Επιστροφή σε Ταυτότητες (κοινωνικές, εθνικές, πολιτισμικές)

Πατριωτισμός ≠ Εθνικισμός

greece123 (1)

ΑΠΟΨΗ

Αρθρο της Β. Κιντή στην «Κ»: Τα σύνορα και η σημασία τους

Ολοι θα δεχθούν ότι το μεταναστευτικό είναι ένα σύνθετο και δύσκολο πρόβλημα, με σύνθετες αιτίες που διαφοροποιούνται ανά εποχές και περιοχές. Δυστυχώς, όμως, γι’ αυτό το σύνθετο πρόβλημα ακούγονται συχνά απλοϊκές απαντήσεις. Μια τέτοια απλοϊκή απάντηση είναι αυτή που ζητάει ανοιχτά σύνορα. Εχουμε ως ανθρωπότητα ένα μεγάλο πρόβλημα: εκατομμύρια άνθρωποι σε τεράστιες περιοχές του πλανήτη, στην Αφρική, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική, διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, πολύ συχνά υπό καθεστώς διώξεων και φόβου, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν δικτατορίες, πολέμους και εμφύλιες σφαγές. Επιχειρούν να δραπετεύουν από αυτή τη μοίρα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και πέφτουν πάνω στους φράχτες, στα τείχη και τις κλειστές πύλες που προστατεύουν σύνορα και κλείνουν τις διελεύσεις. Στο δύσκολο ερώτημα τι να κάνουμε, πώς να χειριστούμε αυτό το θέμα, έρχεται η εύκολη απάντηση: γκρεμίστε τους φράχτες, άρατε πύλας. Είμαστε όλοι άνθρωποι, είμαστε όλοι αδέρφια, τα σύνορα είναι αυθαίρετες χαράξεις και κατασκευές, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί αλλιώς, είναι τυχαίο πού γεννήθηκε ο καθένας.

Οσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση δεν σκέφτονται ή δεν ενδιαφέρονται να δουν τι σημαίνει αυτή η λύση πρακτικά, όταν έχεις τεράστιους αριθμούς, πώς μπορεί να υλοποιηθεί και τι συνέπειες έχει. Αρκούνται στο θετικό φορτίο που έχει ο όρος «ανοιχτός», εν αντιθέσει προς τον όρο «κλειστός». Η ανοιχτή κοινωνία, το ανοιχτό πνεύμα, οι ανοιχτοί ορίζοντες είναι όλα καλά πράγματα. Η κλειστή κοινωνία, τα κλειστά μυαλά, οι κλειστές πόρτες είναι όλα προβληματικά. Θέλω εδώ να υποστηρίξω ότι τα σύνορα, που παραπέμπουν σε κάτι κλειστό, είναι εντούτοις καλά, ή για να το θέσω αλλιώς, επιτελούν κρίσιμες λειτουργίες. Δεν θα αναφερθώ στην προφανή, ότι προστατεύουν την υπόσταση ενός εθνικού κράτους, πρώτον διότι το δέχονται σχεδόν όλοι και, δεύτερον, διότι οι επικριτές των συνόρων θεωρούν και τα εθνικά κράτη αναλώσιμα, προσβλέποντας σε ένα παγκόσμιο κράτος.

Τα «σύνορα» συγγενεύουν με τους «όρους» στην αρχαιότητα, τα «όρια», τους «ορισμούς», τους «περιορισμούς», τη «μεθόριο». Τα όρια οδηγούν στη διαφοροποίηση. Χωρίς όρια θα είχαμε μια αδιαφοροποίητη, άμορφη μάζα. Η διαφοροποίηση συγκροτεί ταυτότητες. Εγώ συστήνομαι ως υποκείμενο χαράσσοντας όρια ανάμεσα σε μένα και στον Αλλο. Αυτά τα όρια συγκροτούν την υπόστασή μου και περιχαρακώνουν την ιδιωτική σφαίρα μου. Η ιδιωτική σφαίρα μου με τα σύνορα της κατοικίας μου είναι το άσυλό μου. Χάρις σε αυτά τα σύνορα απολαμβάνουμε την ηρεμία μας και μπορούμε να αναπτύσσουμε τα σχέδιά μας. Δεν είμαστε όμως μόνοι. Μπορεί ως βιολογικά όντα να γεννιόμαστε σε τυχαίο τόπο, αλλά άπαξ και έρθουμε στη ζωή, βρισκόμαστε πάντα σε γερά ριζωμένα κοινωνικά περιβάλλοντα, την οικογένεια, την κοινότητα, την πόλη, τη χώρα, κ.λπ., που έχουν πάντα όρια, αφού η μία διαφοροποιείται από την άλλη. Σε κάποιες περιπτώσεις τα όρια είναι σαφή, καθορισμένα και άκαμπτα, όπως συμβαίνει με τα εθνικά σύνορα ή με τους νόμους που προσδιορίζουν αυστηρά την επικράτεια στην οποία έχουν εφαρμογή. Σε άλλες περιπτώσεις τα όρια είναι ρευστά και εύπλαστα.

Χάρις στα εθνικά σύνορα μπορούμε στις δημοκρατίες να έχουμε αυτοπροσδιορισμό και λογοδοσία των Αρχών.

Οπου υπήρξε κοινωνία υπήρξαν όρια, διαχωριστικές γραμμές και σύνορα. Εξασφάλιζαν έναν χώρο συμβίωσης όπου καλλιεργούνταν από τα χωράφια μέχρι ο πολιτισμός και αναπτύσσονταν η επικοινωνία, το εμπόριο και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις επικράτειες. Στη σύγχρονη εποχή, χάρις στα εθνικά σύνορα μπορούμε στις δημοκρατίες να έχουμε αυτοπροσδιορισμό και λογοδοσία των Αρχών. Αυτό ακριβώς επικαλούνταν όσοι διαμαρτύρονταν για το άνοιγμα των συνόρων στην παγκοσμιοποίηση: ότι χάνεται ο δημοκρατικός έλεγχος όταν η εξουσία διαχέεται και απομακρύνεται πάρα πολύ από τους πολίτες, που έχουν ένα πλήθος από ειδικά χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα. Οπως λέει η Σέιλα Μπενχαμπίμπ, οι αυτοκρατορίες έχουν μεθορίους (frontiers), οι δημοκρατίες όρια (boundaries). Ορια θέτουμε επίσης στην εκπαίδευση, στην αγωγή γενικά. Και επειδή υπάρχουν, μπορούμε να τα υπερβαίνουμε, ακόμη και να επαναστατούμε, δηλαδή να αντικαθιστούμε ένα σύνολο περιορισμών με άλλους. Τα όρια δεν είναι μόνο περιοριστικά, διαμορφώνουν επίσης δυνατότητες.

Θα πει κανείς, έγινε το τραγικό ναυάγιο στην Πύλο κι εσύ μιλάς για το καλό που έχουν τα σύνορα; Ναι, για να αφήσουμε στην άκρη τις αφελείς απαντήσεις σε δύσκολα προβλήματα. Μπορεί να γεννιόμαστε σε τυχαίο τόπο, μπορεί τα σύνορα να χαράχτηκαν πρώτη φορά αυθαίρετα, με την πυγμή, αλλά γεννιόμαστε in media res. Τα σύνορα υπάρχουν, είναι αναγκαία και σημαντικά. Το να αναγνωρίζεις τη σημασία τους δεν σημαίνει να αποστρέφεις το βλέμμα από τους πρόσφυγες ή τους μετανάστες, να τους απωθείς, να μην τους βοηθάς, να τους εχθρεύεσαι. Σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη να αντιμετωπίσεις ένα περίπλοκο πρόβλημα πραγματικά και όχι να υπερίπτασαι ανέμελος στον χώρο μιας αφελούς ιδεολογίας, όπως αυτοί που δεν θέλουν σύνορα ή αγωνίζονται αφηρημένα για τον άνθρωπο. Οφείλουμε να το κάνουμε με βάση τις αξίες και αρχές που τα ίδια τα σύνορα μάς επέτρεψαν να αποκτήσουμε.

Η κ. Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.

 

 

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι ζητάει ο εθνικισμός;

Και τώρα τι γίνεται; Το πρότυπο της ανεκτικής κοινωνίας, ο ναός της σοσιαλδημοκρατίας, η Σουηδία, γέρνει προς την Ακροδεξιά. Κοινώς, το πολιτικό της φορτίο έχει προκαλέσει μια ανισορροπία η οποία δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα δημοκρατικά μας αισθήματα τα απείλησαν οι Γάλλοι, οι Αυστριακοί, όμως μη γελιόμαστε. Τους αντιμετωπίζαμε με ένα είδος ιστορικής ανοσίας. Και οι μεν και οι δε είχαν πάντα στην Ιστορία τους μια κλίση προς την απολυταρχία, ένα ταλέντο, όμως εντέλει επικρατούσαν οι αντίρροπες δυνάμεις που τους έβγαζαν απ’ το αδιέξοδο. Μην ξεχνάμε ότι η σύγχρονη δημοκρατία είναι γέννημα θρέμμα της Γαλλίας, όσο για την Αυστρία –υπέροχη χώρα– δεν νομίζω ότι επηρεάζει την ευρωπαϊκή πολιτική μετά τον Α΄ Παγκόσμιο.

Η Σουηδία όμως; Η Σουηδία είναι η Βηθλεέμ της σοσιαλδημοκρατίας. Η φάτνη του Βορρά όπου γεννήθηκε το θείον βρέφος της κοινωνικής πρόνοιας, της αλληλεγγύης, όπου η κοινότητα δεν αφήνει κανέναν απροστάτευτο, ούτε καν από τις αυτοκτονικές του διαθέσεις. Και τώρα οι Σουηδοί μοιάζουν έτοιμοι να γυρίσουν την πλάτη τους σε όλ’ αυτά. Θέλουν μια πολιτική ηγεσία που μπορεί να υπερασπιστεί την ταυτότητά τους. Κύριος στόχος ο έλεγχος της μετανάστευσης. Κοινώς ο έλεγχος της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Απειλεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση τις αξίες της σουηδικής κοινωνίας; Προφανώς κάποιοι το αντιλαμβάνονται και γι’ αυτό υπερασπίζονται τους πολιτικούς που θέλουν να της αντισταθούν.

Απ’ τον Βορρά στον Νότο της Ευρώπης. Κι εδώ, γιατί είναι τα μέρη μας, ο εθνικισμός προελαύνει. Στην Ιταλία, στη Γαλλία και σε διάφορες άλλες χώρες. Προχθές αμερικανικές υπηρεσίες αποκάλυψαν πως ρωσικές χρηματοδοτούσαν ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα για να επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους. Στην Ελλάδα χρηματοδότησαν ένα δίκτυο επαρχιακών τηλεοπτικών σταθμών. Το ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει η άρχουσα πολιτική Ευρώπη το φαινόμενο. Το εξορκίζει ως άνοδο της «Ακροδεξιάς». Μια ισοπεδωτική κρίση που δεν μπορεί να συλλάβει την ποικιλία και την πολυμορφία των ευρωπαϊκών κοινωνιών, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ευρωπαϊκής πολιτικής. Της οποίας το μέλλον δεν μπορούμε να το συλλάβουμε χωρίς την παράμετρο που σήμερα ονομάζουμε «Ακροδεξιά» για να ξεμπερδεύουμε μαζί του.

Μπορείς να ταυτίσεις τους εθνικιστές Σουηδούς με τους Γάλλους, τους Ιταλούς ή τους Ελληνες που σήμερα βρίσκονται στη φυλακή καταδικασμένοι ως εγκληματική οργάνωση; Δεν έχω αντίρρηση ότι ο εθνικισμός παρ’ ημίν δεν μπορεί να ταυτιστεί με τους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής. Υπάρχουν εθνικιστές οι οποίοι είναι πιστοί στο δημοκρατικό πολίτευμα. Ισως είναι και οι περισσότεροι.

Ποιο είναι το ζητούμενο λοιπόν; Η Ευρώπη, ευτυχώς ή δυστυχώς, κλίνει προς έναν συντηρητισμό που αισθάνεται ότι είναι απαραίτητος για την επιβίωσή της. Ενστικτο επιβίωσης. Συνειδητοποιεί πως οφείλει να κρατήσει τις αξίες της, την ανοχή, την ανεξιθρησκεία, αν δεν θέλει να βυθιστεί στον βάλτο της παγκοσμιοποίησης.

Η Ευρώπη και ο πολιτισμός της υπάρχουν για να μας θυμίζουν ότι η απάντηση στον βάλτο της παγκοσμιοποίησης δεν είναι ο πρωτογενής εθνικισμός. Είναι ο μεγάλος πολιτισμός της, η μεγάλη λογοτεχνία της, η ανυπέρβλητη σκέψη της. Ας επενδύσουμε σ’ αυτά και τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε. Ποια είναι τα υπόλοιπα; Χρειάζεται χώρος για να τα επισημάνω. Εκείνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να ανασύρω απ’ τα ντουλάπια μια σκέψη.

Μπορούμε να σκεφτούμε το μέλλον της πολιτικής Ευρώπης σήμερα όπως το σκεφτόμασταν μέχρι χθες; Ή μήπως οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τα εργαλεία μας; Μήπως για να καταλάβουμε πώς θα είναι η Ευρώπη σε δύο τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια. Σε πέντε χρόνια άραγε θα επιβεβαιωθεί η προφητεία του Ουελμπέκ ότι πρόεδρος θα γίνει η Λεπέν; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Το βέβαιο είναι ότι οι συγκρούσεις από δω και πέρα δεν θα είναι ίδιες, όπως ήσαν ώς εδώ. Οφείλουμε να προσαρμοστούμε; Οχι απαραιτήτως. Μπορούμε να το απολαύσουμε εξ αποστά-σεως, ως απροσάρμοστοι.

 

 

Αναζητώντας τον γνήσιο πατριωτισμό

Εως πρόσφατα ακόμη ο πατριωτισμός αντιμετωπιζόταν ως αξία άλλης εποχής. Εξόριστη από τη ζωή αναπαυόταν στις σελίδες της λογοτεχνίας, στη μεγάλη ποίηση ή στην πεζογραφία. Σκέφτομαι το «Ασθενείς και οδοιπόροι» του Θεοτοκά ή ακόμη και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Τσίρκα. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης τον είχε γελοιοποιήσει η τραγελαφική απόπειρα της δικτατορίας, που τον οικειοποιήθηκε ως πυλώνα της ιδεολογίας της. Ηταν ρετάλι της κουρελούς της. Σαν τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις όπου ο πατριωτισμός συνυπήρχε με τον εθνικισμό. Η τραγωδία της Κύπρου το 1974 δεν ενεργοποίησε πατριωτικά αντανακλαστικά. Η πατρίδα είχε χάσει την ακτινοβολία της και το μόνο καταφύγιο του ταπεινωμένου της φρονήματος ήταν ο αντιαμερικανισμός. Δεν έφταιγε η Ελλάδα που έδωσε ευκαιρία στους Τούρκους να εισβάλουν χωρίς να μπορεί να τους αντιμετωπίσει. Εφταιγαν οι Αμερικανοί που τα είχαν σχεδιάσει όλα εξαρχής. Ο πατριωτισμός ταυτίστηκε με τον αντιαμερικανισμό, το υλικό του μεγάλου αντιδυτικού οικοδομήματος που στέγασε το «λαϊκό αίσθημα» στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Αυτό έδωσε την εξουσία στον Α. Παπανδρέου και στο εμπορικό του σλόγκαν «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Ηταν το κάλπικο νόμισμα του πατριωτισμού. Κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες, όμως αυτό ελάχιστη σημασία είχε. Αφού η Ελλάδα ανήκε στους Ελληνες, οι Ελληνες μπορούσαν να την κάνουν ό,τι θέλουν. Να κακοποιούν το τοπίο της, να κλέβουν το ταμείο της, να καταστρέφουν τη γη της για να εισπράττουν επιδοτήσεις. Στις επόμενες δεκαετίες ο πατριωτισμός ταυτίστηκε με την επιτυχία, που με τη σειρά της ταυτίστηκε με το «πρώτο τραπέζι πίστα». Γνήσιοι Ελληνες ήσαν όσοι νοίκιαζαν ξαπλώστρες στη δημοκρατία της Μυκόνου.

Τον πατριωτισμό τον ξαναθυμηθήκαμε με την πτώχευση. Εχθρός ήταν και πάλι η Δύση. Οι «πατριώτες» μούντζωναν το Κοινοβούλιο, είχαν τα μάτια στραμμένα στη Ρωσία του Πούτιν και προσκυνούσαν το μνημείο των αγνώστων πεσόντων στο ασανσέρ της ΕΡΤ. Αυτόν τον ανέξοδο, κατά συνέπεια κάλπικο, πατριωτισμό εξέφρασε ο Τσίπρας και το τσούρμο του και σχημάτισαν κυβέρνηση μ’ έναν τσαρλατάνο εθνικιστή που κατέθετε στεφάνια για τους νεκρούς της Σαλαμίνας. Συγχρόνως αναδείχθηκε και το έκτρωμα της Χρυσής Αυγής, με κάτι μπράβους που δήλωναν εθνικιστές για να μπορούν να δέρνουν με την ησυχία τους.

Στην πολυπολιτισμική Ευρώπη το Εθνος, η πατρίδα, ήσαν τα απολιθώματα της Ιστορίας που είχε βρει τη θέση της στα ράφια των βιβλιοθηκών. Το παρόν δεν αναγνώριζε σύνορα και την απασχολούσε η ισλαμοφοβία, η ομοφοβία, η ξενοφοβία. Ο Τσίπρας, με την αυτάρεσκη αφέλεια του ανιστόρητου, είχε πει ότι η θάλασσα δεν έχει σύνορα. Ως γνωστόν χωρίς σύνορα πατρίδα δεν υπάρχει. Κι αν δεν υπάρχει πατρίδα, ο πατριωτισμός, ως αίσθημα, είναι άχρηστος. Σήμερα λέμε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η ηρωική αντίσταση των Ουκρανών απέναντι στον ολοκληρωτισμό του Πούτιν αλλάζει την Ευρώπη και κατά συνέπεια τον κόσμο. Μιλάμε για την ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία και την αμυντική θωράκιση απέναντι σε μια δύναμη που μέχρι προχθές αντιμετωπιζόταν ως φιλική και αποδείχθηκε επιθετική και εχθρική. Μεταστροφή της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης που εξόρκιζε την ανησυχία της. Μεταστροφή όμως και του αισθήματος της κοινωνίας της.

Οι Ουκρανοί μάς θύμισαν πως υπάρχει μια αξία της ανθρώπινης ζωής που λέγεται πατριωτισμός. Μην τον συγχέετε με τον ρωσικό εθνικισμό που πιστεύει πως είναι προορισμένος να σώσει τον κόσμο από τη διαφθορά. Ο πατριωτισμός εμπνέεται από την αγάπη για την πατρίδα. Ο,τι κι αν αυτό σημαίνει. Αγάπη για την παιδική σου ηλικία, για τις πρώτες αναμνήσεις της ζωής σου, για τη μητρική σου γλώσσα, για τους δικούς σου, για το τοπίο που βλέπουν τα μάτια σου και το έχει επενδύσει η Ιστορία, για τα κτίρια του Κιέβου, για τη θάλασσα της Οδησσού. Αγάπη για την πατρίδα σημαίνει σεβασμός των συνόρων που τα προστατεύουν όλ’ αυτά και σου εξασφαλίζουν την ελευθερία για να μπορείς να τα ζήσεις, όπως εσύ διάλεξες να τα ζήσεις. Είθε ο αγώνας των Ουκρανών να θυμίσει και σε μας τους Ελληνες ποιος είναι ο γνήσιος πατριωτισμός.

 

Πατρίδα, αξίες και αφελής ειρηνισμός

Οι ιδιοτελείς αλιεύουν ψήφους στην αβεβαιότητα που δημιουργεί ο πόλεμος. Οι αφελείς ανακουφίζονται τραγουδώντας Τζον Λένον: «Φαντάσου ότι δεν υπάρχουν χώρες». Οι ιδεοληπτικοί διαμαρτύρονται με ακροβατικούς ισορροπισμούς: «Oχι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Καμία εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε.-Ρωσίας». (Προσέξετε τη σειρά – η Ρωσία τελευταία!). Θεωρούν ότι αρκεί να εύχεσαι την ειρήνη για να την έχεις.

Ο ειρηνιστής Αλμπερτ Αϊνστάιν γνώριζε καλύτερα. Στα νιάτα του αντιτάχθηκε ενεργά στον γερμανικό μιλιταρισμό, μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τότε συνειδητοποίησε το αυτονόητο – η ειρήνη δεν προστατεύεται με αγαθές προθέσεις αλλά με τη στρατιωτική ισχύ. Εγκατέλειψε τον ειρηνισμό και, αργότερα, όταν διέφυγε στην Αμερική, ζήτησε από τον πρόεδρο Ρούσβελτ να αναπτύξει την ατομική βόμβα. «Είμαι ειρηνιστής κατ’ αρχήν, αλλά όχι απόλυτος ειρηνιστής», είπε. Ο Αϊνστάιν δεν ήταν μόνο το λαμπρότερο επιστημονικό πνεύμα της εποχής του· διέθετε, επίσης, ηθικό έρμα και πολιτικό νου.

Απέχει πολύ από το να πει κανείς το ίδιο για τους αφελείς ή ιδεοληπτικούς ειρηνιστές σήμερα. Η απλοϊκή απολυτότητα αμβλύνει την κρίση τους. Αγνοούν τη γεωπολιτική ισχύ. Συγχέουν την εξήγηση του πολέμου με την ηθική καταδίκη του επιτιθέμενου. Αναζητούν, χονδροειδώς, την αλήθεια με γεωμετρικούς όρους – στη μέση. Θολωμένοι από επιθυμίες ή ιδεοληψίες δεν διαθέτουν αναλυτική και ηθική διαύγεια. Αν τα διέθεταν θα τους συγκινούσε η θαρραλέα πράξη της Μαρίνας Οβσιανίκοβα να εισέλθει παράτυπα στο στούντιο της κρατικής ρωσικής τηλεόρασης, διαμαρτυρόμενη για τον πόλεμο που ξεκίνησε η χώρα της. Η Μποφίλιου τραγουδά στην Αθήνα –ω τι θάρρος!– «για τον άνθρωπο», ενώ οι Ρώσοι καλλιτέχνες που αντιτίθενται στον κατακτητικό πόλεμο της Ρωσίας διακινδυνεύουν την ελευθερία τους.

Oχι, οι πραγματικοί ειρηνιστές δεν είναι οι αμερόληπτοι ισορροπιστές αλλά οι μεροληπτικοί τολμητίες – άνθρωποι που κατανοούν την ιστορική συγκυρία και διαθέτουν ηθική διαύγεια. Δεν αναμένω οι σταλινικοί, οι εξ επαγγέλματος «προοδευτικοί», οι αφελείς «ανθρωπιστές» και οι κυνικοί «ρεαλιστές» να αντιληφθούν αυτή την αλήθεια. Τους ξεπερνά.

Το 1981, ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε αναλύσει, στο βιβλίο του «Μπροστά στον Πόλεμο», τη στρατοκρατική φύση του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, αναζητώντας τις πολιτισμικές διασυνδέσεις του με τον Ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό. «Η μόνη ιδεολογία που παραμένει ή μπορεί να παραμείνει ζωντανή στη Ρωσία είναι ο σοβινισμός της Μεγάλης Ρωσίας», έγραφε προφητικά. «Το μόνο φαντασιακό που παραμένει ιστορικά αποτελεσματικό είναι το εθνικιστικό – ή αυτοκρατορικό. Αυτό το φαντασιακό δεν χρειάζεται το [κομμουνιστικό] Κόμμα – παρά μόνο ως μάσκα και, πάνω απ’ όλα, ως όχημα προπαγάνδας και δράσης, για διεθνή διείσδυση». Αντικαταστήστε το «Κόμμα» με την κλεπτοκρατική απολυταρχία του Πούτιν και η ανάλυση παραμένει επίκαιρη.

Η ειρήνη δεν είναι αυτονόητη – απαιτεί κόπο και θυσίες. Ο πατριωτισμός είναι αρετή που καλούμαστε να αποδείξουμε όταν η πατρίδα απειλείται.

Στον κατακτητικό πόλεμο της Ρωσίας, η γενναία αντίσταση των Ουκρανών μας θυμίζει τα θεμελιώδη – όσα η δυτική ευζωία και η χαζοχαρούμενη ειρηνιστική ρητορική τείνει να προσπερνά. Η ειρήνη δεν είναι αυτονόητη – απαιτεί κόπο και θυσίες. Τη χώρα την υπερασπίζονται οι πολίτες της. Ο πατριωτισμός είναι αρετή που καλούμαστε να αποδείξουμε όταν η πατρίδα απειλείται. Ο εθνικός ύμνος εκφράζει την υπαρξιακή αυτο-επιβεβαίωση του έθνους – «ψυχή και σώμα, ναι, τα πάντα προσφέρουμε στο κάλεσμα της ελευθερίας». Η ηγεσία δίνει το παράδειγμα της αυτοθυσίας.

Αν οι Ελληνες «αντιεξουσιαστές» ήταν αυθεντικοί, θα προσέφεραν προθύμως στην κατεχόμενη Ουκρανία την τεχνογνωσία τους στην πολύχρονη κατασκευή βομβών μολότοφ (τις χρειάζονται επειγόντως οι Ουκρανοί), αντί να τις εκσφενδονίζουν, εκ του ασφαλούς, βεβαίως, στους αστυνομικούς ενός κράτος δικαίου.

Αν οι «αναρχικοί» του «Ρουβίκωνα» δεν ήταν τα θρασύδειλα τέκνα του μεταπολιτευτικού μικροαστισμού, θα καταλάμβαναν κτίρια ιδιοκτησίας Ρώσων ολιγαρχών, όπως έκαναν πρόσφατα αναρχικοί στο κεντρικό Λονδίνο με το σύνθημα: «Καταλάβατε την Ουκρανία, θα καταλάβουμε εσάς». Φυσικά, όπως σε όλες τις πράξεις αυθεντικής διαμαρτυρίας, οι διαμαρτυρόμενοι, για να είναι πειστικοί, διακινδυνεύουν κάτι πολύτιμο. Κερδίζουν την ηθική αναγνώριση του σκοπού τους, υποβάλλοντας τον εαυτό τους στην τιμωρία του κράτους δικαίου. «Είμαι έτοιμος να υποστώ τις συνέπειες για κάτι που πιστεύω», είπε ένας από τους Βρετανούς καταληψίες. Αντιστοίχως, εδώ, η πολακοειδής «αριστερά» της αυτάρεσκης γελοιότητας θα κατήγγειλε, με παβλόφεια ανακλαστικά, τον «κυβερνητικό αυταρχισμό», απαιτώντας, φυσικά, την ατιμωρησία.

Το 2020 παρακολούθησα μια διάλεξη του Φράνσις Φουκουγιάμα στη Λευκωσία. Τον ρώτησα αν εξακολουθούσε να πιστεύει στο «τέλος της Ιστορίας», όπως είχε γράψει το 1989. Απάντησε καταφατικά. Τέτοιες απλοϊκές διανοητικές κατασκευές πληρώνουμε σήμερα. Νομίσαμε ότι ο θρίαμβος του φιλελεύθερου καπιταλισμού σήμανε το τέλος της Ιστορίας. Ο Πούτιν μας απαλλάσσει βιαίως από εσχατολογικές αυταπάτες. Η εισβολή στην Ουκρανία υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, τη στρατηγική σημασία του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Εχουμε τύχη αγαθή να ανήκουμε γεωπολιτικά στη Δύση και την ευθύνη να προασπίζουμε τις δυτικές αξίες, ακόμα κι όταν η Δύση συμφεροντολογικά τις αγνοεί.

* Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

 

 

Πατριωτισμός χωρίς εθνικισμό και 28η Οκτωβρίου

Ο πατριωτισμός με την έννοια της ετοιμότητας να θυσιαστεί κανείς γι’ αυτό που βρίσκεται πολύ κοντά του (οικογένεια, φυλή, πόλις, ρωμαϊκή patria, μεσαιωνικό βασίλειο) έχει πολύ παλιά καταγωγή.

03.11.2021, 05:30 ΤΟ ΒΗΜΑ

Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μεγάλη εθνική μέρα. Οι Ελληνες, αν και ζούσαν σε συνθήκες ημιφασίζουσας δικτατορίας, αντιστάθηκαν στην ιταλική φασιστική επίθεση. Αυτός ο πόλεμος αρχικά είχε καθαρά χαρακτήρα υπεράσπισης της πατρίδας. Μόνο στη συνέχεια με την Κατοχή απέκτησε και αντιφασιστικό χαρακτήρα. Ακόμη όμως και ο Στάλιν, για να συσπειρώσει τους Ρώσους, δεν ονόμασε τον πόλεμο κατά του Χίτλερ αντιφασιστικό, ούτε υπεράσπισης του κομμουνισμού. Μεγάλο πατριωτικό πόλεμο τον ονόμασε. Για να τον νομιμοποιήσει επικαλέστηκε τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και την ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας κι όχι τον Λένιν.

Μια ακραία άποψη θεωρεί ως εθνικιστική οποιαδήποτε αναφορά στην πατρίδα. Αφελής και ανιστόρητη άποψη. Οι άνθρωποι αγαπούν την ιστορία τους, τη μητρική τους γλώσσα, τον λαϊκό τους πολιτισμό, το χωριό, την πόλη, τη θρησκεία τους. Οι άνθρωποι πάντοτε κινητοποιούνταν και συσπειρώνονταν ως μέλη κάποιων κοινοτήτων, φυλής, πόλης, εθνότητας, διεθνικών συσπειρώσεων και όχι ως μέλη της ανθρωπότητας γενικά. Στην πρώιμη και μέση νεωτερικότητα οι άνθρωποι συσπειρώθηκαν ως μέλη εθνών-κρατών. Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης ήρθε μετά τους δυο καταστροφικούς πολέμους.

Ο πατριωτισμός με την έννοια της ετοιμότητας να θυσιαστεί κανείς γι’ αυτό που βρίσκεται πολύ κοντά του (οικογένεια, φυλή, πόλις, ρωμαϊκή patria, μεσαιωνικό βασίλειο) έχει πολύ παλιά καταγωγή.

Ο πατριωτισμός που συνδέεται με τον εθνικισμό είναι νεωτερικό φαινόμενο. Για τον Χέγκελ τα έθνη χρειάζεται να έχουν μια μακρά ιστορία πριν φτάσουν στον προορισμό τους, να μετατραπούν δηλαδή σε κράτη. Υπάρχουν δυο φάσεις του εθνικισμού στην πορεία συγκρότησης των εθνικών κρατών. Η μια πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη και χαρακτηρίστηκε ως πορεία από το έθνος στο κράτος. Εδώ το μεγάλο βήμα έγινε με τη μετάβαση από τα μεσαιωνικά έθνη στις προτεσταντικές πατρίδες (Guy Hermet). Η διαίρεση της Ευρώπης σε μικρά βασίλεια διευκόλυνε την ανάπτυξη ενός πνεύματος πνευματικής αυτοτέλειας της πολιτικής από τον καθολικισμό, τον χωρισμό του κράτους από τη Εκκλησία δηλαδή. Η ανατολική δουλοπαροικία και ο αυστροοουγρικός πεφωτισμένος δεσποτισμός δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Εδώ υπάρχει η πορεία από το κράτος στο έθνος (αυτοκρατορίες με μικρά έθνη μέσα σε αυτές). Είτε όμως αποδίδει κανείς τη δημιουργία των εθνών στα κράτη (Max Weber, Eric Hobsbawm) είτε στις διαδικασίες του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού (Elie Kedourie, Ernst Gellner, Benedict Anderson), δεν αλλάζει το γεγονός πως αρχικά εθνικισμός και φιλελευθερισμός ήταν συνοδοιπόροι στον αγώνα τους για την ανατροπή των αυτοκρατοριών (Stuart Woolf). Και οι δυο ταυτίστηκαν με την πρόοδο και την άνοδο των μεσαίων τάξεων, αλλά και με την προτεραιότητα του μεγάλου έναντι του μικρού κράτους (John Stuart Mill αλλά και Friedrich Engels). Από το 1789 έως τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848 και οι δυο συγκλίνουν υπέρ του ατομικισμού, της προόδου, της ελεύθερης αγοράς και των πολιτικών ελευθεριών. Μετά το 1848 χωρίζουν οι δρόμοι τους και αλλάζουν και τα ταξικά τους στηρίγματα. Ο εξαίσιος πίνακας του Φρεντερίκ Σοριέ με τίτλο το «Σύμφωνο των Εθνών» (1848) παραχωρεί τη θέση του στο εθνικιστικό μίσος. Μέχρι τότε πνευματικός στυλοβάτης εθνικισμού και φιλελευθερισμού ήταν οι διανοούμενοι και βάση τους τα μεσαία στρώματα των πόλεων. Εκτοτε στη Δύση την «εκπροσώπηση» του αιτήματος της προόδου ανέλαβε ο σοσιαλισμός, ενώ την εκπροσώπηση του έθνους ανέλαβαν ο ρομαντισμός και το ρομαντικό κίνημα. Στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη από τα τέλη του 19ου αιώνα η σκυτάλη του εθνικισμού παραδίδεται από τις μεσαίες τάξεις και τους διανοούμενους στα αγροτικά στρώματα και στην Εκκλησία (Καθολική σε Πολωνία, Σλοβακία, Κροατία, Λιθουανία και Ορθόδοξη στα Βαλκάνια). Στον 20ό αιώνα πλέον ο εθνικισμός είναι ο κύριος παράγοντας πρόκλησης των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Αλλά και μετά απ’ αυτούς ακόμη και οι δήθεν σοσιαλιστικές χώρες – παρά τους μύθους περί διεθνισμού – βασίζονταν στον εθνικισμό ως συγκολλητική ουσία του διαρραγέντος «μαρξισμού – λενινισμού». Ο γιουγκοσλαβικός εμφύλιος και οι σημερινοί Κατσίνσκι και Ορμπαν δεν είναι προϊόντα παρθενογένεσης.

Από εδώ ξεκινά η ανάγκη διαχωρισμού του πατριωτισμού από τον εθνικισμό. Ο πατριωτισμός είναι έκφραση της αγάπης προς την πατρίδα σου, μέλος της οποίας είσαι εντελώς τυχαία. Εθνικισμός είναι να την «αγαπάς» επειδή πιστεύεις πως μόνο αυτή είναι εκπρόσωπος του καλού ό,τι και να κάνει και όλες οι πατρίδες των άλλων είναι το κακό ό,τι και να κάνουν. Πατριωτισμός είναι να αγαπάς την πατρίδα σου για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τον πολιτισμό, τα καφενεία και τις ομάδες της. Εθνικισμός είναι να την αγαπάς επειδή μισείς τα επιτεύγματα των άλλων. Πατριωτισμός είναι να την αγαπάς για τη θετική της συμβολή στον παγκόσμιο γίγνεσθαι. Εθνικισμός είναι να θεωρείς πως πέρα από εσένα όλοι οι άλλοι είναι κατώτεροι. Πατριωτισμός είναι να καταδικάζεις τις σφαγές που έκανε η πατρίδα σου. Εθνικισμός είναι να κλείνεις τα μάτια τους μπροστά τους. Εν τέλει οι Ελληνες έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε υπερήφανοι για το Επος της Πίνδου και την Επανάσταση του 1821, να θρηνούμε για τη Σμύρνη και τον Πόντο. Αλλά να μην ξεχνάμε και το τι συνέβη στην Τρίπολη το 1821 και στη βαθιά Τουρκία το 1921-1922. Μόνο τότε ο πατριωτισμός μας δεν είναι εθνικισμός.

*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

 

 

 

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Να αγαπήσουμε την Ελλάδα

Η ομολογία της πτώχευσης το 2010 μας οδήγησε σε μια περίοδο ασφυκτικής εσωστρέφειας. Λες και ο κόσμος είχε σταματήσει να γυρίζει έξω από εμάς και το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν «η σήμερον». Αναμενόμενο και λογικό. Η Ευρώπη έπαψε να είναι σύμμαχος και εταίρος. Εγινε πιστωτής μας. Και όταν έχεις πτωχεύσει, ο πιστωτής δεν είναι ό,τι καλύτερο περιμένεις να συναντήσεις μπροστά σου. Κινδυνεύσαμε να μείνουμε μόνοι; Η κ. Σακελλαροπούλου το διατύπωσε με ακρίβεια: «Πολλές φορές αισθανθήκαμε δικαιολογημένα μόνοι». «Πολλές φορές» κοιμόμασταν με τις φήμες ότι θα βγούμε από την Ευρώπη και όταν ξυπνούσαμε ακούγαμε τις ειδήσεις με τον φόβο ότι οι φήμες έχουν γίνει πραγματικότητα. Οι τράπεζες έκλεισαν, όμως ακόμη ήμασταν στην Ευρώπη. Πολλοί από εμάς είχαν ξεχάσει ότι η ευρωπαϊκή μας πορεία ήταν το αζιμούθιο της ύπαρξής μας από την εποχή που διεκδικούσαμε την ανεξαρτησία μας. Πολλοί από εμάς, οι περισσότεροι όπως απέδειξε το δημοψήφισμα του 2015. Κάλπικο ευτυχώς, όπως το παραδέχθηκαν ακόμη και όσοι το είχαν προκαλέσει.

Η κ. Μέρκελ στα χρόνια της εσωστρέφειας επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα. Ηθελε να πιστοποιήσει την ευρωπαϊκή μας ένταξη. Τότε το κυρίαρχο «αφήγημα» ήταν ότι η Ευρώπη δεν μπορούσε να αντέξει ένα Grexit. Θα σήμαινε τη διάλυσή της. Αντεξε όμως ένα Brexit χωρίς να διαλυθεί. Οφείλουμε να της αναγνωρίσουμε ότι πάντα έψαχνε συνομιλητές στην Ελλάδα και μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια κατάφερε να την κρατήσει στην Ευρώπη. Ως Ελληνες, ναι. Ομως ως Ευρωπαίοι Ελληνες έχουμε το δικαίωμα να αμφιβάλλουμε. Δεν εννοώ μόνον τις αποφάσεις για τη λιτότητα, τις οποίες η ίδια κρίνει ως υπερβολικές. Σ’ αυτές θεωρώ ότι ευθύνονται εξίσου οι δικοί μας πολιτικοί που δεν είχαν την ικανότητα, ή το θάρρος, να προτείνουν εναλλακτικές. Αυτοί υπέγραψαν τα «μνημόνια».

Η Ευρωπαϊκή Ενωση, στα χρόνια της Μέρκελ, υπήρξε μια παθητική δύναμη, δέσμια των θεσμών της και των αρχών της. Το 2015 η ίδια άνοιξε τα σύνορα της Ευρώπης στους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς, καταχειροκροτούμενη από την προοδευτική Ευρώπη. Η Ελλάδα έζησε την πολιτική της με τον οδυνηρότερο τρόπο. Η υπόλοιπη Ευρώπη έκλεισε τα σύνορά της απέναντι στα δικά της που παρέμεναν ανοιχτά.

Και τώρα επί της ουσίας. Τα χρόνια της κρίσης, της εσωστρέφειας, της Ευρώπης της Μέρκελ, έχουν παρέλθει. Κατά σύμπτωση συμπίπτουν με τους εορτασμούς των 200 χρόνων από τον ξεσηκωμό της Παλιγγενεσίας. Ευτυχής συγκυρία από μιαν άποψη. Συγκλίνουν οι στόχοι. Η Ελλάδα βγαίνει από την εσωστρέφεια και την κατάθλιψη των τελευταίων δέκα ετών και συγχρόνως γιορτάζει τα διακόσια χρόνια της σύγχρονης ύπαρξής της. Κοινώς η Ελλάδα βρίσκει την αξιοπρέπειά της, όχι μόνον στο παρόν, αλλά και στην Ιστορία της.

Αυτό που μας λείπει είναι η αγάπη γι’ αυτή τη χώρα. Η αναγνώριση της αξιοπρέπειας του «βράχου» που «μιλάει την αρχαία γλώσσα» –παραφράζω τον Σεφέρη– και είναι η πατρίδα μας. Η γενιά του Σεφέρη κατέβαλε μεγάλο τίμημα για να την αγαπήσει. Ο ίδιος έζησε τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εζησε την ποταπότητα των συγκαιρινών του, τη μικρότητα της πολιτικής ηγεσίας, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να κρατήσει μέσα του ζωντανό το αίσθημά του. Στο Γιοχάνεσμπουργκ, αν δεν κάνω λάθος, ξαναδιαβάζει έπειτα από καιρό τους πρώτους στίχους απ’ την «Ορέστεια» του Αισχύλου –ή μήπως τον «Προμηθέα»;– και του έρχονται δάκρυα στα μάτια.

Η Ελλάδα του Σεφέρη είναι η Ελλάδα της εξωστρέφειας. Ανοιχτή στην Ευρώπη του καιρού του, ανοιχτή όμως και στη μεγάλη μπούκα του σπηλαίου που φιλοξενεί τις λέξεις του. Είναι η Ελλάδα που κατάφερε να διακριθεί με το Νομπέλ. Του ανήκει, όμως για εμάς τους επιγόνους δημιουργεί κάποιες υποχρεώσεις.

Ανήκω σε μια γενιά που αγάπησε την Ελλάδα μέσα από τον Σεφέρη, και άλλους πολλούς. Και αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο θα περάσουμε αυτό το αίσθημα στους νεότερους. Πώς θα διαμορφώσουμε μια παιδεία που θα μεταδώσει το αίσθημα της αξιοπρέπειας που εμπνέει η ομολογία «Είμαι Ελληνας». Και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Δεν λέω υπεροχής. Λέω αξιοπρέπειας. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό και στον πατριωτισμό.

 

 

Τι σημαίνει «είμαι Ελληνας» σήμερα;

Κατ’ αρχάς ας συμφωνήσουμε σε κάτι. Ο εορτασμός των 200 ετών δεν αφορά τους ιστορικούς επιστήμονες. Αλίμονο αν αυτοί περίμεναν τις επετείους για να κάνουν τη δουλειά τους, να προχωρήσουν τις έρευνές τους, να αναδείξουν τα νέα στοιχεία που ανακάλυψαν. Ο καθένας τους καταθέτει τις απόψεις του, ει δυνατόν στοιχειοθετημένες. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο πλούτος των γεγονότων και των αντιφάσεων μετατρέπει τον αγώνα των Ελλήνων σε πεδίον δόξης λαμπρόν για τον ερευνητή. Κι αν έχουν κάποιον ρόλο να παίξουν οι ιστορικοί, είναι να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν το φαινόμενο σε όλη του την πολυπλοκότητα. Οι απλουστεύσεις είναι πάντα απογοητευτικές. Προδίδουν την αλαζονική ματιά που θεωρεί εαυτήν ανώτερη από τα γεγονότα που βλέπει. Δεν βλέπει. Προβάλλει. Ο Κορδάτος είναι κακός ιστορικός όχι επειδή δεν ξέρει να γράφει. Είναι κακός ιστορικός στον βαθμό που περιορίζει την έκρηξη σε ταξικούς όρους. Οπως και ο σημερινός που επιλέγει μία πλευρά της, τη σχέση της με τις φιλελεύθερες ιδέες του καιρού εκείνου, και την αναδεικνύει σε κυρίαρχη για να τη ράψει στα μέτρα του.

Ο εορτασμός των 200 ετών από την κήρυξη της Επανάστασης αφορά όποιον σήμερα υιοθετεί τη δήλωση: «Είμαι Ελληνας». Σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρίσκεται, ό,τι διαβατήριο κι αν έχει. Είναι μια ευκαιρία για να φορτίσουμε τη δήλωση με τη σημασία που της πρέπει. Η περίοδος που αισθανόμασταν απόβλητοι, από τον ίδιο τον ζωτικό μας χώρο, την Ευρώπη, δεν έχει ξεχαστεί. Τι σήμαινε η δήλωση «είμαι Ελληνας» το 2011; Σήμαινε πως κατεβαίνω στο Σύνταγμα, ζαλώνομαι τη γαλανόλευκη και μεταμορφώνομαι σε αγριορωμιό. Οι εύζωνοι, που προχθές εντυπωσίασαν με τον ρυθμό τους και τις πειθαρχημένες κινήσεις τους, τότε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα φυλάκια του Αγνωστου Στρατιώτη για να μην τους κάψουν οι μολότοφ. Το είδαμε κι αυτό. Σε όλ’ αυτά τα χρόνια δύο φορές τρόμαξα πραγματικά. Οταν μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 2008 άκουσα στο ραδιόφωνο πως ρίχνουν μολότοφ στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κι όταν είδα τους ευζώνους να εγκαταλείπουν τα φυλάκιά τους.

Τι σημαίνει λοιπόν είμαι Ελληνας το 2021; Είμαι πολίτης μιας χώρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πράγμα που σημαίνει ότι έχω μεγαλύτερες απαιτήσεις από τη χώρα μου από όσες είχε ο πατέρας μου. Σε αντίθεση μ’ αυτόν που έζησε εμφύλιους και δικτατορίες, εγώ δεν αισθάνομαι ότι κινδυνεύει η δημοκρατία που έχω επιλέξει για να ζήσω. Ακόμη κι αν δεν την έχω επιλέξει, δεν κινδυνεύω να με φιμώσει. Μπορεί ο Βρετανός που ψήφισε το Brexit να θεωρεί ότι ο πατέρας του είχε περισσότερες απαιτήσεις από τη χώρα του από όσες είχε ο ίδιος όσο ήταν μέλος της Ε.Ε. Δεν ισχύει το ίδιο για όποιον δηλώνει σήμερα: «Είμαι Ελληνας».

Οι λογαριασμοί δεν συνθέτουν ταυτότητα. Μπορούν να την υποστηρίξουν, όμως το συνεκτικό υλικό της είναι το αίσθημα. Κι όταν δηλώνεις «είμαι Ελληνας», στην πραγματικότητα δηλώνεις το αίσθημά σου. Ο εορτασμός των διακοσίων ετών από την κήρυξη της Επανάστασης αυτό το αίσθημα τιμά. Βλέπω τον Κολοκοτρώνη μπροστά στην Παλαιά Βουλή. Σαν να μας δείχνει αυτό που είμαστε σήμερα. Την ορμή του ηρωισμού του την κέρδισε από την «πίστη και την πατρίδα». Ο κόσμος του μύριζε λιβάνι και μπαρούτι. Τι να κάνουμε, φίλοι μεταμοντέρνοι άθεοι; Ακόμη κι αν είμαι αγνωστικιστής, οφείλω σεβασμό στον δικό του ηρωισμό. Αυτός ήταν έτοιμος να χύσει το αίμα του για την ελευθερία, και γι’ αυτόν «ελευθερία» σήμαινε πίστη και πατρίδα. Δεν ξέρω τι σημαίνει για μας σήμερα. Δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ο ηρωισμός, αυτή η ανθρώπινη αξία που ανακάλυψαν οι Ελληνες μόλις αντίκρισαν τον κόσμο, από την εποχή του Ομήρου ακόμη.

Κι επειδή αναφέρομαι στην αυτοσυνειδησία μας, στον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας εμείς οι Ελληνες, ας πω ότι είναι ευτυχές γεγονός η σύμπτωση της έναρξης των εορτασμών με τα εγκαίνια της νέας Εθνικής Πινακοθήκης. Είναι η παρακαταθήκη του κοινού μας αισθήματος. Είχαμε την τύχη σ’ αυτά τα διακόσια χρόνια να βγάλουμε μεγάλους ζωγράφους. Οι οποίοι επεξεργάστηκαν με την τέχνη τους την κοινή μας ευαισθησία. Η ζωγραφική, όπως και η λογοτεχνία, δείχνει τον δρόμο πολύ πιο καθαρά απ’ ό,τι η πολιτική. Αναγνωρίζοντας την εκφραστική δύναμη της ευρωπαϊκής δημιουργίας, παλεύει να εκφράσει τον δικό της κόσμο.

Γιατί θέλω να λέω ότι είμαι Ελληνας το 2021; Τι ζητάω απ’ τον εαυτό μου; Τι ζητάω απ’ τον κόσμο μου; Επιείκεια διότι είμαι διαφορετικός; Ομως ο Κολοκοτρώνης δεν ζήτησε επιείκεια. Διεκδικούσε αναγνώριση της δύναμής του και αξιοπρέπεια. Και γι’ αυτό είναι ήρωας. Χωρίς πολλά πολλά, είναι ο ήρωας της παλιγγενεσίας που δεν ηττήθηκε. Κι αυτό μας δείχνει από τον ανδριάντα του στην Παλαιά Βουλή. Τον δρόμο για να ξεπεράσουμε την ηρωοποίηση της ήττας, που τόσο μας ταλαιπώρησε τα πρώτα αυτά διακόσια χρόνια.

Τι σημαίνει είμαι Ελληνας το 2021; Σημαίνει ότι δεν ντρέπομαι να είμαι ο νικητής και δεν φοβάμαι τον κόσμο μου. Σημαίνει ότι δεν με τρομάζει ό,τι δεν είναι ελληνικό, όπως δεν τρόμαζε τους μεγάλους καλλιτέχνες. Τροφή για σκέψη για τα επόμενα διακόσια χρόνια.

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Εγκώμιο των συνόρων

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 08.03.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τις τελευταίες ημέρες διάβασα αρκετές εκθέσεις ιδεών που καταδικάζουν τα σύνορα – όχι μόνον τα ελληνοτουρκικά. Οι περισσότερες απ’ αυτές δεν έχουν βέβαια τη γοητεία της σάχλας που χειρίζεται με τόση δεξιότητα ο μέγας φακίρης της οικονομίας Βαρουφάκης. Η διάνοιά του που δεν καταδέχεται να δει τη γη από τη Γη μας διαβεβαίωσε ότι από το Διάστημα τα σύνορα είναι παραλογισμός, επειδή δεν φαίνονται. Θα του υπενθύμιζα ότι πολλά πράγματα της ζωής δεν φαίνονται, όπως ο κορωνοϊός, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ούτε στη θάλασσα τα σύνορα είναι ορατά, γεγονός που είχε μπερδέψει προ ετών τον τότε συνεταίρο του, Τσίπρα.

Επανέρχομαι στις εκθέσεις ιδεών που συνηγορούν όλες ότι τα σύνορα είναι κακό πράγμα. Για χάρη τους γίνονται οι πόλεμοι –πλην του Τρωικού– και γενικά εμποδίζουν τον κόσμο μας να μετατραπεί σε ένα οικουμενικό πάρτι για να σουινγκάρει στον ρυθμό της αλληλεγγύης και των αναθυμιάσεων της αδελφοσύνης όλων των πολιτισμών. Αφορμή εννοείται η απόφαση της Ελλάδας να υπερασπιστεί την επικράτειά της από την καθοδηγούμενη εισβολή μεταναστών. Οι συγγραφείς μάλιστα, για να υπερασπιστούν την άποψή τους υπενθύμισαν ότι κι εμείς οι Ελληνες υπήρξαμε μετανάστες και πρόσφυγες. Δεν γνώρισα τον παππού μου, όμως από τις οικογενειακές αφηγήσεις δεν θυμάμαι να πετούσε πέτρες στους Αμερικανούς αστυνομικούς όταν έφτασε στο Ελις Αϊλαντ το 1905. Ούτε έχω ακούσει ή διαβάσει αντίστοιχες ιστορίες από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά που προκάλεσε. Εχω γράψει αρκετές φορές για το αμάλγαμα που επιχειρείται από όσους επιθυμούν να ενοχοποιήσουν την πατρίδα μας επειδή αντιστέκεται στον κοινωνικό της βιασμό. Οπως κάθε αμάλγαμα είναι κι αυτό σύμφυρμα στοιχείων που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Το 1922 δεν έχει σχέση με το 2020, όπως ο Ελληνας στον σταθμό του Μονάχου δεν έχει σχέση με τον Αφγανό στην πλατεία Βικτωρίας. Μπορεί και ο ένας και ο άλλος να λένε «άχου μάνα μου άχου», όμως το συναίσθημα δεν είναι καλός σύμβουλος για την ερμηνεία της Ιστορίας. Και τα σύνορα, γλωσσικά, γεωγραφικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά, είναι τα ίχνη που έχει χαράξει η Ιστορία στο παρόν. Αν δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την ύπαρξή τους, σημαίνει ότι δεν μπορείς να αναγνωρίσεις την αξία της ιστορικής μνήμης στον κόσμο μας. Ενας κόσμος χωρίς σύνορα, ένας κόσμος χωρίς όρια, είναι ένας βάρβαρος κόσμος.

Αν εξαιρέσω τους κακόβουλους της κουτοπόνηρης Αριστεράς, οι υπόλοιποι είναι θύματα της θεολογίας της πολιτικής ορθότητας που θεωρεί ότι η κατάργηση των ορίων είναι η πανάκεια για όλες τις δυσπλασίες του ανθρώπινου σύμπαντος. Ορια πολιτικά, γεωγραφικά, πολιτισμικά, όρια που διακρίνουν τα δύο φύλα, μια διεμφυλική ιδεολογία που σαρώνει τα όρια. Δεν αναρωτιούνται πως το δικαίωμα να σκέφτονται έτσι τους το έδωσε ένας πολιτισμός ο οποίος, πριν ακόμη δημιουργήσει σκέψη, έχτισε τείχη και χάρη στον προστατευμένο εντός των τειχών χώρο, κατάφερε να δημιουργήσει σκέψη και να δημιουργήσει μια οπτική γωνιά για να δει τον κόσμο εκτός των τειχών. Αν ο Ηρόδοτος είχε περιοριστεί στο «άχου μάνα μου άχου» της ύπαρξης και δεν φρόντιζε να καταγράψει τις διαφορές ανάμεσα στους Σκύθες, στους Πέρσες, στους Ελληνες και τους Αιγύπτιους, θα είχε σβήσει.

Το όνομα «Ελλάδα» στο μυαλό του καθενός μας γεννάει διάφορους συνειρμούς. Παιδικές αναμνήσεις, πρόσωπα αγαπημένα, τοπία που σε αγκαλιάζουν με την καλοκαιρινή τους θαλπωρή, φίλοι, η υπέροχη γλώσσα, αλλά και απέχθεια για τη δύστροπη καθημερινότητα, το σούργελο του Δημοσίου, τα σπασμένα, όπως τα πεζοδρόμια, νεύρα, την απαίσια εχθροπάθεια. Το ετερόκλητο σύνολο όμως αποτελεί ένα σύνολο. Εστω κι αν αισθάνεσαι κατά βάθος ότι αυτό το σύνολο είναι ετοιμόρροπο, έτοιμο να διαλυθεί στο χάος που το γέννησε. Το σύνολο έχει μορφή. Είναι η Ελλάδα στον χάρτη. Οι χάρτες έχουν αξία. Οι Γάλλοι αποκαλούν την πατρίδα τους εξάγωνο επειδή στον χάρτη σχηματίζει ένα εξάγωνο. Πέρασε απαρατήρητη η πρόταση του Στέφανου Μάνου να εκδώσει χάρτες η Ελλάδα με την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, όμως κακώς πέρασε απαρατήρητη.

Συνελόντι ειπείν. Αν καταργηθούν τα σύνορα, χάνουν τη σημασία τους η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι αξίες που υπερασπίζεται. Αν καταργηθούν τα σύνορα, τότε το συναισθηματικό αμάλγαμα που επιχειρούν οι δικαιωματιστές της πολιτικής ορθότητας θα μεταφραστεί σε πραγματικότητα. Θα τους είναι εξαιρετικά δύσκολο, υποθέτω, να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ανεξιθρησκία, στην ισότητα των δύο φύλων, ή στη διεμφυλική ταυτότητα. Θα μαραζώσουν θα μου πείτε οι gender studies, κάτι που είναι μάλλον θετικό, απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι το θέλουν.

Τα σύνορα είναι προϋπόθεση του πολιτισμού μας. Ενας από τους θεμελιωτές του, ο Σωκράτης, δεν βγήκε ποτέ από τα τείχη της πόλης του, όμως μας κληροδότησε μια γενναιόδωρη θέα της ανθρώπινης συνθήκης που ακόμη και σήμερα μας απασχολεί.

Το μονόσπιτο ως πατρίδα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 05.01.2020   ΗΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν εγκαταλείπει τη γη της η Ρηνιώ Κατσοτούρχη, η μοναδική κάτοικος της Κινάρου, ακόμη και στις πιο παρατεταμένες κακοκαιρίες, χωρίς ρεύμα, τηλέφωνο, προμήθειες. Φρικιά στη σκέψη ότι η νησίδα των 4,5 τ.χλμ. μεταξύ Λέρου και Αμοργού θα μπορούσε να μεταβληθεί σε ακατοίκητο βράχο χωρίς καμία δραστηριότητα· ναι μεν με αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά χωρίς δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη, σε terra nullius, γη με αδιευκρίνιστο καθεστώς, γκρίζo… Αυτός είναι ο εφιάλτης της – τον επαναφέρουν αρκετές φορές την ημέρα τα τουρκικά αεροσκάφη που σχίζουν επιθετικά τον ουρανό πάνω της: τι θα απογίνει ο τόπος της όταν εκείνη φύγει από τη ζωή.

Ετσι ερήμωσε η Πλάτη, μεταξύ Καλύμνου και Ψερίμου, όταν αρρώστησε και πέθανε τον Σεπτέμβριο, στα 70 του, ο επονομαζόμενος «Πλατάρχης», ο Μιχάλης Λαμπρόπουλος, που είχε εγκατασταθεί εκεί προς 20ετίας για να στεριώσει σπιτικό στο νησί.

Τα γειτονικά Λέβιθα –6 μίλια ανατολικά της Κινάρου– κρατούν γερά. Από το 1820 η οικογένεια Καμπόσου δεν έχει εγκαταλείψει ποτέ τη νησίδα των 9 τ.χλμ. Τέσσερα άτομα τον χειμώνα (ο 78χρονος Δημήτρης Καμπόσος, η γυναίκα του Ειρήνη, οι γιοι τους Μανώλης και Αναστάσης), δέκα με δώδεκα το καλοκαίρι, όταν καταφθάνουν από την Πάτμο οι σύζυγοι και τα παιδιά των δύο γιων και οι οικογένειες των άλλων δύο παιδιών τους. Ασχολούνται με την κτηνοτροφία –ποιμαίνουν 650 αιγοπρόβατα και παράγουν τυρί και μυζήθρα–, τη γεωργία, την αλιεία, το καλοκαίρι υποδέχονται στο ταβερνάκι τους επιβάτες ιστιοφόρων. Η πολυπόθητη οικονομική ζωή, ώστε να οριοθετηθεί γύρω από βραχονησίδες υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αποκτάται και μόνο με την ποιμνιοβοσκή, όπως παλιότερα στα Ιμια και στην Καλόλιμνο – στην τελευταία διαβιούν πλέον μόνο οι στρατιώτες που επανδρώνουν το τοπικό φυλάκιο. Η παρουσία κοπαδιών στα Ιμια υποδήλωνε οικονομική δραστηριότητα, το πηγαινέλα του αιγοβοσκού προσυπέγραφε την ελληνικότητά τους.

Βραχονησίδες, λέξη για εμάς με βαρύ φορτίο. Ξυπνούν όχι εικόνες ερημικών παραδείσων, αλλά φόβους – διαρκής η τυραννία των τουρκικών βλέψεων. Ομως, η Ρηνιώ στην Κίναρο, ο Δημήτρης στα Λέβιθα, ο Μιχάλης Κάβουρας στο Μαράθι, η δασκάλα Μαρία-Φαίδρα Τσιαλέρα του μοναδικού μαθητή στους Αρκιούς των 44 κατοίκων, η Ειρήνη Ντούσκου στη Δοκό, μια χούφτα άνθρωποι σπαρμένοι στον Αγιο Μηνά, στη Σαμιοπούλα, στο Φαρμακονήσι, στα Αντίψαρα, στο Γαϊδουρονήσι, στο Πελαγονήσι, στην Περιστέρα, στο Πιπέρι, στο Γυαλί…, δεν είναι μονάχα ακατάβλητοι βιγλάτορες των ελληνικών οριζόντων, σκοπιωροί των αλίμενων ακτών, ζωντανοί κυματοθραύστες αμεταγύριστων ορέξεων – από 5 έως… 152 ελληνικά νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, από τη Ζουράφα, ανατολικά της Σαμοθράκης, έως τη Γαύδο στο Λιβυκό Πέλαγος διεκδικεί κατά καιρούς η Τουρκία, αμφισβητώντας την ελληνική κυριότητα. Δεν είναι φυγόκοσμοι μοναστές, που ευτυχούν αποκλειστικά στους θαλασσοδαρμένους χερσότοπους. Μάχονται να συντηρήσουν τις ρίζες τους, να διατηρήσουν το λεπτότατο νήμα της συνέχειας στη γη τους, στα πατρογονικά χώματα που πατούν, γιατί εκεί νιώθουν πιο πολύ την Ελλάδα· να εμφυσήσουν ξανά την πνοή της ανθρώπινης δημιουργίας σε εδάφη όπου μόνο η φύση έχει απομείνει να σμιλεύει αργά κόσμους· να αντιπαλέψουν τα δυσυπέρβλητα, να δαμάσουν τα ατιθάσευτα. Με τα αγροτόσπιτά τους, τα περιβόλια τους, τα ζώα τους, την υποδοχή ταξιδευτών.

Μια ζωή με κινδύνους, όχι πάντα ευχάριστη, περιοδικά σκληρή, ενίοτε ποτισμένη με την πίκρα της κρατικής αμέλειας – δεν αρκούν οι επετειακές επισκέψεις υπουργών, υφυπουργών και στρατιωτικών κλιμακίων, καθώς δεν υφίσταται σταθερό σχέδιο όχι μόνο για τους αλμυρούς ξέμακρους βράχους που συντηρούν ανθρώπινη ζωή, αλλά και για τις πιο φιλόξενες νησίδες ανάμεσα στις 6.000 μικρές και μεγάλες κουκκίδες γης στα ελληνικά πελάγη. Από αυτές, μόνο οι 107 κατοικούνται· οι 28, με πληθυσμό κάτω από 100 κατοίκους.

Οσο ισχυρή κι αν είναι η συνείδηση του ακρίτα φύλακα, κάτι πιο απόλυτο, πιο βαθύ μοιάζει να τους συνδέει με τα ανεμοδαρμένα σιωπηλά κομμάτια γης, να τους κρατά καρφωμένους στα άγρια χώματα που προβάλλουν από τα άπατα των απάτων: η ισόβια αγάπη τους για τις «πέτρινες κεφαλές στα μελανά βάθη της άβυσσος», όπως ονόμαζε τις βραχονησίδες ο Φώτης Κόντογλου. Μια αγάπη πιο ακατάβλητη από την εξυψωτική αίσθηση της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, πιο ανθεκτική απέναντι στη φουρτουνιασμένη ακροθάλασσα. Το σπίτι ως πατρίδα. Αφθαρτες ταυτότητες, στέρεες αξίες, αμείωτη ένταση βούλησης. Η υποδόρια, ενίοτε έκδηλη, αδιαφορία της χώρας-πατρίδας, μια κάθετη βολή πάνω σε πολύτιμες βεβαιότητες.

 

 

 

 

 

 

 

 

Χλευασμός

Ο χλευασμός διεκδικεί και κερδίζει τον χώρο του. Στις ορθάνοιχτες ρωγμές του κενού νοήματος, που σαν αόρατη καταιγίδα μαστίζει τον οικισμό, οι εκφράσεις απελπισίας διεκδικούν το χειροκρότημα.

Ακτιβιστικές πράξεις αυτοθαυμαζόμενης φαντασίας αναπτύσσονται εισβάλλοντας στο σκηνικό της εποχής, όπου μια κάμερα θα τις τοποθετήσει στην αιωνιότητα και ένα δικαιωτικό κείμενο θα μιλήσει για τη θανάσιμη απόγνωση των εμπλεκομένων.

Τώρα που η ψευδοεπαναστατική μέθη έχασε την ορμή της, ο χλευασμός θα διεκδικήσει τη διαδοχή. Ο χλευασμός, ως χειρονομία προσβολής, είναι μια πράξη βίας. Ορισμένοι της Αντιπολίτευσης σπεύδουν να τον αναγορεύσουν σε δημοκρατικού τύπου ακτιβισμό. Τιμώντας τη βία που εμπεριέχει εναντίον του άλλου και των άλλων.

Το δημοκρατικό πλαίσιο είναι σεβασμός του άλλου προσώπου, που διαφέρει από μας. Είναι η αναγνώριση της αξίας του. Το δικαίωμα των επιλογών του. Είναι το άλλο μέρος, που υπάρχει απέναντι από εμάς και εμείς απέναντι από αυτό. Συνυπάρχουμε ως άλλοι.

Η ποικιλία της έκφρασης στο δημοκρατικό πλαίσιο συνύπαρξης είναι η ίδια η ζωή του. Η αμφισβήτησή του είναι το ύδωρ που ποτίζει την ύπαρξή του. Χωρίς κριτική και αμφισβήτηση δεν νοείται διαλογική δημοκρατική λειτουργία, δεν υπάρχει μεταβολή, δεν κυοφορείται κίνηση. Αυτό που σήμερα ως κανόνας ή θεσμός είναι ζωντανό, αύριο θα πεθάνει. Είτε πρόκειται για πολιτικές τελετές είτε πρόκειται για εθνικές παρελάσεις τιμής και μνήμης.

Ο χλευασμός δεν είναι αμφισβήτηση. Ο χλευασμός είναι η άρνηση του άλλου. Ποτέ μια ακτιβιστική πράξη δεν μπορεί να νοηθεί ως δημοκρατική, αν δεν εμπεριέχει μια «συνάντηση», συμβολική συνάντηση έστω, με τον άλλον. Ή πρόσκληση «συνάντησης». Ο χλευασμός είναι εξ αρχής άρνηση, αφού λοιδορώντας, καταφρονεί και περιπαίζει τον άλλον και το είναι του. Ο ακτιβισμός έτσι γίνεται εισβολή καταστολής, πρόθεση καταφρόνησης και πράξη απρέπειας και βίας.

Ο χλευασμός είναι μια πράξη κυριαρχίας. Παρεμβαίνοντας αιφνιδίως σε ένα σκηνικό, που ελεύθερα προσερχόμενοι οι άνθρωποι συγκροτούν, επιδιώκει την καταδυνάστευσή του μέσα από την πομπώδη – φαντάζεται – φύση του. Στήνει ένα παιχνίδι εξαπάτησης και επιδιώκει την επιβολή, με μεθόδους χειραγώγησης. Διεκδικεί την καθολικότητα της στιγμής, διαγράφοντας συμβολικά την οντότητα των άλλων, της βούλησής τους και των επιλογών τους.

Η κριτική στην ψευδοαμφισβήτηση του δημοκρατικού πλαισίου είναι μέριμνα για την προστασία του. Είναι «επιμέλεια» για το είναι του. Η ανοχή, ως συστατικό στοιχείο του, είναι προϋπόθεση. Το όριο αυτής της ανοχής είναι ο άλλος. Ο σεβασμός στο πρόσωπό του είναι το ανυπέρβλητο φράγμα. Διαφορετικά η βία έρχεται με την αρχέγονη περιβολή της.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

 

 

 

 

 

Η παρέλαση ως αποκριάτικο δρώμενο

Η παρέλαση ως αποκριάτικο δρώμενο | tovima.gr

Πολλά έχουν γραφεί και μάλλον θα εξακολουθούν να γράφονται για εκείνο το μαθητικό (υποτίθεται) happening κατά την επίσημη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας και Νέας Χαλκηδόνας την ημέρα της μνήμης τού «Οχι». Αλλοι κατακρίνουν αυτή την άνοστη και κακόγουστη «επίδειξη» των δέκα ακτιβιστριών, που μεταμφιέστηκαν σε μαθήτριες για να καταγγείλουν τάχατες τους πολέμους, άλλοι πάλι, πιο ανοιχτόμυαλοι, είδαν την όλη performance ως μια αντίσταση κατά του απαίσιου κατεστημένου, κατά του κράτους, κατά των επισήμων κ.λπ.

Καπάκι μάς ήρθε και ένα κακογραμμένο «μανιφέστο» από τις ακτιβίστριες (που παρίσταναν τις μαθήτριες) στο οποίο από τη μία χαρακτηρίζουν την πράξη τους «καλλιτεχνική επέμβαση, κάτι σαν παιγνίδι», και από την άλλη την ανέβασαν στο αντιμιλιταριστικό επίπεδο: «τι κοινό μπορεί να ‘χει ο μιλιταρισμός με την ελευθερία; Τι σχέση μπορεί να ‘χει η υπεράσπιση της ελευθερίας ενός λαού με τον πατριωτισμό που διδασκόμαστε από μικρά παιδιά; Στα σχολεία, στις παρελάσεις, παντού»!

Προφανώς ο μιλιταρισμός, οτιδήποτε και αν εννοούν με αυτό οι κυρίες που υποκρίνονται τις μαθήτριες, δεν έχει σχέση με την ελευθερία.

Ομως η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, οι νεκροί της Αλβανίας, ο Μιχάλης από το χωριό μου, ο Γιάννης από το διπλανό, όσοι άλλοι, τόσοι και τόσοι, έμειναν εκεί στα βουνά για πάντα υπερασπιζόμενοι μια Ελλάδα και μια ζωή αξιοπρεπή και ελεύθερη, αυτοί έχουν και παραέχουν σχέση με την ελευθερία.

Και όχι μόνο – αυτοί που έμειναν για πάντα στα βουνά, αλλά και εκείνοι «οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες», όλοι οι νεκροί μας, όλοι οι σακατεμένοι μας, όλοι οι ανάπηροί μας, όλοι όσοι έπαθαν για μας (και οπωσδήποτε για τις ακτιβίστριες) έχουν σχέση μόνο με την ελευθερία.

Αυτοί έδωσαν την ελευθερία ακόμη και σε εκείνες τις ευαίσθητες κυρίες να τους περιγελούν. Θα μπορούσα να αρχίσω τα δασκαλίστικα (έτσι κι αλλιώς το έχουν κάνει τόσοι και τόσοι) για την πατρίδα, το έθνος, την ελευθερία, τους προγόνους μας και λοιπά.

Ας μείνουμε στο happening των ακτιβιστριών. Ας δεχθούμε τις καλές προθέσεις τους. Τι ακριβώς ήθελαν να πουν με αυτή την αποκριάτικη εμφάνιση; Επειδή περί αυτού πρόκειται: μας ήρθαν ντυμένες μαθήτριες, μεταμφιεσμένες σαν παιδιά του σχολείου. Μασκαρεμένες. Χρησιμοποίησαν τη σημαία ως άλλοθι για να μπουν στην παρέλαση, για να φανούν, για να δείξουν πως είναι μαθήτριες που διαμαρτύρονται. Δεν πρόκειται για αντιποίηση αρχής: πρόκειται για κάτι χειρότερο, πρόκειται για αντιποίηση αρχών, συμβόλων, αξιών. Με δυο λόγια: έκαναν την 28η Οκτωβρίου Καθαρή Δευτέρα. Να τελειώνουμε: αυτό το happening (λέμε τώρα…), το οποίο συνέλαβαν, σχεδίασαν και εξετέλεσαν αυτές οι κυρίες, είναι, κρίνω, φτηνό, για να μην πω φτηνιάρικο. Θα προτιμούσα να τις δω μασκαρεμένες, να πέφτουν κάτω, να βρίζουν, να αφρίζουν.

Επέλεξαν τη μεταμφίεση και κυρίως επέλεξαν να μας εμφανισθούν τη στιγμή κατά την οποία μαθητές και μαθήτριες παρήλαυναν με τη σημαία του σχολείου τους (ακόμη και μπροστά από βαριεστημένους «επίσημους») για να τιμήσουν, υποτίθεται, μια εθνική γιορτή.

Μια γιορτή φορτισμένη από τη μνήμη και το πένθος ολόκληρου του Εθνους. Μια γιορτή που τελείται στη μνήμη χιλιάδων νεκρών Ελλήνων. Πολύ νέων Ελλήνων, νέων ανδρών στην ηλικία περίπου των ακτιβιστριών. Το χειρότερο: όταν εκείνοι τότε πολεμούσαν και έχαναν τη ζωή τους, ουδέποτε μπορούσαν να διανοηθούν ότι στο μνημόσυνό τους θα κάναμε πλάκα.

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

 

 

 

 

ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ*  

Ο πατριωτισμός ως αίσθημα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 24.03.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ευγένιος Ντελακρουά: «O Mπότσαρης αιφνιδιάζει το στρατόπεδο των Tούρκων κατά την ανατολή του ηλίου».

Ο αείμνηστος Αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτι παρατηρεί εύστοχα ότι η «εθνική υπερηφάνεια είναι για τις χώρες ό,τι είναι ο αυτο-σεβασμός για τα άτομα: μια αναγκαία συνθήκη για αυτο-βελτίωση». Ο συναισθηματικός δεσμός με τη χώρα σου είναι απαραίτητος, υποστηρίζει, προκειμένου να είναι γόνιμη η πολιτική διαβούλευση.

Με άλλα λόγια, για να βουλεύεται γόνιμα μια οργανωμένη πολιτική κοινότητα πρέπει οι πολίτες της να νιώθουν ότι ανήκουν σε αυτήν. Γιατί άραγε;

Μια πρώτη απάντηση είναι ότι οι άνθρωποι δεν είναι υπολογιστικές μηχανές, ούτε αλγόριθμοι. Δεν μπορούμε να μετάσχουμε γόνιμα –παραγωγικά, ευφάνταστα– σε κάτι αν δεν νιώθουμε ότι έχει σημασία για εμάς. Οπως δεν θα ασκήσεις καλά ένα επάγγελμα εάν δεν ενστερνισθείς βιωματικά τις αξίες του, έτσι δεν θα διαβουλευθείς γόνιμα για τη χώρα σου εάν δεν την αγαπάς. Ο περί κοινών λόγος διαμορφώνεται από το περί κοινών πάθος.

Μια δεύτερη απάντηση είναι ότι δίχως τον πατριωτισμό δύσκολα ανθεί η δημοκρατία. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία προϋποθέτει τον «δήμο» – μια αυτοκυβερνώμενη πολιτική οντότητα, τα μέλη της οποίας βιώνουν το αίσθημα του συνανήκειν. Στο μέτρο που η δημοκρατία εκτοπίζει παραδοσιακές ιεραρχίες και υπερκεράζει επιμέρους ταυτότητες (π.χ. θρησκευτικές, εθνοτικές, φυλετικές κ.λπ.), αναδεικνύει την ατομική συμμετοχή στα κοινά, η οποία, με τη σειρά της, για να επισυμβεί, απαιτεί την κινητοποίηση των πολιτών εφόσον αισθάνονται ότι μοιράζονται μια κοινή καταγωγή και μοίρα. Μόνο αν βιώνεις τη δημοκρατική πολιτεία ως ένα κοινό έργο που σε αφορά, θέλεις να συμμετάσχεις ενεργά στην πραγμάτωσή του.

Το αίσθημα του συνανήκειν

Αν τα μέλη της δημοκρατικής πολιτείας τα ενώνει μόνο το κοινό συμφέρον, ο συνεταιρισμός τους δεν θα έχει διάρκεια – δεν θα καταστεί κοινωνία (μετοχή στον κοινό λόγο). Χρειάζεται μια ισχυρότερη συγκολλητική ουσία για κάτι τέτοιο – μια κοινή ταυτότητα. Αν δεν οικοδομηθεί το αίσθημα του συνανήκειν, όπως λ.χ. συνέβη με το σχίσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, τη δεκαετία του 1960, είναι δύσκολο να συσταθεί ένας «δήμος» στο όνομα του οποίου θα ασκηθεί αποτελεσματικά και νομιμοποιημένα η δημοκρατική διακυβέρνηση.

Η δημιουργία του έθνους-κράτους και η ραγδαία εξάπλωσή του από τον 19ο αιώνα και μετά καθιέρωσε την κοινή εθνική ταυτότητα ως τη βάση της δημοκρατικής διακυβέρνησης: το έθνος είναι ο κορμός του «δήμου» στο όνομα του οποίου ασκείται η διακυβέρνηση. Από τη στιγμή που δημιουργείται, το έθνος-κράτος, μέσω των εκπαιδευτικών-πολιτιστικών θεσμών του, αναζητεί μια κοινή αφήγηση – επιμελείται τα ιστορικά γεγονότα με τρόπο που υπογραμμίζει την κοινή καταγωγή, κοινά έθιμα, κοινή αντίληψη ζωής. Το έθνος-κράτος έχει ανάγκη να φανταστεί το παρελθόν του για να συνεχίσει συντεταγμένα την πορεία του στο μέλλον.

Η κοινή αφήγηση δημιουργεί ή/και εντείνει το αίσθημα του συνανήκειν, το οποίο καθιστά εφικτή την ανάληψη αμοιβαίων δεσμεύσεων – τόσο μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, όσο και μεταξύ των πολιτών. Δίχως τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ αγνώστων πολιτών, που παρέχει η αίσθηση κοινής ταυτότητας, δεν μπορούν να αναληφθούν αμοιβαίες υποχρεώσεις. Το σύγχρονο προνοιακό κράτος δημιουργήθηκε ακριβώς στο μέτρο που αναπτύχθηκε το αίσθημα της αλληλεγγύης μεταξύ αγνώστων, πλην ομοεθνών πολιτών. Χωρίς αυτό το συναισθηματικό υπόστρωμα είναι αδιανόητη η αναδιανεμητική οικονομική πολιτική.

Για τους κυνικούς (ακριβέστερα, γι’ αυτούς που, όπως λέει ο Ρόρτι, αντιμετωπίζουν τον δημόσιο βίο ως «θεατές»), εφόσον η κοινή αφήγηση του έθνους συνιστά ιστορική κατασκευή, είναι αυθαίρετη, άρα κατεδαφιστέα. Για τους ενεργούς πολίτες, όμως, κάθε κατασκευή είναι μεν φαντασιακή (με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι αντικειμενική), αλλά, συγχρόνως, είναι μέρος της διαδικασίας του τι θέλουμε να ελπίζουμε – τι θέλουμε να γίνουμε. Συνδέουμε επινοητικά στο παρόν τις τελείες του παρελθόντος, με τρόπο που θεωρούμε πρόσφορο, προκειμένου να δημιουργήσουμε το μέλλον. Στις σημαντικότερες στιγμές εθνικής εξέγερσης (Επανάσταση του 1821, Εθνική Αντίσταση στη γερμανική κατοχή, απελευθερωτικός αγώνας κατά της αγγλοκρατίας στην Κύπρο) συναντούμε το ίδιο μοτίβο: οι αγωνιστές εντάσσουν τον αγώνα τους σε μιαν ακολουθία εθνικών αγώνων, ανά τους αιώνες, με σκοπό την ελευθερία και την αυτο-κυβέρνηση.

Ο πατριωτισμός είναι πρωτίστως αίσθημα. Μετατρέπεται σε ιδεολογία από τους εμπόρους του αισθήματος, οι οποίοι τον χρησιμοποιούν για να χτίσουν πολιτική σταδιοδρομία. Αγαπάς την πατρίδα σου τόσο φυσιολογικά όσο αγαπάς την οικογένειά σου. Ο συναισθηματικός δεσμός εκλογικεύεται όταν τα άτομα καλούνται να τον εκφράσουν – να μορφοποιήσουν το αίσθημα σε λόγο. Αντίστοιχα με ό,τι συμβαίνει σε μια οικογένεια ή σε έναν οργανισμό, η εκλογίκευση στα έθνη παίρνει τη μορφή της κατασκευής μιας κοινής αφήγησης.

Πολιτική-ηθική πυξίδα

Η κοινή αφήγηση για την πατρίδα λειτουργεί ως πολιτική-ηθική πυξίδα: προσανατολίζει τους πολίτες, καθιστώντας αυτονόητο το αίσθημα της αλληλεγγύης προς άγνωστους άλλους, με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινή ιστορική καταγωγή.

Μαθαίνοντας την αλληλεγγύη σε τοπικό επίπεδο, μπορούμε αργότερα να την επεκτείνουμε, όπως παρατηρεί η φιλόσοφος Μάρθα Νουσμπάουμ επικαλούμενη τους Στωικούς, με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων, και σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι δεν αποτελούν μέλη του στενού εθνικού κύκλου μας.

Ο πατριωτισμός ως αίσθημα δεν αντιστρατεύεται τον κοσμοπολιτισμό. Αντιθέτως, αποτελεί προϋπόθεσή του. Μόνο όταν έχεις μυηθεί στις αξίες μιας συγκεκριμένης παράδοσης μπορεί να εκτιμήσεις καθολικές αξίες (π.χ. δικαιοσύνη, ελευθερία, ευ ζην κ.λπ.).

Εκτός από την υπερηφάνεια, ο πατριωτισμός καλλιεργεί κι ένα άλλο συναίσθημα, το οποίο, αν και αρνητικό, μπορεί να κινητοποιήσει τους πολίτες: την ντροπή για επιμέρους επιλογές στην κοινότητα. Ο πατριώτης ενοχλείται όταν η χώρα του εκλέγει έναν δημαγωγό ηγέτη, ντρέπεται με την ανάρμοστη συμπεριφορά δημοσίων προσώπων, αισθάνεται απέχθεια για τη διαφθορά, ερυθριά με τον διεθνή διασυρμό της χώρας του.

Μόνο όταν ταυτίζεσαι συναισθηματικά με την πατρίδα σου θα νιώσεις και υπερηφάνεια και ντροπή. Και μόνο τότε θα κινητοποιηθείς για τη δημιουργία μιας καλύτερης πατρίδας.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

 

 ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Εθνικιστές και διεθνιστές

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 07.04.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αποτελεί συνήθη τακτική για κάθε ισχύον σύστημα κατά καιρούς να δίδει νικηφόρες μάχες προς επιβεβαίωση της ισχύος του και ενίσχυση της αυτοπεποιθήσεως όλων των παραγόντων που το συγκροτούν. Στη σημερινή συγκυρία η μάχη των ευρωπαϊκών συστημικών δυνάμεων δίδεται εναντίον του «εθνικισμού», του «ρατσισμού», του «ναζισμού» και «φασισμού» που εικάζεται ότι θα εξασφαλίσουν τα χαρακτηρισθέντα ως ακραία κόμματα στις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου.

Ωστόσο, επί της ουσίας αυτό που θα συμβεί είναι ότι η σύνθεση πολιτικών ισορροπιών θα αλλάξει στο νέο Ευρωκοινοβούλιο, η λειτουργία του οποίου διαμορφώθηκε στη βάση δύο κυριάρχων πολιτικών συνασπισμών – Χριστανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών. Δεν πρόκειται για συμφορά στο κάτω κάτω. Αλλάζουν τα πράγματα με ρυθμούς ραγδαίους, νέες προσαρμογές είναι αναγκαίες πλέον. Στις αρχές του 2018, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, πάντα ευρηματικός στη χρήση των λέξεων, διατύπωσε την άποψη ότι «εθνικισμός είναι η προδοσία του πατριωτισμού». Εύηχο σύνθημα, αλλά εκατομμύρια λέξεων δεν θα αρκούσαν για να προσδιορισθεί επακριβώς το περιεχόμενό του.

Εάν προς στιγμήν αγνοούσε κανείς τις πολιτικές συνεκδοχές του θέματος –που είναι αβαθείς, διότι αποσκοπούν στον έλεγχο μηχανισμών της εξουσίας– θα έλεγε ότι πρόκειται για ουσιώδη διαφορά μεταξύ πολιτών που προτιμούν να ζουν σε μια ομοιογενή κοινωνία και μιας άλλης ομάδος πολιτών που εμφορούνται από διεθνιστική αντίληψη.

Καμία από τις δύο προαναφερθείσες τάσεις δεν είναι «προοδευτική» ή «αναχρονιστική», διότι εναλλάσσονται στη διάρκεια της Ιστορίας. Οι Ισραηλίτες ήταν οι πρώτοι που αγωνίσθηκαν να διαμορφώσουν ομοιογενές σύστημα, στη βάση συμβολαίου που συνήψαν με τον Ιεχωβά. Οι Ελληνες της Αρχαιότητος οικοδόμησαν σύστημα ομοιογένειας στηριζόμενο στην Παιδεία.

Ολες οι κοινωνίες που άντεξαν στη διάρκεια των αιώνων διαμόρφωσαν κοινή πολιτιστική ταυτότητα, κοινές αξίες και αντιλήψεις. Προσπάθειες υπεράνθρωπες μεγάλων διανοητών διαμόρφωσαν τις κατά τόπους εθνικές ιδεολογίες και ενίοτε προσέλαβαν απεχθέστατες μορφές, που όμως δεν είναι δυνατόν να απαξιώσουν την ιδέα του έθνους. Αλλά υπάρχουν εκ παράλληλου τάσεις αντίρροπες, που επικαλύπτουν τις εθνικές ιδιαιτερότητες και διαμόρφωσαν επίσης τον πολιτισμό. Ο χριστιανισμός, που απετέλεσε το ιδεολογικό οικοδόμημα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, και η Καθολική Εκκλησία, που εκπολίτισε τα βάρβαρα φύλα του ευρωπαϊκού Βορρά, προσδίδοντας ιδεολογική και ενίοτε πολιτική ενότητα στη Δύση πέρα από έθνη και φυλές.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η τελευταία απόπειρα δημιουργίας πολυεθνούς συστήματος, που όμως αδυνατεί να ενσωματώσει ομάδες οι οποίες διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο αλλότριων πολιτισμών. Μόνον η Εκκλησία –Ορθόδοξη ή Καθολική, αδιάφορο– μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση. Οχι η διαμορφωθείσα τάξη πραγμάτων. Η Αριστερά με τη διεθνιστική ιδεολογία της κινείται ανετότερα από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.  Εξ ου και ότι ο Πάπας Φραγκίσκος θεωρεί πως  η φράση του Αλέξη Τσίπρα ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πιο σημαντικά από τις συμφωνίες αξίζει το βραβείο Νομπέλ». Θα δούμε ενδεχομένως και άλλες «παράδοξες» συγκλίσεις.

 

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ

Περί πατριωτισμού

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 13.01.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ε​​ξοχο, πράγματι, το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη υπό τον τίτλο «Τι είναι η πατρίδα μας;». Το απαγγέλλαμε από στήθους στο δημοτικό, τα χρόνια εκείνα τα παλιά. Σήμερα κάποιοι θα το θεωρούν επιεικώς μια γραφικότητα. Μπορεί και να είναι έτσι. Αλλά εξακολουθεί να συγκινεί ακόμη –εάν όχι όλους– ορισμένους. Αλλά όχι λίγους ασφαλώς. Αυτά εξ αφορμής του μακεδονικού ζητήματος, υπό τη νέα του μορφή, που τείνει να διαιρέσει εμάς τους Ελληνες σε μειοδότες και πατριώτες – μία φορά ακόμη.

Είναι αδιαμφισβήτητο πως δίχως αίσθημα πατριωτικό η ανεξάρτητη Ελλάς δεν θα είχε, ασφαλώς, προκύψει και δεν θα επιβιώσει. Αλλά οι λέξεις δεν είναι απλώς νεκρά κελύφη κενά περιεχομένου. Εχουν την ιστορία τους και τη διαδρομή τους –ενίοτε πιο συναρπαστική από τις πλέον μεγαλειώδεις εκστρατείες– και πρέπει να επαναφορτίζονται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις διαμορφώσεις της κάθε εποχής.

Δύο στοιχεία προσδίδουν περιεχόμενο στη λέξη «πατριωτισμός». Εν πρώτοις, η διαμόρφωση εδραίας εθνικής ιστορικής συνειδήσεως, με ίδια χαρακτηριστικά ιδιοσυστασίας, εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων, και στη συνέχεια διεύρυνση της επιρροής της χώρας εκτός συνόρων, ανάλογα προς τον δυναμισμό του έθνους.

Από την ίδρυση του ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους, αυτά τα δύο στοιχεία οδήγησαν στην ενσωμάτωση μεγάλου τμήματος του ελληνισμού στο νέο κράτος έως ότου η Μεγάλη Ιδέα συνετρίβη υπό την εδαφική της μορφή στις ακτές της Ιωνίας. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, ολοκληρώθηκε η εδαφική επέκταση της Ελλάδος. Η προσπάθεια Ενώσεως της Κύπρου απέτυχε οικτρά. Το μόνον που απέμεινε ήταν η διεύρυνση της επιρροής της χώρας μας στην περιφέρεια.

Η ευκαιρία ανέκυψε –μοναδική και απρόβλεπτη– με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Αλλά αντί της επιβεβαίωσης της αδιαμφισβήτητης ισχύος της Ελλάδος στην ΠΓΔ της Μακεδονίας, παρακολουθήσαμε μία αδέξια μεταφορά του μυθιστορήματος «Στα Μυστικά του Βάλτου» στην πολιτική ζωή.

Εξοχο το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα, αλλά όλως διαφόρως επιτυγχάνονται οι ίδιοι στόχοι σήμερα. Το πλέον ηχηρό παράδειγμα είναι, ασφαλώς, η Γερμανία. Δύο φορές τον περασμένο αιώνα και υπό τη μοιραία έλξη του πρωσικού μιλιταρισμού επεχείρησε να κατακτήσει την Ευρώπη και στην κυριολεξία την ισοπέδωσε. Αλλά εν τέλει επέτυχε την κατάκτηση της ηπείρου –τουλάχιστον μέχρι στιγμής– διά της κατισχύσεώς της στον οικονομικό τομέα, αφού διαμόρφωσε προηγουμένως όρους με βάση τα εθνικά συμφέροντά της και τη συναίνεση των εταίρων της. Αυτή είναι η νέα διάσταση του γερμανικού πατριωτισμού και όχι κάποιων που αντιμετωπίζουν το όλο θέμα περίπου ως μαθητική παράσταση, χειροκροτούμενη από ευσυγκίνητους γονείς, με κατανοητή διάθεση επιεικείας.

Κάποιοι «εκσυγχρονιστές» θα οικτίρουν, βέβαια, τον «πρωτογονισμό» του ελληνικού λαού. Αυτό που όμως λησμονούν είναι ότι το ελληνικό έθνος απέκτησε συνείδηση της ιστορικότητός του και της αποστολής του χάρις σε μία τιτάνια προσπάθεια λογίων και με κατ’ εξοχήν ενωποιητικό δεσμό την Ελληνική Ορθοδοξία. Τα υπόλοιπα δεν συνιστούν πολιτική ούτε πατριωτισμό.

 

Πατριωτισμός, εθνικισμός και πατριδοκαπηλία

| 27.10.2018 – 08:00 ΤΟ ΒΗΜΑ 

Πατριωτισμός, εθνικισμός και πατριδοκαπηλία | tovima.gr
«Εκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τον πατριωτισμόν». Αυτά έγραφε το 1876 ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Παρακολουθώντας και σήμερα το πώς εργαλειοποιήθηκε η συμφωνία για τη λύση του μακεδονικού ονοματολογικού ζητήματος, και μάλιστα από πολιτικές δυνάμεις που είχαν συμφωνήσει πριν από μόλις δέκα χρόνια για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, καταλαβαίνει κανείς ότι το παράθεμα του Ροΐδη είναι εξαιρετικά μετριοπαθές προκειμένου να περιγράψει την πραγματικότητα. Για πολιτικούς που ταΐζουν τον εθνικισμό επιδιώκοντας προσωρινά εκλογικά οφέλη σε βάρος του μακροπρόθεσμου της χώρας, ισχύει πολύ περισσότερο η περίφημη δήλωση του άγγλου συγγραφέα Σάμιουελ Τζόνσον, στο δοκίμιό του «Ο πατριώτης», το 1774: «Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων». Μάλλον θα γνώριζε ο Ροΐδης το δοκίμιο αυτό, γιατί από εκεί είναι αντλημένη η παρομοίωση του πατριωτισμού με επιδημία.
Εν τούτοις, ο πατριωτισμός δεν είναι συνώνυμος της πατριδοκαπηλίας. Τα πλήθη που ξεχύθηκαν στους δρόμους της Αθήνας το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 και κατευθύνονταν στα στρατολογικά κέντρα προκειμένου να καταταγούν και να σταλούν στο μέτωπο ήταν πατριώτες. Οι έφηβοι που μπήκαν στην ΕΠΟΝ, στην ΠΕΑΝ και σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις ήταν πατριώτες. Ο πατριωτισμός στις συνθήκες ακραίας στέρησης, φόβου και ανασφάλειας στην Κατοχή ήταν το αντίδοτο στην ταπείνωση και στον κυνισμό, γι’ αυτό και η μαζική αντίσταση στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Εχω ζήσει στον απόηχο αυτής της εμπειρίας. Με βάφτισαν με το όνομα του αδελφού της μάνας μου που σκοτώθηκε ηρωικά στα αλβανικά βουνά, στις πρώτες μάχες εναντίον των Ιταλών. Η φωτογραφία του ήταν στην τραπεζαρία με μαύρη ταινία, συνόδευα τη μαυροφορεμένη γιαγιά μου κάθε 28η Οκτωβρίου στην εκκλησία και στο ηρώο για το μνημόσυνο των πεσόντων και την επετειακή τελετή, και στον επιμνημόσυνο καφέ με τους συγγενείς των άλλων θυμάτων πολέμου και τους επιζήσαντες τραυματίες. Και άκουσα πολλές φορές τις ιστορίες τους. Δεν χαρίζω λοιπόν τα αισθήματα του πατριωτισμού και της θυσίας ούτε στους πατριδοκάπηλους, αλλά ούτε σε εκείνους τους θιασώτες τους φιλελεύθερου ατομικισμού που καταδικάζουν κάθε αίσθημα και πνεύμα συλλογικότητας. Γιατί το ίδιο αυτό πνεύμα πατριωτισμού και ανιδιοτελούς θυσίας το συνάντησα ανάμεσα στους φυλακισμένους νέους της χούντας, και ακόμα σε εκείνους που κάθε φορά τους συνεπαίρνουν ιδέες και προσδοκίες για μια καλύτερη κοινωνία, για να κάνουν καλύτερο το σχολείο τους, το πανεπιστήμιό τους ή το νοσοκομείο, την πόλη τους, για καλύτερο οτιδήποτε τους υπερβαίνει και έχει συλλογικό χαρακτήρα. Ανθρώπους που παίρνουν πρωτοβουλίες και δείχνουν αφοσίωση για κάτι που δεν έχουν ίδιον όφελος, και για το οποίο ξοδεύουν κι από πάνω. Αν αυτό δεν είναι το άνθος του πατριωτισμού, της κοινωνικότητας και του πολιτισμού, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.
Ο πατριωτισμός δεν είναι εθνικισμός. Μπορεί να είναι δύσκολο να βρει κανείς την ακριβή εννοιολογική διάκριση, αλλά ο πατριωτισμός είναι πολύ παλαιότερος από τα ίδια τα έθνη. Το «αμύνεσθαι περί πάτρης» ήταν η υπεράσπιση της πόλης, αλλά και των ανθρώπων της, των παιδιών και των γονέων, από τους εισβολείς. Οχι μόνο αυτό, αλλά και η υπεράσπιση του δήμου, της ελευθερίας του πολίτη, της δημοκρατίας. Πατριωτισμός και ρεπουμπλικανισμός πάνε μαζί και είναι αξεχώριστα. Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο μάθημα της αθηναϊκής δημοκρατίας που προέκυψε μέσα από τους Περσικούς Πολέμους. Και επειδή προέκυψε από αυτή τη μεγάλη και παλλαϊκή κινητοποίηση, απέκτησε δημοκρατικό χαρακτήρα και στερέωσε το κράτος του δήμου. Η κλασική έννοια του πατριωτισμού αναδύθηκε στις αναγεννησιακές πόλεις της πρώιμης νεότερης εποχής, στη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και στις εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Μιλάμε μάλιστα στην εποχή εκείνη όχι μόνο για τον δημοκρατικό πατριωτισμό, αλλά και για τον διαεθνικό πατριωτισμό, γιατί το πρώιμο πνεύμα της δημιουργίας των εθνών ήταν η αγάπη κάθε πατρίδας. Αυτός ήταν ο πατριωτισμός του Ούγκο Φόσκολο, του Κάλβου, του Σολωμού, του Μπάιρον, του Ματσίνι και τόσων άλλων πατριωτών που δεν πολεμούσαν μόνο για τη δική τους πατρίδα αλλά και για τις πατρίδες των άλλων.
Ο Τζορτζ Οργουελ επιχείρησε τη διάκριση πατριωτισμού – εθνικισμού στις σημειώσεις του για τον εθνικισμό: «Με τον όρο «πατριωτισμός» εννοώ την αφοσίωση σε έναν ορισμένο τόπο και σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, τον οποίο κανείς θεωρεί τον καλύτερο του κόσμου, χωρίς να θέλει να τον επιβάλει σε άλλους. Ο πατριωτισμός είναι από τη φύση του αμυντικός, και πολιτισμικά και στρατιωτικά. Ο εθνικισμός, από την άλλη, είναι αξεχώριστος από την επιθυμία ισχύος». Ο εθνικισμός βέβαια παρουσιάζεται κατά κανόνα ως πατριωτισμός, και η θυματοποίηση έχει γίνει χαρακτηριστικό των σύγχρονων εθνικισμών. Εξάλλου πολλές από τις συγκρούσεις της εποχής μας είναι πόλεμοι και εμφύλιοι την ίδια στιγμή που θέτουν σύνθετα διλήμματα.
Εν τούτοις, ο πατριωτισμός είναι δεμένος με την αντίσταση στην τυραννία, την υπεράσπιση της ελευθερίας, του Συντάγματος, της έννοιας του κοινού αγαθού, της δικαιοσύνης. Με την ανιδιοτελή θυσία του χρόνου, της περιουσίας, της ελευθερίας, ακόμα και της ζωής. Για αυτόν τον λόγο, επειδή ο πατριωτισμός είναι αυτά τα ακριβά συναισθήματα, για τούτο η εκμετάλλευσή του, δηλαδή η πατριδοκαπηλία, είναι ό,τι απεχθέστερο.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο πατριωτισμός στον ελληνικό του καθρέφτη

| 27.10.2018 – 08:00 ΤΟ ΒΗΜΑ

Κάθε χρόνο μαζί με τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό του Ελύτη και τα τραγούδια της Βέμπο, μαζί με τα αφιερώματα και τα πλάνα αρχείου από τα αλβανικά βουνά, ξαναρωτάμε και για τον πατριωτισμό των Ελλήνων. Εστω και μέσα από το γνωστό θέμα των μαθητικών παρελάσεων, τις αντιδράσεις και τις δεύτερες σκέψεις, το ερώτημα επιστρέφει. Τι γίνεται με τη φιλοπατρία και όλα αυτά τα ιστορικά και ποιητικά της αρχεία, τις κληρονομημένες εικόνες και τα σύμβολά της; Πώς ταξιδεύουν στον χρόνο συναισθήματα και δεσμεύσεις που υφάνθηκαν σε καιρούς στέρησης, σε εποχές εδαφικής και πολιτικής επέκτασης της χώρας, σε κακοτράχαλες και βίαιες περιόδους;
Η ελληνική συζήτηση για τις επετείους τέμνεται συνήθως με το σκαμπρόζικο θέμα του ιστορικού αναλφαβητισμού και της αποκοπής των νεότερων από τους ορίζοντες του αίματος και των εθνικών θυσιών. Κάπως έτσι πάμε να ξεχάσουμε πως η συζήτηση για τον πατριωτισμό και τις μορφές του είναι κομμάτι ενός μακρόχρονου διεθνούς διαλόγου με πολλούς και ποικίλους παίκτες: φιλοσόφους, πολιτικούς αναλυτές, ειδικούς στα θέματα των αξιών και του εθνικισμού. Και βέβαια ο πατριωτισμός και η έκφρασή του εξακολουθεί να γίνεται μήλο της έριδας των πολιτικών δυνάμεων όλου του φάσματος. Η άνοδος πολιτικών φορέων που επαναλαμβάνουν το «πρώτα η πατρίδα» και αποτάσσονται τις πλάνες της παγκοσμιοποίησης βαραίνει τον αέρα.
Εν αρχή είναι βέβαια η αγωνία για «κάθαρση» της λέξης. Από παλιά ας πούμε κρατούν οι προσπάθειες να διαχωριστεί ένας θεμιτός και θετικός πατριωτισμός από την παραφθορά ή την εκτροπή του, που είναι ο εθνικισμός ή ο στενόμυαλος σωβινισμός. Αν εξαιρέσει κανείς τους ακροδεξιούς χώρους, κανένας δεν φαίνεται να διεκδικεί θετικά και προγραμματικά τον εθνικισμό ενώ όλοι, σχεδόν, (πλην των αναρχικών και κάποιων μικρών αριστερών ομάδων) ανταγωνίζονται για την ιδέα της πατρίδας.
Ο κοινός τόπος που επαναλαμβάνεται από τους περισσότερους λέει το εξής: ο πατριωτισμός είναι η αγάπη στη χώρα σου και η διάθεση υπεράσπισής της από εχθρικές επιβουλές. Αντιθέτως, ο εθνικισμός είναι περισσότερο η αντιπάθεια και η περιφρόνηση για άλλες χώρες. Μπορεί, επίσης, να πάρει τη μορφή έξαλλης προτίμησης στο «δικό μας» εναντίον του διπλανού ή του εκάστοτε ξένου που βρίσκεται στο στόχαστρο.
Σαν να λέμε πως ο πατριωτισμός ορίζει την καταφατική δέσμευση σε μια αξία ενώ ο εθνικισμός (τουλάχιστον ο εθνικισμός στην ύστερη νεωτερική εποχή) τη στρέβλωση αυτής της δέσμευσης σε φανατισμό και εχθρότητα. Αν θέλουμε, ωστόσο, να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς δεν υπάρχουν δεσμεύσεις και αγάπες που να ρυθμίζονται με σύνεση και μετρημένο τρόπο. Τα εθνικιστικά πάθη και τα πατριωτικά συναισθήματα δεν χωρίστηκαν ποτέ από τείχη μεταξύ τους. Πώς μπορεί άλλωστε η έντονη αγάπη για κάτι να μη συνοδεύεται και από τον φόβο και την υπερβολική αγωνία (τουλάχιστον) για την απώλεια, τη διακινδύνευση ή την προσβολή του από κάποιον άλλο;
Το θέμα με τον πατριωτισμό είναι ωστόσο βαθύτερο από τον μπανάλ (και ιστορικά εσφαλμένο) διαχωρισμό του από τον εθνικισμό. Μέρες σαν αυτές μας θυμίζουν το πόσο πολύ έχουμε συνδέσει τη φιλοπατρία με τις εμπόλεμες συνθήκες και γενικά τη στρατιωτική ιστορία του τόπου. Η πατριωτική ρητορεία, είτε σε κάποιες παραδοσιακές και συντηρητικές της αποχρώσεις, είτε με χρωματισμούς από την ντόπια αριστερή μνήμη, είναι κατά βάση μια γλώσσα της θυσίας και του χυμένου αίματος. Η πατρίδα έρχεται προς το μέρος μας ως ένας μαρτυρικός τόπος όπου γενιές διαδέχονται η μία την άλλη σαν κρίκοι σε μια αλυσίδα δικαιωμένων και αδικαίωτων αγώνων. Η πατρίδα είναι περισσότερο μια ιστορία αγωνιστικών πόνων και πόθων και ο πατριωτισμός μια καθήλωση στις πραγματικές ή φανταστικές απειλές εναντίον της χώρας.
Αυτή η επίσημη πατρίδα σκηνοθετείται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου ή στις 25 Μαρτίου. Δίνει άπειρες σχολικές γιορτές, σκετς, κάποια πιο προχωρημένα προγράμματα περιήγησης και επισκέψεων σε μουσεία και μαρτυρικούς τόπους. Αναπαράγεται πια και με διαδραστικά μέσα και έχει εμπλουτιστεί αναμφίβολα με πιο σύγχρονα στοιχεία.
Είναι αλήθεια πως εδώ και δεκαετίες έχουν γίνει προσπάθειες για μια ανανέωση της πατριωτικής δέσμευσης. Πολιτικοί ή διανοούμενοι ζητούν να συνδεθεί η φιλοπατρία με το παροντικό και το μελλούμενο, με αυτό που πρέπει να συγκροτηθεί και όχι με την περιφορά των ένδοξων νεκρών. Εγιναν πολλές προσπάθειες για τον νέο προσδιορισμό του πατριωτισμού, για να ανοιχτεί ένα πεδίο ταυτίσεων και φρονήματος πέρα από τους εμφύλιους πολέμους της δεξιάς και της αριστερής μνήμης της χώρας.
Να αγαπάς την πατρίδα σου σημαίνει, λοιπόν, να τιμάς τα έργα του παρόντος, το σχήμα που μπορεί να πάρει η εποχή όπου ζεις – ένα σχήμα καλύτερο και δικαιότερο. Τα οικονομικά και τεχνικά επιτεύγματα, οι θεσμικές επιτυχίες, τα ευρωπαϊκά διαπιστευτήρια – όλα αυτά έχουν προταθεί και συζητηθεί σοβαρά ως στοιχεία για την ανανέωση του πατριωτισμού στις σύγχρονες συνθήκες.
Φοβάμαι όμως πως αυτή η ανανέωση και μεταφύτευση του πατριωτισμού στις νέες συνθήκες δεν προχωράει. Τα πιο παραδοσιακά σχήματα ταυτότητας και η λυρική πατριδογνωσία διατηρούν την αίγλη τους. Συγχρόνως, έχουν εμφανιστεί πολιτικές διαστροφές όπως η διεκδίκηση της πατριωτικής ορθότητας από ακροδεξιούς, συνωμοσιολόγους, οπαδούς γεωπολιτικών φαντασιώσεων. Μεγάλη ζημιά έχει υποστεί όλη αυτή η αναγκαία συζήτηση από τα χρόνια της αντιμνημονιακής απλούστευσης και πολεμικής. Η πατριωτική ετικέτα έγινε λάφυρο του νέου «αντιγερμανισμού» ή όσων θέλησαν να αναβιώσουν την Εθνική Αντίσταση και τη ρητορική για το χρέος όλων των άλλων προς μια Ελλάδα που η ίδια δεν οφείλει τίποτα και σε κανέναν. Ο πατριωτισμός έγινε δυστυχώς γήπεδο όλων των δεξιών και αριστερών αναχρονισμών που ονειρεύτηκαν την αυτάρκεια εν μέσω χρεοκοπίας.
Μπορούμε άραγε, σε συνθήκες όπου στην Ευρώπη και αλλού πνέει άνεμος ταυτοτικός και συντηρητικός, να ανιχνεύσουμε μια νέα πατριωτική δέσμευση; Οι κίνδυνοι – και με βάση τη συγκυρία του Μακεδονικού και τις σχετικές διαμάχες – είναι υπαρκτοί. Η απομάγευση των «διεθνιστικών» λόγων ευνοεί τώρα την επιστροφή των πιο δημαγωγικών σχημάτων πατριωτισμού. Από την άλλη όμως το ερώτημα του ποιοι είμαστε εν τέλει και ποιους σκοπούς μπορεί να θέτει το έθνος, το ερώτημα δηλαδή για τον πολιτικό μας προορισμό και για τα συναισθήματα που τον στηρίζουν, είναι αναπόδραστο. Κανένας δεν δικαιούται να το απορρίπτει και να το χλευάζει.
Τέτοιες μέρες διαβάζουμε λοιπόν Ελύτη ή τα ημερολόγια και τα γράμματα των ανθρώπων τού ’40. Οι μεγαλύτεροι μπορεί και να θυμηθούμε αφηγήσεις των πατεράδων και των παππούδων. Τα παιδιά θα μπερδεύουν το ’40 με το 1821 στα σχετικά ανεκδοτολογικά ή πραγματικά περιστατικά από τις σχολικές τάξεις. Μόνο που πίσω από αυτές τις γνώριμες εικόνες και από τα στερεότυπα πλάνα, το θέμα της συλλογικής μοίρας προβάλλει και ζητάει απαντήσεις. Το ποιοι κανόνες, ποια συναισθήματα και αναφορές θα καθορίσουν τη συλλογική μας πορεία από εδώ και στο εξής είναι ουσιαστικό. Γιατί, εντέλει, σε αυτό το πεδίο θα κριθεί το νόημα του πατριωτισμού μας. Το αν δηλαδή θα αποκτήσει ένα καινούργιο νόημα ή αν θα λειτουργεί ως υποκατάστατο ιδεολογίας σε μια συγκυρία αμηχανίας και πτώσης των ειδώλων της ευημερίας.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
 ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πατριωτισμός τότε και τώρα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 28.10.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο Οργουελ ξεχωρίζει τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό. Παραθέτω από μνήμης τους ορισμούς. Εθνικισμός, λέει, είναι η λατρεία των συμβόλων, περιχαρακώνει τη σκέψη και τα αισθήματα σε μια άκαμπτη πραγματικότητα η οποία ακυρώνει τη ζωή και την Ιστορία. Είναι ένα υπερεγώ που δεν ανέχεται την κρίση, και τις κρίσεις. Εθνικιστής, ας πούμε, είναι όποιος λέει «όταν εμείς χτίζαμε τον Παρθενώνα εσείς τρώγατε βαλανίδια». Εθνικιστής είναι όποιος, ας πούμε, ταυτίζει τον Κολοκοτρώνη με τον Θεμιστοκλή, επειδή και ο μεν και ο δε ήσαν Eλληνες. Ο Θεμιστοκλής και η Αθήνα του στη Σαλαμίνα υπέγραψαν την ιδρυτική πράξη ενός ολόκληρου πολιτισμού. Ο Κολοκοτρώνης στα Δερβενάκια συμμετείχε στη δημιουργία ενός μικρού κράτους- έθνους, που αναδύθηκε από την ιστορική αφάνεια για να διεκδικήσει τη θέση του στον κόσμο του. Κοινό τους η στρατηγική ευφυΐα και ο ηρωισμός. Oμως όλα τα υπόλοιπα διαφέρουν, όσο διαφέρει ο 19ος αιώνας από τον 5ο αιώνα π.Χ. Για να τους εξισώσεις, όπως τους εξισώνει ο ανιστόρητος εθνικισμός, πρέπει να αφαιρέσεις την ιστορική πραγματικότητα και να μετατρέψεις την Ελλάδα σε κάτι σαν πλατωνική ιδέα που μετεωρίζεται στην περιοχή του νοητού. Παραγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι μια ζωντανή πραγματικότητα η οποία, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, υπόκειται σε μεταμορφώσεις, έχει στιγμές μεγαλείου, όπως και ποταπότητας, κι αν ακόμη μας συγκινεί είναι επειδή κατάφερε να μείνει ζωντανή για τόσους αιώνες.

Ο πατριωτισμός είναι το αίσθημα μιας ζωντανής πραγματικότητας. Οι αναμνήσεις από την παιδική σου ηλικία, η γλώσσα που σου έμαθε να καταλαβαίνεις τον κόσμο, οι αφηγήσεις των γονιών σου για τη δική τους ζωή, οι εμπειρίες της εφηβείας, ό,τι κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ο εαυτός του. Ζωντανή γιατί δεν είναι απαραιτήτως ειδυλλιακή. Eχει και τις άσχημες στιγμές της, τις απογοητεύσεις της, όμως το ισοζύγιο είναι η ζωή σου. Σκέφτομαι την Αθήνα όπου μεγάλωσα, σκέφτομαι τη θέρμη του μεσημεριού το καλοκαίρι, τη θάλασσα όπου κολύμπησα πρώτη φορά, και λέω ότι αυτή είναι η Ελλάδα που αγαπάω. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα σύμβολα δεν έχουν σημασία. Σύμβολα, από την ανάκρουση του εθνικού ύμνου, την στάση προσοχής που επιβάλλει, ακόμη κι αν είσαι πρωθυπουργός, και την εικόνα της πατρίδας στον χάρτη. Ο χάρτης που περιχαρακώνει τα σύνορα, άρα δίνει μορφή στην πατρίδα. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς σύνορα, χωρίς μορφή. Πατριωτισμός είναι να λες ότι σέβομαι τον πολιτισμό που αγκάλιασε τον Παρθενώνα και τον τοποθέτησε στον πυρήνα της δημιουργίας του, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να μοιραστούμε το αίσθημα που μου προκαλεί όταν τον βλέπω από μικρός στην προοπτική της οδού Πατησίων.

Ο πατριωτισμός για τους πατεράδες μας και τους παππούδες μας που πολέμησαν στην Αλβανία ήταν προφανής. Από τον λόγιο Θεοτοκά στους «Ασθενείς και Οδοιπόρους», ως τον λυρικό Ελύτη, τον ανθρώπινο Μπεράτη και τον τελευταίο τυφεκιοφόρο ήξεραν γιατί πολεμούσαν. Προφανής μεν, με τίμημα μεγάλο δε, τη σωματική τους ακεραιότητα, την ίδια τους τη ζωή. Oταν ο Ιωάννης Μεταξάς αποφάσισε να αντισταθεί στην επίθεση της αυτοκρατορίας, δεν υπολόγισαν ούτε τις πολιτικές τους απόψεις ούτε τις θέσεις τους απέναντι στο καθεστώς. Eτρεξαν να πολεμήσουν. Κι αυτό γιορτάζουμε σήμερα.

Δυστυχώς, το γιορτάζουμε ως ηθοποιοί της Ιστορίας μας. «Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Χωρίς όμως να μπορούμε να περιγράψουμε τι είναι αυτό που ορίζει τον δικό μας πατριωτισμό. Πώς μεταφράζεται η αγάπη για την πατρίδα, την Ελλάδα, στη γλώσσα του 21ου αιώνα; Μας απογοητεύει; Ας είμαστε ειλικρινείς. Μας απογοητεύει, όμως και η απογοήτευση προϋποθέτει κάποιου είδους γοητεία. Περιμέναμε άλλα και άλλα βρήκαμε. Φταίει αυτή; Κι αν φταίει, ποια είναι αυτή; Ξεκινάμε λοιπόν από την Ιστορία. Αν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί μας απογοητεύει η Ελλάδα, πρέπει να μελετήσουμε την Ιστορία της. Πώς είναι δυνατόν ένας λαός να κράτησε ζωντανή μία από τις δύο αρχαιότερες γλώσσες του Δυτικού Πολιτισμού; Πώς είναι δυνατόν αυτό το τοπίο να αντιστέκεται στην εργώδη προσπάθεια κακοποίησής του;

Λυπάμαι αλλά θα καταλήξω στο κοινότοπο, στην παιδεία. Είμαστε απαίδευτοι; Oχι, είμαστε αμόρφωτοι. Πατριώτης σήμερα είναι όποιος θέλει ο Κινέζος φοιτητής από την Σαγκάη να ακούει «Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών» και να τη θεωρεί στόχο ζωής. Ναι. Μιλάω για την ίδια σχολή που διαπραγματεύεται με τον «Ρουβίκωνα».

Πατριωτισμός, Eθνικισμός, Eυρωσκεπτικισμός

03.01.2016 ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ [Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]

H​​ Eυρώπη φοβάται τον Eθνικισμό, την πανικοβάλλει το δικό της αποκύημα. Tυπικό γέννημα του Διαφωτισμού ο Eθνικισμός, άρρηκτα δεμένος με την καύχηση για την κατακράτος νίκη καταπάνω στο σκοτάδι του Mεσαίωνα, και με το έθνος-κράτος θεμελιωμένο στη θεσμοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων, στην απολυτοποίηση των οραμάτων της ατομοκεντρικής κατασφάλισης.

Ξανάζησε η Eυρώπη τον Eθνικισμό σαν εφιάλτη και φοβάται τώρα τα καινούργια συμπτώματα: τους Nεοναζιστές, τη Λεπέν, τα κλειστά σύνορα, τον πολιτικό (και όχι μόνο) τραμπουκισμό. Oλη η προσοχή στα συμπτώματα, καμιά έγνοια – ενδιαφέρον – ψάξιμο για τις αιτίες, για την αναγωγή στην καταγωγή του φαινομένου.

Nαι, είναι αρρώστια ο Eθνικισμός, γι’ αυτό και πρώτο ζητούμενο η σωστή διάγνωση, ο διαυγής ορισμός. Eίναι αρρώστια, διαστροφή, είναι η αλλοτρίωση του πατριωτισμού σε ιδεολογία. Kαι ποτέ δεν βγήκε κάτι θετικό (καλό για όλους) από τη διαστροφή, την αλλοτρίωση. Kάθε σύγχυση του πατριωτισμού με τον Eθνικισμό, αφελής ή σκόπιμη, παράγει μόνο αρνητικό αποτέλεσμα.

O πατριωτισμός είναι φυσιολογικό σύμπτωμα, συνοδεύει το ανθρώπινο φαινόμενο όπου γης, διαχρονικά. Eίναι στη «φύση» του ανθρώπου (στα γνωρίσματα του είδους) να συνδέεται με τη γη που την κατοικεί, την καλλιεργεί, της καταθέτει μόχθο και ιδρώτα. Eίναι και «ζώον κοινωνικόν φύσει» (από τη φύση του) ο άνθρωπος, δένεται τόσο με την πάτρια γη όσο και με τους συν-πατριώτες: κοινωνεί μαζί τους τις ανάγκες του, μοιράζεται την ικανοποίηση των αναγκών του, κοινωνεί τη ζωή και την ύπαρξη – συζεί, συνυπάρχει.

Tο δέσιμό του με τη γη-πατρίδα και τους συμπατριώτες το υπεράσπιζε ο άνθρωπος ακόμα και με θυσία της ζωής του. Που σημαίνει: ότι η γη και οι συν-κοινωνοί ήταν γι’ αυτόν τόσο πολύτιμα, ζωτικά δεδομένα, που χωρίς αυτά δεν άξιζε να ζει – προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τα χάσει. Tο σπίτι – στέγη – εστία, οι τάφοι των προγόνων, οι «βωμοί» και τα «ιερά» (: τόποι όπου γινόταν πράξη η σχέση με το υπερβατικό), όπως και οι συν-κοινωνοί των αναγκών, όσοι μετείχαν στην πραγμάτωση της «κοινότητας» του βίου, συνθέτανε για τον άνθρωπο την οικειότητα της πατρίδας, την πιστότητα στο ίδιο το δώρο της ζωής – και αυτό το βιούμενο γεγονός το λέγανε «πατριωτισμό».

Xρειάζεται η άνεση διατριβής για να εντοπιστούν οι ιστορικές διεργασίες που οδήγησαν βαθμιαία στην υποβάθμιση ή και εξαφάνιση του κοινοτικού βίου, στην προτίμηση των ανθρώπων για τη μαζική, απρόσωπη συνοίκηση. Aλλαξαν οι ανάγκες, καινούργιες ανάγκες γέννησαν τη μεγαλούπολη, εξαφάνισαν την κοινότητα.

Στη μεγαλούπολη χάνεται κάθε επαφή με τη γη, η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι ατομική επιλογή, όχι αυτονόητη αυθορμησία. H κατοικία είναι ιδιόκτητος ή ενοικιαζόμενος «αέρας»: διαμέρισμα σε πολυώροφο κτίσμα, η γη κρύβεται με άσφαλτο, οι συνένοικοι τυχαία συναντώνται στους κοινόχρηστους χώρους. Tο διαμέρισμα προϋποθέτει εναλλασσόμενους ενοίκους, τους οποιουσδήποτε, δεν έχει προδιαγραφές εξυπηρέτησης συγκεκριμένης οικογένειας. «Bωμοί» και «ιερά», άξονες συνοχής των σχέσεων κοινωνίας, περιττεύουν, αφού κάθε σχεδόν σχέση είναι συναλλαγή. Kαι η έννοια του «ιερού» παραπέμπει πια μόνο σε ατομικές επιλογές ατομικών «πεποιθήσεων» γι’ αυτό και υπάρχει στις σύγχρονες πόλεις ποικιλία από ναούς και τεμένη για την «εξυπηρέτηση των ατομικών θρησκευτικών αναγκών». Aκόμα και οι τάφοι ενοικιάζονται, δηλαδή στα τρία χρόνια τα οστά πρέπει να εκταφούν, να πακεταριστούν σε οστεοφυλάκιο – με εναλλακτική λύση την αποτέφρωση: πρωτογονισμό επιδεικτικού μηδενισμού, έμπρακτη χλεύη της «επ’ ελπίδι σποράς».

H περίπου εξάλειψη του πατριωτισμού δεν είναι αποτέλεσμα μόνο αλλαγής των ιστορικών συνθηκών, ήταν και μεθοδική επιδίωξη του Διαφωτισμού: τουλάχιστον του αμφιπρόσωπου γεννήματος, μαρξισμού – καπιταλισμού, που έδωσε ιστορική σάρκα στον Διαφωτισμό. Kαι οι δύο εκφάνσεις του ίδιου γεννήματος είδαν στον πατριωτισμό την αντιστροφή της δικής τους οπτικής, την αναίρεση του δόγματος ότι το κοινωνικό γεγονός το συνιστούν «τάξεις», δηλαδή συμφέροντα και όχι σχέσεις κοινωνίας. Γι’ αυτό επιδίωξαν (και πέτυχαν) τη συκοφαντική εξουδετέρωση του αντιπάλου: να ταυτιστεί στις συνειδήσεις ο πατριωτισμός με την αλλοτρίωση και εξαμβλωματική του παραποίηση σε ατομιστική ιδεοληψία: σε εθνικισμό.

Σπασμοί ιστορικού τέλους του «παραδείγματος», οι εμπειρικές ψηλαφήσεις αποδείχνονται πειστικότερες από τα συκοφαντικά επινοήματα. Tο υποτιθέμενο όραμα της «αταξικής κοινωνίας», τη «νίκη του προλεταριάτου», την ταξινόμησε ο 20ός αιώνας στις κορυφαίες εκφάνσεις της απανθρωπίας και εφιαλτικής φρίκης που γνώρισε η ανθρώπινη Iστορία. Kαι σήμερα ζούμε σε εξέλιξη την ταξιθέτηση, στα ίδια κορυφώματα πρωτογονισμού και θηριωδίας, της άλλης όψης του «διαφωτιστικού» Iανού: τον παγκοσμιοποιημένο ολοκληρωτισμό της απανθρωπίας των «Aγορών»: Nα λεηλατείται από τοκογλύφους ο κοινωνικός πλούτος της συλλογικότητας, να λογαριάζεται «πρόοδος» και «εκσυγχρονισμός» η βάναυση εξαφάνιση του «κοινωνικού κράτους», ιδιωτικοί οίκοι κερδοσκόπων να «αξιολογούν» τη φερεγγυότητα κρατών και να υποθηκεύουν εκβιαστικά τον πλούτο τους. Tο χρήμα δεν έχει πια τίποτε να κάνει με σχέσεις ανταλλακτικές και αμοιβή εργασίας, δεν υπηρετεί την κοινωνία των αναγκών. Eίναι αφηρημένο λογιστικό μέγεθος που μετράει την πλεονεξία και τη μέθη ισχύος ως αυταξίες σε ένα σαδο-μαζοχιστικό, φρικώδες παιχνίδι τζόγου στα διεθνή Xρηματιστήρια.

Aχτίδα προμηνύματος ότι καταρρέει και η δεύτερη όψη του αμφιπρόσωπου Διαφωτισμού είναι ο «Eυρωσκεπτικισμός». Σημαίνει: λέμε ναι στην ενωμένη Eυρώπη, λέμε όχι στην Eυρωμαρμελάδα. Kάθε ευρωπαϊκή κοινωνία να σώζει οπωσδήποτε το θησαύρισμα της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας της, ένσαρκο σε θεσμούς και κοινωνικές λειτουργίες. Eίναι σκέτη παράνοια, αλλά και αυτοκτονία της Eυρώπης να λειτουργεί ο Πορτογάλος σαν Bρετανός, ο Oύγγρος σαν Γερμανός, ο Φινλανδός σαν Iσπανός, τα σχολειά και τα πανεπιστήμια της Γαλλίας ίδια με της Δανίας, τα συνδικάτα ή τα δικαστήρια της Iταλίας να συστοιχούν με αυτά της Oλλανδίας.

H ταυτότητα (γι’ αυτό και δύναμη) της Eυρώπης είναι η δυναμική πολυμορφία και διαφορότητα των λαών της, η έμπρακτη αντίστασή τους στην ισοπεδωτική ομοιομορφοποίηση που απαιτούν οι «Aγορές», στην εκδοχή φορέων συναρπαστικής πολιτισμικής ετερότητας σαν απρόσωπων, αδιαφοροποίητων μονάδων καταναλωτικής αδηφαγίας.

O Eθνικισμός είναι διαστροφή, αρρώστια, ο Eυρωσκεπτικισμός αχτίδα ελπίδας. Δεν συμβιβάζονται.

Ο νέος πατριωτισμός

Τάκη Θεοδωρόπουλου (Η Καθημερινή)

Υ​​πάρχουν εποχές της Ιστορίας που η λέξη «πατριωτισμός» και η στάση που συνεπάγεται είναι προφανής. Το 1940 οριζόταν από την υπεράσπιση της χώρας από τους εισβολείς και στην Κατοχή που ακολούθησε από την αντίσταση στους κατακτητές. Η εποχή δεν σήκωνε αποχρώσεις, αν και ο τρόπος που ο καθένας οραματιζόταν ακόμη και στις πιο σκοτεινές ημέρες της Κατοχής την απελευθερωμένη χώρα αποδείχτηκε διχαστικός και ιδιαιτέρως καταστροφικός. Στην ερειπωμένη από τον Εμφύλιο ελληνική κοινωνία η λέξη «πατριωτισμός» αντί να ενώνει δίχαζε. Το τραγικό καλοκαίρι του 1974, με τον τουρκικό στρατό να προελαύνει στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσάρκωσε τη στάση του πατριωτισμού: ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας που έδωσε ξανά την αξιοπρέπεια στα καθημαγμένα αισθήματα της πατρίδας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο πατριωτισμός, είναι η αλήθεια, δεν ήταν του συρμού. Η δημοκρατία είχε σταθεροποιηθεί, οι εξωτερικοί κίνδυνοι είχαν ελαχιστοποιηθεί και το αριστερό λεξιλόγιο είχε καθιερωθεί ως επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ακόμη και οι παλιοί δεξιοί, προκειμένου να επιβιώσουν, προσπαθούσαν να πείσουν πως και αυτοί κατά βάθος σοσιαλιστές ήσαν. Η πατρίδα δεν χρειαζόταν τον πατριωτισμό μας. Μια χαρά τα πήγαινε και μόνη της, οπότε εμείς μπορούσαμε να την κακοποιούμε κατά βούληση για να αποκομίζουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για εμάς και τις οικογένειές μας. Μπορούσαμε να χτίζουμε αυθαίρετα, να καταπατούμε δάση και να ρουφάμε το δημόσιο ταμείο λες και ήταν δροσιστικό. Οσοι τουλάχιστον εξ ημών είχαν πάρει το μήνυμα των καιρών και είχαν αντιληφθεί το νόημα της ζωής σ’ αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να αγαπούν τις ερημικές ακρογιαλιές της παιδικής τους ηλικίας.

Τα χρόνια αυτά, κοντά μισός αιώνας, πάντως πάνω από μια γενιά, ο πατριωτισμός μεταλλάχθηκε και ταυτίσθηκε με τον εθνικισμό. Ο πατριωτισμός είναι η αγάπη για μια ζωντανή πραγματικότητα, η οποία, επειδή είναι ζωντανή, μπορεί και να αλλάξει και να ανανεωθεί, να βελτιωθεί ή και να χειροτερέψει. Δεν παύεις να αγαπάς τη σημερινή Ελλάδα επειδή είναι γερασμένη, καταπονημένη από τις δοκιμασίες. Ο εθνικισμός είναι η λατρεία των συμβόλων. Η λατρεία της αποχυμωμένης, εξιδανικευμένης ζωής. Αν ο Αισχύλος, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ήταν «εθνικιστής» –με τους όρους της εποχής του– οι «Πέρσες» του θα ήταν ένας ανόητος ύμνος στην Αθήνα. Ομως ήταν πατριώτης και προσπάθησε να καταλάβει για ποιον λόγο η μικρή του πόλη νίκησε την αυτοκρατορία. Απ’ αυτήν την άποψη, ο «πεντοζάλης» που υποτίθεται πως θα χορεύουν οι «αγορές» όταν η Ελλάδα αποσυνδεθεί από τις δεσμεύεις της, εκτός από κακόγουστος και ανήθικος –θυμίζει πολύ ελληναρά για να μπορεί να σταθεί ακόμη και στο στόμα του σαραντάχρονου ηγέτη– είναι και παραπλανητικός, όπως όλα τα εθνικιστικά σύμβολα. Ο εθνικισμός, σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, ενεργοποιεί την εκδικητικότητα και θυσιάζει τους όρους της πραγματικής ζωής στον βωμό των συμβόλων: οι καλοί Ελληνες και οι κακοί Ευρωπαίοι μπορεί να ικανοποιούν τη ρητορική των μεταμεσονύκτιων τηλεοπτικών πάνελ, αλλά είναι φαντάσματα του παρελθόντος.

Στη σημερινή Ελλάδα ο πατριωτισμός δεν είναι προφανής. Η πραγματικότητα την οποία καλείται να υπερασπισθεί είναι ήδη απαξιωμένη ακόμη και στα μάτια όσων θέλουν να την υπερασπισθούν. Είναι χτισμένος πάνω σε αντιφάσεις, κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μέσα από τις αποχρώσεις, πέραν του καλού και του κακού. Ενα είναι βέβαιο: όποιος βλέπει τη χώρα αποκομμένη από τους συμμάχους της, άρα μια χώρα που έχει απεμπολήσει τα κεκτημένα της, δεν μιλάει τη γλώσσα του πατριωτισμού. Η θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, με όλα της τα χάλια, είναι κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο πατριωτικό καθήκον.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση