Ενότητα 10η Μια τιμητική εξορία
Συμπληρωματικό υλικό για τον συγγραφέα και το έργο του
Ο Αισχίνης ήταν Αθηναίος ρήτορας. Οι φιλόλογοι δε συμφωνούν σχετικά με τη χρονολογία της γέννησης του· κάποιοι την τοποθετούν γύρω στο 389 π.Χ. και κάποιοι άλλοι στο 397 π.Χ. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και πιθανότατα δεν έλαβε ειδική εκπαίδευση στη ρητορική τέχνη. Εργάστηκε ως ηθοποιός, αλλά και ως μισθοφόρος. Πολέμησε ως οπλίτης στη Μαντίνεια το 362 π.Χ. Όταν επισκέφθηκε ως απεσταλμένος των Αθηναίων μαζί με τον Εύβουλο την Πελοπόννησο, προσχώρησε στο φιλομακεδονικό μέτωπο και στο συνέδριο των Αμφικτυόνων στους Δελφούς τάχθηκε υπέρ της στάσης του Φιλίππου στον Ιερό Πόλεμο.
Η φιλομακεδονική του στάση τον έφερε σε ρήξη με τον Δημοσθένη. Το 347/346 π.Χ. ήταν και οι δύο μέλη της Βουλής και ήρθαν πολλές φορές σε αντιπαράθεση. Η αρχή έγινε με την κατηγορία που διατυπώθηκε εκ μέρους του Δημοσθένη και του Τιμάρχου το 346/345 π.Χ. κατά του Αισχίνη για πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων με αφορμή την αποστολή μιας πρεσβείας στον Φίλιππο. Ο Δημοσθένης ισχυρίστηκε ότι ο Αισχίνης δεν εκπροσώπησε επάξια τα συμφέροντα της πόλης του και ότι δωροδοκήθηκε. Ο Αισχίνης απάντησε στις κατηγορίες με τον λόγο Κατά Τιμάρχου υπερασπίζοντας τον εαυτό του και κατηγορώντας τον Τίμαρχο για τον έκλυτο βίο του. Ο Δημοσθένης επανήλθε στην κατηγορία και ακολούθησε ο λόγος του Αισχίνη Περί παραπρεσβείας. Η αντιπαράθεση με τον Δημοσθένη συνεχίστηκε με τον λόγο του Αισχίνη Κατά Κτησιφώντος, με τον οποίο κατηγόρησε τον Κτησιφώντα για το χρυσό στεφάνι που είχε προτείνει ο τελευταίος να απονεμηθεί τιμητικά στον Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης απάντησε με τον λόγο Περί του στεφάνου και το θέμα δεν είχε ευχάριστη κατάληξη για τον Αισχίνη, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει στη Ρόδο, όπου και πέθανε γύρω στο 322 π.Χ. (κατ’ άλλους γύρω στο 316/314 π.Χ.).
Σώζονται τρεις λόγοι του και δώδεκα επιστολές, οι οποίες δε θεωρούνται γνήσιες.
βιβλίο του καθηγητή, σελ.84
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση |
Οἱ μέν ἄλλοι πάντες ὅσοι φεύγουσιν ἀδίκως, | Όλοι οι άλλοι που εξορίζονται άδικα, |
ἤ δέονται τῶν πολιτῶν ὅπως ἐπανέλθωσιν | ή εκλιπαρούν τους πολίτες να επιστρέψουν |
ἤ διαμαρτόντες τούτου | ή αν αποτύχουν σ’ αυτό, |
λοιδοροῦσι τάς ἑαυτῶν πατρίδας, | κακολογούν τις πατρίδες τους, |
ὡς φαύλως αὐτοῖς προσφερομένας· | επειδή κατά τη γνώμη τους τούς συμπεριφέρθηκαν άσχημα· |
ἐγώ δέ ἐπείπερ ἅπαξ ἠτύχησα | εγώ όμως, επειδή ακριβώς μια φορά ατύχησα |
ἀναξίως ὧν ἐπολιτευσάμην, | κατά τρόπο ανάξιο προς όσα έκανα ως πολίτης, |
καί κατηγορῶν ἄλλων αὐτός ἑάλων, | κι ενώ κατηγορούσα άλλους, καταδικάστηκα ο ίδιος, |
ἄχθομαι μέν, ὥσπερ εἰκός ἐστιν, | στενοχωριέμαι, βέβαια, όπως είναι φυσικό, |
ἀγανακτῶ δέ οὐδέν. | όμως καθόλου δεν αγανακτώ. |
Οὐ γάρ οὕτως ἔγωγε ἠλίθιός εἰμι ὥστε, | Γιατί εγώ βέβαια δεν είμαι τόσο ηλίθιος ώστε, |
ἐξ ἧς πόλεως Θεμιστοκλῆς ἐξηλάθη | από την πόλη από την οποία εξορίστηκε ο Θεμιστοκλής, |
ὁ ἐλευθερώσας τήν Ἑλλάδα, | ο ελευθερωτής της Ελλάδας, |
καί ὅπου Μιλτιάδης ἀπέθανε | και στην οποία ο Μιλτιάδης πέθανε |
ἐν τῷ δεσμωτηρίω γέρων ὤν, | στη φυλακή, ενώ ήταν γέρος, |
ὅτι μικρόν ὤφειλε τῷ δημοσίῳ | γιατί χρωστούσε μικρό ποσό στην πολιτεία, |
ταύτῃ τῇ πόλει Αἰσχίνην τόν Ἀτρομήτου | μ’ αυτήν την πόλη ο Αισχίνης, ο γιος του Ατρόμητου, |
οἴεσθαι δεῖν ἀγανακτεῖν φεύγοντα, | να θεωρεί ότι πρέπει να αγανακτεί, επειδή είναι εξόριστος, |
εἴ ἔπαθεν τι τῶν εἰωθότων Ἀθήνησιν. | γιατί έπαθε κάτι από αυτά που είναι συνηθισμένα στην Αθήνα. |
Ἀλλ’ ἔγωγε νομίσαιμ’ ἄν εἰκότως | Αλλά εγώ τουλάχιστον θα μπορούσα να θεωρήσω εύλογα |
αὐτό γενέσθαι μοι καί λαμπρόν, | αυτό που μου συνέβη ακόμα και λαμπρό, |
τό γεγονέναι ἐν ἀδοξίᾳ παρά τοῖς ἔπειτα ἀνθρώποις μετ’ ἐκείνων | δηλαδή το ότι έχω πέσει στην αφάνεια για τις μελλοντικές γενιές μαζί με εκείνους |
καί ἄξιος τοῦ παθεῖν ὅμοια ἐκείνοις. | και έχω αξιωθεί να πάθω τα ίδια με εκείνους. |
[Αισχίνης], Ἐπιστολαί 3. 1-3
[Ο Μιλτιάδης και το πρόστιμο]
Τον επόμενο χρόνο (489 π.Χ.) ο Μιλτιάδης, που ήταν τώρα ο πιο δημοφιλής πολιτικός στην Αθήνα, έπεισε τους Αθηναίους να του δώσουν τη διοίκηση ενός στόλου από εβδομήντα πλοία, λέγοντας ότι θα οδηγούσε τους συμπατριώτες του σ’ έναν τόπο όπου θα πλούτιζαν, χωρίς όμως να τους πληροφορήσει με ακρίβεια ποιος ήταν ο σκοπός του. Μ’ αυτόν τον εξοπλισμένο στόλο έπλευσε ενάντια στην Πάρο κι επέβαλε στους κατοίκους του νησιού εκατό τάλαντα πρόστιμο, επειδή είχαν προσχωρήσει στις δυνάμεις του εχθρού [ενν. τους Πέρσες] που είχαν επιτεθεί ενάντια στην Αθήνα. Επειδή όμως εκείνοι αρνήθηκαν να το πληρώσουν, ο Μιλτιάδης πολιόρκησε το νησί· δεν κατόρθωσε όμως να το καταλάβει και γύρισε στην Αθήνα τραυματισμένος. Απογοητευμένοι και οργισμένοι οι Αθηναίοι, δίκασαν τον Μιλτιάδη στην εκκλησία του δήμου με την κατηγορία ότι είχε εξαπατήσει τον λαό και τον καταδίκασαν σε θάνατο· αναγνωρίζοντας όμως τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει προηγουμένως, μετρίασαν την ποινή του σε πρόστιμο πενήντα τάλαντα. Ο κατάδικος πέθανε από το τραύμα του και το πρόστιμο πληρώθηκε από τον γιο του Κίμωνα.
Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995, σελ.156
[Για τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή]
Μερικά χρόνια μετά την πτώση του Βυζαντίου (476 π.X.), ο Παυσανίας δικάστηκε με την κατηγορία ότι διατηρούσε αλληλογραφία με τους Πέρσες προδίδοντας την πατρίδα του, αλλά αθωώθηκε. Αργότερα ανακάλυψαν ότι εξακολουθούσε να συνωμοτεί για να επαναστατήσουν οι είλωτες, πράγμα που θα του έδινε την ευκαιρία να καταλάβει την ανώτατη εξουσία στη Σπάρτη. Για να αποφύγει τη σύλληψη, ο Παυσανίας κατέφυγε σ’ έναν ναό της Αθηνάς, όπου οι συμπατριώτες του τον ἐτείχισαν, χτίζοντας όλες τις εισόδους και τις εξόδους του ναού, και τον έβγαλαν έξω μόνο λίγο πριν πεθάνει. Με την πτώση του ο Παυσανίας παρέσυρε και τον Θεμιστοκλή στον όλεθρο. Γύρω στα 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής είχε καταδικαστεί με οστρακισμό σε εξορία, πράγμα που οφειλόταν στη μεγάλη δύναμη του Κίμωνα, και τώρα η αλληλογραφία του Παυσανία με τους Πέρσες ενοχοποιούσε το Θεμιστοκλή. Τον διέταξαν λοιπόν να γυρίσει από το Άργος στην Αθήνα για να δικαστεί. Μηνυτής του ήταν ένας από τους Αλκμεωνίδες· ο Θεμιστοκλής καταλαβαίνοντας το μίσος που του είχαν, έχασε κάθε ελπίδα πως ήταν δυνατόν να βρει το δίκιο του και απέφυγε τη σύλληψη φυγοδικώντας. Προσπάθησε να βρει καταφύγιο πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη, αλλά μη βρίσκοντας κανέναν τόπο στην Ελλάδα όπου θα ήταν ασφαλής, πέρασε τελικά στη Μικρά Ασία και έφτασε στα Σούσα στον Αρταξέρξη (464 π.Χ. ή λίγο αργότερα). Δώδεκα ή περισσότερα χρόνια αργότερα ο Θεμιστοκλής πέθανε στη Μαγνησία του Μαιάνδρου έχοντας καταντήσει ανδρείκελο των Περσών. Αυτή η υπόθεση ήταν μια από τις μεγάλες τραγωδίες της ιστορίας –πολύ χαρακτηριστικά ελληνική– γιατί αυτός ο λαμπρός και πατριώτης Αθηναίος πολιτικός, που είχε σώσει τη χώρα του από τους Πέρσες και της είχε δώσει τόση δύναμη, ήταν γραφτό να πεθάνει τιμημένος από τον Μεγάλο Βασιλέα.
Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1995, σελ.186
♦
Για περισσότερο διάβασμα:
- Δείτε σε αυτήν τη σελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού βασικές πληροφορίες για τον οστρακισμό.
- Διαβάστε το άρθρο της Βικιπαίδειας για τον οστρακισμό. Περιέχει και έναν κατάλογο εξοστρακισμένων Αθηναίων του 5ου π.Χ. αι.