Κινητό κατά Γουτεμβέργιου

Ημέρα ήταν ζεστή. Ο ήλιος, βαρύς, κατακάθιζε την κάψα του πάνω στην πυρωμένη πόλη. Στα βαγόνια του μετρό, ο αέρας πνιγηρός απ’ την πολυκοσμία. Με απροθυμία συγχρωτιζόταν προσωρινά το στριμωγμένο πλήθος. Εκείνη, ασάλευτη, σαν χειροδεμένη σε χαλύβδινη μαγική εστία, δεν σήκωνε τα μάτια από το ανοιχτό βιβλίο. Οχι συνήθης εικόνα. Την κοιτώ. «Κι εγώ διαβάζω», μου γνέφει διπλανός μου, «μάλλον ακούω· audiobook. Κι όταν κάθομαι, e-book». Μια άδηλη κυμαινόμενη μειοψηφία;

Διεθνώς, το βιβλιόφιλο κοινό συρρικνώνεται. Ανάμεσα στο βιβλίο της καλπάζουσας κοσμογονικής ύλης και στο κινητό των ταχέως εναλλασσόμενων κόσμων, το χέρι επιλέγει το δεύτερο. Λέξεις ρέουν πάνω στις οθόνες, σπάνια είναι αράδες βιβλίων, συχνότερα είναι συνομιλίες, ειδήσεις, ιστορίες, μηνύματα, άρθρα, μαζί με εικόνες, μιμίδια, βίντεο, εμότζι… Η τάση καθόδου της βιβλιοανάγνωσης συνοδοιπορεί με την άνοδο της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της αλγοριθμικής προώθησης διαδικτυακού περιεχομένου, της κουλτούρας της «δευτερογενούς προφορικότητας». Γιατί να διαβάσεις ένα βιβλίο γεωπολιτικής ανάλυσης όταν μπορείς να ακούσεις ένα podcast γεωπολιτικής ανάλυσης; Οπως γράφει o Τζόσουα Ρόθμαν στο New Yorker, «το Διαδίκτυο πάει να κλείσει την “παρένθεση του Γουτεμβέργιου”, την περίοδο των τυπωμένων κειμένων, προσφέροντας στην ανθρωπότητα ένα πιο ελεύθερο, αποκεντρωμένο, διαλογικό σύστημα επικοινωνίας». Συνταρακτικά πολυεπίπεδο, συναρπαστικά πολυπλοκότερο εκείνου στην απαρχή του πολιτισμού, όταν τα έπη απαγγέλλονταν, ύστερα τα λογοτεχνικά έργα διαβάζονταν μεγαλόφωνα στην ομήγυρη, μέχρι που θριάμβευσε το βιβλίο και η ατομική σιωπηρή ανάγνωση.

Δεν είναι ότι αφαιρείται –ακόμη– χρηστική αξία από το τυπωμένο βιβλίο. Είναι ότι η έκρηξη της πληροφορίας στην ψηφιακή εποχή αναδομεί τις εγκεφαλικές λειτουργίες τροποποιώντας τη φύση του διαβάσματος. Γινόμαστε ολοένα πιο επιδέξιοι στη σάρωση κειμένων, στην επεξεργασία σύντομων πληροφοριών, στην ταχεία αναζήτηση περιεχομένου και ολοένα λιγότερο πρόθυμοι να εμβαθύνουμε στα κείμενα. Είναι μια δεξιότητα επιβίωσης. Πρέπει να επιλέξουμε τι θα συγκρατήσουμε από τον ωκεανό των πληροφοριών – και να το κάνουμε γρήγορα. Ομως αυτή η νέα ικανότητα έχει κόστος, λένε οι νευροεπιστήμονες. Οι νευρωνικές οδοί εμβάθυνσης στον γραπτό λόγο –και μαζί σύγκρισης, κρίσης, ενσυναίσθησης– αποδυναμώνονται. Ταυτόχρονα ελαττώνεται η ανάγκη για έλεγχο και εξασθενεί η κριτική σκέψη, καθώς οι αλγόριθμοι των κοινωνικών δικτύων παρέχουν ασταμάτητα έτοιμο το προσφιλές σύνολο ιδεών που ενστερνιζόμαστε.

Τα ψηφιακά εργαλεία αλλάζουν τη φύση της ανάγνωσης και μειώνουν την αίγλη της τυπωμένης σελίδας.

Δεν ήρθε το τέλος του τυπωμένου βιβλίου· 1.300 και πλέον είναι οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι, 863 συστηματικοί και 472 αυτοεκδότες (ΟΣΔΕΛ). Και αυξανόμενη η ετήσια παραγωγή τίτλων – άνω των 12.000 (11.592 τίτλοι σε πρώτη έκδοση και 1.210 σε επανέκδοση, το 2022). Από αυτούς οι 2.000, ηλεκτρονικών βιβλίων. Οι ψηφιακές πλατφόρμες ανάγνωσης, πεδία πλανητικής διασύνδεσης, διευρύνουν τις κατηγορίες των αναγνωστών και τον ορισμό της ανάγνωσης. Ομως –επανέρχεται το ερώτημα– πόσο εμβαθύνουμε;

Το διά της τεχνητής νοημοσύνης πάντρεμα προφορικών και έντεχνων κειμένων, διαλόγων, απόψεων, σχολίων τροποποιεί τις συντεταγμένες του γραπτού λόγου, που διαβάζεται όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και από μηχανές. Συναισθηματικά αμέτοχες, εξαπλουστεύουν δύσκολα έργα και κάνουν περιλήψεις βιβλίων – από το πρωτότυπο απομένει ο αναδιαταγμένος πυρήνας του. Θα γίνουμε έτσι σοφότεροι; Κάτοχοι της πεμπτουσίας αριστουργημάτων που θα έμεναν αδιάβαστα; Το ζήτημα είναι ότι οι μηχανές δεν έχουν κίνητρα. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Οδηγούνται με βάση τη δική μας παιδεία. Οσο αυτή θα ρηχαίνει από την ευκολία της αυτοματοποίησης και της συντόμευσης έργων, τόσο θα φτωχαίνει ο παραγόμενος λόγος, θα κινδυνεύει να χαθεί η μαγεία του αναλλοίωτου καλοδουλεμένου κειμένου.

Η πολυδιάσπαση είναι η συνήθης αντίδραση όταν χίλια πράγματα απαιτούν ταυτόχρονα την προσοχή μας. Το διάβασμα κινείται αντίθετα προς αυτόν τον κατακερματισμό της σκέψης. Είναι μια πνευματική και ηθική άσκηση συγκέντρωσης, η πιο συγκινητική, η πιο βαθιά, η πιο καθηλωτική εμπειρία. Ομως, στην εποχή της στιγμιαίας επικοινωνίας, πόσοι μπορούν να διαβάσουν με αυτόν τον τρόπο; Μάλλον οι λιγότεροι. Αρκούν για να διαφυλάξουν τη συλλογική μνήμη, τον άυλο ιστό από ιδέες, παραδόσεις, πεποιθήσεις, τον απαραίτητο για την πολιτισμική επιβίωση των κοινοτήτων; Να διασώσουν το όχημα με το οποίο οι πολιτισμοί διασχίζουν τα πελάγη του χρόνου; Ισως.

Τίτος Πατρίκιος: Η κριτική δεν έχει αποδυναμωθεί· έχει απλωθεί

14.07.202516:00
Τίτος Πατρίκιος: Η κριτική δεν έχει αποδυναμωθεί· έχει απλωθεί

Ο καταξιωμένος ποιητής Τίτος Πατρίκιος μιλάει με αφορμή την έκδοση δοκιμίων του μιας πεντηκονταετίας για τον ρόλο της λογοτεχνίας, τη σχέση του λογοτέχνη με την εξουσία και τη θέση του στην ηλεκτρονική εποχή

Είναι ένας ποιητής με πυκνό και ισχυρό δημόσιο λόγο, μέσα από γραπτά κείμενα και προφορικές συνεντεύξεις, για ζητήματα όχι μόνο της τέχνης αλλά και της επικαιρότητας. Μια επιλογή μελετών και δοκιμίων του, δημοσιευμένων στη διάρκεια σχεδόν μιας πεντηκονταετίας, κυκλοφορεί τώρα στον τόμο Διαδρομές και διασταυρώσεις. Μελέτες και δοκίμια, 1977-2023 (εκδ. Κίχλη).

«Εχω πολλά κείμενα δημοσιευμένα και πριν από τη Μεταπολίτευση και μετά, και ξεχώρισα αυτά που αναφέρονται κυρίως σε προβλήματα της λογοτεχνίας, αλλά και της κοινωνίας» μου λέει όταν συναντιόμαστε ο Τίτος Πατρίκιος. Κάθεται στην αγαπημένη του θέση στο σαλόνι του στο Παγκράτι, με θέα τον Λυκαβηττό, και γύρω του απλωμένα βιβλία και σημειώσεις. Δύο άλλα βιβλία βρίσκονται ήδη στα σκαριά.

Τίτος Πατρίκιος. Διαδρομές και διασταυρώσεις. Μελέτες και δοκίμια, 1977-2023. Εκδόσεις Κίχλη, 2025, σελ. 318, τιμή 17 ευρώ

Ποίηση και δοκίμιο

Η επιλογή των δοκιμίων που δημοσιεύονται στον πρόσφατο τόμο αναδεικνύει έναν εξαιρετικά μεθοδικό και συγκροτημένο δοκιμιογράφο, τόσο στη σκέψη όσο και στην άρθρωση του λόγου. Είναι ένας λόγος που βρίσκεται στον αντίποδα του ποιητικού; «Ποίηση και δοκίμιο ίσως φαίνονται διαφορετικές πνευματικές δραστηριότητες, καμιά φορά και αντιφατικές, σε μένα όμως συνυπήρξαν. Από πολύ μικρός άρχισα να γράφω στίχους και από πολύ νέος άρχισα να γράφω κείμενα που αργότερα χαρακτηρίστηκαν δοκίμια. Από την άποψη αυτή, πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή μου έπαιξε το περιοδικό για νέους της εποχής, “Η Διάπλασις των Παίδων”.

Οι συνδρομητές του περιοδικού συναντιόντουσαν, έφτιαχναν συλλόγους και προσπαθούσαν μέσα στην Κατοχή να έχουν πνευματικές δραστηριότητες και να κάνουν διαλέξεις. Ετσι κι εγώ, από τη μια μεριά έγραφα στίχους κι από την άλλη μελετούσα λογοτεχνία. Πήγαινα κάθε πρωί στη βιβλιοθήκη του δήμου και μελετούσα τα κείμενα των λογοτεχνών και τα κείμενα των κριτικών, κυρίως του Παλαμά» απαντά, συνεχίζοντας: «Επομένως, οι δυο πνευματικές δραστηριότητες συμπορεύονταν αλλά και υλοποιήθηκαν ταυτόχρονα. Το πρώτο μου ποίημα δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1943 αλλά λίγο πριν, την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, στο πλαίσιο της “Διαπλάσεως των Παίδων”, μπόρεσα να ολοκληρώσω με τη μορφή διάλεξης ένα κείμενo για τον Καρκαβίτσα που θαύμαζα πολύ. Η συνήθεια της μελέτης συνεχίστηκε στα πρώτα νεανικά χρόνια όταν βγάλαμε με άλλους φίλους την “Επιθεώρηση Tέχνης”».

Η ελευθερία της έκφρασης

Εδώ επιλέγει κείμενα της ώριμης ζωής του που έχουν πίσω τους τα βιώματά του της Κατοχής και της Αντίστασης«Αν κάτι έχουν οι συγγραφείς να πάρουν και να δώσουν στην κοινωνία των πολιτών, αλλά και στην πολιτική δημοκρατία, είναι το δομικό εκείνο στοιχείο της δημοκρατίας που συνίσταται στην ελευθερία της έκφρασης» υπογραμμίζει στο δοκίμιό του με τίτλο «Ο συγγραφέας απέναντι και μέσα στην εξουσία», γραμμένο το 1984.

Είναι ισχυρή σήμερα η ελευθερία έκφρασης; «Και υπάρχει και διαρκώς πιέζεται, για να μην πω απειλείται», σχολιάζει, «γιατί, ενώ η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης σημαίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη αντιθετικών απόψεων, από την άλλη πλευρά υπάρχει από κάθε οργανωμένη ιδεολογία η επιθυμία της επιβολής της δικής της άποψης με αποτελέσματα πάντοτε καταστρεπτικά. Στις πιο χαρακτηριστικές μορφές τους τα είδαμε τον προηγούμενο αιώνα, όταν καθεστώτα επέβαλαν και το περιεχόμενο που θα έχει κάθε μορφής τέχνη. Η χιτλερική Γερμανία καταδίκασε αυτήν που είχαν αποκαλέσει “εκφυλισμένη τέχνη”, όλη τη μοντέρνα τέχνη δηλαδή, και η τότε Σοβιετική Ενωση επέβαλε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό σε κάθε έκφραση και εκδήλωση τέχνης».

Εξιστορεί ένα επεισόδιο στον Αη Στράτη, όταν ο Λουντέμης ζήτησε να παύσει η μετάδοση από το ραδιόφωνο της «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης» του «φορμαλιστή» Στραβίνσκι«Ηταν ένα περιστατικό που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωσή μου, γιατί είχα από πρώτο χέρι το βίωμα του πώς μια μορφή τέχνης που ήτανε απαγορευμένη από μια εξουσία – την κομματική εξουσία, στην περίπτωση – δεν επιτρεπόταν να ακουστεί».

Ο συγγραφέας στην ηλεκτρονική εποχή

Σε άλλο του κείμενο σχολιάζει πόσο καταστρεπτική είναι η ακαριαία επικοινωνία τής ηλεκτρονικής εποχής που καταργεί όλα τα διαμεσολαβητικά επίπεδα ανάμεσα στον συγγραφέα, στο έργο και στον αναγνώστη που για να αναπτυχθούν χρειάζονται επαρκή χρόνο. Αυτά τα γραφόμενα του 2004 ισχύουν ακόμη περισσότερο σήμερα.

Αυτή η ακαριαία επικοινωνία «είναι μεγάλη απειλή για τη λογοτεχνία γιατί εμποδίζει την υλική, τη σωματική επικοινωνία. Επιμένω πάντα ότι ο ρόλος της ποίησης είναι να δημιουργεί επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, όχι μόνο ανάμεσα στον ποιητή και στον αναγνώστη αλλά και ανάμεσα στους αναγνώστες. Από μια εποχή κι ύστερα παρομοιάζω την ποίηση με τις γέφυρες και τον ποιητή με τον γεφυροποιό. Οπως εκείνος, έτσι κι ο ποιητής φέρνει σε επαφή ανθρώπους που πριν διαβάσουν το ποίημα και το αναμεταδώσουν δεν επικοινωνούσαν».

Και η κριτική; Εχει αποδυναμωθεί στην ψηφιακή κοινωνία, όπως υποστηρίζουν κάποιοι; «Δεν νομίζω ότι έχει αποδυναμωθεί· έχει απλωθεί» λέει εκείνος. «Είναι πάντοτε ολοζώντανη και μακάρι να ασκείται όσο γίνεται πιο συστηματικά και να διαδίδεται όσο γίνεται περισσότερο, άσχετα αν είναι θετική ή αρνητική».

Προς επίρρωσιν της άποψης αυτής αφηγείται ένα προσωπικό περιστατικό, εξηγώντας πώς η αυστηρή, απορριπτική κριτική του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου στον σουρεαλισμό, με παραδείγματα, τον έκανε να αγαπήσει τη σουρεαλιστική ποίηση. «Μια αρνητική κριτική λειτούργησε σε μένα θετικά» καταλήγει.

«Με τίμησαν και με ευχαριστεί»

Σηκώνεται για να φέρει να με φιλέψει πουράκια σοκολάτας που προνοητικά τα έχει βάλει στο ψυγείο. Κοιτώ γύρω μου. Σε κάθε επιφάνεια του ευρύχωρου σαλονιού βρίσκονται τιμητικές πλακέτες. Από τη Βέροια και τα Μέγαρα, από τη Σίφνο, από τη Λακωνία, την Παλλήνη και η πιο πρόσφατη από τα Χανιά. Εχει αγαπηθεί και έχει τιμηθεί σε όλη την Ελλάδα.

«Ισως υπάρχει μια υπερβολή, δεν έχω πού να τις βάλω, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με στενοχωρεί» λέει γελώντας. Πιο πρόσφατη τιμή η εκλογή του σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

«Δεν έχω κανένα παράπονο, με τίμησαν και με ευχαριστεί αυτό, χωρίς καμιά δική μου ανάμειξη και χωρίς να παρακαλέσω κανέναν. Ηταν μια τιμή που ήρθε ξαφνικά και πραγματικά με συγκίνησε» σχολιάζει. Είχε προηγηθεί η υποψηφιότητά του για την Εδρα της Ποίησης στην Ακαδημία το 2022, μια κρίση που κατέληξε άγονη. Δεν θέλει να επεκταθεί σχετικά με αυτό το περιστατικό, για το οποίο έγιναν τότε τόσα σχόλια. «Οταν θέτεις τον εαυτό σου υπό κρίση, παίρνεις και το ρίσκο να απορριφθείς» περιορίζεται να πει.

Ενα πράγμα θέλει πάντως να υπογραμμίσει ως παρατήρηση: «Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα στην Ευρώπη στην οποία οι ποιητές και οι λογοτέχνες δεν αμείβονται για τη δουλειά που κάνουν», για τη συμμετοχή τους σε εκδόσεις με δημοσιεύματα, σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ με αναγνώσεις.

Θυμάται ένα άλλο περιστατικό, την πρώτη φορά που πήρε αμοιβή για συμμετοχή σε ποιητικό φεστιβάλ στην Ιταλία. «Μου έδωσαν μια αμοιβή που μου επέτρεψε να μείνω έπειτα 15 μέρες στην Ιταλία και να γυρίσω ένα σωρό μουσεία» εξηγεί.

Ετοιμάζει τώρα δύο άλλα βιβλία, έναν τόμο με προσωπογραφίες και τον τίτλο Ανθρωποι που γνώρισα και έναν δεύτερο τόμο δοκιμίων που αφορούν τον πολιτισμό και την πολιτική. Χειρόγραφα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα, αποκόμματα Τύπου βρίσκονται οργανωμένα σε μεγάλους φακέλους στο τραπέζι, στους καναπέδες, στις καρέκλες.

Γράφει πάντα με μαρκαδοράκι. Διατρέχω έναν φάκελο με αδημοσίευτα ποιήματα όπου κι ένα ποίημα-ωδή στον μαρκαδόρο. Οι περισσότεροι φάκελοι, σχεδόν όλοι, έχουν κόκκινο χρώμα. Γιατί; ρωτώ. «Γιατί μου αρέσει το κόκκινο» απαντά.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία

Η κατάσταση στο μέτωπο της Μικράς Ασίας τον Σεπτέμβριο του 1921 – Η τουρκική επίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ – Οι στόχοι της – Η απόκρουση των Τούρκων από τον Ελληνικό Στρατό και η αντεπίθεση – Οι συνέπειες της ελληνικής νίκης, της τελευταίας στη Μικρά Ασία

https://www.protothema.gr/stories/article/1668300/septemvrios-1921-afion-karahisar-i-teleutaia-elliniki-niki-sti-mikra-asia/

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Με τη μικρασιατική εκστρατεία και ειδικά με την προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς την Άγκυρα έχουμε ασχοληθεί σε αρκετά άρθρα μας. Ωστόσο υπάρχουν κάποια επιμέρους σημεία της μικρασιατικής εκστρατείας, που έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ανάμεσά τους, η τελευταία ελληνική νίκη στην άλλη όχθη του Αιγαίου, στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ (Σεπτέμβριος 1921).

Οι συνθήκες στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ τον Σεπτέμβριο του 1921

Το Αφιόν Καραχισάρ είχε αποκτήσει μεγάλη στρατιωτική σημασία μετά τις καλοκαιρινές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού το 1921. Μετά τη διακοπή της προέλασης προς την Άγκυρα, τη Στρατιά Μικράς Ασίας και τον Αντιστράτηγο Παπούλα απασχολούσε σοβαρά η διατήρηση του στρατηγικού κόμβου του Αφιόν Καραχισάρ. Με την κατοχή του εξασφαλιζόταν η διατήρηση του ελέγχου των γραμμών συγκοινωνιών από το Αφιόν Καραχισάρ προς τη Σμύρνη και το Εσκί Σεχίρ.

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1921 καθοριζόταν η περαιτέρω κίνηση των μονάδων, μέχρι την άφιξή τους στην αμυντική τοποθεσία την οποία θα καταλάμβαναν. Η κίνηση των μονάδων, προς την τοποθεσία αυτή είχε ολοκληρωθεί ως τις 10 Σεπτεμβρίου, ενώ η συγκέντρωση των εφεδρειών της Στρατιάς, στις 11 Σεπτεμβρίου. Το Β’ και το Γ’ ΣΣ κατέλαβαν στις 8 Σεπτεμβρίου τη γραμμή που είχε καθοριστεί: Ντον Τεπέ – Ουζούν Μπουρούν – Μπουρουκλού Τεπέ – Τσερκές Τσαλές, το οποίο όμως δεν συμπεριλαμβανόταν στις τοποθεσίες που είχαν καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Πορεία ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία

Στη συνέχεια έγιναν και διάφορες μετακινήσεις μικρότερων μονάδων, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 14/9/1921. Από την πλευρά της η Τουρκική Στρατιά Δυτικού Μετώπου μετά την εκ νέου διάβαση του ποταμού Σαγγάριου από την Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας στα τέλη Αυγούστου 1921 ανασυγκρότησε τα στρατεύματά της και αναπλήρωσε τις απώλειες της σε άνδρες και εφόδια. Μετά την αποτυχημένη επιδρομή του V ΣΣ στα νώτα της Ελληνικής Στρατιάς, η Τουρκική Στρατιά προωθήθηκε διαμέσου των δρομολογίων νότια του Σαγγαρίου προς το Αφιόν Καραχισάρ, όπου θα συνδεόταν με το V ΣΣ και την VI Μεραρχία.

Στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ το μέτωπο σχημάτιζε εξέχουσα κατά σχεδόν ορθή γωνία, η οποία αποτελούσε το ευπαθέστερο σημείο του. Η τοποθεσία είχε μεγάλο ανάπτυγμα, από τον Κόλπο της Κίου ως τις εκβολές του ποταμού Μαίανδρου, μέσω του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Είχε έκταση μεγαλύτερη από 700 χλμ. και επομένως χρειάζονταν μεγάλες δυνάμεις για την κατοχή της.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Σύσκεψη υψηλόβαθμων Ελλήνων στρατιωτικών στη Μικρά Ασία

Οι αντίπαλες δυνάμεις και τα σχέδια ενέργειας

Οι Έλληνες διέθεταν τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού, με έξι μεραρχίες συνολικά και μία ταξιαρχία Ιππικού. Για υποστήριξη υπήρχε το οργανικό πυροβολικό των μεραρχιών και των Σωμάτων Στρατού καθώς και τρεις μοίρες αεροπλάνων. Οι Τούρκοι διέθεταν έξι μεραρχίες Πεζικού και τρεις μεραρχίες Ιππικού και για υποστήριξη το οργανικό πυροβολικό των μεραρχιών.

Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε άμυνα στην κατεχόμενη τοποθεσία για τη διασφάλιση του στρατηγικού κόμβου του Αφιόν Καραχισάρ και των συγκοινωνιών προς Εσκί Σεχίρ και Σμύρνη. Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε απομόνωση και συντριβή των Ελλήνων στο Αφιόν Καραχισάρ και στη συνέχεια αποκοπή των συγκοινωνιών προς τη Σμύρνη.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Το Ελληνικό Ιππικό στο Εσκί Σεχίρ το 1921

Η μάχη του Αφιόν Καραχισάρ (17-25 Σεπτεμβρίου 1921)

Η Ελληνική Στρατιά πληροφορήθηκε από την Αεροπορία τις κινήσεις των Τούρκων προς τα δυτικά. Αμέσως άρχισε ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων, που ολοκληρώθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, με το Α’ ΣΣ να αναλαμβάνει τη διοίκηση όλων των μονάδων της περιοχής.

Στις 16 και 17 Σεπτεμβρίου 1921 τουρκικά αποσπάσματα Ιππικού επιχείρησαν να συγκρουστούν με τις ελληνικές δυνάμεις. Στις 17/9 η ΙΙ Μεραρχία προώθησε το 7ο Σύνταγμα Πεζικού (Διοικητής Αν/χης Μιχαήλ Σαχίνης) στο Αμπανάζ. Το 7ο Σύνταγμα, αφού κατέλαβε τα υψώματα ανατολικά του χωριού απώθησε τους Τούρκους, οι οποίοι μετά από σύντομη μάχη συμπτύχθηκαν προς τα ανατολικά.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Χάρτης των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία από το 1919 ως το 1922

Στις 18/9 η διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας προωθήθηκε με το 1ο ΣΠ (Αν/χης Οδυσσέας Μαρούλης) στη γραμμή Τσικρίκ -Αμπανάζ και ολοκλήρωσε την κατοχή της, απωθώντας ισχυρές δυνάμεις. Οι Τούρκοι μετακίνησαν περίπου 9.000 άνδρες προς το μέρος των Ελλήνων. Το μεσημέρι της 18ης Σεπτεμβρίου έφτασε στο Αφιόν Καραχισάρ ο Διοικητής του Α’ ΣΣ Υποστράτηγος Αλέξανδρος Κοντούλης με τμήμα του επιτελείου του και ανέλαβε τη διοίκηση όλων των μονάδων. Διαθέτοντας αρκετές δυνάμεις, ο Κοντούλης σχεδίασε τις ενέργειες των μεραρχιών για την επόμενα μέρα.

Η επίθεση των ελληνικών δυνάμεων εκδηλώθηκε αργά το πρωί της 20/9. Το 4ο ΣΠ (Αν/χης Παναγιώτης Κωτούλας), η δεξιά φάλαγγα του Ι/38 Συντάγματος Ευζώνων (Αν/χης Παναγιώτης Σουμίλας) το 7ο ΣΠ (Αν/χης Μιχάηλ Σαχίνης) και απόσπασμα της ΙV Μεραρχίας κατέλαβαν καίριες θέσεις.

Τα τοπωνύμια, τα οποία παρουσιάζει λεπτομερώς ο Ταξίαρχος ε.α. Χαράλαμπος Νικολάου είναι τουρκικά και θεωρήσαμε ότι η αναφορά τους, ακόμα και με την παράθεση του σχετικού χάρτη θα δημιουργούσε προβλήματα στους αναγνώστες. Ενώ όμως το Α’ ΣΣ προέλαυνε, ισχυρή δύναμη της VI Τουρκικής Μεραρχίας επιτέθηκε εναντίον Τάγματος του 35ου ΣΠ που κατείχε το Μουτατίμπ Νταγ και το ανέτρεψε. Οι Τούρκοι προέλασαν προς τα χωριά Ερικμάν και Τσακίρ, δυτικά του Αφιόν Καραχισάρ, το οποίο άρχισε να δέχεται ομοβροντίες πυρών από το τουρκικό πυροβολικό.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Το Αφιόν Καραχισάρ το 1921

Η IV Μεραρχία προώθησε εσπευσμένα προς το Τσακίρ ένα Τάγμα του 8ου ΣΠ, το μόνο διαθέσιμο που υπήρχε στο Αφιόν Καραχισάρ. Αυτό το Τάγμα, με τη βοήθεια τμημάτων του 35ου και του 49ου ΣΠ επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον των Τούρκων που συμπτύχθηκαν προς το Καλετζίκ Νταγ. Παράλληλα, το ελληνικό Τάγμα που είχε υποχωρήσει από το Μουτατίμπ Νταγ (η λ. Νταγ σημαίνει «βουνό» στα τουρκικά, π.χ. Ακ Νταγ=Λευκό Βουνό). Το βράδυ της 20/9 έφτασε στο Αφιόν Καραχισάρ και το 41ο ΣΠ της ΧΙΙ Μεραρχίας (Αν/χης Τριαντάφυλλος Βλάχος).

Η ελληνική επίθεση συνεχίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου. Η Ι Μεραρχία, η ΙΙ Μεταρχία νοτιότερα και η ΙV Μεραρχία προωθήθηκαν σημαντικά, απωθώντας τουρκικές δυνάμεις. Στις 22/9, οι επιθετικές ενέργειες των τριών μεραρχιών, δεν ήταν επιτυχημένες, κυρίως λόγω της σφοδρής τουρκικής αντίστασης και των απωλειών σε έμψυχο δυναμικό. Στις 24/9 το Α’ ΣΣ διατήρησε τις κατεχόμενες θέσεις, προκειμένου την επομένη να συνδυάσει τις ενέργειες της με το ελισσόμενο προς το Μπορντί Β’ ΣΣ.

Η Ελληνική Στρατιά επειγόμενη να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο Αφιόν Καραχισάρ ενέπλεξε στις συγκρούσεις και το Β’ ΣΣ, το οποίο συγκεντρώθηκε στο Σεΐντί Γαζί, εκτός από την IV Μεραρχία, που ανέλαβε όλο τον τομέα του Σώματος, από το Σεγιντί Σου, μέχρι τα υψώματα Τζεβισλί.

Σεπτέμβριος 1921, Αφιόν Καραχισάρ: Η τελευταία ελληνική νίκη στη Μικρά Ασία
Χάρτης της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ

Συνέχεια ανάγνωσης

Στρατής Τσίρκας: Η στωική εμμονή στο χρέος

Από πάνω οι κρατούντες, από κάτω οι κρατούμενοι

«Η στωική εμμονή στο χρέος, όταν όλα δείχνουν πως άδικα γίνεται η θυσία· το άδωρο δώρο να προβλέπεις ανήμπορος τη συμφορά που φτάνει· η προδοσία που μοιραία δείχνει το πρόσωπό της στο τέλος του αγώνα· αυτοί είναι οι άξονες της ποιητικής του (σ.σ. του Καβάφη) σκέψης ανάμεσα στα 1898 και τα 1903».

Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος, Αθήνα, 1987 (πρώτη έκδοση 1958).

«Θα έλεγε κανείς πως είναι πάντα δύο έθνη μέσα σε ένα κράτος: από πάνω οι κρατούντες, από κάτω οι κρατούμενοι. Γι’ αυτό κι ο ρόλος του λογοτέχνη θα μπορούσε να είναι καθοριστικός. Το ιστορικό υλικό που του προσφέρεται είναι ανεξάντλητο. Εξαρτάται πόσο θα το σεβαστεί και πώς θα το χειριστεί. Αν μείνει σε μια μουσειακή αναπαράσταση του παρελθόντος, πλουτισμένη, έστω, με υπαινιγμούς σε σύγχρονα γεγονότα ή αν αφεθεί στο να τον κυριαρχήσει ο υποκειμενισμός του, κινδυνεύει να δώσει έργο φυγής από την πραγματικότητα και τα προβλήματά της. Αντίθετα, αν τον κατέχει ο πόθος της ενότητας με το λαό, αν βλέπει την πολιτική σημασία του, και στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις της λαϊκής ζωής αναγνωρίζει τη βάση της Ιστορίας, τότε, με τη συγκροτημένη ιστορική του συνείδηση, θα δέσει οργανικά τα περασμένα με τα τωρινά, θα ξαναζωντανέψει το παρελθόν ως προϊστορία του παρόντος και, με τη διεισδυτική ματιά του ποιητή, θα επισημάνει τις ιστορικές και κοινωνικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν τη σημερινή κατάσταση του τόπου. Μπορεί να πάει και πιο πέρα: Μέσα από το χώρο και τους νόμους της τέχνης πάντα, να προτείνει τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις των βασικών δομών της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής για την έξοδο από την κρίση της μεταβατικής περιόδου».

Στρατής Τσίρκας, «Ο Λογοτέχνης και η Ιστορία», εφ. Η Αυγή, 7/11/1975.

Ο Στρατής Τσίρκας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηανδρέα) γεννήθηκε στο Κάιρο στις 10 (23 με το νέο ημερολόγιο) Ιουλίου 1911 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 27 Ιανουαρίου 1980.

Ο Τσίρκας πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, το 1927, ενώ το καλοκαίρι του 1930 γνωρίστηκε με τον Καβάφη, γεγονός που αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο σταθμό της λογοτεχνικής ζωής του.

Με το παιδί του στην Αλεξάνδρεια, το 1958

Το 1937 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η πρώτη ποιητική συλλογή του Τσίρκα, που έφερε τον τίτλο «Φελλάχοι».

Στη συνέχεια ο Τσίρκας, που αντίκριζε τα πράγματα από την οπτική γωνία της Αριστεράς, άρχισε να ασχολείται και με άλλα είδη του γραπτού λόγου, το διήγημα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, τις μελέτες και τις μεταφράσεις ξένων συγγραφέων.

Κορυφαίο έργο του Τσίρκα υπήρξε η τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» (ο τίτλος παραπέμπει σε ένα ποίημα που είχε συνθέσει ο Σεφέρης όταν βρισκόταν εξόριστος μαζί με την ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή), που τον καθιέρωσε ως σπουδαιότατο πεζογράφο, δίνοντας λάμψη και σε όλα τα άλλα έργα του, προηγούμενα και επόμενα.

 

Το τρίτομο μυθιστόρημα του Τσίρκα (α’ τόμος «Η λέσχη», 1961, β’ τόμος «Αριάγνη», 1962, γ’ τόμος «Η νυχτερίδα», 1965) αποτέλεσε τομή στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος χάρη στους νεωτερικούς τρόπους γραφής, στο αριστοτεχνικό μπόλιασμα της ρεαλιστικής γραφής με τις νεότερες τάσεις στην πεζογραφία.

Στα σημαντικότερα έργα του Τσίρκα συγκαταλέγονται τα διηγήματα «Αλλόκοτοι άνθρωποι» (1944), «Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός» (1947) και «Ο ύπνος του θεριστή» (1954), η νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα» (1957), το μυθιστόρημα «Η χαμένη άνοιξη» (1976), συνδεδεμένο με τα Ιουλιανά του 1965, οι ποιητικές συλλογές «Το λυρικό ταξίδι» (1938) και «Προτελευταίος αποχαιρετισμός και το ισπανικό ορατόριο» (1946), καθώς και η μελέτη «Ο πολιτικός Καβάφης» (1971).

Μαζί με τον Στάθη Δρομάζο (διακεκριμένο δημοσιογράφο και θεατρικό κριτικό) και τον Μανώλη Γλέζο στην Αθήνα, γύρω στο 1975

Πέρα από την καταξίωσή του στη συνείδηση του κοινού ως ενός αξιόλογου εργάτη του λόγου, ο Τσίρκας τιμήθηκε το 1959 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας για τη μελέτη του «Ο Καβάφης και η εποχή του».

 

Η Σμύρνη πριν από την καταστροφή

Ανατομία της παρουσίας του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία μέσα από μια επιλογή προξενικών εγγράφων

ΓΕΝΙΚΟΝ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ
Προξενικά έγγραφα 1833-1912
Πρόλογος – επιστημονική εποπτεία: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης
Εισαγωγή – επιμέλεια – σχόλια: Δημήτρης Καμούζης
Εκδ.: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2025, σελ. 910

Η έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, με έγγραφα του γενικού προξενείου της Σμύρνης από το 1833 έως το 1912, είναι πολύτιμο απόκτημα για όσους ενδιαφέρονται και ερευνούν την Ιστορία, όχι μόνον της Σμύρνης αλλά του μικρασιατικού ελληνισμού γενικότερα. Η Σμύρνη, το δεύτερο σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνιστά μια περίπτωση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την ανάπτυξη του λιμανιού, συγκέντρωσε το εμπόριο και την οικονομική ζωή της δυτικής Μικράς Ασίας, προσελκύοντας Ελληνες από τη μικρασιατική ενδοχώρα, αλλά και από το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν οικονομικά στην περιοχή διατηρώντας την ελληνική τους υπηκοότητα. Στον 20ό αιώνα η πόλη γνώρισε πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη, με έντονη πνευματική και κοινωνική ζωή.

Οι υποθέσεις που απασχολούν τις προξενικές αρχές της περιοχής της Σμύρνης από το 1840 μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα αφορούν προξενικές υποθέσεις: περιπτώσεις επιβολής φόρου επιτηδεύματος σε Ελληνες πολίτες, συλλήψεις, φυλακίσεις, ανακρίσεις, δίκες, αυθαιρεσίες και βιαιοπραγίες εις βάρος Ελλήνων, σχετικά διαβήματα στις οθωμανικές αρχές, σχέσεις με άλλες προξενικές και τοπικές αρχές και άλλα στοιχεία πολύ χρήσιμα για να αποτιμήσει κανείς τις συνθήκες διαβίωσης στην περιοχή. Οι πίνακες με τη ναυτιλιακή κίνηση σε λιμάνια της περιοχής, που παρατίθενται από τους αρμόδιους προξένους, συνιστούν στοιχεία πολύτιμα για τη μελέτη της εμπορικής κίνησης μεταξύ των ελληνικών παραλίων και της Μικράς Ασίας. Χρήσιμα στοιχεία για την εκεί ελληνική παρουσία μπορεί να αντλήσει ο ερευνητής από τους καταλόγους Ελλήνων υπηκόων, αλλά και από τις αναφορές σχετικά με τη διεξαγωγή της οθωμανικής απο γραφής το 1905.

Στον 20ό αιώνα ο ρόλος των προξένων προσλαμβάνει μια νέα πολιτική χροιά. Ο εμπορικός και πολιτικός ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αλλά και η δυναμική των εξελίξεων στην ίδια την αυτοκρατορία, καθιστούν τα προξενεία στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, όπως είναι τα λιμάνια της Σμύρνης και Θεσσαλονίκης, κέντρα πολιτικής επιρροής.

Η Σμύρνη πριν από την καταστροφή-1Το 1908 η νεοτουρκική επανάσταση σηματοδότησε νέα εποχή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και για τον ελληνισμό που ζούσε στην επικράτειά της. Οι βουλευτικές εκλογές έφεραν τους προξένους στο επίκεντρο των πολιτικών δρώμενων. Από τις προξενικές αναφορές μπορεί να παρακολουθήσει κανείς πτυχές των διεργασιών για την εκλογή Ελλήνων βουλευτών από τη Σμύρνη στην οθωμανική βουλή, διαπραγματεύσεις, διαφοροποιήσεις αλλά και αντιπαλότητες στο πλαίσιο της ίδιας της ελληνικής κοινότητας. Αποκαλυπτικές είναι οι αναφορές του γενικού προξένου Αρμάνδου Ποτέν, ο οποίος κλήθηκε να διαχειριστεί τις πολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά και τον ανελέητο εμπορικό αποκλεισμό που επιβλήθηκε από τους νεότουρκους στο ελληνικό εμπόριο και στους Ελληνες πολίτες εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος από το 1909 μέχρι το 1911.

Είναι πάντα σκόπιμο, όταν διαβάζονται διπλωματικές αναφορές, όπως και τα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα και τα απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ιστορικών γεγονότων, να λαμβάνονται υπόψη η προσωπικότητα του συντάκτη, η γενικότερη εμπειρία του και το πνεύμα της εποχής. Πολύ χρήσιμα στο πνεύμα αυτό είναι τα βιογραφικά στοιχεία των προξένων που υπηρέτησαν στη Σμύρνη και παραθέτει, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή ο επιμελητής Δημήτρης Καμούζης.

Τα έγγραφα, προσεκτικά επιλεγμένα, σταματούν στο 1912. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν νέα δεδομένα που επηρέασαν αποφασιστικά την παρουσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η ένταση της βαλκανικής σύγκρουσης ενίσχυσε τις εθνικές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κοινοτήτων, ριζοσπαστικοποίησε την τουρκική ηγεσία και προετοίμασε το έδαφος για την ανάφλεξη που έφερε ο Μεγάλος Πόλεμος. Με την κατάρρευση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού συναρτήθηκε από την αντιπαράθεση ανάμεσα στο ελληνικό και στο αναδυόμενο τουρκικό κράτος.

*Η κ. Αικατερίνη Μπούρα είναι πρέσβειρα ε.τ.

Ο Θουκυδίδης ανάμεσά μας

Οσες φορές και να τον διαβάσεις, κάτι νέο σου μαθαίνει. Οσες φορές και να τον συναντήσεις, πάντα κάτω από μια λέξη, από μια συνοπτική περιγραφή, κάτι σου έχει διαφύγει. Οσο και να πέρασαν οι αιώνες τον ακούς να μιλάει, άλλοτε με επιθετική ευθύτητα, άλλοτε με υπαινικτικό τρόπο, για την εποχή μας. Σαν να ζει ανάμεσά μας. Τον ανακαλείς στη σκέψη και συνομιλείς μαζί του.

Τα πολεμικά γεγονότα του τελευταίου δεκαημέρου και οι πόλεμοι της εποχής σε εξέλιξη σε οδηγούν σε μια συνάντηση με τη δύναμη, το δίκαιο, τη θέληση του ισχυρού, τη θέση ότι «οι άνθρωποι από φυσική αναγκαιότητα επιβάλλουν πάντοτε την κυριαρχία τους στον ασθενέστερο», την επίκληση αυτού του «φυσικού νόμου», τη διαπίστωση ότι όποιος διαθέτει τη δύναμη πράττει με τον ίδιο τρόπο. Η δύναμη έχει τον τελευταίο λόγο, το δίκαιο υπάγεται στον ισχυρό και ορίζεται από αυτόν.

Λένε οι Αθηναίοι στους Μηλίους: «…και εμείς αλλά και εσείς πρέπει να θέσουμε ως στόχο αυτό που θεωρούμε δυνατό, αφού και εμείς και εσείς ξέρετε ότι κατά την ανθρώπινη λογική και κρίση μπορούμε να μιλάμε για δίκαιο όταν και τα δύο μέρη διαθέτουν ίση ισχύ και ότι οι δυνατοί πράττουν αυτό που τους επιτρέπει η δύναμή τους και τότε οι αδύναμοι υποχωρούν και υποτάσσονται».

Η Μήλος θα απορρίψει την πρόταση των Αθηναίων να τεθεί υπό την ηγεμονία τους και θα ακολουθήσει η καταστροφή της. Αυτή η μοναδική φορά που στην Ιστορία του ο Θουκυδίδης παραθέτει διαλογικά μια υπόθεση αποτελεί συμπύκνωση όλου του προβληματισμού που τη διαπνέει και, όπως σημειώνει ο Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, η αποτύπωση αυτή της αντίθεσης δύναμης και δικαίου είναι «ένα αριστούργημα πολιτικού στοχασμού».

Τις τελευταίες ημέρες γέμισαν οι οθόνες από σκηνές πολέμου. Μαζί και οι ατέλειωτες υποθέσεις και συζητήσεις για τις πιθανές εξελίξεις, τους κινδύνους, την εξάπλωση, την πυρηνική απειλή. Δεν γνωρίζω αν στο Ιράν έχουν συναντηθεί με τον προβληματισμό του Θουκυδίδη και αν αυτό που αποτελεί ιδεολογικό συμπλήρωμα για την εκεί εξουσία αφήνει χώρο για παρόμοιες αναζητήσεις.

Η επέμβαση των ΗΠΑ έδωσε τέλος και στις συζητήσεις και στην απειλή. Προσωρινά όλα, θα μας έλεγε, αφού αυτό που σήμερα μοιάζει οριστικό, μια δύναμη θα το αμφισβητήσει και μια νέα απειλή θα φανεί.

Η μεταπολεμική Δύση διανύει μακρά περίοδο ειρήνης. Σε δημοκρατικό πλαίσιο σταθερό και μια ευμάρεια πρωτόγνωρη στην ανθρώπινη διαδρομή. Η Ευρώπη των δύο παγκοσμίων πολέμων απομακρύνθηκε στον δρόμο της από το ενδεχόμενο της απειλής και από την αναγκαιότητα της εγρήγορσης και της προπαρασκευής.

Οι καιροί άλλαξαν και καθυστερημένα θυμάται σήμερα αυτή την προϋπόθεση της δύναμης για την αντοχή της στον χρόνο.

Οταν έφτασε στις Συρακούσες και στη Σικελία η είδηση ότι οι Αθηναίοι στο μέσο του Πελοποννησιακού πολέμου ξεκίνησαν εκστρατεία για την κατάληψή της, πολλοί αμφέβαλλαν για την αλήθεια αυτής της απειλής. Ο Ερμοκράτης με πάθος υποστήριξε ότι η απειλή είναι υπαρκτή και ότι η καλύτερη άμυνα είναι αυτή που ετοιμάζεται με πλήρη συνείδηση.

Και όπως γράφει ο Θουκυδίδης για κάθε μελλοντικό ενδιαφερόμενο – μικρή ή μεγάλη χώρα – ο Ερμοκράτης είπε στους Συρακούσιους: «Ξέρω καλά ότι οι εχθροί βρίσκονται ήδη στο πέλαγος και σε λίγο θα είναι εδώ».

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

Και αν ξαφνικά καταρρεύσει το διαδίκτυο;

Η Ισπανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Έσθερ Πανιάγουα βρέθηκε στην Αθήνα και κουβεντιάσαμε μαζί της για το πρόσφατο σοκαριστικό μπλακ άουτ της Ιβηρικής και την εξάρτησή μας από το ίντερνετ.

«Το πρόβλημα έγκειται στη μεγάλη εξάρτησή μας από την τεχνολογία γενικότερα, αλλά και πιο συγκεκριμένα από μια χούφτα μεγάλων εταιρειών. Μια συντονισμένη επίθεση προς αυτές και μόνο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σχεδόν ολική κατάρρευση του διαδικτύου», αναφέρει η Έσθερ Πανιάγουα, συγγραφέας του βιβλίου Error 404 – Έτοιμοι για έναν κόσμο χωρίς ίντερνετ (εκδ. Καστανιώτη). «Η εξάρτησή μας δεν είναι μόνο προσωπική και συναισθηματική, αλλά και συστημική, καθώς όλα ή σχεδόν όλα όσα χρησιμοποιούμε είναι πλέον συνδεδεμένα στο διαδίκτυο. Ακόμα κι αν κάποιος δεν είναι συνδεδεμένος, θα επηρεαστεί σε μια ενδεχόμενη κατάρρευση του διαδικτύου, λόγω του φαινομένου του ντόμινο».

«Το πρόβλημα έγκειται στη μεγάλη εξάρτησή μας από την τεχνολογία γενικότερα, αλλά και πιο συγκεκριμένα από μια χούφτα μεγάλων εταιρειών».

Η Πανιάγουα, βραβευμένη δημοσιογράφος και συγγραφέας, ήρθε στην Ελλάδα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στα ελληνικά, σε μετάφραση Δήμητρας Παπαβασιλείου, και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Λογοτεχνία Εν Αθήναις». Όπως μου είπε η ίδια για το πόνημά της, «δεν αφορά την τεχνολογία, αλλά την κοινωνία, επειδή όλα όσα συμβαίνουν στην ψηφιακή σφαίρα είναι κοινωνικά, είναι ζητήματα δημοκρατίας. Και, δυστυχώς, δεν αποφασίζουμε εμείς πώς θα αναπτυχθεί ο ψηφιακός χώρος. Η διακυβέρνηση του διαδικτύου δεν είναι καθόλου δημοκρατική».

Ολική κατάρρευση

Τα νέα που φέρνει η Ισπανίδα από τη χώρα της δεν είναι ιδιαίτερα χαρμόσυνα. Στο ερώτημα αν η Ισπανία ήταν έτοιμη, όταν τον περασμένο Απρίλιο κατέρρευσε το ηλεκτρικό δίκτυο και το ίντερνετ, η απάντησή της είναι κατηγορηματική: «Ούτε κατά διάνοια». Στο πρόσφατο μπλακ άουτ της Ιβηρικής χερσονήσου, όλοι την έψαχναν για να πει δυο λόγια. «Μου τηλεφωνούσαν οι πάντες, έγινα κάτι σαν σελέμπριτι…» μου λέει, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι αρχές δεν είχαν φροντίσει να πάρουν πολύ βασικές προφυλάξεις απέναντι σε αυτό το τόσο πιθανό ενδεχόμενο, και το πλήρωσαν ακριβά. Ακολούθησε το χάος. Ένας κανονικός εφιάλτης. Μια ολική κατάρρευση.

Και αν ξαφνικά καταρρεύσει το διαδίκτυο;-1Φαντάζομαι ότι το πιο συχνό ερώτημα που της απευθύνουν είναι το «τι κάνουμε;». «Πράγματι», μου απαντά, «η αλήθεια είναι όμως ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να το αποτρέψουμε, να το μετριάσουμε όταν συμβεί, και να είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Σε ατομικό επίπεδο πρέπει να μειώσουμε την εξάρτησή μας από το διαδίκτυο. Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον οδηγό επιβίωσης για καιρούς έκτακτης ανάγκης, κάποιοι γελούσαν. Κι εγώ, πριν από την έρευνα για το βιβλίο, ήμουν αρκετά σκεπτική. Τώρα όμως έχω φροντίσει να είμαι προετοιμασμένη, έχω για παράδειγμα πάντα μετρητά στο σπίτι. Η κατάρρευση του διαδικτύου έχει συμβεί, και θα ξανασυμβεί. Αυτό είναι βέβαιο. Κάθε μέρα γινόμαστε όλο και πιο ευάλωτοι απέναντι σε ένα τέτοιο κατακλυσμιαίο γεγονός. Την επόμενη φορά πρέπει να είμαστε πιο έτοιμοι.

»Εκτός όμως από το προσωπικό επίπεδο, μπορούμε να κάνουμε πολλά και σε συλλογικό. Πρέπει να ανακτήσουμε τη γνώση των παλιών ανθρώπων που δούλευαν με χαρτί και μολύβι. Οι άνθρωποι αυτοί φεύγουν σταδιακά από τη ζωή και παίρνουν μαζί τους την πολύτιμη αυτή γνώση. Μπορούμε, επίσης, να είμαστε λιγότερο εξαρτημένοι από τη συνδεσιμότητα, όχι μόνο παίρνοντας μέτρα κυβερνοασφάλειας, αλλά και αποφεύγοντας να συνδέουμε τα πάντα στο διαδίκτυο, όπως για παράδειγμα κάποιες κρίσιμες υποδομές. Ας συνδέουμε μόνο ένα μέρος τους. Οι υπηρεσίες υγείας για παράδειγμα είναι τόσο κρίσιμες, που μπορεί μια κατάρρευσή τους να είναι καταστροφική για τη χώρα. Πρέπει να υπάρχει ένα τουλάχιστον εφεδρικό σχέδιο που να εξετάζει πολλά πιθανά σενάρια, γιατί, όπως είδαμε στο μπλακ άουτ που συνέβη στην Ισπανία, το σενάριο της ολικής συσκότισης δεν είχε προβλεφθεί».

Συλλογική φαντασία

Η Πανιάγουα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί τεχνοφοβική. Ανήκει άλλωστε σε μια γενιά που μεγάλωσε ονλάιν. Προς επίρρωσιν, αμέσως μόλις συναντηθήκαμε, μου ζήτησε να βγάλουμε μια σέλφι. Απλώς, ως καλή δημοσιογράφος, ξέρει να διατυπώνει καίριες ερωτήσεις. Η ίδια δεν χάνει την ευκαιρία να εκφράζει την πίστη της ότι μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο διαδίκτυο, μια καλύτερη ΤΝ, ένας καλύτερος κόσμος. Αρκεί να κινητοποιηθούμε και να το διεκδικήσουμε. «Το μέλλον ή, μάλλον, τα πιθανά μέλλοντα», όπως γράφει στο διαφωτιστικό βιβλίο της, «δεν χρειάζονται κρυστάλλινες σφαίρες, ούτε γκουρού που να επιχειρούν να τα προβλέψουν. Χρειάζονται συλλογική φαντασία, ώστε να επινοηθούν και να εξιστορηθούν».

Η σιωπηλή λογοκρισία και η αφανής Ορθοδοξία στην ψηφιακή εποχή

Στην ψηφιακή εποχή, ο έλεγχος της πληροφορίας δεν γίνεται με απαγορεύσεις, αλλά με φίλτρα. Η λογοκρισία δεν είναι κραυγαλέα — είναι σιωπηλή. Και ίσως το πιο χαρακτηριστικό της θύμα δεν είναι κάποιο πολιτικό ρεύμα ή ριζοσπαστική ιδεολογία, αλλά η ίδια η φωνή του Ιερού — η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.

Η Νέα Μορφή Λογοκρισίας

Στον παραδοσιακό κόσμο, η λογοκρισία ήταν ρητή: η εκάστοτε μορφή εξουσίας απαγόρευαν ένα κείμενο, ένα βιβλίο, μια φωνή. Στην ψηφιακή κοινωνία, όμως, η απαγόρευση γίνεται πιο έξυπνη: ο λόγος δεν καταστέλλεται, απλώς δεν φτάνει πουθενά.
Οι αλγόριθμοι των μεγάλων τεχνολογικών πλατφορμών ελέγχουν τι προβάλλεται, τι κρύβεται, τι θεωρείται “σχετικό”, “επίκαιρο”, “ελκυστικό”. Έτσι, η λογοκρισία δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας κρατικής εντολής, αλλά ενός τεχνολογικού μηχανισμού που λειτουργεί με βάση εμπορικά, ιδεολογικά ή πολιτισμικά κριτήρια. Ο λόγος που δεν “πουλά”, που δεν προκαλεί, που δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα της αλγοριθμικής αγοράς, απλώς σιωπά.

Ο Αποκλεισμός της Ορθοδοξίας

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ορθοδοξία — με την εσωτερικότητα, τη μυσταγωγία, τη λιτότητα και τη βαθιά υπαρξιακή της γλώσσα — δεν έχει θέση. Δεν είναι “ελκυστική”, δεν είναι “viral”, δεν παράγει εικόνα, σκάνδαλο, θέαμα. Δεν προσφέρεται εύκολα για τον ρυθμό της κοινωνίας της πληροφορίας. Και γι’ αυτό, παραγκωνίζεται χωρίς επίσημη απαγόρευση. Ορθόδοξες φωνές, ακόμα κι όταν προσπαθούν να μιλήσουν ψηφιακά (σε YouTube, άρθρα, podcast, social media), συχνά δεν προβάλλονται, δεν ενισχύονται, ή ακόμα και λογοκρίνονται για λόγους “πολιτικής ορθότητας”. Η ορθόδοξη θεολογία, που μιλά για σωτηρία, ταπείνωση, άσκηση, μετάνοια, δεν συμβαδίζει με το κυρίαρχο αφήγημα της αυτοπραγμάτωσης, της ταχύτητας και της αισθητικής ευδαιμονίας.

Από τη Λογοκρισία στην Απουσία

Αυτός ο αποκλεισμός δεν είναι επίθεση. Είναι απλώς απουσία. Η Ορθοδοξία δεν πολεμιέται, αλλά αδρανοποιείται μέσα στον κυκεώνα πληροφορίας. Δεν είναι ότι την αρνούνται — είναι ότι κανείς δεν τη βλέπει. Αυτό είναι ίσως πιο ύπουλο από την απαγόρευση. Διότι η απαγόρευση γεννά αντίδραση, αλλά η απουσία γεννά λήθη.

Η Αντίσταση του Ιερού

Η Ορθοδοξία δεν μπορεί — και δεν πρέπει — να “παίξει το παιχνίδι” του ψηφιακού εντυπωσιασμού. Δεν χρειάζεται να γίνει προϊόν. Η σιωπηλή μαρτυρία της, η ζωντανή εμπειρία της κοινότητας και της προσευχής, η πνευματική βαρύτητα του λόγου της, είναι ήδη μορφές αντίστασης στην εποχή της λήθης και της διάχυσης.

 Ίσως τελικά, όπως η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να είναι πραγματικά “ελεύθερη”, έτσι και η φωνή του Θεού δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από συστήματα που έχουν ως θεό την ταχύτητα και το συμφέρον. Ο κόσμος της πληροφορίας είναι και κόσμος της εξουσίας. Αν θέλουμε η Ορθοδοξία να έχει λόγο και παρουσία σε αυτόν τον νέο ψηφιακό κόσμο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν “ακούγεται”, αλλά ότι δεν της “δίνεται μικρόφωνο”.

Η απάντηση όμως δεν είναι να φωνάξει πιο δυνατά, αλλά να παραμείνει αληθινή στον εαυτό της. Διότι εκεί όπου οι άλλοι χτίζουν δίκτυα, η Ορθοδοξία συνεχίζει να χτίζει καρδιές.

Αρθρο της Ελεάννας Βλαστού στην «Κ»: Η λογική ως πράξη αντίστασης

Διόρθωσε ό,τι άκουσε στο auto-cue και πέρασε στην Ιστορία ως αντιστασιακή. Η παρουσιάστρια του BBC Μαρτίν Κρόξαλ πριν από λίγες μέρες σε ζωντανή μετάδοση συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με ό,τι της είπαν να πει

Διόρθωσε ό,τι άκουσε στο auto-cue και πέρασε στην Ιστορία ως αντιστασιακή. Η παρουσιάστρια του BBC Μαρτίν Κρόξαλ πριν από λίγες μέρες σε ζωντανή μετάδοση συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με ό,τι της είπαν να πει. Τη στιγμή που παρέθετε οδηγίες για τη σωστή προφύλαξη των ευάλωτων ομάδων από τον καύσωνα, που στην Ελλάδα θα το λέγαμε ζεστές μέρες και θα το προσπερνούσαμε, αναφέρθηκε σε ηλικιωμένους, άτομα με προϋπάρχουσες παθήσεις και «άτομα που εγκυμονούν». Στο τελευταίο γούρλωσε τα μάτια, ανασήκωσε ελαφρώς το ένα φρύδι και το διόρθωσε σβέλτα… «γυναίκες».

Είναι η πρώτη φορά που ακούω εδώ και δέκα χρόνια –όσα ζω τουλάχιστον στην Αγγλία– τον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό να χρησιμοποιεί μια γλώσσα κανονική, απορρίπτοντας, έστω εκουσίως, μια γλώσσα ουδέτερη ως προς τα φύλα που, εν τέλει, είναι αδύναμη γιατί είναι ακατανόητη. Και δεν ήμουν η μόνη που το παρατήρησα. Η συγγραφέας (του Χάρι Πότερ) Τζ. Κ. Ρόουλινγκ έσπευσε να αποκαλέσει την Κρόξαλ τη νέα αγαπημένη της παρουσιάστρια. Το ίδιο έκανε και η πρώην τενίστρια Μαρτίνα Ναβρατίλοβα και άλλοι 50.000 που τους κέρδισε ως ακολούθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το κανάλι δεν επέπληξε τη δημοσιογράφο, δεν θα μπορούσε άλλωστε, έχει την υποστήριξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τον Απρίλιο, εάν δεν το έχετε παρακολουθήσει, αποφασίστηκε ότι ο νομικός προσδιορισμός «γυναίκα» αναφέρεται στο βιολογικό φύλο. Μόλις πριν από έναν χρόνο, όμως, το τοπίο ήταν άλλο. Ο παρουσιαστής του προγράμματος Today στο Radio 4 δέχτηκε τεράστια επίπληξη επειδή αθέτησε τους κανονισμούς του σταθμού, όταν μιλώντας για το σκάκι αναφέρθηκε στις τρανς γυναίκες και συμπλήρωσε εξηγώντας στο ακροατήριο, «με άλλα λόγια άνδρες».

Οφείλουμε να είμαστε καλοί. Αλλά δεν χρειάζεται να είμαστε και ηλίθιοι. Τα πράγματα μπορούν να συμβαδίσουν, να είμαστε καλοί και έξυπνοι ταυτόχρονα.

Στην ουσία όμως η πράξη της παρουσιάστριας ήταν σημαντική, γιατί αποδεικνύει ότι κάτι μάθαμε με τα χρόνια και κάπου καταλήγουμε. Διαγνώσαμε ότι όταν προσπαθούμε να καταπιέσουμε αλήθειες, ποτέ δεν λειτουργεί. Εμπεδώσαμε επίσης ότι σε κάθε απόπειρα λεκτικού μασκαρέματος του προφανούς, κάποιος στα άκρα καρπώνεται και κεφαλαιοποιεί. Ο Τραμπ στην Αμερική και ο Φάρατζ στην Αγγλία.

Ο διχαστικός Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε να συσπειρώσει το 79% των Αμερικανών πολιτών, τον Φεβρουάριο, όταν έδωσε εντολή να κοπούν οι επιδοτήσεις σε όποιο αθλητικό πρόγραμμα επιμένει να επιτρέπει τον συναγωνισμό γυναικών ή κοριτσιών με τρανς γυναίκες ή κορίτσια. Σκεφτείτε, ο άνδρας που είχε δηλώσει ότι πιάνει τις γυναίκες από τα γεννητικά όργανα μετατράπηκε σε υπέρμαχο φεμινιστή, εύκολα, χωρίς κόπο, επειδή υποστήριξε το λογικό. Ναι, μπορεί να επιλέγει να ζει ο καθένας όπως θέλει, το σεβόμαστε, αλλά τα σπορ δεν είναι μεικτά. Και συνένωσε, έστω για μια φορά, ένα ολόκληρο έθνος.

Κάτι αντίστοιχο, με άλλα λόγια, είπε και η παρουσιάστρια του BBC. «Φυσικά οφείλουμε να είμαστε καλοί. Αλλά δεν χρειάζεται να είμαστε και ηλίθιοι. Τα πράγματα μπορούν να συμβαδίσουν, να είμαστε καλοί και έξυπνοι ταυτόχρονα».

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

O εφιάλτης του ολοκληρωτισμού

Η κινηματογραφική μεταφορά του «1984» του Οργουελ και η «ελπιδοφόρος» ανατροπή στο φινάλε

«Εκείνος που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον· εκείνος που ελέγχει το παρόν ελέγχει και το παρελθόν». Η διάσημη φράση του Τζορτζ Οργουελ από το «1984» εμφανίζεται πρώτη στην οθόνη, πριν η υποβλητική εναρκτήρια σκηνή μάς εισαγάγει στην –διά χειρός Μάικλ Ράντφορντ– κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Εκείνος την επέλεξε ως προμετωπίδα της ταινίας του πιθανότατα διότι εκεί, μέσα σε λίγες λέξεις, ενσωματώνεται μεγάλο μέρος όσων ο Οργουελ θέλησε να εκφράσει μέσα από το έργο του. Πρόκειται δε για μια διατύπωση που σήμερα, στην εποχή όπου η έννοια της «αλήθειας» αμφισβητείται καθημερινά, μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ.

Το φιλμ του Ράντφορντ γυρίστηκε το 1984, θέλοντας προφανώς να συγχρονιστεί με τον τίτλο του δυστοπικού οράματος του Οργουελ, ο οποίος ως γνωστόν έγραψε το μυθιστόρημα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Στις τρεισήμισι δεκαετίες που μεσολάβησαν υπήρξε άλλη μια κινηματογραφική μεταφορά –του Μάικλ Αντερσον, 1956–, η Σοβιετική Ενωση ανήλθε και παρήκμασε, ενώ Βρετανία και ΗΠΑ κινούνταν (πλέον) στις ράγες των Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν αντιστοίχως. Ο ψυχροπολεμικός τρόμος ποτίζει τα πλάνα της ταινίας του Ράντφορντ, ο οποίος πάντως προσπαθεί σταθερά να μείνει πιστός στις βασικές θεματικές του βιβλίου. Στο σενάριο, το οποίο συνέγραψε μέσα σε τρεις εβδομάδες, θέλησε, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, να δημιουργήσει «μια ταινία επιστημονικής φαντασίας φτιαγμένη το 1948».

Ενα έντονα ατμοσφαιρικό έργο

Πράγματι, βλέποντας κανείς το φιλμ ανακαλεί π.χ. τα τοπία του βομβαρδισμένου Λονδίνου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εικονογραφία των ναζιστικών συγκεντρώσεων (στις αντίστοιχες του οργουελικού κόμματος) ή τη ζοφερή καθημερινότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η τελευταία δεν διαφέρει τρομερά από εκείνη του Ουίνστον Σμιθ (Τζον Χαρτ), ενός κατώτερου δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος εργάζεται στο υπουργείο Αλήθειας του επινοημένου κράτους της Ωκεανίας. Το καφκικό περιβάλλον και ο διαρκής έλεγχος της Αστυνομίας Σκέψης, που περιορίζει κάθε έκφραση ατομικότητας, οδηγούν τον Ουίνστον στην αντίδραση, η οποία βρίσκει την πιο ξεκάθαρη μορφή της στον έρωτά του για την Τζούλια (Σουζάνα Χάμιλτον). Οι δυο τους κάνουν μια βόλτα στην εξοχή, το μοναδικό μέρος στην ταινία που αποπνέει κάποια αίσθηση ειρήνης και ελευθερίας, ενώνονται σωματικά και ταυτόχρονα δημιουργούν τον δικό τους πνευματικό – συναισθηματικό θύλακο, ενάντια στους περιορισμούς που επιβάλλει το καθεστώς στις ερωτικές σχέσεις. Η ερμηνεία του σεξ ως επαναστατική πράξη μοιάζει σίγουρα γοητευτική, ειδικά μέσα στο περιβάλλον του θατσερικού συντηρητισμού –και των αντίρροπων σε αυτόν δυνάμεων– όπου γυρίστηκε η ταινία. Από την άλλη, ο ίδιος ο Οργουελ ήταν ούτως ή άλλως αρκετά μπροστά από την εποχή του, οπότε μπορούμε άνετα να του «πιστώσουμε» και τη συγκεκριμένη τολμηρή επιλογή.

Μέσα σε ένα εμφανώς εφιαλτικό περιβάλλον, ίσως η πιο ψυχοφθόρα (και για τον θεατή) πτυχή του κινηματογραφικού «1984» είναι αυτή των συνεχών ανακοινώσεων – ενημερώσεων – μηνυμάτων, που ακούγονται σχεδόν αδιάκοπα από μεγάφωνα και τηλεοπτικούς δέκτες, με στόχο να διαπεράσουν τη συνείδηση του δέκτη. Η κρατική προπαγάνδα, βασικό γνώρισμα όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αποκτά εδώ τη διάσταση βασανιστηρίου· ένας διαρκής βομβαρδισμός του μυαλού με γεγονότα και νούμερα στατιστικής, που μοιάζουν μακρινά όσο και ο πλανήτης Αρης σε σχέση με τις ζωές των πρωταγωνιστών. Επίσης, το «κακό» προσωποποιείται στη μορφή του Εμάνουελ Γκόλντσταϊν, πρώην ηγετικής φιγούρας του Κόμματος, που χαρακτηρίστηκε αντεπαναστάτης και εχθρός της Ωκεανίας – η ομοιότητα τόσο της ιστορίας του όσο και της εικόνας του με αυτή του Λέοντος Τρότσκι, σίγουρα δεν είναι τυχαία. Οπως αναφέραμε και παραπάνω, η χειραγώγηση των ειδήσεων, αλλά και της ίδιας της Ιστορίας, όπως τη συνέλαβε ο Οργουελ και την ερμήνευσε η ταινία του Ράντφορντ, θυμίζει πολλά και από τη δική μας σύγχρονη πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αν η «δουλειά» γίνεται πλέον με πολύ πιο σύγχρονα μέσα.

Το μάτι της διαρκούς παρακολούθησης

Επειτα υπάρχει το κομμάτι της παρακολούθησης. Ο Μεγάλος Αδελφός στην ταινία (και στο βιβλίο) είναι πανταχού παρών, μέσα από τις οθόνες που μεταδίδουν το πρόσωπό του σταθερά, ώστε όλοι –προλετάριοι, υπάλληλοι και αξιωματούχοι– να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ότι τους επιβλέπει και τους καθοδηγεί. Το ακίνητο πρόσωπό του φέρνει προφανώς στον νου τα πορτρέτα του Χίτλερ, του Στάλιν ή διαβόητων δικτατόρων της Ιστορίας, τα οποία τοποθετούνταν παντού, περίπου εν είδει θρησκευτικών εικόνων. Ο Μεγάλος Αδελφός του Οργουελ, ωστόσο, δεν έμεινε εκεί. Με τα χρόνια ο όρος έγινε συνώνυμος της έννοιας της παρακολούθησης, ενώ το 1999 ο Ολλανδός τηλεοπτικός παραγωγός Τζον ντε Μολ δημιούργησε το «Big Brother», το πιο διάσημο ίσως ριάλιτι σόου της μικρής οθόνης, το οποίο τοποθετεί τους παίκτες μέσα σε ένα σπίτι, όπου τα πάντα καταγράφονται από κάμερες. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα –και ενώ έχει μεσολαβήσει η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου– ζούμε σε έναν κόσμο όπου ψηφιακά μάτια παρακολουθούν ουσιαστικά τα πάντα, ενώ τα «έξυπνα» κινητά μας τηλέφωνα αποδεικνύονται διαβολικά ικανά στο να μας παρουσιάζουν πληροφορίες, διαφημίσεις κ.λπ. γύρω από θέματα για τα οποία μόλις συζητούσαμε με τον διπλανό μας. Ολα αυτά ήταν μάλλον δύσκολο να τα προβλέψει ο Οργουελ, ωστόσο η ταινία του Ράντφορντ, γυρισμένη σε μια εποχή όπου τόσο οι κάμερες όσο και οι προσωπικοί υπολογιστές γίνονται όλο και πιο διαδεδομένοι, αποπνέει μια χαρακτηριστικά άβολη αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης. Από την άλλη, την ίδια χρονιά ο Ρίντλεϊ Σκοτ γυρίζει ένα διαφημιστικό με αφορμή την κυκλοφορία του υπολογιστή Macintosh της Apple, διατρανώνοντας πως «το 1984 δεν θα είναι όπως το “1984”».

Η χειραγώγηση των ειδήσεων, όπως τη συνέλαβε ο Οργουελ και την ερμήνευσε η ταινία του Ράντφορντ, θυμίζει πολλά και από τη δική μας σύγχρονη πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αν η «δουλειά» γίνεται πλέον με πολύ πιο σύγχρονα μέσα.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία (Αστυνομία Σκέψης, καταπίεση, προπαγάνδα, παρακολούθηση κ.λπ.) συνθέτουν μια πραγματικότητα που, ακόμη και σήμερα, ορίζεται ως «οργουελική». Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε παρόμοιου είδους δυστοπίες, τις οποίες συχνά συναντάμε και σε σύγχρονες εκδοχές της ποπ κουλτούρας, όπως στα μυθιστορήματα «Η ιστορία της θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Ατγουντ, «Τα παιδιά των ανθρώπων» της Π. Ντ. Τζέιμς και «V for Vendetta» του Αλαν Μουρ – και τα τρία έχουν αποκτήσει τις τηλεοπτικές – κινηματογραφικές εκδοχές τους. Συγκρίσεις βέβαια μπορούν να γίνουν και με το παρελθόν. Το 1932, δεκαεπτά χρόνια πριν από το «1984», κυκλοφόρησε ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Αλντους Χάξλεϊ, ένα μυθιστόρημα που επίσης έχει χαρακτηριστεί προφητικό για τις μετέπειτα εξελίξεις. «Το ότι στην πραγματικότητα η πολιτική της βίαιης καταπίεσης μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον, μου μοιάζει αμφίβολο. Προσωπικά πιστεύω ότι η άρχουσα ολιγαρχία θα βρει λιγότερο κοπιαστικούς και σπάταλους τρόπους να κυβερνά και να ικανοποιεί τον πόθο της για εξουσία, κι αυτοί οι τρόποι θα μοιάζουν με εκείνους που περιέγραψα στον “Θαυμαστό καινούργιο κόσμο”», σημειώνει ο Χάξλεϊ σε επιστολή του προς τον Οργουελ, αφού διάβασε το δικό του βιβλίο.

Αστυνομία Σκέψης, καταπίεση, περιορισμός κάθε έκφρασης ατομικότητας, προπαγάνδα, παρακολούθηση κ.λπ. συνθέτουν μια πραγματικότητα που, ακόμη και σήμερα, ορίζεται ως «οργουελική».

Πίσω στην ταινία, ο Μάικλ Ράντφορντ και οι συνεργάτες του επιλέγουν ένα κάπως πιο ελπιδοφόρο φινάλε από εκείνο του βιβλίου. Στο τελευταίο, ο… αναμορφωμένος πλέον Σμιθ πίνει υπάκουα το τζιν του, έχοντας αποκηρύξει την Τζούλια και παραιτηθεί από κάθε ανατρεπτική ενέργεια. Η τελευταία του σκέψη είναι ότι αγαπά τον Μεγάλο Αδελφό. Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συμβαίνει και στο φιλμ, ωστόσο λίγο πριν από το τέλος ο ήρωας παίρνει το βλέμμα του από τον ηγέτη για να το στρέψει, δακρυσμένος, κάπου αλλού· «σ’ αγαπώ», ακούμε τη φωνή του να ψιθυρίζει και καταλαβαίνουμε ότι στο πιο μύχιο καταφύγιο του μυαλού του βρίσκεται ακόμη η αγαπημένη του.

Η τελευταία λάμψη ενός αστέρα

Ενας δευτερεύων αλλά πολύ σημαντικός χαρακτήρας του «1984» είναι αυτός του Ο’ Μπράιαν. Υψηλόβαθμο στέλεχος του Κόμματος, αρχικά δημιουργεί την εντύπωση στον Σμιθ ότι πρόκειται επίσης για «εγκληματία σκέψης», όπως εκείνος, αν όχι για μυστικό πράκτορα του ίδιου του Γκόλντσταϊν. Οπως όμως θα διαπιστώσει αργότερα με τον πιο οδυνηρό τρόπο, αυτό ήταν απλώς ένα προσωπείο προκειμένου ο Ο’ Μπράιαν να τον παγιδεύσει και τελικά να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια για να τον σωφρονίσει. Στην ταινία τον ρόλο του μειλίχιου ανακριτή – βασανιστή υποδύεται ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, σε αυτή που έμελλε να είναι και η τελευταία ερμηνεία της καριέρας του, αφού έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία της ταινίας.

O εφιάλτης του ολοκληρωτισμού-1
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον στα γυρίσματα της ταινίας «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» στο Λονδίνο. [ASSOCIATED PRESS]

Ο επτάκις υποψήφιος για Οσκαρ Βρετανός ηθοποιός ανέλαβε τον ρόλο ως… αντικαταστάτης του Πολ Σκόφιλντ, ο οποίος έσπασε το πόδι του λίγο πριν από την έναρξη της παραγωγής. Εφτασε μάλιστα από το σπίτι του στην Αϊτή έξι εβδομάδες αφότου είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να απαιτήσει η φόρμα εργασίας, με την οποία είναι ντυμένος ο χαρακτήρας του, να ραφτεί sur mesure για εκείνον στην περίφημη Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου. Δεν ήταν άλλωστε κανένας τυχαίος. Δοξασμένος τόσο στο σινεμά («Μπέκετ», «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» κ.ά.) όσο και στο θεατρικό σανίδι, όπου θεωρείται από τους κορυφαίους σαιξπηρικούς ερμηνευτές του 20ού αιώνα, ο Μπάρτον υπήρξε αστέρας ολκής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με κασέ που ξεπερνούσε το ένα εκατ. δολάρια τη δεκαετία του 1960. Εξίσου διάσημος ήταν και για την πολύκροτη σχέση του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, την οποία παντρεύτηκε δύο φορές, παίρνοντας και ισάριθμα διαζύγια από το 1964 μέχρι το 1976.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση