκα μου συνέχιζε να μιλάει για το ηφαίστειο κάτω από τα πόδια της. Και φανταστείτε ότι σας είπα μόνο ένα παράδειγμα: όλα τα βιβλία ήταν γεμάτα από παρόμοια παραδείγματα. Ένας συνεχής παραλογισμός! Αλήθεια, ποια σκοπιμότητα υπάρχει στο να προσθέσουμε τις θερμοκρασίες των άστρων; Οι θερμοκρασίες δεν προστίθενται —παρά μόνο, ίσως, αν χρειαστεί να βρεθεί ο μέσος όρος της θερμοκρασίας των άστρων, πάντως όχι η ολική θερμοκρασία. Ένιωσα δυσάρεστα. Έψαχναν για διασκεδαστικές ασκήσεις πρόσθεσης, αλλά δεν ήξεραν τι έλεγαν. Ήταν σαν να διάβαζες κάποιο κείμενο με τυπογραφικά λάθη και ξαφνικά έβλεπες και μια πρόταση γραμμένη ανάποδα. Έτσι ακριβώς ήταν τα μαθηματικά σε εκείνα τα βιβλία: εντελώς αδιόρθωτα!
Πήγα, που λέτε, στη συνάντηση. Τα άλλα μέλη της επιτροπής είχαν ήδη κάνει κάποια αξιολόγηση και ζήτησαν και δική μου άποψη. Διαφωνούσαμε συνεχώς, και κάθε τόσο με ρωτούσαν: «Γιατί βαθμολογείτε αυτό το βιβλίο τόσο χαμηλά;». Τότε απαντούσα: «Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αυτό και αυτό στην τάδε σελίδα». Είχα κρατήσει, βλέπετε, τις σημειώσεις μου. Διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να επωφεληθούν από μένα, διότι τους έλεγα με λεπτομέρειες τι ήταν καλό και τι άσχημο σε κάθε βιβλίο. Είχα εξήγηση για κάθε αξιολόγηση. Τους ρωτούσα και εγώ με τη σειρά μου γιατί, ας πούμε, βαθμολογούσαν αυτό το βιβλίο τόσο υψηλά, αλλά αντί για απάντηση εισέπραττα ερώτηση: «Δεν μας λέτε τι νομίζετε εσείς για αυτό το βιβλίο;». Ποτέ δεν έμαθα τα κριτήρια της αξιολόγησής τους.
Φτάσαμε λοιπόν σε ένα βιβλίο, τον ένα τόμο κάποιου τρίτομου έργου του ίδιου εκδοτικού οίκου, και ζήτησαν πάλι τη γνώμη μου.
«Δεν μου έχει σταλεί το συγκεκριμένο βιβλίο. Τα άλλα δύο που είδα είναι καλά» απάντησα.
Κάποιος επέμενε και επανέλαβε την ερώτηση: «Τι νομίζετε για αυτό το βιβλίο;».
«Μόλις είπα ότι δεν το έλαβα, οπότε δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη».
Ο υπεύθυνος για την αποστολή των βιβλίων βρισκόταν εκεί και ένιωσε ότι έπρεπε να δικαιολογηθεί: «Δεν σας το έστειλα διότι δεν είχε ολοκληρωθεί. Σύμφωνα με τον κανονισμό, όλα τα βιβλία έπρεπε να υποβληθούν στην καθορισμένη ημερομηνία, αλλά ο εκδοτικός οίκος καθυστέρησε μερικές μέρες. Έτσι, μας έχουν στείλει μόνο το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου. Με επιστολή τους ζητούν συγγνώμη και ελπίζουν ότι θα εγκριθούν και τα τρία βιβλία και ότι θα δείξουμε κατανόηση για την καθυστέρηση του τρίτου βιβλίου».
Όπως αποκαλύφθηκε, ορισμένα μέλη της επιτροπής είχαν βαθμολογήσει ακόμη και το άγραφο βιβλίο! Είχαν δει το εξώφυλλο, και δεν υποψιάστηκαν ότι μέσα θα ήταν άγραφο· μάλιστα, το έκριναν καλύτερο από τα άλλα δύο!
Αυτό συνέβη διότι το σύστημά τους δούλευε ως εξής: Μοίραζαν τα βιβλία σε διάφορους ανθρώπους, συνήθως «πολυάσχολους», οι οποίοι δεν έδιναν και πολλή σημασία —σκέφτονταν «δεν βαριέσαι, πολλοί θα διαβάσουν τούτο το βιβλίο, οπότε δεν πειράζει αν δεν το διαβάσω εγώ». Έβαζαν λοιπόν ένα βαθμό στην τύχη. Δεν λέω ότι το έκαναν όλοι, όμως μερικοί σίγουρα το έκαναν έτσι. Όταν ανακοινώνονταν οι βαθμολογίες, το συγκεκριμένο εξώφυλλο είχε, ας πούμε, αξιολογηθεί από έξι κριτές ενώ τα άλλα από δέκα. Επειδή όμως η επιτροπή υπολόγιζε τον μέσο όρο, το βιβλίο δεν έπαιρνε χαμηλό βαθμό λόγω του μικρότερου αριθμού κριτών. Και έτσι βαθμολογούσαν ένα βιβλίο που δεν είχε ακόμα γραφτεί!
Αισθάνθηκαν μεγάλη προσβολή με το πάθημά τους, γεγονός που μου έδωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Φάνηκε ότι τα άλλα μέλη της επιτροπής είχαν χάσει αρκετό χρόνο τρέχοντας από ’δω κι από ’κει για να μοιράσουν τα βιβλία και να τα μαζέψουν, καθώς και για να παρακολουθήσουν τις βιβλιοπαρουσιάσεις στους εκδοτικούς οίκους. Όλα αυτά τα έκαναν πριν καθίσουν να τα διαβάσουν οι ίδιοι. Ήμουν ο μόνος σε εκείνη την επιτροπή ο οποίος διάβασε όλα τα βιβλία χωρίς να βασιστεί στις πληροφορίες των εκδοτών —παρά μόνο σε ό,τι επιπλέον υλικό περιελάμβαναν τα βιβλία, το οποίο θα κατέληγε απευθείας στα σχολεία.
Όλη αυτή η υπόθεση δεν διαφέρει πολύ από εκείνη τη γνωστή ιστορία για τη μύτη του αυτοκράτορα της Κίνας. Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να δει τον αυτοκράτορα, οπότε ιδού το ερώτημα: «Ποιο είναι το μήκος της μύτης του αυτοκράτορα;». Για να το βρεις, αρχίζεις να διασχίζεις τη χώρα ρωτώντας τους κατοίκους της τι μήκος έχει η μύτη του αυτοκράτορα. Τελικά το βρίσκεις από τον μέσο όρο των απαντήσεων που σου έδωσαν όλοι οι Κινέζοι. Και θεωρείς την απάντησή σου ακριβή, διότι ήταν μεγάλος ο αριθμός των ερωτηθέντων. Δεν είναι όμως αυτός ο σωστός τρόπος για να βρεις κάτι. Όταν ρωτάς πολλούς ανθρώπους οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για αυτό που τους ρωτάς, δεν ωφελεί να βγάλεις τον μέσο όρο των απαντήσεών τους.
Αρχικά, στα καθήκοντα μας δεν συμπεριλαμβανόταν ο υπολογισμός του κόστους των βιβλίων. Μας είχαν πει απλώς πόσα βιβλία θα έπρεπε να επιλέξουμε, και έτσι καταστρώσαμε ένα πρόγραμμα με πολλά συμπληρωματικά βιβλία, αφού όλα παρουσίαζαν κάποιες ελλείψεις. Οι πιο σοβαρές ελλείψεις παρατηρούνταν στα βιβλία των «νέων μαθηματικών»: δεν υπήρχαν καθόλου εφαρμογές· γινόταν πολύς λόγος για μετατροπές και αφηρημένες έννοιες, χωρίς παραδείγματα από τον πραγματικό κόσμο. Τι θα έκανε το παιδί; Πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό ή διαίρεση; Έτσι, προτείναμε μερικά συμπληρωματικά βιβλία που κάλυπταν το κενό —ένα ή δύο για κάθε τάξη. Προσπαθήσαμε να ισορροπήσουμε τα πράγματα έπειτα από πολλή συζήτηση.
Όταν όμως υποβάλαμε τις προτάσεις μας στο υπουργείο Παιδείας, μάθαμε ότι δεν διέθεταν ένα τόσο μεγάλο κονδύλι για να καλυφθεί το πρόγραμμά μας, οπότε έπρεπε να αφαιρέσουμε κάποια βιβλία, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος αυτή τη φορά. Τι κρίμα! Θα καταστρεφόταν ένα ωραίο ισορροπημένο πρόγραμμα, το οποίο θα έδινε την ευκαιρία στο δάσκαλο να βρει τα παραδείγματα που θα χρειαζόταν.
Έπειτα από αυτό, καταλαβαίνετε πόσο ανατράπηκε το πρόγραμμα. Όταν κατέληξε στην επιτροπή προϋπολογισμού της Γερουσίας, είχε ακρωτηριαστεί ακόμη περισσότερο. Είχε καταντήσει πραγματικά άθλιο. Μου ζητήθηκε να παρουσιαστώ στους γερουσιαστές όταν θα συζητούσαν για το θέμα, αλλά αρνήθηκα. Είχα ασχοληθεί τόσο με αυτό, ώστε δεν άντεχα άλλο. Οι προτάσεις μας είχαν υποβληθεί στο υπουργείο Παιδείας, και υπέθεσα ότι ήταν δική τους δουλειά να το παρουσιάσουν στη Γερουσία. Εξάλλου, αυτό ήταν το σωστό από νομική άποψη —όχι όμως και από πολιτική. Δεν έπρεπε να καταθέσω τα όπλα τόσο γρήγορα, αλλά η όλη εξέλιξη του ζητήματος ήταν αποκαρδιωτική. Δεν θα πήγαινε τόση δουλειά χαμένη αν μας είχαν μιλήσει από την αρχή για το οικονομικό θέμα.
Τον επόμενο χρόνο θα συζητούσαν για τα βιβλία των θετικών επιστημών. Αυτό ήταν αρκετό για να αλλάξω γνώμη και να μην παραιτηθώ. Σκέφτηκα ότι με τα βιβλία των θετικών επιστημών ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Με αυτή την ελπίδα, άρχισα να ξεφυλλίζω μερικά.
Ίδια απογοήτευση! Ό,τι φαινόταν καλό στην αρχή» τελικά αποδεικνυόταν απαράδεκτο. Για παράδειγμα, ένα βιβλίο άρχιζε με τέσσερεις εικόνες: ένα κουρδιστό παιχνίδι, ένα αυτοκίνητο, ένα παιδί που οδηγούσε ποδήλατο και κάτι άλλο. Από κάτω υπήρχε η ερώτηση «Τι τα κάνει να κινούνται;». Τότε σκέφτηκα: «Ξέρω πού το πάει: θα μιλήσει για μηχανική, για το πώς δρουν τα ελατήρια μέσα στο παιχνίδι· για χημεία, για το πώς δουλεύει η μηχανή του αυτοκινήτου· ακόμη και για βιολογία, για το πώς λειτουργούν οι μύες».
«Τι το κάνει να κινείται;». Θυμήθηκα τι θα έλεγε ο πατέρας μου: «Το καθετί κινείται επειδή ο Ήλιος λάμπει». Και μετά θα ξεκινούσαμε μια απολαυστική συζήτηση.
«Όχι, το παιχνίδι κινείται επειδή κουρδίζεται το ελατήριο» θα έλεγα.
«Και πώς κουρδίζεται το ελατήριο;» θα ρωτούσε εκείνος.
«Εγώ το κουρδίζω».
«Και πώς βρίσκεις τη δύναμη για να το κουρδίσεις;»
«Τρώγοντας».
«Μα η τροφή μας παράγεται μόνο και μόνο επειδή ο Ήλιος λάμπει. Οπότε όλα αυτά τα πράγματα κινούνται επειδή ο Ήλιος λάμπει!». Έτσι καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι η κίνηση είναι απλώς μετατροπή ηλιακής ενέργειας.
Γύρισα σελίδα. Νά οι απαντήσεις του βιβλίου: Για το παιχνίδι, «η ενέργεια το κάνει να κινείται»· για το παιδί στο ποδήλατο, «η ενέργεια το κάνει να κινείται»· για το καθετί, «η ενέργεια το κάνει να κινείται». Αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Υποθέστε ότι αντί για την ενέργεια έλεγε η «αντεβρέστη»: «Η αντεβρέστη το κάνει να κινείται». Με αυτό τον τρόπο το παιδί δεν μαθαίνει τίποτα. Η ενέργεια είναι απλώς μια λέξη!
Αυτό που έπρεπε να είχαν κάνει ήταν να παρατηρήσουν το κουρδιστό παιχνίδι και να δουν ότι είχε ελατήρια μέσα του, να μάθουν για τα ελατήρια και τους τροχούς, και να αφήσουν στην άκρη την ενέργεια. Αργότερα, όταν τα παιδιά θα είχαν καταλάβει πια πώς λειτουργεί το παιχνίδι, θα μπορούσαν να μάθουν τις γενικές έννοιες για την ενέργεια.
Αλλά και κάτι ακόμη: Δεν ήταν σωστή η απάντηση ότι «η ενέργεια το κάνει να κινείται», διότι, αν σταματήσει, μπορείς το ίδιο άνετα να πεις ότι η ενέργεια το έκανε να σταματήσει. Εννοούσαν βασικά την υψηλού βαθμού ενέργεια που μετατρέπεται σε άλλες χαμηλότερου βαθμού μορφές, μια όχι και τόσο εμφανή ιδιότητα της ενέργειας. Στα συγκεκριμένα παραδείγματα, η ενέργεια ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται· απλώς μετατρέπεται από τη μία μορφή στην άλλη. Και όταν τα πράγματα αυτά σταματούν, όταν παύουν να κινούνται, η ενέργεια έχει μετατραπεί σε θερμότητα, σε άτακτη θερμική ενέργεια.
Έτσι δυστυχώς ήταν όλα τα βιβλία. Έλεγαν πράγματα άχρηστα, μπερδεμένα, ασαφή και μερικώς λανθασμένα. Δεν ξέρω πώς μπορεί ένα παιδί να μάθει φυσική από τέτοια βιβλία, αφού αυτό που παρουσιάζουν κάθε άλλο παρά επιστήμη είναι.
Όταν λοιπόν είδα ότι και τα βιβλία φυσικής δεν ήταν καλύτερα από εκείνα των μαθηματικών, κόντεψα να τρελαθώ. Απογοητευμένος από την κατάληξη που είχε το θέμα των βιβλίων των μαθηματικών, και μάλιστα με τόσο χαμένο κόπο, δεν μπορούσα να αντέξω άλλη μια άχρηστη χρονιά, και παραιτήθηκα.
Λίγο αργότερα πληροφορήθηκα ότι εκείνο το βιβλίο με την απάντηση «η ενέργεια το κάνει να κινείται» επρόκειτο να προταθεί στο υπουργείο Παιδείας, και έκανα μια τελευταία προσπάθεια να το αποτρέψω. Σε κάθε συνάντηση της επιτροπής επιτρεπόταν στο κοινό να κάνει σχόλια, οπότε σηκώθηκα και εξήγησα γιατί πίστευα ότι το βιβλίο αυτό δεν ήταν καλό.
Ο εμπειρογνώμων που με είχε αντικαταστήσει στην επιτροπή είπε: «Το βιβλίο αυτό προτάθηκε από 65 μηχανολόγους τής τάδε αεροπορικής εταιρείας!».
Δεν αμφέβαλλα ότι η εταιρεία είχε μερικούς πολύ καλούς μηχανολόγους, όμως ανάμεσα στους 65 σίγουρα θα συμπεριλαμβάνονταν και μερικοί άχρηστοι! Ίδια περίπτωση με τον κατά μέσο όρο μήκος της μύτης του αυτοκράτορα και την αξιολόγηση εκείνου του άγραφου βιβλίου από το εξώφυλλο. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό να ζητούσαν από την εταιρεία να επιλέξει τους καλύτερους μηχανολόγους και να αξιολογούσαν αυτοί το βιβλίο. Δεν υποστήριζα ότι ήμουν ο εξυπνότερος από 65 ανθρώπους –σίγουρα όμως ήμουν εξυπνότερος από τον μέσο όρο των 65 μηχανολόγων.
Η θέση μου δεν έγινε δεκτή και το βιβλίο εγκρίθηκε από το υπουργείο Παιδείας.
[…]
Υπήρχαν δύο βιβλία για τα οποία δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε, ούτε έπειτα από αρκετή συζήτηση. Στη βαθμολογία έρχονταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Αφήσαμε λοιπόν το θέμα ανοικτό, για να αποφασίσει το υπουργείο. Καθώς το υπεύθυνο τμήμα του υπουργείου λάμβανε υπόψη το κόστος και καθώς τα δύο βιβλία κρίνονταν ισάξια, αποφάσισαν να δεχτούν κλειστές προσφορές και να εγκρίνουν το φτηνότερο.
Μετά ανέκυψε το εξής θέμα: Τα βιβλία θα δοθούν στα σχολεία όταν αρχίσουν τα μαθήματα ή λίγο νωρίτερα, ώστε να προετοιμαστούν οι δάσκαλοι για το επόμενο τρίμηνο;
Ο εκπρόσωπος του ενός εκδοτικού οίκου σηκώθηκε και είπε: «Χαιρόμαστε που δεχτήκατε την προσφορά μας. Θα έχουμε έτοιμα τα βιβλία αρκετά νωρίς για το ερχόμενο τρίμηνο».
Ο εκπρόσωπος του άλλου οίκου, του οποίου το βιβλίο είχε απορριφθεί, σηκώθηκε τότε και δήλωσε: «Επειδή οι προσφορές μας διαμορφώθηκαν σε σχέση με μια προκαθορισμένη από εσάς προθεσμία, νομίζω ότι πρέπει να μας δώσετε την ευκαιρία να υποβάλουμε νέα προσφορά με βάση τη νέα προθεσμία, και σας διαβεβαιώνουμε ότι θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε».
Ο κύριος Norris, νομικός του υπουργείου από την Πασαντένα, τον ρώτησε: «Και πόσο θα μας στοιχίσει να πάρουμε το δικό σας βιβλίο νωρίτερα;».
Η τιμή που πρόσφερε ήταν μικρότερη από του άλλου εκπροσώπου, ο οποίος με τη σειρά του σηκώθηκε και είπε: «Έχουμε και εμείς δικαίωμα να αλλάξουμε τη δική μας προσφορά». Και μειοδότησε ακόμη περισσότερο!
Ο Norris απόρησε: «Καλά, πώς γίνεται αυτό; Παίρνουμε τα βιβλία νωρίτερα και είναι και φτηνότερα;».
«Βεβαίως» απάντησε εκείνος. «Θα χρησιμοποιήσουμε μια νέα όφσετ, πιο γρήγορη».
Ο άλλος εκπρόσωπος συμφώνησε: «Όταν τα βιβλία βγαίνουν γρήγορα, στοιχίζουν λιγότερο».
Αυτό ήταν σοκ για μένα. Τελικά κατέβασαν την προσφορά κατά 2 εκατομμύρια δολάρια. Ο Norris είχε γίνει έξαλλος με την αναπάντεχη έκπτωση.
Είναι φανερό ότι η αβεβαιότητα για την ημερομηνία παράδοσης υποχρέωσε αυτούς τους δύο να μειοδοτήσουν τόσο πολύ. Κανονικά, όμως, τα βιβλία επιλέγονταν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η τιμή τους, οπότε αυτοί οι δύο δεν είχαν λόγο να κατεβάσουν την τιμή. Οι εκδότες διαμόρφωναν τις τιμές όσο ήθελαν! Απλώς τώρα ανταγωνίστηκαν με σκοπό να εντυπωσιάσουν τα μέλη της επιτροπής.
Και κάτι ακόμη: Όποτε συνεδρίαζε η επιτροπή, οι εκδότες δεν παρέλειπαν να περιποιούνται άψογα τα μέλη της, προσφέροντάς τους γεύματα και μιλώντας τους για τα βιβλία τους. Εγώ πάντοτε αρνιόμουν αυτές τις προσκλήσεις.
Τώρα πια τα καταλαβαίνω όλα· τότε όμως δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί κάποτε έλαβα ένα καλάθι με ξηρούς καρπούς και άλλα οπωρικά από τη Western Union με ένα σημείωμα που έγραφε: «Από την οικογένεια μας για τη δική σας. Με τις καλύτερες ευχές μας για χαρούμενες γιορτές. Οικογένεια Pamilio».
Ήταν από μια άγνωστη οικογένεια στο Λονγκ Μπητς. Πίστεψα ότι είχε γίνει λάθος στο όνομα και τη διεύθυνση. Τηλεφώνησα λοιπόν στη Western Union, έμαθα το τηλέφωνο του αποστολέα και τηλεφώνησα.
«Γεια σας. Λέγομαι Feynman. Έχω παραλάβει ένα καλάθι…»
«Ω, γεια σας, κύριε Feynman· εδώ Pete Pamilio» με διέκοψε, και με τέτοια οικειότητα ώστε με έκανε να νιώσω ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τον ξέρω.
Δεν συγκρατώ φυσιογνωμίες ούτε ονόματα ανθρώπων, οπότε του είπα: «Συγγνώμη, κύριε Pamilio, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ ποιος είστε…».
Ήταν εκπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου του οποίου τα βιβλία θα έκρινα στην επιτροπή.
«Κατάλαβα. Αλλά μπορεί να παρεξηγηθούμε».
«Μα είναι απλώς ένα δωράκι από την οικογένειά μου για τη δική σας».
«Ναι, αλλά εγώ θα κρίνω ένα βιβλίο που εκδίδετε εσείς, και ίσως παρερμηνευθεί η ευγένειά σας!». Ήξερα καλά τι σήμαινε η γενναιοδωρία του, όμως προτίμησα να παραστήσω το βλάκα.
Το ίδιο συνέβη όταν έλαβα μια δερμάτινη τσάντα με το όνομά μου χρυσοτυπωμένο πάνω της. Ήταν δώρο από έναν εκδότη. Του φέρθηκα με τον ίδιο τρόπο: «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να τη δεχτώ. Βλέπετε, κρίνω μερικά από τα βιβλία που εκδίδετε. Νομίζω ότι δεν δώσατε την πρέπουσα σημασία σε αυτό!».
Ένας από τους συνέδρους, ο οποίος είχε διατελέσει και μέλος της επιτροπής για μεγάλο διάστημα, μου εξομολογήθηκε: «Δεν δέχομαι ποτέ τίποτα. Με εκνευρίζει πολύ αυτό το πράγμα που δεν λέει να σταματήσει».
Αλλά κάποτε έχασα μια πραγματικά καλή ευκαιρία. Μόνο αν το μυαλό μου λειτουργούσε αστραπιαία θα μπορούσα τότε να είχα μια ξεχωριστή εμπειρία. Έφτασα στο ξενοδοχείο στο Σαν Φρανσίσκο το βράδυ για να συμμετάσχω στην πρώτη συνάντηση το επόμενο πρωί. Αποφάσισα να βγω για μια βόλτα στην πόλη και για να φάω κάτι. Μόλις ξεμύτισα από το ασανσέρ, δύο τύποι που κάθονταν σε έναν καναπέ απέναντι πετάχτηκαν μπροστά μου: «Καλησπέρα σας, κύριε Feynman. Πού πηγαίνετε; Υπάρχει κάτι που θέλετε να σας δείξουμε στο Σαν Φρανσίσκο;». Ήταν από εκδοτικό οίκο και δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση μαζί τους.
«Πάω για φαγητό».
«Μπορούμε να σας πάμε εμείς για δείπνο».
«Όχι, θα ήθελα να μείνω μόνος μου».
«Πάντως, για οτιδήποτε θελήσετε, εμείς είμαστε εδώ».
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό: «Ξέρετε, πηγαίνω και σε κακόφημα στέκια».
«Νομίζω πως και σε αυτό μπορούμε να σας βοηθήσουμε» μου είπε ο ένας.
«Όχι, αυτό θα το φροντίσω μόνος μου». Μετά σκέφτηκα: «Τι λάθος! Έπρεπε να είχα αφήσει τα πράγματα να εξελιχτούν αλλιώς, και να κρατήσω ημερολόγιο ώστε ο λαός της Καλιφόρνιας να μάθει μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν οι εκδότες!». Και πληροφορούμενος την ιστορία των 2 εκατομμυρίων δολαρίων, ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσε να απογίνει!
από το βιβλίο του Richard Feynman Σίγουρα θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν, εκδ. Κάτοπτρο, σελ. 354-368
❦