Επιστροφή σε ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ

1821-2021 οι μαθητές γράφουν: Λογοτεχνία και Ελληνική Επανάσταση του 1821

               

 

“Εις Αγαρηνούς”

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

 

  

Ο Ανδρέας Κάλβος είναι ένας από τους επιφανέστερους έλληνες ποιητές. Δημιουργός με ιδιαίτερο ύφος και συγκλονιστικός στις ποιητικές του εξάρσεις, έγινε γνωστός κι εκτιμήθηκε ως μείζων έλληνας ποιητής, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, χάρις στον Κωστή Παλαμά. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται στις «Ωδές» του, στις οποίες έψαλε τις αρετές και το έπος του ‘21.

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στη Ζάκυνθο, από ντόπια πλούσια μητέρα, την Αδριανή Ρουκάνη και πατέρα Κερκυραίο, τον Ιωάννη Κάλβο, ανθυπολοχαγό του Ενετικού στρατού και αργότερα έμπορο. Μετά το χωρισμό των γονέων του, ακολούθησε τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο οποίος επιδόθηκε στο εμπόριο.

Όταν, όμως, έχασε τον πατέρα του (1812), σταμάτησε τις φιλολογικές σπουδές του κι εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά μ’ έναν επίσης ξενιτεμένο Ζακυνθινό, τον σπουδαίο ελληνοϊταλό ποιητή Ούγο Φώσκολο, που τον προστάτεψε και τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του σε μία πόλη ξακουστή για τα γράμματα και τις τέχνες της. Στην ιστορική πόλη της Τοσκάνης, ο Κάλβος εντρύφησε λογοτεχνία και ανακάλυψε την ποιητική του φλέβα.

Όταν ο Φώσκολος κατέφυγε στην Ελβετία ως πολιτικός εξόριστος (1815), πήρε μαζί του τον Κάλβο και από εκεί οι δύο φίλοι εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Τύπος ιδιόρρυθμος και κυκλοθυμικός, ο Κάλβος, ήρθε σε ρήξη με τον προστάτη του και διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις μαζί του, αναγνωρίζοντας όμως τις κάθε μορφής παροχές και ευεργεσίες του συμπατριώτη του.

Μόνος του πια, ο Κάλβος αγωνίστηκε σκληρά να κερδίσει τη ζωή του με ιδιωτικές παραδόσεις και με μεταφράσεις θεολογικών συγγραμμάτων. Τον Μάιο του 1819 παντρεύεται τη Μαρία Τερέζα Τόμας, η οποία θα πεθάνει τον ίδιο χρόνο.

Το 1820 εγκαταλείπει το Λονδίνο και περνώντας ξανά από τη Φλωρεντία, όπου απελαύνεται για τις φιλελεύθερες ιδέες του και την Ελβετία, φτάνει στο Παρίσι (1824), όπου προσπαθεί να ζήσει ως δημοσιογράφος.

Το 1826 κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα «για να προσφέρει ακόμη μια καρδιά στα όπλα των μουσουλμάνων», όπως έγραψε στον στρατηγό Λαφαγιέτ. Φτάνει στο Ναύπλιο, όπου όμως δεν θα εκτιμηθεί η αφιλόκερδη και αγνή πατριωτική προσφορά του.

Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα, οι αντιζηλίες και τα πάθη των αγωνιστών τον πληγώνουν βαθιά και πικραμένος φεύγει για την Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί συνεχίζει τις παραδόσεις ιδιωτικών μαθημάτων, διορίζεται γυμνασιάρχης στο Ιόνιο Γυμνάσιο και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Γεράσιμος Μαρκοράς ευτύχησαν να είναι μαθητές του.

Τον Νοέμβριο του 1852 εγκαταλείπει οριστικά την Κέρκυρα για την Αγγλία. Στο Λονδίνο παντρεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, με την οποία εγκαθίσταται στο Λάουθ του Λινκονσάιρ, όπου η σύζυγός του ίδρυσε ανώτερο παρθεναγωγείο στο οποίο δίδασκε και ο Κάλβος. Εκεί συνέχισε την ενασχόλησή του με τις θρησκευτικές μελέτες και τις μεταφράσεις έως τον θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869.

Ο τάφος του ήταν άγνωστος έως το 1937, οπότε βρέθηκαν τα οστά του στο νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας του Κέντιγκτον. Τον Μάρτιο του 1960 τα οστά του ποιητή και της δεύτερης γυναίκας του (που είχε πεθάνει το 1888), μεταφέρθηκαν πρώτα στην Αθήνα και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου από τις 17 Ιανουαρίου 1968 βρήκαν την αιώνια ανάπαυση στο μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.

Έτσι εκπληρώθηκε η τελευταία επιθυμία του ποιητή, όπως την είχε ζητήσει στην τελευταία στροφή (κγ’) της πρώτης Ωδής («Ο Φιλόπατρις»): «Ας μη μου δώση η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον / είναι γλυκύς ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα / εις την πατρίδα».

Το κυριότερο ποιητικό δημιούργημα του Κάλβου είναι οι «Ωδές», που αποτελούνται από 20 πολύστροφα ποιήματα. Τις πρώτες δέκα τις έγραψε στη Γενεύη το 1824 και τις άλλες δέκα μετά δύο χρόνια στο Παρίσι. Οι πρώτες είχαν τον γενικό τίτλο «Λύρα, Ωδαί» και οι άλλες τον τίτλο «Νέαι Ωδαί». Στο πρώτο βιβλίο υπογράφει ως Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης ο Ζακύνθιος και στο δεύτερο ως Κάλβος ο Ζακύνθιος. Οι περισσότερες Ωδές είναι αφιερωμένες στην πατρίδα ή τιτλοφορούνται με τίτλους που εξυμνούν την πατρίδα και τους τόπους θυσίας των ηρωικών υπερασπιστών της.

Νεοπινδαρικός στο ύφος, μεγαλοπρεπής, με απίθανες εξάρσεις, ο Κάλβος δίνει στο στίχο του το βαθύ νόημα των μεγάλων οραματισμών. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί αποτελεί έναν ιδιότυπο συγκερασμό από αρχαϊκά στοιχεία, Κοραϊκούς τύπους, δημοτικές λέξεις και προσωπικά πλάσματα, συχνά αυθαίρετα. Οι στροφές των Ωδών του είναι πεντάστιχες και αποτελούνται από στίχους ανομοιοκατάληκτους, τέσσερις επτασύλλαβους και ένα πεντασύλλαβο.

Αν το έργο του έγινε ευρύτατα γνωστό κι εκτιμήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον Κωστή Παλαμά, που σε μία ομιλία του, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, διαδήλωσε τον απερίφραστο θαυμασμό του στην ποίηση του Κάλβου και ερμήνευσε στο ακροατήριό του γιατί ο Κάλβος ήταν ένας μεγάλος, ένας αρρενωπός ποιητής.

Ανάλυση του ποιήματος

Η λατρεία προς το θεό και ο δρόμος προς την ελευθερία

Ο  τίτλος  αρχικά  ήταν  «εις  τυράννους».  Αλλά  ο  Κάλβος  προτίμησε  τον  τίτλο  «εις  Αγαρηνούς» (Αγαρηνός = Άραβας  και  κυρίως  βάρβαρος,  αιμοβόρος,  κακούργος),  ώστε  να  υποδηλώσει  εκτός  από  τους  Τούρκους  και  τους  Ευρωπαίους  τυράννους  χωρίς,  όμως,  να  προκαλέσει  την  αντίδραση  της  αυστριακής  εξουσίας.

1η Ενότητα, στροφές Α-Δ, η επιμέρους αυτή θεματική Ενότητα αναφέρεται στο Θεό. Με την πρώτη κιόλας στροφή ο ποιητής εκφράζει τη βαθιά του πίστη σε ένα και μοναδικό Θεό, όπως ορίζει η ορθοδοξία. Μάλιστα ο Θεός παρουσιάζεται καθισμένος στον “ύψιστο θρόνο” του, όπως τον θέλει και η Βυζαντινή αγιογραφία, να επισκοπεί από εκεί τα έργα των χειρών του και να αστράφτει “ως ήλιος της δικαιοσύνης” που είναι, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση. Ο Θεός λοιπόν επιβλέπει τα δημιουργήματά του και παρεμβαίνει για να τα συνεχίζει, όταν η συμπεριφορά τους δεν είναι αρμόζουσα.

Στη Β στροφή ο Θεός παρουσιάζεται με μία εντυπωσιακή εικόνα: από τα πόδια του κρέμονται όλα τα έθνη σαν βροχή που πέφτει από τον ουρανό. Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη του ρήματος “κρέμονται-κρέμεται”, που υποδηλώνει την άμεση εξάρτηση όλων από τον παντοδύναμο Θεό.

Στη Γ στροφή φανερώνεται η ιδιότητα του Θεού ως προστάτης της Δικαιοσύνης. Μάλιστα η επανάληψη της λέξης “φωνή” που στη δεύτερη περίπτωση προσδιορίζεται ως φωνή δικαιοσύνης έχει Ακριβώς αυτό το σκοπό, να δείξει δηλαδή την επιβολή του δικαίου και τη σκληρή τιμωρία των ανόμων που θα βρεθούν στον Άδη “ως σταγόνες αίματος”.

Στη Δ στροφή ο ποιητής αναφέρεται στις απολαβές των οσίων. Τα πνεύματα τους ως αργυρή ομίχλη, ανεβαίνουν στον ουρανό, στον παράδεισο, ( τον ποταμό από το φως) εκεί όπου υπάρχει δικαιοσύνη.

Στροφές Ε-Ζ: Στη δεύτερη αυτή επιμέρους θεματική ενότητα ο ποιητής έχει ως θέμα τον ήλιο. Η αναφορά αυτή, χαρακτηριστική σε όλη την επτανησιακή σχολή φανερώνει το φυσιολογικό πνεύμα του Κάλβου.

Στην στροφή Ε παρουσιάζει τον ήλιο μόνο στον ουρανό να κυβερνάει με δίκαιο τρόπο. Χαρακτηριστική είναι και η χρήση κεφαλαίου γράμματος στη λέξη για να υποδηλώσει ότι η συμβολική της σημασία: πρόκειται για τον ήλιο της δικαιοσύνης που σύμφωνα με τη βαθύτερη πίστη και την αντίληψη του ποιητή είναι αυτός που θα τιμωρήσει στο τέλος τους άδικους και τους τύραννους.

Στην επόμενη στροφή της ΣΤ ποιητής παρουσιάζει τον ήλιο να ανατέλλει “ωσάν Χαράς ιδέα”, αφού με αυτόν φωτίζονται τα έργα των βασανισμένων ανθρώπων. Χάνεται όμως κάποια στιγμή παραδίδει τα σκήπτρα του και βασιλεύει για να ξεκουραστούν πια και οι άνθρωποι. Όμως έρχεται η νύχτα και μαζί της, όπως θα τονίσει στη συνέχεια, πολλά δεινά. Η δύση πάντως του ήλιου παρουσιάζεται ως κάτι ξαφνικό, στιγμιαίο για αυτό και η χρήση αορίστου, έτσι ώστε να τονιστεί η κατάσταση αυτή θα είναι μικρής διάρκειας Και άρα παροδική.

2η Ενότητα Στροφή Η: Αποτελεί τη μεταβατική στροφή ανάμεσα σε αυτήν την ενότητα και την προηγούμενη καθώς, ο Κάλβος συνδέει το Θεό και τον ήλιο με τους τύραννους. Έτσι οι τελευταίοι παρουσιάζονται να θέλουν βωμούς, θυμιατά και ύμνους, καθώς συγκρίνουν τον εαυτό τους με τον ήλιο. Τη διαμαρτυρία του στην κατάσταση αυτή δηλώνει έντονα ο Κάλβος με τις δραματικές ερωτήσεις του.

Στροφή Θ: ο Κάλβος εκδηλώνει έντονα την αποστροφή του προς τους τυράννους παρουσιάζοντας τους σαρκαστικά να θέλουν να φαίνονται “ύψιστοι” και “λαμπρότεροι” από τους άλλους, μοναδικοί αυτοι. Μάλιστα η χρήση των επιθέτων που χρησιμοποιεί για να τους χαρακτηρίσει στον υπερθετικό βαθμό έχει σκοπό ακριβώς να δείξει το μέγεθος της αναίδειας τους και της δικής του αποδοκιμασίας.

Στροφή Ι: Όσο κι αν θέλουν οι τύραννοι να προβληθούν όσο εκφραστές της νομιμότητας και της δικαιοσύνης, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά διώκτες της αρετής, άσπλαχνοι και άδικοι που δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να εκδιώκουν την αρετή και τους ενάρετους ανθρώπους. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός του ποιητή είναι έκδηλος με τις δραματικές ερωτήσεις αλλά και με τον τρόπο που παρουσιάζει τους τυράννους (“κριται ως Θεοί”).

Στροφή ΙΑ: Οι τύραννοι στην πραγματικότητα καταπατούν το νόμο και το δίκαιο. Όμως με την έκφραση “συντριφθειν τώρα” ο Κάλβος θέλει να τονίσει πως η καταπίεση που ασκούν δεν είναι μία κατάσταση διαχρονική, αλλά κάτι που τώρα συνέβη και σαφώς μπορεί να ανατραπεί.

Στροφές ΙΒ-ΙΔ: Σε αυτές τις στροφές αναφέρεται ο Κάλβος στις συνέπειες της τυραννίας στον κοινωνικό τομέα. Πράγματι τύραννοι με ένα αχόρταγο δρεπάνι στα χέρια τους θερίζουν τα αγαθά των ανθρώπων απομυζώντας τους. Η αρπακτική τους διάθεση είναι τρομερή και φτάνουν στο σημείο να αρπάζουν και τα αγαθά των ανθρώπων που ζουν στην ξενιτιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα βασικά για τους δικούς τους που είναι πίσω στην πατρίδα. Η συγκίνηση και η οργή του ποιητή είναι τέτοια για την αδηφάγο και καταστρεπτική διάθεση των τύρρανων που εκδηλώνεται και  πιο άμεσα και μάλιστα με τη χρήση Β ενικού προσώπου αντί για Α πληθυντικού που χρησιμοποιούσε στις προηγούμενες στροφές.

Στροφές ΙΕ-ΙΗ: Ο Κάλβος απευθύνεται πάλι με β πληθυντικό πρόσωπο στους Έλληνες τους οποίους ρωτά με απελπισμένο ύφος γιατί επιμένουν, να ζουν ειρωνικά προβαίνοντας σε όμορφες και σεμνές εκδηλώσεις, αφού οι τύραννοι κάνουν άδικους πολέμους και θα τους οδηγήσουν και πάλι στη μάχη και στη σφαγή. Οι τύραννοι, λοιπόν ζητούν όχι μόνο τον ιδρώτα αλλά και το αίμα των Ελλήνων, την ίδια την ψυχή τους. Μάλιστα, δεν υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης ή διαμαρτυρίας απέναντι σε όσα τους ζητούν οι τύραννοι για να πράξουν. “Αλοίμονο” αν αντιδράσουν. Με τον τρόπο αυτό δείχνει άμεσα ο Κάλβος  στην ταραχή και την αγανάκτηση του για τη δράση των τυρράνων.

Στροφές ΙΘ-Κ: Ο Κάλβος αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπόδουλοι Έλληνες. Είναι τέτοια η καταπίεση που ο ποιητής αναφωνεί “αλοίμονον” στη σκέψη των συνεπειών που θα υπάρξουν όταν ο Θεός “ζώοποιήσει” τους Έλληνες, οταν δηλαδή τους φωτίσει, ώστε να δουν  την αλήθεια και να κινητοποιηθούν για την απελευθέρωσή τους. Μάλιστα στην επόμενη στροφή εξηγεί ποιες θα είναι αυτές οι συνέπειες: φυλακή, βασανιστήριο και θάνατος ακόμα θα περιμένει όποιον αντισταθεί.

Στροφές ΚΑ-ΚΒ: Ο ποιητής εκθέτει τη δική του στάση απέναντι στους τύραννους. Με προκλητικό και συνάμα αγέρωχο τρόπο δηλώνει πως ο ίδιος δεν πρόκειται να συμβιβαστεί. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να υποταχθεί στους τύραννους να γονατίζει μπροστά τους όσο φοβερές και αν είναι οι απειλές. Προτιμά το θάνατο παρά να “ατιμάσει” τα γόνατά του. Η ψυχή παραμένει ελεύθερη και έχει σκοπό να τη διατηρήσει έτσι.

 

3η ΕνότηταΣτροφή ΚΓ: Στον επίλογο της ωδής ο ποιητής ξαναγυρίζει στη σύγκριση με τον ήλιο και τον τύραννο. Με σαρκασμό και ειρωνεία παρουσιάζει τους τυράννους να λάμπουν, ίσα όμως μόνο για να φωτίζουν και να προκαλούν τις δυστυχίες των ανθρώπων που καταπιέζουν. Έτσι έμμεσα δηλώνει την ανάγκη να  ξεσηκωθούν όλοι οι καταπιεσμένοι και να αγωνιστούν για την κατάκτηση της ελευθερίας τους.

Ερώτηση 2 σελ. 215:

Οι τύραννοι θεωρούν τους εαυτούς τους ισότιμους με το Θεό και τον ήλιο σε μεγαλείο και σε δύναμη, ύψιστους, λαμπρούς και δικαίους. Ο Κάλβος όμως έχει διαφορετική εικόνα για αυτούς και τους παρουσιάζει άδικους,  σκληρόκαρδους,  καταπατητές του νόμου και της αιρετής εκμεταλλευτές του λαού, εκδικητικούς.

 Ελένη Λώρη Α4 25.03.21 

 

 

 Διονύσιος Σολωμός                                                                                       

 Ύμνος εις την ελευθερίαν                                                                  

Μέγα  Μαριλίτα Α4

Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο αρχηγέτης της Επτανησιακής Σχολής και δημιουργός του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», είναι μια από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του Νεώτερου Ελληνισμού. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής. Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά. Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον και ακολούθησαν Η καταστροφή των Ψαρών, Η ΦαρμακωμένηΟ ΛάμπροςΕις ΜοναχήνΟ ΚρητικόςΟι ελεύθεροι πολιορκημένοιΟ Πορφύρας. Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής». Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία». Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις.

                               Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Το 1828 ο Νικόλαος Μάντζαρος, Κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα. Έκτοτε ο ‘Ύμνος εις την Ελευθερίαν’ ακουγόταν τακτικά σε εθνικές εορτές. Το ποιήμα αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές, από αυτές οι 2 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Το ποίημα γράφτηκε κατά την διάρκεια της επανάσταση. Στο ποίημα ακολουθείται  ομοιοκαταληξία, ο 1ος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον 3ο και ο 2ος ομοιοκαταληκτεί με τον 4ο. Ο ποιητής κινούμενος απ’ τον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής του τονίζει την ελευθερία μέσα στους στοίχους του κειμένου. Ο ποιητής θέλει να δώσει κουράγιο στους μαχόμενους Έλληνες καθώς και ελπίδα στους συμπατριώτες του ότι κάποια μέρα θα είναι ελεύθεροι. Επιπροσθέτως θέλει να τονίσει ότι πρέπει να είναι ενωμένοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Επισημάνει στους Έλληνες ότι πρέπει να είναι γενναίοι σε αυτή την εποχή που βρίσκονται για να αφεθούν επιτέλους ελεύθεροι.

 

 

Ύμνος εις την Ελευθερίαν (στ. 122-131)

Διονύσιος Σολωμός

Μέγα Χριστιάνα Α4

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του προπερασμένου αιώνα. Αρχηγός της Επτανησιακής σχολής, ηγέτης του νεοελληνικού έμμετρου λόγου, που ουσιαστικά αρχίζει μετά από αυτόν και, τέλος, Εθνικός της Ελλάδας, και γιατί έγραψε τον Εθνικό μας Ύμνο και γιατί τον νεοελληνικό ποιητικό λόγο, και γιατί ύμνησε τον Εθνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας, και γιατί πρώτος χρησιμοποίησε στον ποιητικό και πεζό του λόγο την εθνική λαϊκή μας γλώσσα, τη δημοτική. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1789 (έτος του μαρτυρίου του Ρήγα) και πέθανε στην Κέρκυρα το 1859, δυο χρόνια πριν γεννηθεί ο Παλαμάς. Ο πατέρας του Νικόλαος Σολωμός ήταν πλούσιος άρχοντας και κόμης, ενώ η μητέρα του, Αγγελική Νίκολη, ήταν γυναίκα του λαού. Έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία, αλλά τα άφθονα οικονομικά μέσα του επέτρεψαν να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε ηλικία δέκα χρονών, συνοδευόμενος από τον οικοδιδάσκαλό του καθολικό αββά Σάντο Ρόσσι, πήγε στη Βενετία και συνέχισε πανεπιστημιακές σπουδές στην Κρεμόνα και την Παβία της Ιταλίας. Τα ενδιαφέροντα του ήταν φιλολογικά, δεδομένου μάλιστα ότι από μικρός στιχουργούσε ο ίδιος. Η λαμπρή άνθηση της ιταλικής φιλολογίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, τα ποιήματα του τα έγραφε ιταλικά. Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.), μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους τους, και τελειοποιούμενος ολοένα στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ’ έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας. Το 1818 χρειάστηκε να γυρίσει στη Ζάκυνθο. Τα δέκα χρόνια που έζησε στην Ιταλία τον είχαν επηρεάσει βαθύτατα, ώστε και στην Ελλάδα να συνεχίσει γράφοντας ιταλικά. Αλλά το 1822 η γνωριμία του και οι συζητήσεις του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη τον έπεισαν, ότι έπρεπε να γίνει Έλληνας ποιητής, να γράφει στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα στη γλώσσα του λαού, τη δημοτική. Ο Σολωμός στο διάστημα 1847-51 επιχείρησε να ξαναγράψει ιταλικά ποιήματα. Ήταν όμως ήδη Έλληνας ποιητής, ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού του, μία μορφή γεμάτη αίγλη, κύρος και δόξα για ολόκληρη την Ελλάδα. Είχε πετύχει να ξεπεράσει τη μεγάλη δυσκολία της γλώσσας, να την κατακτήσει και να την αξιοποιήσει με ποιητικά αριστουργήματα, στα οποία έβλεπες τον μεγάλο τεχνίτη.

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ (στ. 122-131)

Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» γράφτηκε κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Έχει 158 στίχους και πλεχτή ομοιοκαταληξία. Ο ύμνος απευθύνεται στη Ελευθερία, η οποία, παρά τη μακροχρόνια απουσία της, είναι οικεία στον ποιητή. Την αναγνωρίζει απ’ την πρώτη στιγμή. Την αναγνωρίζει απ’ το κοφτερό της σπαθί, που σκορπίζει ολόγυρα τον τρόμο και το θάνατο στους εχθρούς, την αναγνωρίζει κι απ’ το βλέμμα της, απ’ τη ματιά της που με βιασύνη αναμετράει τη γη. Ο Σολωμός μας μιλάει για την γαλήνη και την ελευθερία που χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Παρομοιάζει την ελευθερία με την θάλασσα. Στον στίχο 131 επισημάνει το αίμα που χύθηκε από  τον πόλεμο για την πατρίδα.

 

 

ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ «Διδαχές»

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο Κοσμάς Αιτωλός γεννήθηκε μάλλον το 1714 στην επαρχία Απόκουρου της Αιτωλίας από Ηπειρώτες γονείς. Ήταν κληρικός , μάρτυρας , άγιος της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας και «λαϊκός δάσκαλος» του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους. Το 1760 άρχισε με την έγκριση του Πατριαρχείου το διαφωτιστικό του έργο. Τα κηρύγματα του ήταν γεμάτα θρησκευτική ευλάβεια και προτροπές προς τους χριστιανούς να κρατήσουν την πίστη τους και να σπουδάσουν τα παιδιά τους με την ελληνική παιδεία. Δημιούργησε και σχολεία όπου διδάσκονταν και αρχαία ελληνικά. Η δράση του, όμως οδήγησε στη θανάτωση του: στις 24 Αυγούστου κρεμάστηκε από τον Κουρτ-πασά κι έτσι το έργο του , που τόσο αγάπησε ο λαός , έλαβε τέλος.  Μαρτυρίες για το πέρασμα και τις περιοδείες του Πατροκοσμά στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν πολλές. Στο πέρασμά του έστηνε σταυρούς. Ένα πλήθος σταυροί στήθηκαν σ’ αμέτρητες περιοχές, όπως πλήθος ήταν και τα κηρύγματά του. Σε πολλές ορεινές περιοχές της Ηπείρου υπάρχουν και σήμερα τοπωνύμια με την ονομασία ‘‘Σταυρός’’, που, είτε βρίσκεται ένα ταπεινό προσκυνητάρι, που το έστησαν οι απλοϊκοί χωρικοί για να θυμίζει το πέρασμα του Αγίου, είτε είναι ο τόπος που κήρυξε και τοποθέτησε το δικό του σταυρό ο Πατροκοσμάς, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε φορά που μιλούσε. Το νόημα των έργων του Κοσμά Αιτωλού ήταν αρχικά  οι άνθρωποι να αγαπάνε  τους εχθρούς τους  και να τους συγχωρούν  με όλη τους τη καρδία, γιατί έτσι θα τους συγχωρέσει ο θεός για τις δικές τους αμαρτίες. Επίσης ανέφερε ό,τι και να πει ο πνευματικός στον άνθρωπο να τα βάλει στο μυαλό του με χαρά. Επιπρόσθετα, όταν ερωτηθεί ο άνθρωπος από τον πνευματικό του  την αιτία για τις πράξεις του να μην ρίξει τις ευθύνες σε άλλους.

ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Οι Διδαχές του Κοσμά του Αιτωλού είναι από τα σημαντικότερα έργα του νεοελληνικού Διαφωτισμού και εμπεριέχουν το σύνολο των κηρυγμάτων του. Δεν κατέγραφε ο ίδιος τα κηρύγματα του , αλλά από μνήμης οι πιστοί ακόλουθοι του, που όμως δεν κατάφεραν να διατηρήσουν την καθαρότητα της γλώσσας ούτε το πνεύμα του. Το έργο του οι από τις διδαχές έχει δυο αποσπάσματα. Το πρώτο το διέδωσε ο Περραιβός αφού το μετέφερε στην καθαρεύουσα. Το κήρυγμα αυτό έγινε από τον Κοσμά στην Πάργα όταν την επισκέφτηκε για πρώτη φορά. Το δεύτερο απόσπασμα αποτελεί μέρος από κήρυγμα στα χωριά της Πίνδου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και το έχει διαδώσει ο Τριαντάφυλλος Μπάρτας που επίσης το διαμόρφωσε γλωσσικά.

 

ΜΑΡΙΑ ΜΠΑΖΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Α’4

 

 

 

Βιογραφία του Αδαμάντιου Κοραή

Άγγελος Λιάσκας

  • Ο Αδαμάντιος Κοραής είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού, ήταν ένας από τους πρώτους που εξέδωσε σχόλια για έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Είναι γνωστός επίσης και για τις γλωσσικές του απόψεις στην υποστήριξη της καθαρεύουσας, με σκοπό να βοηθήσει στην ανάπτυξη της ελληνικής γλώσσας.

  • Λίγα Λόγια για την προέλευση του κειμένου

Το κείμενο [Όσοι προΐστασθε των Γραικών] το έγραψε ο Αδαμάντιος Κοραής κατά την διάρκεια επίσκεψης στην Ιταλία, συγκεκριμένα στην Ρώμη. Ο Κοραής πιστεύει πως η συνέχιση της τουρκικής δουλείας προς τους Έλληνες οφείλεται στη ζήλεια που είχαν η ευρωπαίοι ηγεμόνες, οι οποίοι βοηθούσαν τον Σουλτάνο.

  • Τα συναισθήματα που έτρεφε ο Αδαμάντιος Κοραής

Ο Κοραής έτρεφε πολλά συναισθήματα που τα  περισσότερα από αυτά ήταν αγάπη για την ελευθερία και το μίσος που είχε για τον Οθωμανό Σουλτάνο. Ο Κοραής πίστευε πως μόνο ενωμένοι θα σταθούμε απέναντι στον Οθωμανικό λαό. Επίσης πίστευε πως ο ηγέτης θα έπρεπε να έχει δικιά του βούλησή και να μην χρησιμοποιεί σε καμία περίπτωση κάποιο είδους βίας.

 

 

 

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι σχεδίασμα Β’ 1-2

Διονύσιος Σολωμός:

  Ο Διονύσιος Σολωμός ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές της Ελλάδας. Είχε καταγωγή από την Ζάκυνθο και γεννήθηκε 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων και ύστερα της Κύπρου, ενώ ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά την δημοτική γλώσσα. Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του Ιταλού δασκάλου του, Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές του στη νομική, για την οποία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής. Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου έκατσε εκεί για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά. Το πρώτο του βασικό του ελληνικό ποίημα ήταν  «ο Ύμνος εις την Ελευθερία», απόσπασμα το οποίο καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Στην συνέχεια, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον» και κάποια από τα επόμενα ποιήματα του ήταν  «Η καταστροφή των Ψαρών, Η Φαρμακωμένη, Ο Λάμπρος, Εις Μοναχήν, Ο Κρητικός, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι». Ο Διονύσιος Σολωμός πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ’ ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου. Η ημερομηνία θανάτου του έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας.

Σχεδίασμα Β’   1

   Στο συγκεκριμένο σχεδίασμα ο ποιητής χρησιμοποιεί ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ο οποίος θυμίζει δημοτικό τραγούδι και η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή. Στην πρώτη στροφή, ο ποιητής δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην πείνα. Στον πρώτο στίχο, ο συγγραφέας μας αναφέρει την τέλεια σιωπή, την απόλυτη σιωπή που επικρατεί στον κάμπο. Στον κάμπο βασιλεύει η νεκρική σιωπή και ο Σολωμός εδώ χρησιμοποιεί το σχήμα της υπερβολής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιείται το σχήμα υπερβατό, δηλαδή χωρίζει το ουσιαστικό από τον επιθετικό προσδιορισμό και έτσι δίνει στο απόσπασμα λογοτεχνική και ποιητική έμφαση. Παρακάτω αναλύει ότι ένα ασήμαντο στοιχείο της φύσης, ένα πουλί, μπορεί και ζει ανέμελο, να είναι ελεύθερο και να μπορεί να αναζητεί την τροφή του. Από την άλλη, η μάνα δεν μπορεί να θρέψει τα παιδιά της, να τους προσφέρει τροφή και για αυτό η μητέρα ζηλεύει το πουλί. Ο άνθρωπος όταν βιώνει δύσκολες καταστάσεις και στερείται βασικές ανάγκες για την επιβίωση του είναι καταπονεμένος και αυτό φαίνεται στην όψη του και στα μάτια του. Η μάνα ορκίστηκε στα παιδιά της και είδε στα μάτια τους την κακή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν.  Η επανάληψη της λέξης «μάτια» επισημαίνει το σημείο που φανερώνεται η έλλειψη και η στέρηση. Στους τρεις τελευταίους στίχους της πρώτης στροφής κυριαρχεί το πρόσωπο του Σουλιώτη. Εδώ, ο ποιητής φανερώνει πως ακόμα και ένα πρότυπο ενός πολεμιστή μπορεί να κλάψει, γιατί η πείνα τον έχει αποδυναμώσει. Είναι φανερό πως ο πολεμιστής έχει φτάσει σε αδιέξοδο, ο οποίος αγωνίζεται για την ελευθερία του. Στους δύο τελευταίους στίχους ο Σουλιώτης κάνει διάλογο με το τουφέκι του. Το γεγονός ότι οι Τούρκοι γνωρίζουν την εξάντληση  των Μεσολογγιτών, φανερώνει την δύσκολη θέση  στην οποία βρίσκονταν.

Σχεδίασμα Β’    2

   Σε αυτό το σχεδίασμα ο συγγραφέας συνεχίζει να χρησιμοποιεί ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο και η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή. Το θέμα του δεύτερου ποιητικού αποσπάσματος είναι η ατελείωτη ομορφιά της φύσης. Έτσι αυξάνεται η αγωνία και η ανυπομονησία των εχθρών να καταλάβουν την γη. Στο πρώτο δίστιχο ο Απρίλης και ο Έρωτας λειτουργούν ως προσωποποιήσεις και αποκτούν ευχάριστες ανθρώπινες ιδιότητες. Από την μία, ο Απρίλης είναι ένας μήνας της άνοιξης και ειδικότερα εκείνη την περίοδο γεννιέται και αναπτύσσεται η φύση. Από την άλλη, ο Έρωτας συμβολίζει την χαρά και την αγάπη για την ζωή που πρέπει να έχουν οι Μεσολογγίτες. Σε αυτό το σημείο χρησιμοποιούνται από τον ποιητή ρήματα στον δραματικό ενεστώτα, τα οποία παρουσιάζουν με μεγαλύτερη ζωντάνια την κατάσταση που επικρατεί. Στην συνέχεια, ο Σολωμός κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στην δύναμη και την υπεροπλία των Τούρκων και τα άνθη της φύσης. Μάλιστα, το β’ πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής είναι η ψυχή και το πάθος των πολιορκημένων. Στους στίχους 3-11 ο ποιητής μας δίνει μία ξεκάθαρη εικόνα των στοιχείων της φύσης, που ζουν ανέμελα και ελεύθερα σε αντίθεση με τους Σουλιώτες. Αρχικά, παρουσιάζεται ένα λευκό κοπάδι από πρόβατα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Στην εικόνα αυτή, κυριαρχεί το λευκό χρώμα που δηλώνει την ελευθερία. Ο ποιητής συνδυάζει σε μία εικόνα τα λευκά πρόβατα με τα λευκά σύννεφα. Το επόμενο στοιχείο της φύσης στο οποίο αναφέρεται ο ποιητής είναι μία γαλάζια πεταλούδα, η οποία από τη μία παίζει με τα νερά της λίμνης του Μεσολογγίου, κινείται με ανεμελιά και ελευθερία και από την άλλη κοιμάται σε έναν άγριο κρίνο. Ακόμα και ένα μικρό ζωάκι, όπως το σκουλήκι βρίσκεται σε στιγμές χαράς και ευτυχίας. Ο ποιητής αναφέρεται σε άψυχα στοιχεία της φύσης όπως η μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι, τα οποία είναι άσχημα και ασήμαντα, που έχουν όμως την δικιά τους ομορφιά. Την άνοιξη τα στοιχεία της φύσης αποκτούν εξαιρετική ομορφιά και ολόχρυση όψη. Η ομορφιά της φύσης είναι τόσο μεγάλη, που ο θάνατος του ανθρώπου είναι σαν να πεθαίνει χίλιες φορές. Το τελικό αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο άνθρωπος να χαλαρώνει και να ξεχνά το χρέος του, δηλαδή να πολεμήσει για την πατρίδα του.

     Αλέξης Κωτσάκης Α’4

 

 

 

  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γνωστός και ως “Γέρος του μοριά” αποτέλεσε αρχιστράτηγος και μεγάλος ηγέτης της Ελλάδας παίζοντας χαρακτηριστικό ρόλο στην επανάσταση του 1821. Ωστόσο λόγω της έλλειψης γραμματικών γνώσεων δεν μπόρεσε να καταγράψει αυτά που έζησε αλλά τα διηγήθηκε στη δίκη του στον επτανήσιο ποιητή Γεώργιο Τερτσέτη. Ανάμεσα στις μάχες και στις “περιπέτειες” που εξιστόρησε, ξεχωρίζει και η διήγηση των συμβάντων της μάχης του Βαλτετσίου, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Άλωση της Τριπολιτσάς. Σε αυτή τη μάχη όπως και σε πολλές άλλες ο “Γέρος του μοριά” αποτέλεσε ηγετική μορφή και συνέβαλε στην νίκη των Ελλήνων.

Στο απόσπασμα αυτό της διηγήσης του Κολοκοτρώνη κυριαρχεί η έντονη περιγραφή των συμβάντων κατά την διάρκεια της οργάνωσης των σχεδίων για την αντιμετώπιση των Τούρκων αλλά και της εξέλιξης του πολέμου. Αφού στην αρχή οι Τούρκοι ακολούθησαν τη γνωστή στρατηγική με τις πυρκαγιές ώστε οι Έλληνες να μην έχουν τρόφιμα και αφού μπήκαν στην Τριπολιτσά άρχισαν να κατευθύνονται προς το Βαλτέτσι. Οι Έλληνες έχοντας πλήρη γνώση της κατάστασης έφτασαν και αυτοί στο Βαλτέτσι και εκεί ξεκίνησε η μάχη στην οποία και επικράτησαν οι Έλληνες.

 

Αρχικά σε αυτή του τη διήγηση παρατηρείται έντονα η αρχηγική στάση του “Γέρου” και η αφοσίωση, η υπακοή και η εμπιστοσύνη που του είχαν οι Έλληνες στρατιώτες. Μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει το θάρρος του και τη δυναμική του στην δημιουργία των σχεδίων κατά των Τούρκων αλλά και το κουράγιο του και τις αντοχές που είχε για να παίρνει στο λαιμό του τις ζωές των συμπολεμιστών του. Παρά την ανικανότητα του στη γνώση αποτελεί φαινομενική η εξυπνάδα του στην οργάνωση των σχεδίων αλλά και στην αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων που είχαν οι Έλληνες σε σχέση με τους Οθωμανούς.

                                                                                Στάθης Μανωλόπουλος Α΄4

 

 

ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΚΟΥΖΕΣ

ΧΡΟΝΙΚΟΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ Α4

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΚΟΥΖΕΣ

Ο Παναγής Σκουζές γεννήθηκε στην Αθήνα το 1776 και ήταν γιός του Δημήτριου Σκουζέ και της Σαμαλτάνας Παναγιωτάτζη . Μεγαλωμένος στην φτώχια λόγω των οικονομικών προβλημάτων εκείνης της εποχής αλλά και λόγω της οικονομικής δυσπραγίας τους πατέρα του, ο ποιητής έμαθε λίγα γράμματα και έβγαζε δύσκολα το ψωμί του. Όμως το 1804 θα γίνει Ναύτης και θα ταξιδέψει μέχρι και την Αμερική. Αφού έκτισε μεγάλη περιουσία, θα επιστρέψει στην Αθήνα λίγο πριν αρχίσει η επανάσταση. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα θα δώσει χρήματα σε μεγάλα στρέμματα γης και έτσι έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς άνδρες εκείνης της εποχής. Το 1820 θα γίνει μέλος της Φιλικής εταιρίας και το 1822 εκλέχτηκε ως δημογέροντας (κοινοτικός  άρχοντας) στην Αθήνα. Κατά την διάρκεια της επανάστασης έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μία από αυτές ήταν η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. Μετά το τέλος της επανάστασης θα επιδοθεί στο εμπόριο και μάλιστα θα δημιουργήσει την δικιά του τράπεζα που θα λειτουργήσει μέχρι το 1913. Η οικογένεια του θα γίνει μία από τις πιο ευκατάστατες μετά την επανάσταση. Το 1841 θα γράψει το έργο του το Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας το οποίο αναφέρετε στα βάσανα των Αθηναίων από την διοίκηση του Τούρκου αγά Χατζή Αλή. Ο θάνατος του θα έρθει το 1847 σε ηλικία 71 ετών.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Όπως είπαμε και παραπάνω ο Παναγής Σκουζές το 1841 θα γράψει το δικό του έργο το Χρονικό της Σκλαβωμένης Αθήνας. Το έργο αυτό ανήκει στα απομνημονεύματα της επανάστασης του 1821 και είναι ένα από τα δύο απομνημονεύματα που έγραψε ο ποιητής. Μάλιστα λένε ότι το δεύτερο γράφτηκε με εντύπωση ότι πρώτο έχει χαθεί. Πληρέστερο όμως είναι το πρώτο που γράφτηκε το 1841. Στο κείμενο αυτό ο Σκουζές αναφέρεται στα ιστορικά των Αθηνών στον καιρό της  τυραννίας αλλά και στα βάσανα που υπέφεραν οι Αθηναίοι από τον Τούρκο αγά Χατζή Αλή. Επίσης μέσα στο κείμενο μιλάει και για την αυτοβιογραφία του. Σε αυτό το έργο επικρατεί ο ίδιος προσωπικός τόνος, ο πόνος για τα βάσανα των Αθηναίων και γενικά των Ραγιάδων. Μπορεί ο λόγος του ποιητή να έχει ατέλειες, αλλά φανερώνει μια συγγραφική προσωπικότητα. Είναι λόγος παραστατικός, γοργός, γεμάτος αφέλεια.  Η διάρθρωση της φράσης και της σύνθεσης δεν υπακούει στους κανόνες της συγγραφικής τέχνης και της λογικής. Εξαρτάται αποκλειστικά του ψυχολογικούς συνειρμούς. Έτσι μας παρουσιάζει μια κυκλική έκθεση οπού σε διαδοχικά στρώματα η αφήγηση αρτιώνεται. Η πήγες πληροφοριών του είναι οι διηγήσεις του πατέρα του αλλά και οι προσωπικές του αναμνήσεις.

Τα δεινά που κατατρύχουν τους σκλαβωμένους Έλληνες

Στο κείμενο αυτό βλέπουμε ότι οι άνθρωποι που έζησαν επί της Τουρκοκρατίας υπέστησαν πολλά βάσανα. Τους είχαν τους περισσότερους στην φυλακή και άνδρες αλλά και γυναίκες που ήταν είτε χήρες είτε οι άνδρες τους πολεμούσαν και είχαν μείνει μόνες. Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν άθλιες με τους ανθρώπους να αρρωσταίνουν να είναι ο ένας πάνω στον άλλον, να τους δέρνουν, να τους δίνουν λίγο φαΐ. Επίσης πολλοί δεν μπορούσαν να έχουν επικοινωνία με τις οικογένειες τους. Μάλιστα ο ίδιος ο ποιητής μας μιλάει για την προσωπική του εμπειρία μέσα στις φυλακές οπού μπήκε στην θέση του πατέρα του για να μπορέσει ο πατέρας του να βγάλει κάποια λεφτά. Τελικά για τον λόγο ότι η τυραννία του Χατζή Αλή αυξανόταν ο πατέρας του Παναγή Σκουζές έβγαλε μερικά χρήματα από ένα κτήμα που είχε απομείνει από την μητέρα του που δεν ήταν πια στην ζωή και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα χωριό έξω από την Χαλκίδα γιατί στην πόλη της Χαλκίδας σκότωναν Χριστιανούς.

 

 

 

Τα ηφαίστεια:

  • Ο δημιουργός του έργου:

Ο Ανδρέας Κάλβος (Απρίλιος 1792 – 3 Νοεμβρίου 1869) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του οποίου δεν υπάρχει γνωστή απεικόνιση. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκαπεντασύλλαβους).

  • Ανάλυση περιεχομένου του έργου:

 

Ο ποιητής γεμάτος έκπληξη και απορία αντικρίζει τα ολοπράσινα και χαρούμενα κάποτε νησιά του Αιγαίου να βρίσκονται μέσα στην τούρκικη βαρβαρότητα, να παρουσιάζουν εικόνα ερημιάς και εγκατάλειψης. Οι όμορφες νησιωτοπούλες δεν υπάρχουν πια. Οι βασιλικοί και οι κρίνοι ανθίζουν μάταια στα περιβόλια, αφού κανείς δεν υπάρχει να τους περιποιηθεί, αν και πρέπει να φυτευτήκαν πρόσφατα. Στα δάση και στα λαγκάδια δεν ακούγονται οι φωνές των κυνηγών, μόνο γαβγίσματα σκύλων που δίνουν στη φύση άγρια ψυχρότητα. Τα άλογα τρέχουν ελεύθερα και αχαλίνωτα χωρίς αναβάτες. Στα ακρογιάλια κατεβαίνουν από ψηλά χωρίς φόβο οι γλάροι και τα γεράκια και κάθονται αμέριμνα στο έδαφος. Στην άμμο, διακρίνονται ίχνη ανθρώπων, που ήταν κάποτε ζωντανοί αλλά τώρα λείπουν. Πιο πέρα, στη θάλασσα εντοπίζεται η αιτία ερήμωσης: η σφαγή. Αποκεφαλισμένα σώματα επιπλέουν στην επιφάνεια της θάλασσα. Στη συνέχεια, ο ποιητής απευθύνεται στις πρωινές ακτίνες του ηλίου, ζητώντας του να κρυφτεί, για να μη βλέπει το θεϊκό μάτι έργα βαρβάρων ληστών.

Παρακάτω με συγκίνηση και άκρα ταπείνωση στρέφεται προς την υπέρτατη δύναμη, τον Θεό (αφήνοντας όμως να διαφανεί και η επαναστατική του διάθεση) ζητώντας έλεος. Θέλει μάλιστα όλοι μαζί οι έλληνες να πέσουν στα γόνατα μπροστά στο Θεό, έτοιμοι να δεχτούν ακόμη και την απόφασή του να τους καταστρέψει αν το αξίζουν. Επισημαίνει όμως ότι σαν φιλεύσπλαχνος που είναι πρέπει να τους βοηθήσει. Και ενώ λέει αυτά, του αποσπά την προσοχή ξαφνικά η εμφάνιση του εχθρικού στόλου των φονιάδων και των καταστροφέων: για αυτό ο ποιητής βγάζει κραυγή βοήθειας και ζητά από το θεό έλεος.

Αρχίζει τώρα η περιγραφή των εχθρών: ο στόλος πλησιάζει γρήγορα, οι ακτίνες του ήλιου κάνουν τα φανταχτερά πανιά του να χρυσίζουν, στο πέλαγος αντανακλάται η λάμψη των σπαθιών. Από τις πρύμνες των πλοίων ξεχύνεται ο ήχος των τυμπάνων και οι άγριες ψαλμωδίες των πολεμιστών, που θριαμβολογούν και εκφράζουν τραγουδώντας τη λυσσώδη μανία τους να σφάζουν και άλλους χριστιανούς.

Ο ποιητής εξοργισμένος παίρνει τον λόγο και απαντά στις φρικαλέες διακηρύξεις των άπιστων: με αιμάσσουσα ειρωνεία στηλιτεύει τους ίδιους και τις πράξεις τους. Πληροφορεί μάλιστα σαφώς για ποιες σφαγές πρόκειται: της Χίου, της Κύπρου, της Κάσου, των Κυδωνιών, της Κρήτης.

Και στρεφόμενος προς τους έλληνες, που τους ονομάζει θείες ψυχές, αναρωτιέμαι γιατί δεν αμύνονται ή δεν επιτίθενται στους εχθρούς τους, γιατί δεν προσπαθούν να σώσουν την πατρίδα τους. Ομολογεί βέβαια ότι είναι πολλοί, αλλά τονίζει ότι και ένας μόνο έλληνας θα μπορούσε με τη γενναιότητά του να διαλύσει τις δυνάμεις των αντιπάλων. Προτρέπει μάλιστα αυτόν τον τολμηρό άνδρα να προχωρήσει και να αντισταθεί.

Ενώ λέει αυτά, διακρίνει δύο κατάμαυρα γρήγορα πλεούμενα να πλησιάζουν που στην εμφάνισή τους σταματούν τα όργανα και τα άγρια των εχθρών και δεν ακούγεται παρά μόνο το φύσημα του ανέμου στα κατάρτια και ο θόρυβος των κυμάτων. Αμέσως μετά σηκώνεται σύγχυση και ταραχή στα εχθρικά πλοία απλώνουν τα πανιά τους και τρέπονται  σε φυγή. Από τον τρόμο τους τα καράβια πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, οι ναύτες πνίγονται και ο στόλος χάνεται από τα μάτια του ποιητή. Δεν απέμεινε τίποτε, παρά μόνο καπνοί και φλόγες που φτάνουν μέχρι τον ουρανό. Τα δύο καράβια σώα αποχωρούν θριαμβευτικά. Στην  τελευταία στροφή δηλώνεται σαφώς για ποιο ιστορικό γεγονός πρόκειται, καθώς ονοματίζεται ο ήρωας του, ο Κανάρης, που με αυτό του το κατόρθωμα έχει κερδίσει την αιώνια ιστορική δόξα.

ΜΟΥΛΛΑ       ΤΖΕΝΣΙΛΑ    Α4

 

 

 

«Γιάννης Μακρυγιάννης: Ένας αγνός πατριώτης»

Νικολέττα Μητροπούλου Α4

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης είναι γνωστός ως ένας από τους πιο σημαντικούς αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Εκτός από αυτό όμως αποτελεί και έναν σπουδαίο πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Τα «Απομνημονεύματά» του που εξέδωσε το 1907 ο συγγραφέας και ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους λογοτέχνες της γενιάς του 30 ενώ μέχρι σήμερα θεωρούνται πραγματικά αριστουργήματα της ελληνικής γραφής.

Το όνομα «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι που του έδωσαν οι συγχωριανοί του επειδή ήταν πολύ ψηλός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριαντάφυλλος και ο τόπος καταγωγής του, το ορεινό χωριό Αβορίτη στην Δώριδα. Από μικρός ο Μακρυγιάννης γνώρισε την ορφάνια αφού στερήθηκε τον πατέρα του, Δημήτριο Τριαντάφυλλο ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στην Λιβαδειά. Μόλις 7 ετών, ο Μακρυγιάννης δόθηκε σε έναν ευκατάστατο έμπορο της πόλης ως ψυχογιός. Τα προβλήματα του όμως δεν σταμάτησαν αφού γνώρισε μια πολύ σκληρή μεταχείριση. Έπειτα από πολλές περιπέτειες βρέθηκε στην Άρτα όπου τον φρόντισε ένας συμπατριώτης του, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης. Μεγαλώνοντας στράφηκε στο εμπόριο και κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να αποκτήσει αρκετή περιουσία.

Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

 

Το 1820 ο Μακρυγιάννης έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και κατά το ξεκίνημα της επανάστασης έπεσε στα χέρια των Τούρκων στην Άρτα. Κατάφερε όμως να ξεφύγει και στην συνέχεια εντάχθηκε στο στράτευμα του Γώγου Μπακόλα. Πολέμησε στις μάχες του Σταύρου (4 Αυγούστου 1821) και στην πολιορκία της Άρτας.

Μετά από σοβαρή ασθένεια στα τέλη του 1821 συνέβαλε στην εκπόρθηση  του Πατρατζικίου (2 Απριλίου 1822). Αργότερα στις 4 Ιουλίου 1822 πολέμησε στην μάχη του Πέτα, όπου κατέληξε τραυματισμένος ελαφρά στο πόδι. Την 1η Ιανουαρίου 1823, ο Μακρυγιάννης βρέθηκε στην απελευθερωμένη πλέον Αθήνα κι διορίστηκε «Επιστάτης της Δημοσίας Τάξεως». Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου αγωνίστηκε στις μάχες της Βελίτσας και της Πέτρας μαζί με τον Νικηταρά και τον Οκτώβριο μαζί με Ρουμελιώτες πολέμησε υποστηρίζοντας την κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη όταν είχαν ξεσπάσει πια εμφύλιες διαμάχες. Κατά το 1824 αναδείχθηκε χιλίαρχος, αντιστράτηγος κι στρατηγός. Όταν αποβιβάστηκε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (24 Φεβρουαρίου 1825) ο Μακρυγιάννης ορίστηκε πολιτάρχης της Αρκαδίας και βοήθησε στην άμυνα του Νεοκάστρου της Πύλου. Ύστερα από την κατάληψη της περιοχής από τον Ιμπραήμ (6 Μαΐου 1825) κατευθύνθηκε στους Μύλους και οργάνωσε και αυτή την φορά την άμυνα. Παρά την αριθμητική του υπεροχή στις συγκρούσεις τις 13ης και 14ης Ιουνίου 1825, ο Ιμπραήμ δεν μπόρεσε να νικήσει τους Έλληνες και υποχώρησε άπρακτος. Ο Μακρυγιάννης στις αναμετρήσεις αυτές τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο. Όταν συνήλθε πήγε στην Αθήνα και φρόντιζε για την άμυνα τις πόλης. Την ίδια χρόνια παντρεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, κόρη ενός Αθηναίου μεγαλοκτηματία με την οποία απέκτησε 12 παιδιά.

Όταν σκοτώθηκε ο Γιάννης Γκούρας ( 30 Σεπτεμβρίου 1826), ο Μακρυγιάννης τέθηκε επικεφαλής του αγώνα για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. Στις μάχες που ακολούθησαν τραυματίστηκε 3 φορές σοβαρά. Στο τέλος συνήλθε και συμμετείχε στις μάχες τις Καστέλας (30 Ιανουαρίου 1827) και του Αναλάτου (24 Απριλίου 1827).

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Όταν απελευθερώθηκε το έθνος, ο Ιωάννης Καποδίστρια όρισε τον Μακρυγιάννη Γενικό Αρχηγό της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Αν και αγράμματος, στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του, ένα έργο που διαπνέεται από γνήσιο πατριωτισμό.

Αργότερα διαφώνησε με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους «Συνταγματικούς» κατά των αδερφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Υποδέχθηκε τον Οθωνα αλλά σύντομα συγκρούστηκε και με τους Αντιβασιλείς και με τον ίδιο.

Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και τον Ιανουάριο του 1837 ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου ζήτησε να εκδοθεί ψήφισμα για την παραχώρηση συντάγματος από τον Οθωνα. Λόγω αυτής της πράξης του έχασε το αξίωμά του κι έμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Το 1843 συμμετείχε στην Επανάσταση της 3ης  Σεπτεμβρίου που ανάγκασε τον Οθωνα να παραχωρήσει σύνταγμα. Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε πως σκόπευε να δολοφονήσει τον Όθωνα και αποφασίστηκε και πάλι ο κατ’ οίκον περιορισμός του. Τον Μάρτιο του 1853 μετά από δίκη, καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και τον Σεπτέμβριο του 1854 αποφυλακίστηκε αφού του δόθηκε χάρη. Ο Μακρυγιάννης πέθανε σε ηλικία 67 ετών στις 27 Απριλίου του 1864.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ…

Το μεγαλύτερο μέρος των απομνημονευμάτων του, ο Μακρυγιάννης το έγραψε στο ‘Αργος και στο Ναύπλιο, την εξαετία 1826 -1832.

«Τα συνέχισε ύστερα από πολλά χρόνια στην Αθήνα, σε διάφορα χρονικά διαστήματα και με το φόβο πάντοτε μήπως τον ανακαλύψουν. Τα χειρόγραφα τα έκρυβε μέσα σ’ έναν τενεκέ, στις δύσκολες ημέρες, κι ύστερα, όταν τα πράγματα ησύχαζαν κάπως, τα ξανάβγαζε και τα επεξεργαζότανε. Έτσι η συγγραφή κράτησε πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και μόλις το 1854 μπόρεσε ο συγγραφέας να τα τερματίσει, γράφοντας τον επίλογο. Μέσα από το έργο του μπορεί να αντλήσει κανείς σοφές φράσεις που δυστυχώς ελάχιστα τηρούνται στις μέρες μας».

«Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχοµεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι».

«Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς έχοµεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός ‘εγώ’, ούτε ο αδύνατος».

«Ξέρετε πότε να λέγη ο κανείς ‘εγώ’; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε ‘εμείς’».

«Είμαστε εις το εμείς κι όχι εις το εγώ»

Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΘΕΤΕΙ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

« κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και  δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».

   

Μάχαι Άργους Αγιονορίου Κορίνθου

Η πολιορκία των Αθηνών από τον Κιουταχή

Μάχη της Λαγκάδος Κομπότι και Πέτα

 

«Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μάς δίνουν»

Στο απόσπασμα ο Μακρυγιάννης εκθέτει κάποιες πολιτικές του σκέψεις με αφορμή τις αιματηρές συμπλοκές που πραγματοποιήθηκαν στο Άργος τον Ιανουάριο του 1833, μερικές μέρες πριν έρθει ο Όθωνας στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα τα γαλλικά στρατεύματα θέλοντας να στηρίξουν την πολιτική μερίδα που εξουσίαζε προσωρινά στράφηκαν κατά των άτακτων αντιπάλων της και τους αφόπλισαν. Μεταξύ των τελευταίων ήταν και ο Μακρυγιάννης.

Το κύριο θέμα που φαίνεται να τον απασχολεί τον Μακρυγιάννη είναι η αρνητική στάση των κρατών της Ευρώπης απέναντι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Με απλό και γνήσια πατριωτικό λόγο, ο Μακρυγιάννης προσπαθεί μέσα από αντιθέσεις να τονίσει την προσφορά των Ελλήνων, τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν προς την Ευρώπη και τον πολιτισμό της κι από την άλλη την «πικρή ανταπόδοση» των Ευρωπαίων.

Αναφέρεται σε σπουδαίους ευεργέτες, τίμιους κι αγαθούς αγωνιστές οι οποίοι πάλεψαν για να απαλλάξουν το γένος από τα δεινά της σκλαβιάς. Ο αγώνας τους ήταν αγνός και ανόθευτος και δεν μεταχειρίστηκαν ποτέ δόλο και απάτη. Αυτό που τους ενδιέφερε είναι να μην υπάρχουν πλέον άνθρωποι σκλαβωμένοι, περιφρονημένοι κι δυστυχείς. Στον ιερό αγώνα τους συμπαραστάτης τους ήταν ο Θεός αφού και εκείνος αναγνώριζε ότι το δίκαιο ήταν με το μέρος τους. Και όμως ο αγώνας αυτός δεν αντιμετωπίστηκε θετικά από τους Ευρωπαίους αφού εκείνοι φρόντισαν να σπείρουν τον διχασμό, να εκμεταλλευτούν και να αποδυναμώσουν τους Έλληνες.

Η απάνθρωπη αυτή στάση των Ευρωπαίων κάνει τον Μακρυγιάννη να απευθύνεται σε αυτούς σε δεύτερο ενικό πρόσωπο εκφράζοντας την απογοήτευση, την οργή και την αποστροφή του. Τους θυμίζει ότι η αρχαία Ελλάδα έθεσε τις βάσεις του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αναφέρει τα ονόματα σπουδαίων σοφών, πολιτικών, στρατηγών από την αρχαιότητα οι οποίοι δούλεψαν με εντιμότητα, με ειλικρίνεια και με ανιδιοτελή ενθουσιασμό για να φωτίσουν με το έργο τους την ανθρωπότητα. Αποτέλεσαν λαμπρά παραδείγματα αρετής για πολλούς αιώνες. Τώρα όμως που δεν βρίσκονται στην ζωή, υποφέρουν βλέποντας τα δεινά της πατρίδας τους και την κατάληξη της. Επίσης πικραίνονται γιατί ενώ προσπάθησαν να γίνουν δάσκαλοι της αλήθειας για όλο τον κόσμο, οι μαθητές τους οι Ευρωπαίοι κατέληξαν ανήθικοι και τους ανταποδίδουν αυτή την προσφορά με τον χειρότερο τρόπο. Επιδεικνύουν μια σκληρή και ανθελληνική στάση. Είναι ξεκάθαρη λοιπόν η ειρωνεία αλλά και η αγανάκτηση του Μακρυγιάννη στην φράση «τετοι’ α αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν»

Στην συνέχεια ο Μακρυγιάννης αντιπαραβάλλει Έλληνες κι Ευρωπαίους όσον αφορά την στάση τους απέναντι στον Σουλτάνο. Οι Έλληνες από την μια αν και πάμφτωχοι, ξυπόλητοι και γυμνοί, χωρίς εφόδια και ελάχιστοι αριθμητικά, τόλμησαν να αναμετρηθούν με τόλμη και γενναιότητα με τον Σουλτάνο και να αποδείξουν ότι δεν ήταν τόσο τρομερός όσο ακουγόταν. Από την άλλη οι Ευρωπαίοι παρόλο που ήταν  πλούσιοι και δυνατοί, έτρεμαν τον Σουλτάνο, του πλήρωναν κεφαλικό φόρο, τον αντιμετώπιζαν με δουλοπρέπεια και εφοδίαζαν τα κάστρα του όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση.

Εκτός όμως από αυτά, ο Μακρυγιάννης θεωρεί απαράδεκτη την στάση των Ευρωπαίων απέναντι στους Έλληνες όχι μόνο  κατά την διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά την απελευθέρωση τους. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν για το καλό των Ελλήνων αλλά αντίθετα φρόντιζαν και για την διάσπασή τους. Κάθε ξένη δύναμη  επεδίωκε να φέρει το νεοσύστατο κράτος στην δίκη της σφαίρα επιρροής μέσα από τα διαφορά κόμματα που δημιούργησαν και  ενίσχυαν με τις επεμβάσεις τους. Στόχος τους ήταν να επηρεάζουν την πολιτική ζωή των Ελλήνων προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αντί λοιπόν να στηρίξουν και να καθοδηγήσουν σωστά την Ελλάδα που τώρα έκανε τα πρώτα της βήματα ως κράτος, «οι προκομμένοι» αυτοί άνθρωποι έπαιξαν έναν ρόλο διαλυτικό και διαβρωτικό  καταδικάζοντας έτσι κάθε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Έτσι ο Μακρυγιάννης μιλά με πάθος για το ρόλο των Ευρωπαίων στην Ελληνική υπόθεση και θεωρεί εκείνους ως βασικούς υπεύθυνους για τα δεινά της Ελλάδας. Τελικά αποδείχτηκαν στα μάτια του ανάξιοι μαθητές σπουδαίων δασκάλων!

 

 

 

   

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

 

 Διονύσιος Σολωμός

(Μαριέττα Μαργαρίτη Α’4)

 

Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο σημαντικότερος Έλληνας ποιητής του 19ου αιώνα, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Ο δημιουργός το Εθνικού μας ύμνου υπήρξε και ο ιδρυτής μιας ολόκληρης σχολής ποίησης, της  Επτανησιακής, καθώς και ένας άνθρωπος ο οποίος αξιοποίησε με εύστοχο και δημιουργικό τρόπο τη δημοτική γλώσσα καταφέρνοντας να την εισάγει και στη λογοτεχνία.

Ο μεγάλος μας Ζακυνθινός ποιητής πάντοτε εμπνέει όλους τους μεταγενέστερους ποιητές μετά από εκείνον, καθώς κληροδότησε τις νεότερες γενιές των Ελλήνων με  μνημειακή αλλά και ταυτόχρονα λυρική ποίηση γραμμένη στην δημοτική, τον εθνικό μας ύμνο “ Ύμνος εις την Ελευθερίαν” και άλλα σημαντικά έργα, έστω και ημιτελή, όπως : ο Κρητικός, οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και ο Λάμπρος.

Γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο ως το εξώγαμο παιδί του πατέρα του με μία υπηρέτρια. Ο Νικόλαος Σολωμός, πατέρας του μεγάλου μας ποιητή, αναγνώρισε τόσο τον ίδιο όσο και το δεύτερο γιο που απέκτησε με εκείνη, ως δικά του παιδιά.

Αν και μιλούσε Ελληνικά με τη μητέρα του, η μόρφωση του ήταν κυρίως ιταλική. Το 1808 ξεκίνησε σπουδές στην Ιταλία, στην οποία και παρέμεινε δέκα χρόνια, φοιτώντας στο Λύκειο της Κρεμόνας στη Βενετία και στη Νομική σχολή της Παβίας. Τα πρώτα ποιήματα του άλλωστε είναι γραμμένα στην Ιταλική γλώσσα και είναι θεολογικού περιεχομένου.

Το 1828 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, το μέρος όπου έζησε μέχρι το θάνατό του. Η Κέρκυρα εκείνη την περίοδο ήταν ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο το οποίο θα του έδινε έμπνευση για δημιουργία, παρά το γεγονός ότι ο ψυχισμός του είχε κλονιστεί από μία σειρά δικών με τον αδελφό του για περιουσιακά θέματα.

Τον κύκλο του Σολωμού περιέβαλλαν μεγάλες προσωπικότητες της τότε εποχής, όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Ιάκωβος Πολυλάς.

Ο μεγάλος μας ποιητής πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση το Φεβρουάριο του 1857.

Ο μεγάλος ποιητής πάντοτε εμπνέει και παραμένει μία από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές της χώρας μας.

Σχεδίασμα Α’

Από τον ποιητή δόθηκε ο  οξύμωρος τίτλος του ποιήματος που απεικονίζει την αντίθεση της απελπιστικής κατάστασης των Μεσολογγιτών λόγω της πολύμηνης πολιορκίας  με την ψυχική ανδρεία και  το υψηλό φρόνημα τους. Παρά τον αποκλεισμό τους, την έλλειψη τροφίμων,τις ασθένειες και τους βομβαρδισμούς από τους εχθρούς, οι Μεσολογγίτες αισθάνονται ψυχικά ελεύθεροι και δεν ενδίδουν στον φόβο, στην πείνα και την απελπισία. Γιατί παρά τις αντιξοότητες και τις ελάχιστες δυνάμεις τους αψηφούν και δεν υποτάσσονται στη θέληση των εχθρών τους αλλά επιλέγουν εκούσια να θυσιαστούν για την ελευθερία τους και κατ’ επέκταση  της πατρίδας μας.

1

Προκειμένου ο ποιητής να παρουσιάσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Μεσολόγγι, περνά σε έναν χώρο υπερβατικό, ο οποίος μας μεταφέρει στο Μεσολόγγι χωρίς να τον κατονομάζει. Έναν τόπο που τρέμει από τους κανονιοβολισμούς, παντού επικρατεί το σκοτάδι και φωτίζεται μόνο από τις λάμψεις των  κανονιών και των όπλων. Μία ατμόσφαιρα που προκαλεί φόβο και δέος και δημιουργεί την ανάγκη να προσευχηθεί κάποιος. Στο σημείο αυτό ο ποιητής, με ποιητική υπέρβαση, οραματίζεται  μία μαυροφορεμένη θεϊκή γυναίκα, η οποία συμβολίζει την πενθούσα ελευθερία και ανεπηρέαστη από την ένταση του πολέμου εξιστορεί  την κατάσταση που επικρατεί στο Μεσολόγγι.

Με το χάραμα της νέας νέας ημέρας, η θεόπνευστη ψάλτρα ακολουθεί τον δρόμο του Ηλίου,τον δρόμο της αγνότητας και της αλήθειας. Στον ώμο της βαστάει τη δίκαιη λύρα που θα την βοηθήσει να εξυμνήσει και να δοξάσει εκείνους που αξίζει να μείνουν αθάνατοι στην μνήμη των ανθρώπων για την ψυχική τους δύναμη και σθένος καθώς μεταλαμπάδευσαν στις επόμενες γενιές την ανεκτίμητη αξία της ελευθερίας. Τονίζει, πως παρά το μικρό γεωγραφικό μέγεθος του τόπου, το μεγαλείο της ψυχής των Μεσολογγιτών τον καθιστά ασύγκριτα μεγάλο σε όλη την οικουμένη “τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι”.

2

Παρουσιάζει την εικόνα του Σουλιώτη μαχητή του Μεσολογγίου που  κλαίει παράμερα για την δυσκολία που έχει, λόγω εξάντλησης από την πείνα και τις στερήσεις, να σηκώσει το όπλο του. Αδυναμία που ο εχθρός γνωρίζει. Η αμέσως επόμενη εικόνα είναι ακόμη πιο τραγική καθώς  παρουσιάζει μία μητέρα να βλέπει με πόνο τα παιδιά της να έχουν γίνει σαν “σκιές ονείρου” από την ασιτία και να μην μπορεί να τα βοηθήσει, όσο και αν το θέλει. Η τραγικότητα της κατάστασης παρουσιάζεται με τη μάνα να φθονεί ένα πουλάκι που βρήκε ένα σπόρο για να τραφεί.  Οι εικόνες αυτές είναι συγκλονιστικές και ιδιαίτερα βεβαρυμένες συναισθηματικά καθόσον απεικονίζουν την εξαθλίωση των πολιορκημένων, τόσο των πολεμιστών όσο και των οικογενειών τους και ιδιαίτερα των παιδιών.

3

Η εικόνα που περιγράφεται παρακάτω αντιπαραβάλλει το ήχο από την σάλπιγγα των εξασθενημένων και αδύναμων πολιορκημένων, η οποία αποσκοπούσε να  τονώσει το ηθικό των Μεσολογγιτών, με τον ήχο από μία δυνατή σάλπιγγα που αντιδρά με ένταση και διάρκεια,ώστε μοιάζει να βροντά ολάκερος ο κόσμος.

4

Η σάλπιγγα του εχθρού, που γνωρίζει την δύναμή του και ταυτόχρονα την τραγική κατάσταση των πολιορκημένων,  ηχεί δυνατά και ανέμελα και πλανάται βεβηλώνοντας τον ιερό τόπο του Μεσολογγίου που είναι θαμμένοι ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόρδος Μπάιρον.

5

Ο ισχυρός ήχος της σάλπιγγας που αντήχησε σε όλο το Μεσολόγγι προαναγγέλλει την τελική συντριβή των πολιορκημένων και προκαλεί δυσάρεστα αισθήματα σε όλα τα έθνη που παρακολουθούν την έκβαση αυτού του αγώνα.

6

Επανέρχεται ο ποιητής στην θεματική της πείνας τονίζοντας ότι στο Μεσολόγγι δεν ακούγεται ούτε ένα σκυλί αφού οι λιμοκτονούντες πολιορκημένοι έχουν αναγκαστεί να τα χρησιμοποιήσουν και αυτά ως τροφή. Μέσα από αυτό τον στίχο υπογραμμίζεται η άθλια κατάσταση των Μεσολογγιτών και αναδεικνύεται η ψυχική δύναμή τους να μην παραδοθούν παρότι αντιμετωπίζουν το φάσμα του θανάτου.

7

Η τραγικότητα των εικόνων ολοκληρώνεται με δύο αντιφατικές περιγραφές, της ανέφελης ημέρας που συμβολίζει το κάλεσμα για ζωή  και της σκοτεινής νύχτας που συμβολίζει το θάνατο και την έλλειψη κάθε ελπίδας. Με αυτό υμνεί το θάρρος και την αυταπάρνηση των Μεσολογγιτών που προτίμησαν τον θάνατο από την παράδοσή τους.

Έτσι ολοκληρώνεται το πρώτο σχεδίασμα.

Διήγημα για την 25η Μαρτίου

“‘Ενας απλός πολεμιστής”

Φωτεινή Κουτσώνα Α4

Σιωπηλός καθάριζα το καρυοφύλλι μου…

Οι σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι μου σαν αστραπές. Τι θα πω άραγε στην κόρη μου; Δεν θέλω να μάθει ότι μπορεί να μη με ξαναδεί. Είναι πολύ μικρή για να καταλάβει το καλό που θα κάνω για την πατρίδα. Εξάλλου, θα πολεμήσω κυρίως γι’ αυτήν, ώστε να ζήσει αυτή και όλοι οι Έλληνες εξίσου σε μια ελεύθερη Ελλάδα, δίχως σκλαβιά.

Αφού τελείωσα τον καθαρισμό όλων των όπλων μου αργά το βράδυ, πήγα να ξαπλώσω. Ήξερα ότι η επόμενη μέρα θα ήταν η πιο δύσκολη. Χρειαζόμουν καλό ύπνο. Έλα μου όμως που δεν κοιμήθηκα καθόλου όλη νύχτα… Σκεφτόμουν… Σκεφτόμουν το τι θα με περιμένει από αύριο. Ο αγώνας αυτός για την ελευθερία ενάντια στους Τούρκους σαφώς και δεν θα είναι εύκολος. Όμως εγώ, όπως και οι υπόλοιποι συμπατριώτες που έχουμε πάρει την απόφαση να αγωνιστούμε για την Ελλάδα μας είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, πάντα όμως με την ελπίδα ότι θα γυρίσουμε ζωντανοί και θα ζούμε πλέον με τις οικογένειες μας και τα αγαπημένα μας πρόσωπα σε μια Ελλάδα απαλλαγμένη από την σκλαβιά.

Η γυναίκα μου, η Βάσω, γύρω στις 3 τα ξημερώματα, σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Γυρνώντας πάλι πίσω, κατάλαβε πως ήμουν ξύπνιος. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι, γύρισε προς την μεριά μου και μου είπε:

– “Να φανταστώ είσαι ξύπνιος από την ώρα που ήρθες να ξαπλώσεις έτσι;”

– “Καλά φαντάζεσαι Βάσω, δεν έχω κλείσει μάτι…”

– “Άκου να δεις Παναγή, το ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι για να σου αλλάξω την απόφαση, την έχεις πάρει ήδη. Μπορώ όμως να σου επιβεβαιώσω ότι όποια και να είναι η έκβαση αυτού του αγώνα που θα δώσετε εσείς οι γενναίοι πατριώτες, όλοι εμείς θα σας είμαστε υπόχρεοι που θυσιαστήκατε για μας και την Ελλάδα μας. Οπότε σε παρακαλώ, μην σκέφτεσαι τίποτα. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει, απλώς να βάλετε τα δυνατά σας, και είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρετε. Και δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό.”

Είχε δίκιο η Βάσω, γιατί να έκανα πίσω; Ήμουν έτοιμος να θυσιάσω την ζωή μου για την πατρίδα, με όποιο κόστος. Ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω την όποια δυσκολία θα έβρισκα. Η Βάσω με ταρακούνησε πολύ.

Δεν απάντησα ευθέως σε αυτά που μου είπε. Δεν ήξερα πώς να της εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου που είναι δίπλα μου και με στηρίζει, παρόλο που είναι δύσκολο και για εκείνη να συνειδητοποιήσει ότι αύριο μπορεί να είναι η τελευταία μέρα που θα με δει. Αλλά όχι, δεν έδειχνε την στεναχώρια της, δεν ήθελε να με κάνει να μετανιώσω ό,τι είχα πάρει απόφαση. Της χαμογέλασα πλατιά. Εκείνη κατάλαβε την ευγνωμοσύνη που έκρυβε εκείνο το χαμόγελο.

– “Δεν κάνει τίποτα. Άντε έλα να κοιμηθείς τουλάχιστον αυτές τις δύο ώρες που απομένουν.” μου χαμογέλασε και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Αμέσως ένευσα καταφατικά και έκανα το ίδιο. Παραδόξως κατάφερα να κοιμηθώ αυτό το δίωρο. Η Βάσω όντως με βοήθησε να χαλαρώσω.

Η ώρα είχε πάει 5 το πρωί. Αυτό αυτομάτως σήμαινε πως είχε έρθει πλέον η ώρα του αποχαιρετισμού. Είμαι απόλυτα προετοιμασμένος. Η Βάσω ξύπνησε και την κόρη μας για να την χαιρετήσω λίγο πριν φύγουμε εγώ και η Βάσω για το λημέρι.

– “Μπαμπά, πού θα πας τέτοια ώρα και με ξύπνησε η μαμά για να σε χαιρετήσω; Δεν θα έρθεις αργότερα που θα είχα ξυπνήσει;” με ρώτησε η κόρη μου τρίβοντας τα μάτια της γιατί προφανώς νύσταζε.

– “ Όχι κορίτσι μου, προφανώς και θα ξαναέρθω, αλλά δεν ήξερα πως δεν ήθελες να με χαιρετήσεις”

– “Και βέβαια θέλω να σε χαιρετήσω μπαμπά!” έτρεξε προς τα μένα και όρμηξε στην αγκαλιά μου. Αυτή η αγκαλιά της κόρης μου ήταν η δύναμή μου. Θα έδινα τα πάντα για να την έχω ξανά στην αγκαλιά μου. Και θα τα δώσω σε αυτόν τον σκληρό αγώνα ενάντια των εχθρών.

– “Να ξέρεις ότι σε αγαπάω πολύ, και ότι θα είμαι πάντα κοντά σου, είτε σωματικά είτε ψυχικά. Να ακούς την μαμά σου μέχρι να έρθω, εντάξει;” Απορούσα πώς κατάφερα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Οι στιγμές του αποχαιρετισμού είναι πάντα οι πιο σκληρές και στενάχωρες…

– “Εντάξει μπαμπά το υπόσχομαι! Κι εγώ σε αγαπάω πολύ και θα περιμένω να γυρίσεις!”

Χωρίς η ίδια να το καταλάβει, μου έδωσε ένα τεράστιο κίνητρο για να δώσω ό,τι έχω και δεν έχω για να γυρίσω πίσω.

Με μεγάλη λύπη άφησα την πολύτιμη κόρη μου από την αγκαλιά.

– “ Έλα, πάμε μέσα πάλι να κοιμηθείς είναι νωρίς” η Βάσω πήρε την κόρη μας και την έβαλε για ύπνο. Αφού κοιμήθηκε, η Βάσω βγήκε έξω από το σπίτι και εμείς ξεκινήσαμε τη διαδρομή μας για το λημέρι.

Όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον στα μάτια και κατευθείαν αγκαλιαστήκαμε σφιχτά.

– “Ελπίζω να έχεις βάλει στο μυαλό σου αυτά που σου είπα” κατάλαβα αμέσως ότι ήταν έτοιμη να κλάψει, μιας και κατάλαβα την τρεμάμενη φωνή με την οποία μίλησε. Την αγκάλιασα σφιχτά.

– “Μην ανησυχείς Βάσω, θα γυρίσω πίσω νικητής στο υπόσχομαι”

– “Το ξέρω ότι θα γυρίσεις πίσω, πιστεύω σε σένα”

Αυτά ήταν τα λόγια μας πριν ακούσουμε τον αρχικαπετάνιο να καλεί τους καπεταναίους για να αποχωρήσουμε.

– “Να προσέχεις!” ήταν τα τελευταία λόγια της

– “Θα προσέχω, και να προσέχεις κι εσύ την κόρη μας” άφησα την αγκαλιά και πήγα εκεί που είχαν μαζευτεί οι υπόλοιποι αγωνιστές.

Καθώς αποχωρούσαμε, γύρισα για μια τελευταία φορά να κοιτάξω την σκλαβωμένη Αθήνα, ευελπιστώντας να μην την ξαναδώ ποτέ σε τέτοια κατάσταση. Εγώ και οι υπόλοιποι καπεταναίοι ήμασταν αποφασισμένοι να βάλουμε τα δυνατά μας για μια Ελλάδα ελεύθερη, για μας, αν ζήσουμε, και όλους τους Έλληνες, έχοντας προσωπικά τα λόγια και την υπόσχεση που έδωσα στην γυναίκα μου βαθιά μέσα στην καρδιά μου.

 

 

 

Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος)

Ειρήνη Κωνστάνταρου Α΄4

 Πρόδρομος και πρωτεργάτης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Αντώνιος Κυριαζής ή Κυρίτζης όπως ήταν το πραγματικό όνομα του γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Μαγνησίας από εύπορη οικογένεια. Ο ίδιος προτιμούσε να χρησιμοποιεί ως επώνυμο αυτό της γενέτειράς του, ενώ οι Έλληνες διανοούμενοι που ζούσαν στην εξορία τον αποκαλούσαν Φεραίο επειδή στην αρχαιότητα η πόλη του ονομαζόταν Φεραί.

Ο νεαρός Ρήγας εγκατέλειψε το Βελεστίνο πολύ νωρίς αφού πρώτα πήρε την βασική του μόρφωση. Το 1785 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε τις σπουδές του και εντάχθηκε στο περιβάλλον των Φαναριωτών, ενώ το 1788 εγκαταστάθηκε στη Βλαχία ως διοικητικός υπάλληλος. Στα χρόνια που ακολούθησαν διακρίθηκε ως λόγιος και συγγραφέας. Το 1790 και το 1796 ταξίδεψε στη Βιέννη για να τυπώσει τα βιβλία του, μεταξύ αυτών το «Σχολείο των ντελικάτων εραστών», το «Φυσικής Απάνθισμα», ο « Ηθικός Τρίποδας», και ο «Ανάχαρσις». Ως  κορυφαίο έργο του , πάντως θεωρείται η «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» που περιείχε τον Θούριο, γνωστό επαναστατικό άσμα, μια επαναστατική προκήρυξη, μια διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου σύμφωνα με τα πρότυπα των Γάλλων Διαφωτιστών, το σύνταγμα του Ρήγα.

 Επεδίωξε, μάλιστα, να συναντήσει τον Μεγάλο Ναπολέοντα για να ζητήσει την βοήθεια του. Συνελήφθη, όμως στις 8 Δεκεμβρίου του 1797 από τους Αυστριακούς στη Τεργέστη και παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι τον σκότωσαν δια στραγγαλισμού στις 12 Ιουνίου του 1798 στο Βελιγράδι.

                  Η επαναστατική προκήρυξη

Το εθνικοαπελευθερωτικό πρόγραμμα του Ρήγα απέβλεπε στον ξεσηκωμό όχι μόνο των ελληνικών πληθυσμών, αλλά και όλων των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής που καταπιέζονταν από το δεσποτισμό του σουλτάνου. Από την Επανάσταση κατά του σουλτάνου δεν εξαιρούσε τους Τούρκους. Με αυτό τον τρόπο ο Ρήγας εκφράζει τον αποτροπιασμό του για την τουρκική σκλαβιά. Την εξουσία του Σουλτάνου την θεωρεί τυραννική. Αυτή οδηγεί τους Έλληνες να ξενιτευτούν. Τα εγκλήματα των Τούρκων να επιβεβαιώνουν ο Ουρανός, ο Ήλιος και η Γη. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να οπλιστούν και να διακηρύξουν σε όλους τους ανθρώπους τα δικαιώματα τους, που τους έχουν δοθεί από τον ίδιο τον θεό. Σκοπός του Ρήγα είναι το γκρέμισμα του φοβερού Δεσποτισμού και η εγκαθίδρυση πραγματικής «Ελευθερίας». Οι νομοθέτες και οι δικαστές πρέπει να ξέρουν ποιο είναι το χρέος τους απέναντι στο λαό, γι αυτό είναι απαραίτητη μια διακήρυξη των «δικαίων του ανθρώπου». Ο πόθος για την ελευθερία και το μίσος για το τυραννικό καθεστώς του Σουλτάνου είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα και οι βασικές ιδέες της προκήρυξης. Ο Ρήγας κινείται μέσα στο πνεύμα του φιλελευθερισμού και του δημοκρατισμού της εποχής της Αμερικανικής και της Γαλλικής επανάστασης. Τότε που σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική είχαν διαδοθεί οι ιδέες της ελευθερίας και της Δημοκρατίας ,ιδέες αρκετές για να χαρακτηριστεί κάποιος «ανατρεπτικό στοιχείο». Ο Ρήγας πίστευε στην Δημοκρατική αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ο λαός έχει το δικαίωμα να επαναστατήσει, όταν τα δικαιώματα καταπατούνται αυτές.  Οι Δημοκρατικές αρχές αποκτούν στον Ρήγα ένα διαφορετικό περιεχόμενο: αυτός που πρέπει να επαναστατήσει είναι ο ελληνικός λαός ο οποίος καταπιέζεται από ένα ξένο δυνάστη, τον Σουλτάνο. Έτσι στην προκήρυξη του Ρήγα οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές διαπλέκονται με τις εθνικοαπελευθερωτικές σε μία αδιάσπαστη ενότητα.

                 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση