Ενότητα 6η Η ομορφιά δεν είναι το παν
Συμπληρωματικό υλικό για τον συγγραφέα και το έργο του
Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικά με την ιστορικότητα του Αισώπου. Η πρώτη αναφορά σε μύθους που σκοπό έχουν να διασαφηνίσουν κάτι ή να στηρίξουν ένα επιχείρημα βρίσκεται στον Ησίοδο (Ἔργα καὶ Ἡμέραι, στ. 202-212), όπου παρουσιάζεται ο μύθος του αηδονιού που υποτάσσεται στη δύναμη του γερακιού. Τέτοιου τύπου ιστορίες άρχισαν να αποδίδονται στον Αίσωπο τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. (βλ. ενδεικτικά Αριστοφάνης, Σφῆκες, στ. 566: οἱ δὲ λέγουσιν μύθους ἡμῖν, οἱ δ’ Αἰσώπου τι γέλοιον).
Η παράδοση διέσωσε τη βιογραφία του Αισώπου σε δύο αρχαίες παραλλαγές εμπλουτισμένες με επεισόδια ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Περίπου στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. ο Δημήτριος ο Φαληρεύς δημοσίευσε την πρώτη γνωστή συλλογή των μύθων με τον τίτλο Λόγων Αἰσωπείων Συναγωγή, η οποία προφανώς είχε εκπαιδευτική χρήση (βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων 5.5.80). Οι μύθοι σώζονται σε τρεις συλλογές και οφείλουν την ύπαρξή τους στο εκδοτικό ενδιαφέρον του 10ου και 11ου αιώνα.
Ο Βυζαντινός λόγιος και μοναχός Μάξιμος Πλανούδης σημειώνει ότι ο Αίσωπος έπλαθε διδακτικούς μύθους για να προτρέψει τους ανθρώπους να εναρμονιστούν με τους φυσικούς νόμους.
[βιβλίο του καθηγητή, σ.47]
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση |
῎Ελαφος εὐμεγέθης ὥρᾳ θέρους | Ένα μεγαλόσωμο ελάφι σε εποχή καλοκαιριού, |
διψῶν παραγίνεται | καθώς διψούσε, φτάνει κοντά |
ἐπί τινα πηγὴν διαυγῆ καὶ βαθεῖαν | σε κάποια καθαρή και βαθιά πηγή |
καὶ πιὼν ὅσον ἤθελεν | και, αφού ήπιε όσο (νερό) ήθελε, |
προσεῖχεν τῇ τοῦ σώματος ἰδέᾳ. | παρατηρούσε τη μορφή του σώματός του. |
Καὶ μάλιστα μὲν ἐπῄνει τὴν φύσιν τῶν κεράτων | Και κυρίως επαινούσε τη φύση των κεράτων του |
ὡς κόσμος εἴη παντὶ τῷ σώματι. | με την ιδέα ότι αυτά ήταν στολίδι για όλο το σώμα του. |
Ἔψεγεν δὲ τὴν λεπτότητα τῶν σκελῶν | Αντίθετα, κατηγορούσε τα λεπτά του πόδια, |
ὠς οὐχ οἵων τε ὄντων φέρειν πᾶν τὸ βάρος. | επειδή, κατά τη γνώμη του, δεν μπορούσαν να αντέξουν όλο το βάρος του. |
Ἐν ᾧ δὲ πρὸς τούτοις ἦν, | Και ενώ ασχολούνταν με αυτά, |
ὑλακή τε κυνῶν αἰφνιδίως ἀκούεται | ξαφνικά ακούγεται γάβγισμα σκυλιών |
καὶ κυνηγέται πλησίον. | και κυνηγοί το πλησιάζουν. |
Ὁ δὲ ὥρμα πρὸς φυγὴν | Αυτό άρχισε να τρέχει ορμητικά, για να ξεφύγει, |
καὶ μέχρις ὅπου διὰ πεδίου ἐποιεῖτο τὸν δρόμον, | και όσο έτρεχε σε ομαλό έδαφος, |
ἐσῴζετο ὑπὸ τῆς ὠκύτητος τῶν σκελῶν. | σωζόταν από την ταχύτητα των ποδιών του. |
᾽Επεὶ δὲ εἰς πυκνὴν καὶ δασεῖαν ὕλην ἐνέπεσεν, | Όταν όμως έφτασε σε αδιαπέραστο και πυκνό δάσος, |
ἐμπλακέντων αὐτῷ τῶν κεράτων ἑάλω, | επειδή του μπλέχτηκαν τα κέρατα, παγιδεύτηκε |
πείρᾳ μαθὼν | και έμαθε εξ ιδίας πείρας |
ὅτι ἄρα ἄδικος ἦν τῶν ἰδίων κριτὴς | ότι πράγματι ήταν άδικος κριτής των ατομικών του γνωρισμάτων, |
ψέγων μὲν τὰ σῴζοντα, | γιατί κατηγορούσε αυτά που το έσωζαν, |
ἐπαινῶν δὲ τὰ προδόντα αὑτόν. | ενώ επαινούσε αυτά που το πρόδωσαν. |
Μύθος του Αισώπου (διασκευή)
✽
Νάρκισσος
Ο Νάρκισσος ήταν ένας ωραίος νέος, που περιφρονούσε τον έρωτα. Ο μύθος του αναφέρεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τους συγγραφείς. Η πιο γνωστή εκδοχή του είναι του Οβίδιου στις Μεταμορφώσεις του. Εκεί ο Νάρκισσος είναι γιος του θεού του Κηφισσού και της Νύμφης Λειριόπης. Όταν γεννήθηκε, οι γονείς του ρώτησαν το μάντη Τειρεσία και εκείνος τους απάντησε πως «το παιδί θα ζούσε ως τα γεράματα, αν δεν έβλεπε την εικόνα του εαυτού του». Όταν ο Νάρκισσος ενηλικιώθηκε, τον ερωτεύθηκαν παράφορα πολλές νέες και πολλές Νύμφες. Αυτός όμως έμενε αδιάφορος. Στο τέλος τον ερωτεύθηκε και η Νύμφη Ηχώ όμως και αυτή δεν πέτυχε τίποτα περισσότερο από τις άλλες. Απελπίστηκε και αποτραβήχτηκε στη μοναξιά, όπου αδυνάτισε και από τον εαυτό της δεν έμεινε τίποτε άλλο παρά μια γοερή φωνή. Οι νέες, που τις περιφρόνησε ο Νάρκισσος, ζήτησαν εκδίκηση από τον Ουρανό. Η Νέμεση τις ακούει και φέρνει έτσι τα πράγματα, ώστε μια μέρα πολύ ζεστή, ύστερα από ένα κυνήγι, ο Νάρκισσος σκύβει πάνω σε μια πηγή να ξεδιψάσει. Εκεί βλέπει το πρόσωπό του, τόσο ωραίο, που αμέσως το ερωτεύεται. Αδιάφορος από τότε για τον κόσμο σκύβει πάνω στην εικόνα του και αφήνεται να πεθάνει. Ακόμη και πάνω στα νερά της Στύγας ψάχνει να διακρίνει τα αγαπημένα χαρακτηριστικά. Στον τόπο που πέθανε φύτρωσε ένα λουλούδι, που το ονόμασαν νάρκισσο.
Grimal, Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Βασ. Άτσαλος,
Uninersity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.471.