Επιστροφή σε Ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο (κοινωνικοί θεσμοί, αγορά εργασίας, θεσμοί εξουσίας, αξίες)

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ – ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ – ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ

ΑΠΟΨΗ

Αρθρο του Ν. Σινιόσογλου στην «Κ»: Ονειροπολήσεις ενός απολιτικού

O,τι αποφεύγεις να μελετήσεις, αυτό φοβάσαι· τη λεγόμενη «αποχή». Οπότε την υποτιμάς. Ομως, καιρό τώρα, το ρήγμα δεν είναι τόσο μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς· όσο μεταξύ προσώπων που ψηφίζουν και προσώπων που δεν ψηφίζουν

O,τι αποφεύγεις να μελετήσεις, αυτό φοβάσαι· τη λεγόμενη «αποχή». Οπότε την υποτιμάς.

Ομως, καιρό τώρα, το ρήγμα δεν είναι τόσο μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς· όσο μεταξύ προσώπων που ψηφίζουν και προσώπων που δεν ψηφίζουν. Σκέψου ότι η ψήφος είναι υποχρεωτική. Οπότε μιλάμε για μη συμμόρφωση, που αγγίζει την πλειοψηφία.

Λες ότι όσοι απέχουν από τις εκλογές δεν έχουν ομοειδή χαρακτηριστικά και ότι είναι πολλοί οι λόγοι που «δεν πάνε να ψηφίσουν»: από την ανημπόρια ώς το έλλειμμα πολιτικής παιδείας ή τη συνειδητή υπονόμευση των θεσμών.

Μα κι εσείς που ψηφίζετε, πολλούς λόγους δίνετε: Κάποιοι ψηφίζετε από σεβασμό στη δημοκρατία· άλλοι, όμως, επειδή κάτι σας έταξαν· από συνήθεια και οικογενειακή παράδοση· επειδή τιμωρείτε με την ψήφο σας· ή ενισχύετε δεσμούς με γνωστούς στο τάδε κόμμα, γιατί σας λένε πως πας μπροστά «αν ανήκεις κάπου»· ενδεχομένως, πολλοί άγεστε και φέρεστε από το συναίσθημα και την εικόνα. Εάν επιβιώνει κάποιος ιδεολογικός πυρήνας μετά από όλα αυτά, δεν είναι ισχυρός. Αλλωστε, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ευέλικτο σύστημα. Η δέσμευση διά της ψήφου δεν είναι οντολογική, όπως στις θρησκείες, αλλά λίαν εφήμερη: ψηφίζετε ένα κόμμα και αύριο «τα βρίσκετε» πολλαχώς με όσους στηρίζουν ένα άλλο. Η πολιτική θέλει ευλύγιστη μέση! Η ζωή θέλει ευλύγιστη μέση! Από την πολλή ευλυγισία, κανένα ηθικό πλεονέκτημα δεν έχει όποιος ψηφίζει επειδή και μόνον ψηφίζει. Συνεπώς, ρευστοί οι λόγοι της αποχής, ρευστοί κι εκείνοι της ψήφου.

Η αποχή δεν είναι πάντοτε επιλογή συνειδητή. Πράγματι. Ακριβώς τέτοιες αποφάσεις που παίρνουμε χωρίς να τις αναλύουμε αντλούν δύναμη από μια άγνωστη πηγή, διαισθητική. Ενστικτωδώς πολλοί νιώθουν πως σήμερα αυτή η δημοκρατία δεν εμπνέει εμπιστοσύνη· αλλιώς, δεν θα της γυρνούσαν την πλάτη. Μόνο που δεν βρίσκουν τα ωραία λόγια να σας εξηγούν τι και πώς.

Οσο μικρότερη η συνειδησιακή εμπλοκή με τα κόμματα, τόσο μειωμένο ηθικό και λογικό έρεισμα έχει μια κυβέρνηση. Για ποια «λαϊκή εντολή» θα μιλούν;

Επειτα, η αποχή ενδέχεται να είναι πολιτική πράξη. Μην κοιτάτε γιατί δεν ψηφίζω, αλλά πώς ζω. Ο βίος είναι και πολιτεία. Πολιτική είναι η άσκηση της ιατρικής, πολιτική η διδασκαλία και η έκδοση ενός βιβλίου. Ο,τι επιδρά στη ζωή των άλλων είναι πολιτική με μια διασταλτική σημασία. Συνεπώς, απέχoντας από τις εκλογές, δεν είμαι απολιτικός. Προτάσσω τη συνέπεια του βίου.

Μήπως έτσι η εκλεγμένη πολιτική εξουσία χάνει κάπως τη νομιμοποίησή της; Αυτή θα κυβερνήσει και με μικρά ποσοστά προσέλευσης στις κάλπες. Το ζήτημα δεν είναι τεχνικό· αλλά ουσίας. Οσο μικρότερη η συνειδησιακή εμπλοκή με τα κόμματα, τόσο μειωμένο ηθικό και λογικό έρεισμα έχει μια κυβέρνηση. Για ποια «λαϊκή εντολή» θα μιλούν;

Και άσε τώρα τα πατερναλιστικά «πήγαινε να ψηφίσεις», γιατί με κάνεις να σκεφθώ το εξής: η αποχή είναι η πραγματική αντιπολίτευση!

Τάδε έφη ο παλιός συμμαθητής μου Αλκιβιάδης.

Επειδή είµαι νομοταγής πολίτης τον παρότρυνα να ρίξει τουλάχιστον λευκό, εφόσον τόσο μαύρα τα βλέπει όλα· και του είπα ότι είναι επικίνδυνο να θεωρητικοποιεί την αποχή –σκοτεινό μέγεθος να το σφετερίζεται κανείς– καθιστώντας την πολιτική θέση. Εκείνος έδειξε το άδειο ποτήρι: «Η τελευταία γουλιά είναι σχεδόν τόσο ωραία, όσο η πρώτη». Σ’ αυτό συμφωνήσαμε! Εκανα να του παραγγείλω άλλη μια μπίρα. «Τέτοια αντιπροσώπευση, καλοδεχούμενη», είπε. Και συνεχίσαμε την κουβέντα.

Ο κ. Νικήτας Σινιόσογλου είναι συγγραφέας, ερευνητής στο ΕΙΕ. Πιο πρόσφατο βιβλίο του «Ο καρπός της ασθενείας μου» (Κίχλη, 2021).

Αφίσα, η μαγεία ενός πολιτικού όπλου

Οταν η γραφιστική καλούνταν να επικοινωνήσει μηνύματα προς την κοινωνία με τρόπο σύντομο, συγκινητικό και ξεκάθαρο

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

 

Αν ο Μασκ ζούσε στην αρχαία Αθήνα… Ο Γιώργος Μητακίδης, ένας από τους «πατέρες» του Διαδικτύου, μιλάει για τους ψηφιακούς κινδύνους στη σύγχρονη δημοκρατία.

«Ισως έρθει μια μέρα που θα είμαστε ευγνώμονες στον Μασκ. Ακόμη και στον Τραμπ, που με τους αφορισμούς του –π.χ. να καταργηθεί το σύνταγμα– έθεσε σε εγρήγορση τη δημοκρατία, αν και βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από το τέλος του τραμπισμού», επισημαίνει ο Γιώργος Μητακίδης. Εδώ, ο νέος ιδιοκτήτης του Twitter με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ (πλάτη) σε συνάντησή τους τον Μάιο του 2020. Φωτ. A.P. / Alex Brandon

Μαζί άγγιξαν την ουσία της κοινωνικής ισότητας και της ελευθερίας, τα ύψη του ανέφελου μέλλοντος, μαζί εκτέθηκαν σε κινδύνους, παρεξέκλιναν, κακοφόρμισαν, μαζί πήραν τον δρόμο για την αυτορρύθμιση, τη θεραπεία. Σύγχρονη δημοκρατία και ψηφιακές τεχνολογίες, βίοι παράλληλοι από 1989. Την κοινή τους πορεία, το ταυτόχρονο πέρασμά τους από ένα κλίμα γενικής ευφορίας και εφησυχασμού σε μονοπάτια ολισθηρά και συνθήκες απειλητικές για την ομαλή εξέλιξή τους περιγράφει στην «Κ» ο Γιώργος Μητακίδης, συνδημιουργός της Κοινοπραξίας του Παγκόσμιου Ιστού και από την πρώτη στιγμή στην καρδιά γέννησης των νέων τεχνολογιών, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών και πρόεδρος του Φόρουμ για τον Ψηφιακό Διαφωτισμό.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

 

 

 

Η δημοκρατία τότε και τώρα

Η δημοκρατία τότε και τώρα | tovima.gr

17.11.2022, 06:35 ΤΟ ΒΗΜΑ

Δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι το κρισιμότερο ζήτημα της εποχής μας κυρίως στον δυτικό κόσμο θα κατέληγε να είναι η εναγώνια προάσπιση και στήριξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ενώ ο σταδιακός μετασχηματισμός του σταλινικού ολοκληρωτισμού σε κομματική μονοκρατορία με έντονα καπιταλιστικά στοιχεία κατά τα τέλη του προηγούμενου αιώνα είχε σχεδόν συντελεστεί με δυσοίωνες προοπτικές, το σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως ζωτικού παράγοντος πολιτικής ομαλότητας και οικονομικής ευημερίας φάνταζε σχεδόν απρόσβλητο από επιβλαβείς εξωγενείς επιρροές. Ο κίνδυνος ωστόσο μιας προοδευτικής συρρίκνωσης αυξήθηκε με ραγδαίο ρυθμό στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, εξαιτίας κυρίως σοβαρών εσωτερικών αδυναμιών, οι οποίες βαθμηδόν εξασθένισαν τις αντιστάσεις των δημοκρατικών δομών και ρηγμάτωσαν τα θεσμικά τείχη ασφαλείας που είχαν υψωθεί με πολύν κόπο και ανυπολόγιστες θυσίες μετά τη λήξη των δύο παγκόσμιων πολέμων. Αυτό το θλιβερό γεγονός είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και η αμερικανική πολιτεία, η ισχυρότερη δημοκρατία του πλανήτη, να εμφανίζει εσχάτως ανησυχητικά σημάδια αποσταθεροποίησης και ενδεχόμενης παρακμής.

Πράγματι, η δημοκρατία μπορεί να μην είναι το τέλειο πολίτευμα – είναι όμως το τελειότερο που διαθέτουμε από αρχαιοτάτων χρόνων. Διδακτικό θα ήταν κατά τη γνώμη μας, εάν αναλογιστούμε άλλη μια φορά τις ριζικές πολιτειακές μεταλλάξεις που έλαβαν χώραν στην αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. – από τις λαοφιλείς νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα έως τις ρηξικέλευθες παρεμβάσεις του Κλεισθένη, του Εφιάλτη και του Περικλή – με σκοπό να διαμορφωθεί το δημοκρατικό καθεστώς σύμφωνα με τα πάγια αιτήματα και τις ενδόμυχες επιθυμίες εκείνης της εξαιρετικά σύνθετης κοινωνίας. Θα ήταν λοιπόν κοινοτοπία να λεχθεί ότι η δημοκρατία ήταν, είναι και θα είναι κατεξοχήν έργο εν προόδω, δηλαδή εγχείρημα εν εξελίξει, το οποίο παίρνει βαθιά ανάσα ζωής κάθε φορά που αναπροσαρμόζεται με επιτυχία στις ταχέως εξελισσόμενες ιστορικές συγκυρίες. Αποτελεί με άλλα λόγια διαρκές αγώνισμα, που απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και ποτέ κανέναν εφησυχασμό. Η επανάπαυση ιδίως ότι τα αγαθά που απορρέουν από τα δημοκρατία είναι ήδη κεκτημένα και αναπαλλοτρίωτα οδηγεί σε επικίνδυνη χαλάρωση και προλειαίνει το έδαφος για την απίσχνανση των αντιστάσεών μας και τελικά την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών.

Το κεντρικό ερώτημα, κατά την άποψή μας, είναι με ποιον τρόπο το δημοκρατικό πολίτευμα θα εναρμονιστεί με τις κατακλυσμιαίες συνέπειες που θα προκύψουν από την επικείμενη έλευση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, στη διάρκεια της οποίας θα επέλθει ο επιζητούμενος αλλά κατά πολλούς αμφιλεγόμενος συγκερασμός της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης με τη βιοτεχνολογία και τη ρομποτική παραγωγή. Εάν η αλγοριθμική δυναμική που αναπτύσσεται βαθμιαία αλλά σταθερά σε όλα τα πεδία κοινωνικής, πνευματικής και οικονομικής δημιουργίας δεν συνοδευτεί με μιαν ανάλογη θαρραλέα αναμόρφωση και συνάμα εδραία κατοχύρωση των δημοκρατικών καταστατικών συνθηκών, τότε μοιραία θα οδηγηθούμε ίσως σε ασθενικά πολιτειακά μορφώματα ή, το χειρότερο, σε ολιγαρχικά κυβερνητικά σχήματα, τα οποία δεν θα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους πολίτες εκείνα τα απαραίτητα εχέγγυα ασφάλειας, ομόνοιας και προκοπής. Εξυπακούεται ότι δεδομένων και των δομικών μειονεξιών του εκπαιδευτικού συστήματος και της οικονομίας μας η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, είναι εύλογο ότι θα υποβιβαστεί εν τέλει σε κράτος παρία, αφού δεν θα κατορθώσει να αφομοιώσει δημιουργικά και αποτελεσματικά τη νέα τεχνογνωσία εντός πλαισίου προσωπικής ελευθερίας και ατομικών δικαιωμάτων, που διασφαλίζει μόνο το δημοκρατικό πολίτευμα.

Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας μας, αλλά καθώς φαίνεται και των περισσότερων ώριμων ή ανώριμων δημοκρατικών κρατών ανά τον πλανήτη, είναι το στρεβλό και μονολιθικό κομματικό σύστημα, το οποίο δυστυχώς επικεντρώνεται πεισματωδώς στις εκλογικές διαδικασίες και στις ψηφοθηρικές τακτικές· το λυπηρό είναι ότι η βασική επιδίωξη της μιας παράταξης καταλήγει να είναι η πολιτική και ηθική εκμηδένιση της αντίπαλης παράταξης μέσω ενός ισοπεδωτικού και συχνά παραπειστικού καταγγελτικού λόγου. Οι χωρίς μέτρο κομματικοί ανταγωνισμοί, που κορυφώνονται πολλάκις σε απηνείς διωγμούς και συκοφαντικές εκστρατείες εναντίον έντιμων και καλοπροαίρετων αντιπάλων, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για τη διεξαγωγή κόσμιου και εποικοδομητικού διαλόγου που θα οδηγήσει στη σύνθεση αντιτιθέμενων απόψεων όσον αφορά τουλάχιστον σε κρίσιμα ζητήματα της χώρας. Οταν απουσιάζει η προσήκουσα διαλεκτική, που είναι ως γνωστόν η πεμπτουσία της δημοκρατικής πολιτείας, οι φιλελεύθερες κρηπίδες πάνω στις οποίες οικοδομείται ο κοινοβουλευτισμός βαθμηδόν αποσαθρώνονται και το πολιτικό παιχνίδι αποκτά ενίοτε την όψη «αιματοστάλακτης» αρένας.

Τα κόμματα που είναι απαραίτητοι θεσμοί σε μια δημοκρατική χώρα οφείλουν να συνειδητοποιήσουν αφενός ότι πέρα και πάνω από ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες υπάρχει μόνο το bonum patriae – το καλό της πατρίδας -, και σε αυτό πρέπει όλοι απαρέγκλιτα να στοχεύουν. Το δημοκρατικό πολίτευμα δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με εκλογές και ψηφοφορίες, αξιώματα και κυβερνητικούς θώκους, αλλά εμπεριέχει και άλλες εξίσου σημαντικές πτυχές και εκφάνσεις. Οι νομοθετικές και δικαστικές διαδικασίες επί παραδείγματι ως θεμελιακά θεσμικά αντίβαρα αποτελούν ιδρυτικούς παράγοντες των δημοκρατικών πραγμάτων κάθε κοινωνίας· η παραμέλησή τους, ή η υποβάθμισή τους, ή έτι χειρότερον η εκμετάλλευσή τους στην κομματική διαπάλη αποτελεί μέγιστο ατόπημα και επικίνδυνη τακτική για την ομαλή εξέλιξη του πολιτικού βίου. Στόχος εξάλλου της κάθε κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν πρέπει να είναι η ανατροπή όλων των αποφάσεων και των πεπραγμένων της προηγουμένης, αλλά η βελτίωση και η προώθηση των πρότερων ωφέλιμων για τον λαό πρωτοβουλιών· αυτό ιδίως το αέναο «ξυλοχάλασμα» ανά κυβερνητικό κύκλο ακυρώνει κάθε ευοίωνο ενδεχόμενο για τη γενικότερη πρόοδο και τη θεσμική θωράκιση της χώρας.

Η δημοκρατία είναι άκρως απαιτητικό αλλά και επίζηλο πολίτευμα που αξονικός πυρήνας του είναι ο καλόβουλος και ειλικρινής διάλογος μεταξύ όλων των συμμετεχόντων, με σκοπό να επιλυθούν τα όποια προβλήματα μέσα από τη συστηματική σύνθεση αντίρροπων προσεγγίσεων και, το κυριότερο, να εμπεδωθούν εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα εγγυηθούν την απρόσκοπτη μετάβαση στη νέα εποχή σε πείσμα των εκάστοτε οπισθοδρομικών αντιστάσεων του επικίνδυνου πάντοτε λαϊκισμού. Βέβαιον είναι ότι σε όποιο σημείο κι αν εντοπίζονται στο πολιτικό φάσμα οι ποικίλες εκείνες παθογένειες της δημοκρατίας μας – όπως λόγου χάριν η δημοκοπία που υπόσχεται τα πάντα στους πάντες δίχως επίμοχθη προσπάθεια, η συμπλεγματική ημιμάθεια που ακκίζεται με την οχλάρεστη αντίληψη για ισοπέδωση των πάντων και η μισαλλοδοξία που απορρέει από ηθικά δήθεν πλεονεκτήματα και ιδεοληψίες – συνεργάζονται δυστυχώς, με στόχο να καταδικάσουν τη χώρα μας σε κοινωνική αποσύνθεση, πνευματική υστέρηση και οικονομικό μαρασμό.

Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας

στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η δημοκρατία στον πληθυντικό

Πόσο σταθερή μπορεί να είναι μια δημοκρατία που διέπεται από βαθιές διαιρέσεις; Κι από την άλλη, χωρίς συγκρούσεις, ακόμη και τις πιο σκληρές, τι δημοκρατία θα ήταν; Με τέτοια ερωτήματα καταπιάνεται το βιβλίο του Ezra Klein «Γιατί είμαστε πολωμένοι», που κυκλοφόρησε το 2020. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος και ιδρυτής του γνωστού ενημερωτικού ιστοτόπου Vox εξετάζει την υπόθεση ότι υπάρχει στις κοινωνίες μας μια αυξανόμενη πολιτική και πολιτισμική πόλωση, στις ατομικές και συλλογικές στάσεις.

Η βασική του θέση είναι ότι από τη δεκαετία του 1960, που το Δημοκρατικό Κόμμα προώθησε την υπόθεση των πολιτικών δικαιωμάτων (σε συνάρτηση με τα κοινωνικά κινήματα της εποχής), οι πολιτικές ταυτότητες στις ΗΠΑ άρχισαν να γίνονται περισσότερο συμπαγείς, έως μονολιθικές. Σήμερα πια, οι μέγκα ταυτότητες «Δημοκρατικοί» και «Ρεπουμπλικανοί» έχουν κατισχύσει κάθε άλλης, έτσι που το πώς τοποθετείται κανείς πολιτικά συναρτάται ευθέως με το χρώμα του δέρματός του, την οικονομική του θέση, το μέρος όπου κατοικεί, τις απόψεις του σε θέματα δικαιωμάτων αλλά και τις προτιμήσεις στην κατανάλωση, στην τηλεόραση, στα social media. Την περίοδο Τραμπ ο διχασμός έφτασε στο απόγειό του: δύο κοσμοθεωρήσεις αμοιβαία αποκλειόμενες. Τα θεμελιώδη του φιλελευθερισμού –η ειρήνευση των παθών, η συνύπαρξη διαφορετικών αντιλήψεων, ο συμβιβασμός– κινδυνεύουν.

Για να εξηγήσει αυτή την πρωτόγνωρη πόλωση ο Klein επιστρατεύει τα εργαλεία της ψυχολογίας και της εξελικτικής βιολογίας, υποστηρίζοντας ότι είναι το αποτέλεσμα της έμφυτης ανθρώπινης τάσης να σχηματίζουμε ομάδες, κλειστές και στρεφόμενες η μία ενάντια στην άλλη· τάση που οδηγεί στη δυσανεξία και στην εχθρότητα, στην αδυναμία έλλογης αντιπαράθεσης. Εδώ ακριβώς, όμως, ξεκινάει η συζήτηση.

Αν είναι ζήτημα βιολογίας τότε τι μένει από την έλλογη, συνειδητή δράση των ανθρώπων, από το νόημα που δίνουν οι ίδιοι στις επιλογές τους; Και αν πράγματι οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη τάση να σχηματίζουν ομάδες, αυτές οι ομάδες δεν είναι «φυσικές» και ανιστορικές κατασκευές, αλλά προϊόντα της εκάστοτε συγκυρίας. Κάτι παρόμοιο αντέτασσε ο Ερικ Χόμπσμπομ στις απόπειρες να εξηγηθεί το ιστορικά προσδιορισμένο φαινόμενο του εθνικισμού διά της τάσης των ανθρώπων να σχηματίζουν ομάδες με τη δική τους κουλτούρα: ο βιολογισμός δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί πολλοί Σκωτσέζοι επιθυμούν την ανεξαρτησία από την Αγγλία, ούτε γιατί οι Αμερικανοί προτιμούν το μπέιζμπολ από το ποδόσφαιρο.

Αυτό που διαφεύγει από το εξηγητικό σχήμα του Klein είναι μια μείζων αλλαγή εποχής. Υπήρξε πράγματι μια περίοδος, στο γύρισμα της χιλιετίας, όπου το τέλος του διπολικού κόσμου, ο θρίαμβος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η δυναμική της παγκοσμιοποίησης είχαν επιφέρει κρίσιμες συγκλίσεις των μεγάλων πολιτικών αντιπάλων, προοδευτικών και συντηρητικών, σε μια «μετα-πολιτική» συνθήκη όπου η διαχειριστική αποτελεσματικότητα έμοιαζε να έχει επισκιάσει την ιδεολογική σύγκρουση. Η εποχή εκείνη όμως παρήλθε. Πάνω από δέκα χρόνια τώρα ζούμε στο φόντο αλλεπάλληλων κρίσεων, που αναδιατάσσουν τον κόσμο και τις ταυτότητές μας.

Αυτό που άλλαξε δεν είναι η δυνατότητά μας να διαβουλευόμαστε ορθολογικά, ούτε η τάση μας να ομαδοποιούμαστε, αλλά η επιστροφή στο προσκήνιο μεγάλων δομικών συγκρούσεων, σχολιάζει σχετικά ο πολιτικός επιστήμονας Daniel Schlozman («Up from Polarization», περιοδικό Dissent, άνοιξη 2020). Οι διαιρέσεις μας βαθαίνουν επειδή ακριβώς οξύνονται οι συγκρούσεις: εκεί όπου η πολιτική οικονομία των ανισοτήτων και της επισφάλειας συναντά τους «πολιτισμικούς πολέμους» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, από το ζήτημα του ρατσισμού ή της πατριαχίας μέχρι το δικαίωμα στην άμβλωση – για να αναφέρουμε μόνο μερικές, οικείες στα καθ’ ημάς. Η φυλή, το φύλο, η ταξική θέση, η γενιά, οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, οι insiders και οι outsiders γίνονται διαιρετικές γραμμές· και η πολιτική καλείται να αναλάβει τον ρόλο της, να εκπροσωπήσει αυτές τις διαιρέσεις.

Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν παραμένει πειστική η προειδοποίηση του Klein ότι η πόλωση βλάπτει τη φιλελεύθερη δημοκρατία; Ναι και όχι. Σε καιρούς οξυμμένων πολιτικών παθών έχει σημασία να παραμένει κανείς μετριοπαθής, νηφάλιος, ξενέρωτος, χωρίς ωστόσο να χάνει την ταυτότητά του. Μετριοπάθεια μπορεί να σημαίνει ότι κλείνουμε τα μάτια σε όσα μας χωρίζουν, αναζητώντας μια αδύνατη σταθερότητα. Ή από την άλλη ότι εάν δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις πολώσεις, μπορούμε ωστόσο να μάθουμε να ζούμε με αυτές.

Η δημοκρατία είναι σύγκρουση, αλλά εντός αυτής είναι ζωτικό να διασώζουμε μια έννοια της φιλίας, όπως τη συνόψιζε ο Πολ Ρικέρ: την αποδοχή του άλλου ως κάτι διαφορετικό από τον εαυτό. Το απαράγραπτο όριο, που στη μικρή μας χώρα το γνωρίζουμε καλά από την πρόσφατη και λίγο παλιότερη Ιστορία της, είναι η μετατροπή του πολιτικού αντιπάλου σε εχθρό, ακόμη χειρότερα: σε εθνικό μειοδότη – κάπου εκεί παύει κάθε δυνατότητα δημοκρατικής αντιπαράθεσης. Αντιθέτως, η αποδοχή της διαφοράς παραπέμπει στον πλουραλισμό, στη δημοκρατία που δεν φοβάται τις συγκρούσεις, υπό τον όρο ότι θα συνεχίσει να κλίνεται στον πληθυντικό.

* Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμων και συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης».

 

ΒΙΒΛΙΟ

Η ύπουλη μετάλλαξη της τυραννίας

Το νέο πρόσωπο του αυταρχισμού και οι κίνδυνοι για τη Δύση

SERGEI GURIEV & DANIEL TREISMAN
Spin Dictators
εκδ. Princeton University Press, σελ.360

Οι δικτατορίες αλλάζουν. Τον περασμένο αιώνα ο Χίτλερ, ο Στάλιν και ο Μάο κυβέρνησαν χρησιμοποιώντας τη μαζική βία, τον τρόμο, την προσωπολατρεία, την ωμή προπαγάνδα, την απόλυτη ιδεολογική συμμόρφωση και την ξενοφοβία. Στον 21ο αιώνα του αλληλοεξαρτώμενου και δικτυωμένου κόσμου, οι «δικτάτορες του φόβου» έχουν περιοριστεί, αλλά μια νέα γενιά «δικτατόρων της εξαπάτησης» έχουν έλθει στο προσκήνιο, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Βίκτορ Ορμπαν, που προσποιούνται τους δημοκράτες, αποφεύγουν κατά το δυνατόν την αιματηρή καταπίεση του παρελθόντος και μονοπωλούν την εξουσία διαστρέφοντας την αλήθεια, αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία για να ελέγχουν τους πολίτες και υπονομεύοντας συστηματικά τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η στροφή από τον φόβο στην εξαπάτηση οφείλεται κυρίως στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης, που εντείνουν τις πιέσεις για ανοικτές κοινωνίες και πολιτικές ελευθερίες. Η παραπλάνηση είναι το εργαλείο με το οποίο αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα αντιστέκονται στις πιέσεις που δέχονται από το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αυτά είναι τα βασικά μηνύματα του βιβλίου του Σεργκέι Γκούριεφ, καθηγητή Οικονομικών στη Sciences Po στο Παρίσι και του Ντάνιελ Τράισμαν, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες, με το οποίο σκιαγραφούν το νέο πρόσωπο του αυταρχισμού, το οπλοστάσιο που χρησιμοποιεί και τον τρόπο που οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορούν να απαντήσουν στην απειλή.

Η μέθοδος

Πώς από τους «δικτάτορες του φόβου» περάσαμε σε αυτούς «της εξαπάτησης», οι οποίοι μονοπωλούν την εξουσία διαστρέφοντας την αλήθεια.

Με πλήθος παραδειγμάτων από τον χώρο της Δεξιάς και της Αριστεράς περιγράφουν πώς «οι δικτάτορες της εξαπάτησης» συγκαλύπτουν τις καταχρήσεις τους, αποσπούν τη λαϊκή υποστήριξη με επιτηδευμένη προπαγάνδα, νοθεύουν τη δημοκρατία, χειραγωγούν τη δικαιοσύνη, εκβιάζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς, διασπείροντας την παραπληροφόρηση, τον κυνισμό και τον διχασμό, ενώ αποφεύγουν τη διεθνή απομόνωση αναπτύσσοντας δεσμούς με τις δυτικές ελίτ προς όφελός τους.

Καλλιεργώντας την εικόνα των ικανών ηγετών που εγγυώνται την ευημερία του λαού, κατηγορούν τους αντιφρονούντες για μειωμένο πατριωτισμό και προσπαθούν να αποκρύψουν τον αυταρχισμό τους μέσα από τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες, αχρηστεύοντας τα συνταγματικά αντίβαρα του ελέγχου της εξουσίας. Επιτρέπουν μεν τη συμμετοχή κομμάτων της αντιπολίτευσης σε εκλογές, αλλά εγείρουν εμπόδια στην πολιτική δράση τους. Αντί της αυστηρής λογοκρισίας ενθαρρύνουν την αυτολογοκρισία και ανέχονται την κυκλοφορία ολίγων επικριτικών ΜΜΕ, για να δείχνουν ότι σέβονται την ελευθερία έκφρασης, ενώ ταυτόχρονα ελέγχουν ασφυκτικά τα κρατικά ΜΜΕ και αναθέτουν σε φίλους τους να αποκτήσουν την ιδιοκτησία όσων ανεξαρτήτων ΜΜΕ μπορούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους.

Η ύπουλη μετάλλαξη της τυραννίας-1

Οι «δικτάτορες της εξαπάτησης» έχουν τελειοποιήσει το ψέμα και χειρίζονται επιδέξια και δόλια την πληροφορία. Με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας παρακολουθούν και εκφοβίζουν τους αντιπάλους τους στην πολιτική και τα ΜΜΕ, απειλώντας τους με φορολογικά αδικήματα, ποινικές διώξεις και διαρροή προσωπικών δεδομένων. Για να εξασφαλίσουν δε την έξωθεν καλή μαρτυρία αγοράζουν τις υπηρεσίες προθύμων δυτικών επιχειρήσεων, τραπεζιτών, δικηγόρων και εταιρειών λόμπι. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των συγγραφέων, οι «δικτάτορες του φόβου» αντιπροσώπευαν το 60% του συνόλου το 1970 και λιγότερο από το 10% τη δεκαετία του 2000. Το ποσοστό των «δικτατόρων της εξαπάτησης» ανήλθε από το 13% στο 53% την ίδια περίοδο. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται υβριδικές.

Για την κατάταξη των αυταρχικών ηγετών σε «δικτάτορες του φόβου ή της εξαπάτησης» χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας και ο Μπασάρ αλ Ασαντ της Συρίας κατατάσσονται στους «δικτάτορες του φόβου». Η Κίνα έχει περάσει από διάφορες μεταλλάξεις, αλλά τελευταία η κοινή αντίληψη είναι ότι ο Σι Τζινπίνγκ έχει επιλέξει το κράτος παρακολούθησης και φόβου, όπως ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στη Σαουδική Αραβία και ο Ερντογάν στην Τουρκία, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Αν η συγγραφή του βιβλίου είχε ολοκληρωθεί μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, υποψήφιος για την ίδια στήλη θα ήταν σίγουρα και ο Πούτιν.

Οι συγγραφείς συνιστούν στη Δύση να ακολουθήσει απέναντί τους την «εμπλοκή της αντιπαλότητας», με διαρκή εγρήγορση, σθεναρή αντίσταση στις προσπάθειες υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών, μεθοδική καταγραφή των καταχρήσεων και υπεράσπιση του παγκοσμίου φιλελευθέρου συστήματος. Η Δύση καλείται να παύσει να βοηθάει τους δικτάτορες να ξεπλένουν το μαύρο χρήμα και τη φήμη τους και να πιέζει διαρκώς για τον εκσυγχρονισμό, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, που αποτελούν την καλύτερη ελπίδα για τη στροφή προς τη δημοκρατία. Είναι επίσης επιτακτικό να τακτοποιήσει τα του οίκου της, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και να πληγεί έτσι η προπαγάνδα ότι η Δύση είναι διεφθαρμένη και βρίσκεται σε παρακμή. Η έλξη που ασκεί η δημοκρατία παγκοσμίως αποτελεί ένα πανίσχυρο όπλο στην αντιπαράθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα. Ο προσφορότερος τρόπος να ηττηθεί μια ιδέα είναι με μια καλύτερη ιδέα και ο αυταρχισμός σίγουρα δεν προσφέρει ένα καλύτερο όραμα, καταλήγουν.

* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι δύσκολοι δρόμοι της δημοκρατίας

Η απότομη λήξη της θητείας του Μάριο Ντράγκι κλείνει άλλο ένα κεφάλαιο της ιταλικής πολιτικής όπου τεχνοκράτης κλήθηκε να άρει τα αδιέξοδα της δημοκρατίας και αφού εξάντλησε την υπομονή των κομμάτων που του ανέθεσαν την εξουσία, τώρα αυτά, που προκάλεσαν το πρόβλημα, προσδοκούν να το λύσουν διά των εκλογών. Οι δημοκρατικοί θεσμοί καλούνται να δώσουν λύση εκεί που πριν από 18 μήνες αδυνατούσαν. Εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, από τις πρόωρες εκλογές του Σεπτεμβρίου πιθανώς θα προκύψει συνασπισμός ακροδεξιών κομμάτων. Ενώ δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία ήθελε να συνεχίσει ο μη εκλεγμένος, τεχνοκράτης Ντράγκι ως επικεφαλής κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ενδέχεται οι ψηφοφόροι να αναδείξουν στην εξουσία κόμματα που μάχονται εναντίον τέτοιας ενότητας. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παράδοξα της δημοκρατίας.

Η δημοκρατία έχει μια έμφυτη αστάθεια, αυτή που την καθιστά ευάλωτη σε κακές αποφάσεις αλλά που επίσης της παρέχει τη δυνατότητα να διορθώνει τα λάθη της. Σε αυταρχικά, ολιγαρχικά καθεστώτα δεν υπάρχει τέτοια δικλίδα ασφαλείας. Οι πολίτες ζουν με τα λάθη της ηγεσίας. Αλλο πεδίο δυναμικών αντιπαραθέσεων στη δημοκρατία είναι η αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ ομάδων πολιτών ώστε η πλειοψηφία να μην αφανίζει τη μειοψηφία ή τις κοινωνικές μειονότητες, αλλά ούτε οι λίγοι να ελέγχουν την κατάσταση εις βάρος των πολλών. Αυτή τη διαμάχη τη βλέπουμε συνεχώς όπου υπάρχουν δημοκρατικές διαδικασίες, και δη όπου ζητείται ομοφωνία χωρών για αποφάσεις. Εκεί βλέπουμε τον ελάχιστο αριθμό ψηφοφόρων να εμποδίζει τη βούληση των πολλών, οδηγώντας είτε σε αδιέξοδο είτε στο οι λίγοι να επιβάλλουν τη δική τους θέληση στους πολλούς, στερώντας το σύνολο από πολιτικές που θα ευνοούσαν τον μεγαλύτερο πιθανό αριθμό ανθρώπων.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να δει κανείς τις εξελίξεις στην Ιταλία, σε πολλές άλλες χώρες, και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι μικροπολιτικές ανάγκες ενός κόμματος σε μια χώρα μπορούν να επηρεάσουν τη σταθερότητα της Ενωσης. Είναι προφανές σήμερα ότι οι ηγεσίες των δημοκρατικών χωρών δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα της εποχής, καθώς αυτά προκαλούν τις συνθήκες που δυσχεραίνουν την επίλυσή τους. Στις ΗΠΑ, π.χ., βλέπουμε πως η πολιτική διχόνοια παραλύει το σύστημα, ώστε οι δημοκρατικοί θεσμοί να δυσκολεύονται να λύσουν προβλήματα. Την ίδια ώρα, οι ακραίες ομάδες που συνήθως προκαλούν ή επιδεινώνουν τα προβλήματα, θεωρούν την όποια απόπειρα λύσης (ή τη μη λύση) ως επιβεβαίωση της θέσης τους. Αυτό οδηγεί σε παράλυση και στην ενίσχυση των πιο ακραίων ομάδων, θέτοντας την κοινωνία σε μια ολοένα μεγαλύτερη αντιπαλότητα μεταξύ πολιτών.

Οι μικροπολιτικές ανάγκες ενός κόμματος σε μια χώρα μπορούν να επηρεάσουν τη σταθερότητα της Ευρω- παϊκής Ενωσης.

Αυτά τα προβλήματα ταλανίζουν μια δημοκρατία. Και στην εποχή μας είναι ακόμη πιο δύσκολα απ’ ό,τι παλιότερα. Οι σημερινές ηγεσίες που δίνουν μάχες σε πολλαπλά μέτωπα μοιάζουν φτωχοί συγγενείς μυθικών προσώπων του παρελθόντος. Σαφώς κάποιοι σημερινοί ηγέτες είναι κατώτεροι των περιστάσεων, όμως υπάγονται σε έναν εξονυχιστικό έλεγχο όλο το 24ωρο για ό,τι κάνουν, ό,τι λένε, ό,τι παραλείπουν, τον οποίο δεν αντιμετώπιζαν οι παλιοί. Η ανηλεής καθημερινή τριβή είναι σημαντικό κομμάτι της ζωής και εργασίας των ηγετών δημοκρατικών χωρών, καθώς η τύχη τους καθορίζεται όχι μόνο από εκλογές αλλά και από δημοσκοπήσεις. Αυτές «τρέφονται» από τις εικόνες στα μέσα ενημέρωσης και από τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Οι φωνές αυτές μπορεί να μην έχουν θεσμοθετημένο ρόλο, όμως επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό κλίμα και την κομματική αντιπαράθεση. Βλέπετε στην Ελλάδα τι συμβαίνει. Ο ανώνυμος πολίτης μπορεί να εκφράσει τη γνώμη ή τη μισαλλοδοξία του, αυτή να ακουστεί και, ενίοτε, να εισακουστεί. Και επειδή συχνά το σχόλιο αφορά τις «ελίτ» που δεν δίνουν σημασία στους πολίτες, καλλιεργείται ένα κλίμα αέναου παραπόνου, οδηγώντας σε ολοένα περισσότερες προσπάθειες των κομμάτων είτε να διασκεδάσουν αυτόν τον «φόβο» είτε να τον καπηλευθούν. Σε μια τόσο ρευστή πολιτική σκηνή, κυβερνήσεις φοβούνται να αναλάβουν ή να στηρίξουν «αντιλαϊκές» πολιτικές, ενώ τα άλλα κόμματα σπεύδουν να καπηλευθούν τις αντιδράσεις σε τέτοια πολιτική.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι σήμερα οι πολιτικοί φοβούνται τις επιθέσεις και τα σχόλια στη δημόσια συζήτηση περισσότερο απ’ ό,τι οι παλιότεροι. Περιπλέκεται από τους σύντομους εκλογικούς κύκλους και το πάντα πιθανό ενδεχόμενο της κατάρρευσης μιας κυβέρνησης συνασπισμού όταν χάσει την εμπιστοσύνη έστω του μικρότερου μέλους της. Ετσι γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η διαμόρφωση πολιτικών και η σύναψη διεθνών συμφωνιών για να αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα προβλήματα της εποχής. Βλέπουμε ότι και όταν τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται από την Ε.Ε. ή διεθνείς οργανισμούς, ενίοτε προκαλούν δυσαρέσκεια, διχόνοια και πολιτική ρευστότητα εντός των χωρών που τις υιοθετούν.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ποιος θέλει να είναι πολιτικός; Ποιος αντέχει να είναι πολιτικός; Ποιας ποιότητας και ποιων ικανοτήτων ανθρώπους έλκει αυτός ο χώρος; Θα καταπιαστούμε με αυτά τα ερωτήματα άλλη φορά. Για σήμερα, αρκεί να σημειώσουμε ότι ο Ντράγκι, με το αναμφισβήτητο κύρος και τις ιδιαίτερες ικανότητες, κράτησε ενωμένα σε μια κυβέρνηση σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας για 18 μήνες. Και ότι, παρ’ όλες τις αρετές του, δεν πέτυχε πολύ περισσότερα απ’ αυτό.

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ασθένεια παγκόσμια, άκρως μεταδοτική

Είναι µια παρωπιδική μονολιθική θεώρηση, άκρως εμπρηστική σε μια υφήλιο τραυματισμένη από τις παρελθούσες και τρέχουσες κρίσεις, από τις εναγώνιες αναμονές των οδυνηρών αναταράξεων στην οικονομία εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία: ότι ο εξαιρετικά πολύπλοκος, συγκεχυμένος και ρευστός κόσμος μας χωρίζεται σε δύο στεγανά μέρη, σε άσπρο και μαύρο, σωστό και λάθος, αθώο και ένοχο, οικείο και αλλότριο. Μια θεώρηση ανεδαφική, λίαν μεταδοτική, καρπός πολώσεων και απουσίας κοινών ζωνών συνεννόησης και διαλόγου.

Είναι μια παγκόσμια αρρώστια, η οποία εξελίσσεται σε μάστιγα τις τελευταίες δεκαετίες, σχεδόν σε κάθε ήπειρο, σε εδραιωμένες και νέες δημοκρατίες, ακόμη και σε ομοιογενείς κοινωνίες, και προκαλεί την επιλεκτική τύφλωση μπροστά στις αποχρώσεις, διεγείρει τον φανατισμό, στομώνει την περιέργεια, καλλιεργεί την αδιαφορία, ακόμη και την εχθρότητα απέναντι στα κεντρίσματα των μερικώς απαντημένων και ανεπαρκώς εξηγημένων, κατέληξε έρευνα ανεξάρτητου σουηδικού ινστιτούτου. Στην Ευρώπη, η διαίρεση της κοινωνίας σε εχθρικά πολιτικά στρατόπεδα δεν είναι φαινόμενο νέο. Σύμφωνα με μελέτη σε 47 ευρωπαϊκές χώρες, για μια περίοδο 172 ετών (1848-2020), καταγράφεται ιδιαίτερα στον μεσοπόλεμο και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κλιμακώνεται στη δεκαετία του ’60, φτάνει σε πρωτοφανή επίπεδα στη δεκαετία του 1990. Από το 2005 παρουσιάζει νέα αύξηση σε κάθε μεμονωμένη χώρα της Ευρώπης (και ένεκα κοινωνικών δικτύων), ειδικά σε εκείνες που πλήττονται από τη μετανάστευση (Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία) και την οικονομική κρίση (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρος). Τα τελευταία επτά χρόνια τριπλασιάστηκε.

Η πόλωση καταργεί τους άτυπους κανόνες ανεκτικότητας και μετριοπάθειας – όπως η ειρηνική παραδοχή της εκλογικής ήττας και η διατήρηση του πολιτικού ανταγωνισμού εντός ορίων. Κλιμακώνεται γρήγορα (το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016 διέλυσε ταχύτατα το Ηνωμένο Βασίλειο), δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο εντάσεων (Ελλάδα), παρασύρει τις κοινωνίες σε μια καθοδική σπείρα οργής και διχασμού και ωθεί σε εγκλήματα μίσους και πολιτική βία (ΗΠΑ, Πολωνία, Ινδία), δηλητηριάζει τις καθημερινές σχέσεις. Στην Τουρκία 8 στους 10 δεν θα αποδέχονταν γάμο της κόρη τους με ψηφοφόρο του κόμματος που αντιπαθούν· 3 στους 4 δεν επιθυμούν την παραμικρή συνδιαλλαγή με ένα τέτοιο άτομο. Στις ΗΠΑ οι 9 στους 10 ψηφοφόρους αμφοτέρων των κομμάτων πιστεύουν ότι μια νίκη του αντιπάλου θα προκαλούσε «μόνιμο κακό» στη χώρα, μολονότι οι 6 στους 10 συμφωνούν πάνω σε βασικά ζητήματα.

Αυξάνεται η πολιτική πόλωση σχεδόν σε κάθε ήπειρο, σε εδραιωμένες και νέες δημοκρατίες, ακόμη και σε ομοιογενείς κοινωνίες.

Οι πολωτικοί ηγέτες ακόμη και χωρών με εντελώς διαφορετικό οικονομικό και πολιτισμικό προφίλ, ακολουθούν κοινά πρότυπα, όπως έδειξε έρευνα σε Μπανγκλαντές, Βραζιλία, Κολομβία, Ινδία, Ινδονησία, Κένυα, Πολωνία, Τουρκία και Ηνωμένες Πολιτείες. Με πανομοιότυπους τρόπους πυροδοτούν και εδραιώνουν διαιρέσεις στην κοινωνία, δαιμονοποιούν τους αντιπάλους, υπονομεύουν την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος, καταχρώνται την εκτελεστική εξουσία, πολιτικοποιούν τη γραφειοκρατία, ενισχύουν τις πελατειακές σχέσεις, περιφρονούν τους θεσμούς, ακυρώνουν τις δημοκρατικές διαδικασίες.

Στις πολωμένες κοινωνίες η δημοκρατία υποφέρει από ρητορικές που επιχειρούν να πείσουν τους πολίτες ότι το να αφήσουν την άλλη πλευρά να κυβερνά αποτελεί απειλή για την ευημερία. Σε ακραίες περιπτώσεις εκτρέφουν στους ψηφοφόρους τους το μίσος προς τον αντίπαλο και τους ωθούν σε ενέργειες που θα τορπίλιζαν τη δημοκρατία. Ούτε λόγος για πολιτικούς συμβιβασμούς και συμφωνίες σε κρίσιμα ζητήματα. Κατά την πανδημία πολλοί μίλησαν για την αρχή του τέλους του λαϊκισμού, κυρίως εξαιτίας της κακής διαχείρισης της κρίσης σε χώρες με λαϊκιστές ηγέτες (Τραμπ στις ΗΠΑ, Τζόνσον στη Βρετανία, Μπολσονάρο στη Βραζιλία, Ομπραδόρ στο Μεξικό). Ομως όχι. Οι ανελεύθερες παραλλαγές του αυταρχισμού ανέρχονται σε δημοφιλία.

Η διχαστική σκέψη αρνείται την αξιοπρεπή συνύπαρξη. Είναι αποκαρδιωτικό για τις σημερινές δημοκρατίες οι πολιτικές διαφωνίες να εξελίσσονται σε προσωπικές βεντέτες· η αντιπολιτευτική εμπάθεια, η κακόβουλη εγκατάσταση μέσα στα πολιτικά πεπραγμένα να παράγει υψηλό κομματικό κέρδος. Σίγουρα όχι πρόοδο. Η πόλωση δεν έφερε ποτέ θριάμβους. Μόνο ολέθρους. Αυτό δεν διαφεύγει από τους φιλοκατήγορους κυνηγούς της εξουσίας, όμως παραβλέπεται. Ο κοντινός στόχος οδηγεί μακριά και επιτρέπει τα πάντα.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Αν Απλμπάουμ στην «Κ»: Ποιοι απειλούν τις Δημοκρατίες;

Η ιστορικός και δημοσιογράφος Αν Απλμπάουμ μιλάει στην «Κ» για τη «μηχανική» των σύγχρονων καθεστώτων

Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν επαναλάμβανε συνεχώς δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι η Ουκρανία δεν είναι «κανονική» χώρα και το δεύτερο ότι οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι είναι ίδιοι και γι’ αυτό οι πρώτοι θα υποδέχονταν τους πρώτους ως απελευθερωτές. Οι δύο λαοί πράγματι μοιράζονται μια κοινή ιστορία, αλλά πόσο ίδιοι είναι στην πραγματικότητα;

«Ενας από τους λόγους που οι Ουκρανοί δεν πίστευαν ότι θα τους επιτεθούν οι Ρώσοι είναι ακριβώς επειδή ένιωθαν ότι μοιράζονται τόσο πολλή από την ιστορία τους», σχολιάζει στην «Κ» η ιστορικός και δημοσιογράφος Αν Απλμπάουμ, «αλλά η Ουκρανία έχει τουλάχιστον 1.000 χρόνια διαφορετικού ιστορικού παρελθόντος, ήταν κομμάτι διαφορετικών αυτοκρατοριών, διαφέρει γλωσσικά και πολιτισμικά, θρησκευτικά και τα τελευταία 30 χρόνια έχει διαφορετικά βιώματα από τη Ρωσία». Η κ. Απλμπάουμ μας θυμίζει τις τρεις επαναστάσεις που σημάδεψαν την Ουκρανία στη διεκδίκηση ενός πιο δημοκρατικού τρόπου ζωής, το 1991, το 2005 και το 2014. «Η Ρωσία δεν είχε παρόμοιες εμπειρίες που να ήταν επιτυχημένες και οι Ουκρανοί άλλαξαν τη χώρα τους και υιοθέτησαν ένα κρατικό μοντέλο διαφορετικό από τη Ρωσία. Οπότε ναι, οι Ουκρανοί έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται διαφορετικοί».

Εκτός από τα θέματα ασφάλειας της Ρωσίας που εγείρει ο Πούτιν, μήπως συντελείται μια άλλη αλλαγή στην Ουκρανία, πιο βαθιά πολιτισμική ίσως, που ο Ρώσος πρόεδρος νιώθει να απειλείται από αυτή; «Ο Πούτιν ξέρει πολύ λίγα πράγματα για τη σύγχρονη Ουκρανία, δεν ξέρω αν ποτέ την επισκέφθηκε ή αν έχει συναντήσει πολλούς Ουκρανούς ηγέτες και έτσι δεν μπορεί να καταλάβει ένα εθνικό ή ένα δημοκρατικό κίνημα όπως αυτό της Ουκρανίας», σημειώνει η κ. Απλμπάουμ. Η Ουκρανία, συμπληρώνει, έχει δηλώσει την επιθυμία της να γίνει κομμάτι του υπόλοιπου κόσμου, της δυτικής Ευρώπης. «Θέλει να οικοδομήσει μια δημοκρατία και ο Πούτιν το βλέπει αυτό σαν απειλή για τον ίδιο και το καθεστώς του επειδή είναι αυταρχικός, μένει στην εξουσία με τη χρήση βίας και απάτης, και κάθε απόπειρα διαφορετικής οργάνωσης μιας κοινωνίας θεωρεί ότι τον απειλεί, ειδικά όταν προέρχεται από την Ουκρανία που έχει ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Νιώθει απειλή από μια δημοκρατική Ουκρανία».

Στο τελευταίο της βιβλίο, «Το λυκόφως της Δημοκρατίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια), η γνωστή ιστορικός και δημοσιογράφος περιγράφει την τάση αμφισβήτησης της δημοκρατίας που νιώθουν ηγέτες και πολιτικές δυνάμεις στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, αλλά ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία, που ροκανίζει τους δημοκρατικούς θεσμούς.

«Οι Τόρις του Μπόρις Τζόνσον είναι πολύ διαφορετικοί από τους Τόρις του παρελθόντος», μας λέει όταν τη ρωτάμε ειδικά για τη Βρετανία και τη θεσμική της παράδοση· «έχουν υιοθετήσει ένα ισχυρό αντιφιλελεύθερο πλαίσιο, συνεχίζουν να λένε ψέματα για το Brexit, είναι παράδειγμα αντιφιλελεύθερης ρητορικής. Το βιβλίο δείχνει ότι κάθε δημοκρατία, ακόμη και χώρες με μεγάλη δημοκρατική παράδοση, μπορεί να διολισθήσει σε τέτοιου τύπου ιδέες».

Τι είναι αυτό, όμως, που κάνει τους ανθρώπους να προσελκύονται από καθεστώτα απολυταρχικά; «Ενας από τους παράγοντες είναι ότι ο κόσμος έχει γίνει πολύπλοκος, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά αφηγήματα για το τι συμβαίνει στον κόσμο», σχολιάζει η κ. Απλμπάουμ, «και οι άνθρωποι θέλουν τα πράγματα να μείνουν απλά, θέλουν απλές εξηγήσεις για το τι συμβαίνει και όλες αυτές οι κοινωνικές, οικονομικές, δημογραφικές αλλαγές τούς αποπροσανατολίζουν».

Οι δημοκρατίες είχαν τέτοια προβλήματα από την αρχαιότητα, συνεχίζει, και αυτό που εμείς αποκαλούμε σήμερα «λαϊκισμό» έχει ξανασυμβεί ξανά και ξανά στην Ιστορία, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την πτώση της ρωμαϊκής δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση του Καίσαρα. «Δεν υπάρχει κάποιο ειδικό σφάλμα στις σύγχρονες δημοκρατίες. Αυτά είναι παλιά και γνωστά προβλήματα, αλλά κάποιοι από εμάς αφήσαμε τους εαυτούς μας να πιστεύουν ότι δεν θα τα συναντήσουμε ξανά γιατί απολαύσαμε τόσο μεγάλη ευημερία τις τελευταίες δεκαετίες», τονίζει.

Ο Πούτιν είναι αυταρχικός, κάθε απόπειρα δια-φορετικής οργάνωσης μιας κοινωνίας θεωρεί ότι τον απειλεί. Νιώθει απειλή από μια δημοκρατική Ουκρανία.

Με αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά και στη σκέψη των ανθρώπων ξεκινάει και το βιβλίο της. Η Αν Απλμπάουμ γιόρτασε την αλλαγή της χιλιετίας με ένα πάρτι σε μια παλιά πολωνική έπαυλη, στην πατρίδα του συζύγου της, με καλεσμένους από διαφορετικές χώρες, κοινωνικές ομάδες και πεποιθήσεις. Το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η πίστη σε δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες. Μετά από λίγα χρόνια και με τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την επικράτηση αντιευρωπαϊκών ιδεών και την αμφισβήτηση δημοκρατικών αξιών από νέες, αυταρχικές, πολιτικές δυνάμεις, οι καλεσμένοι της δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους.

Οι νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, ιδίως στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, άλλαζαν ανοιχτά τους δημοκρατικούς θεσμούς, στις ΗΠΑ εμφανίστηκε ο Τραμπ, η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να ετοιμάζει την έξοδό της από την Ε.Ε. Οι νέοι παίκτες όμως είχαν και μια επιπλέον βοήθεια αυτή τη φορά που δεν είχε κανένας Καίσαρας πριν από μερικούς αιώνες: τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Τα social media αυξάνουν τον αριθμό των αντικρουόμενων ιδεών με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι άνθρωποι, ευνοούν την πόλωση επειδή είναι πιο εύκολο να ανήκει κανείς σε μια ομάδα και να ακούει μόνο μία εκδοχή των γεγονότων και να μην ξέρει τι σκέφτονται άλλοι άνθρωποι. Πολλά πράγματα που παλιά χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να συμβούν, τώρα γίνονται πολύ πιο γρήγορα», υπογραμμίζει η κ. Απλμπάουμ.

Συγκρίνοντας τη ρητορική των ηγετών της Πολωνίας και της Ουγγαρίας με τη ρητορική του Πούτιν, η συγγραφέας βρίσκει κοινά στοιχεία, αλλά δεν τους εξισώνει με τη συμπεριφορά του Ρώσου προέδρου. «Ολοι τους μιλούν για την ανηθικότητα της Δύσης, επιτίθενται στα μέσα ενημέρωσης, στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Δεν συγκρίνονται όμως μόνο με τον Πούτιν. Κάθε αντιδημοκρατική κυβέρνηση κάνει το ίδιο. Τις ίδιες πρακτικές συναντάμε στη Βενεζουέλα, που έχει μια αριστερού τύπου κυβέρνηση αλλά κάνει τα ίδια πράγματα. Ο Πούτιν, βέβαια, έχει πάει στα άκρα, χρησιμοποιεί βία και θάνατο με τρόπο που καμία άλλη ευρωπαϊκή δύναμη δεν έχει κάνει. Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος αντιφιλελεύθερης συμπεριφοράς και δεν θέλω να τους βάλω στο ίδιο επίπεδο, οι Ούγγροι δεν διαπράττουν μαζικές δολοφονίες όπως οι Ρώσοι στην Ουκρανία», λέει.

Η Αν Απλμπάουμ στην «Κ»: Ποιοι απειλούν τις Δημοκρατίες;-2

Ξεπερασμένη ιδέα εξουσίας

Τι είναι αυτό, ωστόσο, που κάνει έναν αυταρχικό ηγέτη, όπως ο Πούτιν, ελκυστικό στους ψηφοφόρους του; «Ο Πούτιν προβάλλει μια παλιά, ξεπερασμένη, ιδέα εξουσίας και κυριαρχίας που προσελκύει πολλούς ανθρώπους και όχι μόνο στη Ρωσία. Μιλάει για την αναδημιουργία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και για τους Ρώσους που έχουν γίνει πιο φτωχοί τα τελευταία χρόνια· αυτό τους δίνει κάτι σαν μια αυτοκρατορική περηφάνια. Ετσι μένει και στην εξουσία, δεν μπορεί να προσφέρει ευημερία ή οτιδήποτε εποικοδομητικό», μας λέει. Ως πρώην αξιωματικός της KGB, συμπληρώνει, μπορεί να χειρίζεται μηχανισμούς και θεσμούς, όπως η Ρωσική Εκκλησία.

«Δεν νομίζω ότι είναι καν χριστιανός», τονίζει η Απλμπάουμ, «η Ρωσική Εκκλησία έχει μια ιστορία αφοσίωσης στο ρωσικό κράτος και η σημερινή ηγεσία της ακολουθεί αυτήν την παράδοση. Δεν ξέρω πόσο χριστιανικό είναι να ζητάς από το ποίμνιό σου να σκοτώσει άλλους χριστιανούς. Αυτός ο πόλεμος είναι ένας αποικιακός πόλεμος και έχει πείσει την Εκκλησία να τον στηρίξει».

Σχετικά με την ένωση της Ευρώπης και της Αμερικής εναντίον της ρωσικής εισβολής, η Αν Απλμπάουμ ανησυχεί για το αν θα παραμείνει το ίδιο ισχυρή σε έξι μήνες από τώρα. «Υπάρχει ένα κομμάτι στο πολιτικό φάσμα της Αμερικής, από τα δεξιά προς τα αριστερά, που δεν το ενδιαφέρει να δώσει έναν ακόμη πόλεμο. Τώρα αυτοί είναι στο περιθώριο, αλλά αν παρουσιαστεί μια οικονομική κρίση στην Αμερική ίσως αρχίσουν και φωνάζουν περισσότερο».

Το τέλος του πολέμου δεν φαίνεται πιθανό στο ορατό μέλλον, σημειώνει η κ. Απλμπάουμ, η οποία πιστεύει ότι ο πόλεμος θα τελειώσει μόνο όταν αποχωρήσουν οι ρωσικές δυνάμεις από το ουκρανικό έδαφος και αυτό μπορεί να πάρει μερικά χρόνια. Αυτό που όμως φαίνεται πιο πιθανό είναι το ξέσπασμα μιας επισιτιστικής κρίσης λόγω του πολέμου και του ρωσικού μπλόκου στα λιμάνια της Ουκρανίας για τη μεταφορά σιτηρών. Η «πείνα» που μπορεί να προκληθεί στις φτωχότερες χώρες του κόσμου ίσως θυμίσει σε κάποιους τον λιμό της Ουκρανίας που είχε προκαλέσει η σταλινική Ρωσία. «Το γεγονός ότι είναι αδύνατο να εξαχθούν σιτηρά από την Ουκρανία σημαίνει μια μεγάλη κρίση στη Μέση Ανατολή και πιθανόν και αλλού. Υπό αυτή την έννοια η Ρωσία χρησιμοποιεί το φαγητό ως όπλο εναντίον του κόσμου ακόμη μια φορά».

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η ρητορική του Κυρ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο

Οι αρχαίοι Ελληνες το γνώριζαν καλά: η δημοκρατία, ως το κατεξοχήν πολίτευμα του λόγου, είναι ένα παιχνίδι πειθούς, άρα ρητορικής. Ο Πούτιν, ο Ερντογάν και ο Σι Τζινπίνγκ δεν έχουν λόγο να υποβληθούν στον κόπο της πειθούς – η ισχύς τους δεν επιβάλλεται με τον λόγο. Η χώρα που έχει εμπεδώσει καλά την πολιτική ρητορική είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία παγκοσμίως – η χώρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του εντυπωσιακότερου πολιτικού ρήτορα μεταπολεμικώς.

Δεν ξέρω ποιοι έγραψαν την ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (Κ.Μ.) στο αμερικανικό Κογκρέσο, αλλά τους αξίζουν συγχαρητήρια. Ηταν μια ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα άσκηση πολιτικής ρητορικής, σε ένα ακροατήριο μαθημένο σε υψηλά στάνταρντ. Μόνο κάποιος που γνωρίζει σε βάθος το ακροατήριό του μπορεί να κάνει μια τόσο καλή ομιλία. Ο Κ.Μ. μίλησε με την άνεση του ανθρώπου που όχι μόνο μιλάει εξαιρετικά αγγλικά, αλλά ξέρει πώς να αγγίζει τους ακροατές του.

Τι έκανε την ομιλία του πρωθυπουργού τόσο εντυπωσιακή; Κατ’ αρχάς, ειδολογικώς, η ομιλία του ήταν ένα δείγμα «επιδεικτικού» λόγου – λόγου, δηλαδή, που εκφωνείται σε επίσημες συναθροίσεις και εκδηλώσεις. Οπως επισημαίνει ο Νέστωρ Κουράκης («Εισαγωγή στην κλασική ρητορική», Hippasus, 2021), σκοπός του επιδεικτικού λόγου είναι «να δημιουργηθεί ένα ευχάριστο αίσθημα πνευματικής ανάτασης στους ακροατές και ταυτόχρονα να αποδοθεί έπαινος σε πρόσωπα ή και εγκώμιο σε θεσμούς».

Με άψογη εκφορά λόγου, ο Κ.Μ. εγκωμιάζει την αμερικανική δημοκρατία και τους ιδρυτικούς μύθους της, συνδέοντάς τους, ταυτόχρονα, με την κλασική ελληνική συνεισφορά στην πολιτική σκέψη – δημοκρατία, ελευθερία, ισονομία. Τιμά τους θεμελιωτές της Αμερικής (Μάντισον, Τζέφερσον), ευγνωμονεί τους φιλέλληνες και αρωγούς των κατατρεγμένων Ελλήνων στη διάρκεια της Επανάστασης (Samuel Gridley Howe, John Hill), εγκωμιάζει τη χώρα που φιλοξένησε Ελληνες μετανάστες επιτρέποντάς τους να συμμετάσχουν στο αμερικανικό όνειρο, και τιμά τους Ελληνοαμερικανούς που πρόκοψαν στη δεύτερη πατρίδα τους (Δουκάκης, Νεγκροπόντε, Μπουρλά, Καζάν κ.λπ.). Η ομιλία του έχει την αναμενόμενη δόση πολιτικής ορθότητας, με αναφορές στη θέση της γυναίκας στον δημόσιο βίο, στις ανισότητες, στη δουλεία.

Στην ομιλία του πρωθυπουργού συνυπάρχουν τα τρία στοιχεία της αριστοτελικής πειθούς – ήθος, πάθος, λόγος. Ο Κ.Μ. κέρδισε την εμπιστοσύνη του ακροατηρίου του (ήθος) γιατί μιλάει έξοχα αγγλικά, αποπνέει κοσμοπολιτισμό και απηχεί το κύριο αφήγημα με το οποίο αυτοκατανοούνται οι φιλελεύθερες δημοκρατίες – δημοκρατία, πρόοδος, συμπεριληπτικότητα.

Η εκφορά της ομιλίας του είχε το πρέπον λεκτικό πάθος – απευθύνθηκε με λελογισμένο τρόπο στα συναισθήματα των ακροατών του. Οι ιστορικές αναφορές του στους θεμελιωτές της Αμερικής, στο μεγαλείο της χώρας του Λίνκολν και του Τζέφερσον, στις θυσίες των Ελλήνων επαναστατών του ’21 και στο αγωνιστικό πνεύμα των Ουκρανών μαχητών της Μαριούπολης τον συνέδεσαν συγκινησιακά με τους ακροατές του.

Στην ομιλία του πρωθυπουργού συνυπάρχουν τα τρία στοιχεία της αριστοτελικής πειθούς – ήθος, πάθος, λόγος.

Τέλος, ο λόγος του στέρεος, μικροπερίοδος, με λογική συνοχή, δοκιμιακός σε μερικά σημεία («σειρήνες του λαϊκισμού», πολωτικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εγκώμιο της «σωφροσύνης», τα τρία γνωρίσματα των επιτυχημένων δημοκρατιών – κοινωνικό κεφάλαιο, ισχυροί θεσμοί, κοινές αφηγήσεις) και ανάλαφρος σε άλλα (αυτοβιογραφικά στοιχεία, χιούμορ), με πληθώρα ιστορικών και σύγχρονων πολιτικών αναφορών, παρήγαγε ένα στιβαρό και εκλεπτυσμένο μήνυμα, εναρμονισμένο με την αξιακή αυτοκατανόηση των ακροατών του.

Ο καλός ρήτορας έχει επίγνωση της εγγενούς διαλογικότητας της γλώσσας. Ακούμε ή διαβάζουμε κάτι σε συνάφεια –έμμεσο διάλογο– με το συγκείμενο που το περιβάλλει. Είναι αδύνατον να ακούσεις τον Κ.Μ., ήδη στο δεύτερο λεπτό της ομιλίας του, να λέει: «[Οι δεσμοί μας] είναι μια υπενθύμιση της κοινής μας πίστης στην ελευθερία έναντι της τυραννίας, στη δημοκρατία έναντι του αυταρχισμού, στη θεμελιώδη σημασία του σεβασμού του κράτους δικαίου έναντι του πολέμου και της αναρχίας», και να μη σκεφτείς τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αν είσαι Αμερικανός γερουσιαστής, που μόλις έχει εγκρίνει 40 δισ. δολάρια βοήθεια για την Ουκρανία, αυτή η υπαινικτική αναφορά σού καθιστά συμπαθή τον ομιλητή. Κι αν τυχόν αμφέβαλλες, ο ομιλητής προβαίνει, στη συνέχεια, σε ευθεία αναλογία των Ουκρανών μαχητών με τους Ελληνες εξεγερμένους του ’21 (Μεσολόγγι – Μαριούπολη).

Και, βεβαίως, ο καλός πολιτικός ρήτορας γνωρίζει ότι θα προβάλει πιο πειστικά τα εθνικά αιτήματά του αν τα συνδέσει με σχήματα που ήδη κατανοεί ευμενώς γι’ αυτόν ο ακροατής του. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα για δυσνόητα θέματα περιφερειακών διαφορών με την Τουρκία ο πρωθυπουργός· τα λέει όλα η αναφορά στην «επιθετικότητα» και στον «αναθεωρητισμό» του Πούτιν. Αν ο ακροατής καταλαβαίνει αυτά, θα καταλάβει και τους υπαινιγμούς σου.

Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός φίλος του Κ.Μ. για να δια-πιστώσεις καλοπροαίρετα ότι η ομιλία του στο Κογκρέσο είχε όλα τα γνωρίσματα της εξαιρετικής ρητορικής. Μόνο οι μικρόνοες αγνοούν την ποιότητα όταν την αντικρίζουν. Το μελαγχολικό ερώτημα είναι: γιατί πρέπει να μιλήσει κανείς στο Κογκρέσο για να έχει την ευκαιρία να εκφωνήσει μια ρητορικώς άψογη ομιλία; Γιατί όχι και στο ελληνικό Κοινοβούλιο; Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Μεταπολιτική, μεταδημοκρατία, μετακόμματα

Η πολιτική διαμορφώνεται από τις απευθείας διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και το πολιτικό χρήμα.

03.06.2022, 05:50 ΤΟ ΒΗΜΑ

Ηλεγόμενη εκλογή από τη βάση ηγεσιών στα κόμματα εκλαμβάνεται ως ανάσα για τη δημοκρατία, ως απάντηση στην κρίση αντιπροσώπευσης και στην κρίση του θεσμού των κομμάτων. Πολλοί αναλυτές είτε εν αγνοία τους είτε μέσα στη σκοπιμότητά τους σπεύδουν να την καλωσορίσουν ως γνήσια έκφραση συμμετοχικής δημοκρατίας. Θεωρούν μάλιστα γραφικές τις αντιδράσεις όσων επισημαίνουν πως αντί συμμετοχικής δημοκρατίας έχουμε εδώ την υποκατάσταση του σταθερού μέλους που έχει κομματική ζωή από το στιγμιαίο μέλος που ψηφίζει και μετά πάει σπίτι του.

Ζούμε σε εποχές μεταπολιτικής και μεταδημοκρατίας, όπου η πολιτική διαμορφώνεται από τις απευθείας διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και το πολιτικό χρήμα. Εδώ τα κόμματα-καρτέλ έχουν «ρευστούς» δεσμούς με αυτό που παλαιότερα ήταν η ταξική και κομματική τους βάση. Τώρα ελπίζουν να αποκτήσουν νέο ακροατήριο, όχι βάσει κάποιων ιδεολογικών έστω και ιδεοληπτικών σχημάτων, αλλά χάρη στην υπόσχεση διανομής αγαθών όταν το κόμμα βρίσκεται ή όταν επανέρχεται στην εξουσία. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα σύστημα πατρωνίας. Και επειδή πλέον δεν είναι δυνατόν αυτή η πατρωνία να εκφραστεί με τον παλαιό τρόπο, με τους τοπάρχες και τους κομματάρχες, επιχειρείται μέσω της εκλογής από τη βάση να υπάρξει μια αδιαμεσολάβητη σχέση μεταξύ ηγέτη και «φίλων» που «σήμερα είναι εδώ και αύριο αλλού». Ο ηγέτης γίνεται πάτρωνας των «φίλων» που δεν τους συνέχουν οι ιδέες, αλλά μόνο οι προθάλαμοι κρατικών ωφελημάτων. Αυτοί οι «φίλοι» πίνουν νερό στο όνομα της όποιας πομφόλυγας και αδολεσχίας του ηγέτη.

Η προσέλευση χιλιάδων για να ψηφήσουν «Πρόεδρο» είναι το σημείο βρασμού του νερού, όπου τα κόμματα-καρτέλ μετατρέπονται σε μετακόμματα. Βεβαίως η εκλογή από τα μέλη – όχι όμως και από τους «φίλους» – δεν είναι κάτι κακό αυτό καθαυτό. Υπό όρους ενεργής λοιπής κομματικής ζωής είναι και καλό μάλιστα. Το πρόβλημα προκύπτει όταν η «άμεση εκλογή» γίνεται το πρόσχημα για την κατάργηση κάθε εσωκομματικής δημοκρατίας. Ο εκλεγμένος άμεσα ηγέτης λογοδοτεί μόνο σ’ αυτόν που τον εξέλεξε. Το κόμμα θυμίζει κόμμα, αλλά είναι μετακόμμα και οργανώνει συνέδρια που θυμίζουν συνέδρια, αλλά είναι μετασυνέδρια.

Σε παλαιότερα σοσιαλδημοκρατικά συνέδρια (Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, Επινέ, ακόμη και πίσω στον 19ο αιώνα αυτό της Ερφούρτης, αλλά και στα καθ’ ημάς αυτό της «μετεξέλιξης ή αναβάθμισης» το 1986 του δικού μας πρωτοπόρου όσον αφορά το πρωτείο της δημοκρατίας ΚΚΕ εσωτερικού και το συνέδριο του εκσυγχρονισμού στο ΠαΣοΚ το 1996) οι σύνεδροι ψήφιζαν συγκεκριμένες πλατφόρμες, τις οποίες βεβαίως προηγουμένως είχαν ενδελεχώς συζητήσει στις οργανώσεις τους. Σήμερα τους λένε ότι τις «Θέσεις» θα τις συζητήσουν μετά το συνέδριο. Σαν την επαγγελία της επουράνιας βασιλείας. Τα συνέδρια γίνονται για να επικυρωθούν οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί έξω απ’ αυτά και για να επιβεβαιωθεί η κυριαρχία του ηγέτη. Το μόνο σημαντικό γεγονός είναι η ομιλία του εκάστοτε ιδιοκτήτη «μαγαζάτορα» ηγέτη και σε κάποιες περιπτώσεις και οι παρεμβάσεις κάποιων που διεκδικούν τίτλους συνιδιοκτησίας. Εκεί διακινούνται λίστες, όχι όμως και ιδέες ή πλατφόρμες. Ποια αφήγηση άλλωστε χωρά εκεί όπου η μόνη έγνοια είναι η νομή της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας; Ακόμη και αυτοί που σε στηρίζουν για αυτόν τον λόγο, δεν θα ήθελαν να σ’ ακούσουν να το μαρτυράς.

Το μετακόμμα είναι το κόμμα της ρευστής, της στιγμιαίας κοινωνίας, της μεταδημοκρατίας. Εδώ όχι μόνο τίποτα δεν διαρκεί, αλλά και οτιδήποτε διεκδικεί διάρκεια χαρακτηρίζεται ως απολίθωμα. Το μέλος είναι μέλος της στιγμής και του ενός θέματος. Πολιτική σημαίνει ανυπαρξία ηθικής σταθερότητας στις δεσμεύσεις. Ολα νόμιμα και ηθικά. Στιγμιαία μέλη ψηφίστε, πανηγυρίστε, τελειώσατε. Στη συνέχεια μπορείτε να πάτε και σ’ άλλο «μαγαζί» να κάνετε το ίδιο. Αφού με τα κόμματα δεν σας συνδέει μια συνεκτική ιδέα για το πώς θα θέλατε να είναι ο κόσμος, αλλά η λαφυραγώγηση που προκύπτει από την κατοχή εξουσίας, τότε και δεν δεσμεύεστε να μην πάτε να ψηφίσετε σήμερα τον κ. Μητσοτάκη, αύριο τον κ. Τσίπρα και μεθαύριο τον κ. Ανδρουλάκη. Η άμεση εκλογή αρχηγού συνάδει με την ανάγκη των πολιτών να μη δεσμεύονται κάπου σταθερά, αλλά μόνο για ένα θέμα με έναν και για άλλο με άλλον. Οι εσωκομματικές εκλογές, όπως και οι εθνικές, οργανώνονται από ανταγωνιστικές ομάδες επαγγελματιών ειδικευμένων στις τεχνικές της πειθούς. Τα «μέλη» πελάτες είναι θαυμαστές του αρχηγού, μέχρι τον επόμενο και στα συνέδρια γίνονται παλαμακιστές οι παλαιότεροι και ανεμιζωσημαιοσηκώστες οι νεότεροι. Ανταγωνιστές στο μοίρασμα της πίτας είναι οι «σύντροφοί» τους, γι’ αυτό και οι πιο μεγάλες συγκρούσεις είναι οι εσωκομματικές. Ο «ηγέτης» δεν ενδιαφέρεται για το όλον, για τη γνώση της κοινωνίας που υποτίθεται θέλει να αλλάξει. Επικεντρώνει στενά σε ένα μικρό φάσμα θεμάτων που επιλέγονται από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων. Η πολιτική διαμορφώνεται ουσιαστικά με όρους «ιδιωτείας» με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου και απολιτικές κοινοτοπίες όπως «η κοινωνία στο προσκήνιο» και «οδηγός μας είναι οι αξίες μας», όπως συμβουλεύουν «επικοινωνιολόγοι» της κακιάς ώρας. Οσο πιο απολιτικά συνθήματα τόσο καλύτερα; Τα «κοινωνία της αξιοπρέπειας», «σεβασμός», «δίκαιη κοινωνία» ζεματάνε ή είμαστε τόσο άσχετοι για να τα αποδεχθούμε; Τέλος πάντων, «ελπίδες εν ζωοίσιν, ανέλπιστοι δε θανόντες» (Θεόκριτος-Ειδύλλια) ή «dum anima est, spes esse dicitur» (Κικέρων).

*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

Αρθρα πολιτικών: αναχρονισμός και πομφόλυγες

https://www.in.gr/2022/05/28/apopsi/arthra-politikon-anaxronismos-kai-pomfolyges/

Γιώργος Σιακαντάρης

Δεν είναι θέμα ανικανότητας των πολιτικών. Είναι θέμα πως οι σημερινές δημοκρατίες και τα πολιτικά τους συστήματα, έχοντας χάσει τη νομιμοποίησή τους, παράγουν τέτοιους πολιτικούς

Το πιο βαρετό πράγμα στον δημόσιο λόγο είναι να διαβάζει κανείς άρθρα πολιτικών. Πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων βρίθουν κοινοτοπιών και βερμπαλισμών. Με το «εμείς» τους εννοούν το κόμμα και όχι τους πολίτες. Αυτό το «εμείς» δεν αφήνει την παραμικρή χαραμάδα ελεύθερου και κριτικού λόγου και αποκλείει την αναγνώριση των όποιων σφαλμάτων. Αυτά θα αναδειχθούν από τον επόμενο αρχηγό. Σ’ αυτά τα άρθρα δεν βρίσκεται καμία επιστημονική ανάλυση για την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας ή, όπως είπε ο Κώστας Σημίτης στην ομιλία του στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, «ένα προοδευτικό κόμμα οφείλει να προσφέρει ερμηνείες για τις δυναμικές που διέπουν την εξέλιξη, να προσδιορίσει με ποιες πραγματικότητες θα συγκρουστεί, να μιλήσει με τη γλώσσα της εποχής σ’ ένα ακροατήριο που ζητά να καταλάβει ποιες λύσεις προσφέρονται. Ο λόγος του πρέπει να είναι σύγχρονος». Αντιθέτως, μόνο αναχρονισμός, ταυτολογίες και πομφόλυγες του τύπου «οδηγός μας είναι οι αξίες μας» υπάρχουν σ’ αυτά τα άρθρα.

Εκεί υπάρχουν μόνο δύο κόσμοι. Ο δικός τους και των άλλων. Ο δικός τους είναι ο κόσμος του «καλού», ο κόσμος των άλλων είναι ο κόσμος του κακού, ο διαβολικός κόσμος. Αυτοί δημιουργούν, οι άλλοι καταστρέφουν. Αυτοί χτίζουν, οι άλλοι γκρεμίζουν. Αυτοί είναι προοδευτικοί, οι άλλοι συντηρητικοί. Αυτοί έχουν πειστικές απαντήσεις γι’ όλα τα θέματα, οι άλλοι δεν έχουν καν πρόγραμμα. Την ίδια στιγμή οι πολίτες όταν διαβάζουν τα προγράμματα διαπιστώνουν πως όλοι έχουν προτάσεις copy paste. Αρθρογράφοι που αυτοθαυμάζουν τις κοινοτοπίες που γράφουν ή τις περισσότερες φορές που τους γράφουν άλλοι. Αν εξετάζονταν στην Εκθεση, ο καθηγητής τους θα τους έβαζε βαθμό κάτω από τη βάση μόνο και μόνο για τις επαναλήψεις τους. Να σημειώσω επίσης πως επειδή δεν διαβάζουν τις εφημερίδες στις οποίες γράφουν, δεν έχουν καν την ευαισθησία να περιμένουν να αναρτήσουν τα κλειστά άρθρα τους την επομένη της δημοσίευσής τους. Οσες φορές το ανέφερα αυτό σε πολιτικούς, είδα να με κοιτούν με απορία. Τι λέει τώρα αυτός;

Για τους αρθρογράφους μας, οι χιλιάδες που προσέρχονται στις εσωκομματικές τους εκλογές είναι δείγμα της βούλησης των πολιτών να στηρίξουν το κόμμα τους, οι άλλοι (μήπως μερικοί είναι και οι ίδιοι;) που πήγαν στα άλλα κόμματα είναι δείγμα της κινητοποίησης των μηχανισμών που τους έφεραν την τελευταία στιγμή. Ούτε στον κόσμο των μεν ούτε των δε υπάρχει έστω μια ρωγμή για να δουν πως αυτή η συμμετοχή είναι δείγμα της αγωνίας κάποιων ανθρώπων να συμμετάσχουν έστω και άπαξ στην πολιτική και συνάμα της απομάκρυνσης των κομματικών μελών από την καθημερινή πολιτική. Πολιτική πλέον είναι μόνο στιγμές, όπως οι κατά καιρούς ψηφοφορίες της «βάσης». Η πολιτική από λαχτάρα καθημερινής παρέμβασης γίνεται πολιτική ως event, ως παράσταση.

Δεν είναι θέμα ανικανότητας των πολιτικών. Είναι θέμα πως οι σημερινές δημοκρατίες και τα πολιτικά τους συστήματα, έχοντας χάσει τη νομιμοποίησή τους, παράγουν τέτοιους πολιτικούς. Η μεταδημοκρατία που ζούμε γεννά τα μετακόμματα και αυτά τους πολιτικούς μετααρθρογράφους. Τα αποφλοιωμένα από ιδέες και αρχές μετακόμματα παράγουν τέτοια στελέχη. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι πρέπει να αλλάξουν.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας

ΑΠΟΨΕΙΣ

Το φάντασμα του λαϊκισμού πάνω από την Ευρώπη

Θα μου πείτε, η Ρομιγί μιλούσε για την άμεση δημοκρατία. Αν κάποιος ψήφιζε πόλεμο στη συνέλευση ήξερε πως τον πόλεμο θα τον έκανε ο ίδιος και όχι κάποιοι άλλοι για λογαριασμό του. Παράδειγμα ο Κλέων, ο διάδοχος του Περικλή στην ηγεσία των δημοκρατικών, ο φιλοπόλεμος δημαγωγός του Θουκυδίδη και του Αριστοφάνη. Ο Κλέων όμως, όσο κι αν ήταν δημαγωγός, ήταν και ικανός στρατηγός. Σκοτώθηκε στη διάρκεια μιας μάχης στην Αμφίπολη.

Η βασική διαφορά ανάμεσα στις δικές μας δημοκρατίες και την αθηναϊκή δεν είναι ότι εκείνη ήταν άμεση και οι δικές μας λειτουργούν δι’ αντιπροσώπων. Η βασική διαφορά είναι ότι στον 21ο αι. η εμπιστοσύνη των πολιτών στην οποία στηρίζεται η δημοκρατία έχει διαρραγεί. Οι γενιές που είχαν ζήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντίσταση κατά των Γερμανών, ασχέτως πολιτικών διαφορών και κοινωνικών ανισοτήτων, στήριζαν την εμπιστοσύνη τους στο γεγονός ότι είχαν υπερασπιστεί τις ίδιες αξίες. Ακόμη και η γερμανική δημοκρατία μετά τον πόλεμο χτίστηκε πάνω στην κοινότητα των ενοχών της κοινωνίας που προκαλούσε το ναζιστικό της παρελθόν. Ο εμφύλιος που αιματοκύλισε την Ελλάδα στόχο είχε να διαρρήξει την κοινωνική εμπιστοσύνη που είχε δημιουργήσει το έπος του ’40. Και το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του αφηρωισμού των ηττημένων και της πρωτόγονης συμπεριφοράς των νικητών.

Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Είναι το φάντασμα του «λαϊκισμού». Λαϊκισμός σημαίνει διαχωρισμός της κοινωνίας σε προνομιούχες «ελίτ» και μη προνομιούχο «λαό». Λαϊκισμός σημαίνει υπονόμευση της εμπιστοσύνης από τη δυσπιστία. Λαϊκισμός σημαίνει καχυποψία απέναντι σε όσες αξίες στήριζαν το οικοδόμημα της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Η προσπάθεια απόρριψης ολόκληρης της ευρωπαϊκής ιστορίας για παράδειγμα, ως μια ιστορία που ανήκει στη λευκή φυλή, κατά προτίμησιν γένους αρσενικού, η αποαποικιοποίηση ως εσωτερικευμένο σύμπλεγμα αν και αποικίες δεν υπάρχουν πια, το κίνημα woke, και η ισλαμοφιλία είναι αυτό που θα λέγαμε αριστερός λαϊκισμός. Ο δικαιωματισμός στοχεύει στον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες που διεκδικούν δικαιώματα η μία από την άλλη. Εκεί βρίσκει καταφύγιο η ρητορεία της Αριστεράς που έχει χάσει το προλεταριάτο της, αλλά δεν έχει χάσει την ψυχολογική της ανάγκη για την πρόκληση κοινωνικών συγκρούσεων.

Απέναντι σε αυτόν τον λαϊκισμό οργανώνεται ο δεξιός λαϊκισμός. Η Λεπέν μπορεί να έχασε για ακόμη μία φορά τις προεδρικές εκλογές, όμως κατάφερε να επιβάλει τη ρητορική της ως μια σταθερά της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Ο δικός της «λαός» αισθάνεται αποκλεισμένος από την Ευρώπη, απειλείται από τη μετανάστευση και διεκδικεί την αποκατάσταση των αξιών που έδιναν ταυτότητα, άρα ύπαρξη, ακόμη και στον τελευταίο φτωχοδιάβολο. Η Ευρώπη είχε απωθήσει την ψυχολογική δύναμη του εθνικισμού. Της τη θύμισε ο Πούτιν. Η σχέση της Λεπέν με τον Πούτιν δεν περιορίζεται στις οικονομικές συναλλαγές τους. Αυτή, όπως και ο Ζεμούρ, αισθάνεται ιδεολογική συγγένεια. Ο Πούτιν αντιμετωπίζει τη Ρωσία όπως οι ίδιοι αντιμετωπίζουν τη Γαλλία. Η συμπάθεια προς τον Ρώσο ηγεμόνα που σαρώνει αριστερές και δεξιές ψυχές στην πατρίδα μας έχει να κάνει με την αισθηματική συγγένεια του ελληνικού εθνικισμού προς οποιονδήποτε και οτιδήποτε συγκρούεται με τον δυτικό πολιτισμό.

Η δημοκρατία στις συμπληγάδες εξουσίας και υπεξουσίας

Κατά τον Τόμας Χομπς, ο κόσμος καταλήγει να είναι «ο πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes).

19.02.2022, 06:40  ΤΟ ΒΗΜΑ

να αλλάξουν τον κόσμο.

Κανείς δεν θέλει
να αλλάξει ο ίδιος».

Λέων Τολστόι

«Οταν δύο άνθρωποι», έγραφε αιώνες πριν ο Τόμας Χομπς, «επιθυμήσουν το ίδιο πράγμα, ενώ δεν είναι δυνατόν να το απολαύσουν και οι δύο, γίνονται εχθροί και στην επιδίωξη αυτού του σκοπού ο καθένας προσπαθεί να καταστρέψει ή να υποτάξει τον άλλον». Κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβαίνει και στο καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και σε αυτήν καλούνται να εξισορροπηθούν κυρίως δύο αντίθετες δυνάμεις: εκείνη της αιρετής εξουσίας που καλείται να εκφράσει τη βούληση τουλάχιστον των περισσοτέρων, και απέναντί της η κοινωνία, βαθύτατα κατατετμημένη να διεκδικεί χωρίς να είναι ευκρινής η συνισταμένη της συλλογικής βούλησης. Ανάλογα δε με την ισχύ της κάθε τάσης, το σημείο ισορροπίας κινείται είτε προς την πλευρά της κυριαρχίας του κράτους, οπότε έχουμε τον δεσποτισμό, φωτεινό ή σκοτεινό, είτε προς την πλευρά της κοινωνίας, οπότε έχουμε ή την επιτάχυνση των εξελίξεων, άλλοτε θετική και άλλοτε απρόβλεπτη, ή και το χάος της αναρχίας. Οπότε, κατά τον Τόμας Χομπς, ο κόσμος καταλήγει να είναι «ο πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes).

Το φαινόμενο της σύγκρουσης των δύο πόλων διαπιστώθηκε ήδη από την ελληνική αρχαιότητα, όταν για πρώτη φορά καθιερώθηκε η λεγόμενη άμεση δημοκρατία. Ο Σόλων, και όχι μόνο, γρήγορα κατανόησε ότι από την ισορροπία των δύο αντιτιθέμενων πόλων εξαρτάται τόσο η ελευθερία του ατόμου όσο και η ικανότητα της εξουσίας να ικανοποιεί τα αιτήματα των πολιτών και να προλαβαίνει τις κοινωνικές διενέξεις ή και συγκρούσεις. Και επιχείρησε να κατοχυρώσει θεσμικά πλέον την ισορροπία τους. Σε ένα διασωζόμενο σπάραγμα ο ίδιος σημείωνε: «…στάθηκα ανάμεσα στους δύο (πόλους) σαν δυνατή ασπίδα, δεν άφησα να επικρατήσει με άδικο τρόπο ούτε ο ένας ούτε ο άλλος». Ετσι γεννήθηκε η πρώτη δημοκρατία στην Ελλάδα, κατά την οποία οι άρχοντες αντλούν την ύπαρξή τους ως αιρετοί απευθείας από τους πολίτες, λογοδοτούν σε αυτούς, αλλά για να ξεπερνούν τις δυσκολίες των συναινέσεων και να επιτευχθεί κυβερνησιμότητα καθιερώνουν την αρχή της πλειοψηφίας.

Η αρχή της πλειοψηφίας έλυσε κυρίως το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας, καθώς και εκείνο των δύσκολων συναινέσεων, δεν τα έλυσε όμως όλα. Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, επεσήμανε από την αρχή τον «προβληματικό» χαρακτήρα της αρχής της πλειοψηφίας. «Επειδή», έλεγε, «το δημοκρατικό δίκαιο εκφράζει την αριθμητική ισότητα και όχι την αξιοκρατική/αναλογική, και εφόσον αυτή είναι η αποδεκτή ορθή αρχή της δικαιοσύνης, αναγκαστικά προκύπτει να είναι το πλήθος η κυρίαρχη δύναμη του πολιτεύματος και οι αποφάσεις της πλειοψηφίας να είναι και ο σκοπός και το δίκαιον». Το ίδιο πρόβλημα και αρκετά οξύτερο εμφανίζεται δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια αργότερα, με την καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ενας από τους συντάκτες του πρώτου Συντάγματος των ΗΠΑ, ο Τζέιμς Μάντισον, και πάλι σχετικά με την ανάγκη ισορροπίας των δύο πόλων, έλεγε: «Η μεγάλη δυσκολία (της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πλέον) έγκειται στο εξής: αρχικά πρέπει να επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να ελέγχει τους κυβερνωμένους και μετά να την υποχρεώσουμε να αυτοελεγχθεί».

Το «να αυτοελεγχθεί» είναι εύκολο να το εξαγγέλλει κανείς, είναι πολύ δύσκολο να το τηρεί. Με την αρχή της πλειοψηφίας διευκολύνεται η λειτουργία του κράτους, δεν καλύπτεται πάντα ούτε η δυσεπίτευκτη αρχή της δικαιοσύνης ούτε εκείνη του εφικτού. Οι αναγκαιότητες αυτές παραμένουν πάντοτε, και ευτυχώς, οι καθορίζουσες το σημείο ισορροπίας των δύο πόλων. Και τούτο γιατί ενώ τάξη μπορεί να υπάρξει χωρίς ατομική ελευθερία, ελευθερία χωρίς τάξη δεν μπορεί να υπάρξει. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία για να υπάρξει οφείλει να εξισορροπεί την Ελευθερία με την Τάξη. Ητοι το δικαίωμα με την υποχρέωση και εν τέλει το Ατομο με την Ομάδα. Δηλαδή την εξουσία με την υπεξουσία. Και να γίνει ο εγγυητής για την τήρηση της ισορροπίας με την καθιέρωση ενός «υπερ-Νόμου», όπως το Σύνταγμα, αλλά κ α ι από τον πατριωτισμό των πολιτών, «που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» (άρθρο 120 ελλ. Συντάγματος).

Στη δημοκρατία συνεπώς, η όποια επιλογή της εξουσίας, για να είναι λειτουργική και βιώσιμη, πρέπει ταυτόχρονα να είναι δίκαιη, ώστε να ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και πραγματοποιήσιμη, ώστε να είναι βιώσιμη. Η ακριβής όμως ανάγνωση του εφικτού ούτε εύκολη είναι ούτε ευχάριστα αποδεκτή γίνεται. «Στον διάβολο η αλήθεια» φωνάζει οργισμένος ένας ήρωας του Ευγένιου Ο’ Νιλ. «Οπως αποδείχνει η Ιστορία, η αλήθεια δεν ωφέλησε ποτέ σε τίποτα. Μόνο το ψέμα του ονείρου δίνει ζωή στο καταραμένο μας τρελόσογο, μεθυσμένο ή ξεμέθυστο». Και λίγο παρακάτω ο ίδιος ήρωας: «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να σωθούν από μόνοι τους, γιατί αυτό θα σήμαινε πως πρέπει να απαρνηθούν την απληστία τους, και δεν έχουν καμιά διάθεση να πληρώσουν τέτοιο αντίτιμο για την ελευθερία». Οταν όμως η επαληθευσιμότητα και η διαψευσιμότητα καθορίζονται από το πολιτικό κόστος, και σε καθεστώς πόλωσης ο κριτικός λόγος κρατάει στο χέρι θυμιατό ή ρόπαλο, τότε τόσο το δίκαιο όσο και η πραγματικότητα υποτάσσονται στο επιχείρημα της πυγμής, όπως θα έλεγε ο Ευ. Παπανούτσος, αντί της πυγμής του επιχειρήματος.

Πεποιθήσεις σε μια κατατετμημένη κοινωνία υπάρχουν άπειρες. Αν όμως δεν ήταν σταθερή η αξίωση της μιας και μοναδικής αλήθειας. τότε ο διάλογος μεταξύ των δύο πόλων θα καθίστατο περιττός. Η δημοκρατία όμως είναι η ίδια και πάλι που μας παρέχει γενναιόδωρα το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, να μην καταφεύγουμε – πολιτικοί και πολίτες – στο άστεγο καταφύγιο του «ξυπνητού» ονείρου, όπως είναι οι μύθοι. Αντίθετα, απαιτεί όπως από κοινού αντιμετωπίζουμε τα κοινά και με βάση όχι μόνο την αρχή της πλειοψηφίας αλλά και εκείνη του δικαίου, αλλά και του εφικτού. Μόνο έτσι θα εμποδίζουμε την αμείλικτη και ανεξέλεγκτη πραγματικότητα να αποφασίζει εκείνη για εμάς, αλλά χωρίς εμάς.

Ο κ. Αχιλλέας Λεοντάρης είναι εκπαιδευτικός.

Οι δημοκρατίες πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να φέρουν αποτελέσματα

Στα μάτια πολλών πολιτών, οι πολιτικοί μοιάζουν να απέχουν πολύ από το να αντιμετωπίσουν τα επείγοντα σημερινά προβλήματα και να οδηγήσουν τον κόσμο μακριά από την καταστροφή.

23.02.2022, 05:55 ΤΟ ΒΗΜΑ

Δεν υπήρξαν πολλοί λόγοι για γεωπολιτική αισιοδοξία το 2021 και η ζοφερή αυτή τάση συνεχίζεται στην αρχή του 2022. Σχεδόν κάθε μήνα τα τελευταία δύο χρόνια μια νέα επείγουσα κατάσταση κυριαρχεί στην ειδησεογραφία, συμβάλλοντας στην αίσθηση ενός αυξανόμενου κύματος κρίσεων που απειλεί να μας κατακλύσει.

Ο κόσμος πασχίζει να αντεπεξέλθει συγχρόνως στην πανδημία της Covid-19 που φαντάζει ατελείωτη, στην άνοδο ανελεύθερων δυνάμεων σε πολλές χώρες, στην αποτυχία των διεθνών επεμβάσεων που, υποτίθεται, θα σταθεροποιούσαν περιοχές που μαστίζονται από συγκρούσεις, στην αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και στη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων σε κρίσιμους τόπους. Πέρα από τις άμεσες αυτές ανησυχίες, υπάρχουν και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μεγάλης μακροχρόνιας απειλής για την ανθρωπότητα, οι οποίες έχουν γίνει πολύ εμφανείς – αλλά οι πολιτικοί ηγέτες ακόμη να οργανώσουν μια επαρκώς δυναμική απάντηση.

Στα μάτια πολλών πολιτών, οι πολιτικοί μοιάζουν να απέχουν πολύ από το να αντιμετωπίσουν τα επείγοντα σημερινά προβλήματα και να οδηγήσουν τον κόσμο μακριά από την καταστροφή. Και η φαινομενικά ατελείωτη σειρά από κρίσεις απειλεί να διαβρώσει την εμπιστοσύνη του κοινού ότι οι ίδιοι οι πολίτες και οι πολιτικοί ηγέτες τους μπορούν να διαμορφώσουν ένα καλύτερο μέλλον.

Η παρούσα δυσφορία μοιάζει με «επίκτητη αδυναμία», φαινόμενο που πρώτοι περιέγραψαν οι ψυχολόγοι Μάρτιν Σέλιγκμαν από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και Στίβεν Μάιερ από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στη δεκαετία του ’60. Οι Σέλιγκμαν και Μάιερ εξεπλάγησαν όταν είδαν, σε πείραμά τους, ότι οι σκύλοι που είχαν μάθει να αναμένουν ένα ηλεκτροσόκ όταν άκουγαν προηγουμένως έναν ήχο, δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν το ηλεκτροσόκ ούτε ακόμη και όταν αργότερα τους προσφέρθηκε η δυνατότητα να ξεφύγουν από αυτό πηδώντας ένα χαμηλό εμπόδιο. Οι ψυχολόγοι συμπέραναν ότι τα ζώα είχαν μάθει πως, ό,τι και αν έκαναν, δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη μοίρα τους. Γι’ αυτό απλώς τα παρατούσαν – παρά το γεγονός ότι είχαν την ευκαιρία να ξεφύγουν.

Ο Σέλιγκμαν και οι συνάδελφοί του συνέκριναν τη συμπεριφορά των σκύλων με τα συμπτώματα που επιδεικνύουν οι καταθλιπτικοί άνθρωποι και κατέληξαν ότι η κλινική κατάθλιψη απορρέει από την πραγματική ή πλασματική έλλειψη ελέγχου στην έκβαση μιας κατάστασης. Το ίδιο ισχύει ενδεχομένως για ομάδες ανθρώπων. Μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες, ίσως ακόμη και ολόκληρες κοινωνίες, μπορεί να φθάσουν να πιστεύουν συλλογικά ότι αδυνατούν να επιδράσουν σε θετικές αλλαγές και, ως αποτέλεσμα, παύουν να προσπαθούν.

Αν ισχύει αυτό, η πρόσφατη αλληλουχία κρίσεων και η εμφανής αδυναμία των πολιτικών ηγετών να τις αντιμετωπίσουν μπορεί να υποθάλπουν ένα είδος συλλογικής επίκτητης αδυναμίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία από τον Δείκτη Ασφαλείας του Μονάχου 2022 (Munich Security Index 2022), που βασίζονται σε δημοσκοπήσεις στις χώρες του G7 και στις BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), όσοι συμφωνούν με την πρόταση ότι αισθάνονται αβοήθητοι απέναντι στα παγκόσμια γεγονότα αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα.

Σε όλες τις δημοκρατίες οι «αβοήθητοι» αποτελούν πλειοψηφία: το 57% των ερωτωμένων συμφωνεί με την πρόταση ενώ μόνο το 12% διαφωνεί. Η Κίνα είναι η μοναδική χώρα από τις 12 όπου διαφωνεί περισσότερο από το ένα τέταρτο των ερωτωμένων (27%). Ομοίως, αν και οι αριθμοί είναι ελαφρώς μικρότεροι, η πλειοψηφία ή το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτωμένων και στις 12 χώρες συμφωνεί ότι η χώρα του δεν έχει κανέναν έλεγχο στα παγκόσμια γεγονότα.

Βεβαίως, μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί κανείς θα έπρεπε να πιστεύει ότι ο ίδιος ή η χώρα του μπορεί να επηρεάσει τα παγκόσμια γεγονότα. Ομως η υπόσχεση του ελέγχου, ακόμη και η αυταπάτη, υπήρξε κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής στη σύγχρονη εποχή, στην οποία οι άνθρωποι υποτίθεται ότι κινούν τα νήματα και όχι ο Θεός ή η μοίρα.

Αυτό βοηθά στο να εξηγήσουμε γιατί η ευρέως διαδεδομένη εντύπωση της απώλειας ελέγχου και η επιθυμία να ανακτηθεί αποτελούν κορυφαία πολιτικά ζητήματα στην εποχή μας. Συνθήματα όπως «Ανακτήστε τον έλεγχο», «Η Αμερική πρώτα», «Στρατηγική αυτονομία» και «Ευρωπαϊκή κυριαρχία» αντικατοπτρίζουν την ίδια υποκείμενη παρόρμηση.

Ο κίνδυνος είναι ότι ένα ευρέως διαδεδομένο αίσθημα συλλογικής ανικανότητας μπορεί να εμποδίσει τον κόσμο από το να αντιμετωπίσει τις σημαντικότερες κρίσεις μέχρι να είναι υπερβολικά αργά για να το κάνει. Κοινωνίες καταβεβλημένες από ένα κύμα έκτακτων καταστάσεων μπορεί να καταλήξουν να αποδεχθούν καρτερικά ό,τι τους συμβαίνει, ακόμη και αν έχουν τα εργαλεία και τους πόρους για να το αλλάξουν.

Αλλά ενώ οι σημερινές προκλήσεις είναι τεράστιες, η ικανότητά μας να αντεπεξέλθουμε θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Πιστεύουμε πραγματικά ότι είμαστε συλλογικά αβοήθητοι; Ή είμαστε διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουμε τους συλλογικούς πόρους μας και να εντείνουμε τη διεθνή συνεργασία διότι πιστεύουμε ότι μπορούμε να γυρίσουμε την παλίρροια;

Πάνω απ’ όλα, οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να δείξουν ότι μπορούμε συλλογικά «να ξεμάθουμε την αδυναμία». Οπως κορυφαίοι ηγέτες, σαν τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς, έχουν επανειλημμένως τονίσει, οι δημοκρατίες πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία – ή ίσως εξαιτίας αυτών -, οι ηγέτες πρέπει να εμπνεύσουν μια νέα αίσθηση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό των χωρών τους και στο εξωτερικό ότι μπορούν να χειριστούν τις κρίσεις που βρίσκονται ενώπιόν μας.

Υπάρχει και μια θετική πτυχή. Παρά την αγωνία για το μέλλον της δημοκρατίας, τα στοιχεία από τον Δείκτη Ασφαλείας του Μονάχου δείχνουν ότι ο κόσμος πιστεύει ακόμη ότι οι δημοκρατίες είναι ικανότερες από τις μη δημοκρατικές χώρες να λύσουν τα προβλήματα του μέλλοντος. Τώρα πρέπει να το αποδείξουν.

*Ο κ. Τομπίας Μπούντε, διευθυντής Ερευνών και Πολιτικής στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου (η εφετινή 58η Διάσκεψη ολοκληρώνεται σήμερα στο Μόναχο), είναι ερευνητής του Κέντρου για τη Διεθνή Ασφάλεια της Hertie School και συνεκδότης (με τον Μπένεντικτ Φράνκε) του «The Art of Diplomacy: 75 Views Behind the Scenes of World Politics».

ΑΠΟΨΕΙΣ

Δεν είναι όλες οι δημοκρατίες το ίδιο καλές

Η κατάσταση της δημοκρατίας στον κόσμο έγινε χειρότερη πέρυσι, σύμφωνα με τη νέα ετήσια έκθεση του Economist Intelligence Unit. Η έκθεση αξιολογεί 167 χώρες με βάση 60 επιμέρους δείκτες μοιρασμένους σε πέντε μεγάλες θεματικές ενότητες: εκλογική διαδικασία και πλουραλισμός, λειτουργία της κυβέρνησης, πολιτική συμμετοχή, δημοκρατική κουλτούρα και πολιτικές ελευθερίες. Σύμφωνα με την έκθεση, μόνο 64 χώρες στον κόσμο έχουν σήμερα «κάποιου είδους δημοκρατία», σε αυτές, δε, ζει ποσοστό λιγότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού (45,7%). Από τις 64, μόλις 21 χαρακτηρίζονται ως «πλήρεις» δημοκρατίες και αυτές συγκεντρώνουν το 6,4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αν, δε, απομονώσουμε τις δέκα καλύτερες δημοκρατίες στον κόσμο σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό όσων έχουν την τύχη να ζουν σε μία από αυτές είναι αποκαρδιωτικά μικρό – μόλις το 1,2% του παγκόσμιου πληθυσμού!

Στην καλύτερη δεκάδα των δημοκρατιών κυριαρχούν οι ευρωπαϊκές χώρες με επτά εκπροσώπους, από τους οποίους τρεις (Δανία, Ιρλανδία, Φινλανδία) ανήκουν στη Ζώνη του Ευρώ. Και οι πέντε σκανδιναβικές χώρες βρίσκονται μέσα στη δεκάδα, ενώ μία από αυτές (Νορβηγία) κάθεται στην κορυφή της. Καμία από τις ευρωπαϊκές χώρες δεν έχει πληθυσμό πάνω από δέκα εκατομμύρια. Είναι, δε, ενδιαφέρον ότι ακόμη κι αν προσθέσουμε τους πληθυσμούς όλων των σκανδιναβικών κρατών, το σύνολό τους δεν ξεπερνά τα 27 εκατομμύρια άτομα. Από τις μη ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται στη λαμπρή δεκάδα, μόνο δύο έχουν πληθυσμούς με πάνω από 25 εκατομμύρια πολίτες. Ακριβώς οι μισές από τις δέκα χώρες είναι νησιά (Αυστραλία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Νέα Ζηλανδία, Ταϊβάν) με σχετικά μικρές πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και κοινωνικές εντάσεις στο εσωτερικό τους. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την Ελβετία που, λόγω της ουδετερότητας που έχει τηρήσει ιστορικά, αποτελεί μια νησίδα πολιτικής σταθερότητας στο μέσον της Ευρώπης. Το κοινό, λοιπόν, χαρακτηριστικό των δέκα καλύτερων δημοκρατιών στον κόσμο, σύμφωνα με τον Economist, είναι ότι αυτές εντοπίζονται σε χώρες που είτε έχουν μικρό πληθυσμό, είτε είναι νησιωτικές, είτε απλούστατα συνδυάζουν και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Στα αξιοσημείωτα είναι, τέλος, ότι όλες σχεδόν οι χώρες της πρώτης δεκάδας σκοράρουν υψηλά ποσοστά στην ισότητα των φύλων καθώς φαίνεται από επιμέρους δείκτες, όπως η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, οι αμοιβές, η φροντίδα των παιδιών και η αντιπροσώπευση σε ανώτερες θέσεις εργασίας.

Προφανώς, οι δημοκρατίες διαφέρουν δραματικά από τις μη δημοκρατικές χώρες. Η Δανία, για παράδειγμα, δεν έχει καμία σχέση με την Κίνα, ούτε η Αυστραλία με την Υεμένη. Εξίσου προφανείς, όμως, είναι και οι διαφορές ανάμεσα στις «πλήρεις» δημοκρατίες και εκείνες που η έκθεση του Economist χαρακτηρίζει ως «ελαττωματικές» δημοκρατίες. Αν η πλουραλιστική Δανία και η ολοκληρωτική Κίνα διαφέρουν ως προς το είδος των πολιτικών τους συστημάτων, άλλο τόσο διαφέρει η Δανία από τη δημοκρατική Ινδία ως προς τον βαθμό πλουραλισμού. Για να το πούμε αλλιώς, κάθε δημοκρατία είναι ξεχωριστή. Αλλά, ενώ οι «καλές» δημοκρατίες μοιάζουν μεταξύ τους, κάθε «κακή» δημοκρατία είναι κακή με τον δικό της τρόπο. Το ζήτημα είναι σημαντικό καθώς περίπου 30% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου, που είναι (κατά σειρά πληθυσμιακού μεγέθους) η Ινδία, η Αμερική, η Ινδονησία, η Βραζιλία και η Ιαπωνία. Από αυτές τις πέντε, μόνο η Ιαπωνία κατατάσσεται στις χώρες με πλήρη φιλελεύθερη δημοκρατία. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ελαττωματικές δημοκρατίες που βρίσκονται είτε σε αδιέξοδο είτε σε οπισθοδρόμηση.

Η Ινδία μπορεί να είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία στον κόσμο, αλλά κάτω από την ηγεσία του Ναρέντρα Μόντι, ηγέτη του ινδουιστικού εθνικιστικού κόμματος BJP, έχει μετατραπεί σε ένα αυταρχικό σύστημα που παραβιάζει συστηματικά τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες, ειδικά των μουσουλμάνων, που αποτελούν σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας. Στη Βραζιλία του λαϊκιστή Ζαΐρ Μπολσονάρο κυριαρχούν η διαφθορά και το βίαιο έγκλημα, συχνά εις βάρος δημοσιογράφων, πολιτικών ακτιβιστών, ομοφυλοφίλων και άλλων μειονοτικών κοινωνικών ομάδων. Η Ινδονησία, παρά τα εντυπωσιακά δημοκρατικά βήματα που έκανε μετά την πτώση ενός αυταρχικού καθεστώτος το 1998, σήμερα αντιμετωπίζει συστημική διαφθορά, έντονες κοινωνικές διακρίσεις και συχνά φαινόμενα κατασταλτικής βίας από το κράτος. Ισως χειρότερη είναι η περίπτωση της Αμερικής, μιας βαθιά πολωμένης χώρας με μεγάλες, σχεδόν αγεφύρωτες, διαιρέσεις στο κοινωνικό της σώμα. Το πολιτικό της σύστημα υποφέρει από τόσο πολλές στρεβλώσεις που μοιάζει αδύνατο να επιδιορθωθούν, ενώ οι φιλελεύθερες αξίες του παρελθόντος έχουν πλέον χάσει την παλιά τους αίγλη. Η ραγδαία επιδείνωση των ανισοτήτων προχωράει χέρι χέρι με την αυξανόμενη κουλτούρα βίας που κάθε τόσο εμφανίζεται σε σειρά περιστατικών, από την επαναλαμβανόμενα δολοφονική οπλοχρησία έως την πρόσφατη εισβολή του τραμπικού όχλου στο Καπιτώλιο.

Η Ελλάδα, μια σχετικά μικρή ευρωπαϊκή χώρα με ελαττωματική δημοκρατία και σοβαρή εξωτερική απειλή, βρίσκεται στο νούμερο 34 της παγκόσμιας κατάταξης δημοκρατιών.

Πάντως, το μικρό μέγεθος μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα σε δημοκρατίες που αισθάνονται ασφαλείς, αλλά μετατρέπεται σε μειονέκτημα όταν η εθνική ενότητα και η εθνική τους ασφάλεια απειλούνται. Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση την Ιρλανδία, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες της πρώτης δεκάδας υπάρχουν ισχυρά ξενοφοβικά κόμματα που ζητούν τον περιορισμό της μετανάστευσης προς αυτά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκτός από τον φόβο των μεταναστών, αρκετές μικρές δημοκρατικές χώρες απειλούνται από την επιθετικότητα γειτονικών μη δημοκρατικών χωρών. Η Φινλανδία (σε μικρότερο βαθμό και η Σουηδία) μπορεί δικαίως να υπερηφανεύεται για την ποιότητα του πολιτικού της συστήματος, αλλά η απειλή της Ρωσίας επηρεάζει καθοριστικά τόσο τις επιλογές του πολιτικού της προσωπικού όσο και τη δημοκρατική κουλτούρα της χώρας. Η Ταϊβάν, ένα νησί 24 εκατομμυρίων κατοίκων που απέχει μόλις 160 χιλιόμετρα από τις ακτές της Κίνας και έχει αναδειχθεί παγκόσμια ηγέτις στην κατασκευή προηγμένων τσιπ, είναι δικαίως υπερήφανη τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την τεχνολογία που αναπτύσσει. Ωστόσο, εξαιτίας της αυξανόμενης αντιπαλότητας μεταξύ Κίνας και Αμερικής, θεωρείται ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στον κόσμο για να ζει κανείς.

Αν τώρα αναρωτιέστε για την Ελλάδα, μια σχετικά μικρή ευρωπαϊκή χώρα με ελαττωματική δημοκρατία και σοβαρή εξωτερική απειλή, αυτή βρίσκεται στο νούμερο 34 της παγκόσμιας κατάταξης δημοκρατιών – τρεις θέσεις κάτω από την Ιταλία του τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι και δύο θέσεις πάνω από το δυσλειτουργικό Βέλγιο. Σε αυτή τη βαθμίδα, ας κρίνουμε πόσο ευχαριστημένοι από το παρόν και πόσο αισιόδοξοι για το μέλλον αξίζει να νιώθουμε.

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, σήμερα ερευνητής και συγγραφέας.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία

13.01.2022, 05:40 ΤΟ ΒΗΜΑ

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει υποστεί κατά καιρούς δριμεία κριτική, συνήθως, δε, αντιδιαστέλλεται από την άμεση δημοκρατία, τα θετικά της οποίας εκθειάζονται πολλαπλώς. Ηδη γι’ αυτό αποκτά ιδιαίτερη αξία το τελευταίο βιβλίο του Παναγιώτη Δουδωνή με τίτλο «Το πολίτευμα της συνύπαρξης. Για την αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία» (εκδ. Αρμός, 2021). Ενα βιβλίο που, με απλή και ταυτόχρονα επιστημονική γλώσσα, μας υπενθυμίζει τα θετικά στοιχεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τα οποία συνήθως τα προσπερνάμε βιαστικά, ίσως γιατί τα θεωρούμε αυτονόητα.

Συχνά η υπεράσπιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας γίνεται με έναν «ενοχικό» τρόπο, υπό την έννοια ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα δικαιολογείται με επίκληση του ανέφικτου της άμεσης δημοκρατίας. Πράγματι, η άμεση δημοκρατία στην καθαρή της μορφή είναι ανέφικτο να εφαρμοστεί στις σημερινές πολυπληθείς κοινωνίες. Επίσης, ο κύριος θεσμός άμεσης δημοκρατίας, το δημοψήφισμα, παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα: Ο λαός αποφασίζει σε ένα ερώτημα που του έχει θέσει ένα τρίτο όργανο (η κυβέρνηση ή η Βουλή) και μπορεί να τοποθετηθεί με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Με αυτόν τον τρόπο αγνοούνται άλλες εναλλακτικές λύσεις και αθροίζονται (συνήθως στο «όχι») ψήφοι εντελώς διαφορετικής προέλευσης.

Η θεμελίωση της υπεροχής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με το ανωτέρω σκεπτικό είναι εν μέρει μόνο ορθή, γιατί και στο αντιπροσωπευτικό σύστημα χρησιμοποιούνται θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, οπότε γίνεται λόγος και για «ημιαντιπροσωπευτική» δημοκρατία. Ετσι, το Σύνταγμά μας προβλέπει τη δυνατότητα προκήρυξης δημοψηφίσματος ως ένα «έκτακτο» μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Επίσης, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 προβλέφθηκε και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, μέσω της οποίας ένας αριθμός πολιτών μπορεί να προκαλέσει τη συζήτηση μιας πρότασης νόμου στη Βουλή. Η λελογισμένη χρήση θεσμών της άμεσης δημοκρατίας μπορεί επομένως να αποτελέσει ένα πολύτιμο «μπόλιασμα» της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι αναντικατάστατο προεχόντως γιατί, όπως ορθώς επισημαίνει ο Παναγιώτης Δουδωνής, είναι το πολίτευμα της συνύπαρξης: «Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία «αποπροσωποποιεί» αξιώσεις και απόψεις, συνταιριάζοντας τον αφαιρετικό χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης με τον γενικό χαρακτήρα των νόμων σε ένα κράτος δικαίου. Αυτός είναι ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο η αντιπροσωπευτικότητα συμβάλλει στην «καταλλαγή» των πολιτικών παθών και στη σύνδεση των πολιτών σε ένα συμβιωτικό όλον». Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι όμως μόνο το πολίτευμα της συνύπαρξης. Είναι και το πολίτευμα της σύνθεσης. Μέσω της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και αμοιβαίων υποχωρήσεων είναι δυνατή η σύνθεση διαφορετικών απόψεων στην τελική διατύπωση του νόμου, στοιχείο που προάγει επίσης την κοινωνική συνοχή.

Ο Παναγιώτης Δουδωνής μας καλεί με το βιβλίο του σε έναν νηφάλιο διάλογο. Οχι μόνο για τα πλεονεκτήματα, αλλά και για τα προαπαιτούμενα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα, για να είναι πράγματι αντιπροσωπευτικό, χρειάζεται πολιτικά κόμματα και βουλευτές που να εκφράζουν το σύνολο της κοινωνίας (εκτός των υποστηρικτών της βίας). Αρα, χρειάζεται δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα, τα οποία να αποτυπώνουν το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα των ιδεολογικών και πολιτικών τάσεων μιας κοινωνίας. Το πολύχρωμο της κοινωνίας πρέπει να αντανακλάται και στο πολιτικό σκηνικό, είτε εντός του ίδιου κόμματος είτε με διαφορετικά κόμματα. Σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία πρέπει να εκπροσωπούνται και ο συντηρητικός και ο προοδευτικός ψηφοφόρος, και το Κέντρο και η δεξιά και η αριστερή ιδεολογία, και η πιο φιλελεύθερη και η πιο κοινωνική προσέγγιση, και η άποψη για περισσότερο και η άποψη για λιγότερο παρεμβατικό κράτος. Διαφορετικά, θα έχουμε δημοκρατία, αλλά όχι αντιπροσωπευτική.

Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Oδηγός για τη δημοκρατία του μέλλοντος

Ο συγγραφέας και ερευνητής Γιώργος Ζαρκαδάκης μιλάει αποκλειστικά στην «Κ» για το νέο του βιβλίο

Πώς θα διασωθεί η φιλελεύθερη δημοκρατία; Τι ρόλο μπορεί να παίξει η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) στον σχεδιασμό μιας ανανεωμένης φιλοσοφίας διακυβέρνησης; Ο Γιώργος Ζαρκαδάκης στο βιβλίο του «Cyber Republic, Reinventing democracy in the age of intelligent machines» (MIT Press, 2020) επιχειρεί να σκιαγραφήσει ένα τολμηρό πλαίσιο μιας τεχνολογικά αναβαθμισμένης πολιτείας και κάνει μια πρώτη απόπειρα να συνθέσει έναν οδηγό για το μέλλον της δημοκρατίας. «Η τεχνολογία προχωράει γρήγορα και αναπόφευκτα τα μοντέλα της διακυβέρνησής μας πρέπει να εξελιχθούν», επισημαίνει και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος από την αρχή του είδους χρησιμοποιούσε την τεχνολογία για να βελτιώσει τη ζωή του. Ως ένα είδος που έχει λίγα εφόδια επάνω του, προεκτείνει τις δυνατότητές του μέσα από την τεχνολογία. Σαφέστατα, η τεχνολογία θα μας δώσει τις λύσεις, αλλά μια τεχνολογία που θα εμπνέεται από αρχές ανθρωπισμού και κάποιες αξίες που πρέπει να τις συζητήσουμε».

– Ποιος είναι ο κύριος λόγος πίσω από τη συγγραφή του νέου σας βιβλίου;

– Στο προηγούμενο βιβλίο μου θέλησα να αποκωδικοποιήσω τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ΤΝ ως τεχνολογία και τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για την ΤΝ. Να δω τους φόβους και τις ελπίδες που έχουμε για την ΤΝ. Στο νέο βιβλίο λέω ότι η ΤΝ μάς θέτει προ τεραστίων διλημμάτων όσον αφορά το μέλλον της φιλελεύθερης κοινωνίας, του πολιτικού μας συστήματος. Κι αυτό το κάνει με τρεις τρόπους: αλλάζει θεμελιωδώς την ιδέα που έχουμε για την εργασία, διαβρώνει όλους τους σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς της φιλελεύθερης κοινωνίας και εντείνει έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό ισχύος.

Η τεχνητή νοημοσύνη διαβρώνει τους σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς της φιλελεύ- θερης κοινωνίας και εντείνει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό ισχύος.

– Μιλάτε έντονα για τη διάσωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τι σας προβληματίζει;

– Βρισκόμαστε σε ιστορική καμπή. Ο κόσμος αλλάζει. Οπως άλλαξε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τελείωσε αυτή η περίοδος της διεθνούς συνεργασίας, της κυριαρχίας της Δύσης, έχουμε περάσει σε μιαν άλλη εποχή της ανθρωπότητας. Είναι μια εποχή αστάθειας, ανταγωνισμού και έλλειψης ασφάλειας. Βλέπουμε, για παράδειγμα, τη Ρωσία, την Κίνα, την Τουρκία να αμφισβητούν το διεθνές status quo. Γιατί είναι σημαντικό να σώσουμε αυτό που λέγεται φιλελεύθερη δημοκρατία; Οταν οι ανθρώπινες κοινωνίες γίνονται πολύπλοκες, αρχίζει να γίνεται έντονο το ερώτημα του πώς να κυβερνηθούμε. Ενα ερώτημα με ιστορία 10.000 χρόνων. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων έγιναν πολλά πειράματα. Το δικό μου συμπέρασμα αφορά στο πώς θα επιτευχθεί η ισορροπία ανάμεσα στη συλλογική λήψη αποφάσεων και στα δικαιώματα που έχουμε μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Στο αυταρχικό καθεστώς έχεις μηδέν δικαιώματα και οι συλλογικές αποφάσεις παίρνονται από έναν άνθρωπο. Σε μια πεφωτισμένη δικτατορία έχεις μερικά δικαιώματα, αλλά δεν έχεις κανέναν λόγο στην πολιτική. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολύ εύθραυστο πολίτευμα. Αυτό όμως είναι και το πλεονέκτημά του. Υπάρχει μεγάλη καινοτομία στον τρόπο με τον οποίο η φιλελεύθερη δημοκρατία αντιμετωπίζει τις προκλήσεις που δέχεται, γιατί περιέχει πολυφωνία. Το μειονέκτημα είναι ότι επειδή όλοι νομίζουν ότι έχουν κάτι να προτείνουν, η λήψη αποφάσεων παίρνει πολύ χρόνο. Το άλλο μειονέκτημα είναι ότι τα πράγματα μπορεί να μην πάνε προς τα εκεί που θέλεις. Το πλεονέκτημα των αυταρχικών καθεστώτων είναι ότι λαμβάνονται γρήγορα οι αποφάσεις, αλλά έπειτα από λίγο η πληροφορία δεν κυκλοφορεί προς τα πάνω εύκολα, κι αυτό σημαίνει –αυτό μας δείχνει η Ιστορία– ότι θα αντιμετωπίσουν μια καταστροφική κρίση. Ολα τα αυταρχικά καθεστώτα κάποια στιγμή καταστρέφονται. Πρέπει να διασώσουμε το καθεστώς της φιλελεύθερης δημοκρατίας γιατί έχει βρει μια ισορροπία ανάμεσα στη δημοκρατία και τα δικαιώματα που προστατεύονται από τον νόμο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου όλοι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι.

odigos-gia-ti-dimokratia-toy-mellontos0– Ποια είναι τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζει η δημοκρατία σήμερα;

– Το πρώτο πρόβλημα είναι η υποχώρηση της εμπιστοσύνης, ειδικά στους νέους. Βλέπουμε επίσης τα απολυταρχικά καθεστώτα να αυξάνονται. Το δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη της ελπίδας. Εχει διαρραγεί το κοινωνικό συμβόλαιο, που λέει ότι όλοι θα έχουμε ίσες ευκαιρίες. Και το τρίτο είναι η διάρρηξη των κοινών αρχών και αξιών. Πρέπει να συνεννοηθούμε, πρέπει να υπάρξει μεταξύ μας εμπιστοσύνη, πρέπει να έχουμε ένα κοινό σύστημα αξιών, ένα συναίσθημα να μας συνδέει, ανεξάρτητα από το αν έχουμε αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις. Κι αυτό είναι υπό απειλή σήμερα. Υπάρχει ο ρόλος των social media, των θεωριών συνωμοσίας, της πόλωσης. Στο βιβλίο μου ερευνώ πώς η τεχνολογία επιδρά σ’ αυτά τα τρία προβλήματα και σκέφτομαι τρόπους με τους οποίους η τεχνολογία θα μπορούσε να βοηθήσει να ξανασκεφτούμε τη δημοκρατία, να χτίσουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, να φτιάξουμε ένα καινούργιο κοινωνικό συμβόλαιο και να δημιουργήσουμε μια καλύτερη κοινωνική συνοχή.

Θα πρέπει να υπάρχει ένα υπερσύστημα, άνθρωποι και μηχανές μαζί

– Εκτός των άλλων, έχετε πολύ συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για τον κόσμο της οικονομίας και της εργασίας στο βιβλίο σας.
– Ναι, κι εδώ πρέπει να σκεφτόμαστε τους στόχους μας. Στη βάση της οικονομίας είναι η ιδέα της εταιρείας. Μέχρι τώρα αυτό που ενέπνεε τον σκοπό των ιδιωτικών εταιρειών ήταν το κέρδος. Σαφέστατα πρέπει να υπάρχει το κέρδος στις εταιρείες. Το κέρδος, όμως, ως αποκλειστικός και μόνος στόχος των εταιρειών δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα για το μέλλον. Επειδή αυτές οι εταιρείες στο μέλλον θα είναι ψηφιακές, θα βασίζονται σε δεδομένα και αλγορίθμους, θα αυτοματοποιούνται, θα χρησιμοποιούν ολοένα και λιγότερους ανθρώπους. Οι εταιρείες στο μέλλον θα δημιουργούν αξία με πολύ λιγότερους ανθρώπους, δείτε τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες του σήμερα για να καταλάβετε. Αυτό ακυρώνει το κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο βασιζόμαστε. Με λίγα λόγια, δεν θα υπάρχει δουλειά. Θα πρέπει, λοιπόν, να θέσουμε στις ιδιωτικές εταιρείες και άλλους στόχους και αξίες. Στόχους για το περιβάλλον, την κοινωνική υπευθυνότητα κ.λπ. Η ιδέα του συνεταιρισμού είναι μια πολύ καλή ιδέα που πρέπει να εξετάσουμε για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Εχει τους παραδοσιακούς σκοπούς του κέρδους, αλλά και διασπορά της ιδιοκτησίας σ’ αυτούς που παράγουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, αλλά και στους πελάτες ακόμα, σε όσους έχουν συμφέρον. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια Uber που δεν ανήκει μόνο στους μετόχους της, αλλά και στους οδηγούς και στους χρήστες της υπηρεσίας. Το blockchain είναι μια τεχνολογία που μπορεί να μας βοηθήσει να φτιάξουμε πολύ εύκολα τέτοιες εταιρείες, γιατί μπορείς έτσι πανεύκολα να καταμερίσεις την ιδιοκτησία σε πολύ μικρά μέρη και να τη διασπείρεις πολύ. Θεωρώ ότι αυτή η τεχνολογία είναι πολύ σημαντική για τη δημιουργία αυτού του καινούργιου κοινωνικού συμβολαίου. Μπορούμε να σκεφτούμε νέα μοντέλα εταιρειών και δημιουργία νέας αξίας, η οποία δεν κατευθύνεται στα χέρια των λίγων. Θεωρώ ότι έτσι πρέπει να γίνει ο εκδημοκρατισμός της οικονομίας της Τ.Ν. Στο βιβλίο περιγράφω μερικές από αυτές τις ιδέες που έχω σχετικά, καθώς και υπαρκτά παραδείγματα.

odigos-gia-ti-dimokratia-toy-mellontos2– Υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο στην Τ.Ν. και στην τεχνολογία γενικότερα;

Η Τ.Ν. ξεκίνησε με την ιδέα ότι τα συστήματα πρέπει να είναι αυτόνομα, δηλαδή η μηχανή πρέπει να αντικαταστήσει, και κάποια στιγμή ίσως και να γίνει καλύτερη από τον άνθρωπο. Αυτή η βασική ιδέα της αυτονομίας ήταν από την αρχή έως σήμερα κυρίαρχη στην Τ.Ν. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα σημαίνει ένα μόνο πράγμα, ότι καθώς θα επενδύουμε χρήματα και ταλέντο για να βελτιώνουμε αυτή την τεχνολογία, αυτό μας οδηγεί στο «αναπόφευκτο», που είναι ότι κάποια στιγμή τα συστήματα Τ.Ν. θα είναι καλύτερα από εμάς. Και τότε θα ανταγωνιζόμαστε εμείς οι ίδιοι τα συστήματα της Τ.Ν. Δηλαδή ο άνθρωπος από την αρχή της Τ.Ν. τέθηκε σε ανταγωνισμό με την Τ.Ν. Αυτό είναι το αναπόφευκτο. Στο βιβλίο μου θεωρώ ότι αυτό πρέπει να το σταματήσουμε. Για παράδειγμα, πρέπει να εμποδίσουμε την ανάπτυξη των αυτόνομων οπλικών συστημάτων, με τον ίδιο τρόπο που σταματάμε τα βιολογικά και τα χημικά όπλα. Κι αν το κάνουμε αυτό μάς δίνεται μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την ιδέα της αυτονομίας στην Τ.Ν. Για εμένα τα συστήματα δεν πρέπει να είναι αυτόνομα, θα πρέπει να συνεργάζονται με τους ανθρώπους. Θα πρέπει να υπάρχει ένα υπερσύστημα, άνθρωποι και μηχανές μαζί. Οι στόχοι αυτού του υπερσυστήματος πρέπει να είναι ανθρώπινοι, και όχι στόχοι της μηχανής.

– Πώς βλέπετε τη χώρα μας μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο μετασχηματισμό;

– Χαίρομαι που, επιτέλους, κάτι γίνεται στην Ελλάδα, ο συγκεκριμένος άνθρωπος που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο υπουργείο, ο κ. Πιερρακάκης, θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ καλός. Είμαστε πολύ τυχεροί που βρήκαμε έναν τέτοιο άνθρωπο. Κάνει φοβερή δουλειά, αυτός και η ομάδα του. Το σχέδιό του είναι σωστό. Αυτήν τη στιγμή πρέπει να φτιάξουμε τα βασικά. Ωστε να μη βασανίζεται ο πολίτης. Ενας από τους λόγους που έφυγα από την Ελλάδα ήταν κι αυτός. Πρέπει να οραματιστούμε ποια θα είναι η δημοκρατία στην Ελλάδα τον 21ο αιώνα. Πώς θα είμαστε, από ποιες αρχές θα εμφορούμαστε, πώς θέλουμε να ζήσουμε και πώς θα μπορούμε ως πολίτες να επηρεάζουμε τις πολιτικές αποφάσεις, όχι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Γι’ αυτό πιστεύω πολύ στις συνελεύσεις των πολιτών. Λύνουν πολλά προβλήματα και κυρίως το πρόβλημα της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους κυβερνώντες. Αν δεν το δεις, δεν το πιστεύεις. Ανθρωποι που έρχονται από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, ακόμα και με τις πιο παλαβές ιδέες, έπειτα από διάλογο μεταμορφώνονται σε σοφούς ανθρώπους. Εκεί πραγματικά βλέπεις τι σημαίνει δημοκρατία. Και πώς η δημοκρατία φτιάχνει ενάρετους ανθρώπους.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Από τι πάσχει, πράγματι, η δημοκρατία

Την περασμένη εβδομάδα κατατέθηκε πρόταση της αντιπολίτευσης για σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Η κυβέρνηση κατηγορείται για επιλεκτική χρηματοδότηση των ΜΜΕ για την καμπάνια προστασίας από τον κορωνοϊό δύο φορές εντός του 2020 και επίσης για άσκηση επιρροής πάνω σε εταιρείες δημοσκοπήσεων. Η επιρροή –κατά την αντιπολίτευση– ασκείται με χρηματοδότηση από το Δημόσιο προς τις εταιρείες, για δημόσια έργα που τους ανατίθενται παράλληλα. Αναρωτιέται κανείς αν αυτό είναι το κρίσιμο θέμα στην ελληνική δημοκρατία σήμερα. Ανεξάρτητα από το πραγματολογικά βάσιμο αυτών των κατηγοριών, που μένει να αποδειχθεί, το κύριο θέμα που υπογραμμίζεται στη σχετική πρόταση της αντιπολίτευσης είναι ότι τίθεται πρόβλημα δημοκρατίας για τη σημερινή Ελλάδα.

Μετά την αλλαγή κυβέρνησης το 2019, Ελληνες  διανοούμενοι, υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, ισχυρίζονται με άρθρα τους, εδώ και στο εξωτερικό, ότι η Ελλάδα πορεύεται προς τον αυταρχισμό. Θεωρούν ότι κακώς είχε κατηγορηθεί η κυβέρνηση των ετών 2015-2019 για αλλοίωση των δημοκρατικών θεσμών και ανταποδίδουν τις κατηγορίες στους σημερινούς κυβερνώντες. Προσφιλής αναφορά των αρθρογράφων είναι το καθεστώς του Βίκτορ Ορμπαν, με το οποίο εκείνοι θεωρούν ότι το ελληνικό πολίτευμα σήμερα συγκλίνει. Επωδός των σχετικών αναλύσεων είναι ότι η Ελλάδα ακόμα μεν δεν έχει γίνει Ουγγαρία, αλλά βρίσκεται σε τροχιά αντίστοιχη με εκείνη που η ανατολικοευρωπαϊκή χώρα ακολουθεί εδώ και μια δεκαετία. Είναι ίσως αναμενόμενο σε ένα από τα πιο πολωμένα κομματικά συστήματα της Ευρώπης, δηλαδή το σύγχρονο ελληνικό –το οποίο εξελίσσεται προς το μέλλον με διαρκείς αναφορές στο παρελθόν (Εμφύλιος, δικτατορία των συνταγματαρχών, κ.ά.)–, οι μάχες εντυπωσιασμού στην πολιτική σκηνή να περιλαμβάνουν διαρκή κινδυνολογία για τη μετάπτωση της δημοκρατίας σε κάποιο από τα μη δημοκρατικά καθεστώτα.
Είναι λιγότερο αναμενόμενο να υιοθετούν παρόμοια συμπεράσματα διεθνείς παρατηρητές. Μήπως οι ξένοι βλέπουν κάτι που δεν βλέπουμε εμείς; Ετσι, το διεθνώς πιο αναγνωρίσιμο ερευνητικό πρόγραμμα για τις σύγχρονες δημοκρατίες, το V-Dem (Varieties of Democracy project), εκτιμά ότι η ελληνική δημοκρατία είναι σε σταθερή, αλλά όχι απότομη, καθοδική πορεία από το 2012 έως σήμερα. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε βαθμολόγηση πολλών όψεων (περισσότερων από 350 «δεικτών») του πολιτεύματος, διαχρονικά και χωριστά για 201 χώρες –ανάμεσά τους και για την Ελλάδα– από πολλούς βαθμολογητές, «ειδικούς» για κάθε χώρα. Δηλαδή, πάλι, η εκτίμηση για την κατάσταση της δημοκρατίας στηρίζεται σε εντυπώσεις, έστω και αν αυτές δεν είναι φευγαλέες, αλλά προέρχονται από εκτιμητές που γνωρίζουν την κάθε χώρα. Παρόμοια είναι η μεθοδολογία και σε άλλες διεθνείς μετρήσεις της πολιτικής ελευθερίας (Freedom House) και της ελευθερίας του Τύπου (Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα) σε κάθε χώρα.

Ωστόσο, οι εντυπώσεις που πρυτανεύουν στις διαμάχες στην εγχώρια πολιτική σκηνή, αλλά και τον διεθνή Τύπο, επηρεάζουν τους βαθμολογητές και το αντίστροφο: η δική τους βαθμολόγηση, μόλις δημοσιευθεί, γίνεται όπλο στον εγχώριο κομματικό ανταγωνισμό. Επιπλέον, η σώρευση τόσο πολλών «δεικτών», καθώς και η στάθμιση και σύνθεσή τους, περιπλέκουν την εικόνα ως προς τα βασικά κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί κάποιος να αποφανθεί για το αν η δημοκρατία σταδιακά διολισθαίνει προς τον αυταρχισμό.

Προτιμότερο θα ήταν να διαλέξει κάποιος ένα από τα λιτά θεωρητικά πλαίσια κριτηρίων και με βάση αυτό να κρίνει το αν υπάρχει κίνδυνος εκτροχιασμού της δημοκρατίας. Πολλοί πολιτικοί επιστήμονες, όπως ο Γιάννης Παπαδόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης, έχουν προτείνει ορισμένα κριτήρια όπως τα εξής: α) το κατά πόσον σε μια δημοκρατία το κοινοβούλιο έχει περιθωριοποιηθεί, β) οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται από τεχνοκράτες αντί εκλεγμένα όργανα, γ) οι ομάδες συμφερόντων συνομιλούν απευθείας με μη εκλεγμένους αξιωματούχους (π.χ., διοικητές οργανισμών) παρακάμπτοντας τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κ.ά. Αλλοι, πιο ριζοσπάστες, θεωρούν ως βασικό κριτήριο το ότι τα μέτρα δημόσιας πολιτικής προσδιορίζονται με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας αντί για κοινωνικοπολιτικούς όρους. Ολα τα παραπάνω συντρέχουν σήμερα και συνέτρεχαν σε παλαιότερες περιόδους την Ελληνική Δημοκρατία. Να συμπεράνουμε, άραγε, ότι περισσότερο από άλλες, η δική μας είναι μια δημοκρατία σε αποδρομή, δηλαδή καθ’ οδόν προς τον αυταρχισμό; Μάλλον όχι. Πρόκειται για δημοκρατία στην οποία διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν «παρακούσει» τους τεχνοκράτες, υπάρχουν σχεδόν καθημερινές εντάσεις μέσα και έξω από τη Βουλή, τα πολιτικά κόμματα παραμένουν το κύριο φίλτρο συνάρθρωσης και έκφρασης των συλλογικών συμφερόντων και διαδοχικά μέτρα δημόσιας πολιτικής απέχουν πολύ από το να είναι οικονομικά άριστα, αν κρίνει κανείς από τις εθνικές οικονομικές αποτυχίες.

Μήπως η ελληνική δημοκρατία περνάει αυτό το «τεστ», αλλά αποτυγχάνει σε άλλα; Για παράδειγμα, σήμερα στη διεθνή συζήτηση για ορισμένες δημοκρατίες του Καυκάσου ή της Λατινικής Αμερικής ή των Δυτικών Βαλκανίων, που έχουν εκφυλιστεί σε «ανταγωνιστικά αυταρχικά καθεστώτα» (όρος των πολιτικών επιστημόνων S. Levitsky και L. Way), χρησιμοποιούνται λίγα σαφή ερωτήματα: έχει κομματικοποιήσει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, το οποίο έχει ανέλθει στην εξουσία με εκλογές, τους διοικητικούς θεσμούς; Ελέγχει σχεδόν όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Χρησιμοποιεί μόνο προς όφελός του τους δημόσιους πόρους, αποκλείοντας από αυτούς άλλα κόμματα; Προφανώς η απάντηση είναι θέμα βαθμού. Ακόμα και στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, σήμερα, σε κανένα από τα τρία ερωτήματα η απάντηση δεν είναι εντελώς αρνητική. Ωστόσο, τυχόν σύγκριση της ελληνικής δημοκρατίας με πολλές από εκείνες των περιοχών του κόσμου που προαναφέρθηκαν, δεν μπορεί να είναι καταστροφολογική, εκτός αν η απάντηση στα παραπάνω τρία ερωτήματα δίνεται φορώντας τα γυαλιά του πολιτικού φανατισμού.

Με βάση τα παραπάνω κριτήρια, η Ελλάδα δεν βαδίζει στο μονοπάτι που οδηγεί σε καθεστώς κεκαλυμμένης δικτατορίας. Με τα γυαλιά του φανατισμού, ωστόσο, δεν γίνονται ορατά τα προβλήματα της ελληνικής δημοκρατίας, ως προς τα οποία αυτή πράγματι ξεχωρίζει από άλλες δημοκρατίες, ευρωπαϊκές και μη. Τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, ο εφησυχασμός ως προς την καταπολέμηση της πολιτικής, αλλά και της διοικητικής διαφθοράς, που δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, η διακριτική μεταχείριση εις βάρος προσφύγων, μεταναστών, καθώς και μειονοτήτων του γηγενούς πληθυσμού, η απρόβλεπτη εφαρμογή του κράτους δικαίου, όπως όταν οι νόμοι καταργούνται στους «δρόμους» ή η δημόσια διοίκηση δεν εφαρμόζει αποφάσεις της Δικαιοσύνης και, τέλος, η διαιώνιση αδικιών στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου. Η αδυναμία της σημερινής δημοκρατίας να κάμψει τις τυχόν επιβλαβείς επιπτώσεις της λειτουργίας της οικονομίας ενδιαφέρει τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες πολύ περισσότερο από την κατανομή πόρων στα ΜΜΕ και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Τελετουργίες δημοκρατικής συμμετοχής

Διαδηλώσεις, απεργίες, ηλεκτρονική δημόσια διαβούλευση πάνω σε νομοσχέδια, παρουσία εκπροσώπων οργανώσεων στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, δημοψηφίσματα. Φαίνεται ευρύ το φάσμα των δικαιωμάτων και θεσμών μέσω των οποίων πολίτες και οργανώσεις μπορούν να συμμετάσχουν στην πολιτική. Ωστόσο, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι οι πολίτες, ιδιαίτερα οι πιο αδύναμοι, δεν δραστηριοποιούνται, ούτε εκφράζονται πολιτικά. Και όσοι τυχόν εκφράζονται, δεν ακούγονται. Αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα είναι μεγάλο, ιδίως τώρα που, μετά τους καιροσκοπισμούς και τους τυχοδιωκτισμούς της δεκαετίας του 2010, καθώς και την εθνική δοκιμασία της πανδημίας, έχει δημιουργηθεί ένα ελάχιστο πολιτικής συναίνεσης ως προς, π.χ., τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας ή την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας.

Και ενώ στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις εκλογές, η λήψη αποφάσεων δεν είναι πεδίο απρόσιτο για τους πολίτες, είναι εμφανές ότι δεν είναι ούτε ιδιαίτερα προσβάσιμο. Το ρεπερτόριο θεσμών και δικαιωμάτων δημοκρατικής συμμετοχής δεν προσφέρει, εδώ και πολύ καιρό, παρά μόνο τελετουργικές ευκαιρίες συμμετοχής στους πολίτες. Η δημοκρατία δεν έχει περιοριστεί μεν στη διαδικασία ανάδειξης αξιωματούχων μέσω εκλογών, στο μεσοδιάστημα των οποίων οι εκλεγμένοι κυβερνούν ανενόχλητοι, αλλά ούτε έχει εμπλουτιστεί με ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων.

Και τούτο παρά την ύπαρξη διεξόδων συμμετοχής. Για παράδειγμα, μεταξύ 13 και 27 Μαΐου 2021 έλαβε χώρα διαβούλευση για το πρόσφατο εργασιακό νομοσχέδιο στην ιστοσελίδα του αρμόδιου υπουργείου. Κατατέθηκαν 843 σχόλια σε επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου, μερικά από τα οποία φαίνεται ότι λήφθηκαν υπόψη στην τελική διατύπωση του νομοσχεδίου. Είναι πάντως περιορισμένη η ανατροφοδότηση που λαμβάνει η εκάστοτε κυβέρνηση μέσω της διαβούλευσης. Στην προηγούμενη δεκαετία, άλλωστε, υπήρξαν νομοσχέδια που τέθηκαν σε διαβούλευση μόλις για 72 ώρες. Η διαβούλευση κατά καιρούς γίνεται τελετουργία.

Οι διαδηλώσεις εναντίον του εργασιακού νομοσχεδίου έδωσαν την εντύπωση της αναζωογόνησης της πολιτικής συμμετοχής. Ομως, για τους γνωστούς λόγους, οι απόντες από τις διαδηλώσεις ήταν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, τους οποίους κυρίως αφορά το νομοσχέδιο. Τέτοιες διαδηλώσεις συχνότατα πλέον είναι τελετουργίες.

Αλλη διέξοδος συμμετοχής είναι η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Οπως έχει ειπωθεί, συχνά οι πολίτες στα δημοψηφίσματα απαντούν σε οποιοδήποτε άλλο ερώτημα εκτός από αυτό που τους έχει τεθεί. Δηλαδή, με εξαίρεση θεμελιώδη ζητήματα (ανακήρυξη εθνικής ανεξαρτησίας, κατάργηση μοναρχίας κ.ά.), οι πολίτες, ψηφίζοντας υπέρ ή κατά σε ένα δημοψήφισμα, αποδέχονται ή απορρίπτουν την εκάστοτε κυβέρνηση συνολικά, όταν δεν διαμαρτύρονται για πρόσφατα μέτρα, άσχετα προς το δημοψήφισμα. Αλλωστε τα δημοψηφίσματα αφορούν μόνο τα ελάχιστα θέματα δημόσιας πολιτικής που μπορούν να τεθούν ως διλήμματα και όχι τα περισσότερα που είναι πολύπλευρα.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά τις ίδιες τις κυβερνήσεις, καθώς αυτές δεν έχουν εικόνα για το τι σκέπτονται οι πολίτες. Στηρίζονται έτσι σε δικές τους, μη δημοσιοποιούμενες δημοσκοπήσεις και σε εκείνες που δημοσιοποιούνται από τις εταιρείες ερευνών. Οσες έρευνες δημοσιοποιούνται, προσελκύουν το ενδιαφέρον κυρίως ως προς την πρόθεση ψήφου (ποιος θα κέρδιζε σήμερα τις εκλογές). Τα ΜΜΕ δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για άλλα ευρήματα, π.χ. την αποδοχή ή απόρριψη ενός νέου μέτρου. Ακόμα και αν οι δημοσκοπήσεις ήταν συστηματικότερες, η δημοκρατία δεν θα γινόταν πιο ποιοτική, ούτε η κυβέρνηση σοφότερη. Οι δημοσκοπήσεις, ως γνωστόν, είναι στιγμιαίες φωτογραφήσεις της κοινής γνώμης. Σπανιότατα αφορούν εναλλακτικές απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα δημόσιας πολιτικής σε βάθος χρόνου.

Επιπλέον, η δημοσκοπική αποδοχή ή απόρριψη ενός μέτρου από την κοινή γνώμη δεν αποτελεί σημαντική «εισροή» προς το πολιτικό σύστημα.

Σημαντικότερη θα ήταν η διερεύνηση των αιτίων αποδοχής ή απόρριψης του μέτρου, καθώς και προτάσεων διαφοροποίησής του, προτού αυτό ψηφιστεί. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν γίνει στην Ελλάδα μερικά βήματα, όπως η ίδρυση και λειτουργία της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής από το 1994 (στην Ε.Ε. από το 1957) και η δυνατότητα συμμετοχής των δημοτών σε ειδικές συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου (από το 2006). Είναι σημαντικοί θεσμοί, αλλά αφήνουν αδιάφορο τον πολύ κόσμο. Το υπόλοιπο ευρύτατο φάσμα θεσμών, που έχει θεμελιωθεί σε εκδοχές της θεωρίας της διαβουλευτικής δημοκρατίας, δεν χρησιμοποιείται: ομάδες μελέτης, focus groups, δημόσιες ακροάσεις, νομοθετικές πρωτοβουλίες πολιτών, πάνελ πολιτών και δομημένες συνελεύσεις τυχαίου δείγματος πολιτών. Ολα αυτά, που σε βάθος χρόνου θα ενέπνεαν δημοκρατικό ήθος στους πολίτες, έχουν συζητηθεί στη διεθνή και στην ελληνική βιβλιογραφία (Γ. Α. Τασόπουλος, Φιλ. Παιονίδης, κ.ά.). Ωστόσο, τέτοια εγχειρήματα συμμετοχής στην Ελλάδα έχουν πραγματωθεί μόνον τοπικά από θνησιγενείς πρωτοβουλίες πολιτών ή μόνο για τη διάρκεια ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων.

Οι ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών, δημοφιλείς την περίοδο 2011-2014 στην Πλατεία Συντάγματος, δεν έλυσαν το διαρκές πρόβλημα της ουσιαστικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Οι συνελεύσεις αφενός έλαβαν αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα, άρα υπομόνευσαν τον σκοπό του εμπλουτισμού της δημοκρατίας στην κρατούσα συνταγματική εκδοχή της. Αφετέρου, οι συνελεύσεις γρήγορα «υιοθετήθηκαν» από την τότε αντιπολίτευση, έτσι ώστε να υψωθούν αδιαπέραστα τείχη ανάμεσα στους πολίτες και στις τότε κυβερνήσεις (και με ευθύνη των τελευταίων). Αρα τέτοιες συνελεύσεις είναι κακό παράδειγμα για το μέλλον, αν το ζητούμενο δεν είναι η πτώση των εκλεγμένων κυβερνήσεων στις πλατείες, αλλά η ουσιαστική επιρροή επί των κυβερνώντων στη διάρκεια της θητείας τους.

Συνοπτικά, οι ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις, τα δημοψηφίσματα, οι δημοσκοπήσεις και οι ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών δεν είναι επαρκή εργαλεία δημοκρατικής συμμετοχής. Δεν λύνουν το πρόβλημα ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες αφήνουν αδιάφορους πολλούς πολίτες, καθώς αυτοί δεν έχουν τρόπους να επηρεάζουν ουσιαστικά τη λήψη αποφάσεων ανάμεσα στις εκλογικές αναμετρήσεις. Ειδικότερα σε μας, περισσότερο από άλλες χώρες της Ε.Ε., εκτός από το μακροχρόνιο φαινόμενο της πολιτικής αποξένωσης, έχει σωρευτεί υπόκωφη δυσανεξία, ως αποτέλεσμα της μακράς οικονομικής και υγειονομικής κρίσης. Οσο δεν ιδρύονται ουσιαστικοί θεσμοί, πέραν των εκλογών, για τη δημιουργική διοχέτευση της δυσανεξίας, οι τελετουργίες δημοκρατικής συμμετοχής θα συνεχίζονται χωρίς όφελος για τη δημοκρατία.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Από την πανδημία ή από τον εαυτό τους κινδυνεύουν οι δημοκρατίες;

26.02.2021, 07:00 ΤΟ ΒΗΜΑ

Από την πανδημία ή από τον εαυτό τους κινδυνεύουν οι δημοκρατίες; | tovima.gr

Η πανδημία αργά η γρήγορα θα περάσει. Τι θα μείνει όμως μετά από αυτήν; Μπορεί, όπως λένε οι Αμερικανοί, να γίνει ένα rally’round the flag, δηλαδή οι πολίτες να συσπειρωθούν γύρω από «τη σημαία», γύρω από το υπερσυντηρητικό «νόμος και τάξη» ή, όπως λένε πάλι οι Αμερικανοί, να πουν οι πολίτες fine weather for ducks, εννοώντας πως σε μια βροχερή, λασπωμένη μέρα τουλάχιστον οι πάπιες χαίρονται και ευχαριστιούνται; Θα χαρούν από τη λάσπη που θα αφήσει η πανδημία οι κάθε είδους εθνικιστές και λαϊκιστές ή η λάσπη και ο κακός καιρός θα συμβάλουν στην αυτοσυνειδητοποίηση των δημοκρατιών; Κανείς δεν είναι σίγουρος για την απάντηση. Υπάρχουν όμως τα δεδομένα της.

Κατ’ αρχάς τα φαινόμενα που συνόδευσαν την πανδημία δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρα. Η έντασή τους είναι πρωτόγνωρη, αυτά όχι. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή οικονομία, η τηλεργασία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, το κράτος πρόληψης, οι «δημοκρατίες» της επιτήρησης και της παρακολούθησης, η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, οι ψηφιακές ανισότητες, οι πλανητικοί φόβοι για τις περιβαλλοντικές διακινδυνεύσεις, ο νέος αυταρχισμός, η εμβάθυνση και επέκταση των ανισοτήτων, η επιβολή της τεχνολογίας στον άνθρωπο και την εργασία του, η κυριαρχία των αλγορίθμων, η «οικειοθελής» παράδοση των προσωπικών μας δεδομένων στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, η κυριαρχία των πληροφοριακών δικτύων ήταν φαινόμενα που ταλαιπωρούσαν τις φιλελεύθερες δημοκρατίες πολύ καιρό πριν. Αυτές οι τάσεις προς τη μεταδημοκρατία δεν γεννήθηκαν με την υγειονομική κρίση. Είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των δημοκρατιών να ελέγξουν τις τεχνολογίες. Σε αντίθεση με την επιδερμική άποψη που θέλει η δημοκρατία να αφορά μόνο τους τρόπους εκλογής των κυβερνήσεων και τις ελευθερίες του εκλέγειν, του λόγου, της συνάθροισης, του τύπου, του συνδικαλίζεσθαι και άλλα, δημοκρατία σημαίνει πρωτίστως δίκαιη κοινωνία. Αυτή η διάσταση της δημοκρατίας είχε υποτιμηθεί.

Αυτή η υποτίμηση έδωσε τόπο στον λαϊκισμό να αναπτυχθεί. Ολες αυτές οι θεωρήσεις που εκλαμβάνουν την άνοδο του λαϊκισμού ως απειλή για τη δημοκρατία δεν απαντούν γιατί αυτός απέκτησε σήμερα τόση δύναμη και όχι αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επίκληση του λαϊκισμού χρησιμοποιείται ως συνταγή για την εξήγηση φαινομένων όπως οι «αγανακτισμένοι», ο τραμπισμός, οι ευρωπαίοι αυταρχικοί ηγέτες. Γιατί όμως είναι σήμερα τόσο δυνατός ο λαϊκισμός; Αν η κύρια εξήγηση χρειάζεται εξήγηση, τότε δεν είναι κύρια. Οι δημοκρατίες δεν κινδυνεύουν ούτε από την πανδημία ούτε καν από τον λαϊκισμό, κινδυνεύουν όταν ξεχνούν τον εαυτό τους.

Είναι ευνόητο να αναπτύσσεται ο λαϊκισμός ως εναλλακτική λύση, εκεί όπου τα κατώτερα και μεσαία στρώματα φορολογούνται με ίδιους συντελεστές με τα ανώτερα. Εκεί όπου (Κέντρο)Αριστερά – (Κέντρο)Δεξιά γίνονται δίδυμοι. Εκεί όπου οι «αριστεροί» κατηγορούν τους «δεξιούς» και αντιστρόφως πως δεν έχουν σχέδιο και όχι για το σχέδιο που έχουν. Εκεί όπου οι προεκλογικοί αγώνες εμφανίζονται ως ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα από επαγγελματίες της πολιτικής και της δημοσιότητας. Εκεί όπου επαγγελματίες εξειδικευμένοι στις τεχνικές της πειθούς υποκαθιστούν τους διανοουμένους και τον διάλογο για τις διαφορές των ιδεών. Εκεί όπου οι άνθρωποι, όπως έγραφε ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, όταν δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους ρυθμούς της αγοράς, μετατρέπονται σε απορρίμματα. Εκεί όπου η «αξιοκρατία» στέλνει στον Καιάδα όλους όσοι δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες και ικανότητες. Εκεί όπου η πολιτική αφορά αδιαφανείς διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές ανάμεσα στους κυβερνώντες και τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών και των τεχνολογικών κολοσσών.

Εκεί όπου η εγγυημένη ανοδική κινητικότητα ατόμων και οικογενειών αντικαθίσταται από την εξασφαλισμένη καθοδική κινητικότητα. Εκεί όπου τα κράτη με την απολυτοποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας λειτουργούν με τη λογική της οικογένειας που οφείλει να καταναλώνει ό,τι έχει και όχι με τη λογική της μη παραγωγής «ανθρώπινων απορριμμάτων». Εκεί όπου ο όρος «περιθώριο» ή και ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός» αποσκοπούν στην απόκρυψη του ζητήματος «της φτώχειας» και υποδηλώνουν μια ιδιαίτερα αφιλόξενη κοινωνία για μεγάλες και ετερόκλητες κατηγορίες ανθρώπων, όπου στοιβάζονται εγκληματίες και ανύπαντρες μητέρες που ζουν από την πρόνοια, νεαροί παραβάτες και τοξικομανείς, αποφυλακισθέντες και άστεγοι, βαποράκια και επαίτες, μετανάστες και αλκοολικοί, μπαχαλάκηδες και αναρχικοί, τρομοκράτες και αμφισβητίες. Κατηγορίες που το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αποτυχία τους να είναι καταναλωτές. Εκεί όπου τη φτώχεια την παράγει δήθεν η ανικανότητα και όχι το ότι οι δεξιότητες προαπαιτούνται, αντί να προσφέρονται δημόσια. Εκεί όπου η αρχή της καταλογιζόμενης ευθύνης ή της προσωπικής αξιοσύνης αντιμάχεται την αρχή της διαφοράς του Ρολς, σύμφωνα με την οποία οι ανισότητες οφείλουν να αποβαίνουν προς όφελος όλων και κυρίως των λιγότερο ευνοημένων μελών της κοινωνίας. Εκεί όπου όλοι συζητούν για την επιστρεπτέα προκαταβολή και καθόλου για την «επιστρεπτέα» στήριξη της εργασίας.

Να γιατί η πανδημία που επέτεινε τον έλεγχο των ανθρώπων με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μέσων και των τεχνολογιών επιτήρησης (βιομετρικά στοιχεία, ψηφιακά αποτυπώματα, κάρτες, κινητά, κομπιούτερ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ.) θα φύγει, αλλά τα αποτελέσματά της μπορεί να μείνουν, αν οι δημοκρατίες δεν θυμηθούν τον εαυτό τους. Και θα τον θυμηθούν, όταν οι άνθρωποι σε αυτές λειτουργήσουν εκ νέου ως παραγωγοί της ιστορίας τους, και όχι μόνο ως καταναλωτές της. Αλλά γι’ αυτό χρειάζονται νέες και καλύτερες αφηγήσεις.

Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.

 

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

«Εμείς είμαστε ο λαός. Εσείς ποιοι είστε;»

Είχαμε πει ότι ο κορωνοϊός σκότωσε τον λαϊκισμό. Οτι η υγειονομική κρίση ξεγύμνωσε τους κακούς χειρισμούς του Τραμπ, του Τζόνσον, του Μπολσονάρο, γελοιοποίησε τις αρνήσεις τους. Εντέλει, όχι. Η παράνοια και ο ναρκισσισμός του Τραμπ, η αρρωστημένη αγκίστρωσή του στην εξουσία, οι μαφιόζικοι εκβιασμοί για συγκέντρωση ψήφων που θα ανέτρεπαν «την κλοπή των εκλογών», το κάλεσμα σε εξέγερση, «Να είστε εκεί, θα είναι άγρια», προκάλεσαν την εισβολή των φανατικών οπαδών του στο Καπιτώλιο, που όρμησαν οργανωμένοι, οργισμένοι και οπλισμένοι για να «σώσουν την Αμερική». Χάος, τρόμος, θάνατοι, φθορές. Πυρήνας των εξαγριωμένων διαδηλωτών, μέλη ακροδεξιών ομάδων βίας και συνωμοσίας (QAnon, Proud Boys, Boogaloos, Stopthesteal, Red-State Secession κ.ά.), που φυσικά δεν εμπόδισαν την επικύρωση από το Κογκρέσο της νίκης του Τζο Μπάιντεν.

Ματωμένο δραματικό τέλος μιας φάσης ανορθολογισμού και σκοταδισμού. Ομως δεν τελειώσαμε με τον λαϊκισμό. Εντός ΗΠΑ – το 21% των Αμερικανών ψηφοφόρων και το 45% των Ρεπουμπλικανών τάχθηκαν υπέρ της εισβολής στο Καπιτώλιο. Και εκτός αυτής. Ο κόσμος πλήττεται από τσουνάμι παραλογισμού, συνωμοσιολογίας, ρατσισμού, μισαλλοδοξίας.

Εντυπωσιακά ίδιοι είναι ο απερχόμενος Τραμπ και οι λοιποί λαϊκιστές ηγέτες – Μπολσονάρο, Ορμπαν, Ερντογάν, Ντουτέρτε, Τζόνσον, Ντούντα… Συνεγείρουν με εθνικιστικά μηνύματα, υπόσχονται μια χώρα και πάλι μεγάλη, συγκρούονται με τον Τύπο, ενίοτε και τη Δικαιοσύνη. Υποδεικνύουν συνεχώς εχθρούς, τις άνομες ελίτ, το διεφθαρμένο σύστημα, τους ξένους, τους κρυμμένους αντιπάλους στα σωθικά του εθνικού σώματος. Διαιρούν. Αντιλαμβάνονται την πολιτική ως σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ασύμπτωτους πόλους. Μονοπωλούν την εκπροσώπηση του λαού, δημαγωγούν, κεντρίζουν το συναίσθημα, δυσθυμούν, θεωρούν εαυτούς τους μοναδικούς φορείς της ηθικής και της αλήθειας. Αρνούνται την πολυπλοκότητα (ρέπουν προς μονοσήμαντες απλές απαντήσεις), την πολυφωνία (μόνο μία γνώμη είναι γι’ αυτούς πολιτικά νομιμοποιημένη, του λαού, άρα η δική τους), τις κοινοβουλευτικές διεργασίες (αγαπούν τα δημοψηφίσματα, μια ψηφοφορία αρκεί για να εκφραστεί η βούληση του λαού). Ρέπουν προς τον αυταρχισμό, την αυθαιρεσία, τη λεκτική βία. Υπάρχει πιο καταστροφικός συνδυασμός τσαρλατανισμού, παραληρήματος, εμφύσησης φόβου, οργής;

Δεν έχουμε τελειώσει με τον λαϊκισμό. Και εξαιτίας της πανδημίας, η οποία ενώ διευκολύνει την υπερεθνική συνεργασία, μια ανοιχτή παγκόσμια τάξη που βασίζεται στον συντονισμό των κρατών, από την άλλη ενδέχεται να ενισχύσει τα λαϊκιστικά κινήματα όσο θα αυξάνονται οι ανισότητες, η φτώχεια, οι θυμωμένοι πληθυσμοί, τα δεινά· να οξύνει τους εθνικισμούς, με τα κλειστά σύνορα ως προστασία από εξωτερικούς κινδύνους, την ανάγκη περισσότερο για ασφάλεια παρά για ελευθερία.

Δεν ερμηνεύεται εύκολα ο λαϊκισμός. Ανθεί όταν η δημοκρατική πολιτική αφήνει κενά, αποτυγχάνοντας να διαχειριστεί αποτελεσματικά ζητήματα όχι μόνο οικονομικά –ο λαϊκισμός καλπάζει και σε ευημερούσες οικονομίες–, αλλά και πολιτισμικά, θέματα ατομικής και συλλογικής υπόστασης. Ο λαϊκισμός, μέσα από τη χειραγώγηση και τη διαίρεση, προσφέρει μια ταυτότητα (ηθικός, σωστός, πατριώτης) και μια κοινότητα που διέλυσαν η αδιαφορία των («διεφθαρμένων») ιθυνόντων και οι ξένοι «εισβολείς». Οι λαϊκιστές ηγέτες λαμβάνουν ακόμη και λάθος οικονομικές αποφάσεις προκειμένου να πείσουν ότι δεν υποτάσσονται στις όποιες ελίτ. Και κερδίζουν το ακροατήριο, με την ηθικολογική τους φαντασίωση και την εκμετάλλευση του θυμού που γεννά η αίσθηση ότι η χώρα υφίσταται μια πολιτισμική αλλαγή. Κατόπιν τούτου, οι τοξικές διχαστικές ομιλίες τους εύκολα ξεσηκώνουν τα πλήθη στρέφοντάς τα ενάντια στον όποιο εχθρό.

Αν η δημοκρατία βασίζεται στην αίσθηση της ενότητας των κοινοτήτων, ο λαϊκισμός εδράζεται στην αίσθηση του διαχωρισμού· «για τους λαϊκιστές, μόνο ένα μέρος του λαού είναι αληθινός λαός» (Γιαν-Βέρνερ Μίλερ, «Τι είναι ο λαϊκισμός;»). Χαρακτηριστική η αντίδραση του Ερντογάν, όταν δέχθηκε εσωτερική κριτική σε συνέδριο του κόμματός του. Είπε στους εσωκομματικούς του αντιπάλους: «Εμείς είμαστε ο λαός. Εσείς ποιοι είστε;». Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ο Τραμπ κατηγορούσε τους Δημοκρατικούς ότι «θα προκαλέσουν ταραχές, θα σβήσουν κάθε ίχνος θρησκείας, θα κατεδαφίσουν όλες τις αμερικανικές αξίες». Εκλεισε τον καταστροφικό πολιτικό κύκλο του διαμηνύοντας ότι «το εκπληκτικό μας ταξίδι
μόλις ξεκίνησε».

Η έκπτωση δεν σταματά μόνο με την κατανόηση των αρνητικών νοημάτων της Ιστορίας.

 

 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Twitter και η Δημοκρατία

Κατά τη διάρκεια της επίθεσης του φιλοτραμπικού όχλου στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου, το Twitter αποφάσισε όχι μόνο να σβήσει τα πρόσφατα εμπρηστικά μηνύματα του Τραμπ αλλά και να μπλοκάρει τον λογαριασμό του. Με την πράξη του αυτή διέκοψε την άμεση επικοινωνία του Τραμπ με τον κόσμο μέσω του Τουίτερ, «φιμώνοντάς» τον. Ηταν σωστό αυτό που έκανε το Twitter; Είχε νομικά το δικαίωμα να το κάνει; Μήπως είναι επικίνδυνο σε μια Δημοκρατία ένα δίκτυο κοινωνικής δικτύωσης να έχει τόση δύναμη; Μήπως θα έπρεπε να ρυθμιστεί νομοθετικά, να κρατικοποιηθεί, ή ακόμα και να καταργηθεί; Και γιατί οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν κάνει κάτι;

Η απόφαση του Twitter κουβεντιάστηκε και θα κουβεντιάζεται ακόμα για πολλά χρόνια. Αυτοί που διαφωνούν με την απόφαση του Τουίτερ διαμαρτύρονται για το θράσος μιας εταιρείας να φιμώνει έναν πολιτικό, και μάλιστα τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ. Αλλά και ανάμεσα σε αυτούς που συμφωνούν, κάποιοι διαμαρτύρονται επειδή το Twitter καθυστέρησε τόσο καιρό να πάρει μια τέτοια απόφαση. Είναι τουλάχιστον δύο τα ερωτήματα που τίθενται. Το πρώτο είναι αν θα έπρεπε το Twitter τη συγκεκριμένη στιγμή να σταματήσει τα μηνύματα του Τραμπ. Ο όχλος ήθελε να διατηρήσει τον Τραμπ ως πρόεδρο γιατί πίστευε ότι είχε κερδίσει τις εκλογές. Αν κατάφερνε να μπλοκάρει τις εκατοντάδες γερουσιαστές και αντιπροσώπους μέσα στο Καπιτώλιο, θα απαιτούσε να μην προχωρήσει η διαδικασία της επαλήθευσης νέου προέδρου μέχρι να απορριφθούν οι ψήφοι που έδιναν την προεδρία στον νικητή των εκλογών Μπάιντεν. Εκείνη τη στιγμή το διακύβευμα ήταν η ίδια η Δημοκρατία. Οι επιτιθέμενοι δεν είχαν βαθιά οργανωτική δομή. Υπάκουαν μόνο στις εντολές του αρχηγού τους που τους είχε καλέσει να έρθουν στην πρωτεύουσα από όλη την Αμερική και μετά να επιτεθούν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους, ακόμα και στον αντιπρόεδρο Πενς.

Για εμένα και το 61% των Αμερικανών δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Twitter καλώς έκαμε, γιατί με την πράξη του υπερασπίστηκε το αποτέλεσμα των εκλογών και τη Δημοκρατία. Για το 39% των Αμερικανών ισχύει το αντίθετο για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η έκπληξη για πολλούς ήταν ότι το Twitter δεν παρανόμησε. Πολλοί θεωρούσαν ότι το Σύνταγμα απαγορεύει κάτι τέτοιο, αλλά το Σύνταγμα απαγορεύει «στην κυβέρνηση» να φιμώνει τον λαό και τον Τύπο. Δεν δεσμεύει τις ιδιωτικές εταιρείες να τιμωρούν όποιον, κατά τη γνώμη τους, παραβαίνει τους όρους χρήσης των εφαρμογών τους.

Το δεύτερο ερώτημα είναι αν θα έπρεπε να έχει τη δύναμη μια ιδιωτική εταιρεία να «φιμώνει» όποιον θέλει, χωρίς δικαστική απόφαση ή νομοθετικό πλαίσιο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, παρότι ανακουφισμένοι από τη συγκεκριμένη πράξη, διαμηνύουν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς απαράδεκτο αν είχε συμβεί σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Ανησυχούν για την τεράστια δύναμη που έχει μία (και όχι μόνο μία) αμερικανική εταιρεία στα πολιτικά δρώμενα της Ευρώπης. Θα ήθελαν να φτιαχτεί νομοθεσία που να περιορίζει τη δύναμη ξένων εταιρειών. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να ρυθμιστούν το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως έγινε στο παρελθόν με τις αερομεταφορές, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες; Κάτι τέτοιο δεν είναι παράλογο, αλλά δεν έχει εύκολη λύση.

Είναι σαφές ότι το δεύτερο ερώτημα είναι πολύ πιο δύσκολο να απαντηθεί, και για πολλούς λόγους. Αν δώσουμε το δικαίωμα σε κάποια κρατική εξουσία να μας πει τι πρέπει να πιστεύουμε, δεν μπορούμε να μιλάμε πλέον για Δημοκρατία. Οι ηγέτες των χωρών που χαίρονται με τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου δεν είναι ηγέτες Δημοκρατιών. Ο λόγος που δεν έχει υπάρξει νομοθετική ρύθμιση μέχρι τώρα δεν είναι επειδή οι νομοθέτες δεν έχουν προσπαθήσει. Δεκάδες είναι αυτοί που έχουν, αλλά ακόμα και όταν έχουν αποφασίσει κάποια ρύθμιση, η τεχνολογία έχει προχωρήσει εν τω μεταξύ τόσο πολύ που η ρύθμιση είναι λαθεμένη ή μη εφαρμόσιμη.

Πρέπει να ξεκινήσουμε μια ευρύτατη προσπάθεια εντός και εκτός Κοινοβουλίων, γιατί θα μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η τεχνολογία δεν είναι απλώς ένας κάθετος βιομηχανικός τομέας όπως τον βλέπουν οι αγορές. Τεχνολογία δεν είναι μόνο τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο. Είναι σχεδόν τα πάντα γύρω μας.

Από την εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι αποκτήσαμε την τεχνολογία του ελέγχου της φωτιάς, η τεχνολογία είναι ένα αδιαχώριστο μέρος της ανθρώπινης φύσης. Είναι μέρος του εγκεφάλου μας και της σκέψης μας. Και όπως έχουμε δει αμέτρητες φορές στην Ιστορία, είναι πολύ δύσκολο να νομοθετήσουμε και να οριοθετήσουμε την εξελισσόμενη ανθρώπινη φύση χωρίς συνεχείς αλλαγές. Με την ταχύτητα που εξελίσσεται η τεχνολογία σήμερα, οι αλλαγές πρέπει να είναι το ίδιο συχνές και σοφές με γνώμονα το καλό όλης της ανθρωπότητας.

* Ο κ. Παναγιώτης (Τάκης) Μεταξάς είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Η/Υ στο Wellesley College των ΗΠΑ. Η ιστοσελίδα του είναι: http://bit.ly/pmetaxas.

 ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Πανδημία στους καιρούς της Δημοκρατίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 22.03.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Στην πρώτη φάση της επιδημικής κρίσης, αρκετοί πίστεψαν πως ο COVID-19 θα αποτελούσε για την Κίνα το δικό της Τσερνόμπιλ. Οχι εντελώς άδικα! Η αρχική διαχείριση θύμισε σε πολλά το πρώην σοβιετικό καθεστώς: απόκρυψη του προβλήματος, έλλειψη ενημέρωσης, άρνηση διεθνούς συνεργασίας, τρομοκράτηση των επιστημόνων.

Ομως, οι αναλογίες με την ΕΣΣΔ είναι η μισή αλήθεια. Το σοβιετικό καθεστώς την ώρα του Τσερνόμπιλ βρισκόταν σε οικονομική κρίση, τεχνολογική υστέρηση και ηθική παρακμή. Η Κίνα, αντίθετα, είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στην ανάπτυξη και ηγέτιδα δύναμη της παγκοσμιοποίησης.

Η Κίνα αντιμετωπίζει τον COVID-19 ως ένα αυταρχικό αλλά ανεπτυγμένο κράτος με ισχυρή οικονομία. Επέδειξε στυγνή αποφασιστικότητα στην επιβολή των περιοριστικών μέτρων, σε σημείο που σήμερα να θεωρείται από ορισμένους υπόδειγμα αντιμετώπισης του προβλήματος.

Οσο καχύποπτος ήμουν έναντι των θεωριών περί «κινέεζικού Τσερνόμπιλ», άλλο τόσο εχθρικός είμαι στην αναδυόμενη τάση στιγματισμού των Δημοκρατιών ως αργές και αναποτελεσματικές και στην αποθέωση του κινεζικού μοντέλου.

Εξάλλου, αρκετές Δημοκρατίες επιβάλλουν παρόμοια με την Κίνα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Βεβαίως, φτάνουν εδώ με διαφορετική μεθοδολογία, ρυθμούς και με λιγότερο αυταρχισμό και απολυτότητα.

Οι δυτικές δημοκρατίες δεν είναι απλώς κοινωνίες της επιβίωσης. Διέπονται από ισχυρές συμβιωτικές αξίες και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, που καμιά κατάσταση εκτάκτου ανάγκης δεν μπορεί να παρακάμψει εύκολα. Ευτυχώς!

Στις Δημοκρατίες τρεις μεταβλητές επενεργούν στη λήψη των αποφάσεων: η πίεση για διαφάνεια, η ανάγκη για πειθώ και ο εκλογικός κύκλος.

Η διαφάνεια απουσιάζει εντελώς από το κινεζικό υπόδειγμα. Διαφάνεια σημαίνει ελευθερία στην ενημέρωση, ανοιχτό διάλογο και δημόσια κριτική. Η εκτελεστική εξουσία (που απέκτησε αίφνης τρομακτική ισχύ) ελέγχεται και λογοδοτεί έτσι για την αποτελεσματικότητά της, αλλά και για τον σεβασμό της στα συνταγματικά όρια.

Οι ελευθερίες των πολιτών είναι πολύτιμες. Οι Δημοκρατίες χρησιμοποιούν διάλογο και πειθώ ιδιαίτερα όταν για λόγους κοινωνικού συμφέροντος καλούνται να περιορίσουν ελευθερίες. Στην προσπάθεια αυτή απαιτείται προφανώς χρόνος. Δεν είναι χαμένος χρόνος, είναι ο χρόνος της Δημοκρατίας.

Για παράδειγμα, στο ζήτημα που προέκυψε στη χώρα μας. Η κυβέρνηση έπρεπε να περιορίσει την ελευθερία των πιστών να συμμετέχουν στις θρησκευτικές τελετές, προκειμένου να διαφυλάξει ένα ευρύτερο αγαθό.

Ομως, για τόσο μεγάλης πολιτισμικής και συναισθηματικής βαρύτητας ζήτημα, η απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί αυτόματα. Απαιτείται κάποιο διάστημα δημόσιας διαβούλευσης και αντιπαράθεσης εν ανάγκη, προκειμένου να επιτευχθεί ένας βαθμός συναίνεσης από τους πιστούς. Και αυτό συνέβη.

Οποιος ασκεί κριτική γιατί δεν έκλεισαν οι εκκλησίες άμεσα δεν αντιλαμβάνεται πως η σαρωτική αποφασιστικότητα, που εμφορείται από την πατερναλιστική αλαζονεία της εξουσίας, είναι επικίνδυνη. Οδηγεί είτε στον ακραίο αυταρχισμό είτε στην ανυπακοή. Οι αντικληρικαλιστές ή άθεοι (όπως εγώ) πρέπει να θυμούνται πως αν σήμερα περιοριστεί μια ελευθερία στο «άψε-σβήσε» αύριο μια άλλη ελευθερία θα ακολουθήσει την ίδια μοίρα.

Στις Δημοκρατίες ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο εκλογικός κύκλος. Μας αρέσει ή όχι, αυτό είναι το ρολόι της δημοκρατίας. Ετσι, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα λαμβάνουν υπόψη τους το πολιτικό κόστος, καθώς και συμφέροντα και γνώμες επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Επιπλέον, ζυγίζουν το μεσοπρόθεσμο κόστος σε κρίσιμους τομείς, όπως αυτός της οικονομίας. Αντιπαθώ τον Τραμπ, κατανοώ όμως πως σε εκλογική χρονιά, ο φόβος για ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ τον δαιμονίζει. Δεν τρέφω εκτίμηση για τον Μπόρις Τζόνσον, όμως αντιλαμβάνομαι πως το κόστος για την οικονομία της υπό συνθήκες Brexit (πώς τα φέρνει η ζωή, ε;) Βρετανίας θα είναι τεράστιο και δεν μπορεί να μην το λάβει υπόψη του.

Η συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων είναι κρίσιμο εργαλείο σε τέτοιες συνθήκες. Στις κρίσεις, οι συναινετικές δημοκρατίες είναι πιο αποτελεσματικές από τις πολωμένες. Η συναίνεση, όμως, δεν είναι δέντρο που φυτρώνει σε όλες τις εποχές. Το θυμόμαστε αυτό στη χώρα μας κατά την περίοδο των μνημονίων ή του Μακεδονικού. Τώρα τα πάμε καλύτερα.

Η διαφάνεια, οι ατομικές ελευθερίες και ο εκλογικός κύκλος μπορούν να εμφανίσουν αρνητικές όψεις. Η ελευθερία στην ενημέρωση να πάρει μορφή fake news και θεωριών συνωμοσίας. Η ατομική ευθύνη να εξελιχθεί σε ανεύθυνο εγωισμό ατόμων ή ομάδων και ο εκλογικός κύκλος λόγω σκληρού κομματικού ανταγωνισμού και ανίκανων ηγεσιών να γεννήσει καταστροφικές πολιτικές.

Από την εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία είναι ορατοί και διαρκώς παρόντες. Ο Θουκυδίδης θα μας έλεγε, εάν ερωτάτο, πως δεν υπάρχει εμβόλιο γι’ αυτούς.

Η πανδημία θα περάσει. Ολα περνάνε. Οι κοινωνίες σύντομα θα αφήσουν τα δυσάρεστα πίσω τους. Η επόμενη μέρα είναι το στοίχημα: για τους θεσμούς μας, την οικονομία, τις επόμενες γενιές.

Την επόμενη μέρα, τα κράτη της Ε.Ε. θα κληθούν να αποφασίσουν: «Μένουμε σπίτι» απομονωμένοι πίσω από κλειστά σύνορα ή συνεργαζόμαστε στενότερα για το καλό όλων μας; Γι’ αυτό το δίλημμα έχουμε άφθονο χρόνο να μιλήσουμε αργότερα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

«Θα μπορούσα να σταθώ στη μέση της 5ης Λεωφόρου, να πυροβολήσω κάποιον και να μη χάσω ψηφοφόρους». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει όντως κάνει αυτή τη δήλωση στο παρελθόν. Ομως το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι μπορεί να έχει και δίκιο σε μια εποχή κατά την οποία ο μέσος ψηφοφόρος κλείνει αυτιά και μάτια μπροστά σε οτιδήποτε απειλεί την εικόνα που έχει ήδη σχηματίσει για την πραγματικότητα.

Διαδοχικές αποτυχίες των κυβερνήσεων στη Δύση, σε μια φάση ενίσχυσης του ανταγωνισμού από την Ανατολή, προκαλούν τη σπασμωδική αντίδραση των κοινωνιών με κύρια χαρακτηριστικά την πόλωση και την παραπληροφόρηση. Μια σειρά ερευνητών και αναλυτών συγκλίνει στο συμπέρασμα ότι η κρίση στην ποιότητα της δημοκρατίας οφείλεται αφενός στις αδυναμίες των κρατών, αφετέρου στη δυσκολία προσήλωσης στα πραγματικά δεδομένα, τα οποία έχουν αρχίσει να χάνουν την αξία τους για τις αποφάσεις των ανθρώπων.

Συμπερασματικά, οι κυβερνήσεις που υπηρετούν την ιδέα της δημοκρατίας οφείλουν να αυξήσουν τις επιδόσεις τους και να καταπολεμήσουν τις ενδογενείς τους παθογένειες. Οι πολίτες από την πλευρά τους θα πρέπει να βελτιώσουν το αξιολογικό τους κριτήριο, αποτρέποντας την περαιτέρω ανάπτυξη ενός πολιτισμού στον οποίο ο καθένας θα ακούει και θα βλέπει μόνο αυτό που θα ήθελε ή φαντάζεται, σε έναν κόσμο που αλλάζει.

Για την ώρα, η δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση. Η ποιότητα της παγκόσμιας δημοκρατίας καταγράφει αρνητικό υψηλό 15ετίας και η δυσφορία της κοινής γνώμης σημειώνει τη χειρότερη επίδοση από το 1995. Η Ελλάδα φαίνεται να κινείται πλέον κόντρα στο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ωστόσο πλήθος ερωτημάτων συνοδεύει το αφήγημα της «επιστροφής στην κανονικότητα».

Μια σφαιρική εικόνα των δημοκρατικών επιδόσεων ανά τον κόσμο δίνει η αντίστοιχη ετήσια έκθεση του Economist Ιntelligence Unit. Το 2019 η μέση παγκόσμια βαθμολογία μειώθηκε από 5,48 το 2018 σε 5,44 (κλίμακα 0-10). Πρόκειται για το χειρότερο αποτέλεσμα από την έναρξη του δείκτη το 2006. Μόνο μία περιοχή κατέγραψε βελτίωση. Αυτή ήταν η Βόρεια Αμερική. Ομως όχι χάρη στις ΗΠΑ αλλά χάρη στον Καναδά. Η βαθμολογία της δυτικής Ευρώπης παρέμεινε στάσιμη, αντιμέτωπη με προκλήσεις οι οποίες παγιώθηκαν τα χρόνια που προηγήθηκαν. Παγκοσμίως, σε αντίθεση με την πολιτική συμμετοχή η οποία παρουσίασε βελτίωση, οι υπόλοιποι τομείς επιδεινώθηκαν: εκλογική διαδικασία και πλουραλισμός, λειτουργία της γενικής κυβέρνησης, πολιτική κουλτούρα και πολιτικές ελευθερίες.

Η Ελλάδα; Είναι σήμερα η φωτεινή εξαίρεση της Ευρώπης; Mένει να αποδειχθεί, εν προκειμένω να καταγραφεί, στην επόμενη έκθεση με έτος αναφοράς το 2020. Για το 2019, η ελληνική θεωρείται «ελαττωματική δημοκρατία», με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές. Δίνοντας συνολικό σκορ 7,43, ο Economist την κατατάσσει 39η στον κόσμο και 20ή στην Ευρώπη, καταδεικνύοντας ως μεγαλύτερο «αγκάθι» τη λειτουργία της γενικής κυβέρνησης, με 4,86.

Από τις 167 χώρες που καλύπτει ο δείκτης, οι «πλήρεις δημοκρατίες» είναι 22. Σε 54 χώρες συναντά κανείς «απολυταρχικά καθεστώτα». Την καλύτερη επίδοση στον κόσμο καταγράφει η Νορβηγία (9,87) και τη χειρότερη η Bόρεια Κορέα (1,08). Η Γερμανία κατατάσσεται 13η με σκορ 8,68. Οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ τοποθετούνται στην 25η θέση με επίδοση 7,96, γεγονός που τους αποδίδει τον τίτλο της «ελαττωματικής δημοκρατίας».

Αρνητικό ρεκόρ 25ετίας

Υφεση δεν αντιμετωπίζουν μόνο οι οικονομίες αλλά και οι δημοκρατίες. Εκθεση την οποία εκπόνησε το Κέντρο για το Μέλλον της Δημοκρατίας, στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, καταδεικνύει ότι η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τη δημοκρατία βρίσκεται σήμερα σε υψηλό 25ετίας. Eιδικότερα, σε δείγμα 154 χωρών, η δυσφορία για τη δημοκρατία μεταπήδησε από 47,9% το 1995 σε 57,5% το 2019.

Mετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η δυσφορία για τη δημοκρατία ενισχύθηκε κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες, μια αύξηση η οποία «φαίνεται να είναι ανθεκτική». Ξεχωρίζουν ως παραδείγματα οι ΗΠΑ και η Βρετανία, όπου η δυσαρέσκεια των πολιτών τους αυξήθηκε κατά 1/3 από τη δεκαετία του 1990. Στα διαχρονικά υψηλά τους παρέμειναν εξάλλου χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ισπανία και η Ελλάδα. Στον αντίποδα, «οι νήσοι της ικανοποίησης». Σε ιστορικά χαμηλά η δυσφορία για τη δημοκρατία στην καρδιά της Ευρώπης: Δανία, Ελβετία, Νορβηγία, Ολλανδία.

Τροφή για προβληματισμό, αλλά συγχρόνως και για αισιοδοξία, προσφέρει μάλλον το πόρισμα των ερευνητών: «Η άνοδος του λαϊκισμού δείχνει λιγότερο η αιτία και περισσότερο το σύμπτωμα της δυσφορίας για τη δημοκρατία (…) Αν ολισθαίνει η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία, είναι επειδή οι θεσμοί της αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν ορισμένες από τις βασικές κρίσεις της εποχής μας, από τις οικονομικές καταρρεύσεις μέχρι την απειλή της παγκόσμιας υπερθέρμανσης (…) Tα ευρήματα δείχνουν ότι οι πολίτες είναι λογικοί απέναντι στους θεσμούς και επικαιροποιούν τη στάση τους αντιδρώντας κάθε φορά σε αυτό που έχουν μπροστά τους».

Υπεύθυνοι για την παραπληροφόρηση είναι και οι πολίτες


«Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όταν οι πολίτες μοιράζονται με άλλους την παραπληροφόρηση που οι ίδιοι παρήγαγαν», λέει στην «Κ» ο Tζέισον Κόνελ, επίκουρος καθηγητής στο Ohio State University.

O Tζέισον Κόνελ, επίκουρος καθηγητής στο Ohio State University στις ΗΠΑ, βάζει μάλλον δύσκολα στον εαυτό του. Αφιερώνει τον ακαδημαϊκό του χρόνο προσπαθώντας να καταλάβει πώς και γιατί οι άνθρωποι λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις με τον τρόπο που το κάνουν. Σε συνομιλία με την «Κ», εξηγεί πώς εκείνος και η ομάδα του, έπειτα από έρευνα για τη διάδοση της παραπληροφόρησης, οδηγήθηκαν σε μια μάλλον αναμενόμενη πλην ενδιαφέρουσα διαπίστωση: Οι άνθρωποι τείνουν να θυμούνται λανθασμένα ή να μη θυμούνται καν αριθμούς που δεν ταιριάζουν στις πεποιθήσεις τους. Θεωρούν ότι βασίζουν τις απόψεις τους σε γερά δεδομένα όταν υποσυνείδητα προσαρμόζουν αυτά τα δεδομένα ώστε να ταιριάζουν στις προκαταλήψεις τους.

Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι ακούν επιλεκτικά μόνο τη μία πλευρά της πραγματικότητας, ακόμη και αν έχουν μπροστά τους στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Επομένως, η παραπληροφόρηση δεν πηγάζει μόνο από εξωτερικές πηγές αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό μας, με εύλογες συνέπειες για τις τελικές αποφάσεις μας.

Οπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο συντονιστής της έρευνας, η ομάδα του μπορούσε να καταλάβει πότε οι εξεταζόμενοι συναντούσαν αριθμούς οι οποίοι δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες τους. Τα μάτια τους πήγαιναν μπρος – πίσω στα στοιχεία που είχαν μπροστά τους, σαν να ρωτούσαν «τι συμβαίνει;», όταν τα νούμερα δεν υποστήριζαν αυτό που είχαν μέχρι εκείνη την ώρα στο μυαλό τους.

– Μέσα από την ερευνητική σας δραστηριότητα εξετάζετε τον τρόπο με τον οποίο ο μέσος άνθρωπος συγκρατεί πληροφορίες. Ποια είναι τα ευρήματα έως τώρα;
– Τα αριθμητικά γεγονότα που άπτονται θεμάτων πολιτικής διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο στον δημόσιο λόγο, καθώς πολιτικοί, δημοσιογράφοι και ομάδες συμφερόντων τα χρησιμοποιούν ως αποδεικτικά στοιχεία είτε για να υποστηρίξουν είτε για αποδομήσουν πολιτικά επιχειρήματα – σκοπούς. Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι οι άνθρωποι συχνά παρέχουν λανθασμένες εκτιμήσεις αριθμητικών ποσοτήτων, όπως οικονομικές στατιστικές και πληθυσμιακές δημογραφίες. Στην πράξη, οι πολίτες μπορούν να δημιουργήσουν τη δική τους παραπληροφόρηση, η οποία δεν προέρχεται μόνο από εξωτερικές πηγές. Μπορεί να μην το κάνουν σκοπίμως, αλλά οι προκαταλήψεις τους είναι σε θέση να τους παρασύρουν.

Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν μοιράζονται με άλλους την παραπληροφόρηση που οι ίδιοι παρήγαγαν.

– Πώς οδηγείστε σε αυτό το συμπέρασμα και ποιες μεθόδους χρησιμοποιείτε πρακτικά στην έρευνα; Μπορείτε να μοιραστείτε κάποια παραδείγματα από τις συνομιλίες σας με τους ανθρώπους που χρησιμοποιήσατε ως δείγμα;
– Eχουμε διενεργήσει δύο έρευνες στις οποίες εξετάζουμε πώς τα πολιτιστικά στερεότυπα των ανθρώπων ή η γενική γνώση του κόσμου, τα λεγόμενα σχήματα, μπορούν να διαστρεβλώσουν τη μνήμη τους γύρω από αριθμητικά γεγονότα.

Στην πρώτη εργαστηριακή μελέτη, για παράδειγμα, δείξαμε στους ανθρώπους την πληροφορία ότι υπήρχαν 12,8 εκατ. Μεξικανοί μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2007, αλλά το 2014 ο πληθυσμός μειώθηκε στα 11,7 εκατ. Σημειωτέον, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, όπως το Pew Research, ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών μειώθηκε στο διάστημα μεταξύ 2007 και 2014. Ωστόσο, ο κόσμος γενικώς θεωρεί ότι ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών αυξάνεται κάθε χρόνο. Οταν δοκιμάσαμε λοιπόν τη μνήμη των εξεταζόμενων στους αριθμούς, διαπιστώσαμε ότι παραποίησαν τις πληροφορίες με τρόπο που ήταν συμβατός με τα σχήματά τους. Αυτό που θυμούνταν ήταν ότι ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών το 2014 ήταν μεγαλύτερος από ό,τι το 2007.

Στη δεύτερη μελέτη, εξετάσαμε πώς αυτές οι στρεβλώσεις μνήμης θα μπορούσαν να εξαπλωθούν μέσω της κοινωνικής μετάδοσης, δεδομένου ότι στην καθημερινή ζωή οι άνθρωποι αναπαράγουν συχνά πληροφορίες σε φίλους, μέλη της οικογένειας και στους συναδέλφους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους μπορούν να τις μεταδώσουν σε άλλους. Σχεδιάσαμε λοιπόν μια μελέτη που μοιάζει με ένα γνωστό παιδικό παιχνίδι, το «χαλασμένο τηλέφωνο». Το πρώτο άτομο της «αλυσίδας» είδε την αρχική έκδοση των πληροφοριών. Για παράδειγμα, 12,8 εκατ. Μεξικανοί μετανάστες στις ΗΠΑ το 2007 και 11,7 εκατ. το 2014. Στη συνέχεια τους ζητήσαμε να γράψουν, διά της μνήμης, τον αριθμό των Μεξικανών μεταναστών το 2007 και το 2014. Οι αριθμοί που έγραψε το πρώτο άτομο παρουσιάστηκαν στη συνέχεια στο δεύτερο άτομο της αλυσίδας. Οι εκτιμήσεις του δεύτερου ατόμου για τους αριθμούς μεταβιβάστηκαν στη συνέχεια στο τρίτο άτομο. Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι οι αριθμητικές εκτιμήσεις που παρείχαν οι πρώτοι στην «αλυσίδα» ήταν σημαντικά διαφορετικές από τις αριθμητικές εκτιμήσεις που παρείχαν οι τελευταίοι. Οι πρώτοι έδωσαν εκτιμήσεις που ήταν πιο κοντά στο πρωτότυπο. Εκτίμησαν ότι ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών το 2007 ήταν 11,7 εκατ. και 12,6 εκατ. το 2014 – μια διαφορά 900.000. Οι τελευταίοι της «αλυσίδας» παρείχαν εκτιμήσεις που ήταν πολύ πιο μακριά από τις αρχικές πληροφορίες. Εκτίμησαν ότι ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών το 2007 ήταν 12,8 εκατ. και 16,9 εκατ. το 2014 – μια διαφορά 4,1 εκατομμυρίων.

– Ποιο είναι λοιπόν το δικό σας ευρύτερο συμπέρασμα μέσα από την έρευνα, με φόντο το φαινόμενο των ημερών, που αφορά ευρύτερα τα fake news και την παραπληροφόρηση στα δυτικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα;
– Η ομάδα μας θεωρεί ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι σημαντικά, διότι μέχρι σήμερα όλοι μας επικεντρωνόμαστε στις εξωτερικές πηγές της παραπληροφόρησης: fake news, εκστρατείες παραπληροφόρησης στα social media και πολιτικούς που σκοπίμως διαδίδουν προϊόντα παραπληροφόρησης. Ωστόσο, οι εξωτερικές πηγές δεν είναι οι μόνες πηγές παραπληροφόρησης. Θέλαμε να εξετάσουμε εάν οι προϋπάρχουσες προκαταλήψεις των ανθρώπων μπορούν να τους οδηγήσουν σε εσφαλμένη πληροφόρηση, ακόμη και αν υποβληθούν σε ακριβή γεγονότα. Ονομάζουμε αυτές τις προϋπάρχουσες προκαταλήψεις που μπορούν να διαστρεβλώσουν τη μνήμη ως «εσωτερικές πηγές» παραπληροφόρησης. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν τη δική τους παραπληροφόρηση και, επιπλέον, να μετατραπούν σε εξωτερική πηγή παραπληροφόρησης εάν μοιραστούν ή μεταδώσουν αυτές τις πληροφορίες σε άλλους ανθρώπους.

Αλλος ο λαϊκισμός στην Ελλάδα, άλλος στην Ευρώπη


Ο ερευνητικός εταίρος της δεξαμενής σκέψης Chatham House και λέκτωρ διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University, Αγγελος Χρυσόγελος, εκτιμά πως επιστροφή στις προ κρίσης πολιτικές και αξίες δεν θα υπάρξει.

Ο Aγγελος Χρυσόγελος είναι ερευνητικός εταίρος της δεξαμενής σκέψης Chatham House και λέκτωρ διεθνούς πολιτικής στο London Metropolitan University. Σε συνέντευξή του στην «Κ», εκφράζει την εκτίμηση ότι ο ελληνικός λαϊκισμός μόνο χρονικά συμπίπτει με τον διεθνή λαϊκισμό των τελευταίων ετών, διακινδυνεύοντας μάλιστα την πρόβλεψη ότι μια πραγματική λαϊκιστική έκρηξη ενδεχομένως ακόμη εκκρεμεί στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, αποδέχεται τον όρο της ελληνικής «επιστροφής στην κανονικότητα», μόνον υπό την έννοια της επιστροφής στην κοινωνική ηρεμία και μετριοπάθεια. Διότι οι πολιτικές και οι αξίες που είχαν παγιωθεί πριν από την κρίση βρίσκονται ήδη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

– Πώς θα περιγράφατε τη σημερινή κρίση της δημοκρατίας; Ως μια υπαρξιακή απειλή ή ως ένα χρήσιμο εργαλείο υγιούς επανεκκίνησης, τουλάχιστον δυνητικά;
– Οταν ένα σύστημα νοσεί, η κρίση αποτελεί έκκληση να προσαρμοστεί αυτό σε νέα λαϊκά αιτήματα. Υπό αυτήν την έννοια, η σημερινή κρίση της δημοκρατίας έχει τη θετική διάσταση ότι θέτει το αίτημα της αλλαγής στο τραπέζι. Πέραν αυτής της συνειδητοποίησης όμως, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς πρέπει να γίνει ή τι θα ικανοποιούσε τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους.

Υπάρχει η άποψη ότι τα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας είναι συστημικού χαρακτήρα. Αφορούν για παράδειγμα τη θεμελιώδη αδυναμία του έθνους-κράτους, μέσα στα όρια του οποίου λειτουργεί η δημοκρατία, να διαχειριστεί προβλήματα υπερεθνικού χαρακτήρα. Ή τον ρόλο των ΜΜΕ και του Διαδικτύου, που συντελεί στον κατακερματισμό της δημόσιας σφαίρας και τον αναχωρητισμό των πολιτών από την πολιτική διαδικασία. Ο λαϊκισμός αποτελεί σύμπτωμα όλων αυτών των διαδικασιών, δεν προτείνει όμως συγκεκριμένες λύσεις. Το πιθανότερο σενάριο επομένως είναι η διατήρηση αυτής της λανθάνουσας αίσθησης κρίσης της δημοκρατίας, με παροδικές εξάρσεις, με διάφορες αφορμές (π.χ. οικονομικές ή μεταναστευτικές κρίσεις).

– Λαϊκισμός. Πώς έχει επιδράσει τα τελευταία χρόνια στα συστήματα των δυτικών χωρών; Εχει «ταβάνι»;
– Η βασική επίπτωση του λαϊκισμού είναι ο κατακερματισμός, η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία σχηματισμού ισχυρών κυβερνήσεων. Πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες χρειάζονται τρία ή και περισσότερα κόμματα για να σχηματιστούν κυβερνήσεις. Βλέπουμε νέους και περίεργους συνδυασμούς όπως ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων στην Αυστρία, ενώ έχουμε παρατεταμένες περιόδους πολιτικού κενού όπως στην Ισπανία. Πλέον στις περισσότερες χώρες με ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις κυβερνούν κόμματα με ισχυρά λαϊκιστικά ή εθνοσυντηρητικά χαρακτηριστικά, όπως η Βρετανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία. Η σύνθεση και το ιδεολογικό προφίλ της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί την εξαίρεση πανευρωπαϊκά.

Σχετικά με το αν ο λαϊκισμός έχει «ταβάνι», αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες κάθε χώρας. Είναι πιθανό κάπου να δούμε υποχώρηση του λαϊκισμού, αλλού ενίσχυση. Αυτό που πιστεύω ότι είναι μη αναστρέψιμο είναι η πολυδιάσπαση, η πολυκομματικότητα και οι ασταθείς κυβερνήσεις. Αυτή είναι πια μια μόνιμη κατάσταση που κάνει τη λήψη αποφάσεων στην Ε.Ε. μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση.

– Για την Ελλάδα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι η ευρωπαϊκή χώρα η οποία πρώτη ήρθε αντιμέτωπη με την έξαρση του λαϊκισμού και τις επιπτώσεις του. Ποιο κενό ήρθε να καλύψει η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ποια είναι η «παρακαταθήκη» της για την ελληνική δημοκρατία;
– Οσο περνάει ο καιρός σχηματίζω την άποψη ότι ο ελληνικός «αντιμνημονιακός» λαϊκισμός ήταν ένα φαινόμενο που ναι μεν συνέπεσε, αλλά ήταν θεμελιωδώς διαφορετικός από ό,τι συνέβη αλλού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με εξαίρεση ίσως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Λόγω της έντασης της οικονομικής κρίσης, ο δικός μας λαϊκισμός είχε κυρίως ένα αριστερό πρόσημο και στηριζόταν σε οικονομικά – υλικά αιτήματα. Αντίθετα στο εξωτερικό είδαμε σχεδόν παντού κυρίως δεξιόστροφους λαϊκισμούς, με έμφαση σε ζητήματα μετανάστευσης και εθνικής κυριαρχίας.

Θα φανεί παράξενο, αλλά ίσως τελικά ο ελληνικός λαϊκισμός της κρίσης ήταν ένα λιγότερο δραματικό και περισσότερο παροδικό φαινόμενο σε σχέση με αυτά που ζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ηταν ένας λαϊκισμός που, μέσα από παλινδρομήσεις και περιπέτειες, απορρόφησε τη λαϊκή δυσαρέσκεια χωρίς τελικά να ανατραπούν ούτε η θέση της χώρας στην Ε.Ε. ούτε το πολίτευμά της. Σε σχέση για παράδειγμα με τη Βρετανία που έφυγε από την Ε.Ε. ή την Ουγγαρία που έχει διολισθήσει σε ένα ημι-αυταρχικό πολίτευμα, η Ελλάδα διατήρησε τις σταθερές της. Αντί λοιπόν να βλέπουμε την Ελλάδα ως την πρώτη χώρα που «πέρασε λαϊκισμό», θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα ακόμα δεν έχει γνωρίσει έναν λαϊκισμό πραγματικά ανάλογο με ό,τι συνέβη στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, που θα αφορά για παράδειγμα τη μετανάστευση, τις επιπτώσεις της αυτοματοποίησης και της τεχνολογικής αλλαγής στην αγορά εργασίας, ή την αλλαγή στον τρόπο ζωής και την ανασφάλεια της μεσαίας τάξης που επιφέρει το άνοιγμα της οικονομίας σε επενδύσεις και διεθνείς πιέσεις. Υπό μια έννοια, η πραγματική λαϊκιστική έκρηξη ακόμα εκκρεμεί στην Ελλάδα.

– Γίνεται λόγος σήμερα για την ελληνική «επιστροφή στην κανονικότητα». Ποια είναι η γνώμη σας; Σε κάθε περίπτωση, θα λέγατε ότι η Ελλάδα κινείται σήμερα κόντρα στο ρεύμα που επικρατεί στην Ευρώπη;
– Το σύνθημα της «κανονικότητας» έχει ένα διττό νόημα. Από τη μια μεριά υπονοεί την επιστροφή σε μια πιο ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της δημόσιας συζήτησης, χωρίς τις υπερβολές και την πόλωση της προηγούμενης περιόδου. Αυτό είναι κάτι που ήταν όντως αίτημα της κοινωνίας και το οποίο η νέα κυβέρνηση υπηρετεί όσο οι συνθήκες της το επιτρέπουν.

Το άλλο νόημα της «κανονικότητας» που υπονοείται είναι η επιστροφή στις προ κρίσης πολιτικές και αξίες. Αν όμως κάποιοι ευελπιστούν στην επιστροφή στο οικονομικό και κοινωνικό φιλελεύθερο κονσένσους των πρώτων δύο μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών, φοβάμαι ότι οι εξελίξεις τους έχουν ξεπεράσει. Η οικονομική κρίση, η άνοδος της Κίνας, η μετανάστευση και οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες είναι όλες εξελίξεις που συντείνουν σε έναν πιο ενεργό ρόλο του κράτους, προστασία των συνόρων, γενικά σε μια επαναφορά της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής έναντι της αγοράς και του εθνικού έναντι του υπερεθνικού.

Δεν γίνεται επομένως να συζητούμε πια για τον Τραμπ και το Brexit σαν να είναι παροδικά φαινόμενα ή αποτελέσματα εκλογικών «ατυχημάτων». Είναι γεγονότα που ήδη παράγουν αποτελέσματα στα οποία άλλωστε βλέπουμε και τη νέα ηγεσία της Ε.Ε. να αντιδρά, με τη συζήτηση περί «Ευρωπαίων βιομηχανικών πρωταθλητών», «ψηφιακής κυριαρχίας» και «γεωπολιτικής Ευρώπης». Πλέον, όλες οι μεγάλες δυνάμεις ενσωματώνουν τα λαϊκά αιτήματα για κυριαρχία, σύνορα και ρύθμιση στις εξωτερικές, οικονομικές και τεχνολογικές πολιτικές τους. Αν υπάρχει πια «κανονικότητα» στη διεθνή πολιτική, εκεί πρέπει να την αναζητήσουμε.

Νομίζω, ή τουλάχιστον ελπίζω, ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ πιο συνειδητοποιημένη και καταλαβαίνει ότι οι σταθερές του παρελθόντος δεν ισχύουν πια. Αυτή που εμφανίζεται πλήρως ασύγχρονη με τις διεθνείς εξελίξεις είναι η διανόηση σε πανεπιστήμια, ΜΜΕ και δεξαμενές σκέψης, που παραμένει στην πλειοψηφία της νοσταλγική και προσκολλημένη σε μια εποχή φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που όμως έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Εχουν πει για την «κόπωση» της δημοκρατίας και τις επιπτώσεις της 

«Κάποιος μια μέρα να μου εξηγήσει γιατί σε μια εποχή που η επιστήμη δεν ήταν ποτέ πιο ευφυής, η αλήθεια πιο γυμνή και η γνώση πιο διαθέσιμη, υπάρχει τέτοια ζήτηση για λαϊκιστές και ψεύτες».
Τζον Λε Καρέ, Βρετανός συγγραφέας

«Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στο ψέμα και στην πόλωση; Οι περισσότερες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει μηχανισμούς που ελαχιστοποιούν το κόστος των αναπόφευκτων αυτών πρακτικών. Η σχετική συζήτηση θα ήταν πολύ πιο γόνιμη αν επικεντρωνόταν στους μηχανισμούς αυτούς».
Στάθης Καλύβας, University of Oxford

«Η δημοκρατία δεν πεθαίνει, αλλά περνάει μια απρόβλεπτη κρίση ενός “μεσήλικα”. Οι ψηφοφόροι έχουν έντονη την αίσθηση της ρουτίνας και αρέσκονται στην ιδέα μιας αλλαγής. Ομως δεν θέλουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό. Στην πραγματικότητα, αλλάζουν ηγέτες παρά συστήματα».
Ντέιβιντ Ράνσιμαν, University of Cambridge

– Ματέο Ρέντσι: Πρόεδρε, πότε θα φτάσετε στη δημοκρατία;
– Σι Τζινπίνγκ: Νομίζω δεν θα φτάσουμε προτού φύγετε εσείς από αυτήν.

O πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι, μιλώντας πρόσφατα σε συνέδριο του Economist στη Γερμανία, αποκάλυψε διάλογο που είχε κάποτε με τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, «μετά από τρία μπουκάλια κρασί», στη Σαρδηνία.

«Η σηµερινή κόπωση της δηµοκρατίας θυμίζει σε πολλούς αυτήν του µεσοπολέµου. Oµως η τότε κρίση της δηµοκρατίας συνδέθηκε άρρηκτα µε την οικονοµική µιζέρια της Μεγάλης Υφεσης, ενώ η σηµερινή έρχεται σε καιρούς µε ιστορικά υψηλά απασχόλησης. Aρα, η αντίδραση δεν µπορεί να είναι επανάληψη της προηγούµενης».
Χάρολντ Τζέιμς, Princeton University

4 γεγονότα-σταθμοί για τη σύγχρονη δημοκρατία

2008
Τον Σεπτέμβριο καταρρέει η Lehman Brothers και ξεσπά η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση. Οι συνέπειες θίγουν ευθέως την καθημερινότητα του πολίτη στις δυτικές κοιτίδες του δημοκρατικού συστήματος και στην πράξη κορυφώνεται για την κοινή γνώμη η έννοια της πολιτικής αποτυχίας.

2015
Τον Απρίλιο η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση αναγνωρίζεται ως τέτοια. Οι μαζικές ροές προς την Ευρώπη και οι επιπτώσεις τους συνδυάζονται με την πολιτική τους εκμετάλλευση από λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία επενδύουν στην ανασφάλεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών με σκοπό την ευκαιριακή τους ανέλιξη. Η δημοκρατία καλείται να αντιμετωπίσει πλέον την οργή και τον φόβο των δυτικών εκλογικών σωμάτων.

2016
Τον Ιούνιο οι Βρετανοί επιλέγουν με δημοψήφισμα να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Eνωση. Η εξέλιξη επιφέρει πλήγμα στο μεγαλύτερο δημοκρατικό εγχείρημα της Γηραιάς Ηπείρου, θέτοντας εν αμφιβόλω τη μακροπρόθεσμη προοπτική της Eνωσης. Δημιουργεί κρίση εμπιστοσύνης και αβεβαιότητα στο εσωτερικό της Ευρώπης ενισχύοντας τις δυνάμεις που τάσσονται υπέρ των κλειστών συνόρων.

Τον Νοέμβριο ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίζει τις εκλογές και εκλέγεται 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Με την υπόσχεση ότι θα κάνει την Αμερική «σπουδαία ξανά» επιχειρεί να ξηλώσει γραπτούς και άγραφους κανόνες της αμερικανικής δημοκρατίας όπως τη γνωρίζαμε. Κηρύττει πόλεμο στα ΜΜΕ και ανάγει το Τwitter σε μέσο άσκησης «υψηλής» πολιτικής.

ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*

Αλήθεια και δημοκρατία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 12.01.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Από τα πολλά και ενδιαφέροντα μηνύματα που εξέπεμψαν οι πρόσφατες εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία ξεχωρίζει το ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν φαίνεται να πολυσκοτίζεται για την πραγματολογική ακρίβεια των διακηρύξεων των πολιτικών. Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να υπέπεσε σε πάμπολλα πραγματολογικά σφάλματα, ανακρίβειες και να είπε καθαρά ψέματα, αλλά αυτό δεν είχε την παραμικρή συνέπεια γι’ αυτόν. Κατήγαγε εκλογικό θρίαμβο. Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, που όπως είχε πει παλαιότερα θα μπορούσε να σταθεί στη μέση της Πέμπτης Λεωφόρου και να πυροβολήσει κάποιον χωρίς να χάσει ούτε μία ψήφο. Οι οπαδοί του απλά αδιαφορούν για τα ατοπήματά του και φαίνονται διατεθειμένοι να του συγχωρήσουν τα πάντα.

Τα φαινόμενα αυτά ερμηνεύονται ως απόδειξη πως έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή «μετα-αλήθειας», όπου εξαιτίας των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα έχει πάψει να υφίσταται. Και καθώς η μετα-αλήθεια συμβαδίζει με την πόλωση (την προϋποθέτει, αλλά και την ενισχύει), παρατηρούμε τους πολίτες να συμπεριφέρονται ως τυφλοί οπαδοί που ακολουθούν τον ηγέτη τους ό,τι και αν αυτός πει ή κάνει. Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως η δημοκρατία είναι καταδικασμένη εφόσον προϋποθέτει την ικανότητα διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα, της επιβράβευσης της πρώτης και της κύρωσης του δεύτερου. Το συμπέρασμα αυτό είναι τόσο προφανές ώστε να θεωρείται αυταπόδεικτο. Είναι όμως πράγματι έτσι;

Αν αντί για τον όρο «μετα-αλήθεια» χρησιμοποιήσουμε τον παραδοσιακό όρο «δημαγωγία» θα διαπιστώσουμε πως το φαινόμενο δεν είναι τελικά και τόσο καινούργιο όσο παρουσιάζεται. Η χρήση της υπερβολής και του ψέματος αποτελεί παραδοσιακή τακτική ανεξαρτήτως καθεστώτος και εποχής. Υπάρχει μάλιστα και μια κλασική διατύπωση για την απόσταση που χωρίζει τον πολιτικό λόγο από την πολιτική πράξη: «Politicians campaign in poetry and govern in prose». Η περίπτωση Τραμπ μπορεί μεν να είναι ακραία, αλλά είναι δύσκολο να υποστηριχθεί πως συνιστά ουσιαστική ρήξη σε σχέση με το παρελθόν.

Είναι επίσης προφανές πως η δημαγωγία συνδέεται στενά με την πόλωση. Αρκεί να αναλογιστούμε τη δεκαετία του 1980 στη χώρα μας, για να διαπιστώσουμε τη στενή τους σχέση. Η δημαγωγία απευθύνεται στο συναίσθημα αντί της λογικής, ενώ η πόλωση μετατρέπει τους ανθρώπους σε φανατισμένους οπαδούς. Ούτε όμως είναι η πόλωση ένα νέο φαινόμενο στο πολιτικό στερέωμα. Ιστορικά μιλώντας, η ένταση της πόλωσης τείνει να αυξομειώνεται. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως στον αντίποδα της πόλωσης δεν βρίσκεται αναγκαστικά η πρακτική της ορθολογικής σκέψης και ανταλλαγής επιχειρημάτων, αλλά η (εξίσου αρνητική) απάθεια και η απομάκρυνση από την πολιτική.

Καταλήγουμε λοιπόν στην κατακλείδα, σύμφωνα με την οποία μια δημοκρατία που βασίζεται στην άκρατη δημαγωγία και στην ακραία πόλωση οδηγείται αναπόφευκτα στην παρακμή και την κατάρρευση. Ιστορικά μιλώντας, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Παρά την κυριαρχία της δημαγωγίας και ενίοτε της πόλωσης, οι δημοκρατίες τείνουν να επιβιώνουν χωρίς πρόβλημα. Αντίθετα, η αντίληψη πως η μακροημέρευση της δημοκρατίας απαιτεί τη συναίνεση και την ορθολογική συζήτηση είναι ένα ιδανικό που δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Και εδώ βρίσκεται πιστεύω ένα μεγάλο πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την τάση μας να συγκρίνουμε την πεζή πραγματικότητα με σχεδόν άπιαστα ιδανικά.

Εδώ, βέβαια, τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα; Τελικά, ποια είναι η αξία της δημοκρατίας αν δεχτούμε πως απέχει τόσο από το ιδανικό; Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στο ψέμα και στην πόλωση; Η άμεση απάντηση είναι πως οι περισσότερες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει μηχανισμούς που ελαχιστοποιούν το κόστος των αναπόφευκτων αυτών πρακτικών. Θεωρώ επομένως πως η σχετική συζήτηση θα ήταν πολύ πιο γόνιμη αν επικεντρωνόταν στους μηχανισμούς αυτούς αντί να μετατρέπεται σε έναν δικαιολογημένο μεν αλλά ανιστόρητο οδυρμό για την παρακμή που υποτίθεται πως ζούμε.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Η λοιδορούμενη μέση οδός

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 22.12.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν είναι μια ανέξοδη παθογένεια η φυγοκεντρική τάση δημιουργίας διπόλων που συσκοτίζουν την αφθονία των αποχρώσεων της πραγματικότητας και τη συρρικνώνουν στη μονολιθική διχρωμία του άσπρου-μαύρου. Οι ακραίες φωνές οδηγούν σε ακραία λάθη. Συσκοτίζουν την αξία της πολιτισμένης αλληλενέργειας.

Διότι σήμερα, κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα όπου έχει μεταφερθεί μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου, μοιάζει σχεδόν ανεπίτρεπτο κάποιος να μη λάβει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου στρατοπέδου, να μη συμπαραταχθεί σαφώς με τη μία ή την άλλη αντιμαχόμενη πλευρά, για την κάθε μία από τις οποίες «αν δεν είσαι μαζί μας, είσαι με τον αντίπαλο». Δεν νοείται να αναμείνει κανείς αποτελέσματα ερευνών, ή να τοποθετήσει εαυτόν στο κέντρο, με τη σκέψη ότι εντοπίζονται επιλήψιμες πράξεις αμφοτέρωθεν.

Για παράδειγμα, δεν θεωρείται επιτρεπτό να καταδικάσει κανείς και τα «μπάχαλα» και την αστυνομική βία, να μεμφθεί και τα μπαλάκια-γροθιές και τα σπασίματα-καψίματα, να αμφισβητήσει και τους ισχυρισμούς της αστυνομίας ότι όλα έγιναν στο Κουκάκι κατά το δέον (το συμβάν με την οικογένεια του σκηνοθέτη συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου) και το επιχείρημα των καταληψιών ότι οι καταπέλτες με τα καρφιά αποτελούν θεμιτά μέσα άμυνας στην κρατική βία. Να απορρίψει και τη λογική ότι οι δυνάμεις της τάξης πρέπει να ασκούν «και λίγη βία» αλλά και την αντίληψη ότι αποτελεί εστία πολιτισμού η κατάληψη, ότι είναι «αντίσταση στο αυταρχικό καθεστώς» οι καθημερινές οδομαχίες. Να επικρίνει τα επιζήμια «έθιμα». Να υποδηλώσει ότι εκατέρωθεν συντελούνται πιθανώς ασύγγνωστα σφάλματα, ότι ουδείς είναι λευκή περιστερά.

Τα πολιτικά στρατόπεδα, που το καθένα αθωώνει τη δική του πλευρά, συνδαυλίζουν την κοινωνική πόλωση. «Δεν ασκήθηκε καμία αστυνομική βία στο Κουκάκι» αφενός, «παράλογη, υπερβολική, φασιστικού τύπου βία, εναντίον πολιτών», αφετέρου. Ων ουκ έστιν αριθμός…

Ομως, πόσο επωφελής είναι και η μέση οδός; Για τους αντιπαρατιθέμενους ο τηρών ίσες αποστάσεις είναι είτε «Πόντιος Πιλάτος» ή κεκαλυμμένος εχθρός. Στην πραγματικότητα είναι απλά στωικός. Μπορεί να μην αναδιφά την καρδιά ή τους ιδιοτελείς μας πόθους, να μη δίνει άμεση διέξοδο στην οργή ή στην απελπισία μας, αλλά η ανθρωπότητα σε ορισμένους από τους ψύχραιμους ποδηγούς οφείλει τις μετρημένες εποχές ευδαιμονίας. Η συνετή προσέγγιση των πραγμάτων λειτουργεί πάντα ως αντίδοτο στους εξτρεμισμούς, στις πυρετικές αντιλογίες, στις εξάρσεις μισαλλοδοξίας. Από την άλλη, είναι πιθανό η μέση οδός να καταστήσει τα ιδεώδη αναιμικά, να ισοπεδώσει και να εξομοιώσει ιδιαιτερότητες, διαφορές, ελαττώματα, να τοποθετήσει στο ίδιο βάθρο τον προοδευτισμό και τον συντηρητισμό, τους θύτες και τα θύματα, τους επιτιθέμενους και τους αμυνόμενους καθότι ανταλλάσσουν ρόλους, να εξασθενήσει το περιεχόμενο της ανεκτικότητας γεννώντας αδιαφορία και εντέλει αποδοχή του απαράδεκτου. Είναι πράγματι, πολύ πιθανό – αν σβήσει η φλόγα για αμφιβολία. Η δημοκρατία, που επιζεί διαρκώς αυτοκρινόμενη, τραυματίζεται από φορείς ιδεολογιών που δεν αμφισβητούν εαυτούς.

Η πόλωση αποτελεί μια μορφή ανοιχτού πολέμου, συρρίκνωσης του μεσαίου χώρου, άσκησης βίας μέσω της παραποίησης της αλήθειας. Διαβρώνει υποδορίως τις κοινωνικές δομές με φράσεις που έρχονται από προγενέστερες εποχές, μνήμες συμβάντων που έχουν παραδοθεί στην Ιστορία. Το μέλλον δεν είναι παρελθόν, αλλά ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο αδιάγνωστο σύμπαν.

Το ισχυρότερο όπλο των δημοκρατικών κοινωνιών είναι η πραότητα των ηθών. Η ικανότητά τους να αντιτάσσονται στην παράνοια των ακραίων θέσεων με την έκφραση αμφιταλαντεύσεων. Οταν αρνούνται να δεχθούν ότι οι ιδέες δεν είναι άκαμπτα σχήματα ή διάπυρα ξίφη (η κάθε ιδέα αυτή καθαυτή είναι ουδέτερη, εμείς προβάλλουμε πάνω της τις μανίες μας), το αίμα ρέει. Το διστακτικό πνεύμα, ποτέ δεν ήταν ολέθριο. Τα δεινά προκύπτουν όταν οι προειλημμένες θέσεις και οι βεβαιότητες αφθονούν. Η περίσκεψη είναι πιο αποτελεσματική από την αποχαλινωμένη πίστη, που διεκδικεί τη συναισθηματική και συγκινησιακή συμμετοχή μας.

Τεράστια είναι η ευθύνη των πολιτικών. Ο λόγος τους δίνει ισχυρό στίγμα, καθορίζει όχθες, επιβάλλει χρώματα. Περιχαρακώνει τους πολίτες ιδεολογικά, ποδοσφαιροποιεί την αντιπαράθεση, φανατίζει. Τεράστια η ευθύνη του κράτους. Δικές του προεκτάσεις είναι τα όργανα της τάξης, και λαμβάνουν σαφή μηνύματα. Τόσο της βίας και της καταχρηστικής άσκησης εξουσίας όσο και της καθημερινής μάχης ενάντια στον παρωπιδισμό, στον σκοταδισμό, στη λανθάνουσα ή στην εξωτερικευμένη βαρβαρότητα.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Παρανοϊκοί με ακροατήριο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 13.10.2019  ΗΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τι είναι το παράλογο; Η εναντίωση στον ίδιο μας τον εαυτό, το χάσμα ανάμεσα σ’ εμάς και στη ζωή μας. Το γεννάει η υιοθέτηση δύο αντιφατικών θέσεων, το «διαζύγιο» ανάμεσα σε δύο προσφιλείς ιδέες, αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη αναζήτησης νοήματος και στην αδυναμία αυτό να ανευρεθεί.

Ο παραλογισμός στην πολιτική εξυπηρετεί γιατί προσφέρει στον παραλογιζόμενο σχεδόν απόλυτη ελευθερία. Μπορεί να προχωρεί σε οποιαδήποτε δήλωση ή πράξη χωρίς κανέναν λογικό, θεσμικό ή ηθικό περιορισμό· να επιλέγει το «στρίβειν» από κάθε σοβαρό αδιέξοδο· να κουρελιάζει τη σοφία της εμπειρίας· να ακυρώνει το περιεχόμενο της πολιτικής· να θέτει ψευτοδιλήμματα, να ντύνει μικρές ιδέες με μεγάλα λόγια, να ενθαρρύνει τον τυχοδιωκτισμό, να πυροδοτεί την αυθαιρεσία, να εγείρει πάθη…

Κύριο παράδειγμα ο Τραμπ. Διαλαλεί ότι είναι ο εκλεκτός, «τα βάζω με την Κίνα στο εμπόριο και κερδίζω» και έπειτα παραδέχεται ότι αυτός ο εμπορικός πόλεμος μπορεί να βλάψει την αμερικανική οικονομία. Αποσύρει το στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ από τη Β. Συρία αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην Τουρκία ώστε να εισβάλει στην περιοχή, όμως στη συνέχεια ανακοινώνει ότι η εισβολή ήταν «κακή ιδέα» και διαβεβαιώνει πως «αν η Τουρκία κάνει κάτι που εγώ, με τη σπουδαία και απαράμιλλη σοφία μου, θεωρήσω ότι είναι εκτός ορίων, θα καταστρέψω ολοσχερώς την οικονομία της». Αγαπάει τους Κούρδους, τους πενταετείς συμμάχους των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά αρνείται να τους υποστηρίξει γιατί δεν βοήθησαν τους Αμερικανούς… στην απόβαση στη Νορμανδία. Αλλωστε, «οι συμμαχίες είναι μια εύκολη υπόθεση», λέει, ευκαιριακά συνάπτονται, ομοίως λύνονται.

Αλλά δεν είναι μόνο ο υπερφίαλος, αλλοπρόσαλλος, ανερμάτιστος, φάσκων και αντιφάσκων Αμερικανός πρόεδρος και οι δόσεις παραδοξότητας που ορίζουν την τόσο πληθωρική θεατρική ζωή του. Είναι ώς ένα βαθμό και ο Κιμ Γιονγκ Ουν, συνεχιστής του πατρός Κιμ Γιονγκ Ιλ. Είναι οι κεκαλυμμένοι δυνάστες του σήμερα, Ορμπάν, Τσάβες, Πούτιν, Μαδούρο, Ερντογάν, Ντουτέρτε, με τις ελεγχόμενες αλλά διακριτές εκρήξεις υπερβολής και αυταρχισμού, που επιμένουν να προσαρμόζουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Ο παραλογισμός πηγαίνει χέρι χέρι με τον λαϊκισμό και τον αυταρχισμό. Προφίλ παρανοϊκού είχαν όλοι οι δικτάτορες του παρελθόντος, από τον Χίτλερ έως τον Στάλιν και από τον Μομπούτου Σέσε Σέκο (Ζαΐρ), ο οποίος απαγχόνιζε δημόσια τους αντιπάλους του και εξόριζε όποιον εμφανιζόταν στην τηλεόραση (μόνον εκείνος το εδικαιούτο), έως τον Ιντί Αμίν Ντάντα (Ουγκάντα) που πετούσε τις σορούς των θυμάτων του σε κροκοδείλους, τον «Papa Doc» Ντιβαλιέ (Αϊτή) που θανάτωσε όλους τους μαύρους σκύλους της χώρας γιατί πίστευε ότι ένας πολιτικός του αντίπαλος είχε μεταμορφωθεί σε κύνα και τον Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ (Τουρκμενιστάν), ο οποίος έδωσε στους μήνες τα ονόματα των μελών της οικογένειάς του και έχτισε ένα παλάτι από πάγο στην έρημο.

Ομως, σήμερα ο παραλογισμός τείνει να λάβει διαστάσεις μάστιγας, να αποτελέσει δόγμα. Η οικουμένη τείνει να γίνει ένα σύμπαν όπου μπορούμε να βεβαιώσουμε τα πάντα με την ίδια αληθοφάνεια, τα εφικτά και τα ανέφικτα, τα υπαρκτά και τα φανταστικά: επιχειρήματα και ασυναρτησίες είναι εναλλάξιμα.

Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον νομιμοποίησης του παραλόγου, προαγωγής της δημαγωγίας και της κάθε είδους ακρότητας, πολιτικού καιροσκοπισμού και ανομίας (παράλληλων καρπών των ίδιων παθογενειών) ολοένα κερδίζουν έδαφος οι εθνικολαϊκιστές, αριστεροί και δεξιοί, οι νεοναζιστές, οι σκοταδιστές, οι κάθε είδους προφήτες· ο κοινός νους υποχωρεί, οι άνθρωποι γίνονται πιο ανορθολογικοί, μεροληπτικοί, μισαλλόδοξοι, θυμωμένοι – εύκολα θύματα του λαϊκισμού. Πολλοί, βομβαρδισμένοι με διαδικτυακές δήθεν ερμηνείες των τεκταινόμενων και ατέρμονες ψευδολογίες περί συνωμοτούντων εχθρών και τεράτων, διολισθαίνουν στην προκατάληψη, στη σύγχυση, στον φόβο, στη διάψευση, ακόμη και σε σταδιακή απώλεια αυτοεκτίμησης, σε μια νέα φτωχότερη ταυτότητα.

Δεν είναι χωρίς συνέπειες η τρέλα των ηγετών. Η συστηματική παραμόρφωση της πραγματικότητας και οι αδιάλειπτες αντιφάσεις όχι μόνο παράγουν κακέκτυπα παρανοϊκών ηρώων, οι οποίοι αισθάνονται εξακολουθητικά εκείνη τη διαστολή μέσα τους που τους κάνει να ανταγωνίζονται τους θεούς, ή βασιλιάδες Ληρ, που καταφεύγουν στο παραλήρημα ως ύστατη διέξοδο από τις λύπες τους. Επιπλέον, εξασθενίζουν τη δυνατότητα των υπολοίπων να γκρεμίζουμε έωλους κόσμους και αστόχαστες βεβαιότητες, να ενισχύουμε με τον ορθό λόγο τη θέληση και τα σχέδια για πρόοδο και διάρκεια.

 

 

 

Απειλεί τη δημοκρατία η ανεξέλεγκτη συλλογή δεδομένων από κολοσσούς;

Πόσο κοντά είμαστε στον κόσμο του Οργουελ; Google και Facebook το πράττουν δημιουργώντας τεράστιες βάσεις δεδομένων από την αναζήτηση των πολιτών στον παγκόσμιο ιστό και αναδιαμορφώνουν το ηθικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας του 21ου αιώνα

Εχουμε άραγε κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω μας όταν σερφάρουμε στην Google αναζητώντας πληροφορίες ή όταν ποστάρουμε τις απόψεις μας και τις φωτογραφίες μας στο Facebook ή στο Twitter; Πόσες φορές έχουμε κάποιοι από εμάς εκπλαγεί όταν, ενώ βρισκόμαστε σε ταξίδι εκτός Ελλάδος, βλέπουμε να εμφανίζονται στην οθόνη του υπολογιστή μας διαφημίσεις που σχετίζονται με προηγούμενες αναζητήσεις μας (πού αλλού;) στην Google; Αυτά συμβαίνουν στη Δύση. Στην Κίνα εντοπίζουμε άλλες «ύποπτες» κινήσεις. Ιδιωτικές εταιρείες ή τοπικές αρχές ενθαρρύνουν και εφαρμόζουν πιλοτικά προγράμματα καταγραφής της συμπεριφοράς των πολιτών από «αθώα» περιστατικά, όπως οι ηλεκτρονικές αγορές π.χ. από τον κολοσσό Alibaba, ως την πληρωμή των φόρων. Η κεντρική ιδέα (αν και επισήμως δεν υφίσταται κάποιος κεντρικός έλεγχος από το Πεκίνο) είναι η δημιουργία ενός συστήματος που έχει περιγραφεί ως «κοινωνικό point system» και το οποίο ουσιαστικά βαθμολογεί τους πολίτες για την κοινωνική τους συμπεριφορά και πρακτική.

Σας φαντάζει αυτό οργουελιανό; Ισως. Ωστόσο, επειδή «Το Βήμα» είχε την ευκαιρία, χάρη στην προσφορά του Σουηδικού Ινστιτούτου, να βρεθεί πριν από μερικές ημέρες στη Στοκχόλμη και να συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, στο Gather Festival, μάλλον θα έπρεπε να αναζητήσουμε με μεγάλη σοβαρότητα τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Το Gather Festival αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη ετήσια συνάθροιση ανθρώπων της τεχνολογίας, της καινοτομίας, του επιχειρηματικού αλλά και του ακαδημαϊκού κόσμου, όπου οι συμμετέχοντες προσπαθούν να εξηγήσουν πώς η τεχνολογία και η ραγδαία ανάπτυξη των νέων μεθόδων της τεχνητής νοημοσύνης αλλά και των big data (δηλαδή της αξιοποίησης τεραστίων ποσοτήτων δεδομένων που συσσωρεύονται στις βάσεις τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών φορέων) μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινότητα των πολιτών και φυσικά την ιδιωτικότητά τους. Στη Σουηδία, σε αντίθεση με τη μάλλον απούσα από τέτοιους προβληματισμούς Ελλάδα, η συζήτηση είναι πολύ εκτεταμένη. Θεωρείται δε ότι η σχετική απορρύθμιση που επικρατεί αναφορικά με τη δράση ψηφιακών κολοσσών – ιδιαίτερα των Google και Facebook – μπορεί να αποβεί απειλητική για τη δημοκρατία.

Στόχος η αύξηση των διαφημιστικών εσόδων

Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συνεδρίες στο Gather Festival ήταν αυτή με τίτλο «Η Εποχή της Οικονομίας της Παρακολούθησης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι διοργανωτές επηρεάστηκαν από ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία που κυκλοφορούν διεθνώς σήμερα. Πρόκειται για την «Εποχή του Καπιταλισμού της Παρακολούθησης» (ο αγγλικός τίτλος είναι «The Age of Surveillance Capitalism»), συγγραφέας του οποίου είναι η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Σοσάνα Ζούμποφ. Το βιβλίο είναι καθηλωτικό, καθώς η Ζούμποφ οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι με το οποίο εξηγεί πώς οι ψηφιακοί κολοσσοί, με πρώτη την Google και με τη Facebook να ακολουθεί κατά πόδας, αναδιαμορφώνουν το ηθικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας του 21ου αιώνα, αλλά και τις αξίες του πολιτισμού της πληροφορίας. Και αυτό το πράττουν δημιουργώντας τεράστιες βάσεις δεδομένων από την αναζήτηση των πολιτών στον παγκόσμιο ιστό και αξιοποιώντας αυτό που οι χρήστες αφήνουν πίσω (η ίδια το αποκαλεί «ψηφιακές εξατμίσεις», στα αγγλικά «digital exhaust») χωρίς τον παραμικρό έλεγχο για να αυξήσουν τα διαφημιστικά τους έσοδα μέσω στοχευμένων και συνήθως εξατομικευμένων διαφημίσεων.

Ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης»

Φυσικά, συμβαίνουν ενίοτε και… ατυχήματα – που ενίοτε μόνο τυχαία δεν είναι. Ενα από αυτά φέρει την ονομασία «Cambridge Analytica» και οι συνέπειες αυτού δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση σε σχέση κυρίως με την έκβαση του δημοψηφίσματος για το Brexit. Η Google ήταν αυτή που συνέλαβε και προώθησε τη μέθοδο της στενής παρακολούθησης και καταγραφής των προτιμήσεων των χρηστών, η Facebook ακολούθησε και ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης», δηλαδή η αξιοποίηση της παράνομης αυτής πρακτικής για εμπορικούς σκοπούς, εγκαινίασε τη νέα εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Το χειρότερο όμως είναι, όπως εξήγησε μιλώντας στο Gather Festival η Αννα Λόβερους, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων Artificial Humanity, ότι ακόμη και σήμερα «δεν είναι σαφές πότε περάσαμε την κόκκινη γραμμή και αποδεχθήκαμε να παραδοθούν τα προσωπικά μας δεδομένα για αλλότριους σκοπούς. Και σήμερα», προσθέτει, «έχει αρχίσει και διαμορφώνεται ένα «χρηματιστήριο δεδομένων» στις Ηνωμένες Πολιτείες» στο οποίο κερδίζει όποιος προσφέρει τα περισσότερα για την απόκτησή τους.

 

Θυσία στην Κίνα η ιδιωτικότητα

Αν στις δυτικές κοινωνίες συμβαίνουν τα προαναφερθέντα, η παρουσίαση της Αντι Ζανγκ στο Gather Festival άνοιξε ένα παράθυρο στο τι συμβαίνει (ή ορθότερα στο τι πρόκειται, μάλλον, να συμβεί) στην Κίνα τα επόμενα χρόνια. Ο «καπιταλισμός της παρακολούθησης» στη μεγάλη ασιατική χώρα, στον οποίο αναφέρθηκε η, εργαζόμενη σήμερα στην εταιρεία ρομποτικής ΑΒΒ με έδρα το Μόναχο, κυρία Ζανγκ στο πλαίσιο της ομιλίας της στο Gather Festival, «φαίνεται ότι έχει την έγκριση των πολιτών. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το κομμουνιστικό καθεστώς έχει βελτιώσει ραγδαία την καθημερινή ζωή των πολιτών και με τον τρόπο αυτόν έχει δημιουργηθεί μια τεράστια μεσαία τάξη που το λαμβάνει σοβαρά υπόψη της». Οπως τόνισε, «στην Κίνα παρατηρείται σήμερα η μεγαλύτερη διείσδυση ψηφιακών πληρωμών, κυρίως μέσω κινητών τηλεφώνων, ενώ οι εφαρμογές (apps) χρησιμοποιούνται ακόμη και για την παραγγελία ενός καφέ latte!». Αν σε αυτό προστεθεί η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, τότε ο πληθυσμός εμφανίζεται διατεθειμένος να θυσιάσει την ιδιωτικότητά του.

Οφείλει βέβαια να επισημανθεί ότι αυτό το «κοινωνικό point system» δεν έχει, τουλάχιστον επισήμως, κεντρική καθοδήγηση ώστε να δικαιολογεί την αποστροφή του αμερικανού αντιπροέδρου Μάικ Πενς περί ενός «οργουελιανού συστήματος». Η σύλληψη της ιδέας έγινε το 2007 και ουσιαστικά από το 2014 εφαρμόζεται πιλοτικά είτε σε ορισμένες πόλεις είτε μέσω ορισμένων πλατφορμών ηλεκτρονικών πληρωμών, όπως η Sesame Credit ή η Ant Financial, μέσω της οποίας λειτουργεί η Alibaba. Ωστόσο, το 2014 είναι έτος κομβικής σημασίας διότι τότε η κινεζική κυβέρνηση, για την ακρίβεια το Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας, δημοσίευσε ένα έγγραφο υπό τη μορφή «οδικού χάρτη» με σκοπό τη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος ως το 2020. Ο σκοπός του, όπως έγραψε ο Τζέιμι Χόρσλι στο περιοδικό «Foreign Policy», είναι ουσιαστικά η συμμόρφωση των πολιτών με κοινωνικές και οικονομικές υποχρεώσεις, καθώς και η τήρηση συμβατικών δεσμεύσεων. Από την άποψη αυτή, εισάγεται εμμέσως και ένα ηθικό στοιχείο στην εξίσωση. Ωστόσο, ο κ. Χόρσλι απορρίπτει το επιχείρημα ότι το σημερινό σύστημα λειτουργεί κεντρικά. Οι επικριτές του όμως βλέπουν τους σπόρους για να συμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον.

Οι προκλήσεις για τη Δημοκρατία

Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι πώς μπορεί να ελεγχθεί ή έστω να ρυθμιστεί η ανεξέλεγκτη ισχύς των ψηφιακών κολοσσών η οποία, σε συνδυασμό με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και την καλπάζουσα εξάπλωση τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (με τη χρήση αλγορίθμων), επηρεάζουν βαθιά την καθημερινότητα και θέτουν σοβαρά ζητήματα όχι απλώς ιδιωτικότητας αλλά και δημοκρατίας. Στη Σουηδία, όπου το 2021 συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την εισαγωγή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η κυβέρνηση έχει συστήσει μια Επιτροπή για τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τη Λένα Πόσνερ-Κερέσι, η οποία έχει οριστεί πρέσβειρα για τη Δημοκρατία, «έχουν εμφανιστεί σήμερα ορισμένες προκλήσεις που πρέπει να απαντηθούν αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και αυτές δεν αφορούν μόνο την κοινωνική ένταξη, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο δημόσιος και δημοκρατικός διάλογος». Κατά την ίδια, υπάρχει ανάδυση αντιδημοκρατικών δρώντων, ενώ και ο ρόλος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι κρίσιμος διότι έχουν την τάση να τροφοδοτούν την πόλωση.

Αν η Σουηδία επιδιώκει να ενισχύσει τις δομές και τις αντιστάσεις της δημοκρατίας, άλλες χώρες, όπως η Δανία, επιχειρούν να αποκτήσουν επαφή με εταιρείες-κολοσσούς όπως η Google ή η Facebook για να μπορούν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους, όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό. Για τον λόγο αυτόν, η Κοπεγχάγη έχει διορίσει από το 2017 πρεσβευτή στη… Silicon Valley τον 46χρονο Κάσπερ Κλίνγκερ. Σύμφωνα με δημοσίευμα των «New York Times» τον περασμένο Σεπτέμβριο, «Δανοί αξιωματούχοι εκφράζουν σοβαρότατες ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογική αλλαγή γεννά προκλήσεις που επηρεάζουν τις δυτικές κοινωνίες, όπως η διάδοση ψευδούς και πολιτικά διχαστικού περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η προστασία της ιδιωτικότητας και υπηρεσίες που συλλέγουν τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων, η κυβερνοασφάλεια, αλλά και η χαμηλή φορολογία που αυτές οι εταιρείες καταβάλλουν εκτός Ηνωμένων Πολιτειών». Η λύση που επελέγη είναι να σταλεί ένας άνθρωπος που θα παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις, αν και τα αποτελέσματα αυτής της κίνησης δεν έχουν υπάρξει ιδιαίτερα θετικά.

Πρωτοβουλία για ρυθμίσεις

Αναρωτιέται τελικά κανείς αν υπάρχει κάποιος τρόπος να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη συλλογή δεδομένων και η από ένα σημείο και μετά χρήση τους για σκοπούς άγνωστους. Παράλληλα, ουδείς μπορεί να αγνοήσει τόσο το γεγονός ότι η Google και η Facebook είναι αμερικανικές εταιρείες όσο και ότι η Ευρώπη μοιάζει αυτή τη στιγμή εγκλωβισμένη μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στο ζήτημα του τεχνολογικού ανταγωνισμού, που λόγω των πλεονεκτημάτων που προσφέρει στην ανάλυση δεδομένων αυξάνει τις ανησυχίες. Σύμφωνα με την κυρία Ζανγκ, «ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση για την υιοθέτηση κάποιων ρυθμίσεων στην προ-ψηφιακή εποχή με σκοπό να αποκαταστήσουμε κάποιου είδους έλεγχο. Η επιλογή αυτή ξεπερνά το αν αυτό που θα κάνουμε θα είναι ή όχι ηθικό». Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι από τη στιγμή που οι μεγάλες ψηφιακές εταιρείες-γίγαντες λειτουργούν και επιχειρούν διασυνοριακά «είναι δύσκολο οι ρυθμίσεις να είναι σε επίπεδο έθνους-κράτους. Δείτε όμως πώς κινήθηκε η Κίνα με την απαγόρευση λειτουργίας δυτικών εταιρειών. Οντως, η Facebook, το Twitter και ιδιαίτερα η Google λειτουργούν σε έναν ιδιότυπο χώρο, ουσιαστικά σε έναν «μη χώρο» που είναι αποκλειστικά δικός τους».

«Η δημιουργία μιας ψηφιακής τάξης πραγμάτων ίσως να χρειαστεί κάποια πρωτοβουλία από τα Ηνωμένα Εθνη, ίσως και από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Είναι ελπιδοφόρο», προσθέτει, «που η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανέθεσε στην εκτελεστική αντιπρόεδρο Μαργκρέτε Βεστάγκερ το χαρτοφυλάκιο για την ψηφιακή τεχνολογία διότι αυτή έχει δείξει αποφασιστικότητα έναντι ισχυρών εταιρειών, όπως στο παρελθόν η Apple. Κατά την άποψή μου», συμπληρώνει, «η υπόθεση της Google είναι η πιο δύσκολη και πιθανότατα η πλέον προβληματική. Και αυτό διότι είναι λιγότερο προβεβλημένη από τη Facebook, η οποία ήλθε στο προσκήνιο πολύ μετά την υπόθεση της Cambridge Analytica. Ωστόσο, η Google, όπως γράφει και η Ζούμποφ στο βιβλίο της, διαθέτει μεγαλύτερη βάση δεδομένων, ενώ είμαστε και λιγότερο ευαισθητοποιημένοι για τα όσα κάνει».

Το φρένο της ΕΕ σε κακόβουλο περιεχόμενο

Η κυρία Ζανγκ ίσως να έχει δίκιο για τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η ΕΕ στον τομέα μιας ρύθμισης της δράσης των μεγάλων ψηφιακών εταιρειών. Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφάσισε ότι με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο μπορεί μια εταιρεία όπως η Facebook να υποχρεωθεί να αφαιρέσει περιεχόμενο το οποίο έχει προηγουμένως κριθεί παράνομο. Η απόφαση προήλθε έπειτα από αίτημα που είχε καταθέσει στο ECJ το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας, το οποίο ήθελε γνωμοδότηση σχετικά με μια υπόθεση που αφορούσε τη δημοσίευση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, συγκεκριμένα στο Facebook, κακόβουλου και συκοφαντικού περιεχομένου εναντίον της προέδρου του κόμματος των Πρασίνων Εύα Γκλάβισνιγκ-Πίστσεκ. Υπενθυμίζεται ότι το 2014 το δικαστήριο είχε αποφασίσει υπέρ του «δικαιώματος στη λήθη» και είχε υποχρεώσει την Google να διαγράφει – για τους ευρωπαίους χρήστες και κατόπιν αιτήματος – τους συνδέσμους με προσωπικές πληροφορίες των χρηστών. Μπορεί το δικαίωμα αυτό να μην επεκτάθηκε πέραν της ΕΕ ώστε να έχει παγκόσμια ισχύ, αλλά η σχετική απόφαση, έστω για τους ευρωπαίους χρήστες, δεν παύει να έχει κρίσιμη σημασία.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ  Η ΑΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Εκφράσεις ζωής σε αποκατάσταση

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 28.07.2019

Γνωρίζουμε τι δεν είναι πολιτικός πολιτισμός. Το βιώσαμε για δεκαετίες, εντονότερα από το 2012, με μισαλλόδοξους και μικρολόγους εκφωνητές του σκοταδισμού – πνευματικού και πολιτικού. Αθυροστομία, ύβρεις, φανφάρες, κακόβουλες επιθέσεις, θορυβώδεις παρουσίες τυφλωμένων αλαζόνων.

Καλά δείγματα, όχι ψιχία, πολιτικού πολιτισμού έχουμε ήδη βιώσει – είθε εντέλει να ορίσουν την εξόχως σκηνική πολιτική ζωή μας. Είναι όρος με δύο συνθετικά, που έχουν στρεβλωθεί με το πέρασμα του χρόνου. Καθώς θα εμβαθύνουμε σ’ αυτά, αν τα καταφέρουμε, αναπόφευκτα θα υποστούν –είναι καλό να υποστούν– έναν σταδιακό επαναπροσδιορισμό.

Διότι, τι κατέληξε να είναι σήμερα η πολιτική στις συνειδήσεις των πολλών; Σύγκρουση κομμάτων και παρατάξεων με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας· δεν είναι τυχαία η χρήση πολεμικής ορολογίας – εκστρατεία, μονομαχίες, διαξιφισμοί, μέτωπα, μάχη, νίκη, θρίαμβος, πανωλεθρία…

Κι έπειτα, ασυνέπεια λόγων-έργων, εμπαθής λόγος (γόνιμος σε επιρρεπείς στο ακραίο συναίσθημα κοινωνίες), δολιχοδρομία, κυνισμός, αμοραλισμός, αναξιοπιστία, δημαγωγία.

Πολιτική για τον Πλάτωνα ήταν η τέχνη που στόχευε στο κάλλιστον. Για τον Αριστοτέλη ταυτιζόταν με την ηθική τελείωση και το ευ ζην. Αμφότεροι πίστευαν στην επινόηση του βέλτιστου καθεστώτος για την ευδαιμονία των ανθρώπων, την ωφέλεια και τη δικαιοσύνη. Στα βήματά τους βάδισαν ο Κικέρων, ο Πολύβιος, ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς Ακινάτης. Διαφορετική τροπή –του ελέγχου της εξουσίας και της κυριαρχίας– έδωσαν οι Αναγεννησιακοί Φραντσέσκο Γκουιτσαρντίνι και Νικολό Μακιαβέλι. Για τον δεύτερο, πολιτική ήταν το μέσο για να εξασφαλίσει και να διατηρήσει κανείς την εξουσία, να ωφεληθεί από αυτήν. Κι έπειτα, Χομπς, Σπινόζα, Λοκ. Ηρθε το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσό, η ιδιοκτησία και ατομική ελευθερία του Χέγκελ, η πάλη των τάξεων του Μαρξ, η φιλελεύθερη επιμονή στην ατομική ελευθερία και το δίκαιο. Πολιτικός ρεαλισμός, τέχνη του εφικτού και η συνακόλουθη υποβάθμιση της ηθικής ως προϋπόθεσης της πολιτικής δράσης, που όλο και ταυτίζεται με τον αγώνα για την εξουσία. Μέσω αυτής, διαβεβαιώνεται, θα υπάρξει διανομή του οφέλους σε ομάδες ή στο όλο της κοινωνίας.

Ο πολιτισμός –οι εκφράσεις της ζωής που μας χαρακτηρίζουν– είναι έννοια με όχι και τόσο ξεκάθαρη σημασία. Είναι τα ανθρώπινα δημιουργήματα αλλά και η ημερότητα των ηθών, οι εκλεπτυσμένοι τρόποι. Διακρίνεται σε πνευματικό πολιτισμό, δηλαδή τις θρησκείες, τα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες και σε υλικό, δηλαδή τις δημιουργίες της κοινωνίας που της εξασφαλίζουν τον έλεγχο πάνω στις συνθήκες ζωής της. Πνευματικός πολιτισμός είναι και όλες οι διδασκόμενες ή τυποποιημένες συμπεριφορές. Υλικός και η χρήση της γραφής, η ύπαρξη πόλεων, πολιτικής οργάνωσης, επαγγελματικής εξειδίκευσης. Κουλτούρα είναι ο πνευματικός πολιτισμός, αλλά και η ατομική καλλιέργεια, το υποκειμενικό πνεύμα. Πολιτισμός, όρος που πλάστηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή κατά τη μετάφραση του γαλλικού civilisation, είναι ο υλικός πολιτισμός, αλλά και το αντικειμενικό πνεύμα.

Σήμερα, πολιτική και πολιτισμός εμφανίζουν συχνά εικόνα κατάρρευσης, ίσως από την τύφλωση που προκαλούν η εμμονή σε ιδεοληψίες και η περιφρόνηση προς την ιστορική συγκυρία. Παραγωγή πολιτικών προϊόντων μέτριας ποιότητας, μικρής διάρκειας και ταχείας κατανάλωσης.

Πολιτικό παρόν χωρίς βαρύτητα, χωρίς στόχευση, σαν να έχει χαθεί η πυξίδα.

Πολιτική και πολιτισμός μοιάζουν έννοιες διαχωρισμένες, και μόνο ο συνδυασμός τους αποδίδει το επιθυμητό νόημα. Ομως στην ουσία δεν είναι. Η πολιτική, είτε ως καθοδήγηση των ανθρώπινων δυνάμεων, είτε ως μέσο παραγωγής των καλών, των λογικών και των δικαίων, είτε ως τέχνη διακυβέρνησης, αποτελεί τη ζύμη από την οποία πλάθεται ο πολιτισμός, ό,τι πιο βαθύ και μεγάθυμο αντέχει στον χρόνο παράγοντας αξιακά πλαίσια, αρχές, πολιτεύματα.

Θα μπορέσουμε, πολιτική και πολιτισμός να γίνουν και πάλι ένα;

ΘΕΑΤΡΟ 22.07.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Οιδίπους, η αμεριμνησία της εξουσίας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ*

Από όλες τις αρχαίες τραγωδίες, ο Οιδίπους Τύραννος είναι αναμφισβήτητα η πιο διάσημη. Κάθε μορφωμένος άνθρωπος στον δυτικό, αν μη τι άλλο, κόσμο θα είχε κάτι να πει γι’ αυτή. Κυρίως, έχει βοηθήσει στη φήμη της η πασίγνωστη ψυχαναλυτική ερμηνεία του Φρόιντ, για την ανάρμοστη αλλά ψυχικά βαθιά σχέση μητέρας – γιου, η οποία άλλωστε αποτελεί και τη βάση της πλοκής του εν λόγω μύθου, και κατ’ επέκταση του φροϋδικού οιδιπόδειου. Ο μύθος μπορεί ωστόσο να διαβαστεί και αλλιώς, και την αφορμή μού έδωσε το πρόσφατο, καταπληκτικό, ανέβασμα της τραγωδίας από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στην Επίδαυρο, με τον καθηλωτικό Δημήτρη Λιγνάδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μόνο που τελικά, ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι άλλος.

Στην τραγωδία του Οιδίποδα πλανιέται από την αρχή ώς το τέλος η έννοια της μοίρας και του υποτιθέμενα καταλυτικού τρόπου με τον οποίο ο αρχαίος κόσμος θεωρεί ότι επηρεάζει αυτή τα ανθρώπινα πεπρωμένα. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από ό,τι του είναι γραμμένο, θα έλεγε κανείς ότι μας διδάσκει ο Σοφοκλής. Κι όμως, δεν μας λέει αυτό. Στο έργο, μία από τις κρισιμότερες στιγμές για την εξέλιξη της πλοκής είναι εκείνη που αφορά τη συνάντηση του Οιδίποδα, νέου τυράννου της Θήβας, με τον μάντη Τειρεσία (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης). Η σκηνή αποδίδεται θαυμαστά από τον Μαρκουλάκη, ο οποίος έχει προφανώς αντιληφθεί την τεράστια σημασία της στο δράμα. Ο μάντης είναι εκείνος που θα αποκαλύψει στον Οιδίποδα το ένοχο μυστικό, ότι δηλαδή ο ίδιος ήταν που σκότωσε τυχαία, πριν από λίγα χρόνια, τον βασιλιά Λάιο, ο οποίος και θα αποδειχθεί πατέρας του. Στο άκουσμα της αποκάλυψης, ο Οιδίπους θα αντιδράσει έντονα και σπασμωδικά, απειλώντας και διώχνοντας τον Τειρεσία. Πρόκειται, όπως συχνά συμβαίνει, για μια αυτάρεσκη εξουσία τυφλωμένη από οργή, η οποία δεν είναι έτοιμη να αντέξει τη σκληρή αλήθεια.

Αλλά τι ακριβώς είναι ο μάντης Τειρεσίας; Οχι πάντως ένας «μάντης» με την έννοια που θα του αποδίδαμε σήμερα, δηλαδή ένας (ψευδο)προφήτης, που θα είχε θέση δίπλα σε αστρολόγους και καφετζούδες. Στον αρχαίο κόσμο, ο μάντης είναι ουσιαστικά ένας σύμβουλος της εξουσίας, ένας «αναλυτής» των δεδομένων της, ένας διανοούμενος επιφορτισμένος να την καθοδηγεί και να την προστατεύει, ενίοτε λέγοντάς της και σκληρές αλλά οπωσδήποτε χρήσιμες αλήθειες. Εν προκειμένω, σκοπός του Τειρεσία δεν είναι να καταγγείλει τον Οιδίποδα ως πατροκτόνο αλλά να του παρουσιάσει όλα τα δεδομένα τα οποία θα πρέπει άμεσα να διαχειριστεί. Είναι προφανές ότι αποκρύπτοντάς του την αλήθεια, θα του προσέφερε κακές υπηρεσίες, και εντέλει, αντί να τον προστατεύσει, θα τον άφηνε εκτεθειμένο στις τρομερές συνέπειες της αποκάλυψης του δεδομένου αυτού. Ο μάντης μοιάζει να του λέει: «Σου φέρνω μια σημαντική πληροφορία, θα πρέπει να δεις πώς θα τη διαχειριστείς καθότι εμπλέκεσαι άμεσα. Αντί να αρνείσαι την κρίση, κατάστρωσε σχέδιο αντιμετώπισής της».

Ο Οιδίπους είναι όμως ξεροκέφαλος και αλαζονικός, και απορρίπτει τις συμβουλές του. Μπορεί να εμφανίζεται ως θύμα των καταστάσεων και ως ένα τραγικό πρόσωπο που δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι πραγματικοί γονείς του, αλλά δεν είναι κάνα καλόπαιδο. Εχει δολοφονήσει κάποτε εν ψυχρώ πέντε ανθρώπους, σε μια διασταύρωση, για ασήμαντη αφορμή, και μετά παντρεύτηκε τη χήρα Ιοκάστη, με προφανές σχέδιο να πάρει τον θρόνο της Θήβας. Η Ιοκάστη (Αμαλία Μουτούση) από την πλευρά της είναι μια αφελής πονηρή: νομίζει ότι μπορεί να κουκουλώσει την αλήθεια, και όλα να είναι σαν άλλοτε. Σε κάποια στιγμή λέει περίπου: Μη σκάτε, η ζωή και η διακυβέρνηση δεν θέλει σχέδιο, είμαστε παιδιά της αμεριμνησίας, φτερά στον άνεμο, καρυδότσουφλα στις τρικυμίες. Μη σχεδιάζετε τίποτε, διότι όλα τα αποφασίζει η τύχη. Κι όμως, εκείνος που αποφασίζει είναι τελικά ο τύραννος. Ο Οιδίπους επιλέγει να διαχειριστεί τον λοιμό που πλήττει την πόλη ως πρόβλημα της καταγωγής του. Για τον αρχαίο κόσμο ασφαλώς αυτό ήταν όντως μείζον για μια εξουσία, εμείς όμως, ως σύγχρονοι αναγνώστες του έργου, μπορούμε να σκεφτούμε πέραν τούτου. Μπορούμε να σκεφτούμε περί της τύφλωσης της εξουσίας απέναντι στα σκληρά δεδομένα της πραγματικότητας, και της αδιαφορίας της αναφορικά με τις συμβουλές των ειδικών.

Λίγα χιλιόμετρα από το θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται η αρχαία Ασίνη. Στην Ιλιάδα, μνημονεύεται αόριστα η πόλη η οποία ενέπνευσε το γνωστό ποίημα του Γ. Σεφέρη (στα «Ημερολόγια Καταστρώματος», 1940). Εχοντας διερμηνεύσει σωστά το πρόβλημα της εξουσίας, γράφει σε μια στροφή ο ποιητής: «Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα…». Πράγματι, η αλαζονική εξουσία καμώνεται τον παντογνώστη αλλά αποδεικνύεται πάντοτε απροετοίμαστη ενώπιον της πραγματικότητας. Η καλή διακυβέρνηση, αντιθέτως, απαιτεί σχέδιο και καλούς συμβούλους. Οι τραγωδίες είναι για να διδάσκουν στο θέατρο, όχι για να τις βιώνουμε στη ζωή.

* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας Σύνταξης της Νέας Εστίας

 

 

 

 

 

 

Δημοκρατία ή «δημοκτονία;»

| 12.06.2019 – 07:30  ΤΟ ΒΗΜΑ

Οι απόψεις, ωστόσο, διίστανται και διαφέρουν ως προς τις ειδικότερες αιτίες και αφορμές (πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής ή άλλης φύσεως) που οδηγούν σε ορισμένη συγκυρία στον κλονισμό και στην παραφθορά της δημοκρατίας. Η δε πολιτική και κοινωνική θεωρία δεν έχει καταλήξει (ούτε μπορεί να καταλήξει, ίσως έλεγαν κάποιοι) σε μια οριστική και τελεσίδικη ερμηνεία για τη βιωσιμότητα ή μη του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αναγέννηση του οποίου κατά τους νεότερους χρόνους χαιρετίστηκε με μεγάλη αισιοδοξία· όχι μόνο από ειδικούς αναλυτές, αλλά και από πλατιές μάζες του πληθυσμού, που προσδοκούσαν βελτίωση του επιπέδου της ευημερίας τους μέσα από τη διεύρυνση της συναίνεσης και της συμμετοχής τους στην πολιτική διαδικασία. Εν τούτοις, οι πλέον ενήμεροι των παρατηρητών δεν παραλείπουν να επισημαίνουν ότι και κατά το παρελθόν (λ.χ. στην ελληνική αρχαιότητα) υπήρξε δημοκρατία, η οποία όμως δεν επιβίωσε επί μακρόν, ούτε απέφυγε τελικά τον μαρασμό και την παρακμή της, για να αντικατασταθεί κατόπιν στην πορεία του χρόνου από αυταρχικά έως απολυταρχικά καθεστώτα, που διήρκεσαν πολύ περισσότερο, και ίσως επιβιώνουν ακόμα.

Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αν βρισκόμαστε (και στον τόπο μας και στην εποχή μας) ενώπιον μιας ανάλογης «εξέλιξης» των πραγμάτων, καθώς και αν μπορούν να προληφθούν ή και να αποτραπούν οι «δημοκτονικές» τάσεις στη δημοκρατία μας· τη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, που απολαμβάνουμε εδώ και κάμποσο καιρό, από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1974 και μετά. Ερωτάται, συνεπώς, ποιες είναι αυτές και πώς μπορεί να ελεγχθούν προτού προσλάβουν καταστροφικές διαστάσεις. Την επισήμανση αυτή δεν την κάνουμε για την επίδειξη γνώσεων ή «εξυπνάδας», αλλά γιατί τα πράγματα δεν φαίνεται να πηγαίνουν σωστά – «διά το μη καλώς έχειν ταύτας τας νυν υπαρχούσας», όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1260 b 35).

Ο απλούστερος τρόπος για να προσδιοριστούν οι «δημοκτονικές» τάσεις είναι η αντιδιαστολή τους προς τις γνήσιες και αυθεντικές δημοκρατικές αρετές και καταστάσεις. Αν η δημοκρατία δεν είναι, εν τέλει, παρά το πολίτευμα εκείνο που η άσκηση της εξουσίας και η διακυβέρνηση γίνονται «από τον λαό, με τον λαό και για τον λαό», σύμφωνα με το περίφημο «αξίωμα του Gettysburg», το οποίο διατύπωσε με απαράμιλλη πυκνότητα στη σχετική ομιλία του το 1863 ο Αβραάμ Λίνκολν («government of the people, by the people, for the people»), τότε η «δημοκτονία» κινείται προς την αντίστροφη κατεύθυνση ως προς μία τουλάχιστον από τις ως άνω διαστάσεις και προϋποθέσεις της δημοκρατίας.

Η πρώτη εξ αυτών αναφέρεται, ειδικότερα, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της αιρετής εκπροσώπησης των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας, η δεύτερη στη διαρκή συναίνεση, συμμετοχή και εμπιστοσύνη των πολιτών στους εκπροσώπους τους και η τρίτη στην αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας για την εξυπηρέτηση του δημοσίου, και όχι του «ιδίου», συμφέροντος. Συνάγεται, ως εκ τούτου, ότι αν η εξουσία και η διακυβέρνηση ενός τόπου και ενός λαού δεν ασκούνται από τους αυθεντικούς εκπροσώπους (της πλειοψηφίας) των πολιτών, ούτε με τη δική τους αδιάκοπη συναίνεση και εμπιστοσύνη, αλλ’ ούτε και προς το κοινό συμφέρον, τότε εκτρέφονται «δημοκτονικές» τάσεις και ενδεχόμενα.

Κατά την απαισιόδοξη εκτίμηση, το ως άνω «τρίλημμα» (λαϊκή κυριαρχία, διαρκής νομιμοποίηση της εξουσίας και αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης) είναι μάλλον αδύνατον να απαντηθεί, δίχως να θυσιαστεί κάποιος ή κάποιοι εκ των βασικών του όρων και προϋποθέσεων. Είναι, ωστόσο, προφανές, από την άλλη πλευρά, ότι αν η αδιαίρετη τριάς των βασικών δημοκρατικών αρετών δεν τηρείται απαρεγκλίτως και ισοδυνάμως, τότε αυτή που θα πάσχει και θα υποφέρει τελικά θα είναι η ποιότητα της πολιτικής κοινωνίας. Ωστε δεν είναι πρέπον να «θυσιαστεί» καμία εξ αυτών. Διαφορετικά, η πολιτική «τάξη» που θα ανακύψει είτε δεν θα είναι αντιπροσωπευτική, είτε δεν θα είναι νομιμοποιημένη και διαρκώς υπόλογη στον λαό, είτε δεν θα είναι αποτελεσματική στη διαχείριση της εξουσίας – είτε και τα τρία μαζί, οπότε η «δημοκτονία» θα είναι πλήρης, απόλυτη και ολοσχερής.

Τούτο το ενδεχόμενο, όμως, δεν υπαγορεύεται από κάποια φυσική και αναπόδραστη νομοτέλεια, ούτε είναι αναγκαίο να συμβεί. Αντιθέτως, η επίγνωση των κινδύνων, των δυσχερειών και των διακυβεύσεων μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της εγρήγορσης και της ανάληψης πρωτοβουλιών για τον έλεγχο και την αποτροπή τους. Αν οι πολίτες (και οι εκπρόσωποί τους) ενεργήσουν κατά τρόπο έλλογο, σύντονο και δημιουργικό σε μια δημοκρατία, που δεν έχει ακόμα «δημοκτονήσει», μπορεί να αποφύγουν αυτό το αρνητικό ενδεχόμενο, αλλά και να καλλιεργήσουν τις αρετές εκείνες και τις δυνατότητες που προσιδιάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και σε μια ποιοτική δημοκρατία, μια πολιτική κοινωνία στην οποία αξίζει να ζει κανείς και να «πολιτεύεται». Γιατί μόνο τότε θα μπορέσει «η χώρα του ήλιου να αντικρίσει τον ήλιο» ξανά και «η χώρα του ανθρώπου να αντικρίσει τον άνθρωπο» για μία ακόμα φορά, όπως έγραφε σε ένα ποίημά του ο Σεφέρης το 1946 (Το Ναυάγιο της Κίχλης). Το τι ακολούθησε είναι γνωστό, αλλά δεν είναι αναπόφευκτο να συμβεί ξανά κάτι σαν αυτό.

Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Πραϋντική παύση από τοξικά πάθη

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 09.06.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μια αναλαμπή μετριοπάθειας μέσα στον θερμό ρυθμό μας ήταν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, μια αισθητή χειραφέτηση από τα τοξικά πάθη. Αντίθετα προς την παγκόσμια τάση υποχώρησης των δυνάμεων που οδηγούν στην ειρήνη και την ευημερία. Αντίθετα στο σαρωτικό ρεύμα του ανορθολογισμού, της κινδυνολογίας, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας, της αναζωπύρωσης των διαφορών, του αυταρχισμού, της αλαζονείας της εξουσίας. Εν μέσω πλανητικών αναστατώσεων, μετακινήσεων πληθυσμών, μισαλλόδοξων φωνών, ανεξέλεγκτων καταστάσεων, διαδικτυακών ψευδών, οικονομικών κρίσεων, οξύτατων ανταγωνισμών. Κάναμε μια παύση. Αραγε χάρη στο θαύμα μιας προαιώνιας ιδέας ή επειδή κουραστήκαμε από τις υπερβολές, την αμετροέπεια, τις εμφυλιοπολεμικές αντιπαραθέσεις, τα ναζιστικά μορφώματα, τον αντιδημοκρατικό αντιεξουσιαστικό ακτιβισμό, τις κραυγές;

Από το «μηδέν άγαν» του Χίλωνα, το «μέτρον άριστον» του Κλεόβουλου και το «μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρός δ επί πάσιν άριστος» (κρατάτε το μέτρο· και υπάρχει η κατάλληλη στιγμή για όλα) του Ησίοδου έχουν περάσει 27 αιώνες. Ομως ακόμη λέμε «μην πετάς πέτρες εάν ζεις σε γυάλινο σπίτι» (παροιμία).

Η μετριοπάθεια δεν είναι μετριότητα, ούτε ουδετερότητα, αδιαφορία ή αμφιθυμία. Δεν είναι αδυναμία, είναι το αντίθετο του δογματισμού και της βίας. Είναι, σε κρίσιμες περιόδους, πολιτική αρετή. Είναι τα μεστά λόγια και οι ήπιες πράξεις, η αντίσταση στις πιέσεις, η αποφυγή της αδιαλλαξίας, η ηρεμία που απαιτείται για να πείσεις ότι έχεις δίκιο. Είναι ο ρεαλισμός, η ικανότητα μάθησης, το ευρύ πνεύμα, η αναγνώριση του δίκιου του άλλου, η αποδοχή του δικαιώματός του να πράττει κατά τη δική του συνείδηση, ο διάλογος, η σύγκλιση. Είναι ο συνειδητός σκοπός και η εκούσια διαχείριση, η λήψη δυσάρεστων αλλά αυτονόητων αποφάσεων, είναι τα θεμέλια του δικαίου.

Συχνά ο όρος ερμηνεύεται με τρόπο που διαστρεβλώνει την ουσία του. Παρουσιάζεται ως το κυνήγι μιας επαμφοτερίζουσας θέσης, των ασφαλών αποστάσεων, της αντιπροσώπευσης συγκεκριμένων συμφερόντων, της μηχανιστικής διασύνδεσης διαφορετικών ομάδων εκλογέων, χωρίς ένα καθαρό σχέδιο για την ευημερία όλων. Προβάλλεται ως χώρος διαιώνισης του κομφορμισμού και της στασιμότητας. Οχι ότι κυρίαρχα πολιτικά κόμματα δεν εμφανίζουν τέτοια χαρακτηριστικά, ωστόσο αυτά δεν υπηρετούν την κύρια επιταγή της μετριοπάθειας, που είναι, πέρα από τη μάχη ενάντια στον φανατισμό, η κατάδυση στο βάθος των πραγμάτων. Η σεμνότητα. Μια κοινωνική και πολιτική άσκηση μετριοφροσύνης θεωρούσε ο Αλμπέρ Καμύ τη δημοκρατία. Για τον Καμύ ο δημοκράτης είναι άτομο ταπεινό, που αποζητεί τη συμβουλή των άλλων, καθώς αναγνωρίζει ότι δεν τα κατέχει όλα· η υπεροψία δεν οδηγεί στη δημοκρατία, έλεγε.

Ο μετριοπαθής δεν στερείται του σφρίγους που θερμαίνει τη δυναμική των κριτικών αντιπαραθέσεων. Απλά θάβει τα ρόπαλα, τις σιδερογροθιές, τις βαριοπούλες, αντιλαμβάνεται την αδικία ως πρόβλημα προς λύση και όχι ως ευκαιρία να πλήξει τον αντίπαλο. Ομως είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις μετριοπαθής, είναι πιο εύκολο να οργιστείς, να κράξεις, να επιτεθείς.

Από τα ιστορικά παραδείγματα μετριοπάθειας είναι εκείνα του νηφάλιου, διορατικού, διαλλακτικού Νικόστρατου, Αθηναίου στρατηγού, που επιχειρεί να εξαλείψει τα πολιτικά πάθη και να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις στην Κέρκυρα (427 π.Χ., Θουκυδίδου Ιστορίαι), και του Νικία (στο ίδιο, Σικελικά), ο οποίος μιλώντας δύο φορές στην εκκλησία του δήμου, λίγο πριν από την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία (415-413 π.Χ.), προσπαθεί, εις μάτην, να τους πείσει να μην προχωρήσουν σε πόλεμο, αφού οι αντίπαλοι διαθέτουν ισχυρότερο στρατό και μεγαλύτερο πλούτο. Υποστηρίζει πως η πόλη πρέπει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία της ειρήνης για να αναπληρώσει τις απώλειες σε άνδρες και χρήμα, τους συμβουλεύει να μη φοβηθούν μήπως θεωρηθούν δειλοί αν δεν ψηφίσουν υπέρ της εκστρατείας, ενώ αμφισβητεί την αξιοπιστία του αδίστακτου και επιβλητικού Αλκιβιάδη ισχυριζόμενος ότι, νεαρός και αλαζών, επιθυμεί τον πόλεμο μόνο από ιδιοτέλεια και ματαιοδοξία.

Για τους περισσότερους πολιτικούς, παλιούς και σύγχρονους, μετριοπάθεια και πόλεμος είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Ο Χένρι Κίσινγκερ έλεγε ότι η μετριοπάθεια είναι προσόν μόνο όταν οι άλλοι αντιλαμβάνονται ότι έχεις και άλλες λύσεις. Στον πόλεμο δεν υπάρχει μέση οδός, υποστήριζε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ. Η μετριοπάθεια στη μάχη είναι βλακεία. Σωστό.

Το ζήτημα είναι να μη φτάσεις ώς εκεί. Και, φυσικά, για να αποφύγεις την αιματοχυσία, απαιτούνται σύνεση, ευστροφία και διπλωματία.

 

 

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Το κοπιαστικό ιδιόλεκτο της πειθούς

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 31.03.2019

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Είναι τέχνη η δημόσια ομιλία – θα ακούσουμε πολλές κατά την προ των ευρωεκλογών περίοδο, την οποία άνοιξε ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη. Ο ομιλητής αναγκάζεται να είναι όχι μόνο καλός ρήτορας, αλλά και καλός αφηγητής –οι ιστορίες αρέσουν στους ανθρώπους–, πνευματώδης, πειστικός, σύντομος, σαφής, πειθαρχημένος, ηγέτης και μαζί άνθρωπος, ένας από το κοινό. Ο ομιλητής (ή ο ειδικευμένος συγγραφέας που προετοιμάζει τον λόγο του) μοιάζει ορθό να βαδίζει κυρίως με βάση τη λογική και δευτερευόντως με το συναίσθημα, πρωτίστως να αποδεικνύει και συγκρατημένα να συγκινεί. Με ακρίβεια εκφραστική.

Δεν είναι πάντα απολύτως επιτυχείς εκφραστικά οι λόγοι του πρωθυπουργού (ή οφείλεται στο ότι αυτοσχεδιάζει μιλώντας εκτός χειρογράφου;). Είχε πει το καλοκαίρι στο Λαύριο πως «ό,τι εκπροσωπεί κίνδυνο για τις ανθρώπινες ζωές θα ξηλωθεί», αντί του «ό,τι αντιπροσωπεύει (ή αποτελεί) κίνδυνο…»· σε φόρουμ παλιότερα είχε αναφερθεί στη «συνύπαρξη πολιτισμών που τους χωρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα», όταν ο μέγιστος κύκλος της Γης, ο Ισημερινός, μετρά 40.075 χιλιόμετρα, κ.ο.κ.

Είναι τέχνη η ρητορική. Κατά τον Φάνη Κακριδή, γεννήθηκε στη Σικελία, στις δημοκρατικές Συρακούσες, όπου ο Κόρακας και ο μαθητής του Τισίας επινόησαν τη διαίρεση κάθε λόγου σε προοίμιο, διήγηση, αποδείξεις και επίλογο, και επεξεργάστηκαν αποδεικτικούς τρόπους, τις έντεχνες πίστεις και τα επιχειρήματα. Η σικελική παράδοση μεταφυτεύθηκε στον ελλαδικό χώρο και φορείς της τέχνης αυτής δεν ήταν μόνο οι σοφιστές. Ρητοροδιδάσκαλοι ήταν και ρήτορες σαν τον Αντιφώντα και τον Ισοκράτη και φιλόσοφοι σαν τον Αριστοτέλη. Η ρητορική ασκούνταν από το πολιτικό βήμα, σε γιορτές και σε δίκες. Πολλοί δάσκαλοι της ρητορικής ήταν και λογογράφοι – ένα είδος δικηγόρων που προετοίμαζαν τις αγορεύσεις των διαδίκων στο δικαστήριο (δεν είχαν σχέση με τους λογογράφους της αρχαϊκής εποχής, που έγραφαν γεωγραφικά, εθνολογικά και γενεαλογικά έργα) και ενίοτε οι ίδιοι έγραφαν τον λόγο και του κατήγορου και του κατηγορουμένου. Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε τους Αθηναίους ότι άλλο δεν κάνουν από το να δικάζουν και να δικάζονται: «Τα τζιτζίκια», έγραψε, «ένα δυο μήνες μόνο τραγουδούν στα κλαδιά· όμως οι Αθηναίοι αδιάκοπα, όλη τους τη ζωή τραγουδούν στα δικαστήρια» («Ορνιθες»).

Συνέγραφαν οι ρήτορες λόγους για τις συνάξεις και εισήγαν τις πολιτικές θέσεις των ιδίων ή των πελατών τους με λόγια ζωντανά, καθημερινά, φυσικά, λιτά, πειστικά όπως ο Λυσίας, με φράσεις ισοζυγιασμένες, δομή ξεκάθαρη, επιδέξια επιχειρηματολογία όπως ο Αντιφών, με αυθορμητισμό, αφηγηματική ζωντάνια, αβίαστη ροή όπως ο Ανδοκίδης, με παραστατικότητα, μεγαλοπρέπεια και πνεύμα όπως ο Αισχίνης, ή με εξεζητημένο ιδιόλεκτο, με επιτηδευμένες μακρόσυρτες περιόδους, φορτωμένες με δευτερεύουσες, αρχιτεκτονημένες με προσοχή, οργανωμένες με αντιστοιχίες και αντιθέσεις όπως ο Ισοκράτης. Οχι ότι ο αρχαίος ρήτορας δεν ασχολείτο με ψευδοπροβλήματα, δεν τροφοδοτούσε τα επιφαινόμενα, δεν υπέπιπτε σε ασύγγνωστα σφάλματα. Οχι ότι δεν ήταν ο δημόσιος λόγος στην αρχαιότητα στομφώδης και επιθετικός, όπως σήμερα. Και ο Λυκούργος είχε ύφος «διογκωμένο, μεγαλόστομο, όχι κομψό, ούτε ευχάριστο, αλλά δυναμικό». Και ο Ισαίος επιτίθετο με σφοδρότητα, με ανοίκειες ύβρεις και υπαινιγμούς στους αντιπάλους. Και ο

Δημοσθένης ενήλλασσε απλές καθημερινές εκφράσεις με τολμηρές μεταφορές, στρωτές αφηγήσεις με άγριες προσωπικές επιθέσεις, κοροϊδίες, εκρήξεις αγανάκτησης και εξάρσεις πατριωτικές – «θηρίο» τον αποκαλούσε ο Αισχίνης, που είχε αναμετρηθεί μαζί του στα δικαστήρια. Επαγγελματίες τεχνίτες του λόγου δεινοί, άριστοι στη διατύπωση της σκέψης, διέπλαθαν προσωπικότητες, νουθετούσαν τους νέους, επηρέαζαν τις πολιτικές εξελίξεις.

Σήμερα είναι συχνά ασθενέστερος ο αποδεικτικός λόγος, πιο αναιμική η στρατηγική της πειθούς, εντονότερη εκείνη του συνθήματος και του συναισθήματος («μάχη από καρδιάς απέναντι στη συντήρηση»). Είναι λόγος συνήθως προβλέψιμος, ελάχιστα κατατοπιστικός. Κατά τα ειωθότα, απαξιωτικός («οι μάσκες έπεσαν, κανένα προσωπείο δεν θα τον σώσει…») ή καταξιωτικός («έβαλαν τη χώρα στα μνημόνια και εμείς την απελευθερώσαμε»), ανάλογα με το πολιτικό μέτωπο από το οποίο προέρχεται. Ο σημερινός εμπνευσμένος, καλά αρθρωμένος πολιτικός λόγος, ενδεχομένως προϊόν ευρηματικών έμπειρων λογογράφων, μάχεται αλλά συχνά δεν νικά τον, λαϊκιστικό και μη, δημαγωγικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί τα όπλα που του προσφέρει η δημοκρατία για να την αποδυναμώσει.

Τι είναι και τι θέλει ο λαϊκισμός

Και πρώτα απ’ όλα ο όρος, «η των ονομάτων επίσκεψις». Ο όρος «λαϊκισμός» έκανε δυναμικά την είσοδό του στην ελληνική πολιτική ζωή στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, οι πρώτοι που τον χρησιμοποίησαν στον δημόσιο λόγο, αναφερόμενοι στο τότε ραγδαία ανερχόμενο ΠαΣοΚ, ήταν οι αδελφοί Μιχάλης και Λευτέρης Παπαγιαννάκης (μακαρίτες, δυστυχώς, και οι δύο σήμερα) σε κείμενό τους στο περιοδικό «Πολίτης».

Κάποιοι ισχυρίζονται πως οι όροι «δημαγωγία/δημαγωγός» είναι αντίστοιχοι των «λαϊκισμός/λαϊκιστής». Δεν συμφωνώ. Η δημαγωγία είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τον λαϊκισμό. Στον πληθωρικό και κατά βάση παραπλανητικό λόγο του δημαγωγού τον κυρίαρχο τόνο δεν είναι απαραίτητο να τον δίνει ο λαϊκισμός ως αντίληψη για τον ρόλο του κράτους και των θεσμών, καθώς και για τη σχέση του «λαού» με το πολιτικό γίγνεσθαι. Κατά το παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί επίσης ο όρος «ποπουλισμός», ο οποίος όμως δεν «έγραψε», και μάλλον κατέληξε να χρησιμοποιείται για ειδικότερες περιπτώσεις.

Αν έπρεπε, τώρα, να εντοπιστούν κάποια από τα βασικά γνωρίσματα του λαϊκισμού, θα έλεγα ότι αυτά είναι:

— Επίμονη αναφορά στον «λαό», γενικά, αόριστα και αδιαφοροποίητα, σαν την πηγή όλων των «καλών» και των νομιμοποιήσεων. Αποσιωπάται έτσι ή υποβαθμίζεται η ύπαρξη στους κόλπους του «λαού» διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, ομάδων και κατηγοριών, των οποίων μάλιστα τα συμφέροντα όχι απλώς δεν συμπίπτουν απαραιτήτως, αλλά συχνά είναι και αλληλοσυγκρουόμενα.

— Παρουσία κάποιου χαρισματικού (ή αυτοχρισμένου «χαρισματικού») ηγέτη. Ο ηγέτης επικοινωνεί απευθείας με τον λαό «του», του οποίου γνωρίζει, καταλαβαίνει και νιώθει τα προβλήματα και τις επιθυμίες.

— Υποτίμηση και υποβάθμιση του ρόλου και της σημασίας των θεσμών, ως εξισορροπητικού παράγοντα και ασφαλιστικής δικλίδας για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού/κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Εφόσον, μάλιστα, υπάρχει και αναφορά σε κάποιον ηγέτη, η σχέση του με τον λαό είναι αδιαμεσολάβητη, απευθείας, και επομένως ο ρόλος των θεσμών μειώνεται ακόμη περισσότερο. Εξ ου και το ανδρεοπαπανδρεϊκό (σε στιγμή δημαγωγικής ρητορικής έξαρσης, ας το δεχτούμε): «Δεν υπάρχουν θεσμοί. Μόνο ο λαός»!

— Καταγγελία των «ελίτ», η οποία συνήθως συνοδεύεται από κατ’ αντιδιαστολήν εξύμνηση του «κοινού ανθρώπου». Βέβαια, ο «κοινός άνθρωπος», ο common man, είναι κι αυτός ως έννοια κάτι εξίσου ασαφές και ακαθόριστο όσο και ο «λαός» ή οι «μη προνομιούχοι». Ολοι αυτοί οι όροι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: λόγω ακριβώς της ασάφειάς τους, μπορούν να γίνονται εξαιρετικά αποτελεσματικό πολιτικό όπλο στα χέρια των «μαζοχειραγωγών». Κάθε πολίτης/ψηφοφόρος μπορεί έτσι να κατατάσσει τον εαυτό του στους «μη προνομιούχους» ή να διεκδικεί την ιδιότητα του common man, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση για την ακριβή θέση του στην παραγωγή, το κοινωνικό του status, τις ταξικές του αναφορές και συντεταγμένες.

— Κατά κανόνα, ο λαϊκισμός, οι λαϊκιστές και τα λαϊκιστικά καθεστώτα τρέφονται και από μία ακόμα βολική κατασκευή, η οποία μάλιστα παίρνει συχνά τη μορφή «εθνικού μύθου»: από τον κίνδυνο που (υποτίθεται ότι) αποτελεί, για την υπόσταση αλλά και για την ταυτότητα του απλού πολίτη, κάποιος εξωτερικός εχθρός, κάποια εξωτερική απειλή. Αυτή η απειλή μπορεί να είναι μια γειτονική χώρα, ο «ιμπεριαλισμός» γενικά και αόριστα, «οι ξένοι που μας φθονούν και μας υποβλέπουν», οι μετανάστες, κ.ο.κ.

Υπάρχουν επίσης κάποια ζητήματα που, ειδικά στις μέρες μας, τίθενται αρκετά συχνά με τη μορφή ερωτημάτων. Ενα από αυτά είναι κατά πόσον μπορεί να γίνονται παραλληλισμοί με τη Λατινική Αμερική, όταν εξετάζουμε το φαινόμενο του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για δυο διαφορετικά φαινόμενα, σε εντελώς διαφορετικά πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Κάποιοι άλλοι, πάλι, θεωρούν πως τα βασικά γνωρίσματα και συστατικά των λαϊκιστικών καθεστώτων είναι λίγο-πολύ παντού τα ίδια, με τις αναπόφευκτες βέβαια κατά τόπους ιδιαιτερότητες.

Κατά τα άλλα, υπάρχουν βέβαια και θεωρητικοί, όπως ο μακαρίτης Ερνέστο Λακλάου, που υποστηρίζουν πως η κριτική στον λαϊκισμό εκπορεύεται (κι αυτή, όπως και όλα τα κακά, άλλωστε) από τις ελίτ. Ο λαϊκισμός, σύμφωνα με αυτή την άποψη, κάθε άλλο παρά καταδικαστέος είναι, αφού διευκολύνει την ένταξη των «πλατιών λαϊκών μαζών» στο πολιτικό γίγνεσθαι. Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε.

Εν κατακλείδι, και για να μην παριστάνω τον αφ’ υψηλού τιμητή των πάντων, θα έλεγα ότι, κακά τα ψέματα, όλα τα κόμματα λαϊκίζουν ή έχουν λαϊκίσει, περισσότερο ή λιγότερο, κατά τη διάρκεια του πολιτικού τους βίου. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα: δεξιά, κεντρώα και αριστερά, με την Αριστερά μάλιστα να πρωταγωνιστεί συχνά στο συγκεκριμένο πεδίο.

Επίσης, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ο λαϊκισμός «πατάει» κατά κανόνα σε υπαρκτά προβλήματα συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων (εξ ου και η διόλου ευκαταφρόνητη απήχησή του), για τα οποία ωστόσο προτείνει εσφαλμένους ή εν γνώσει του παραπλανητικούς τρόπους αντιμετώπισης.

Με άλλα λόγια, ας μην υποτιμάμε τη διακριτική (ενίοτε και καθόλου διακριτική) γοητεία του λαϊκισμού. Αν, βέβαια, θέλουμε να εξηγήσουμε την απήχησή του και όχι απλώς να τον ξορκίσουμε.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ

Το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 14.04.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Αγωγή του Πολίτου όπως την αντιλαμβανόταν η εθνοσωτήριος στις 21 Απριλίου 1967.

Συκοφαντήθηκε πολύ η μεταπολίτευση. Συκοφαντήθηκε πριν από την κρίση ως «γενιά του Πολυτεχνείου» και μετά την κρίση ως «παλαιό πολιτικό σύστημα». Τα στοιχεία όμως δείχνουν ότι η περίοδος 1975-2018 ήταν, παρά την κρίση, η καλύτερη εποχή της Ελλάδας. Το 1974 το κατά κεφαλήν ακαθάριστο προϊόν ήταν μόλις 2.812 δολάρια. Το 2018 ήταν επταπλάσιο, 20.309 δολάρια. Πριν από 45 χρόνια το προσδόκιμο ζωής ήταν στα 72 έτη, ένα χρόνο μεγαλύτερο από τις ΗΠΑ. Το 2018 στην Ελλάδα ήταν 81 έτη, ενώ στις ΗΠΑ 78,7 έτη.

Η μεγαλύτερη συμβολή όμως της μεταπολίτευσης αφορά αυτό που θεωρούμε δεδομένο, την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών. Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Θανάσης Διαμαντόπουλος, μιλώντας στην παρουσίαση των επτά τευχών «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων» (εκδ. Επίκεντρο), έκανε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ της μεταπολίτευσης και της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.

«Νοσηρότητες υπήρξαν κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης», είπε, «αλλά είναι νοσηρότητες που αναδεικνύει η ματιά του βραχέος χρόνου. Αν δούμε τον μακρύ χρόνο, τον ιστορικό χρόνο, η μεταπολίτευση είναι ίσως η μόνη περίοδος της εύρωστης Δημοκρατίας σε αντίθεση με την περίοδο της εύτρωτης Δημοκρατίας, όταν είχαμε Δημοκρατία. […] Είναι η πρώτη φορά που όλες οι εκλογές έγιναν εντός του θεσμικού πλαισίου. Δεν είχαμε αυθαίρετη παράταση της εκλογικής περιόδου, όπως έγινε τουλάχιστον δύο φορές το 1920 και το 1932, που προκήρυξε εκλογές η βενιζελική κυβέρνηση πολύ πέραν της τετραετίας. Δεν είχαμε αλλαγές Συντάγματος εκτός της συνταγματικής νομιμότητας. Για πρώτη φορά το 2001 είχαμε συνταγματική συναινετική αναθεώρηση, κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Στην περίοδο 1910-1974, που εξετάζουν τα βιβλία (δεν διαφέρει πολύ σε χρόνο από την περίοδο της μεταπολίτευσης: 64 χρόνια η μία, 45 η άλλη), είχαμε τέσσερις τυπικές δικτατορίες κι άλλες τέσσερις άτυπες. Εχουμε την περίοδο 1910-1974 πέντε διαφορετικά Συντάγματα, όλα εισαχθέντα πραξικοπηματικώς, συν την επαναφορά ενός έκτου. Και πάνω απ’ όλα έχουμε αίμα. Κάποιες φορές αναδρομικό. Ο στρατηγός Παπούλας εκτελέσθηκε το 1935 χωρίς να έχει καμία σχέση με το αδίκημα που του αποδόθηκε, για μια αλλαγή πολιτικού στρατοπέδου που είχε κάνει το 1922 και θεωρήθηκε παραταξιακός αποστάτης. Οι 154 κομμουνιστές που εκτελέστηκαν το 1948 δεν είχαν σχέση με τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά· ήταν πράξη αντιποίνων…» (4.4.2019)

Η «σωτηρία της πατρίδος»

Ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευάνθης Χατζηβασιλείου, που μίλησε στην ίδια εκδήλωση, εξήγησε γιατί περάσαμε από την εύτρωτη προ του 1974 Δημοκρατία στην εύρωστη Δημοκρατία της μεταπολίτευσης. «Κυριάρχησε η αρχή “υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος”. Αυτό είναι μοιραίο για τη σταθερότητα της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία είναι πάνω απ’ όλα συμφωνημένη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Από τη στιγμή που διαρρηγνύεται ο συμφωνημένος αυτός χαρακτήρας και τίθεται μια υπέρτερη αρχή, από τη στιγμή που θα πεις “υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος”, μετά είναι ζήτημα χρόνου να αρχίσεις να εργαλειοποιείς αυτήν την αρχή στην εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση».

Πράγματι, τη «σωτηρία της πατρίδος» επικαλέστηκαν και οι συνταγματάρχες για να καταλύσουν το δημοκρατικό καθεστώς το 1967. Ηταν η τελευταία φορά. Τα καμώματα της επταετίας ανέδειξαν τον εργαλειακό χαρακτήρα της αρχής «υπέρτατος νόμος η σωτηρία της πατρίδος» και ουδείς μπορούσε πλέον να την επικαλεστεί. Το πρόβλημα όμως είναι πως η Δημοκρατία, η συμπεφωνημένη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δεν έγινε ο «υπέρτατος νόμος». Πολλοί λαϊκιστές την υπονομεύουν για τη «σωτηρία» άλλων, σημαντικότερων κατά την άποψή τους αρχών. Και δυστυχώς τα ελλείμματα Παιδείας είναι τόσο μεγάλα, που πολλοί –πρωτίστως οι νέοι που δεν έχουν την εμπειρία της εύτρωτης Δημοκρατίας– τους πιστεύουν.

Το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας σπανίως συζητείται στις μέρες μας. Λένε ότι κάποιος νέος που θα μπει τώρα στην αγορά εργασίας θα αλλάξει επάγγελμα πέντε με έξι φορές στη ζωή του. Δεν θα αλλάξει εργοδότη, ούτε θα κάνει κάτι που έχει σχέση με όσα έμαθε, αλλά πρέπει να αποκτήσει νέες δεξιότητες. Μπορεί να σπούδασε γλωσσολογία, αλλά οι ανάγκες της αγοράς θα τον οδηγήσουν να εργάζεται στον τομέα των υπολογιστών. Επειδή το τοπίο της οικονομίας αλλάζει ραγδαία, πρέπει να εκπαιδεύεται και να επανεκπαιδεύεται.

Απλοποιητικός λαϊκισμός

Ομως και το τοπίο της πολιτικής αλλάζει διαρκώς, αλλά περιμένουμε από έναν νέο να αντεπεξέλθει με τα πέντε κολλυβογράμματα που έμαθε στην Αγωγή του Πολίτη, με ό,τι ακούσει στις συντροφιές του και ό,τι πάρει το μάτι του στο timeline του Τwitter, ανάμεσα στα νέα της Σούλας-Μπούλας και την εγκυμοσύνη κάποιας Καρντάσιαν. Η Δημοκρατία είναι από χέρι χαμένη επειδή διαρκώς μεταμορφώνεται και ελάχιστοι πλέον κατανοούν τις διαδικασίες της. Γράφαμε και παλιότερα πως «το “βάθεμα και το πλάτεμα της Δημοκρατίας” απαιτεί όλο και περισσότερους παίκτες στη διαδικασία, αλλά –φευ– έχει όλο και μεγαλύτερη πολυπλοκότητα. Εκεί, όμως, βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα της: όσο προστίθεται πολυπλοκότητα στο σύστημα, τόσο πιο ακατανόητο γίνεται, αλλά και δομικά πιο ασταθές. Ο μέσος πολίτης δεν μπορεί, για παράδειγμα, να κατανοήσει πώς μια ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αντιταχθεί και να απαγορεύσει το “προφανές” (βλέπε υπόθεση αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες). Δεν μπορεί να κατανοήσει τις δαιδαλώδεις διαδικασίες για τη λήψη μιας απόφασης ή τις ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν, επειδή ακριβώς στη διαδικασία εμπλέκονται πολλοί ανεξάρτητοι παράγοντες […]. Ετσι οι πολίτες απλοποιούν την πολυπλοκότητα της Δημοκρατίας σε συνωμοσίες: των Εβραίων, της παγκοσμιοποίησης, των Αμερικανών, της διαπλοκής κ.λπ. Εδώ, όμως, βρίσκει εύφορο έδαφος ο παντός τύπου απλοποιητικός λαϊκισμός. Κι εκεί βρίσκεται το “δημοκρατικό παράδοξο”: η διεύρυνση της Δημοκρατίας προσθέτει πολυπλοκότητα. Η πολυπλοκότητα απομακρύνει τους πολίτες κι αυτό αφήνει έδαφος στους λαϊκιστές εχθρούς της» («Το δημοκρατικό παράδοξο και κρίση της πολιτικής», Καθημερινή 28.1.2007).

Οσοι γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του ’60 έχουν μάθει τα βασικά του πολιτεύματος –όπως τα ‘χουν μάθει τέλος πάντων– για την εκτελεστική εξουσία, τη Βουλή, τη Δικαιοσύνη, αλλά εν τω μεταξύ καλούνται να ψηφίσουν στις ευρωεκλογές, να σεβαστούν τις αποφάσεις των ανεξάρτητων αρχών (τι είναι ετούτο πάλι;), να καταλάβουν τη διαφορά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ψιλά γράμματα· τόσο ψιλά, που όλοι τα προσπερνούν, με αποτέλεσμα να απέχουν. Απέχοντας όμως, κάποιοι άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις και, με δεδομένη την πολυπλοκότητα στην πολιτική διαδικασία, μένει χώρος για συνωμοσιολογία και καταδίκη των ελίτ «που αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς».

 

 

 

Συνταγματική δημοκρατία και λαϊκισμός

ΤοΒΗΜΑ Team

| 12.03.2019 – 09:08

Ολοένα και πληθαίνουν, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, τα βιβλία, τα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, τα σεμινάρια και τα συνέδρια γύρω από το φαινόμενο του λαϊκισμού. Η πολιτική επιστήμη, με σημαντική και διεθνώς αναγνωρισμένη τη συνεισφορά των θεραπόντων της στην Ελλάδα, έχει εμβαθύνει πολύ στο θέμα αυτό. Αντιθέτως, δεν έχει ακόμη διερευνηθεί επαρκώς η θεσμική όψη του φαινομένου του λαϊκισμού, δηλαδή η σχέση του με τις διαδικασίες και τους θεσμούς της συνταγματικής δημοκρατίας, ένα θέμα που ενδιαφέρει πρωτίστως την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.

Αυτή η διπλή όψη του λαϊκισμού, ως πολιτικού φαινομένου και συγχρόνως ως φαινομένου συνταγματικού ενδιαφέροντος, βρέθηκε στο επίκεντρο του συνεδρίου που διοργάνωσε ο όμιλος Μάνεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 1 και 2 Μαρτίου, υπό τον γενικό τίτλο «Συνταγματική δημοκρατία και λαϊκισμός», με τη συμμετοχή εξαίρετων ελλήνων πολιτικών επιστημόνων και συνταγματολόγων.

Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, οι εισηγήσεις των Χ. Λυριντζή, Γ. Σταυρακάκη, Γ. Αναστασάκου, Γ. Μπαλαμπανίδη και Γ. Μοσχονά επιβεβαίωσαν τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί ως προς τον προσδιορισμό των ουσιωδών γνωρισμάτων της έννοιας του λαϊκισμού, έστω και αν ακόμη δεν έχει βρεθεί ένας αξιολογικά ουδέτερος ορισμός της, εάν αυτός είναι δυνατός.

Πάντως, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στο συνέδριο πολιτικούς επιστήμονες φαίνεται να συμφωνούν με τον Cas Mudde, ότι ο λαϊκισμός είναι «μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα, που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον «αγνό λαό» ενάντια στις «διεφθαρμένες ελίτ», και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού» (βλ. C. Mudde – Cr. Rovira Kaltwasser, επιμ., Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, μετάφραση Π. Ασλανίδη, εκδ. Επίκεντρο, 2013, σελ. 44).

Εκτός από ιδεολογία, ο λαϊκισμός είναι όμως και τεχνική διακυβέρνησης, από τη στιγμή που κατακτά την πολιτική εξουσία. Και τότε αποκτά ενδιαφέρον και από την άποψη του συνταγματικού δικαίου, αφού ο κατά βάση αντιφιλελεύθερος χαρακτήρας του λαϊκισμού αποτελεί μια μόνιμη πηγή έντασης με τις διαδικασίες και τους θεσμούς της συνταγματικής δημοκρατίας. Στις εισηγήσεις των Γ. Σωτηρέλη, Ξ. Κοντιάδη, Σπ. Βλαχόπουλου, Ιφ. Καμτσίδου, Π. Μαντζούφα, Λ. Παπαδοπούλου, Α. Μεταξά, Α. Καϊδατζή και Γ. Καραβοκύρη επισημαίνεται η αναβίωση της διάκρισης μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας στο πλαίσιο του λαϊκισμού, με διαφοροποιημένες όμως εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της διάκρισης αυτής στην ποιότητα της δημοκρατίας. Πάντως, η ακραία εκδήλωση της διάκρισης αυτής, που συνίσταται στον «πλειοψηφισμό», δηλαδή στη δίχως περιορισμούς εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας (πρβλ. N. Urbinati, Maggioranza e maggioritarismo, σε: M. Anselmi, P. Blokker, N. Urbinati, La sfida populista, Fondazione Giangiacomo Feltrinelli, ψηφιακή έκδοση, 2018, σελ. 16 επ.), απορρίπτεται σχεδόν από όλους, ως άρνηση της ουσίας της συνταγματικής δημοκρατίας. Ενώ μάλλον απομονωμένη βρέθηκε η άποψη (Α. Καϊδατζής) ότι ο περιορισμός των λειτουργιών «συνταγματικής εγγύησης» (π.χ. του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων) αποτελεί συνεπή εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, εν όψει του κινδύνου ενός αντιπροοδευτικού δικαστικού ακτιβισμού.

Εις επίρρωσιν της άποψης αυτής, αλλά ίσως και του «πλειοψηφισμού», έγινε αναφορά στο ρεύμα του αμερικανικού πολιτικού ή λαϊκιστικού συνταγματισμού (π.χ. Mark Tushnet, Akhil Amar, Larry Kramer, Richard D. Parker), το οποίο αντιλαμβάνεται το συνταγματικό δίκαιο πρωτίστως ως μέσο για την προώθηση της αρχής της πλειοψηφίας παρά για τον περιορισμό της, αμφισβητώντας τελικά την ίδια την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Ωστόσο, ο λαϊκισμός του αμερικανικού πολιτικού ή λαϊκιστικού συνταγματισμού εντάσσεται μάλλον στο ρεύμα της δημοκρατικής παρά της λαϊκιστικής συνταγματικής σκέψης (βλ. Γ. Καραβοκύρης). Σε κάθε περίπτωση δε, η αντίληψη του συνταγματικού δικαίου ως «πολιτικού δικαίου» (Droit Politique, Derecho Politico) έχει οριστικά ξεπεραστεί στον ευρωπαϊκό χώρο, και το συνταγματικό δίκαιο αντιμετωπίζεται από πολλού χρόνου, τουλάχιστον από τον Kelsen και μετά, απλώς ως «δίκαιο», πλάι στους άλλους κλάδους του δικαίου.

Εξάλλου, η ίδια η διάκριση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στην Ευρώπη, διότι ανακαλεί στη μνήμη τα ολοκληρωτικά και αυταρχικά κράτη του Μεσοπολέμου, τα οποία χαρακτήριζαν εαυτά ως αντιφιλελεύθερα αλλά δημοκρατικά, επειδή είχαν τη συγκατάθεση των μεγάλων λαϊκών μαζών. Η ευρωπαϊκή έννοια της συνταγματικής δημοκρατίας βασίζεται ακριβώς στην ιστορική αυτή επίγνωση, δηλαδή στον κίνδυνο διολίσθησης της λαϊκής κυριαρχίας σε λαϊκή αυθαιρεσία. Οπως ορίζει επιγραμματικά το άρθρο 1 του ελληνικού Συντάγματος, «Ἅπασαι αἱ ἐξουσίαι πηγάζουν ἐκ τοῦ Λαοῦ», ασκούνται όμως «καθ’ ὅν τρόπον ὁρίζει τὸ Σύνταγμα».

Ωστόσο, όπως επεσήμανε και ο Γ. Σωτηρέλης, κλείνοντας το συνέδριο, η αρμονική συνύφανση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, στο πλαίσιο της συνταγματικής δημοκρατίας, προϋποθέτει επιπλέον την αποκατάσταση της σχέσης μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς κοινωνικής προστασίας, θέτει δηλαδή ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της πραγμάτωσης της αρχής του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).

Ο κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ.

 

 

 

 

 

Ο νέος παλαιός λαϊκισμός

Το μεγαλύτερο μέρος ενός αιώνα ο λαϊκισμός θεωρούνταν ένα καθαρά λατινοαμερικανικό φαινόμενο, μια επαναλαμβανόμενη πολιτική πληγή χωρών όπως η Αργεντινή, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα. Τα τελευταία λίγα χρόνια, όμως, ο λαϊκισμός έγινε παγκόσμιος, αναστατώνοντας χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η Ουγγαρία, η Ιταλία, οι Φιλιππίνες και οι ΗΠΑ. Ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας, αποτελεί το τελευταίο παράδειγμα μιας ευρύτερης τάσης.

Οι λαϊκιστές πολιτικοί κερδίζουν έδαφος όταν οι εργαζόμενοι και οι πολίτες της μεσαίας τάξης αισθάνονται ότι έχουν αδικηθεί από τις ελίτ της χώρας τους. Μέσα στη δυστυχία τους, οι ψηφοφόροι στρέφονται προς ισχυρές, χαρισματικές προσωπικότητες των οποίων η ρητορική επικεντρώνεται συχνά στις αιτίες και στις επιπτώσεις της ανισότητας. Επιπλέον, οι λαϊκιστές ηγέτες είναι εθνικιστές και το νόμισμά τους είναι η αντιπαράθεση. Συνεπώς, «ο λαός» πρέπει να τεθεί κατά του πολιτικού κατεστημένου, των μεγάλων εταιρειών, των τραπεζών, των πολυεθνικών, των μεταναστών και άλλων ξένων θεσμών.

Μόλις παίρνουν την εξουσία, οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις τείνουν να εφαρμόζουν πολιτικές που αποσκοπούν στην αναδιανομή του εισοδήματος. Συχνά αυτές περιλαμβάνουν μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και νομισματική επέκταση. Οι λαϊκιστικές πολιτικές – που περιλαμβάνουν επίσης τον προστατευτισμό, ρυθμίσεις που κάνουν διακρίσεις και capital controls – παραβιάζουν τις περισσότερες από τις βασικές αρχές της παραδοσιακής οικονομικής πολιτικής. Αλλά η ετεροδοξία προϋποθέτει ρήξη με το status quo. Και σύμφωνα με τους λαϊκιστές, επειδή το status quo είναι η πηγή των δεινών της χώρας τους, η ρήξη με αυτό αποτελεί τη μοναδική λύση.

Η Βενεζουέλα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί να επικρατήσει ο λαϊκισμός. Το αρχικό γεγονός που έδωσε ορμή στο λαϊκιστικό κίνημα στη χώρα συνέβη σχεδόν 10 χρόνια προτού ανεβεί στην εξουσία ο Ούγκο Τσάβες. Στις 27 Φεβρουαρίου 1989, ταραχές ξέσπασαν στην πρωτεύουσα Καράκας ύστερα από την ανακοίνωση ότι τα εισιτήρια των δημόσιων συγκοινωνιών θα αυξάνονταν κατά 30%. Για να επαναφέρει την τάξη, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να καλέσει τον στρατό. Υστερα από πέντε ημέρες βίας, περισσότερα από 300 άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους.

Το επεισόδιο αυτό έστρωσε το έδαφος για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Τσάβες τον Φεβρουάριο του 1992. Στη διάρκεια των δύο ετών που παρέμεινε στη φυλακή, ο Τσάβες προετοιμάστηκε να βάλει υποψηφιότητα για την προεδρία και, όταν αποφυλακίστηκε, επισκέφτηκε τη μια πόλη μετά την άλλη για να παρουσιάσει το λαϊκιστικό πρόγραμμά του. Η οικονομία παράπαιε και οι φτωχοί τον λάτρευαν. Στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1998 κέρδισε πανηγυρικά.

Παρόμοιες κρίσεις με βαθιές ρίζες βρίσκονται πίσω από το κύμα του δεξιού λαϊκισμού σήμερα. Στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρο οφείλει την ξαφνική δημοτικότητά του σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση που σιγόβραζε σχεδόν μια δεκαετία, προκαλώντας υψηλή ανεργία και μειώνοντας τους μισθούς σε όλους τους τομείς. Την ίδια στιγμή, η χώρα ήταν βυθισμένη σε τεράστια διαδοχικά σκάνδαλα διαφθοράς που κατέληξαν στη φυλάκιση του πρώην προέδρου Λουίζ Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και στην αμφισβήτηση και καθαίρεση από το αξίωμά της της διαδόχου του Ντίλμα Ρουσέφ.

Ομοίως, η οικονομική κρίση του 2008 έβαλε τις βάσεις για να εμφανιστεί ο λαϊκισμός στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι απλοί πολίτες απεχθάνονταν τη διάσωση των τραπεζών και οι προσφυγικές κρίσεις στην Ευρώπη και αλλού έριξαν λάδι στην εθνικιστική φωτιά.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην εμπειρία της Λατινικής Αμερικής με τον λαϊκισμό και εκείνη των ανεπτυγμένων οικονομιών σήμερα. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις ΗΠΑ και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες φθάνουν σε νέα ύψη και ο δανεισμός έχει ανεβεί σε επικίνδυνα επίπεδα. Το μάθημα από την ιστορία είναι ότι μια κρίση χρέους μπορεί να βρίσκεται στον ορίζοντα.

Υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτες ομοιότητες σε σχέση με το πώς οι λαϊκιστές ηγέτες ασκούν στην πράξη την πολιτική, ιδίως η έμφαση που δίνουν στην υποκίνηση δημόσιων εκδηλώσεων λαϊκής υποστήριξης. Για να μην παρεξηγούμαστε, οι διαδηλώσεις «MAGA» (Make America Great Again) του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι το ίδιο με τις μαζικές πορείες του Τσάβες. Αλλά οι χλευαστικές επιθέσεις του Τραμπ εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, η ρητορική του κατά της παγκοσμιοποίησης και η περιφρόνηση προς τις ελίτ είναι όλα οικεία σε πολλούς Λατινοαμερικανούς. Και όπως οι λατινοαμερικανοί λαϊκιστές του παρελθόντος, η κυβέρνηση Τραμπ εφαρμόζει μια ατζέντα προστατευτισμού για να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες από τον ανταγωνισμό.
Επίσης, οι λατινοαμερικανοί λαϊκιστές έχουν προ πολλού καταδικάσει εμφατικά τους καθιερωμένους θεσμούς, ιδίως εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με το να ελέγχουν την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ο Τσάβες επέκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο και στη συνέχεια το γέμισε με πιστούς του. Ο πρώην πρόεδρος του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα, απειλούσε ότι θα άλλαζε το σταθερό νομισματικό καθεστώς της χώρας. Και ο πρώην πρόεδρος του Περού, Αλαν Γκαρσία, εξαπέλυε σφοδρές επιθέσεις κατά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ομοίως, ο Τραμπ υποτίμησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ως «τρελή» και «loco» λόγω του ότι επιδίωκε την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Και στην Ιταλία, όπου η κυβέρνηση έχει προτείνει έναν προϋπολογισμό που παραβιάζει τους κανόνες για το έλλειμμα της ΕΕ, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Ματέο Σαλβίνι μίλησε με σκληρά λόγια για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Υπάρχουν βεβαίως και διαφορές. Η σημαντικότερη είναι ότι πολλές από τις προηγμένες οικονομίες, όπου οι λαϊκιστικές δυνάμεις έχουν κερδίσει έδαφος, συνεχίζουν να έχουν περιορισμούς στη νομισματική πολιτική τους. Αντίθετα με τη Λατινική Αμερική, η ΕΚΤ δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να χρηματοδοτήσει τις δημοσιονομικές δαπάνες των κυβερνήσεων. Αν και η Ιταλία ανήκει στην ευρωζώνη, έχει ελάχιστη επιρροή στη λειτουργία της ΕΚΤ. Οσο η κατάσταση παραμένει έτσι, η λαϊκιστική στιγμή της Ιταλίας είναι απίθανο να τελειώσει με μια μεγάλη πληθωριστική έκρηξη, όπως συμβαίνει παραδοσιακά στη Λατινική Αμερική. Η Αργεντινή, για παράδειγμα, είχε πληθωρισμό 41% αμέσως μετά τις διαδοχικές προεδρίες του Νέστορ Κίρτσνερ και της συζύγου του Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρτσνερ.

Τούτων λεχθέντων, γίνεται κουβέντα για ένα πιθανό «Italexit», όπου οι Ιταλοί θα αποχωρήσουν από την ευρωζώνη και θα επανεισαγάγουν τη λιρέτα. Αλλά οι Ιταλοί πρέπει να καταλάβουν ότι όταν άλλες χώρες (για παράδειγμα, η Λιβερία) εισήγαγαν ένα εγχώριο νόμισμα, δεν κατέληξε καλά. Πράγματι, το σημαντικότερο μάθημα που παίρνουμε από τις λαϊκιστικές εμπειρίες της Λατινικής Αμερικής είναι ότι κατά κανόνα τελειώνουν άσχημα. Τελικά, τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος βρίσκονται σε χειρότερη θέση από εκείνη όπου βρίσκονταν όταν ξεκίνησε το λαϊκιστικό πείραμα.

Ο κ. Σεμπάστιαν Εντουαρντς είναι καθηγητής Διεθνούς Οικονομίας στη Anderson Graduate School of Management του UCLA.

ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ

Ο λαϊκισμός ως τακτική, όχι ιδεολογία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 25.11.2018

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η ​είσοδος προσφύγων και μεταναστών έχει μειωθεί σε σημαντικό βαθμό από το αποκορύφωμά της το 2015, όταν περίπου 1,3 εκατ. υπέβαλε αιτήσεις ασύλου στην Ε.Ε. Ο αριθμός αφίξεων, όμως, παραμένει υψηλός και το ζήτημα επηρεάζει την πολιτική και συχνά προβάλλεται ως κύρια αφορμή για την άνοδο ακραίων δεξιών ομάδων. Η αντίληψη αυτή υιοθετεί το επιχείρημα αυτών που προβάλλουν τη μετανάστευση για να πετύχουν δικούς τους σκοπούς. Κύριος στόχος τους είναι να αποκτήσουν τέτοια επιρροή ώστε και εάν οι ίδιοι δεν κατακτήσουν την εξουσία, να καθορίζουν την ημερήσια διάταξη της πολιτικής. Η αντιμετώπιση ακραίων ομάδων απαιτεί λύσεις σε όλο το φάσμα προβλημάτων που τις τρέφει, όχι μόνο αυτών που οι ίδιες προβάλλουν.

Σε πρόσφατη συνέντευξη στον Guardian, η Χίλαρι Κλίντον φάνηκε να αγνοεί την πολυπλοκότητα του θέματος. «Η Ευρώπη πρέπει να ελέγξει τη μετανάστευση, επειδή αυτό είναι το θέμα που άναψε τη φλόγα», είπε, αναφερόμενη στον λαϊκισμό. «Θαυμάζω τις πολύ γενναιόδωρες και συμπονετικές συμπεριφορές κάποιων ηγετών, όπως η Αγκελα Μέρκελ, αλλά νομίζω ότι δικαιούται κανείς να πει ότι η Ευρώπη έχει κάνει ό,τι ήταν να κάνει και πρέπει να εκπέμψει ένα ξεκάθαρο μήνυμα – “δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να προσφέρουμε άσυλο και στήριξη” – επειδή εάν δεν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της μετανάστευσης, θα συνεχίσει να ταράζει το πολιτικό σώμα».

Παρόμοιο σχόλιο έκανε σύνεδρος στο Athens Democracy Forum τον Σεπτέμβριο, ο οποίος πρότεινε μια «στρατηγική παύση» στη μετανάστευση. «Τότε, η πολιτική συζήτηση θα μετατοπιστεί προς το Κέντρο, εκεί που θέλετε να βρίσκεται», είπε ο Κίσορ Μαμπουμπάνι, πρώην πρεσβευτής της Σιγκαπούρης στον ΟΗΕ και πανεπιστημιακός. Αλλιώς, πρόσθεσε, «θα καταντήσετε με μη φιλελεύθερα καθεστώτα λόγω φιλελεύθερων αρχών».

Ασφαλώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να ελέγξουν την εισροή ανθρώπων. Αυτός ήταν και ο λόγος της συμφωνίας με την Τουρκία το 2016. Τι συμβαίνει, όμως, όταν οι άνθρωποι συνεχίσουν να έρχονται; Το 2017 πέρασαν 204.718 πρόσφυγες στην Ε.Ε., εκ των οποίων 42.305 από την Τουρκία προς στην Ελλάδα, σύμφωνα με το πρόγραμμα ESPON της Ε.Ε.

Ελάχιστοι επιστρέφουν στην Τουρκία. Πέρα από τη συμφωνία, πέρα από την προσπάθεια φύλαξης των συνόρων, δεν είναι πολλά που μια χώρα-μέλος της Ε.Ε. μπορεί να κάνει για να εμποδίσει την είσοδο απελπισμένων ανθρώπων. Ούτε να τους πυροβολεί μπορεί ούτε να τους αφήνει να πνιγούν.

Το άλλο ζήτημα είναι πώς οι ακραίες πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται τη μετανάστευση και τα προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτήν για να προωθήσουν τις πολιτικές τους. Συχνά παρατηρούμε ότι τέτοιες ομάδες υπήρχαν πριν από την έλευση μεταναστών ή αναπτύσσονται και σε περιοχές όπου υπάρχουν λίγοι ξένοι. Για παράδειγμα, το ακροδεξιό AfD της Γερμανίας «γεννήθηκε» με αφορμή τη στήριξη (των Γερμανών και άλλων μελών της Eυρωζώνης) προς την Ελλάδα και απέκτησε δύναμη με την εισροή μεταναστών. Ο λόγος είναι ότι η μετανάστευση είναι χρήσιμη για τις δυνάμεις του λαϊκισμού. Τους επιτρέπει να «δείξουν» την εγχώρια ελίτ και τους ξένους ως υπεύθυνους μιας πραγματικής ή ιδεατής κρίσης, να απλουστεύσουν πολύπλοκα προβλήματα, να επικαλεστούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το έθνος, να προτείνουν δυναμικές, απλοϊκές λύσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση από τους «πουλημένους» εκπροσώπους ξένων συμφερόντων. Τα κοινωνικά δίκτυα τους δίνουν συνεχή πρόσβαση σε οπαδούς και παρέχουν βήμα για να επιτίθενται στους αντιπάλους. Αυτές οι τακτικές είναι κοινές σε ακραίες ομάδες της Δεξιάς και της Αριστεράς. Και οι δύο πλευρές αντλούν δύναμη από την αντίδραση στις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, της λιτότητας και της μετανάστευσης· οι «ιδεολογικές» διαφορές καθορίζουν ποιο απ’ αυτά τα ζητήματα προβάλλεται περισσότερο. Ο στόχος, όμως, είναι κοινός: η αύξηση της επιρροής τους. Η προβολή ενός θέματος που οι ίδιοι επιλέγουν να προβάλουν, η υιοθέτηση των δικών τους επιχειρημάτων τούς ενισχύει. Η αντιμετώπιση του συνόλου των προβλημάτων, η δυναμική, νόμιμη απάντηση σε κάθε επιχείρημα, σε κάθε ψέμα, σε κάθε εκτροπή θα τους αποδυνάμωνε.

 

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Χαρτογραφώντας τα αθέατα δηλητήρια

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 25.11.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τ​​οξικός. Ισχυρή λέξη στην ορολογία των περισσοτέρων, χρόνια πολλά τώρα. Ωστόσο μόλις φέτος ανακηρύχθηκε από το Λεξικό της Οξφόρδης «λέξη της χρονιάς», λόγω της αυξημένης χρήσης της –και όχι της «ηλικίας» της–, είπαν. Με την ίδια λογική είχε επιλεγεί το 2017 νεολογισμός του 1965 (youthquake, ο «σεισμός» που προκαλούν τα νιάτα) και το 2016 νεολογισμός του 1992 (post-truth, μετα-αλήθεια). Ο όρος «τοξικός» με τη μεταφορική του έννοια εισήχθη στην κοινή αγγλική το ’90· σε σύγγραμμα για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε το 1996, από την Αμερικανίδα πανεπιστημιακό Μάρσια Γουίκερ, προκειμένου να προσδιοριστεί επακριβώς ο αυταρχικός, σκληρός, αλαζονικός, στενοκέφαλος, θερμοκέφαλος, προκατειλημμένος, διεφθαρμένος ηγέτης. Ο αρχηγός μιας ομάδας, ενός οργανισμού, ενός κόμματος, ενός κράτους, που κάνει κατάχρηση εξουσίας κι αφήνει τους υφισταμένους ή τη χώρα του σε χειρότερη κατάσταση από πριν.

Στην καθημερινή ζωή ο όρος χαρακτηρίζει συντρόφους, γονείς, φίλους, σχέσεις, συναισθήματα, καταστάσεις, περιβάλλοντα, συνήθειες, πρακτικές. Δεκάδες εγχειρίδια και οδηγοί έχουν γραφτεί για την επιβίωση στη σημερινή «τοξική» εποχή, ενώ εξαιρετικά δημοφιλή είναι στο Διαδίκτυο τα τεστ για να ανακαλύψεις αν είσαι ή ποιος είναι «άνθρωπος τοξικός», δηλαδή πικρόχολος, γκρινιάρης, μίζερος, υστερόβουλος, νάρκισσος, βίαιος, κυνικός, αν ζεις υπό συνθήκη «τοξική».

Το δηλητηριασμένο βέλος, όπως εξιστορεί το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που «εκτοξεύτηκε» κατά την αρχαιότητα από τους Ελληνες (τοξικόν φάρμακον ήταν το δηλητήριο με το οποίο οι μακρινοί πρόγονοί μας άλειφαν τη μύτη του τόξου – εξ ου και τοξικόν), καταλήγει, έχοντας διαπεράσει αναρίθμητους στόχους, σε πλήθος «μπουκάλια» με δηλητήριο, σήμερα. Κυριολεκτικά, ζούμε σε έναν πλανήτη με εκατομμύρια τόνους δεκάδων χιλιάδων χημικών ουσιών που δηλητηριάζουν τον αέρα, τα εδάφη, τους ωκεανούς, την τροφή, το σώμα και τα γονίδιά μας. Και μεταφορικά, στην κοινωνία (π.χ. τοξικός ανδρισμός και #ΜeΤoo), την οικονομία, την πολιτική.

Πανεπιστημιακοί καθηγητές στις ΗΠΑ, η Τζιν Λίπμαν-Μπλούμεν, η Μπάρμπαρα Κέλερμαν, ο Τέρι Πράις, μελέτησαν σε βάθος, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, τις τοξικές σχέσεις εξουσίας. Από το 2011, μάλιστα, γίνεται ζωηρή συζήτηση για την ανάγκη να αποδομηθεί το τοξικό πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί (όχι μόνο στις ΗΠΑ), με καταστάσεις διχαστικές και χαοτικές, με βιτριολικές αντιπαραθέσεις μεταξύ υποψηφίων, ύβρεις, ανελέητα κατηγορητήρια, απειλές, σκευωρίες, κακοχωνεμένες δανεικές θεωρίες, αλαζονεία, ακαμψία.

Αναλυτές και στοχαστές επιχειρούν να ξεδιπλώσουν τις αιτίες που ο σπόρος του λαϊκισμού βρίσκει τόσο γόνιμο έδαφος. Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν μιλάει για τα φαινόμενα εκρίζωσης, που πρώτη είχε παρατηρήσει προ δεκαετιών η Σιμόν Βέιλ. Αντί να ενισχύονται οι κοινωνικές δομές, αυτές διαλύονται και ανασυντάσσονται κατά το δοκούν. Δημιουργούνται πλασματικοί δεσμοί, ώστε να μπορούν να καταστραφούν εύκολα όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Στη ρευστή κοινωνική μας κατάσταση, άνθρωποι σε σύγχυση από την απώλεια του κοινού κόσμου, των στοιχείων που καθιστούσαν τον κοινό βίο οντότητα ζωντανή, βρίσκονται σε μια συνεχή αναζήτηση ταυτότητας. Και «η νέα ταυτότητα που δημιουργούν ενδέχεται να είναι εξόχως τοξική και επιθετική, αν κρίνουμε από την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού και το κλίμα εσωστρέφειας που συνεχώς καλλιεργεί».

Ο εξοβελισμός της εντοπιότητας, η οριστική ρήξη με τις παραδόσεις και το παρελθόν, λέει ο Μπάουμαν (και ο Κρίστοφερ Λας κ.ά.), έχουν εκθρέψει έναν μηδενισμό, μια πολιτισμική τάμπουλα ράζα. Αυτός ο μηδενισμός, η ρευστότητα, η εκρίζωση, ο «ελάχιστος εαυτός» ευνοούν τον επαναπροσδιορισμό, με έναν ιδιαιτέρως επιθετικό τρόπο, της έννοιας του «ανήκειν» (συνήθως σε μια θρησκεία, μια φυλή). Και οδηγούν σε έναν προγονισμό, έναν εθνορομαντισμό, ένα κλίμα γενικευμένης νοσταλγίας για χαμένες αξίες και σταθερές, που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολιτικούς χώρους, ιδιαζόντως τοξικούς. Η πολιτική φαντασία ακινητοποιείται και θεριεύουν η σύγχυση, ο φυλετισμός, ο απομονωτισμός. Ενα κουβάρι οργής… τοξικό, που εκκρίνει νέα δηλητήρια.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Πολιτικός «διάλογος» σε παράλληλα σύμπαντα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 25.11.2018

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

​​Φταίει το κακό το ριζικό μας; Το αίμα μας, μες στο οποίο σεργιανούν δεκάδες Κλέωνες; Φταίει η ροπή μας να μαχόμαστε με την πανοπλία των εξερεθισμένων αισθημάτων, όχι του σχετικά νηφάλιου στοχασμού, καθώς και η τάση μας να αποδίδουμε υψηλή συμβολική αξία και στο ταπεινότερο, και να αναβαθμίζουμε έτσι σε «ιερό πόλεμο» ακόμα και τις κατάφωρα συντεχνιακές ή τοπικιστικές αξιώσεις μας; Φταίει ο ανέκαθεν άγριος κομματισμός, που δεν ανέχεται μύγα στο μανιχαϊστικό σπαθί του και συμπαρασύρει στον εθελότυφλο ταλιμπανισμό ακόμα και πολλούς απ’ όσους θα προτιμούσαν να μείνουν με αθόλωτο από τη φανατίνη το μυαλό τους και αδογμάτιστη τη γλώσσα τους; Οι απαντήσεις είναι πολύ περισσότερες από τα ερωτήματα. Οταν όμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι ερωτήσεις μένουν επί της ουσίας αναπάντητες.

Οποιο κι αν είναι το αντικείμενο μιας αντιπαράθεσης –η συνταγματική αναθεώρηση, το μακεδονολογικό, το γλωσσικό, τα αρχαία στην εκπαίδευση, τα σκάνδαλα στην Υγεία, το μισθολογικό των ιερέων κ.ο.κ.–, και όποιος κι αν είναι ο στίβος της αντιπαράθεσης –η Βουλή, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τα αμφιθέατρα–, μάλλον με εκτόξευση ασύμπτωτων μονολόγων έχουμε να κάνουμε παρά με διάλογο και συζήτηση. Τα παράλληλα σύμπαντα δεν είναι απλή υπόθεση των αστρονόμων, αλλά δυσάρεστη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, που μόνο τη φιλαυτία ατόμων ή ομάδων εξυπηρετεί. Η συνεννόηση μπορεί να είναι διακηρυκτικός στόχος σχεδόν όλων, η κουλτούρα που απαιτείται όμως είναι είδος εν ανεπαρκεία. Και σίγουρα δεν αντικαθίσταται από το καμάρι ότι σε τούτον τον τόπο γεννήθηκε η τέχνη της πολιτικής αλλά και η τέχνη του λόγου και του διαλόγου. Και; Τέτοια δέντρα το θέλουν το νεράκι τους για ν’ αντέξουν. Δεν αρκεί το καλό χώμα.

Οσα λέγονται υπό μορφήν ισχυρισμών ή επιχειρημάτων στον εκθεατρισμένο δημόσιο διάλογο, ξεδιπλώνονται σε τέσσερα επίπεδα, τα οποία σπανίως τέμνονται. Κι ακόμα πιο σπάνια αλληλοεπηρεάζονται προς θετική κατεύθυνση. Με εντελώς συμβατική ορολογία, τα επίπεδα αυτά είναι: α) το επιστημονικό· β) το πολιτικό (ή μάλλον το κομματικό, αφού η κομματική ρητορική καταβροχθίζει τον πολιτικό λόγο και μόνο τον στρατευμένο αποδέχεται σαν θεμιτό)· γ) «των θιγομένων», είτε για κάποια επαγγελματική κατηγορία πρόκειται είτε για μια πόλη ή περιφέρεια· δ) το «λαϊκό», με τη χαλαρότερη δυνατή σημασία της λέξης, χαλαρός είναι άλλωστε και ο όρος «λαός», χαλάρωσε δε ακόμα περισσότερo αφότου οι πολιτικοί μας άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη αντιλαϊκισμός (για να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους) με τη συχνότητα που λέγεται το «μομέντουμ» σε περιγραφή ποδοσφαιρικού ή μπασκετικού παιχνιδιού.

Στο επιστημονικό επίπεδο, οι γνώστες κάθε θέματος (η γνώση, παρεμπιπτόντως, δεν ισούται με την κατοχή πτυχίων ή αξιωμάτων) αναπτύσσουν τις απόψεις τους μαχητικά μεν, με λογικά επιχειρήματα δε, με ιστορικές αναφορές, διύλιση της βιβλιογραφίας, μεθοδική αντίκρουση των αντίθετων ισχυρισμών. Δεν συμβαίνουν σε πολιτικό κενό όλα αυτά. Πολιτικά όντα είναι και οι συνταγματολόγοι, οι θρησκειολόγοι, οι ιστορικοί, οι φιλόλογοι, οι γιατροί, και οι δημοσιογράφοι βέβαια. Μας ενδιαφέρει λοιπόν ο λόγος εκείνων των ειδημόνων που φανερώνει εξαρχής την αμερόληπτη επιστημοσύνη του και τον απεγκλωβισμό του από δόγματα και κόμματα. Οχι «ο δικός μας».

Τέτοιας ποιότητας λόγος παράγεται πολύς. Και εξαιρετικά ενδιαφέρων. Το είδαμε λ.χ. με τα εμπεριστατωμένα, μετριοπαθή κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά το «προσύμφωνο» πρωθυπουργού – αρχιεπισκόπου. Οποιος είχε όρεξη να διαβάσει και να μάθει, έμαθε. Διάβασαν κι έμαθαν άραγε τα κομματικά στελέχη, όσα κυκλοφορούν στο δεύτερο επίπεδο της όλης αντιπαράθεσης, απολαμβάνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο; Δεν φαίνεται πιθανό, παρότι πάντα υπάρχουν πολιτικοί που βγαίνουν και λίγο έξω από το καβούκι της ιδιότητάς τους, από περιέργεια ή φιλομάθεια, ή επειδή τέτοιο είναι το ποιόν τους, και κομίζουν στη δημόσια αντιπαράθεση κάτι ουσιωδέστερο από την ισχυρογνώμονα εγωλατρία τους ή τον κομματικό τους σωβινισμό.

Η ομιλία των περισσότερων εντούτοις αποστρέφεται παγίως τα επιχειρήματα. Ατάκες χρειάζεται. Λογοπαικτικές ή μη. Κι αυτές τούς τις δωρίζει η προκατάληψή τους, η απόλυτη σιγουριά τους. Γιατί ν’ ακούσεις τον ιστορικό, τον γλωσσολόγο, τον θρησκειολόγο και να εκθέσεις σε κίνδυνο τις βεβαιότητές σου; Γιατί να διαβάσεις με προσοχή όσα καταλογίζουν σε στελέχη σου οι αντίπαλοί σου, στα πορίσματά τους, ώστε να ξηλώσεις μία προς μία τις κατηγορίες τους, όταν νιώθεις βέβαιος ότι σου αρκεί να πεις για μυριοστή φορά το κλισέ περί «λάσπης στον ανεμιστήρα»;

Στο επίπεδο «των θιγομένων», αρχισυντάκτης του δημόσιου υπερασπιστικού λόγου τους είναι η οργή, πάντα ιερή. Οποιοι κι αν θίγονται –όντως ή κατά φαντασίαν–, είναι απολύτως βέβαιοι ότι τα αισθήματά τους πρέπει να εκληφθούν σαν αδιάσειστα τεκμήρια, σαν αμάχητα επιχειρήματα. «Αφού εμείς νιώθουμε ότι αδικούμαστε, τι χρεία άλλων μαρτύρων έχουμε;» Η στάση είναι παρόμοια, μα για τους εφημέριους πρόκειται, μα για τους αγρότες κάποιου νομού, μα για πανεπιστημιακούς καθηγητές που καλούνται να πληρώσουν αναδρομικά στην εφορία όσα απέφευγαν να πληρώσουν στην ώρα τους, μα για ιδιοκτήτες κέντρων νυχτερινής ή παραθαλάσσιας διασκέδασης που συλλαμβάνονται να κόβουν μία στις πενήντα αποδείξεις («πιες ένα ποτό ρε αδερφέ κι άσε μας στον καημό μας, το βλέπεις, δεν βγαίνουμε»), μα για «στρατηγικούς κακοπληρωτές», μπαταχτσήδες εξ επαγγέλματος δηλαδή. Ακόμα και κόμματα που τον καιρό της σαθρής ακμής δανείστηκαν από τράπεζες, κυριεύονται από ιερή αγανάκτηση όταν τους υπενθυμίζεται το χρέος τους και αξιώνουν «κούρεμα» ή και ολική διαγραφή των δανεικών.

Στο τέταρτο επίπεδο, «του λαού», διαπιστώνεται ότι μία και μόνη «συμβολή» του στον διάλογο είναι ανεκτή: η παρουσία του δίκην σφήνας στα δελτία ειδήσεων, με την προϋπόθεση ότι θα απαντήσει αυτό ακριβώς που του υπαγορεύει σιωπηρώς ο ερωτών δημοσιογράφος: «χάλια», «δεν πάει άλλο» κ.ο.κ. Περισσεύουν πάντως τα πειστήρια ότι η «κοινή γνώμη» είναι ένας θρύλος, ένα βολικό δημοσκοπικό ή στατιστικό πλάσμα. Με αναρίθμητους πλέον τους πομπούς πληροφοριών, αλλά και με σωρεία τις πλαστές ειδήσεις, που δεν χαλκεύονται για διαδικτυακό καλαμπούρι αλλά για να υπηρετήσουν τη σκληρή προπαγάνδα, ο «μέσος πολίτης», ένα πλάσμα των θρύλων επίσης, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να διακρίνει το ουσιώδες και το γνήσιο μέσα στον θόρυβο που τον κυκλώνει, εξουθενώνοντάς τον ψυχικά και πνευματικά. Για να βρει κάποιο νόημα, κάποια λογική, υιοθετεί –για οτιδήποτε– το σενάριο που του προτείνει το ΜΜΕ της προτίμησής του. Ταυτίζει έτσι το μέρος με το όλον, την εκδοχή με την αλήθεια, τη δανεική άποψη με την προσωπική γνώμη. Πολιτογραφείται σ’ ένα από τα παράλληλα σύμπαντα, με την πίστη πως είναι το μοναδικό. Προσερχόμαστε στην πολιτική όπως στη θρησκεία. Ο,τι απολιτικότερο.

 

 

 

Ιδεολογία, προκατάληψη και ανοιχτή σκέψη
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΟΛΙΤΗΣ*

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:Ο ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

«Κατά κανόνα οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι είναι τιμιότεροι από τους αριστερούς δημοσιογράφους». Ποιος αμφιβάλλει ότι η διατύπωση αυτής της πρότασης στην Ελλάδα θα προκαλούσε την οργή υπερασπιστών της πολιτικής ορθότητας και του ηθικού προβαδίσματος; Γνώριμοι προσδιορισμοί: φασίστας, αντικομμουνιστής, νεοφιλελεύθερος, θα αποδίδονταν σε όποιον είχε την απρονοησία να τη διατυπώσει. Ωστόσο, σε φυσιολογικές συνθήκες, κάθε άνθρωπος δικαιούται να εκφράζει υποκειμενικές κρίσεις, ιδίως, όταν προσδιορίζονται από τις λέξεις «κατά κανόνα». Σκεφθείτε τις προτάσεις: «Κατά κανόνα, οι γυναίκες είναι πιο συναισθηματικές από τους άνδρες» ή «κατά κανόνα, οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές είναι ικανότεροι από τους Φινλανδούς». Τέτοιες προτάσεις μπορεί να αποτελούν έκφραση συναισθημάτων ή αναπαραγωγή στερεοτύπων. Μπορεί να αποτελούν καρπούς προσωπικής πείρας ή ακόμη και επιστημονικής έρευνας, ορθής ή εσφαλμένης. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό στη διατύπωσή τους. Εκείνο που πραγματικά έχει σημασία, είναι το επιχείρημα που οδηγεί σε αυτές. Αυτό και μόνο αυτό μας επιτρέπει να τις αξιολογήσουμε.

Ετσι, λοιπόν, η εναρκτήρια πρόταση αποκτά ενδιαφέρον όταν μάθουμε ότι διατυπώθηκε (το 1988) από τον Νόαμ Τσόμσκι, που μέχρι στιγμής δεν έχει κατηγορηθεί για φασισμό, αντικομμουνισμό ή νεοφιλελευθερισμό. Ποιο είναι το επιχείρημα που τον οδηγεί σε αυτή την ηθική κρίση; «H πείρα με δίδαξε ότι οι ιδεολογικές τοποθετήσεις παραμορφώνουν την επικοινωνία σε σημείο που οι συνεντεύξεις μου να μην έχουν σχέση με τις δηλώσεις μου. Αυτό που γράφει ένας Παριζιάνος δημοσιογράφος… είναι αυτό που επιθυμούσε να έχει ακούσει… Το ίδιο συμβαίνει και στη Μόσχα» (βλ. Γκι Σορμάν, «Οι μεγάλοι στοχαστές της εποχής μας», εκδ. Ροές, Αθήνα, 1991). Επομένως, η μομφή του αναρχικού Τσόμσκι δεν απευθύνεται γενικώς προς την Αριστερά. Απευθύνεται προς τη γαλλική Αριστερά, η οποία παρέμενε αγκυρωμένη στον νεαντερτάλειο μαρξισμό των κομμάτων που ο Καστοριάδης αποκαλούσε πρώην-νέο-μετά-σταλινικά: Ταυτιζόταν με αυταρχικές αντιλήψεις που δεσμεύουν το υποκείμενο στην αναγκαστική στράτευση, την υπεράσπιση της «ιδέας», της «θεωρίας», του «κόμματος». Αρα, ο λόγος για τον οποίο ο Τσόμσκι κρίνει, «κατά κανόνα», εντιμότερους τους συντηρητικούς από τους αριστερούς δημοσιογράφους είναι ότι οι τελευταίοι είναι τόσο έντονα στρατευμένοι, ώστε –συνειδητά ή ασύνειδα– νοθεύουν την πληροφορία και τη γνώση, αποδίδοντάς την κατά το συμφέρον τους. Λειτουργούν ως ιδεολογικοί υπάλληλοι, όχι ως ελεύθερα σκεπτόμενα πρόσωπα.

Το επιχείρημα φωτίζει τους λόγους για τους οποίους η επισήμανση του Τσόμσκι θα προκαλούσε οργισμένους αφορισμούς, εάν διατυπωνόταν σήμερα στη χώρα μας. Η εξέλιξη δεν θα οφειλόταν στο ότι, γενικώς και αορίστως, η εγχώρια Αριστερά κατέχει την ιδεολογική ηγεμονία, αλλά στο ότι η ηγεμονεύουσα Αριστερά είναι η πρώην-νέο-μετά-σταλινική Αριστερά. Αυτή, δηλαδή, που είναι εξ ορισμού δογματική και καιροσκοπική. Προκειμένου να θεμελιώσει την ορθότητα των επαγγελιών της, καταφεύγει ανενδοίαστα στη σκοπούμενη παραπλάνηση και στην προπαγάνδα, επενδύει στη μνησικακία και στον φθόνο. Η πολιτική ορθότητα, ο δικαιωματισμός, ο ανθρωπισμός χρησιμοποιούνται ως βολικό προσωπείο, για να μεταμφιέσουν έντεχνα το ιδιοτελές πολιτικό συμφέρον σε ακράδαντη γνώση. Η πραγματική Αριστερά, αυτή που με διάφορους τρόπους ηγεμόνευσε στη μεταπολιτευτική κοινωνία, είναι αυτή η Αριστερά. Υπάρχουν, ίσως, πρόσωπα και ομάδες με διαφορετικές, πιο δημιουργικές αριστερές αντιλήψεις. Πρακτικά, όμως, δεν έχουν μετρήσιμο αντίκτυπο. Ηττήθηκαν πρωτίστως από αυτήν ακριβώς την Αριστερά, παρά από τη Δεξιά και το Κέντρο.

Σε κάθε εύλογη επίκριση για προεκλογικές δεσμεύσεις, που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν, σε κάθε προειδοποίηση των αρχών του 2015 για τη διαπραγμάτευση που καθυστερεί εις βάρος της χώρας, η μόνιμη επωδός ήταν άρνηση της πραγματικότητας και περισπασμός – προσφυγή σε «θεωρίες» που έχουν λύσει το πρόβλημα. Και όταν η κριτική επέμενε, ότι αυτό που διάφοροι επικαλούνται ως «θεωρία» έρχεται σε αντίφαση με τα γεγονότα, που υποτίθεται ότι η θεωρία εξηγεί, απαντούσαν με την ανωτερότητα της «θεωρίας» έναντι των γεγονότων. Ανθρωποι ευφυείς μετατράπηκαν σε ανόητους εξαιτίας της ιδεοληπτικής προσκόλλησής τους σε αντιλήψεις που εξέλαβαν ως θέσφατα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πίστη σε κυκλικές αντιλήψεις, οι οποίες –προσφεύγοντας σε στρυφνό και ενίοτε ακατάληπτο λόγο– μεταμφιέζουν συστηματικά την υπόθεσή τους σε συμπέρασμα. Μα αν λάβεις ως δεδομένο ότι υπάρχει ο Δίας, τότε ασφαλώς θα δεχθείς ότι εκείνος ρίχνει τους κεραυνούς απ’ τον Ολυμπο. Κι όποιος σου πει ότι ανέβηκε στην κορυφή και δεν τον είδε, καταδικάζεται γιατί εισάγει καινά δαιμόνια ή πάει κόντρα στον τροχό της Ιστορίας.

Γιατί φιλελεύθερες ή συντηρητικές ιδέες διασύρονται όταν εκτεθούν στο δημόσιο λόγο; Η απάντηση βρίσκεται στη διαπίστωση ότι ο δογματικός και εργαλειακός αριστερός λόγος κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα. Η καθολική απελευθέρωση από προκαταλήψεις και αυθαιρεσίες είναι μάλλον ανέφικτη. Ωστόσο, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα σε ιδέες που ανοίγουν αυτή τη δυνατότητα και σε όσες κτίζουν φράγματα εμπρός της, είναι αβυσσαλέα. Γι’ αυτό και η αλλαγή ιδεολογικού παραδείγματος, η μετάβαση σε ανοικτές αντιλήψεις είναι αναγκαία προϋπόθεση, για να βελτιωθεί η ζωή μας. Μια αντίληψη είναι επαναστατική όταν αντιτίθεται στην κυρίαρχη ιδεολογία. Γι’ αυτό και η εναντίωση στον πρώην-νέο-μετά-σταλινικό λόγο έχει σήμερα επαναστατικά χαρακτηριστικά.

* Ο κ. Γιώργος Ν. Πολίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το βιβλίο του «Εξουσιαστική Αριστερά – Η κρυφή γοητεία της ανοησίας» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Επιμέλεια: ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ

Η Δημοκρατία σε κίνδυνο

| 14.10.2018 – 08:00  ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο προθάλαμος που οδηγεί απαρέγκλιτα στον φασισμό είναι η κατάλυση του κράτους δικαίου και η συνακόλουθη αντικατάστασή του με επαίσχυντες καταδοτικές τακτικές τύπου «μαύρης κουκούλας», μέσω των οποίων ποταποί συκοφάντες υποκρίνονται τους ακατάβλητους υπερασπιστές του νόμου και της τάξης, ενώ βεβαίως κατ’ ουσίαν πρόκειται για βαθύτατα ελλειμματικές προσωπικότητες που αποστάζουν χολή λόγω συμπλεγματικής εμπάθειας και απύθμενου φθόνου. Απειράριθμα είναι τωόντι τα παραδείγματα, όχι μόνο στη σημερινή ελληνική κοινωνία της ηθικής σήψης και της οικονομικής παρακμής, αλλά και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, όπου βαθμηδόν η δημοκρατική ικμάδα στεγνώνει και επελαύνει η πλημμυρίδα του απολυταρχισμού και του σκοταδισμού. Οταν οι νόμοι υποκαθίστανται από προσωπικές σκοπιμότητες ανταλλακτικής τακτοποίησης επαίσχυντων λογαριασμών, όταν η εφαρμογή του δικαίου παραχωρείται σε αλλότρια πρόσωπα και όχι στους νόμιμους εκπροσώπους των θεσμών, τότε προλειαίνεται το έδαφος για την ανάδυση μοχθηρών τυράννων και την επικράτηση δυναστικών μεθόδων στον δημόσιο βίο αλλά και σε κάθε έκφανση και πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Στο πλαίσιο της αμερικανικής πολιτικής συχνό είναι το φαινόμενο κατά το οποίο στιβαροί ηγέτες σε στιγμές κρίσης επικαλούνται με αμέριστο σεβασμό την αναμφίλεκτη σοφία των φωτισμένων θεμελιωτών της δημοκρατικής πολιτείας τους, προκειμένου να ενδυναμώσουν το μήνυμά τους προς τον λαό και να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους. Η υπενθύμιση του ακόλουθου περιστατικού, μάλλον κατά πολλούς ανεκδοτολογικής υφής, αποτελεί αρκετές φορές το αποκορύφωμα τέτοιου είδους έντονων και ενίοτε αγωνιωδών επικλήσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτοβιογραφικές σημειώσεις αυτόπτη μάρτυρα μετά το πέρας των εργασιών της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης του 1787 στη Φιλαδέλφεια, μια φιλοπερίεργη κυρία ρώτησε τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, εμβληματική φιγούρα του Διαφωτισμού και ιδιοφυή εφευρέτη, αναφορικά με το τελικό αποτέλεσμα της ενδελεχούς διαβούλευσης, με άλλα λόγια εάν πρόκειται να καθιδρυθεί δημοκρατία ή μοναρχία στην πατρίδα τους, και ο ετοιμόλογος εθνοπατέρας απάντησε: «Δημοκρατία, εάν βεβαίως μπορέσετε να τη διατηρήσετε».
Η βαθυστόχαστη αυτή αποστροφή του Φραγκλίνου μέσα στην ευθύβολη λακωνικότητά της ενέχει το κρίσιμο διακύβευμα της δημοκρατικής διακυβέρνησης στην ολότητά του, ούτως ειπείν την αδιαλείπτως παρούσα και άκρως απειλητική διακινδύνευση που εμπεριέχεται στον θεσμό της δημοκρατικής πολιτείας, καθώς, ως γνωστόν, η υπεράσπιση αυτού του θαυμαστού αλλά και τόσο ευάλωτου πολιτεύματος επαφίεται στους ίδιους τους πολίτες ως σύνολο σκεπτόμενων και λογοκρατούμενων ατόμων, τα οποία εμφορούνται από αδιάφθορες ηθικές αξίες και ακίβδηλες ανθρωπιστικές αντιλήψεις.  Είναι γεγονός άλλωστε ότι τον πρώτο στόχο των απολυτόφρονων ατόμων, αυτών των αισχρών αγγείων και αποφώλιων τεράτων, αποτελούν πάντοτε οι κορυφαίες προσωπικότητες της ανθρώπινης κοινότητας, επειδή ακριβώς η ευανδρία εγείρει απόρθητο τείχος για την υπεράσπιση της δημοκρατικής πολιτείας. Οι λαοπρόβλητοι αλλά συνάμα και φωτισμένοι ηγέτες δεν έχουν ανάγκη λακέδων και σπιούνων· σκοπός τους είναι η ενδυνάμωση της νομιμότητας και η περιθωριοποίηση εκείνων των προσώπων, τα οποία ενεργώντας κατά κανόνα με υποχθόνιο τρόπο υπόσχονται την υπέρβαση των κανόνων δικαίου και τη φαλκίδευση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, προκειμένου να εκμαυλίσουν συνειδήσεις και ακολούθως να υλοποιήσουν τα δόλια σχέδιά τους.
Γνωστό είναι το περιστατικό που αφηγείται με απαράμιλλη παραστατικότητα ο Ηρόδοτος, αυτός ο δικαίως αποκαλούμενος και Ομηρος της ιστοριογραφίας. Σύμφωνα λοιπόν με τη σχετική νοβελιστική παρέκβαση στο πέμπτο βιβλίο των Ιστοριών του ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος απέστειλε κάποτε έμπιστο άνθρωπό του στον αδίστακτο τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, με σκοπό να τον ρωτήσει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να διασφαλίσει τη συνέχιση του δυναστικού καθεστώτος του. Ο Θρασύβουλος προσκάλεσε τον κορίνθιο απεσταλμένο εκτός της πόλης και τον οδήγησε σε ένα χωράφι με σπαρτά, όπου καθώς προχωρούσαν φρόντιζε να τσακίζει επιδεικτικά εκείνα τα στάχυα που υψώνονταν πάνω από τα υπόλοιπα.  Οταν ο Περίανδρος έγινε κοινωνός αυτού τού εκ πρώτης όψεως δυσεξήγητου συμβάντος, καθόλου δεν απόρησε αλλά αμέσως συνειδητοποίησε ότι πρέπει να εξοντώσει τους καλύτερους πολίτες της επικράτειάς του, για να μακροημερεύσει η λαομίσητη τυραννία του.
Στον σύγχρονο κόσμο μας, όπου δυστυχώς η δημοκρατία υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα και προβάλλουν παντού τα σπέρματα της έχιδνας, με άλλα λόγια κοινωνικά αποβράσματα που υποδύονται τους λαοφιλείς ηγετίσκους αλλά κατ’ ουσίαν ελαύνονται από μοχθηρία και δολιότητα, ο έντιμος άνθρωπος πρέπει να αποδεχθεί, χωρίς ωστόσο να φοβηθεί, ότι εφόσον πράττει το σωστό καθίσταται αυτομάτως ευπρόσβλητος και τρωτός. Αυτό είναι το βαρύτατο τίμημα που πρέπει να καταβάλει κάθε πολίτης με γνήσια δημοκρατική συνείδηση – ιδίως στην πατρίδα μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όπου οι χείριστοι των ανθρώπων σχεδόν ενστιγματικά πλέον συσπειρώνονται εναντίον κάθε ακέραιου και αδελέαστου υπερασπιστή της αξιοκρατίας και της δημοκρατικής νομιμότητας. Κατά την άκρως απαισιόδοξη διαπίστωση του νομπελίστα ποιητή μας, Γιώργου Σεφέρη, στην κονίστρα της ελληνικής πολιτικής αλλά και ευρύτερα της καθημερινής βιοτικής πάλης, «η μηχανή είναι βιαστική / στη φρίκη και στην καταφρόνια / στο θάνατο και στη ζωή» («Τριζόνια»). Καιρός είναι πλέον να διαψεύσουμε με εύτολμες πράξεις αυτή την τόσο απογοητευτική ρήση για την αποπνικτική κατάσταση των ελληνικών πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Η μηχανή πάντοτε θα λειτουργεί εις βάρος μας, αλλά είναι αποκλειστικά στο χέρι μας να μειώσουμε ή καλύτερα να σταματήσουμε εντελώς τις ολέθριες στροφές της.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Δημοκρατίες σε κίνδυνο

Συμπτώματα σταδιακού αυταρχισμού εκ μέρους εκλεγμένων κυβερνήσεων εντοπίζουν οι δύο καθηγητές του Harvard σε 10 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας και Νότιας Αμερικής

| 14.10.2018 – 08:00  ΤΟ ΒΗΜΑ

Steven Levitsky, Daniel Ziblatt Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες Μετάφραση Ανδρέας Παππάς Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018 σελ. 424, τιμή 19,90 ευρώ

Oι σύγχρονες δημοκρατίες δεν καταλύονται με πραξικοπήματα, υπονομεύονται «από μέσα», από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Η θέση αυτή ακούγεται παράδοξη, αλλά συζητείται έντονα σε ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα και στον διεθνή Τύπο. Πώς είναι δυνατόν δημοκρατικά εκλεγμένοι πρόεδροι της Δημοκρατίας ή πρωθυπουργοί να υπονομεύουν μαζί με υπουργούς ή με στενούς συνεργάτες τους ή με το κόμμα τους τη δημοκρατία χάρη στην οποία σταδιοδρόμησαν πολιτικά και αναδείχθηκαν ηγέτες;
Το βιβλίο Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες (Μεταίχμιο, 2018) των Steven Levitsky και Daniel Ziblatt, καθηγητών του Harvard, που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Ανδρέα Παππά, προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το παράδοξο. Περιλαμβάνει εννέα κεφάλαια με παραδείγματα εκτροχιασμού ή έστω παρακμής της δημοκρατίας σε 10 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας και Νότιας Αμερικής στον 20ό και τον 21ο  αιώνα. Λόγω της εκλογής του Τραμπ, τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στις σύγχρονες ΗΠΑ. Το έργο αυτό έρχεται να προστεθεί σε σειρά παρόμοιων βιβλίων που ερμηνεύουν το φαινόμενο παρακμής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε διάφορες χώρες σήμερα. Εφέτος δημοσίευσαν βιβλία για το ίδιο θέμα ο ιστορικός του Yale Τίμοθι Σνάιντερ (The Road to Unfreedom: Russia, Europe, America, 2018) και η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλέν Ολμπράιτ (Fascism: A Warning, 2018). Στις σχετικές συζητήσεις, αναφέρεται συχνά η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία και στη Γερμανία του Μεσοπολέμου Ωστόσο, εύκολες συγκρίσεις με την κατάρρευση της δημοκρατίας εκείνη την περίοδο του Μεσοπολέμου δεν χρησιμεύουν για την κατανόηση του θέματος, όπως σωστά έγραψε στην εφημερίδα «The Guardian» o ιστορικός του Κέιμπριτζ Ρίτσαρντ Εβανς.

Εκτός παιχνιδιού

Πράγματι σήμερα ανά τον κόσμο στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες που «γλιστράνε», χωρίς να πέφτουν με πάταγο, παρατηρούνται ένα μοτίβο και μια δέσμη στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι υποκινητές αυτής της διολίσθησης. Το μοτίβο είναι η δημοψηφισματική αντίληψη της δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία οι εκλεγμένοι αντλούν την αποκλειστική νομιμοποίησή τους από τον λαό, τον οποίο μετά την εκλογή τους κυβερνούν ανεμπόδιστα. Αφού ήδη τους εκλέξαμε, ως εάν οι εκλογές ήταν δημοψήφισμα για το ποιοι θα μας κυβερνήσουν, γιατί κατόπιν να τους παρεμβάλλουμε προσκόμματα; Αυτή την αντίληψη υιοθετούν όσοι δεν δέχθηκαν ποτέ την κρατούσα σήμερα στον κόσμο αντίληψη της «δημοκρατίας των αντιβάρων», όπως την έχει ονομάσει κομψά στη γλώσσα μας ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος. Τα αντίβαρα είναι, μεταξύ άλλων, τα δικαστήρια, ο Τύπος και οι ανεξάρτητες αρχές. Στην πιο αντιδημοκρατική εκδοχή της, η δημοψηφισματική αντίληψη, συχνά δημοφιλής και στη χώρα μας, δεν ανέχεται τους θεσμούς της δημοκρατίας των οποίων οι επικεφαλής δεν εκλέγονται. Ωστόσο τέτοιοι θεσμοί έχουν ιδρυθεί για να προστατεύουν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και να διαφυλάσσουν δημοκρατικές αξίες, όπως τον πλουραλισμό, την ανοχή, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια.
 Οπως το θέτουν στο βιβλίο τους οι Levitsky και Ziblatt, χωρίς τα αντίβαρα, η δημοκρατία θα έμοιαζε με ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου στο οποίο η μία ομάδα θα είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να «πιάσει» τον διαιτητή αλλά και να «βγάλει εκτός» τους καλύτερους παίκτες της αντίπαλης ομάδας και να ξαναγράψει μερικούς από τους κανόνες του παιχνιδιού, ενώ αυτό εξελίσσεται.

Σημαδεμένη τράπουλα

Στις δημοκρατίες οι οποίες απειλούνται χωρίς να έχουν πεθάνει, υπάρχουν μη ελεγχόμενες πολιτικές δυνάμεις, εφημερίδες, ενώσεις πολιτών και επιχειρήσεις, οι οποίες διαφοροποιούνται από την κυβέρνηση. Ωστόσο, μέλη της κυβέρνησης χαρακτηρίζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους ξένο σώμα, τους δυσφημούν με δηλώσεις τους και στρέφονται εναντίον των αντιπάλων ή τυχόν επικριτικών δημοσιογράφων ή μη συνεργαζόμενων επιχειρηματιών τόσο με ποινικά μέσα (π.χ., δίκες για δυσφήμηση) όσο και με διοικητικές πράξεις (π.χ., αποστολή εφοριακών σε επιλεγμένες επιχειρήσεις). Κρατικές διαφημίσεις διοχετεύονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης. Το ίδιο συμβαίνει και με χορηγίες προς φιλοκυβερνητικές οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Με νόμο ή τροποποίηση του Συντάγματος, μεταβάλλεται ο τρόπος στελέχωσης των δικαστικών, εισαγγελικών και ανεξάρτητων αρχών, ώστε σε αυτές να διοριστούν φιλοκυβερνητικά στελέχη. Αλλάζουν οι όροι του εκλογικού αγώνα, με αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών ή με καταστρατήγηση των κανόνων της προεκλογικής περιόδου, ώστε να ευνοείται το κυβερνών κόμμα ή έστω να αποδυναμώνονται τα αντίπαλα κόμματα.
Κατά τους συγγραφείς, αυτές οι στρατηγικές προϋποθέτουν ότι όσοι τις χρησιμοποιούν έχουν παραμερίσει δύο άγραφους κανόνες επιβίωσης της δημοκρατίας. Ο πρώτος είναι η αμοιβαία ανοχή μεταξύ των αντιπάλων του δημοκρατικού παιχνιδιού (π.χ. δύο μεγάλων κομμάτων). Ο δεύτερος είναι η θεσμική εγκράτειά τους, ένας αυτοέλεγχος ώστε να μην παραβιάσουν το πνεύμα του νόμου (π.χ. της εκλογικής νομοθεσίας), τηρώντας μόνο το γράμμα του. Είναι διάχυτη η αίσθηση, ακόμα και στις ΗΠΑ, ότι οι δύο κανόνες έχουν πάψει να τηρούνται.

Συμπτώματα αυταρχισμού

Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καινούργια, θα έλεγε ένας ιστορικός. Πολλές δημοκρατίες, όπως η δική μας, τα γνώρισαν περιοδικά τους τελευταίους δύο αιώνες, αλλά οι δημοκρατίες επιβίωσαν παρ’ όλα αυτά. Τι προσφέρουν εν τέλει με το έργο τους οι Levitsky και Ziblatt; Στο βιβλίο τους βρίσκει κανείς έναν χρήσιμο οδηγό διάγνωσης συμπτωμάτων σταδιακού αυταρχισμού εκ μέρους εκλεγμένων κυβερνήσεων. Ο οδηγός για να δει κανείς αν η «τράπουλα είναι σημαδεμένη» περιλαμβάνει σειρά τεσσάρων ερωτημάτων (και πολλών υποερωτημάτων): Μήπως οι εκλεγμένες κυβερνήσεις απορρίπτουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ή έστω δηλώνουν περιορισμένη πίστη σε αυτήν; Μήπως θεωρούν ότι οι αντίπαλοί τους δεν νομιμοποιούνται, νομικά ή ηθικά, να τους αντιπολιτεύονται; Μήπως οι κυβερνώντες ενθαρρύνουν ή έστω ανέχονται την άσκηση φυσικής βίας κατά των αντιπάλων τους; Και μήπως είναι έτοιμοι να περιορίσουν τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, με πρώτη την ελευθερία του Τύπου; Η αντίρρηση ως προς αυτά είναι μεθοδολογική. Αραγε για να διαγνώσουμε αν μια δημοκρατία πεθαίνει, θα έπρεπε να πληρούνται όλες οι ανωτέρω συνθήκες και – αν ναι – σε ποιον βαθμό; Η αντίρρηση θα επισήμαινε ότι μία ή περισσότερες, ήπιες ή περιοδικές εκδηλώσεις των τεσσάρων συμπτωμάτων διαπιστώνονται σε πολλές δημοκρατίες. Με αυτή τη λογική, σχεδόν όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα θα κατατάσσονταν σε εκείνα που κινδυνεύουν.
Γι’ αυτό η κυριότερη προσφορά των δύο συγγραφέων είναι άλλη, ότι δηλαδή τεκμηριώνουν το πόσο οργανωμένα επιχειρείται η δημοκρατία να οδηγηθεί σε ασφυξία. Η ειδοποιός διαφορά με εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες παλαιότεροι κυβερνώντες έκαναν σποραδικές παρασπονδίες στο δημοκρατικό παιχνίδι έγκειται στο ότι οι σημερινοί έχουν ιδεολογικοποιήσει τη δράση τους. Θεωρούν ότι βρίσκονται σε αποστολή σωτηρίας της δημοκρατίας και χρησιμοποιούν όλες τις στρατηγικές αλλοίωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ταυτόχρονα και μαζί. Το πόσο αποτελεσματικοί θα αποβούν στο να κάνουν τη δημοκρατία να κατρακυλήσει εξαρτάται από τη δική τους ικανότητα ή ανικανότητα και βέβαια από την αντίσταση που θα συναντήσουν.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Harvard και επισκέπτης καθηγητής στo Πανεπιστήμιο Tufts.
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Οι Δημοκρατίες σε κρίση;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 04.11.2018  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

​​Η ιδέα του παρόντος άρθρου γεννήθηκε από την πρόσφατη μετάφραση στα ελληνικά του σημαντικού βιβλίου, με τον ομώνυμο τίτλο, του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης Γιάννη Παπαδόπουλου, το οποίο θέτει σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον των Δημοκρατιών. Μάλιστα, οι δύο συζητήσεις που θα πραγματοποιηθούν στην Αθήνα την Τρίτη (6/11) και στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη (8/11) με την παρουσία του συγγραφέα είμαι σίγουρος πως θα αποδειχτούν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.

Ο Παπαδόπουλος ξεκινά από μία βασική παρατήρηση: παρά την εξάπλωση της δημοκρατίας στον κόσμο, η ποιότητά της υποβαθμίζεται. Κάποιες από τις όψεις αυτής της πραγματικότητας συνδέονται με α) τη διαρκή υποβίβαση των Κοινοβουλίων και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, β) την «τεχνοκρατικοποίηση» των πολιτικών αποφάσεων και γ) το διαζύγιο μεταξύ της σφαίρας της εκλογικής πολιτικής και της σφαίρας της δημόσιας πολιτικής.

Με απλά λόγια, κάθε μέρα που περνάει, τα εθνικά κοινοβούλια χάνουν σε σημασία ως κέντρα λήψης των αποφάσεων. Σημαντικό μέρος των παλιών τους εξουσιών έχει μεταφερθεί σε διεθνές επίπεδο (Ευρωπαϊκή Ενωση, διεθνείς οργανισμοί, παγκόσμιες συμφωνίες) ή σε ανεξάρτητες αρχές. Η πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική στη λήψη των αποφάσεων (Διεθνές – Εθνικό – Περιφερειακό – ανεξάρτητες αρχές) έχει ως αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του Κοινοβουλίου, καθώς είναι η μόνη δομή που μπορεί να συνδεθεί με όλα τα παραπάνω επίπεδα ταυτόχρονα.

Η υποβάθμιση του Κοινοβουλίου γίνεται εμφανής πλέον διά γυμνού οφθαλμού είτε οι κυβερνήσεις είναι δεξιές είτε αριστερές. Πόσες φορές, για παράδειγμα, δεν ακούσαμε τους βουλευτές στην ελληνική Βουλή να παραπονιούνται για τις ασφυκτικές χρονικές διαδικασίες, που δεν τους επιτρέπουν να έχουν ουσιαστική γνώμη για νομοσχέδια που καλούνται να αποφασίσουν; Ποιος δεν θυμάται εκείνον τον πολιτικό, ο οποίος με ειλικρίνεια είχε δηλώσει πως δεν είχε προλάβει (και δεν ήταν ο μόνος) να διαβάσει το κείμενο του μνημονίου που ψήφισε, προκαλώντας την αγανάκτηση των ήδη θυμωμένων ψηφοφόρων;

Σε ένα μεγάλο, μάλιστα, κομμάτι των διαδικασιών για τη λήψη των αποφάσεων καθοριστική αποδεικνύεται η εμπλοκή χιλιάδων ειδικών (συχνά άγνωστο πώς επιλέγονται) οι οποίοι είναι εν μέρει ορατοί και οι οποίοι συμμετέχουν μόνο εν μέρει σε θεσμοθετημένες διαδικασίες χάραξης δημόσιας πολιτικής.

Ομως την ίδια στιγμή, τα καθιερωμένα κόμματα εξουσίας, ιδιαίτερα κατά τις προεκλογικές περιόδους, παριστάνουν πως τίποτε δεν έχει αλλάξει, υποκρίνονται πως είναι οι μόνοι χαράκτες δημόσιων πολιτικών και υποδύονται πως τους χωρίζει άβυσσος μεταξύ τους, ενώ στην πραγματικότητα οι διαφορές τους είναι σαφώς μικρότερες.

Οι πολίτες σήμερα διαπιστώνουν αυτήν την κατάσταση του «διαζυγίου» μεταξύ της σφαίρας της πολιτικής και εκείνη της χάραξης δημόσιας πολιτικής, όπως την αποκαλεί ο Παπαδόπουλος, και γίνονται λιγότεροι ανεκτικοί απέναντι στους κυβερνώντες και στα κόμματά τους. Κάπως έτσι οι λαοί, λέει ο καθηγητής Ιβάν Κράστεφ, το μόνο ενδιαφέρον που βρίσκουν στις εκλογές είναι να τις μετατρέπουν σε ένα τελετουργικό ταπείνωσης των κυβερνώντων. Οι εκλογές φαντάζουν με σόου ταλέντων, σαν το «Χ Factor», όπου στο τέλος της βραδιάς οι θεατές περιμένουν με ανυπομονησία να δουν ποιος θα αποχωρήσει. Πολλοί στρέφουν τις προσδοκίες τους προς νέους ισχυρούς λαϊκιστές ηγέτες που έλκουν μέσω της πολιτικής της πυγμής.

Με αυτήν την εικόνα να έχει διαμορφωθεί, αρκετοί είναι απαισιόδοξοι για το άμεσο μέλλον. Βλέπουν πως η δημοκρατία μαραζώνει, η λάμψη της ξεθωριάζει, την ώρα που οι πολίτες αναζητούν ολοένα και πιο αυταρχικούς λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Σαλβίνι και ο Ορμπαν στην Ευρώπη ή ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία.

Παρόλο που υφίστανται οι λόγοι να είμαστε σκεπτικοί, υπάρχουν εντούτοις και αισιόδοξα σημάδια. Μπορεί πράγματι να αποδυναμώνονται κάποιες όψεις της δημοκρατίας, αλλά κάποιες άλλες ενδυναμώνονται. Οπως γράφει ο Αυστραλός πολιτικός επιστήμονας Τζον Κιν, την ώρα που αποδυναμώνεται η κεντρική σημασία των εκλογών, των κομμάτων και των Κοινοβουλίων στη ζωή των πολιτών και συγκεντρώνεται στα χέρια τεχνοκρατών και υπερεθνικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων, είναι η ίδια ώρα που οι πολίτες με τη βοήθεια των νέων Μέσων (Διαδίκτυο), νέων οργανώσεων (ΜΚΟ) και νέων θεσμών (συμμετοχική δημοκρατία) μπορούν και ασκούν τη μεγαλύτερη επιτήρηση στα κέντρα λήψης των αποφάσεων που είδε ποτέ η ιστορία των δημοκρατιών. Παράξενα πράγματα!

Οι κοινωνίες από τη μία δείχνουν ανήμπορες να επηρεάσουν τις μεγάλες τάσεις και εξελίξεις, τον κόσμο της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας, την αλματώδη ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, την κίνηση των κεφαλαίων και των ανθρώπων, αλλά από την άλλη, μπορούν να κρατούν τους πολιτικούς, τα κόμματα και τις κυβερνήσεις τους μονίμως σε εγρήγορση, να περιπλέκουν τη ζωή τους, να αμφισβητούν το κύρος τους, να τους αναγκάζουν να αλλάζουν την ατζέντα τους και μερικές φορές να τους εξευτελίζουν.

Πολλά πράγματα αλλάζουν. Πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, όχι στενόμυαλα, όπως λέει ο Παπαδόπουλος. Δεν είναι τόσο απλό, δεν είναι αδύνατο.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Κεράλα στην Ινδία

Σε αρκετές χώρες γεννάται πλέον ο φόβος ότι η δημοκρατία κινδυνεύει σοβαρά, εκλαμβανόμενη από ορισμένους πολιτικούς απλώς ως μέσο για την κατάκτηση της εξουσίας και εν συνεχεία για την εκ των έσω υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος.

Η διεθνής εικόνα

Σε Ρωσία και Τουρκία φαίνεται ότι, σε μεγάλο βαθμό, η μετάβαση αυτή έχει ήδη συντελεσθεί. Στη Ρωσία οι ελεύθερες εκλογές μοιάζουν να έχουν πλέον προσχηματικό χαρακτήρα, με αντιπολίτευση και Τύπο να διώκονται και να φιμώνονται συστηματικά, ενώ παρόμοια κατάσταση επικρατεί πλέον και στην Τουρκία, ιδίως μετά την πρόσφατη ενίσχυση των εξουσιών του τούρκου προέδρου.
Παράλληλα, υπάρχουν και χώρες που ομνύουν μεν στον οικονομικό φιλελευθερισμό επιτυγχάνοντας θαυμαστές οικονομικές επιδόσεις, στο εσωτερικό τους ωστόσο επικρατούν συνθήκες ανελευθερίας ή «ημι-δημοκρατίας».
Χαρακτηριστική είναι ασφαλώς η περίπτωση της Κίνας, ενώ λιγότερο γνωστή εκείνη της Σιγκαπούρης, όπου ναι μεν γίνονται εκλογές, επικρατεί όμως μια κατάσταση που απέχει πολύ από μια δυτικού τύπου, φιλελεύθερη δημοκρατία: λ.χ. υπάρχει μία μόνο εφημερίδα, για το άνοιγμα ενημερωτικής ιστοσελίδας απαιτείται εγγραφή σε σχετικό μητρώο και καταβολή υψηλότατου τέλους, οι διαδηλώσεις επιτρέπονται μόνο υπό αυστηρούς όρους (οι διοργανωτές πρέπει να δηλώσουν προηγουμένως στις Αχές αριθμό και στοιχεία συμμετεχόντων!), η θανατική ποινή εξακολουθεί να εκτελείται, κ.ά.

Η κατάσταση στον δυτικό κόσμο

Πόσο σοβαρά όμως κινδυνεύουν οι υπόλοιπες, φιλελεύθερες δημοκρατίες (σε ΗΠΑ, Ουγγαρία, Πολωνία, Ελλάδα κ.α.) από την ανάρρηση στην εξουσία «αντισυστημικών», λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων, που ρέπουν προς τον αυταρχισμό; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ότι ο κίνδυνος είναι σοβαρός, δεδομένου ότι η υπονόμευση της δημοκρατίας εκ των έσω εκδηλώνεται σε τρία κρίσιμα επίπεδα:
1. Παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία
Εν πρώτοις, εκδηλώνεται στο επίπεδο των «υποσυνταγματικών» κανόνων διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας, οι οποίοι και μπορούν να μεταβληθούν με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία – και όχι αυξημένη, όπως χρειάζεται κατά κανόνα για τη συνταγματική αναθεώρηση. Η βούληση του εκλογικού σώματος μπορεί να αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό, συχνά δε κρυφίως, με μία σειρά από τέτοιες νομοθετικές – ή και διοικητικές – παρεμβάσεις, φαινόμενο που παρατηρείται εντόνως τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ.
Τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να είναι: η διαμόρφωση των εκλογικών περιφερειών βάσει ειδικών δημογραφικών χαρακτηριστικών, ώστε να διασφαλίζονται πλειοψηφίες υπέρ συγκεκριμένων υποψηφίων ή κομμάτων· ο περιορισμός του δικαιώματος του εκλέγειν με διάφορους τρόπους (λ.χ. αφαίρεση της δυνατότητας ψήφου από φοιτητές που διαμένουν σε άλλον τόπο από εκείνον της μόνιμης κατοικίας τους – πρβλ. σε εμάς το πρόβλημα με την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού)· η μείωση των εκλογικών τμημάτων σε περιφέρειες όπου το εκλογικό σώμα δεν είναι ευνοϊκό για τη νομοθετούσα πολιτική δύναμη (λ.χ. σε λατινόφωνες περιοχές των ΗΠΑ όπου η δύναμη των Ρεπουμπλικανών είναι μικρή), έτσι ώστε να δυσχεραίνεται η ψήφος των πολιτών στις περιφέρειες αυτές· η διατήρηση αδιαφανών ή απαρχαιωμένων ψηφολεκτικών συστημάτων (εδώ οι ΗΠΑ κατέχουν μάλλον τα πρωτεία)· ο περιορισμένος δικαστικός έλεγχος περιστατικών νοθείας (βλ. λ.χ. την παύση της επανακαταμέτρησης των ψήφων στη Φλόριδα το 2000, κατά την αναμέτρηση Γκορ – Μπους, τη στιγμή που η νοθεία ήταν μάλλον βεβαία).
2. Ελεγχος της Δικαιοσύνης
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, κομβικό ρόλο έχει η προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης και κυρίως των ανωτάτων δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό είναι γνωστές οι πρωτοβουλίες για αλλαγή της σύνθεσης των τελευταίων ή για απομάκρυνση δικαστών μέσω πρόωρης συνταξιοδότησης (βλ. λ.χ. Πολωνία). Επίσης, συχνά παρατηρούνται δριμείες, απαξιωτικές επιθέσεις κατά των αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων, όπως λ.χ. οι μνημειώδεις κυβερνητικές δηλώσεις στη χώρα μας μετά την απόφαση του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες – δηλώσεις που παρέπεμπαν σε άλλες μορφές πολιτεύματος. Πέραν της απαξίωσης, ανησυχητικότερη είναι πλέον η εξάρτηση της ισχύος των αποφάσεων από την έγκριση της εκτελεστικής εξουσίας (και πάλι εδώ η Πολωνία «δείχνει τον δρόμο»).
Με τέτοιες μεθοδεύσεις δεν επιδιώκεται μόνο η ποδηγέτηση της Δικαιοσύνης, αλλά και η ευθεία υπόσκαψη της, θεμελιώδους για ένα κράτος δικαίου, αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Απώτερος δε σκοπός είναι η εξασφάλιση παντοδυναμίας στην κυβερνητική εξουσία.
3. Ελεγχος της ενημέρωσης
Το τρίτο επίπεδο αφορά στην προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης και φίμωσης του Τύπου, η οποία, όπως μαρτυρεί η πρόσφατη ελληνική εμπειρία, μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, όπως: η μετατροπή της δημόσιας τηλεόρασης και των κεντρικών πρακτορείων ειδήσεων σε μέσα φιλοκυβερνητικής προπαγάνδας· ο έλεγχος του τηλεοπτικού τοπίου μέσω της επιβολής ενός ασφυκτικού – προδήλως δε αντισυνταγματικού – numerus clausus αδειών· η συστηματική υποβολή μηνύσεων και αγωγών κατά δημοσιογράφων και Μέσων από υπουργούς, λόγω κριτικής που τους ασκείται για τα πεπραγμένα τους. Στην τελευταία πρακτική, που μπορεί να έχει σοβαρό «εκφοβιστικό αποτέλεσμα» για τον Τύπο, πρωτοστατεί στη χώρα μας ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, ο οποίος όμως δεν φείδεται ο ίδιος βαριών μομφών κατά των πολιτικών του αντιπάλων και του Τύπου.
Σε άλλες χώρες της ΕΕ (και όχι της Λατινικής Αμερικής), όπως η Μάλτα και η Σλοβακία, έχουμε φθάσει, δυστυχώς, ακόμα και σε δολοφονίες δημοσιογράφων, των οποίων οι έρευνες ενόχλησαν κυβερνητικούς ή επιχειρηματικούς παράγοντες.

Η αντίσταση της κοινωνίας των πολιτών

Εν όψει όλων των παραπάνω, για να αντέξουν οι σύγχρονες δημοκρατίες, απαιτείται εγρήγορση της κοινωνίας των πολιτών και πολιτικός ακτιβισμός. Τούτο σημαίνει ειδικότερα: ενεργοποίηση – με κάθε αφορμή – των πολιτικών μας δικαιωμάτων, ιδίως άσκηση του εκλογικού μας δικαιώματος σε κάθε αναμέτρηση και συμμετοχή στον δημόσιο λόγο και σε ειρηνικές διαδηλώσεις για την προάσπιση της ελευθερίας του Τύπου και της έκφρασης, αλλά και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Οι μεγάλες συγκεντρώσεις στη μνήμη των δημοσιογράφων που εκτελέστηκαν σε Μάλτα και Σλοβακία στέλνουν μηνύματα που οι αποδέκτες τους δεν μπορούν να αγνοήσουν· και αυτό ισχύει σε κάθε δημοκρατική πολιτεία.
Η υπονόμευση της δημοκρατίας εκ των έσω αντιμετωπίζεται με ενάσκηση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων που μας εξασφαλίζει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο μυς της ελευθερίας και του ακτιβισμού πρέπει να ασκείται συστηματικά, αλλιώς ατροφεί και η δημοκρατία υποχωρεί.
Ο κ. Αντώνης Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ Κ. ΤΣΟΥΚΑΣ*

Η χοληστερίνη της δημοκρατίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 23.09.2018  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:IΔEEΣ

Η ​δημοκρατία παράγει δημαγωγούς όπως το σώμα χοληστερίνη – είναι αναπόφευκτο. Υπάρχει εξήγηση. Σε συνθήκες ομαλότητας, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο ο ψηφοφόρος ελπίζει ότι, με την ψήφο του, θα συμβάλει να γίνουν τα πράγματα καλύτερα – και για τον εαυτό του και για τη χώρα. Δίχως την προοπτική της ελπίδας, η ψήφος δεν έχει νόημα. Οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται την ελπίδα – πουλάνε ελπίδα. Ανταποκρίνονται στην επιθυμία του ψηφοφόρου για ένα καλύτερο αύριο.

Οταν ο Καραμανλής το 2009 μιλούσε για «πάγωμα» των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων (το λιγότερο που μπορούσε να κάνει μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που προκάλεσε), ο Παπανδρέου υποσχόταν αυτάρεσκα «λεφτά υπάρχουν». Οταν ο Παπανδρέου εφάρμοζε τη μνημονιακή λιτότητα, ο Σαμαράς βροντοφώναζε «θα επαναδιαπραγματευθούμε τους όρους του μνημονίου». Οταν ο Σαμαράς εφάρμοζε το δεύτερο μνημόνιο, ο Τσίπρας ωρυόταν «θα σκίσω τα μνημόνια». Οσο ο Τσίπρας υλοποιούσε το τρίτο μνημόνιο, ο Μητσοτάκης υποσχόταν «θα επαναδιαπραγματευθώ τα πρωτογενή πλεονάσματα». Στη μεταμνημονιακή πολιτική αγορά δε, όλοι κάνουν προσφορές!

Συμπέρασμα: στη δημοκρατία, σε συνθήκες πόλωσης, ανέχειας και μειωμένης αίσθησης αξιακών-θεσμικών περιορισμών όπως η ελληνική, υπάρχουν ισχυρά κίνητρα υπερθεματισμού – να υπερκεράσεις τον αντίπαλό σου προσφέροντας περισσότερη ελπίδα. Ο πλειοδότης κερδίζει.

Οι δημαγωγοί

Γιατί «άγεται» ο «δήμος» από τους δημαγωγούς; Διάφοροι λόγοι:

Πρώτον, η ελπίδα είναι μια επιταγή που θα εξοφληθεί αργότερα – έχει δυνητική αξία. Καλύτερα να πιστέψω μια υπόσχεση που ίσως υλοποιηθεί στο μέλλον, παρά να διαιωνίσω ένα παρόν που βιώνω ή κρίνω ως ανεπιθύμητο.

Δεύτερον, οι ψηφοφόροι πάσχουν από πολιτική άγνοια και περιορισμένο πολιτικό ορθολογισμό. Τα θέματα της σύγχρονης διακυβέρνησης είναι πολλά και σύνθετα. Οι πολίτες συχνά αγνοούν βασικές πληροφορίες και γεγονότα, ενώ δεν είναι ενημερωμένοι για το υπόβαθρο επιμέρους πεδίων αποφάσεων. Οκτώ στους δέκα Ελληνες αγρότες πιστεύουν ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. ωφέλησε περισσότερο την Ε.Ε. παρά την Ελλάδα! Ερευνες δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι αξιολογούν την πολιτική ενημέρωση όπως οι φίλαθλοι αποτιμούν τις πληροφορίες για την ομάδα τους: μεροληπτικά. Η άγνοια και η μεροληψία των ψηφοφόρων είναι πρώτη ύλη για τους δημαγωγούς.

Τρίτον, ο δημαγωγός επιτελεί ένα γνωστικό έργο για τον ψηφοφόρο: απλοποιεί σύνθετα θέματα και προτείνει εύπεπτες λύσεις. Δημιουργεί στον πολίτη την ψευδαίσθηση της γνώσης. Σύνθετα φαινόμενα ερμηνεύονται με μονοαιτιακές εξηγήσεις. Απεχθάνεσαι τη λιτότητα; Να καταργηθεί το μνημόνιο. Θέλεις να έχουν δουλειές οι νέοι μας;

Εξω οι μετανάστες. Πιστεύεις στην εθνική κυριαρχία; Οχι στην Ε.Ε. Τόσο απλά!

Τέταρτον, οι δημαγωγοί δεν έχουν αναστολές να ψεύδονται, να καλλιεργούν την εχθροπάθεια, να θυματοποιούν τον «δήμο» και να εξάπτουν τον φόβο. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης περιγράφουν τον Κλέωνα ως έναν τραχύ, φιλοκατήγορο και αδίστακτο λαοπλάνο, ο οποίος, κινητοποιώντας τα πιο ταπεινά ένστικτα των συμπολιτών του, εκχυδάισε τον πολιτικό λόγο της αρχαίας Αθήνας. Ο δημαγωγός θριαμβεύει όταν καταφέρνει να μετακινήσει τον δημόσιο διάλογο στο γήπεδό του – στην επικράτεια του ακατέργαστου αρνητικού συναισθήματος.

Ο δημαγωγικός λόγος πουλάει ελπίδα για το μέλλον αλλά θεμελιώνεται σε νοσταλγικά χρωματισμένες φαντασιώσεις για το παρελθόν. Η πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση όχι ένα όραμα ρεαλιστικής προοπτικής, αλλά την ανακατασκευή εθνικών μύθων. Οσο πιο χαρισματικός είναι ο δημαγωγός, τόσο μεγαλύτερη προσοχή προσελκύει, ιδιαίτερα σε συνθήκες επικοινωνιακής αφθονίας και αμεσότητας.

Δημοκρατία και ελίτ

Η νοσταλγία του παλαιού μεγαλείου της Βρετανίας έδωσε πνοή στο σύνθημα του Τζόνσον «θέλουμε να πάρουμε πίσω τον έλεγχο της χώρας». Η αγωνία για τον ρόλο της Αμερικής σε έναν πολυπολικό κόσμο εμπνέει την αντίληψη του Τραμπ «να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά». Η ελκυστική αυτοεικόνα του αντιστεκόμενου έθνους (ιδιαίτερα απέναντι στους Γερμανούς!) έδωσε τη δυνατότητα στον Τσίπρα να υπόσχεται «θα σκίσω το μνημόνιο». Οταν οι φαντασιώσεις συντονίζονται με το λαϊκό θυμικό, σε συγκεκριμένες συγκυρίες, παράγουν ένα είδος «μαγικής σκέψης» που παρακάμπτει τη σύνθετη πραγματικότητα.

Η δημοκρατία παράγει καλά αποτελέσματα για την ποιότητα ζωής των πολιτών στο μέτρο που η βούληση του κυρίαρχου λαού διηθείται από τη θεσμική λογική. Οι λαϊκές επιθυμίες τείνουν να είναι συγκυριακές, αντιφατικές και ευμετάβολες· πρέπει να εξισορροπούνται από τη στρατηγική οπτική γωνία των πολιτικών-θεσμικών ελίτ. Aν αυτή η οπτική έχει εξασθενήσει (π.χ. Συντηρητικό Κόμμα στη Βρετανία) ή χρονίως απουσιάζει (π.χ. Ελλάδα), η δημοκρατία είτε κυριεύεται από ναρκισσιστές τύπου Τζόνσον είτε απολιθώνεται και χάνει την ικανότητα διαχείρισης συλλογικών προβλημάτων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία ανάδειξης σε νεοδημαγωγούς τύπου Τσίπρα.

Η δημοκρατία δεν είναι ο Κήπος της Εδέμ, αλλά ένα εργαλείο διαχείρισης της συλλογικής αβεβαιότητας. Οταν δεν δουλεύει καλά (όταν, δηλαδή, δεν προστατεύει τους πολίτες από την εξαθλίωση και την αδικία), ο «δήμος» έλκεται από δημαγωγούς που υπόσχονται να την κάνουν να δουλέψει καλύτερα. Στις καλές της στιγμές εξισορροπεί το βραχυχρόνιο με το μακροχρόνιο, το επιμέρους με το καθολικό, την άμεση με τη στρατηγική ικανοποίηση αναγκών. Από γνωστικής απόψεως, η δημοκρατία έχει το πλεονέκτημα της σοφίας του πλήθους (γνωστική ποικιλότητα), αλλά πάσχει από το μειονέκτημα της πολιτικής άγνοιας (γνωστική ανεπάρκεια των ατόμων). Η εξουσία του «δήμου» ενισχύει το πλεονέκτημα, ενώ η εξουσία των πολιτικών-θεσμικών ελίτ, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, αποδυναμώνει το μειονέκτημα.

Οι δημαγωγοί, προσεγγίζοντας απλοϊκά, φαντασιωσικά και με ακατέργαστα συναισθηματικό τρόπο τα λαϊκά παράπονα, υποσκάπτουν το κύρος των πολιτικών-θεσμικών ελίτ. Οι τελευταίες, στο μέτρο που κατοικούν σε ένα αυτοαναφερόμενο σύμπαν, αποκόπτονται από τον «κοινό λόγο» και τείνουν να αγνοούν τις ανάγκες του «δήμου».

Η δημοκρατία παραμένει αυτό που πάντοτε ήταν – μια δύσκολη, διαρκής και επισφαλής άσκηση ισορροπίας, δηλαδή ένα κατόρθωμα!

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.

ΛΟΥΚΑΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ*, ΚΙΣΟΡ ΜΑΜΠΟΥΜΠΑΝΙ*

Πεθαίνει η Δημοκρατία;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 23.09.2018  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Λουκάς Τσούκαλης*: Χωρίς λύσεις, χάνουμε τη μάχη

​​Πολλαπλασιάζονται τα σημάδια μιας πολύπλευρης κρίσης στις δημοκρατίες του δυτικού κόσμου. Κοινωνίες σπασμένες σε κομμάτια που δύσκολα επικοινωνούν μεταξύ τους, απαξίωση των παραδοσιακών κομμάτων και ηγεσιών που κρατούσαν τις τύχες των χωρών στα χέρια τους επί πολλές δεκαετίες, άνοδος των δημαγωγών που προτείνουν εύκολες και ανώδυνες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα αλλά κυρίως που επενδύουν στην έλλειψη ανοχής του Αλλου και της διαφορετικής άποψης.

Στις περισσότερες χώρες, οι αντιδημοκρατικές τάσεις παραμένουν ακόμη μειοψηφικά ρεύματα στην κοινωνία. Σε αρκετές όμως, οι εκπρόσωποί τους βρίσκονται ήδη στην εξουσία. Και πώς να χαρακτηρίσει κανείς το φαινόμενο Τραμπ στις ΗΠΑ, ή την εντυπωσιακή πολιτική κατρακύλα στη Βρετανία με καταλύτη το Brexit; Συμβαίνουν πλέον και στις καλύτερες οικογένειες.

Πρέπει να πολεμήσουμε τους δημαγωγούς με όλα τα δημοκρατικά μέσα που διαθέτουμε. Αλλά πρώτα από όλα, πρέπει να καταλάβουμε γιατί υπάρχει τόση οργή και αγανάκτηση σε μεγάλα στρώματα των κοινωνιών μας. Δεν φυτρώνουν οι δημαγωγοί από το πουθενά. Βρίσκουν το έδαφος πρόσφορο και μεγαλώνουν.

Στις ανεπτυγμένες χώρες, η παγκοσμιοποίηση, σε συνδυασμό με την τεχνολογική επανάσταση, τα τελευταία τριάντα χρόνια αύξησε πολύ τις ανισότητες εντός των περισσοτέρων χωρών και τραυμάτισε την κοινωνική συνοχή. Και ήρθε μετά η μεγάλη κρίση, με το σπάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας, και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν οι πολιτικές ηγεσίες, διακομματικά στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτήν την κρίση, για να χειροτερέψει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Οσοι πίστεψαν ότι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το 1929 δεν θα είχε βαθιές και μακροπρόθεσμες πολιτικές επιπτώσεις, ήταν το λιγότερο αφελείς. Σε όλα αυτά, προστέθηκε η μεταναστευτική πίεση των τελευταίων χρόνων σε κοινωνίες που αγγίζουν πλέον επικίνδυνα τα όρια ανοχής τους. Ακόμη και η Σουηδία κατέληξε να έχει σοβαρό πρόβλημα.

Αν δεν μπορέσουμε να προτείνουμε ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματα αυτά, κινδυνεύουμε να χάσουμε τη μάχη. Μέχρι να καταλάβουν οι πολλοί ότι οι δημαγωγοί τούς κοροϊδεύουν, θα είναι πιθανόν αργά. Και αν τα παραπάνω σας θυμίζουν, με τις δικές μας προφανώς ιδιαιτερότητες, τις αποτυχίες του μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας στη χώρα μας, δεν θα κάνετε λάθος.

* Ο κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Κισόρ Μαμπουμπάνι*: Αναβίωση στην Ανατολή

Η​​ δημοκρατία είναι μία βιομηχανία στην ανατολή της, όχι στη δύση της. Οταν το είπα αυτό την περασμένη Δευτέρα στο Athens Democracy Forum, πολλοί Δυτικοί αντέδρασαν με έντονη δυσπιστία. Πώς θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο; Τόσο η Πολωνία όσο και η Ουγγαρία έχουν οπισθοδρομήσει, εκλέγοντας ακροδεξιές κυβερνήσεις.

Σε πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε., η Ακροδεξιά έχει μετατρέψει την ξενοφοβία και την έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι στους μετανάστες σε σεβαστή θέση. Ακόμα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει τη δημοκρατική τους αίγλη με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Κι όμως – περισσότεροι άνθρωποι ζουν σήμερα σε δημοκρατικές κοινωνίες από ποτέ άλλοτε. Τρεις από τις πολυπληθέστερες χώρες στην Ασία, η Ινδία (πληθυσμός 1,35 δισεκατομμύριο), η Ινδονησία (266 εκατομμύρια) και το Μπανγκλαντές (166 εκατομμύρια), είναι ακμάζουσες δημοκρατίες. Στις πρόσφατες εκλογές στη Μαλαισία, το κυβερνών κόμμα, που ήταν στην εξουσία από το 1967, ηττήθηκε. Ακόμα και σε ασιατικές χώρες όπου ο στρατός παραμένει ισχυρός, όπως το Πακιστάν και η Ταϊλάνδη, αναγνωρίζεται ότι πρέπει να επιτρέπεται στον λαό να εκφράζει τη βούλησή του μέσω εκλογών. Τόσο στην Ασία όσο και στην Αφρική, η εποχή των στρατιωτικών καθεστώτων και των διά βίου δικτατόρων βρίσκεται στο τέλος της.

Φυσικά, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ύφεση της δημοκρατίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Για να την αντιμετωπίσουμε, πρέπει να καταπιαστούμε με τα βασικά αίτια που την προκάλεσαν. Στην Ευρώπη, η άνοδος της Ακροδεξιάς πηγάζει από τον φόβο μαζικής εισροής μεταναστών. Θα ήταν συνεπώς σώφρον εκ μέρους της Ε.Ε. να προτείνει μία «στρατηγική παύση» στη μετανάστευση. Ισως ο καλύτερος τρόπος να διασωθεί ο φιλελευθερισμός της Ευρώπης να είναι μία προσωρινή αντιφιλελεύθερη λύση.

Το αμερικανικό πρόβλημα ενδέχεται να είναι βαθύτερο. Ο Μάρτιν Γκίλενς του Princeton και ο Γκόρντον Φούλτσερ του Northwestern έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί σε πλουτοκρατία, όπου στην κατάρτιση πολιτικής «κυριαρχούν ισχυρές οργανώσεις των επιχειρήσεων και ένας μικρός αριθμός εύπορων Αμερικανών». Δεν είναι σοφή αυτή η υπερσυσσώρευση πολιτικής επιρροής. Το πλουσιότερο 1% πρέπει να επιστρέψει την κυριαρχία στον λαό και να εργαστεί για τη μείωση της ανισότητας. Μόνο έτσι θα ξαναγίνουν οι ΗΠΑ η «λαμπερή πόλη στον λόφο».

* Ο κ. Κισόρ Μαμπουμπάνι είναι καθηγητής Πρακτικής της Δημόσιας Πολιτικής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης.

Η πολιτική τυραννία των (πέντε) λέξεων…

 

«Με τη δύναμη μιας λέξης ξαναρχίζω τη ζωή μου». Θα ξαναρχίζαμε ίσως βελτιώνοντας και την ποιότητα του πολιτικού λόγου και διαλόγου, ιδιαίτερα εν όψει εκλογών, εάν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στο περιεχόμενο πέντε τουλάχιστον κεντρικών λέξεων-εννοιών που τυραννούν την πολιτική διαδικασία, καθώς χρησιμοποιούνται όπως βολεύει τον καθένα για να παραγάγουν σύγχυση, πόλωση, ενίοτε φανατισμό.
Οι πέντε λέξεις-έννοιες είναι: (1) Ακροδεξιά, (2) Λαϊκισμός, (3) Νεοφιλελευθερισμός, (4) Προοδευτισμός, (5) Σοσιαλδημοκρατία. Ενώ για τις δύο κεντρικές έννοιες Δεξιά – Αριστερά φαίνεται να υπάρχει μια κοινή, λίγο-πολύ, εννοιολόγηση για το περιεχόμενό τους, οι πέντε παραπάνω λέξεις χρησιμοποιούνται στρεβλωτικά […]. Το περιεχόμενό τους είναι όμως σε μεγάλο βαθμό ξεκαθαρισμένο τουλάχιστον στο πεδίο της ευρωπαϊκής σκέψης.
Ειδικότερα:

1. Ακροδεξιά (Extreme, Far Right): Οι εκδοχές της Ακροδεξιάς είναι αρκετές, αλλά έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία στη σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα, όπως: η απόρριψη του φιλελευθερισμού και κατ’ επέκταση της φιλελεύθερης δημοκρατίας (δικαιωμάτων, ανοχής, πλουραλισμού κ.ά.) σε βαθμό που αγγίζει τα όρια του φασισμού, ολοκληρωτισμού, ναζισμού. Ενα δεύτερο στοιχείο είναι η απόρριψη της υπερεθνικής ευρωπαϊκής ενοποίησης, η θεοποίηση του εθνικού κράτους και η ανάδειξη του (τοξικού) εθνικισμού ως της κύριας ιδεολογικής έκφρασης που θα πρέπει να κατευθύνει τη συμπεριφορά συλλογικών ή ατομικών υποκειμένων. Στοιχείο του ακροδεξιού εθνικισμού είναι βεβαίως ο ρατσισμός σε όλες του τις εκδοχές, όπως και η εναντίωση σε κάθε μορφής διαφορετικότητα που, υποτίθεται, παραβιάζει την «καθαρή» εθνική ταυτότητα. Ετσι η ευρωπαϊκή και ελληνική Ακροδεξιά στρέφεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ενάντια στους μετανάστες, στο Ισλάμ, ενώ προβάλλουν τη χριστιανοσύνη ως συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας (π.χ. Ορμπαν, Ουγγαρία – Κατσίνσκι, Πολωνία). Η χρήση της βίας ως μέσου προώθησης των πολιτικών στόχων είναι ένα αποδεκτό μέσο από ακροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς.
[……]
2. Λαϊκισμός (Populism): Πρόκειται για το ιδεολογικό ρεύμα (αν μπορεί να αποκληθεί έτσι) που εμφανίζεται να σαρώνει την Ευρώπη, αλλά και για όρο που έχει υποστεί δεινή χρήση και κατάχρηση. Σύμφωνα με τον κορυφαίο ειδικό Gas Mudde, ο λαϊκισμός ορίζεται ως «μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωριζόμενη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον ‘”αγνό λαό'” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί την έκφραση της γενικής βούλησης (volonte generale) του λαού». Λαός εναντίον ελίτ συνιστά το θεμελιακό στοιχείο αντιπαλότητας του λαϊκισμού. Εξ ορισμού ο λαός έχει πάντοτε δίκιο, δεν διαπράττει λάθη, τα όποια αιτήματά του θα πρέπει να ικανοποιούνται. Αντίθετα με την Ακροδεξιά, ο λαϊκισμός δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιδημοκρατικός (μπορεί να είναι και «διόρθωση» της δημοκρατίας), αν και μπορεί να είναι – και τις περισσότερες φορές είναι – βαθύτατα εθνικιστικός (εθνολαϊκισμός) και βεβαίως αντιευρωπαϊκός – εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των πολιτικών της (μετανάστευση, νομισματική ένωση κ.λπ.).
[…..]
3. Νεοφιλελευθερισμός (Neo-liberalism): Πρόκειται για μία από τις πλέον κακοποιημένες έννοιες στην Ελλάδα. Σχεδόν με οτιδήποτε διαφωνεί, κυρίως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στον τομέα της οικονομικής – κοινωνικής πολιτικής το βαφτίζει «νεοφιλελεύθερο». Και όμως, όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1980 (Θάτσερ, Ρίγκαν), ο νεοφιλελευθερισμός συγκροτείται από τρία κύρια κεντρικά στοιχεία: (α) απορρύθμιση (deregulation) της οικονομίας με την πεποίθηση ότι οι αγορές μπορούν να αυτορρυθμιστούν από μόνες τους, ενώ η ρύθμιση συρρικνώνει τόσο την οικονομική όσο και την πολιτική ελευθερία, (β) μικρό κράτος με την ελάχιστη δυνατή κυβερνητική δραστηριότητα κατά προτίμηση μόνο στους τομείς της τάξης και ασφάλειας, (γ) παγκοσμιοποίηση χωρίς κανονιστικούς περιορισμούς. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 ουσιαστικά σάρωσε τα βασικά αυτά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιος έστω μια αμιγώς νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση στον κόσμο. Ούτε βεβαίως κάποια πολιτική δύναμη στην Ελλάδα.
[….]
4. Προοδευτισμός (Progressivism): Πρόκειται για μια άλλη ταλαιπωρημένη έννοια στην Ελλάδα που διεκδικείται σχεδόν απ’ όλους. Το Λεξικό της Οξφόρδης ορίζει τον προοδευτισμό ως το πολιτικό ρεύμα που είναι «υπέρ των νέων ιδεών, σύγχρονων μεθόδων και της αλλαγής». Και ο St Pinker στο πολυσυζητημένο βιβλίο του «Enlightenment Now»(«Διαφωτισμός τώρα», 2018) τονίζει την καθοριστική σημασία της λογικής (reason), της επιστήμης και των ιδεών του Διαφωτισμού στην πολιτική διαδικασία για την επίτευξη της προόδου. Συνοπτικά, στη βάση κάθε κίνησης ή επιλογών πολιτικού προοδευτισμού βρίσκεται η κυριαρχία του ορθολογισμού, της λογικής έναντι οποιωνδήποτε άλλων δοξασιών ή δογμάτων, θρησκευτικών ή κοσμικών. Αλλά το θλιβερό είναι ότι ο ανορθολογισμός είναι αυτός που τέμνει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα (και όχι μόνο).
5. Σοσιαλδημοκρατία (Social Democracy): Η πολιτική κατηγορία που φέρεται να διεκδικεί ή προς την οποία ορισμένοι (π.χ. Ν. Μουζέλης, Ν. Μαραντζίδης) πιστεύουν ότι κατευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος λέει ότι δεν θέλει να μετεξελιχθεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Πράγματι. Η σοσιαλδημοκρατία του ευρωπαϊκου χώρου μπορεί να οριστεί ως το πολιτικο-ιδεολογικό ρεύμα/κίνηση που αποβλέπει στην επίτευξη «της μεγαλύτερης δυνατής ελευθερίας με τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ισότητα για όλους, χωρίς διακρίσεις, μέσα από την εφαρμογή ορθολογικά επεξεργασμένων πολιτικών». Ο ορισμός αυτός αναλύεται σε σειρά επί μέρους επιλογών, από την υποστήριξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι την κανονιστική εμπλαισίωση της παγκοσμιοποίησης.  [….]
Εν κατακλείδι, εάν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε τουλάχιστον στα βασικά των πέντε λέξεων-εννοιών, τότε ενδεχομένως να είχαμε ένα λιγότερο πολωμένο και περισσότερο και αισθητικό πολιτικό διάλογο. Και όχι ασυνάρτητες κραυγές και παραχαράξεις…
* Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

SOS: Θανάσιμη απειλή για την Ευρώπη

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μ​​ια βαθιά πολιτική ρωγμή απειλεί θανάσιμα τη συνοχή της Ευρώπης, αλλά και την ίδια την υπόσταση της δημοκρατίας στη Γηραιά Ηπειρο. Είναι η ραγδαία εξάπλωση των δυνάμεων του εθνικισμού και του λαϊκισμού, που καταλαμβάνουν πλέον την κυβερνητική εξουσία σε πολλά κράτη-μέλη και μεθοδεύουν να διχοτομήσουν και να γυρίσουν πολλές δεκαετίες πίσω την Ευρώπη. Σήμερα καταφέρνουν και εκλέγουν ορισμένες κυβερνήσεις αντιευρωπαϊκού χαρακτήρα, αύριο θα εκλέξουν όπως δείχνουν τα πράγματα και μεγάλο αριθμό βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα διορίσουν, εκ των πραγμάτων (οι κυβερνήσεις προτείνουν), ουκ ολίγους επιτρόπους στην καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, την Κομισιόν! Εκτός από τραγική πολιτική ειρωνεία, το πρόβλημα γίνεται κολοσσιαίο…

Οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του εθνικισμού εκμεταλλεύονται αγρίως σήμερα το μεταναστευτικό πρόβλημα και κλιμακώνουν τον εσωτερικό πόλεμο. Ενσπείρουν το μίσος και τον ρατσισμό και αποδομούν σιγά σιγά τους βασικούς αρμούς του ευρωπαϊκού συστήματος. Είναι πολύ ενδεικτική την εβδομάδα αυτή η άμεση αμφισβήτηση που δέχθηκε η Μέρκελ από τον Ζεεχόφερ, τον κυβερνητικό της εταίρο, με βάση το μεταναστευτικό. Σε μια χώρα που εξακολουθεί να αναπτύσσεται και να ευημερεί οικονομικά και η οποία κατέβαλε πολύμηνη και αγωνιώδη προσπάθεια να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση για τη σταθερότητα στη Γερμανία και στην Ευρώπη, η τύχη της τώρα εξαρτάται από το μεταναστευτικό. Είναι εντυπωσιακό! Υπάρχει μια θεμελιώδης ανατροπή των ισορροπιών και αυτό θα πρέπει να το πάρουμε στο εξής πολύ σοβαρά υπόψη. Δύσκολο να το αποδεχθεί κανείς, αλλά αναγκαίο για να υπάρξει η απαιτούμενη ευρωπαϊκή αντίδραση. Ακόμη και τα παραδοσιακά κάστρα μπορεί να χτυπηθούν καίρια, ας το συνειδητοποιήσουμε, το ίδιο δεν συνέβη πριν από δύο χρόνια με την απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ενωση;

Το μεταναστευτικό ζήτημα, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση η οποία τραυμάτισε καίρια τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης και διόγκωσε την ανεργία στα φτωχότερα στρώματα, αναζωπύρωσε τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, με την πιο φθηνή και ευκολόπεπτη πολιτική του έκφραση ως εργαλείο, τον λαϊκισμό. Αυτό είναι πλέον μια μεταβαλλόμενη και πολύ επικίνδυνη πραγματικότητα, σαφώς σημαντικότερη κατά το προσεχές διάστημα από τον προϋπολογισμό για παράδειγμα της Ευρωζώνης. Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς υπολογίσιμες εκλογικές δυνάμεις που χρειάζονται προσοχή, είναι σήμερα η κεντρική κυβέρνηση και εξουσία στην Ιταλία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία. Αυξάνεται διαρκώς η επιρροή τους και αποσταθεροποιούν την κραταιά Γερμανία, αντικατοπτρίζουν το 40% των ψηφοφόρων της βαθιά δημοκρατικής όπως λέγαμε Γαλλίας…

Η πυριτιδαποθήκη δεν βρίσκεται σήμερα στην περιφέρεια, αλλά στο ίδιο το κέντρο της Ευρώπης. Το υπαρξιακό ερώτημα δεν αφορά τη συνοχή μόνο και την προοπτική της ενοποίησης για την επιβίωση στο νέο γεωπολιτικό χάρτη, αφορά κάτι πολύ περισσότερο, όπως είναι η ταυτότητα και η ελευθερία, η δημοκρατία η ίδια στην Ευρώπη, οι πολιτισμικές της κατακτήσεις και το κράτος δικαίου. Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις οφείλουν λοιπόν να συντονίσουν τις δικές τους δυνάμεις και να αντιδράσουν, γρήγορα και αποφασιστικά. Τούτη την ώρα, ένα ισχυρό τοξικό ρεύμα, από τον Τραμπ έως τον Πούτιν, διαπερνά και ταρακουνά το σώμα της Ευρώπης. Ο λαϊκισμός αναπαλαιώνει σκοτεινές ιδεολογίες, αντιδημοκρατικά και ρατσιστικά πρότυπα διακυβέρνησης… Τι πιο χαρακτηριστική περίπτωση από την Ουγγαρία του Ορμπαν, ο οποίος κομμάτι κομμάτι ακρωτηριάζει την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη στη χώρα του και νομοθετεί ποινικές διώξεις για τις ΜΚΟ που θα παράσχουν βοήθεια σε οποιονδήποτε μετανάστη; Δεν είναι ανατριχιαστικό; Την προσεχή άνοιξη, στις επόμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα αναμετρηθούν αναπόφευκτα όπως φαίνεται δύο μεγάλα στρατόπεδα, σε έναν πολιτικό πόλεμο απολύτως κρίσιμο για το μέλλον και τον χαρακτήρα των παραδοσιακά δημοκρατικών και ανοικτών έως τώρα κοινωνιών της Ευρώπης.

ΤΟ ΒΗΜΑ

Παθολογία της δημοκρατίας

Ο γάλλος φιλόσοφος Φρεντερίκ Βορμς εξετάζει την πολιτική κρίση της Δύσης ως μορφή χρόνιων παθήσεων του πολιτεύματος
Παθολογία της δημοκρατίας
Διαδήλωση κατά του Τραμπ στις 9/11/2016 στη Νέα Υόρκη. Ο λόγος του κατά τον Βορμς ενσαρκώνει τον κυνισμό, τον ρατσισμό και τον υπερφιλελευθερισμό, χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας
Frederic Worms
Οι χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας

Μετάφραση Γιώργος Φαράκλας
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 280, τιμή 16 ευρώ
Δέκα χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 2008 και την ανεπαρκή πολιτικά διαχείρισή της, ο νοητός ιδεολογικός χάρτης της δυτικής κοινωνίας μοιάζει ριζικά διαφοροποιημένος. Λαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά ή αντισυστημικά ρεύματα διαπέρασαν το πολιτικό σκηνικό στη Βρετανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία. Τα κόμματα της μεταπολεμικής σκηνής υποσκελίστηκαν στη Γαλλία από έναν νεφελώδη κεντρώο προεδρικό σχηματισμό και την κληρονόμο ενός εξτρεμιστή της Δεξιάς. Ενα ακροδεξιό κόμμα κυβερνά την Ουγγαρία. Ενας πλουτοκράτης δημαγωγός εξελέγη πρόεδρος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πειρασμός να θεωρήσει κανείς την παθολογία της δημοκρατίας σήμερα απότοκο της «Great Recession», της Μεγάλης Υφεσης, είναι έντονος – και εμφανής σε μεγάλο μέρος των αναλύσεών της. Μια τέτοια ερμηνεία ωστόσο παραμερίζει υποκείμενους παράγοντες που δρουν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Αυτή είναι η εκτίμηση του γάλλου φιλοσόφου Φρεντερίκ Βορμς, καθηγητή της École Normale Supérieure, o οποίος στο βιβλίο «Οι χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας» ανάγει τα τρέχοντα προβλήματα στον χρόνο της μεσαίας διάρκειας και στο πλαίσιο των δομών του πολιτεύματος.

Η εξαφάνιση της Ιστορίας

Με το υποτιθέμενο «τέλος της Ιστορίας» το 1989 η δημοκρατία δεν τελείωσε, όπως πολλοί πρεσβεύουν, λέει ο Βορμς. Δεν νίκησε ολοκληρωτικά, ούτε και ηττήθηκε αποφασιστικά. Αντιμετωπίζει ωστόσο, όπως φάνηκε στην πορεία, μια σειρά κλονισμών, διαρκών και επαναλαμβανόμενων. Για να τους ορίσει ο γάλλος φιλόσοφος, για να τονίσει τα δομικά χαρακτηριστικά και την επίμονη παρουσία τους, δανείζεται μια έννοια από το ιατρικό λεξιλόγιο: «Βιώνουμε κάτι τελείως διαφορετικό: μια “χρόνια” δοκιμασία, αν όχι πάθηση. […] Βιώνουμε μία ή μερικές “χρόνιες” παθήσεις οι οποίες αφορούν επομένως ελαττώματα τα οποία είναι δομικά, ίσως αναπόφευκτα». Οπωσδήποτε, ο απόηχος της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν προκάλεσε τα φαινόμενα αυτά καθαυτά, συνέβαλε όμως στη δημιουργία ενός δυναμικού πεδίου για την ανάπτυξή τους: «Η Ιστορία απλώς και μόνο εξαφανίσθηκε και αντικαταστάθηκε από μιαν εκρηκτική διασπορά γεγονότων προς όλες τις κατευθύνσεις, με κάθε λογής νόημα και έναν ριζικό αποπροσανατολισμό». Προκειμένου να επιτύχουμε έναν ιστορικό αναπροσανατολισμό και να παραδεχθούμε τις παθήσεις της δημοκρατίας, σημειώνει ο Βορμς, οφείλουμε να κατανοήσουμε την ελευθερία και την ισότητα ως ημιτελείς στον μετά το 1789 βίο τους και τη δημοκρατία ως ιδέα εν πορεία.

Οι χρόνιες παθήσεις

Τρεις είναι οι χρόνιες κρίσεις που εντοπίζει ο συγγραφέας, εκφράσεις μιας βίας εγγενούς στις ανθρώπινες σχέσεις: ο σύγχρονος κυνισμός ως γενίκευση της καχυποψίας ή της συνωμοσίας, ο ρατσισμός και ο υπερφιλελευθερισμός. Ο κυνισμός αποτελεί ριζική αντιστροφή μιας εσωτερικής αρχής της δημοκρατίας, αυτής της κριτικής: εδώ οι σύγχρονοι κυνικοί προβαίνουν στη «ριζική χρήση της υπέρβασης εντός του δημόσιου χώρου» όχι για λόγους παρρησίας, όπως οι αρχαίοι προκάτοχοι του ονόματος, αλλά για να αμφισβητήσουν τις αρχές και τους θεσμούς της δημοκρατίας ως ουδέτερου και αντικειμενικού πλαισίου για να καρπωθούν οι ίδιοι την εξουσία. Ευνοούνται ως προς αυτό από μια παρενέργεια της παγκοσμιοποίησης: τη μεταβολή του πλαισίου του δημόσιου λόγου σε σημείο ώστε αυτό να έχει αλλάξει φύση. Το Διαδίκτυο, επισημαίνει ο Βορμς, δεν συνιστά ούτε δημόσιο ούτε θεσμικό πλαίσιο, αλλά χώρο διάδοσης φημολογίας και οικοδόμησης της καχυποψίας προς κριτικούς θεσμούς της δημοκρατίας, όπως ο Τύπος.
Ως προς τον ρατσισμό, ο γάλλος φιλόσοφος παρατηρεί ότι πρόκειται αρχικά για «αρρώστια της παράστασης του εαυτού», την υιοθέτηση μιας θεμελιακά ουσιώδους, ανιστορικής ταυτότητας, ανώτερης, απρόσβλητης – αλλά και απειλούμενης από τους «άλλους». Η «βαθιά μη παραδοχή του εγγενούς διφορούμενου όλων των όντων και εμάς των ίδιων» οδηγεί στην «ουσιοποίηση» του άλλου σύμφωνα με βιολογικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά γνωρίσματα. Στη βάση ακριβώς της ουσιοποίησης του εχθρού ο Βορμς συναρτά τη σύγχρονη αναζωπύρωση της τρομοκρατίας με τον ρατσισμό.
Ο υπερφιλελευθερισμός, από την πλευρά του, αποτελεί την αναγωγή της οικονομικής διάστασης σε καθολική αρχή ρύθμισης της κοινωνίας. Ετσι, ενώ η παγκοσμιοποίηση αποκαλύπτει τον βαθμό της ανθρώπινης αλληλεξάρτησης, εμφανή στο πρόβλημα της πλανητικής υπερθέρμανσης, ταυτόχρονα ευνοεί τη διάδραση των ανθρώπινων πράξεων χωρίς πρότερη μελέτη ή πρόνοια για τις συνέπειές τους. Καθίσταται προφανής για τον συγγραφέα η ανάγκη της δημοκρατίας ως «πολιτικής των σχέσεων», πεδίου ηθικής και δικαίου που διασφαλίζει την ελευθερία των ατόμων και ωθεί τη δημιουργική πράξη τους σε συμμετοχικούς θεσμούς.

Κρίση και θεραπεία

Υπάρχει οπωσδήποτε για τον Βορμς μια πύκνωση των φαινομένων που οφείλει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Ο συνδυασμός των χρόνιων παθήσεων συνιστά κίνδυνο γενικής κρίσης. Συγκρίνοντας την «εποχή της τυραννίας» που είχε διαγνώσει ο γάλλος φιλόσοφος Ελί Αλεβίτη δεκαετία του ’30 με τις δικές μας περιστάσεις, ο Βορμς διαπιστώνει επικίνδυνες συγκλίσεις «σε μια διεκδίκηση του “λαού” κατά των θεσμών και του κράτους, πράγμα που εξηγεί και την επιτυχία του “λαϊκισμού”, τόσο ως πράγματος όσο και ως λέξης». Σε αντίθεση όμως με την τότε κρίση, «οι αντίπαλοι της δημοκρατίας σήμερα δεν θέλουν να την αντικαταστήσουν με τον ολοκληρωτισμό, αλλά να τη μεταβάλουν σε τυραννία από μέσα». Ως ρητό παράδειγμα κατονομάζει τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία ακριβώς πάνω στο τρίπτυχο καχυποψίας, ρατσισμού και υπερφιλελευθερισμού. Και αν η ανησυχία οφείλει να επιταθεί, αυτό προκύπτει από τη «συνέργεια σχημάτων και ρευμάτων» σε πολύ διαφορετικές χώρες: «Η νέα “εποχή της τυραννίας” που ζούμε αναμειγνύει τα ίδια συστατικά στις Ηνωμένες Πολιτείες του νέου προέδρου, στη Ρωσία του Πούτιν ή σε μια Κίνα που είναι συνάμα το άκρον άωτον του υπερφιλελευθερισμού και του παλαιάς κοπής ολοκληρωτισμού».
Ο στοχασμός του Φρεντερίκ Βορμς είναι απλός και κατανοητός, η διάγνωσή του οξυδερκής και διεισδυτική. Ως προς την αγωγή, ο Βορμς αρνείται υπόρρητα την ουτοπία κάνοντας λόγο για αγώνα, αντιστάσεις και μεταμόρφωση του πολιτεύματος όπως το ζούμε. Αυτό είναι σύμφωνο με τη θέση του ότι οι παθήσεις της δημοκρατίας είναι χρόνιες – άρα δεν είναι παροδικές. Παραπέμποντας στους κριτικούς θεσμούς του Τύπου και της εκπαίδευσης για την αναχαίτιση της καχυποψίας και της συνωμοσιολογίας, την οικοδόμηση μιας ταυτότητας επί των πράξεων («της υπέρβασης, της συσπείρωσης, της ειρήνης μεταξύ πολιτών») και όχι επί της ουσίας ή στη θεσμική απάντηση στο ακραίο διά της θεσμοθέτησης τολμηρών μέτρων αυτοκριτικής της κοινωνίας («θεσμοθέτηση του ακραίου») για την καταπολέμηση του ρατσισμού, όπως και στη σημασία των διεθνών θεσμών και της «πολιτικής των σχέσεων» για τη συγκράτηση του υπερφιλελευθερισμού, παρέχει έναν οδικό χάρτη για ένα μακρύ ταξίδι. Το σημαντικότερο στο δοκίμιο του Βορμς, ωστόσο, είναι πράγματι η επισήμανση του Ροζέ-Πολ Ντρουά στη «Le Monde»: «Υπενθυμίζει εξαρχής ότι αυτές οι παθολογίες είναι εγγενείς στις ανθρώπινες σχέσεις και ότι μόνο η δημοκρατία είναι ικανή όχι να τις “θεραπεύσει”, όσο μάλλον να τις περιφράξει και ίσως να τις περιστείλει».

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Εχουν άδικο σε όλα οι λαϊκιστές;

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11.03.2018

Ο​​ι ευρωπαϊκές ελίτ αντιμετωπίζουν την άνοδο του λαϊκισμού με αμηχανία και νευρικότητα. Η πρωτιά του Κινήματος των 5 Αστέρων (M5S) στην Ιταλία, με το εντυπωσιακό 32%, αιφνιδίασε πολλούς. Μάλιστα, το ποσοστό του κόμματος ήταν υψηλότερο στις φτωχές περιοχές της χώρας. Στον ιταλικό Νότο, στην Πούλια, στην Καλαβρία, στη Σαρδηνία και στη Σικελία, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται στο 60-70% της Ε.Ε. και η διαφθορά ξεχειλίζει, το Μ5S σάρωσε κερδίζοντας 40-50% των ψήφων. Ανάμεσα στους νέους το Μ5S ξεπέρασε το 40%.

Εντέλει, το επώδυνο ερώτημα αναδύεται: έχουν άδικο σε όλα οι λαϊκιστές; Εχουν τρελαθεί οι πολίτες και ψηφίζουν «παλαβά» κόμματα ή μήπως μερικά πράγματα πάνε όντως στραβά; Συμφωνώ, ο λαϊκισμός έχει όλα τα κακά του κόσμου. Στηρίζεται σε αφελή σχήματα και ψευδείς προσλήψεις της πραγματικότητας, γεμάτες θεωρίες συνωμοσίας και φθόνο. Αγνοεί σύνθετες διεθνείς πραγματικότητες και επιστημονικές παραδοχές. Οι περισσότερες από τις λύσεις που προτείνει είναι για τα σκουπίδια, όταν δεν είναι για γέλια, και γι’ αυτό η «κωλοτούμπα» που ακολουθεί την επιτυχία του είναι προβλέψιμη.

Αν μείνουμε όμως στα παραπάνω, τότε δεν καταλάβαμε πολλά. Η ζήτηση για λαϊκισμό τα τελευταία χρόνια σχετίζεται, πέρα από την οικονομική κρίση, και με τον θυμό των πολιτών για τη διαφθορά και τις άλλες παθογένειες της πολιτικής ζωής. Οι πολίτες είναι πεισμένοι πως η πολιτική είναι ένα «club privé» με ακριβό εισιτήριο εισόδου. Ιδιαίτερα στη νότια και στην ανατολική Ευρώπη το πολιτικό σύστημα λειτουργεί ως μια ολιγοπωλιακή αγορά, ένα κλαμπ για ελίτ που σε μεγάλο βαθμό αξιοποιούν τα «δίκτυά» τους και διαμορφώνουν σχέσεις διαπλοκής νόμιμες, παράνομες ή και τα δύο.

Στην Ιταλία (όπως και στην Ελλάδα) ακούς, χρόνια τώρα, ιστορίες για τη μικρή ή μεγάλη διαφθορά των πολιτικών. Για διορισμούς συγγενών στα πολιτικά γραφεία. Για αναρίθμητες ευνοϊκές ρυθμίσεις που οι πολιτικοί προωθούν για τους εαυτούς τους ή τους φίλους τους (βλέπε, π.χ, την επιδότηση ενοικίου για υπουργούς και βουλευτές).

Για σακούλες γεμάτες χαρτονομίσματα των 500 ευρώ που προορίζονται για πολιτικούς ή φίλους τους. Για εξωφρενικά ακριβές πολιτικές καμπάνιες με άγνωστους χρηματοδότες. Για πολυτελείς εξοχικές κατοικίες πολιτικών αγορασμένες «κατά σύμπτωση» δίπλα σε κατοικίες βιομηχάνων. Δεν είναι απαραίτητο να είναι όλα αλήθεια. Δεν είναι όμως όλα ψέματα.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται βέβαια στον ευρωπαϊκό Νότο. Στη μετακομμουνιστική Ευρώπη το πράγμα έχει ξεχειλώσει.

Ο Τσέχος πολιτικός επιστήμονας Μίκαλ Κλίμα στο νέο του βιβλίο «Από τον ολοκληρωτισμό στην ελαττωματική δημοκρατία: η ιδιωτικοποίηση και αποικιοποίηση των κομμάτων από αδιαφανείς επιχειρήσεις» υποστηρίζει πως η τσεχική δημοκρατία είναι βαθιά διεφθαρμένη και τα κόμματά της ιδιαίτερα σε περιφερειακό επίπεδο έχουν κυριευθεί από «νονούς» που εκμεταλλεύονται το χρήμα της Ε.Ε. Η διαίρεση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς είναι πλέον απλώς ένα «λούστρο».

Ας κάνουμε λοιπόν μια ειλικρινή παραδοχή: Οι λαϊκιστές επισημαίνουν προβλήματα που απασχολούν την κοινή γνώμη και το καθιερωμένο πολιτικό σύστημα προσπερνά εύκολα ή, ακόμη χειρότερα, κάποιες φορές δείχνει να ανέχεται. Απλώς, οι λαϊκιστές το κάνουν με λάθος τρόπο και προς τη λάθος κατεύθυνση. Οι υπόλοιποι όμως δεν μπορούμε να μη βλέπουμε τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο.

Το πρόβλημα της διαφθοράς δεν έχει μόνο ηθική και συμβολική σημασία. Κάνει τη ζωή των πολιτών δυσκολότερη και ακριβότερη και μεγαλώνει τις ανισότητες. Αν σε κάθε δημόσιο έργο το 5%-7% πάει σε μίζες πολιτικών (όπως πρόσφατα ειπώθηκε) τότε καταλαβαίνουμε πώς εκτοξεύεται το κόστος.

Επείγει λοιπόν να δράσουμε. Επείγει η Δημοκρατία να μειώσει το κόστος λειτουργίας της και να περιοριστούν οι προκλητικές αποζημιώσεις και άλλες διευκολύνσεις σε υπουργούς, βουλευτές και συμβούλους. Επείγει να απαγορευτεί η πρόσβαση στην κρατική χρηματοδότηση στα κόμματα που έχουν ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης, έστω και νόμιμες. Οποιος θέλει ιδιωτική υποστήριξη να μην μπορεί να έχει πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα.

Το ίδιο να ισχύει για τους βουλευτές. Οποιος θέλει να έχει ιδιωτικές χορηγίες δεν θα πρέπει να λαμβάνει κρατική αποζημίωση. Επείγει επίσης να απαγορευτεί η πρόσληψη ή απόσπαση συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού στα βουλευτικά γραφεία. Οποιος χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους για προσλήψεις θα πρέπει να το κάνει μόνο μέσω ΑΣΕΠ ή άλλης ανεξάρτητης αρχής. Αλλιώς ας πληρώνει ο ίδιος, όχι οι φορολογούμενοι.

Ο περιορισμός του κόστους δεν αφορά μόνο το δημόσιο χρήμα. Πρέπει να μειωθεί και το κόστος της ιδιωτικής χρηματοδότησης. Στην Ελλάδα, αυτό είναι εφικτό εφόσον μικρύνουν δραματικά οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες ή καταργηθεί, μερικώς έστω, ο σταυρός προτίμησης. Δεν αρκούν όμως αυτά. Πρέπει να τεθεί το ζήτημα του περιορισμού των θητειών των υπουργών και των βουλευτών.

Πόσες γόνιμες θητείες μπορεί να έχει ένας μέσος βουλευτής στη ζωή του; Δύο; Τρεις; Σίγουρα όχι πολύ παραπάνω. Βρίσκω πως ένας τέτοιος περιορισμός είναι καλή ιδέα. Στο κάτω κάτω, η ζωή δεν τελειώνει με την πολιτική.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

 
ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Δεν φέρνεις πίσω την πέτρα που έριξες

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21.01.2018

Ο​​​​χι δημοψήφισμα για το Μακεδονικό». Σε αυτό πολλοί συμφωνούν, και από το κυβερνητικό και από το αντιπολιτευόμενο στρατόπεδο. Κάποιοι το εξέφρασαν χοντροκομμένα και αφοριστικά, όπως ο πρώην υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος: «Ενας λαός ηλιθίων δεν μπορεί να κάνει δημοψήφισμα για την ονομασία της ΠΓΔΜ». Η κυβέρνηση: «Δεν υπάρχει λόγος να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα» (Κοτζιάς). «Στη Βουλή θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις επίλυσης του Μακεδονικού» (Βούτσης). Πλήθος άλλοι: «Παγίδα το δημοψήφισμα για ένα εθνικό θέμα, άλυτο επί δεκαετίες», «σύνθετα θέματα δεν λύνονται από συναισθηματικά φορτισμένους θερμοκέφαλους γνώστες του κάθε επιστητού».

Και αναθερμάνθηκε η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά των δημοψηφισμάτων. Με εκείνους που τα αμφισβητούν να επιμένουν ότι συχνά οι πολίτες αγνοούν τις οικονομικές, διεθνοπολιτικές συνέπειες της ψήφου τους (βλ. δημοψήφισμα του 1920). Οτι συμβαίνει να αδυνατούν να αναπτύξουν τα απαραίτητα κριτήρια, ότι μπορεί να λάβουν αποφάσεις που έχουν βασιστεί σε συγκυριακές επιλογές ή να απαντήσουν αρνητικά, αποκλειστικά και μόνο για να εκφράσουν μια γενική αποδοκιμασία. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί που θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να επικρατήσουν συντεχνιακά συμφέροντα επί του γενικού καλού. Οτι ζητήματα που εμπίπτουν στο κράτος δικαίου δεν γίνεται να αποτελούν ύλη δημοψηφίσματος (η πλειοψηφία είναι εχθρική απέναντι στις μειονότητες και το διαφορετικό). Οτι ακόμη και οι ωριμότεροι λαοί ενδίδουν στον λαϊκισμό. Το δημοψήφισμα, σημειώνουν, αποτελεί τακτικισμό και εργαλείο πολιτικής συσπείρωσης ηγετών που ενδιαφέρονται μόνο για την άρση των προσωπικών τους αδιεξόδων, θέτοντας ερωτήματα προσχηματικά που αποκρύπτουν ιδιοτελείς στοχεύσεις.

Ομως για τους υποστηρικτές τους είναι, ως πράξη άμεση, το θεσμικό αντίβαρο στην έμμεση αντιπροσωπευτική δημοκρατία (ο ορισμός είναι το θεμέλιο κάθε πίστης). Οπως τονίζουν, συμβάλλουν στην υπέρβαση κοινωνικοπολιτικών αγκυλώσεων, διευκολύνουν την απεμπλοκή της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος από κάποιο αδιέξοδο, ακόμη και αποτρέπουν κοινωνικές συγκρούσεις, ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά του πολίτη. Η λογική, η αντικειμενικότητα, ο προσανατολισμός στο γενικό συμφέρον, η πολιτική ευθύνη δεν αποτελούν πάγια χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού συστήματος, ούτε η άμεση δημοκρατία συνδέεται απαραίτητα με τον ανορθολογισμό, την επικυριαρχία του θυμικού, τη λειψή ευθύνη, σημειώνουν. Τα συχνά δημοψηφίσματα στην Ελβετία, υποστηρίζουν, μείωσαν την ισχύ των πολιτικών κομμάτων δίνοντας περισσότερα όπλα στον πολίτη.

Οσοι τα αμφισβητούν, από την άλλη, αντικρούουν ότι η άμεση ψηφοφορία απαιτεί περίσκεψη, ιδίως αν δεν έχεις τρόπο να ζυγίζεις καθημερινά τις δάφνες ή τις στάχτες σου. Καλείσαι να απαντήσεις με ένα «ναι» ή ένα «όχι», μάλλον σε περίπλοκα ζητήματα, που έχουν λειανθεί από τις πολιτικές σκοπιμότητες ή έχουν καταστεί απειλητικά από τον φόβο. Πόσο ανόθευτο μπορεί να είναι ένα δημοψήφισμα σε συνθήκες ισχυρού επηρεασμού της κοινής γνώμης;

Τα δημοψηφίσματα συνήθως οργανώνουν αυτοί που πιστεύουν ότι θα τα κερδίσουν, όπως δείχνει και η ελληνική εμπειρία. Στη νεότερη ιστορία έχουν καταγραφεί, πλην εκείνο της 5ης Ιουλίου 2015 για το σχέδιο συμφωνίας Ε.Ε., ΕΚΤ, ΔΝΤ, επτά δημοψηφίσματα (τα έξι για το πολιτειακό ζήτημα, τρία κατέληξαν υπέρ και τρία κατά της βασιλείας), τα τρία από δικτατορικές κυβερνήσεις, μόνο ένα (1974) γνήσιο και ελεύθερο. Ενώ πολλά άλλα δεν επιχειρήθηκαν –Κυπριακό, ένταξη στην ΕΟΚ, Μακεδονικό, ένταξη στην ΟΝΕ, ευρωπαϊκό σύνταγμα…

Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί φειδώ – ακόμη κι αν μπορούμε να φέρουμε πίσω την πέτρα που ρίξαμε, όπως στη Δανία το 1993 («ναι» στο δεύτερο δημοψήφισμα για το Μάαστριχτ). Δεν είναι ένας αναστεναγμός ανακούφισης που απομακρύνει δεινά, που καταργεί ερωτήματα, μια σωτηρία που πέφτει σαν κεραυνός, μια διαδικασία που ψιλοκοσκινίζει τα μυστικά μας και τα μασκαρεύει σε εθελούσια αποτελέσματα. Τα ίχνη τους μένουν ανεξίτηλα στην εθνική μας πορεία.

Οι συχνές εκθειαστικές αναφορές διακεκριμένων ξένων μελετητών, αλλά συνάμα και μιας πληθώρας φωτισμένων πολιτικών ηγετών ανά την υφήλιο, στην ευκλεή αρχαιοελληνική μας παράδοση και κυρίως στις περιώνυμες αρετές του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος ως συντελεστικού παράγοντα αυτοσυνείδησης και πνευματικής ανάτασης ενέβαλαν στο νου μου προβληματισμούς σχετικά με τη διαιώνια λάμψη που εκπέμπει η πολιτική σκέψη των προγόνων μας, όπως αυτή πριμοδοτήθηκε και μνημειώθηκε στα λογοτεχνικά αριστουργήματα της κλασικής εποχής.
Σκοπός της επιφυλλίδας μου δεν είναι βεβαίως να αναλυθώ σε επαίνους και ύμνους για την προδήλως πολύτιμη πατρώα κληρονομιά μας – τέτοια δεν επείγουν τούτην την ώρα, και άλλοι, ειδικότεροι εμού, δικαίως θεωρούνται ικανότατοι στον τομέα αυτόν.
Ας μου επιτραπεί ωστόσο να υπομνήσω εδώ εν συντομία μια έκφανση της αξιοθαύμαστης παράδοσής μας, η οποία μάλιστα αρκετές φορές διαφεύγει την προσοχή μας ή όχι σπάνια παραγνωρίζεται ως έχουσα δευτερεύουσα σημασία. Και όμως η έννοια αυτή διαπνέει ένα τόσο εμβληματικό λογοτεχνικό είδος, όπως είναι αυτό της αττικής τραγωδίας, και συνέχει συνάμα ως κοινός παρονομαστής όλες τις φάσεις εξέλιξης της αθηναϊκής δημοκρατίας. Πρώτος ο διεθνώς καταξιωμένος φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, εγκρατής γνώστης και αισθαντικός ανατόμος, συν τοις άλλοις, και του αρχαιοελληνικού μας ιδεώδους, έχει υπογραμμίσει με εμφαντικό τρόπο τη θεμελιώδη σημασία του «αυτοπεριορισμού» όχι μόνον ως περιπόθητου postulatum στην άσκηση πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα ως αξονικού πυρήνα της ίδιας της τραγικής ποίησης, η οποία εκ παραλλήλου προς την εκκλησία του δήμου και τα λαϊκά δικαστήρια αποτελούσε ακλόνητο θεμέλιο της πόλης-κράτους της αρχαίας Αθήνας.
Η βαθύτατη συνείδηση εκ μέρους κάθε πολίτη ότι ύψιστη επιταγή της δημοκρατίας είναι ακριβώς η ιδέα της αυτοπειθαρχίας, ούτως ειπείν η μύχια συναίσθηση του ανθρώπου ότι πρέπει να κινείται αδιάκοπα εντός συγκεκριμένων ηθικών και κοινωνικών ορίων, τα οποία βεβαίως δεν αποσκοπούν στο να φαλκιδεύσουν τις αναπαλλοτρίωτες ελευθερίες του ατόμου αλλά στο να σφυρηλατήσουν άτρωτη ψυχική υπόσταση και έμπεδη πολιτική ταυτότητα. Αποτελεί λοιπόν πεμπτουσία της δημοκρατίας το πρόταγμα για αυτοεπιβολή και συνακολούθως για αναχαίτιση των φιλέκδικων παθών και των αυτοκαταστροφικών συναισθημάτων – η ηπιότητα και η εγκράτεια ενδυναμώνουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση, ενώ η παραφορά και η αχαλιναγωγησία χαρακτηρίζουν τυραννικά καθεστώτα.
Σημαντικότερο μάλιστα προβάλλει στους χαλεπούς καιρούς μας εκείνο το πάντοτε επίκαιρο επίταγμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο μια ευνομούμενη και συντεταγμένη κοινωνία πρέπει να μην πτοείται ουδ’ επ’ ελάχιστον από απρόσμενες οδυνηρές συγκυρίες του βίου και μοιραίες τροπές της τύχης, αλλά αντιθέτως οφείλει, παρά τις αντίξοες αυτές περιστάσεις, να περισυλλέγει με σύνεση και νηφαλιότητα ό,τι πολύτιμο και χρήσιμο μπορεί να διασωθεί και ακολούθως να επιστρατευθεί ολοδύναμα για την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Αποτελεί έλλειψη σοφίας αλλά και ένδειξη πανικού να ερμηνεύουμε σε μια δεδομένη στιγμή την όποια διάψευση των προσδοκιών μας και τη ματαίωση των σχεδιασμών μας ως απόλυτη απαξίωση κάθε μεγάλου ή μικρού επιτεύγματος.
Σκόπιμο κρίνεται να τονίσουμε ότι αυτό ακριβώς το μήνυμα για θυμική αυτοσυγκράτηση ενώπιον έσχατων κινδύνων, καθώς επίσης για άμεση αναστήλωση και ψυχική ανασυγκρότηση, διαπνέει αρκετά δράματα του αθηναϊκού θεάτρου, όπως δείγματος χάριν το γνωστό έργο του Ευριπίδη «Ηρακλής», όπου ο ομώνυμος ήρωας επιστρέφει στην πόλη της Θήβας μετά την επιτέλεση των ένδοξων άθλων του, για να αντικρίσει εμβρόντητος γονυκλινείς στον βωμό του ανακτόρου ως πανάθλιους ικέτες τον πατέρα του, τη σύζυγό του και τους δύσμοιρους γιους του. Ο σφετεριστής του θρόνου Λύκος επιζητεί θρασύτατα τη θανάτωση των επιγόνων του Ηρακλή, καθώς είναι έμφοβος μήπως αυτοί αργότερα επιχειρήσουν να λάβουν εκδίκηση για την επαίσχυντη υφαρπαγή της νόμιμης εξουσίας τους.  Η απρόσμενη άφιξη του εύτολμου και υψηλόφρονος Ηρακλή έχει ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική εξουδετέρωση του απεχθέστατου Λύκου και τη διάσωση των απελπισμένων ικετών. Με μια βιαιότατη όμως κίνησή της, ωσάν ανηλεής πέλεκυς, η ειμαρμένη θρυμματίζει στο μέσον τη δραματουργική ραχοκοκαλιά του έργου, πυροδοτώντας λυσσώδη παραφορά στον ανυποψίαστο σωτήρα, ο οποίος σε μια κρίση μανικής οργής φονεύει τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο αθηναίος τραγωδιογράφος, εμφορούμενος από αμιγώς δημοκρατικά φρονήματα, τα οποία επιτάσσουν τον αδιάπτωτο αυτοέλεγχο εν ώρα κινδύνου και την εκλεκτική εγκόλπωση κάθε ωφέλιμου στοιχείου, που μπορεί να αναπτερώσει τις ελπίδες και να αναθερμάνει τις απεκδοχές του λαού, επιλογίζει το έργο του όχι με το αυτοκτονικό διάβημα του συντετριμμένου ήρωα, αλλά με τη σωστική και φιλεύσπλαχνη παρέμβαση του Θησέα, αυτού του αρχετυπικού υποδείγματος μιας ελλαδικής πρωτοδημοκρατίας. Ο Ηρακλής αναλαμβάνει άλλη μια φορά τον οπλισμό του και οδεύει περίσκεπτος αλλά εμψυχωμένος προς την Αθήνα.
Υπάρχει επομένως απόλυτη ανάγκη κάποιος να μας υπενθυμίσει ότι υπό το κράτος της απόγνωσης φυλλορροούν οι προσδοκίες και κοχλάζει η αγανάκτηση· όπως όμως διακηρύσσει η αττική τραγωδία, μόνον η δημοκρατική πολιτεία έχει το προνόμιο να περιφρουρεί τα κοινωνικά όρια και να κατευνάζει τον παροξυσμό της οργής. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία αποτελεί ανεκτίμητο αλλά εύθραυστο σκεύος για την περισυναγωγή ελπιδοφόρων στιγμών ψυχικής μεταρσίωσης μέσα στη γηράσκουσα κοινωνία μας – είναι κατά μίαν έννοιαν η αιώνια νεότητα της ανθρωπότητας.
Οφείλουμε συνεπώς όλοι μας να επαγρυπνούμε, γιατί δυστυχώς πληθαίνουν γύρω μας οι Λύκοι και λιγοστεύουν επικίνδυνα οι Ηρακλείς.
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Ο λαϊκισμός στον 21ο αιώνα

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*

Γ​​ράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας («Πέντε πραγματικοί κίνδυνοι», «Καθημερινή», 20/8) ότι ο λαϊκισμός είναι ο πλέον επικίνδυνος αντίπαλος της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υποσχεθήκαμε ότι θα επανέλθουμε στο θέμα. Αυτό το άρθρο λοιπόν είναι αφιερωμένο στον λαϊκισμό. Εχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τον λαϊκισμό, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια. Ενα τόσο σύνθετο φαινόμενο είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί σε ένα σύντομο άρθρο. Θα περιοριστώ λοιπόν σε κάποιες επιγραμματικές παρατηρήσεις.

Κατ’ αρχάς ο λαϊκισμός δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Εμφανίζεται στην Αθήνα της αρχαϊκής περιόδου και αποκτά τότε χαρακτηριστικά που διατηρεί μέχρι σήμερα – προσαρμοζόμενος όμως πάντα στις συνθήκες της κάθε εποχής. Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό παράσιτο που ευδοκιμεί στις δημοκρατίες. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το εξής: ο λαϊκισμός δίνει φαινομενικά μεγάλη έμφαση στη λαϊκή κυριαρχία. Η κριτική που ασκεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία τονίζει την υποτιθέμενη νόθευση αυτής της αρχής που οφείλεται στην υφαρπαγή της εξουσίας από τις ελίτ (πολιτικών, διανοουμένων, οικονομικά ισχυρών κ.ά.). Επειδή καμιά φιλελεύθερη δημοκρατία δεν λειτουργεί τέλεια και επειδή μέρος της παθογένειάς της είναι και η δημιουργία ισχυρών ελίτ, οι λαϊκιστές εμφανίζονται εύστοχοι στις καταγγελίες τους αν και σχεδόν πάντα διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και διογκώνουν τα προβλήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η λύση που προτείνουν είναι η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού με διαμεσολαβητή τον Ηγέτη. Ο οποίος, κατά τεκμήριο, γνωρίζει την πραγματική βούληση του λαού, κατανοεί τις ανάγκες του, αφουγκράζεται την ψυχή του. Ο Ηγέτης είναι ο Μεσσίας που θα επαναφέρει την πραγματική δημοκρατία, που θα οδηγήσει τον λαό στη γη της Επαγγελίας, που θα συντρίψει τους σφετεριστές της λαϊκής εξουσίας.

Ο λαϊκισμός ήταν πάντοτε επικίνδυνος, αλλά νομίζω πως ποτέ δεν ήταν τόσο επικίνδυνος όσο σήμερα. Διότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αλλά και τη διάδοσή του. Οι προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την παθογένεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Για να μην παρεξηγηθώ, να τονίσω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η καλύτερη διαθέσιμη μορφή πολιτικής οργάνωσης και θεσμικής συγκρότησης και τα θετικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας εντυπωσιακά. Ομως τα πάντα έχουν ένα κόστος. Μπορεί να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος, αλλά παραμένει κόστος. Οταν μάλιστα η κατανομή του κόστους και του οφέλους είναι ανισομερής, οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες.

Τα γενεσιουργά αίτια, λοιπόν, του σύγχρονου λαϊκισμού είναι τα παρακάτω:

α. Δεν είναι όλοι το ίδιο κερδισμένοι από την παγκοσμιοποίηση. Ενα μεγάλο μέρος της μικροαστικής και της εργατικής τάξης των δυτικών δημοκρατιών δεν έχει κερδίσει ή αισθάνεται ότι έχει χάσει. Δεν έχει και τόση σημασία το κατά πόσο ισχύει κάτι τέτοιο. Το βέβαιο είναι ότι η οικονομική ανισότητα αυξήθηκε, κι αυτό αρκεί. Οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης θέλουν να τιμωρήσουν τις «ευνοημένες» ελίτ, όχι μόνο γιατί αισθάνονται αδικημένοι αλλά κυρίως γιατί αισθάνονται περιθωριοποιημένοι πολιτικά.

β. Η αίσθηση της πολιτικής περιθωριοποίησης δεν έχει να κάνει μόνο με την πίεση που τους ασκεί το γεγονός ότι έμαθαν να εργάζονται σε μια οικονομία που όσο ανοικτή κι αν ήταν, μικρή σχέση έχει μ’ αυτήν στην οποία καλούνται να επιβιώσουν σήμερα, συχνά χωρίς να είναι καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Εχει να κάνει επίσης με τις νέες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, την αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος, την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και την κρίση ταυτότητας που είναι αποτέλεσμα κάθε μεταβατικής περιόδου. Ιδιαίτερα μιας μεταβατικής περιόδου που εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς λόγω της διαρκούς τεχνολογικής επανάστασης που πολλοί δεν μπορούν, και ίσως δεν επιθυμούν, να την παρακολουθήσουν.

γ. Ακόμα και όταν οι ελίτ δεν έχουν την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν τη λαϊκή κυριαρχία, αυτό γίνεται εκ των πραγμάτων. Οσο πιο σύνθετος γίνεται ο κόσμος μας, τόσο απαραίτητος είναι ο καταμερισμός των εργασιών. Ακολουθεί η απομόνωση των ειδικών, οι γνωστικές ανισότητες, το χάσμα στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η δημοκρατία βασίζεται σε κάποιες λογικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση της αρχής της πολιτικής ισότητας, στην πραγματικότητα όμως είναι νομικά πλάσματα. Διότι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο ορθολογικοί, δεν είναι το ίδιο ικανοί, δεν έχουν τις ίδιες γνώσεις για εξειδικευμένα ζητήματα πολιτικής και οικονομίας. Ετσι ενώ η δημοκρατία παραμένει το καλύτερο πολίτευμα, γίνεται όσο περνάει ο καιρός και περισσότερο ασταθές λόγω των μεγάλων και πραγματικών ανισοτήτων μεταξύ των πλασματικά «ίσων» πολιτών.

δ. Το πρόβλημα επιδεινώνει η αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση των δημοκρατιών. Η μεγαλύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποδυναμώνει την πλειοψηφία. Η ενδυνάμωση μειονοτήτων και περιθωριοποιημένων ομάδων εκλαμβάνεται από τη «σιωπηρή πλειοψηφία» ως μέρος ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος που θα υπάρχουν οπωσδήποτε ηττημένοι. Ενα μεγάλο μέρος των πολιτών δεν βλέπει τον εαυτό του ως ωφελημένο από την αύξηση της ατομικής ελευθερίας αλλά ως κομμάτι μιας συλλογικότητας που χάνει τον ζωτικό της χώρο, δηλαδή τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιβάλλον της κυριαρχικά.

Για σκεφτείτε όμως όλα αυτά μαζί: καλύτερη και ευρύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και των αδύναμων ομάδων, πολυπολιτισμικότητα, ανοιχτές αγορές, τεχνολογικές επαναστάσεις. Ολα είναι θετικά αλλά ο συνδυασμός τους δημιουργεί ίλιγγο ειδικά σε όσους δεν μετέχουν αλλά και σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί το πρόσημο είναι συντριπτικά θετικό. Και τότε είναι έρμαια των λαϊκιστών, που η βασική τους υπόσχεση είναι ότι θα σταματήσουν τη Γη να γυρίζει, ότι θα την ξανακάνουν επίπεδη και σταθερή.

Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι προδιαγεγραμμένο. Ο λαϊκισμός όμως προσφέρει «ρεαλιστική» εναλλακτική. Μπορεί να κερδίσει εκλογές, μπορεί να πλήξει θεσμούς, μπορεί να διαδοθεί σαν μολυσματική ασθένεια, μπορεί να μεταλλάξει ακόμα και τους αντιπάλους του. Η αντιμετώπισή του αποτελεί τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, στις αρχές του 21ου αιώνα.

* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του «Φιλελευθερισμός» κυκλοφορεί στη σειρά «Μικρές Εισαγωγές» των εκδόσεων Παπαδόπουλος.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία και οι εχθροί της

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 23.07.2017 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η​​ φιλελεύθερη δημοκρατία είχε πάντοτε τους εχθρούς της. Είναι εύλογο και αναμενόμενο. Κάθε πολίτευμα έχει την παθογένειά του και η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν αποτελεί εξαίρεση, παρά το γεγονός ότι παραμένει η καλύτερη διαθέσιμη μορφή πολιτικής οργάνωσης.

Σε πολλούς όμως αυτό δεν αρκεί. Θεωρούν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αποτύχει και θέλουν να την αντικαταστήσουν με άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Συνήθως οι μορφές αυτές έχουν ένα από τα παρακάτω δύο χαρακτηριστικά: είτε εφαρμόστηκαν και απέτυχαν παταγωδώς (συχνά με μεγάλο ανθρώπινο κόστος) είτε από τη φύση τους δεν είναι εφαρμόσιμες, καθώς πρόκειται για ιδεοληπτικές φαντασιώσεις που η πραγματικότητα αδυνατεί να προσγειώσει.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αυστηρή κριτική σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και ευπρόσδεκτη. Ακόμα κι όταν αυτή η κριτική είναι απορριπτική, η φιλελεύθερη δημοκρατία όχι μόνο εξασφαλίζει στους αντιπάλους της το δικαίωμα έκφρασης των απόψεών τους, αλλά συχνότατα τους προσφέρει και δημόσιο έμμισθο βήμα (π.χ. με μία θέση στο δημόσιο πανεπιστήμιο). Και πολύ καλά κάνει. Διότι σ’ αυτό ξεχωρίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία από τα ανταγωνιστικά της μοντέλα που οι αντίπαλοί της συνήθως πρεσβεύουν: όχι μόνο ανέχεται αλλά σέβεται και προστατεύει τους εχθρούς της, προσφέροντάς τους μάλιστα αφειδώς τους αναγκαίους πόρους για να την πολεμήσουν.

Ομως η αντίθεση στη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν εξαντλείται στη σκληρή κριτική, στη ρητορική απόρριψη και στον νόμιμο ακτιβισμό για τον ριζικό μετασχηματισμό της. Πολύ συχνά οι αντίπαλοί της, εκμεταλλευόμενοι την ίδια την ανεκτική φύση της, επιχειρούν να την ανατρέψουν. Πρέπει να έχουν το δικαίωμα να το κάνουν; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες γενικά έχουν συχνά διχαστεί στην προσπάθειά τους να απαντήσουν παραμένοντας ταυτόχρονα συνεπείς στις αρχές τους.

Αλλά ας δούμε το ερώτημα λίγο διαφορετικά: πόσο φιλελεύθερη είναι μια δημοκρατία η οποία απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα που έχει ως στόχο την ανατροπή της; Μπορεί να συνεχίζει να θεωρείται φιλελεύθερη εάν, για παράδειγμα, απαγορεύει τη δραστηριότητα κομμάτων που δεν αναγνωρίζουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί το «τέλος της ανθρώπινης ιδεολογικής εξέλιξης», την «τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης», πως βρισκόμαστε δηλαδή στο «τέλος της Ιστορίας» (για να χρησιμοποιήσω τις διάσημες φράσεις του Φράνσις Φουκουγιάμα); Θεωρώ δεδομένο ότι η σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απαγορεύει νόμιμες δραστηριότητες που έχουν ως στόχο την κατάλυσή της. Ετσι δεν νοείται η απαγόρευση κόμματος, εφόσον αυτό το κόμμα λειτουργεί στο πλαίσιο της νομιμότητας και οι απειλές προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία έχουν καθαρά διακηρυκτικό χαρακτήρα. […]

Είναι προφανές ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να ανεχθεί εγκληματικές πράξεις από εκείνους που την αμφισβητούν. Κάθε είδους βία που ασκείται από οργανώσεις ακροαριστερές ή ακροδεξιές πρέπει να τιμωρείται αυστηρά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προσφέρουν ελαφρυντικά ο υποτιθέμενος «πολιτικός» χαρακτήρας, τα κίνητρα και οι προθέσεις. Διότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως είδαμε, επιτρέπει την αμφισβήτησή της, τη ρητή απόρριψή της, την προσπάθεια ανατροπής της αλλά με μία προϋπόθεση: να έχουν οι ενέργειες αυτές στόχο να πείσουν την πλειοψηφία χωρίς να παραβιάζουν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Αλλά οι βίαιοι αντίπαλοί της, απογοητευμένοι από την αδυναμία τους να πείσουν με δημοκρατικά μέσα, περιφρονώντας την πλειοψηφία που δεν συμμερίζεται τις ολοκληρωτικές ονειρώξεις τους, αδιαφορώντας για το άτομο και την αξία της ανθρώπινης ζωής, επιχειρούν να μας εκβιάσουν και να μας τιμωρήσουν. Εχουμε χρέος να αμυνθούμε.

Ομως με ποιον τρόπο αμύνεται μια φιλελεύθερη δημοκρατία; Αποκλειστικά με τα δικά της όπλα. Αυτά που υπαγορεύουν οι αρχές του κράτους δικαίου, αντιμετωπίζοντας ως ιερά τα ατομικά δικαιώματα των εχθρών της και μην κάνοντας εκπτώσεις στην προστασία τους. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, ενώ αμύνεται, δεν εκδικείται ποτέ. Δεν χρησιμοποιεί τα άτομα ως μέσα. Δεν τιμωρεί το φρόνημα αλλά μόνο τις πράξεις.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει, εν ανάγκη, να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της με τα δικά τους όπλα. Προκειμένου να καταλυθεί, ας παραβιάσει μερικούς κανόνες, ας αντιμετωπίσει με ρεαλισμό και όχι με «ανεδαφικές φιλελεύθερες ευαισθησίες» όσους την απειλούν. Οι υπερβάσεις δικαιολογούνται στο πλαίσιο της αυτοάμυνας. Διότι είναι, λένε, θέμα επιβίωσης.

Ναι, να επιβιώσει η φιλελεύθερη δημοκρατία. Αλλά ως τι; Διότι αν πρόκειται να επιβιώσει μεταλλαγμένη σε κάτι διαφορετικό, τότε στην πραγματικότητα δεν θα έχει επιβιώσει. Διότι αν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ότι ενώ σέβεται τους εχθρούς της, δεν τους μοιάζει καθόλου.

* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αν. καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του «Φιλελευθερισμός» κυκλοφορεί στη σειρά «Μικρές Εισαγωγές» των Εκδόσεων Παπαδόπουλος.

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*

Τα αναγκαία λάθη της Δημοκρατίας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 23.04.2017

​​Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Λαός κάνει λάθη. Σε εκλογές και δημοψηφίσματα. Αλλά τι θα πει λάθος στην περίπτωση αυτή; Να ψηφίζεις σε αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά σου. Να επιλέγεις κάτι που οπωσδήποτε θα το μετανιώσεις, που θα σε κάνει να αισθανθείς προδομένος. Που δεν θα θέλεις να θυμάσαι ούτε εσύ, ούτε όσοι σε γνωρίζουν, ότι έπεσες στην παγίδα. Μια απόφαση τόσο λανθασμένη ώστε στο τέλος να κατορθώσεις να εξαπατήσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό – δεν έκανες εσύ ποτέ αυτό το λάθος. Το έκαναν οι άλλοι, οι ευκολόπιστοι, οι αφελείς.

Μια ισχυρή αντίρρηση εδώ θα ήταν η εξής: μα κάνει λάθη ο Λαός; Γιατί να θεωρήσουμε λανθασμένη μια επιλογή που όταν έγινε φαινόταν εύλογη; Βασιζόταν σε ό,τι γνωρίζαμε και ό,τι μπορούσαμε να προβλέψουμε. Και στο κάτω κάτω αυτό το νόημα έχει η ελεύθερη επιλογή. Να σταθμίσεις την πληροφόρηση που έχεις, να αναλάβεις ρίσκο, να ελπίζεις για το καλύτερο. Το αποτέλεσμα, αν είναι διαφορετικό απ’ αυτό που προσδοκούσες, δεν απαξιώνει απαραίτητα τα κίνητρά σου, ούτε την επιλογή σου.

Ομως η Ιστορία μάς διδάσκει ότι λάθη γίνονται και μάλιστα τραγικά. Από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 στην Ελλάδα, όταν ένα μυωπικό αλλά και κουρασμένο από τους πολέμους εκλογικό σώμα τιμώρησε τον Βενιζέλο, μέχρι το δημοψήφισμα του Brexit, την εκλογή του Τραμπ και την εκλογική απειλή της Μαρίν Λεπέν (για να μη χρησιμοποιήσουμε πρόσφατα δικά μας παραδείγματα), είναι προφανές ότι ο Λαός, θέλοντας να τα βάλει με τις ελίτ που τον έχουν απογοητεύσει, έχει πυροβολήσει πολλές φορές το πόδι του.

Δεν χρειάζεται όμως να καταφύγουμε στην Ιστορία για να διαπιστώσουμε ότι το μοντέλο της καθολικής ψηφοφορίας έχει προβλήματα. Στα σύγχρονα κράτη οι πολίτες καλούνται να αποφασίσουν για ζητήματα πολύπλοκα, τεχνικά και σύνθετα. Ζητήματα που απαιτούν τουλάχιστον βασικές γνώσεις κοινωνικών επιστημών απλώς για να εκτιμηθούν οι διαστάσεις τους. Πολύ περισσότερο, αν θέλουν να τα κατανοήσουν σε βάθος, να προβλέψουν κάποιες, τουλάχιστον, από τις αρνητικές συνέπειες, να σταθμίσουν το κόστος με το όφελος, να αξιολογήσουν τις εναλλακτικές. Αλλά ακόμη κι αν είχαν οι πολίτες τις απαραίτητες γνώσεις, θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να βρουν τον απαραίτητο χρόνο.

Προκαταλήψεις

Ομως μόνο ένα μικρό μέρος των πολιτών, σε κάθε χώρα, διαθέτει αυτές τις γνώσεις. Οι περισσότεροι διακρίνονται από «πολιτική άγνοια», δηλαδή δεν γνωρίζουν ακόμα και βασικές πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να λάβουν μια πολιτική απόφαση ή έστω να επιλέξουν τον κατάλληλο εκπρόσωπό τους στις εκλογές. Επιπλέον οι ψηφοφόροι κάνουν συστηματικά λάθη, γιατί βρίσκονται υπό την επιρροή προκαταλήψεων: κατά της Αγοράς (δεν κατανοούν ότι ο πλούτος δημιουργείται από εκούσιες, αμοιβαίως επωφελείς συναλλαγές), κατά των Ξένων (δεν αντιλαμβάνονται πώς οι ξένες επενδύσεις αλλά και η είσοδος μεταναστών ωφελεί μια χώρα), κατά της Τεχνολογίας (δεν βλέπουν πόσο σημαντική είναι η τεχνολογία στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ευημερίας – την αντιμετωπίζουν κυρίως ως παράγοντα αύξησης της ανεργίας και της ανασφάλειας). Οι ψηφοφόροι, λοιπόν, δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις για πολύπλοκα ζητήματα, ιδίως οικονομικά. Οι αποφάσεις τους θα είναι μυωπικές και ίσως μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφικές.

Επιπλέον οι πολίτες δεν επενδύουν στη συγκέντρωση πληροφόρησης, καθώς θεωρούν ότι, ακόμα κι αν αυτή συμβάλλει στο να βελτιώσουν τις πολιτικές επιλογές τους, δεν θα έχει κάποιο πρακτικό πολιτικό αποτέλεσμα. Η ψήφος τους δεν πρόκειται να επηρεάσει την έκβαση των εκλογών. Οσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των εκλογέων, τόσο πιο αδύναμος αισθάνεται ο μέσος ψηφοφόρος. Δεν υπάρχει λόγος να επενδύσει σε κάτι που έχει τόσο μεγάλο κόστος (συγκέντρωση και επεξεργασία πληροφόρησης) χωρίς αντίστοιχο όφελος. Είναι, λοιπόν, ορθολογικά απληροφόρητος. Μάλιστα, από ένα σημείο και πέρα αναρωτιέται αν αξίζει ακόμη και η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Ταυτόχρονα, τα άτομα που αντλούν ικανοποίηση απλώς από τη συμμετοχή, τους πολιτικούς αγώνες, τις συλλογικές διαδικασίες είναι συχνά ενταγμένα σε κόμματα ή προσκολλημένα σε δογματικές ιδεολογίες. Προτιμούν να ενισχύσουν τις ήδη υπάρχουσες αντιλήψεις τους με επιλεγμένη πληροφόρηση, αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή με αντίθετες απόψεις ή τις αντιμετωπίζουν a priori απορριπτικά. Αρνούνται τα δεδομένα (ακόμα και τα γεγονότα) όταν διαψεύδουν αυτό που πιστεύουν.

Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Οτι θα πρέπει να επιτρέψουμε στις «φωτισμένες ορθολογικές ελίτ» να αποφασίζουν για εμάς; Οχι, για τρεις (συν έναν) λόγους.

Α. Δεν υπάρχει αυτό το είδος. Οι λεγόμενες ελίτ πάσχουν από την ίδια παθογένεια. Αν τα παραδείγματα που ο Λαός έκανε λάθος είναι πολλά, τα παραδείγματα λανθασμένων εκτιμήσεων των ελίτ είναι αμέτρητα.

Β. Ακόμη κι αν υπήρχε μια ομάδα υπερανθρώπων να αποφασίζει για εμάς, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος. Αυτοί που θα λαμβάνουν αποφάσεις για εμάς, δεν έχουν κοινά συμφέροντα και, επιπλέον, δεν έχουν τα ίδια κίνητρα με εμάς.

Γ. Η καθολική ψηφοφορία είναι η βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αυτή τη νομιμοποιεί. Οι εκπτώσεις στην αρχή αυτή θα μετατρέψουν αναπόφευκτα την κρίση αντιπροσώπευσης που διανύουμε σε κρίση νομιμοποίησης των θεσμών. Με καταστροφικές συνέπειες.

Κυρίως όμως, οι λαοί, όπως και τα άτομα, μαθαίνουν από τα λάθη τους και ωριμάζουν. Αν τους περιβάλλουμε με ένα υποτίθεται προστατευτικό πατερναλιστικό κουκούλι, το αποτέλεσμα θα είναι να ατροφήσουν οι γνωστικές τους ικανότητες. Ο πατερναλισμός γεννάει πάντα την ανάγκη για περισσότερο πατερναλισμό. Ενώ η ελευθερία επιλογής σού μαθαίνει –με μεγάλο κόστος ίσως, αλλά οπωσδήποτε σου μαθαίνει– να αποφασίζεις και να αναλαμβάνεις την ευθύνη των λαθών σου.

* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μαθήματα Ιστορίας σε είκοσι εκδοχές…

Τίμοθι Σνάιντερ: «Υποστηρίξτε το πολυκομματικό σύστημα και υπερασπιστείτε τους κανόνες των δημοκρατικών εκλογών».

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο Αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ (Timothy D. Snyder, Οχάιο 1969), συγγραφέας των εμβληματικών «Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin», «Black Earth: The Holocaust as History and Warning» κ.ά., εκ των σημαντικότερων μελετητών της Ιστορίας του εικοστού αιώνα, επανέρχεται με το νέο του βιβλίο, «Απέναντι στην τυραννία» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά). Το βιβλίο κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος και φέρει τη μορφή «είκοσι μαθημάτων από τον εικοστό αιώνα, προσαρμοσμένα στις σημερινές συνθήκες».

Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη σημαντική αυτή έκδοση.
Η. Μ.

Ο ήρωας ενός μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Λοτζ λέει πως όταν κάνεις έρωτα για τελευταία φορά δεν ξέρεις ότι κάνεις έρωτα για τελευταία φορά. Το να ψηφίζεις είναι το ίδιο. Ορισμένοι από τους Γερμανούς που ψήφισαν το Ναζιστικό Κόμμα το 1932 αναμφίβολα είχαν αντιληφθεί ότι αυτές οι εκλογές ενδεχομένως να ήταν οι τελευταίες πραγματικά ελεύθερες, όμως οι περισσότεροι δεν το είχαν καν υποπτευθεί. Ορισμένοι από τους Τσέχους και τους Σλοβάκους που ψήφισαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τσεχοσλοβακίας το 1946 πιθανότατα αντιλαμβάνονταν ότι ψήφιζαν υπέρ του τέλους της δημοκρατίας, οι περισσότεροι όμως υπέθεταν ότι θα είχαν κι άλλη ευκαιρία. Αναμφίβολα οι Ρώσοι που ψήφισαν το 1990 δεν είχαν διανοηθεί ότι αυτές οι εκλογές ήταν οι τελευταίες ελεύθερες και ανόθευτες στην ιστορία της χώρας τους, πράγμα που αποδείχθηκε (τουλάχιστον έως τώρα) πως ήταν. Κάθε εκλογική αναμέτρηση μπορεί να είναι η τελευταία, ή τουλάχιστον η τελευταία στη ζωή του ατόμου που ρίχνει την ψήφο του στην κάλπη. Οι ναζί έμειναν στην εξουσία ώς τη στιγμή που έχασαν τον Παγκόσμιο Πόλεμο το 1945, οι κομμουνιστές της Τσεχοσλοβακίας ώς την ημέρα που το σύστημά τους κατέρρευσε – το 1989. Η ρωσική ολιγαρχία που εγκαθιδρύθηκε μετά τις εκλογές του 1990 εξακολουθεί να κυβερνά και να προωθεί μια εξωτερική πολιτική που αποσκοπεί να καταστρέψει τη δημοκρατία και σε άλλες χώρες. Είναι δυνατόν η ιστορία της τυραννίας να έχει σχέση με την Αμερική; Μας φαίνεται αδιανόητο, κι όμως οι πρώτοι Αμερικανοί που μίλησαν για «αιώνια επαγρύπνηση» το είχαν σκεφτεί.

Προσοχή στο μονοκομματικό κράτος: Τα κόμματα που μετέβαλαν πολιτεύματα και καταδίωξαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους δεν ήταν παντοδύναμα από την αρχή. Εκμεταλλεύτηκαν μια ιστορική συγκυρία για να στερήσουν το πολιτικό οξυγόνο από όσους τους εναντιώνονταν. Γι’ αυτό υποστηρίξτε το πολυκομματικό σύστημα και υπερασπιστείτε τους κανόνες των δημοκρατικών εκλογών. Ψηφίστε στις εκλογές (για την τοπική αυτοδιοίκηση, για τη Βουλή, για το Ευρωκοινοβούλιο) όσο έχετε αυτή τη δυνατότητα. Σκεφτείτε σοβαρά το ενδεχόμενο να συμμετέχετε και σεις ως υποψήφιοι.

Τόσο ο φασισμός όσο και ο κομμουνισμός ήταν απαντήσεις στην παγκοσμιοποίηση – στις πραγματικές και αισθητές ανισότητες που δημιουργούσε, αλλά και στην προφανή αδυναμία των δημοκρατιών να τις θεραπεύσουν. Οι φασίστες απέρριπταν τη λογική στο όνομα της βούλησης, αρνούμενοι την αντικειμενική αλήθεια προς όφελος ενός ένδοξου μύθου τον οποίο κατασκεύαζαν και διατύπωναν ηγέτες που ισχυρίζονταν ότι έδιναν φωνή στον λαό. Προσέδιδαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην παγκοσμιοποίηση, υποστηρίζοντας ότι οι πολύπλοκες προκλήσεις της ήταν το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας εναντίον του έθνους. Οι φασίστες κυβέρνησαν μία ή δύο δεκαετίες, αφήνοντας πίσω τους μια πνευματική κληρονομιά η οποία διήρκεσε στον χρόνο και σήμερα, μέρα με τη μέρα, η ισχύς και η επιρροή της γίνονται ολοένα και πιο έντονες. Οι κομμουνιστές κυβέρνησαν για μεγαλύτερο διάστημα, επί επτά σχεδόν δεκαετίες στη Σοβιετική Ενωση, και περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ευρώπης. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε μια πειθαρχημένη κομματική ελίτ, η οποία μονοπώλησε τη λογική σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αναπόδραστα προχωρούσε προς ένα συγκεκριμένο μέλλον, ακολουθώντας υποθετικά απαρέγκλιτους ιστορικούς νόμους.

Ισως τείνουμε να πιστεύουμε ότι η δημοκρατική μας κληρονομιά μάς προστατεύει αυτομάτως από τέτοιες απειλές. Κάνουμε λάθος. Η ίδια μας η παράδοση απαιτεί να μελετάμε την ιστορία για να κατανοήσουμε τις βαθύτερες πηγές της τυραννίας και να επεξεργαστούμε τις κατάλληλες απαντήσεις και αντιδράσεις σ’ αυτήν. Δεν είμαστε σοφότεροι από τους Ευρωπαίους που είδαν τη δημοκρατία να υποκύπτει στον φασισμό, τον ναζισμό ή τον κομμουνισμό στον εικοστό αιώνα. Το μόνο μας πλεονέκτημα είναι ότι μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία τους. Και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να το πράξουμε.

Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, σίγουρα, όμως, διδάσκει. Την εποχή που οι Πατέρες του Εθνους επεξεργάζονταν το αμερικανικό Σύνταγμα, ανέτρεξαν στην ιστορία για να αντλήσουν διδάγματα. Θέλοντας να αποτρέψουν την πιθανή κατάρρευση της δημοκρατικής πολιτείας που είχαν οραματιστεί, μελέτησαν μέσω ποιας διαδρομής είχαν εκφυλιστεί οι αρχαίες δημοκρατίες με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε ολιγαρχίες ή αυτοκρατορίες. Γνώριζαν ότι ο Αριστοτέλης είχε προειδοποιήσει πως οι ανισότητες επιφέρουν αστάθεια και ότι ο Πλάτων πίστευε πως οι δημαγωγοί εκμεταλλεύονται την ελευθερία του λόγου προκειμένου να εγκαταστήσουν την τυραννία τους. Θεμελιώνοντας μια δημοκρατική πολιτεία πάνω στον νόμο και παγιώνοντας ένα σύστημα ελέγχου και ισορροπιών (checks and balances) οι Πατέρες του Εθνους επιδίωξαν να βάλουν φραγμούς στο κακό, το οποίο οι ίδιοι, όπως και οι αρχαίοι φιλόσοφοι, αποκαλούσαν τυραννία. Δεν τους διέφευγε η πιθανότητα του σφετερισμού της εξουσίας από ένα μόνο άτομο ή μια ομάδα, ή της καταστρατήγησης του νόμου από τους ηγέτες, προς ίδιον όφελος. Η πολιτική αντιπαράθεση και συζήτηση που επακολούθησε στις Ηνωμένες Πολιτείες επεκτάθηκε και στο πρόβλημα της τυραννίας στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας, όταν επιβαλλόταν, για παράδειγμα, στους σκλάβους και στις γυναίκες.

Είναι λοιπόν παλαιά δυτική παράδοση να ανατρέχουμε στην ιστορία όταν η πολιτική μας τάξη μοιάζει να βρίσκεται σε κίνδυνο. Αν σήμερα ανησυχούμε, φοβούμενοι ότι το αμερικανικό πείραμα απειλείται από την τυραννία, μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Πατέρων του Εθνους και να καταφύγουμε προς αναστοχασμό στην ιστορία άλλων δημοκρατιών. Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να αντλήσουμε πολύ πιο πρόσφατα και συναφή παραδείγματα, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξουμε στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Τα κακά νέα είναι ότι η ιστορία της σύγχρονης δημοκρατίας είναι επίσης μια ιστορία παρακμής και πτώσης. Από τότε που οι αμερικανικές αποικίες διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από τη βρετανική μοναρχία, την οποία οι Πατέρες θεωρούσαν «τυραννική», η ευρωπαϊκή ιστορία έζησε τρεις μείζονες δημοκρατικές στιγμές: μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1945 και μετά το τέλος του κομμουνισμού το 1989. Πολλές από τις δημοκρατίες που ιδρύθηκαν αυτές τις κρίσιμες στιγμές απέτυχαν, κάτω από συνθήκες οι οποίες, σε κάποιες σημαντικές πλευρές τους, μοιάζουν αρκετά με τις σημερινές.

Η ανατομία του λαϊκισμού

ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  05.06.2017

Η ​καρικατούρα του λαϊκού διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι ΣΥΡΙΖΑϊκή πατέντα. Την έχουν εφαρμόσει, με καταστροφικά για τη Δημοκρατία αποτελέσματα, οι λαϊκιστές σε όλη τη Γη. Στη Βενεζουέλα, στον Ισημερινό, στη Βολιβία έγιναν και δημοψηφίσματα για την κατακύρωση των πολύπλοκων συνταγματικών κειμένων. Στην Ουγγαρία πάλι, το σύνταγμα –η επίσημη ονομασία του είναι «Θεμελιώδης Νόμος»– τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2012 χωρίς δημοψήφισμα, αφού η κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπαν είχε αναλάβει την αποκλειστική αντιπροσωπεία της βούλησης του ουγγρικού λαού. Πριν από την κατακύρωση από τη Βουλή είχε προηγηθεί μια μη δεσμευτική «εθνική διαβούλευση», στην οποία πήραν μέρος κατά την κυβέρνηση 920.000 πολίτες. Το αποτέλεσμα της διαβούλευσης μπορούσε να ερμηνευθεί ελεύθερα από τους εμπνευστές του συντάγματος. Σύμφωνα με τον Jan-Werner Müller, η εκλογική νίκη του Βίκτορ Ορμπαν το 2010 ήταν «επανάσταση» η οποία «παρήγαγε, υποτίθεται, τη δεσμευτική εντολή να εγκαθιδρυθεί το λεγόμενο “νέο εθνικό σύστημα συνεργασίας” καθώς και ένα νέο σύνταγμα».

Ο Jan-Werner Müller εξηγεί στο βιβλίο του «Τι είναι ο λαϊκισμός»: «Μια συγκεκριμένη ηθικολογική φαντασίωση της πολιτικής, ένας τρόπος πρόσληψης του πολιτικού κόσμου, ο οποίος θέτει έναν ηθικά αμόλυντο και πλήρως ενωμένο λαό –στην πραγματικότητα ανύπαρκτο– απέναντι σε ελίτ που θεωρούνται διεφθαρμένες ή, με κάποια άλλη έννοια, ηθικά κατώτερες». Αυτόν τον ορισμό συμπληρώνουν οι Cas Mudde και Crristobal Rovira Kaltwasser στο βιβλίο τους «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή»: Λαϊκισμός είναι μια αβαθής ιδεολογία, «που θεωρεί την κοινωνία χωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, τον “αγνό λαό” έναντι της “διεφθαρμένης ελίτ” και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να είναι η έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού… Οι αβαθείς ιδεολογίες όπως ο λαϊκισμός έχουν περιορισμένη μορφολογία, η οποία εμφανίζεται απαραίτητα να προσκολλάται –και μερικές φορές ακόμη και να αφομοιώνεται– σε άλλες ιδεολογίες. Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός σχεδόν πάντα εμφανίζεται προσκολλημένος σε άλλα ιδεολογικά στοιχεία… Ο λαϊκισμός πρέπει να γίνει κατανοητός ως ένα είδος νοητικού χάρτη διαμέσου του οποίου τα άτομα αναλύουν και κατανοούν την πολιτική πραγματικότητα. Δεν αποτελεί τόσο μια συνεκτική ιδεολογική παράδοση όσο ένα σύνολο ιδεών που, στον πραγματικό κόσμο, εμφανίζεται σε συνδυασμό με αρκετές διαφορετικές και μερικές φορές αντικρουόμενες ιδεολογίες».

Οι ξενιστές

Ολες οι ιδεολογίες μπορούν να γίνουν ξενιστές του λαϊκισμού: «Οι περισσότεροι αριστεροί λαϊκιστές συνδυάζουν τον λαϊκισμό με κάποια μορφή σοσιαλισμού, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές τείνουν να τον συνδυάζουν με κάποια μορφή εθνικισμού». Ακόμη και στον νεοφιλελευθερισμό προσκολλάται ο λαϊκισμός, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Tea Party των ΗΠΑ, το οποίο «κινητοποίησε συντηρητικούς και ελευθεριακούς (libertarians) κατά των διασώσεων τραπεζών. Το μήνυμά του είναι υπέρ του παραγωγικού καπιταλισμού, κάτι που οδηγεί σε μια συχνά έμμεση, φυλετικοποιημένη ερμηνεία του λαού. Ενώ το Tea Party συμμερίζεται την απέχθεια για τη Γουόλ Στριτ, όπως και το Occupay Wall Street, ο ορισμός του για “την ελίτ” είναι πιο επιλεκτικός. Πολλές ομάδες υποστηρίκτριες του Tea Party χρησιμοποιούν τον όρο μόνο για τους τραπεζίτες τους Δημοκρατικούς και το Χόλιγουντ». Για τους Mudde και Crristobal Rovira Kaltwasser, το δεύτερο κύμα του λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική (Αργεντινή: Κάρλος Μένεμ, Βραζιλία: Φερνάντο Κόλορ ντε Μέλο, Περού: Αλμπέρτο Φουτζιμόρι) ήταν νεοφιλελεύθερο. «Μορφοποίησε μια ιδιαίτερη αντίληψη σχετικά με το ποιος ανήκει στον “αγνό λαό” έναντι της “διεφθαρμένης ελίτ”. Σε αντίθεση με το πρώτο κύμα (σ.σ.: του Περονισμού) ο αγώνας παρουσιάστηκε ως αγώνας της “πολιτικής τάξης” του κράτους. Η λεγόμενη διεφθαρμένη ελίτ παρουσιάστηκε ως εκείνοι οι πολιτικοί δρώντες που είναι υπέρ της ύπαρξης ενός ισχυρού κράτους και κατά της ανάπτυξης της ελεύθερης αγοράς…».

Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι ο λαϊκισμός είναι αντίθετος με την ουσία της Δημοκρατίας. Η δεύτερη προσπαθεί διά του διαλόγου να συμβιβάσει τις αντιθέσεις σε μια κοινωνία, ο πρώτος τις οξύνει με συνθήματα του τύπου «ή εμείς ή αυτοί». Αποτελεί μια «ηθικολογική μορφή αντιπλουραλισμού» (Jan-Werner Müller). «Οσο βρίσκονται στην αντιπολίτευση, οι λαϊκιστές αναφέρονται συνεχώς σε έναν μη θεσμισμένο λαό που βρίσκεται “κάπου εκεί έξω”, σε δομική αντίθεση με τους αξιωματούχους που έλαβαν την εντολή μέσω εκλογικής αναμέτρησης ή ακόμη και με τις δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν αντανακλούν ό,τι οι λαϊκιστές θεωρούν πραγματική πολιτική βούληση… Οταν πάλι οι λαϊκιστές βρίσκονται στην εξουσία, δεν υπάρχει γι’ αυτούς τίποτε που να αποτελεί νόμιμη αντιπολίτευση… πώς μπορεί οποιοσδήποτε να είναι εναντίον τους μόλις αυτοί ανεβούν στην εξουσία;» Εκτός αν είναι «Γκεσταμπίτες (sic), μενουμεευρώπηδες, βαστασοϊμπλέδες» θα προσθέταμε εμείς.

Ομοιότητες

Κι εδώ να σημειώσουμε τις ομοιότητες με όσα ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια. «Οι αποτυχίες των λαϊκιστών, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, μπορούν ακόμη να χρεωθούν στις ελίτ που δρουν παρασκηνιακά, είτε εντός είτε εκτός της χώρας (να που εδώ συναντάμε την όχι και τόσο τυχαία σύνδεση μεταξύ λαϊκισμού και θεωριών συνωμοσίας)… Οι λαϊκιστές στην εξουσία εξακολουθούν να πολώνουν και να προετοιμάζουν τον λαό για τίποτε λιγότερο από μια αποκαλυπτική –με τη βιβλική έννοια– αντιπαράθεση… Δεν υπάρχει ποτέ έλλειμμα εχθρών – εχθρών που δεν είναι βέβαια παρά εχθροί του ίδιου του λαού ως όλου…». Εξ ου και η ηθική νομιμοποίηση της διαφθοράς και των αθρόων προσλήψεων: «Η αποίκηση του κράτους, οι μαζικές πελατειακές σχέσεις, ο νομικισμός της διάκρισης» συναντώνται παντού αλλά στα λαϊκιστικά καθεστώτα «εφαρμόζονται ανοιχτά και, όπως θα υποπτευόταν κανείς, με καθαρή την ηθική συνείδηση…».

Οι υποστηρικτές των λαϊκιστών θεωρούν ότι «η διαφθορά και ο νεποτισμός δεν αποτελούν κανονικά προβλήματα εφόσον τίθενται στην υπηρεσία ενός ηθικού και σκληρά εργαζόμενου “εμείς” και όχι ενός ανήθικου ή ακόμη και ξένου “αυτοί”… Ο λαϊκισμός στην εξουσία προσφέρει μια άλλη εκδοχή του αποκλεισμού και σφετερισμού του κράτους παρόμοια με εκείνη του προϋπάρχοντος κατεστημένου που θέλει να αντικαταστήσει. Οι λαϊκιστές θα καταλήξουν να κάνουν ακριβώς ό,τι έκανε το “παλαιό κατεστημένο” ή οι “διεφθαρμένες ελίτ” μόνο που το κάνουν χωρίς αναστολές και με μια υποτιθέμενη ηθική δικαιολόγηση…». Και με τα σκυλιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεμένα. Αφενός, «τα λαϊκιστικά κόμματα είναι σχεδόν πάντα μονολιθικά στο εσωτερικό τους, με τα μέλη και τα στελέχη τους… εντελώς εξαρτημένα από έναν και μόνο ηγέτη, ή λιγότερο συχνά, από μια συλλογική ηγεσία…» (αυτό εξηγεί πώς 153 βουλευτές στην Ελλάδα ψηφίζουν τα πάντα και τα αντίθετα που τους σερβίρει η ηγεσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ). Αφετέρου, τα ΜΜΕ και οι ανεξάρτητες αρχές κατασυκοφαντούνται, αφού ο λαϊκισμός «είναι εγγενώς εχθρικός προς τους μηχανισμούς και, εν τέλει, προς τις αξίες που όλοι συνδέουμε με τον κοινοβουλευτισμό: τους περιορισμούς στη βούληση της πλειοψηφίας, τα θεσμικά αντίβαρα, την προστασία μειονοτήτων, ακόμη και τα θεμελιώδη δικαιώματα…».

Info: Jan-Werner Müller, «Τι είναι ο λαϊκισμός», εκδ. Πόλις.
Cas Mudde, Crristobal Rovira Kaltwasser, «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή», εκδ.  Επίκεντρο.

 

Βιβλιοπαρουσίαση: Στη σκιά της δημοκρατίας

https://dimitrisskalkos.wordpress.com/

JanWerner Müller, Τι είναι ο Λαϊκισμός; (μετάφραση: Δημήτρης Αντωνίου), εκδόσεις Πόλις, 2017, 162 σελ.

MYLLER

Ο λαϊκισμός είναι μία από τις πλέον διαδεδομένες λέξεις στην δημόσια συζήτηση των τελευταίων ετών. Φαίνεται ωστόσο να εγγράφεται στο Μεγάλο Πολιτικό Λεξικό των Ατυχών Όρων, στο μακρύ εκείνο κατάλογο των εννοιών που η συνεχής χρήση τους τις καθιστά κενές νοήματος όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο «ιμπεριαλισμός», η «δημοκρατία» και η «δικαιοσύνη». Οι αρνητικές συνδηλώσεις του λαϊκισμού (κυρίως η ταύτιση του με τη δημαγωγία) τον καθιστούν συνηθισμένη κατηγορία ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους χωρίς κάποια αναλυτική χρησιμότητα. Έτσι, αυτή η ασαφής και προβληματική εννοιολόγηση δημιουργεί την ανάγκη ορισμού του λαϊκισμού προκειμένου να αποφεύγονται παρεξηγήσεις επιζήμιες στο δημόσιο διάλογο.

Τι είναι λοιπόν ο λαϊκισμός; Σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο γερμανός καθηγητής πολιτικής θεωρίας Γιαν-Βέρνερ Μίλερ. Στο ευσύνοπτο δοκίμιο του, ο συγγραφέας εντοπίζει τον πειρασμό του λαϊκισμού στην αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και το κοινωνικό σώμα. Η (συχνά δικαιολογημένη) κριτική στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ αποτελεί την αναγκαία όχι όμως και ικανή συνθήκη του λαϊκισμού. Ακόμη σημαντικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι ότι, ο λαϊκισμός αντιμάχεται τον πολιτικό πλουραλισμό. Καθώς ο λαϊκισμός εμφανίζεται ως ο μοναδικός εκφραστής της θέλησης του «λαού», κάθε άποψη που παρεκκλίνει από τις θέσεις του αντιμετωπίζεται με καχυποψία και ενίοτε με εχθρότητα. Έτσι, στο βαθμό που το χάσμα ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους παραμένει αγεφύρωτο, ο λαϊκισμός αποτελεί τη μόνιμη σκιά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απομυθοποιητική διάψευση της υπόσχεσης του λαϊκισμού. Σύμφωνα με τον Μίλερ, με την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης οι λαϊκιστές δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τους θεσμούς προς όφελος τους επιχειρώντας να αιχμαλωτίσουν το κράτος προκειμένου να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους (ευνοιοκρατία, πελατειακά δίκτυα), ενώ συχνά καταφεύγουν στη συνταγματική μηχανική (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα λαϊκιστικά συντάγματα της Βενεζουέλας και της Ουγγαρίας) ώστε να θεσμοθετήσουν τον περιορισμό του πλουραλισμού. Άλλωστε οι αποφάσεις των λαϊκιστών κυβερνώντων δεν μπορούν να αμφισβητηθούν αφού υποτίθεται πως λαμβάνονται στο όνομα του λαού. Και κάπως έτσι η λαϊκιστική εξουσία σύντομα καταλήγει μία χειρότερη εκδοχή εκείνων που ήθελαν να αλλάξουν.

Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας πραγματεύεται τους τρόπους ανάσχεσης της πλημμυρίδας του λαϊκισμού. Απορρίπτει τον αποκλεισμό των λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων (στο βαθμό που δεν προτρέπουν στη βία), την υποχωρητική υιοθέτηση των λαϊκιστικών θέσεων αλλά και τη συχνά υπεροπτική «τεχνοκρατική» αντιμετώπιση της υποτίμησης των ανησυχιών των πολιτών. Ο Εμανουέλ Μακρόν, θριαμβευτής των πρόσφατων γαλλικών εκλογών, φαίνεται να ακολούθησε την προσέγγιση του Μίλερ, υποδεικνύοντας μία επιτυχή στρατηγική αντιμετώπισης κάθε μελλοντικής λαϊκιστικής απειλής. Δεν αρνήθηκε να συνδιαλαγεί με την αντίπαλό του Μαρίν Λεπέν, ταυτόχρονα όμως στάθηκε ανυποχώρητος τόσο στο συμβολικό επίπεδο όσο και στο πεδίο της τεχνοκρατικής επιχειρηματολογίας.

Ο Μίλερ προειδοποιεί πως ο λαϊκισμός αποτελεί σήμερα μία πραγματική απειλή για τη δημοκρατία και όχι μόνο για το φιλελευθερισμό.

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες της εποχής μας δεν κινδυνεύουν από την ιδεολογική υπεροχή του ισλαμικού ριζοσπαστισμού ή των διαφόρων μοντέλων «αυταρχικού καπιταλισμού» (όπως το κινεζικό). Περισσότερο απειλούνται από την απίσχναση των αξιακών και κανονιστικών στοιχείων που συνιστούν τις καταστατικές αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται το κοινωνικό τους συμβόλαιο. Όπως χαρακτηριστικά γράφει, «ο κίνδυνος είναι ο λαϊκισμός- μια εκφυλισμένη μορφή δημοκρατίας που υπόσχεται ότι θα πραγματώσει τα ευγενέστερα ιδεώδη της δημοκρατίας (‘Αφήστε τον λαό να κυβερνήσει!”). Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος βρίσκεται εντός του δημοκρατικού κόσμου: οι πολιτικοί που αποτελούν τον κίνδυνο μιλάνε τη γλώσσα των δημοκρατικών αξιών» (σελ. 20).

Στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία ποτέ δεν έλειψε η δημαγωγία. Οι θεσμοί συχνά κακοποιήθηκαν και έγιναν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Όμως η σφοδρή οικονομική κρίση της πρόσφατης περιόδου και η αποδιάρθρωση του πολιτικού μας συστήματος φαίνεται ότι δίπλα στους δημαγωγούς μας κληροδότησε λαϊκιστές διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων.

Ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της αντιμνημονιακής «αγανάκτησης» υπήρξε γνήσια λαϊκιστικός. Μία αφόρητη ηθικολογία, ένας καταγγελτικός και ενίοτε διχαστικός λόγος, η διεκδίκηση της «αυθεντικής» εκπροσώπησης του «έθνους» απέναντι στις «επιβουλές» των δανειστών, σημάδεψαν την εκλογική του εκτίναξη. Σήμερα, η εκκωφαντική συντριβή των αυταπατών των κυβερνώντων στα βράχια της οικονομικής πραγματικότητας δεν φαίνεται να οδηγεί στη «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο πλαίσιο λειτουργίας των θεσμών (μέσα ενημέρωσης, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση) και η υποβάθμιση της ποιότητας της πολιτικής αντιπαράθεσης, αποδεικνύουν πως ο λαϊκιστικός πειρασμός παραμένει ισχυρός σε ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού της.

Στις πολιτικά ταραγμένες μέρες των καιρών μας το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού θα μας συντροφεύει για καιρό. Το εξαιρετικό βιβλίο του Μίλερ μας βοηθά να το κατανοήσουμε και κατ’ αυτό τον τρόπο να το αντιμετωπίσουμε.

*Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου» (14.5.2017).

Ο λαϊκισμός και το τέλος του κόσμου…

ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

23.12.2016

Μέσα στο ζόφο των ημερών, θέλω να σας πω κάτι αισιόδοξο για τον κόσμο του 2017, αλλά για να φτάσουμε ως εκεί πρέπει πρώτα να μιλήσουμε λιγο για την έξαρση του λαϊκισμού. Οπότε κάνετε λίγη υπομονή, πολλές ζοφερές παράγραφοι ακολουθούν.

Βρήκα μια πειστική και ενδιαφέρουσα ανάλυση του λαϊκισμού σε ένα καινούριο βιβλιαράκι 100 σελίδων που λέγεται “What is Populism” του καθηγητή του Πρίνστον Γιαν-Βέρνερ Μούλερ. Επιτρέψτε μου να ανοίξω μια παρένθεση εδώ για να πω ότι το όνομα του καθηγητή γράφεται συνήθως στα ελληνικά ως “Μίλερ”, αλλά επειδή είναι Γερμανός, και στα γερμανικά η προφορά του κατά τη γνώμη μου είναι πιο κοντά στο “ού” από ό,τι στο “ι”, το γράφω με “ού”, αλλά παράλληλα σας καλώ όταν διαβάζετε το όνομά του να έχετε στο μυαλό σας την προφορά του Γιάννη Βογιαντζή από την κλασική ελληνική ταινία “Η Γυναίκα Μου Τρελάθηκε”. Κλείνει η παρένθεση.

“Ο λαϊκισμός”, λέει ο Μούλερ, “είναι μια ηθικοπλαστική φαντασίωση της πολιτικής, ένας τρόπος προσέγγισης του πολιτικού κόσμου που τοποθετεί έναν ηθικά αγνό και απόλυτα συμπαγή -μα εντελώς φανταστικό- λαό ενάντια σε κάποια ελίτ που χαρακτηρίζεται ως διεφθαρμένη ή με άλλο τρόπο ηθικά κατώτερη”. Ορίζει τέσσερα απαραίτητα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι λαϊκιστές ταυτόχρονα:

1) Δηλώνουν εχθροί των “ελίτ” και πρόθυμοι να πολεμήσουν το “κατεστημένο”.

2) Απεχθάνονται τον πλουραλισμό και την πολυφωνία, και δηλώνουν μόνοι αληθινοί εκπρόσωποι του “λαού”. Όποιος δεν είναι μαζί τους, δεν είναι μέρος του “λαού”, αλλά εχθρός του. “Λαός” είναι μόνο οι υποστηρικτές τους.

3) Αν και αναφέρονται διαρκώς στη λαϊκή κυριαρχία, δεν επιθυμούν καθόλου τη λαϊκή συμμετοχή στα κοινά. Αν και χρησιμοποιούν πολύ συχνά τα δημοψηφίσματα, το κάνουν μόνο για να κατοχυρώσουν τη δικιά τους, ειλλημμένη απόφαση ως “λαϊκή εντολή”. Θεωρούν τους μηχανισμούς της κοινωνίας των πολιτών ή οποιαδήποτε ανεξάρτητη αρχή ή οργάνωση που δεν ελέγχεται από τους ίδιους εχθρό.

4) Όταν κερδίζουν την εξουσία, οι λαϊκιστές πάντα σπεύδουν να ελέγξουν απόλυτα το κράτος (ενίοτε επιδιώκουν να ξαναγράψουν το Σύνταγμα), πάντα καταφεύγουν σε πελατειακές πρακτικές και πάντα στις κυβερνήσεις τους εμφανίζονται συμπτώματα βαθιάς διαφθοράς. Αυτά τα φαινόμενα είναι συνήθως ανοιχτά και εξώφθαλμα. Γι’ αυτούς, ο “λαός” είναι πάντοτε το ηθικό άλλοθι. Πάντα επικαλούνται κάποια ασαφή και πανίσχυρη λαϊκή εντολή, η οποία κατά τη γνώμη τους είναι ισχυρότερη από τους θεσμούς που εξευτελίζουν και χειραγωγούν.

Οι λαϊκιστικοί πολιτικοί σχηματισμοί, λέει ο Μούλερ, είναι κυρίως κόμματα αντίδρασης, και ως τέτοια υιοθετούν εξ’ ορισμού απλοϊκές προτάσεις και λύσεις που, όταν έρχονται στην εξουσία, αδυνατούν παντελώς να εφαρμόσουν. Πάντα αποδίδουν την αποτυχία τους σε ξένους παράγοντες (τις επάρατες “ελίτ” ή άλλους) και πάντα φορούν του μανδύα του κυνηγημένου θύματος, της αδικημένης μειοψηφίας που καταπιέζεται -ακόμα κι όταν κυβερνούν.

Δεν ξέρω αν σας θυμίζουν τίποτε όλα αυτά.

Να πούμε εδώ ότι ο Μούλερ πιστεύει ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι Ισπανοί Ποδέμος δεν είναι λαϊκιστικά κόμματα, και ότι μοιάζουν περισσότερο στους εργατικούς του Τζέρεμι Κόρμπιν ή στο Μπέρνι Σάντερς, παρά στον Τραμπ και τον Ερντογάν. Τους φαντάζεται ώς “εναλλακτικούς σοσιαλδημοκράτες”, καθώς θεωρεί πως δεν φορούν το μανδύα των αποκλειστικών αντιπροσώπων του “πραγματικού λαού” και άρα δεν πληρούν το 2ο κριτήριο, πράγμα που σημαίνει ότι προφανώς δεν έχει μελετήσει προσεκτικά τον ακραία διχαστικό λόγων των δικών μας τουλάχιστο, τα ουρλιαχτά περί δωσίλογων και γερμανοτσολιάδων επί “αγανακτισμένων” και αργότερα, ή την καριέρα του Παύλου Πολάκη.

Ωστόσο, το κείμενο είναι εξαιρετικά χρήσιμο γιατί ξεκαθαρίζει μερικά πράγματα και καταρρίπτει ευρέως διαδεδομένες παρανοήσεις. Εξηγεί, για παράδειγμα, ότι οι λαϊκιστές δεν είναι φασίστες. Πρόκειται για πολιτικούς σχηματισμούς με πολύ μεγάλες διαφορές, η σημαντικότερη εκ των οποίων είναι ότι ο φασισμός επικαλείται φανταστικούς, σχεδόν μεταφυσικούς εχθρούς (π.χ. τους κακούς Εβραίους) ενώ οι λαϊκιστές κατά κανόνα επικαλούνται προβλήματα υπαρκτά, τα οποία αφορούν μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. Ο Μούλερ τονίζει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι φαινόμενο αντίθετο ή εναλλακτικό της δημοκρατίας, όπως ο φασισμός ή άλλα πολιτικά συστήματα. Ίσα ίσα, ο λαϊκισμός θέλει να χρησιμοποιήσει τις αρχές και τους θεσμούς της δημοκρατίας, τις εξιδανικεύει, υπόσχεται μάλιστα να τις υπηρετήσει καλύτερα από τις διεφθαρμένες ελίτ. Το πρόβλημα με το λαϊκισμό είναι ότι οι λύσεις που προτείνει είναι εντελώς λανθασμένες και προκαλούν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα όταν προσπαθούν να τις εφαρμόσουν.

Οπότε εδώ είμαστε τώρα. Ο κόσμος έχει πλημμυρίσει με δαύτους. Ντόναλντ Τραμπ, Βίκτωρ Όρμπαν, Ταγίπ Ερντογάν, Βλάντιμιρ Πούτιν, Μαρίν Λε Πεν, Γκέρτ Βίλντερ, Αλέξης Τσίπρας, Πάμπλο Ιγλέσιας, Έβο Μοράλες, Νόρμπερτ Χόφερ, Ούγο Τσάβες, Ραφαέλ Κορέα, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, Ροντρίγκο Ντουτέρτε, Νάιτζελ Φαράτζ, Μπέπε Γκρίλο, ξεχνάω κανέναν;

Δύο ερωτήματα προκύπτουν τώρα: Αφ’ ενός το γιατί να μας συμβαίνει αυτή η συμφορά τώρα, και αφ’ ετέρου το τι θα γίνει παρακάτω. Θα πεθάνουμε όλοι; Κάτι χειρότερο;

Ένας άλλος καθηγητής, ο Νάιαλ Φέργκιουσον, που είναι ιστορικός και διδάσκει στο Χάρβαρντ, γράφει ότι ο λαϊκισμός εμφανίζεται ως παγκόσμιο φαινόμενο όταν συνυπάρχουν πέντε άλλα φαινόμενα:

1) Αύξηση της μετανάστευσης. Σήμερα ζούμε μια μεγάλη έξαρση της μετανάστευσης, και όχι μόνο στη γειτονιά μας -ακόμα και στις ΗΠΑ, οι εισερχόμενοι μετανάστες μετά το 2010 έφτασαν σε νούμερα που είχαν να σημειώσουν από τη δεκαετίας του ’90. Του 1890.

2) Αύξηση της οικονομικής ανισότητας (σήμερα στις ΗΠΑ έχει επιστρέψει στα επίπεδα της δεκαετίας του ’20, μετά από μια μεγάλη πτώση).

3) Πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

4) Μια μεγάλη οικονομική κρίση.

5) Η εμφάνιση δημαγωγών ηγετών, που έρχονται και δένει το γλυκό.

Γι’ αυτό υπάρχει η παγκόσμια έκρηξη του λαϊκισμού στην εποχή μας. Κανείς δεν την είχε προβλέψει -ούτε ο Νάιαλ Φέργκιουσον- παρ’ όλο που δεν είναι η πρώτη φορά που αυτά τα πέντε φαινόμενα εμφανίζονται ταυτόχρονα.

Ο Φέργκιουσον επισημαίνει κάτι ενδιαφέρον: Η έξαρση του λαϊκισμού που βλέπουμε σήμερα μοιάζει περισσότερο με το φαινόμενο που εμφανίστηκε το 1870-1880, και όχι ας πούμε με τα πολεμικά προεόρτια της δεκαετίας του ’30, με την άνοδο του φασισμού. Οι λαϊκστές, λέει ο Φέργκιουσον, σπάνια προκαλούν πολέμους. Ίσα ίσα: Όλοι τους προωθούν τον απομονωτισμό κάποιας μορφής (περιορισμό της μετανάστευσης και του ελεύθερου εμπορίου, ας πούμε), και την εσωστρέφεια, που έχουν καταστροφικά οικονομικά αποτελέσματα αλλά δεν τινάζουν τον κόσμο στον αέρα.

Κι αυτό είναι και το μόνο αισιόδοξο που σας καλώ να σκεφτείτε για να περάσετε τις γιορτές.

Μετά το ξεφούσκωμα των λαϊκιστών, η παταγώδης αποτυχία των οποίων είναι νομοτελειακή, μάλλον δεν θα τελειώσει ο κόσμος, και κάτι άλλο θα έρθει. Ποιος ξέρει με τι θα μοιάζει. Το σίγουρο είναι ότι εκ των υστέρων, οι πολιτικοί επιστήμονες και οι ιστορικοί θα το περιγράψουν άψογα.

 

Ποιον λαϊκισμό προτιμάτε;

Γ. Παγουλάτος Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο​​ταν ο Ντόναλντ Τραμπ ρωτήθηκε ποιον συμβουλεύεται και με ποιον μιλά περί εξωτερικής πολιτικής, απάντησε επί λέξει: «Μιλάω με τον εαυτό μου, νούμερο ένα, διότι έχω έναν πολύ καλό εγκέφαλο και έχω πει πολλά πράγματα».

Τι συντελείται στο μυαλό των ανθρώπων που εμπιστεύονται για ηγέτη έναν τσαρλατάνο δημαγωγό; Και πώς μπορούν οι μετριοπαθείς πολιτικοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας να ανακτήσουν τέτοιους ψηφοφόρους;

Η διεθνής των δημαγωγών εκμεταλλεύεται την αγωνία, τον φόβο, την ανασφάλεια των ανθρώπων που νιώθουν ότι χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Δεν είναι μόνο οι οικονομικές ανακατατάξεις, που το υπό κρίση κοινωνικό κράτος αδυνατεί να απορροφήσει. Είναι η αίσθηση απειλής που κομίζουν οι ραγδαίες αλλαγές στον κόσμο, στην τεχνολογία, στη δουλειά, στη γειτονιά των ανθρώπων. Τα λογικά επιχειρήματα και δεδομένα ωχριούν όταν ανταγωνίζονται σαρωτικές υπεραπλουστεύσεις και σωτηριολογικές παραμυθίες. Η δημοκρατία της αμεσότητας, του Διαδικτύου, της δραματοποίησης, είναι η φυσική αρένα για την πολιτική έκφραση του ακατέργαστου θυμικού, της συνωμοσιολογίας, των ακραίων λύσεων, του «κλεισίματος» στον στενότερο πυρήνα ταυτότητας.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ακριβώς ταυτόσημος με τη δημαγωγία. Ο λαϊκισμός προσαρμόζει τον λόγο του στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, απλουστεύει και επενδύει στο συναίσθημα προκειμένου να περάσει το μήνυμα. Η δημαγωγία δεν σταματά εκεί: εφευρίσκει εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, αναρριπίζει πάθη, επενδύει στην πολιτική της οργής και στον λόγο του μίσους και τέλος χειραγωγεί τις μάζες στοιχίζοντάς τες πίσω από μεγάλα ψεύδη και ωμές διαστρεβλώσεις. Ο λαϊκισμός θα μπορούσε (υπό εξαιρετικές συνθήκες) να λειτουργήσει ως εργαλείο θετικής πολιτικής μεταβολής, η δημαγωγία ποτέ.

Σε ένα πρόσφατο συνέδριο, ένας φίλος των Ποδέμος έθεσε ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Με το να απορροφούν τα στρώματα των χαμένων, αριστεροί λαϊκιστές […] δεν τους συγκρατούν από το να στραφούν σε πιο ακραίους λαϊκιστές και δημαγωγούς;

Πράγματι, η ψήφος σε ένα υπερφίαλο, λαϊκιστικό αριστερό κόμμα αποτελεί μικρότερο κακό από την ψήφο σε κόμματα του μισαλλόδοξου, ακροδεξιού τόξου. Ομως υπάρχουν δύο αντεπιχειρήματα, που συνοψίζονται σε ένα: η λαϊκιστική Αριστερά παράγει τον πολιτικό λόγο που διευρύνει την απήχηση της αντισυστημικής Ακροδεξιάς.

Οταν ο Βαρουφάκης κατηγορούσε τους Ευρωπαίους εταίρους για ρατσισμό, μισαλλοδοξία και ανθρωπιστικό λουτρό αίματος, όταν αυτός και οι σύντροφοί του χαρακτήριζαν τη χώρα αποικία χρέους, παρομοίαζαν την τρόικα με ναζιστικό στρατό κατοχής, κατήγγελλαν τους Ευρωπαίους ως εκβιαστές που θέλουν να ταπεινώσουν τους Ελληνες, το δηλητήριο απλωνόταν στον δημόσιο λόγο, νεκρώνοντας την ψύχραιμη σκέψη. Η φασίζουσα [….] δαιμονοποίηση των «διεφθαρμένων και προδοτών πολιτικών που παρέδωσαν τη χώρα στους τοκογλύφους», φαινόταν αίφνης πιο πειστική μετά τη ρητορική προεργασία του αριστερού λαϊκισμού. [….] Από την «τρόικα των εκβιαστών» μέχρι την «τρόικα των τοκογλύφων», ένα βήμα δρόμος.

Το δεύτερο είναι η διαρκέστερη ζημιά που επιφέρουν οι λαϊκιστές στους θεσμούς του κράτους. Οι «αστικές» φιλελεύθερες δημοκρατίες τείνουν ιδεολογικά να αναδεικνύουν ελίτ, που είναι έμπειρες, καταρτισμένες, με αποτελεσματικότητα και επαγγελματισμό. Οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις αντλούν από δεξαμενές στελεχών χαμηλότερης επάρκειας, και με αυτά στελεχώνουν το Δημόσιο. Με μια λογική αναδιανομής της εξουσίας και των προνομίων της σε ομάδες που οποιαδήποτε αξιοκρατική λογική θα είχε αποκλείσει, προκειμένου να δείξουν εμφατικά ότι η κομματική στράτευση ανταμείβεται κι ο λαός ήρθε πραγματικά στην εξουσία […]. Οι λαϊκιστές δεν πιστεύουν στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου, με τα θεσμικά αντίβαρα, τις ανεξάρτητες αρχές, την ισχυρή δικαιοσύνη. Αντιλαμβάνονται το κράτος ως μακρύ χέρι κοινωνικού μετασχηματισμού και πολιτικής εδραίωσης στην εξουσία, και ως όπλο άμυνας απέναντι στην υπεροπλία του καπιταλισμού, του «συστήματος» και των ελίτ.

Αρα το κράτος μετά την εμπειρία επέλασης του λαϊκισμού στην εξουσία καταλήγει όχι μόνο οικονομικά καταρρέον, αλλά διοικητικά και θεσμικά διάτρητο. Στην επόμενη φάση, η συνολική ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα του κράτους, δηλαδή η αδυναμία του να προστατεύσει τους αδύναμους, θα ωθήσει τα ασθενέστερα στρώματα προς ακραίες και αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Η αταξία και το μπάχαλο που αφήνουν πίσω τους κυβερνήσεις αριστερού λαϊκισμού παράγουν νοσταλγία για την τάξη και ασφάλεια που υπόσχονται τα κόμματα του ακροδεξιού τόξου. Ή διάθεση για την πλήρη ρήξη, που επαγγέλλεται η άκρα Αριστερά.

Η οδυνηρή διάψευση που παράγει ο κυβερνών λαϊκισμός προσφέρει πολύτιμη ευκαιρία στις δυνάμεις του μετριοπαθούς Κέντρου να διεκδικήσουν αυτόν τον κόσμο στο όνομα της επάρκειας, ίσως του συναισθήματος, πιθανόν της απλούστευσης, αλλά κυρίως της ειλικρίνειας. Δύσκολο, μετά τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης στην πολιτική, αλλά και απόλυτα αναγκαίο.

*Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Δημοκρατία σε κρίση και πολιτικός κυνισμός

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

  Γιώργος Σιάκας**

 

Πόσο εμπιστεύονται οι Ελληνες πολίτες τους δημοκρατικούς θεσμούς και ποια είναι η στάση τους έναντι των πολιτικών ελίτ; Η πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας για λογαριασμό του Dukakis Center for Public and Humanitarian Services υπήρξε εξαιρετικά αποκαλυπτική και γεμάτη απαισιόδοξα νέα, που πρέπει να κινητοποιήσουν το πολιτικό προσωπικό και τους διαμορφωτές γνώμης στο σύνολό τους.

Η καχυποψία έναντι των δημοκρατικών θεσμών και των φορέων τους αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Περίπου ένας στους δύο ερωτώμενους (47%) θεωρεί πως τον εκφράζει η φράση «έχουμε δημοκρατία μόνο στο όνομα και όχι στην ουσία». Επιπλέον, και πιο ανησυχητικό ακόμη,ένας στους πέντε (18%) θα προτιμούσε λιγότερο δημοκρατία και περισσότερο ευημερία, ποσοστό που μεγαλώνει αρκετά μεταξύ των ανθρώπων με χαμηλή μόρφωση. Δυστυχώς μόνο ένας στους τρεις Ελληνες (32%) απαντά ότι τον εκφράζει η θέση πως η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολίτευμα παρά τα προβλήματά της.

Η κρίση εμπιστοσύνης έναντι του πολιτικού συστήματος αποτυπώνεται και στην απαξίωση που εκδηλώνεται από ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών για τις εκλογές. Το 45% των ερωτώμενων θεωρεί πως η συμμετοχή στις εκλογές είναι χωρίς σημασία γιατί τελικά γίνεται ό,τι θέλουν οι ξένοι. Αντίθετα, το 44% των ερωτώμενων απάντησε πως οι εκλογές είναι πολύ σημαντικές γιατί καθορίζουν το μέλλον της χώρας.

Νέοι αποστασιοποιημένοι

Το πλέον ανησυχητικό είναι πως η κρίση εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία μας είναι εντονότερη στους νέους ανθρώπους. Περισσότεροι από έξι στους δέκα νέους πιστεύουν πως έχουμε δημοκρατία κατ’ όνομα. Η ίδια ηλικιακή ομάδα θεωρεί κατά πλειοψηφία (50%) ότι η συμμετοχή στις εκλογές είναι χωρίς σημασία. Είναι φανερό πως οι νέοι είναι οι περισσότερο απογοητευμένοι. Αν το συσχετίσουμε με το μεγάλο ποσοστό στο «Οχι» που έδωσαν οι νεότερες ηλικίες στο δημοψήφισμα, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε πως η στροφή του Αλ. Τσίπρα μετά το δημοψήφισμα ίσως να έσωσε τη χώρα από μια άμεση πτώση στον γκρεμό, υπονόμευσε όμως την αξιοπιστία όχι μόνο του πολιτικού προσωπικού αλλά της ίδιας της δημοκρατίας μας.

Τα έντονα αρνητικά αισθήματα δείχνουν να χαρακτηρίζουν τη σχέση ανάμεσα στους πολίτες και στην πολιτική ελίτ. Το 51% των πολιτών δηλώνει πως αισθάνεται οργή ή αηδία για τους βουλευτές και μόλις 11% σεβασμό. Η απαξίωση αυτή αγγίζει και τον πρωθυπουργικό θεσμό, καθώς μόλις ένας στους τέσσερις δηλώνει πως αισθάνεται σεβασμό για αυτόν.

Αντίθετα, η πλειοψηφία δηλώνει πως αισθάνεται σεβασμό για τους αστυνομικούς (52%) και τους δικαστές (44%). Οι δύο αυτές επαγγελματικές κατηγορίες συγκεντρώνουν μικρά ποσοστά αρνητικών αισθημάτων: μόλις 14% οι αστυνομικοί και 27% οι δικαστές.

Υπάρχουν καλά νέα;

Υπάρχουν, αλλά είναι λίγα αν και όχι εντελώς ασήμαντα. Για παράδειγμα, η πλειοψηφία των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης συνεχίζει να δείχνει εμπιστοσύνη στη δημοκρατία μας παρά τα όποια προβλήματά της και να θεωρεί σημαντικές τις εκλογές ως διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η εκπαίδευση σχετίζεται ισχυρά με την πεποίθηση ότι η δημοκρατική διακυβέρνηση είναι ο μόνος δυνατός δρόμος. Αν μάλιστα θεωρήσουμε πως οι διαμορφωτές κοινής γνώμης προέρχονται κατά βάση από την παραπάνω μορφωτική κατηγορία, το συμπέρασμα αυτό δεν είναι άνευ σημασίας.

Τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όλοι παρατηρούν πως η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν ασκεί την ίδια γοητεία στους πολίτες συγκριτικά με το παρελθόν. Παντού εκδηλώνονται έντονα αισθήματα απαξίωσης και δυσφορίας έναντι των πολιτικών ελίτ και των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Ολο και περισσότερο ο πολιτικός κυνισμός και ο αυταρχισμός κερδίζουν μέτρα.

Ο πολιτικός κυνισμός έχει περιγραφεί από ειδικούς ως το αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα. Οι έρευνες κοινής γνώμης διεθνώς δείχνουν πως οι κυνικοί ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται το πολιτικό προσωπικό ως βαθιά διεφθαρμένο που εξαπατά τις κοινωνίες. Οσο περισσότερο κυνικοί είναι οι ψηφοφόροι, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να είναι ενεργοί και ενημερωμένοι πολίτες, ενώ είναι εξαιρετικά πιθανό αυτοί στη συνέχεια να απέχουν από τις εκλογές ή να επιλέγουν συνειδητά γραφικούς υποψηφίους ή εξτρεμιστές προκειμένου απλώς να τα κάνουν άνω κάτω.

Δυστυχώς, στη χώρα μας η παρατεταμένη ύφεση και οι «στροφές 180 μοιρών» των κυβερνήσεων ενισχύουν τον πολιτικό κυνισμό των πολιτών. Δεν θα απαιτηθεί απλώς να βγούμε από την κρίση για να καλυτερέψουν τα πράγματα. Θα χρειαστεί επιπλέον ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και την ελληνική κοινωνία προκειμένου να θεμελιωθούν εκ νέου σχέσεις εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας ανάμεσα στους ψηφοφόρους και στο πολιτικό μας σύστημα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
** Ο κ. Γιώργος Σιάκας είναι διευθυντής Ερευνών της Μονάδας Ερευνών Κοινής Γνώμης του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

 

Γιατί οι Ελληνες πολιτικοί λένε τόσα ψέματα;

Ν. ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 08.03.2015

Μπορώ να φανταστώ τις ενστάσεις σας. Το ψέμα στην πολιτική δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Πουθενά στον κόσμο η πολιτική δεν είναι το προνομιακό πεδίο ανάδειξης της αλήθειας. Αντίθετα, από την αρχαιότητα ακόμη, η επιδίωξη πολιτικής ισχύος ταυτίστηκε με φαινόμενα δημαγωγίας και συνειδητής εξαπάτησης των πολιτών. Ο ίδιος ο Βίσμαρκ έλεγε, εξάλλου, πως οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα μετά το κυνήγι, στη διάρκεια του πολέμου και πριν από εκλογές.

Ισως θεωρήσετε επίσης πως «τσουβαλιάζω» ως ψεύτες, συλλήβδην, όλους τους Ελληνες πολιτικούς, και πως αν υπήρχε πρωτάθλημα ψέματος είναι βέβαιο πως κάποιοι (που όλοι έχουμε στον νου μας) θα ανέβαιναν στο βάθρο του νικητή, κερδίζοντας τους αντιπάλους τους με άνεση. Δεν διαφωνώ ούτε με την πρώτη ούτε με τη δεύτερη παρατήρηση. Σε όλες τις χώρες υπάρχουν άνθρωποι που πολιτεύονται με τα ψέματα και τη δημαγωγία, και άλλοι που αισθάνονται την ανάγκη να διαμορφώσουν μια σχέση ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους τους όχι πάντα χωρίς κόστος για την καριέρα τους.

Πιστεύω πως συμφωνούμε, ωστόσο, ότι στη χώρα μας το φαινόμενο του ψεύτη πολιτικού είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο. Ηδη από τον 19ο αιώνα, διανοούμενοι, επιφυλλιδογράφοι, σκιτσογράφοι και σεναριογράφοι θεατρικών και κινηματογραφικών έργων άσκησαν κριτική ή σατίρισαν τη συνήθεια των πολιτικών να εξαπατούν τους εκλογείς. Ανήκω στη γενιά των Ελλήνων που είδαν τόσες φορές την ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» (με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα ως υπουργό), που κάθε φορά που εντοπίζω έναν πολιτικό να λέει ξεδιάντροπα ψέματα, μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό ο τίτλος της παραπάνω ταινίας. Πρόσφατα με το «greek kolotoumba» φροντίσαμε να επιδείξουμε διεθνώς τις «ικανότητές» μας αυτές. Γενικότερα, τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, οι ξένοι θα αντιλήφθηκαν καλύτερα πως η πολιτική τάξη στην Ελλάδα, προκειμένου να επωφεληθεί πολιτικά, δεν διστάζει να πει τη μεγαλύτερη ανοησία, το πιο ακραίο ψέμα.

Γιατί όμως οι Ελληνες πολιτικοί λένε τόσα ψέματα; Είναι αλήθεια πως κάποιοι εξ αυτών διακρίνονται για την έλλειψη ηθικών φραγμών. Αλλοι υποτιμούν τόσο πολύ τη νοημοσύνη των συμπολιτών τους, που θεωρούν ότι η αλήθεια είναι προνόμιο μόνο όσων μπορούν να παίρνουν μέρος σε κλειστές συσκέψεις. Επιπλέον, φαίνεται πως ως κοινωνία δεν έχουμε καλή σχέση με την ανάληψη της ευθύνης και από μικροί κοινωνικοποιούμαστε στα ψέματα για να αποφύγουμε τις συνέπειες των πράξεών μας.

Μπορεί τα παραπάνω να ισχύουν, αλλά δεν ερμηνεύουν ένα τόσο διαδεδομένο φαινόμενο. Η εξήγηση, λοιπόν, πρέπει να αναζητηθεί σε ορθολογικά αίτια (στη σχέση κόστους-οφέλους, στην αποτελεσματικότητα της στρατηγικής) και όχι σε ψυχολογικές ή πολιτισμικές θεωρίες. Με άλλα λόγια, οι Ελληνες πολιτικοί λένε ψέματα γιατί όχι μόνο δεν τους κοστίζει, αλλά γιατί είναι το πιο αποδοτικό μέσο στην ακραία ανταγωνιστική πολιτική αρένα. Αν δεν πουν ψέματα, υστερούν έναντι των ανταγωνιστών τους, που θα πουν. Βασιζόμενη στα ψέματα, η αντιπολίτευση υπονομεύει ευκολότερα την κυβέρνηση. Χάρη στα ψέματα, ο πολιτικός μπορεί να παρουσιάζει το κενό ως πολιτικό πρόγραμμα, την παράνοια ως λογική διαδρομή, τον πελατειασμό ως κοινωνική πολιτική, το λάθος ως ορθό. Εντέλει, στην ελληνική πολιτική αγορά, τα ψέματα είναι ο συντομότερος, απλούστερος και αποδοτικότερος τρόπος για να πείσεις τους καταναλωτές να αγοράσουν το προϊόν σου.

Γιατί όμως οι πολίτες «αγοράζουν» τα ψέματα; Είναι αφελείς, απληροφόρητοι και εξαπατώνται; Συχνά ναι, καθώς οι πολιτικοί βρίσκονται σε θέση υπεροχής, όπως ο έμπορος έναντι του δυνητικού αγοραστή. Αλλά, νομίζω, πως τις περισσότερες φορές οι πολίτες αγοράζουν συνειδητά τα ψέματα με την κυνική σκέψη πως είναι καλύτερα να ελπίζεις σε κάτι από το να μην ελπίζεις σε τίποτε. Εξάλλου, η ψήφος είναι ένα φθηνό εμπόρευμα και δεν μας κοστίζει πολλά να την πετάξουμε. Οπως όταν αγοράζουμε πράγματα από παράνομους υπαίθριους μικροπωλητές: αν και έχουμε γνώση πως το προϊόν θα είναι, πιθανότατα, «σκάρτο» και πως ταυτόχρονα με την αγορά του κάνουμε ζημία στην οικονομία και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, η πολύ χαμηλή τιμή στην οποία μας προσφέρεται το συγκεκριμένο αγαθό, μας δελεάζει να το αγοράσουμε. Βεβαίως, η κυριαρχία της στρατηγικής του ψέματος συνιστά ένα είδος αθέμιτου ανταγωνισμού, όπου αυτός που παραβαίνει τους κανόνες κερδίζει έναντι του έντιμου. Και όσο παραβαίνει τόσο περισσότερο κερδίζει. Το τελικό αποτέλεσμα, όμως, είναι να βλάπτεται το συνολικό κοινωνικό συμφέρον.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η παθογένεια θα πρέπει, αφενός, οι θεσμοί να περιορίζουν τους πολιτικούς να λένε ξεδιάντροπα ψέματα και, αφετέρου, οι πολιτικοί να αντιληφθούν ότι αυτή η κατάσταση αθέμιτου ανταγωνισμού που γεννά έλλειψη συναίνεσης εκμαυλίζει τη χώρα και μακροπρόθεσμα φθείρει τους ίδιους.

Δυστυχώς, μέχρι τώρα οι βασικοί παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού δεν ήθελαν να συμφωνήσουν σε έντιμους κανόνες πολιτικής αντιπαράθεσης. Προτιμούσαν η πολιτική να είναι ένας αγώνας χωρίς όρους και όρια, γιατί κέρδιζαν από αυτήν την κατάσταση. Ολοι; Οχι ακριβώς! Η χώρα μας έχασε τόσα πολλά.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Έντυπη

 

 

Προς μιαν Ευρώπη των λαϊκισμών;

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Πηγή: Καθημερινή

Κάτι γίνεται στην Ευρώπη. Δεν είναι πλέον τυχαίο ούτε συγκυριακό. Σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, προσφάτως ιδρυθέντα ή μικρά κόμματα εκτινάσσονται με γοργούς ρυθμούς αλλάζοντας τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Περιθωριακά ή αντισυστημικά κόμματα περιστρεφόμενα γύρω από έναν λαϊκιστή ηγέτη και μια ιδεολογία που κινητοποιεί εισβάλλουν στην πολιτική σκηνή ως ταύροι σε υαλοπωλείο.

Πράγματι, σε πολλές από τις χώρες της Ευρώπης καταγράφεται τελευταία μια ισχυρή τάση παρέκκλισης από καθιερωμένες πολιτικές επιλογές. Τα παραδείγματα είναι πολλά και σε κάποιες περιπτώσεις εντυπωσιακά: οι τελευταίες δημοσκοπήσεις στην Ισπανία δίνουν ποσοστά άνω του 20% στο αριστερό κόμμα Podemos (Μπορούμε), που ιδρύθηκε μόλις τον φετινό Ιανουάριο. Το κόμμα αυτό έχει έναν έντονα λαϊκιστικό και αντισυστημικό χαρακτήρα και για κάποιους αναλυτές θεωρείται πιο ριζοσπαστικό ακόμη και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ιταλία, παρά την ανακοπή της αρχικής ορμής του, το κόμμα-κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο συνεχίζει να κινείται και αυτό πέριξ του 20%. Ισως μάλιστα εάν στη διακυβέρνηση δεν ήταν ένας επικοινωνιακά χαρισματικός ηγέτης σαν τον πρωθυπουργό Ρέντσι, η επιρροή των Πέντε Αστέρων να ήταν μεγαλύτερη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκλογική επιτυχία του ευρωφοβικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας στις ευρωεκλογές, αλλά και στις πρόσφατες αναπληρωματικές εκλογές, επιβεβαίωσε πως οι Συντηρητικοί (κυρίως) και οι Εργατικοί δεν θα ξεμπερδέψουν εύκολα με αυτό. Στην Τσεχία, πολλοί ψηφοφόροι απογοητευμένοι από τα φαινόμενα διαφθοράς στην πολιτική ζωή περιφέρονται από το ένα λαϊκιστικό κόμμα στο άλλο, με πρόσφατα κερδισμένο το ΑΝΟ (Ναι), που ίδρυσε ο επίσης ευρωσκεπτικιστής δισεκατομμυριούχος Αντρέι Μπάμπις το 2011, ο οποίος υποσχέθηκε πως θα καθαρίσει τη χώρα από τη διαφθορά και θα εξαφανίσει την ανεργία. Στη Φινλανδία, οι εθνολαϊκιστές ευρωσκεπτικιστές Αληθινοί Φινλανδοί, που σχηματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, απέσπασαν σχεδόν 20% στις εθνικές εκλογές το 2011, προτείνοντας στους ψηφοφόρους ένα πρόγραμμα «εθνικής υπερηφάνειας».

Οι νέοι λαϊκισμοί ανθούν, αλλά και μερικοί παλιοί καλά κρατούν. Στη Γαλλία, το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο υπό την ηγεσία της Μαρίν Λεπέν, κόρης του ιδρυτή του κόμματος, απειλεί το καθιερωμένο κομματικό σύστημα. Το Εθνικό Μέτωπο κατήγαγε σημαντική νίκη στις ευρωεκλογές κερδίζοντας έναν στους τέσσερις ψηφοφόρους. Η ίδια η Λεπέν ξεπέρασε την επίδοση του πατέρα της του 2002, αγγίζοντας το 18% στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.

Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν πως ό,τι συνέβη στις ευρωεκλογές στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν μια συνήθης αποδοκιμασία των κυβερνήσεων από τους πολίτες σε εκλογές δεύτερης τάξης αλλά μια τάση με βαθύτερα χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια πως τέτοιου είδους φαινόμενα πάντοτε υπήρχαν. Καταγράφονταν στον δημόσιο βίο ως «κόμματα διαμαρτυρίας» και εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια ενός μέρους του εκλογικού σώματος για την οικονομική κατάσταση ή για δυσάρεστα φαινόμενα στον δημόσιο βίο. Λειτουργούσαν ως ένα είδος θερμομέτρου πολιτικών παθογενειών και κοινωνικών προβλημάτων. Η άνοδος, για παράδειγμα, του Λεπέν στη Γαλλία, του Χάιντερ στην Αυστρία ή των Φλαμανδών ακροδεξιών στο Βέλγιο τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ερμηνεύθηκε από πολλούς ως απόρροια προβλημάτων όπως η ανεργία και η εγκληματικότητα.

Η ουσιώδης διαφορά σε σχέση με το παρελθόν βρίσκεται στο γεγονός πως παλιότερα τα «αντικατεστημένα» και «αντισυστημικά» κόμματα δεν απειλούσαν τη διακυβέρνηση και το παγιωμένο πολιτικό σύστημα. Αποτελούσαν δεξαμενές υποδοχής μιας μειοψηφικής διαμαρτυρίας σημειώνοντας σε λίγες μόνο περιπτώσεις αξιοσημείωτα ποσοστά – σε ακόμη λιγότερες εμφανίζονταν ως πραγματικές εναλλακτικές λύσεις. Σήμερα τα πράγματα δείχνουν να μεταβάλλονται. Τα κόμματα αυτά αυτοπροβάλλονται ως έτοιμα να κυβερνήσουν στις χώρες τους. Η ανησυχία για πολιτικές μεταβολές μεγάλης σημασίας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχει ήδη αρχίσει να απασχολεί τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τις πολιτικές ελίτ και τις αγορές.

Θα επικρατήσουν οι λαϊκισμοί ή θα συρρικνωθούν και θα αφομοιωθούν σταδιακά στην κανονικότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Ποιο θα είναι το πρόσωπο μιας Ευρώπης των λαϊκισμών; Θα αντέξει η Ευρωπαϊκή Ενωση ή μήπως θα απειληθεί η συνοχή της; Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς καθώς δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα. Είναι όμως εύλογο να σκεφτούμε πως σε χώρες με συναινετική κουλτούρα και ισχυρές οικονομίες τέτοιου είδους λαϊκιστικά και αντικατεστημένα κινήματα μπορεί να μη δημιουργήσουν ουσιώδη ζητήματα ή ακόμη και να έχουν ευεργετικές, και όχι μόνο αρνητικές, συνέπειες. Ας μην ξεχνάμε πως οι λαϊκιστές ίσως να μην μπορούν να υποδείξουν τις λύσεις, αλλά συχνά εντοπίζουν τα προβλήματα.

Αλλού, όμως, τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν προς το χειρότερο. Κράτη με αδύναμους θεσμούς και εύθραυστες οικονομίες κινδυνεύουν να μην αντέξουν το βάρος μιας τέτοιας ριζικής ανατροπής. Σε αυτές τις καταστάσεις, η μελέτη του παρελθόντος μάς διδάσκει δύο πράγματα: πρώτον, κανείς δεν έχει συμβόλαιο με την αποφυγή της καταστροφής και, δεύτερον, η επιστροφή στην ομαλότητα μπορεί να εξελιχθεί σε μια μακροχρόνια και βασανιστική πορεία χωρίς εγγυημένα αποτελέσματα.

* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

25 χρόνια από την πτώση του Τείχους: Η δημοκρατία σε υποχώρηση;


ΠΟΛΙΤΙΚΗ 05.10.2014

Η κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989 γέννησε ένα παγκόσμιο κύμα αισιοδοξίας. Αν και η διατύπωση για «το τέλος της ιστορίας» του πολιτικού επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα αποδείχτηκε γρήγορα μια «φιλελεύθερη ουτοπία» ή, έστω, μια σκέψη που δεν επιβεβαιώθηκε από τα εμπειρικά δεδομένα, ήταν ξεκάθαρο πως η πτώση του Τείχους έφερε προσδοκίες στους κύκλους των οπαδών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και θλίψη στους αντιπάλους της.

Κυριάρχησε η πεποίθηση πως όποιες κι αν ήταν οι μελλοντικές παλινδρομήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, οι δυτικές φιλελεύθερες αξίες ήταν πλέον τόσο ηγεμονικές και ακμαίες ώστε κανένα εναλλακτικό μοντέλο δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στο απώτερο μέλλον. Αργά ή γρήγορα, η οικονομία της αγοράς συμβαδίζοντας με τη φιλελεύθερη δημοκρατία θα απελευθέρωνε τον παλιό κόσμο από τα δεσμά του.

Τα πράγματα δεν πήγαν έτσι ή, καλύτερα, δεν πήγαν ακριβώς έτσι. Οντως η παγκοσμιοποίηση έφερε ριζικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο που δεν θα τις διανοούμασταν λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Η ανάδυση στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και προσφάτως στην Αφρική νέων οικονομικών δυνάμεων, που μπορούν να ανταγωνιστούν, μερικώς τουλάχιστον, τους μεγάλους παίκτες του πλανήτη αποτελεί μια ευχάριστη νέα πραγματικότητα με εντυπωσιακές συνέπειες για το μέλλον της ανθρωπότητας. Μπορεί να μη μας ενθουσιάζει εδώ στη γηραιά Ευρώπη, αλλά οι αναπτυσσόμενες χώρες διαδραματίζουν πλέον ένα σημαντικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο και στις οικονομικές σχέσεις σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε να τις αγνοούμε και να χαράζουμε το μέλλον χωρίς αυτές.

Ο τρίτος κόσμος δείχνει στην ευημερούσα αλλά αλαζονική Δύση υποδείγματα μιας νέας ανάπτυξης. Είτε μας αρέσει είτε όχι, υπάρχουν ευνοημένοι από την παγκοσμιοποίηση: οι φτωχότερες περιοχές του πλανήτη. Υπάρχουν επίσης οι χαμένοι: Ο δυτικός κόσμος και ιδιαίτερα οι πιο αδύναμοι από τους πληθυσμούς του.

Οι αλλαγές στην οικονομία όμως δεν ακολουθήθηκαν από βήματα εκδημοκρατισμού. Τουλάχιστον όχι όσο θα θέλαμε· όχι όσο πιστεύαμε πως ήταν αναγκαίο. Είναι αλήθεια πως όσο πιο πλούσια είναι μια χώρα, τόσο πιο πιθανό είναι να είναι δημοκρατική. Αντίθετα, τα φτωχά κράτη ρέπουν στον αυταρχισμό και στην ανομία. Το υπόδειγμα αυτό είναι εμπειρικά αποδεδειγμένο σε τέτοιο βαθμό που μας έκανε να πιστέψουμε πως, για να αναπτυχθεί μια οικονομία, προϋποτίθεται να διαθέτει το θεσμικό περιβάλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Και όμως, αυτό δείχνει να διαψεύδεται. Χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία, η Κίνα ή η Νιγηρία, που βελτίωσαν τα οικονομικά τους μεγέθη, όχι μόνο δεν εκδημοκρατίζονται και δεν φιλελευθεροποιούνται αλλά, αντίθετα, το τελευταίο διάστημα κάνουν βήματα προς τα πίσω.

Στις παραπάνω χώρες, η απειλή έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας προκύπτει από την ανάδυση ενός ημι-αυταρχικού ή ολότελα αυταρχικού συντηρητισμού που δίνει έμφαση στην ισχυρή διακυβέρνηση και στις παραδοσιακές προ-νεωτερικές αξίες. Η ελευθερία, η δημοκρατική συμμετοχή και η ανεκτικότητα περιφρονούνται από την πολιτική και αντιμετωπίζονται ως περιττές πολυτέλειες. Ακόμη όμως και στην Ευρώπη η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν δείχνει πλέον τόσο δημοφιλής. Η άνοδος των αντι-φιλελεύθερων αξιών εκφράζεται από εθνολαϊκιστές πολιτικούς, όπως η Λεπέν στη Γαλλία ή ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Ουρμπάν.

Στο πεδίο της αντιπαράθεσης των ιδεών, όλο και περισσότεροι διανοούμενοι, ειδικά στην Ανατολή, αρχίζουν να φρονούν πως η φιλελεύθερη δημοκρατία παρουσιάζει μεγάλες αδυναμίες, ιδιαίτερα στον τομέα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης και της ηγεσίας. Επιπλέον, διακωμωδούν τη φιλελεύθερη ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα. Αντλώντας ιδέες από ένα μείγμα θρησκευτικών και εθνικών παραδόσεων προηγούμενων εποχών, έλκονται στη σκέψη ενός ήπιου αυταρχισμού, μιας νέας «πεφωτισμένης δεσποτείας». Θεωρούν πως μια τέτοια διακυβέρνηση αντιμετωπίζει καλύτερα προβλήματα όπως η ασφάλεια, η φτώχεια και η διαφθορά.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται λοιπόν σε άμυνα. Η οικουμενικότητά της αμφισβητείται από τη μία άκρη ώς την άλλη του πλανήτη. Ο αντίπαλός της όμως δεν έρχεται από τα Αριστερά. Η Αριστερά, κομμουνιστική, μετακομμουνιστική ή σοσιαλιστική στη Δύση, έχει χρεοκοπήσει· αδυνατεί να παρουσιάσει κάποιο πειστικό εναλλακτικό μοντέλο και δεν συνιστά πλέον απειλή. Η Αριστερά ανήκει στον 20ό αιώνα, δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο γι’ αυτήν στις μέρες μας. Μπορεί να επιβιώσει μόνο ως ομάδα πίεσης εστιάζοντας σε επιμέρους πτυχές της πολιτικής δράσης και πουθενά ως πραγματική αντισυστημική οντότητα.

Ο πραγματικά απειλητικός αντίπαλος για τη φιλελεύθερη δημοκρατία διεθνώς είναι ένας συντηρητικής προέλευσης αυταρχισμός. Αυτός ο συντηρητισμός, που αναδύεται μέσα από προνεωτερικούς κόσμους που επιβίωσαν, ιδιαίτερα στην Ανατολή, μέσω της θρησκείας και των λαϊκών παραδόσεων είναι γοητευτικός για τα λαϊκά και φτωχά στρώματα, αλλά και για ένα μέρος των ελίτ, γιατί καταφέρνει να μιλάει στην ψυχή τους. Μπορεί η φιλελεύθερη δημοκρατία να αντιμετωπίσει τη νέα απειλή; Η απάντηση θα κριθεί σε πολλά πεδία: της οικονομίας, του πολιτισμού, της τεχνολογίας, των θεσμών· ενδεχομένως μια μέρα και στα πεδία των μαχών, ποιος ξέρει.

* Ο κ. Ν. Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Έντυπη

Τι προδίδει η εκλογική αποχή

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΤΟΦΩΛΟΣ/ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 11/05/2014

Η ​​μεγάλη αποχή που προβλέπεται να εκδηλωθεί πανευρωπαϊκά στις κάλπες της 25ης Μαΐου, θα πρέπει να εκληφθεί από την κυρίαρχη πολιτική τάξη της Ευρώπης ως το χειρότερο αρνητικό μήνυμα εκ μέρους των ψηφοφόρων της Γηραιάς Ηπείρου. Πολύ πιο ανησυχητικό από την αύξηση των ποσοστών που θα σημειώσουν οι κάθε χρώματος και χαρακτήρα αντιευρωπαϊκές δυνάμεις. Διότι η απάθεια σημαίνει απαξίωση του εγχειρήματος και, βεβαίως, κανένα όραμα δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν υπάρχει αποδοχή και συμμετοχή.
Η απάθεια των Ευρωπαίων πολιτών, στον βαθμό που επιβεβαιωθούν οι σφυγμομετρήσεις για αποχή των ψηφοφόρων κατά ποσοστά 60% και 70% (σε ορισμένες χώρες), αναδεικνύει –κατά τη γνώμη μας– δύο κρίσιμα πολιτικά προβλήματα. Το πρώτο είναι η έλλειψη δημοκρατίας στην Ευρώπη. Το γεγονός δηλαδή ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από τους πολίτες. Χωρίς αυτοί να εκλέγουν τις ηγεσίες οι οποίες κρίνουν το μέλλον τους και χωρίς οι ηγεσίες να λογοδοτούν στους πολίτες. Το δεύτερο είναι ότι οι πολίτες δεν αισθάνονται την Ευρώπη ως ενιαία οντότητα κοινών συμφερόντων. Πιστεύουν δηλαδή ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται ευνοούν κυρίως εθνικά συμφέροντα, των ισχυρότερων φυσικά εταίρων, και πολύ λιγότερο κοινά πανευρωπαϊκά συμφέροντα. Εξ ου και δεν υπάρχει μια ισχυρή υπερεθνική δομή εξουσίας, που να εξυπηρετεί τον στόχο αυτόν.

Κατόπιν όλων αυτών, το ευρωπαϊκό εγχείρημα και η προοπτική της ενοποίησης, λογικό είναι ότι δοκιμάζονται. Εκτός εάν η Ευρώπη αλλάξει, εάν οι ηγεσίες που διαμορφώνουν τις εξελίξεις κατανοήσουν το μήνυμα και κλείσουν αυτό το ρήγμα δημοκρατίας με τους πολίτες και ισοτιμίας με όλα τα μέλη.

Αυτή τη στιγμή, ας το συνειδητοποιήσουμε, τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου μπορούν να επιβιώσουν μόνο μέσα από την οικονομική και πολιτική ένωση της Ευρώπης. Διότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και οι διεθνείς αγορές είναι δυνάμεις που λειτουργούν ανελέητα για τις μικρότερες χώρες, τις ασθενέστερες οικονομίες. Η Ευρώπη μόνο ως ενιαία δύναμη μπορεί να αναμετρηθεί στη διεθνή οικονομία. Επίσης, όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι αποφάσεις που θα καθορίζουν περισσότερο πλέον τη ζωή όλων μας στην Ευρώπη, θα εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα ευρωπαϊκά όργανα και λιγότερο από τις εθνικές μας κυβερνήσεις. Ε, λοιπόν, αυτές οι δύο κολοσσιαίες μεταβολές (και προτεραιότητες) θα πρέπει να πατήσουν απαραιτήτως σε κοινή βάση, να εκφραστούν πολιτικά και με δημοκρατία, για να έχουμε τύχη.

Διαφθορά και δημοκρατία

   ΤΟ ΒΗΜΑ 16/03/2014 

Συνήθως βλέπουμε τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις της διαφθοράς και αναφερόμαστε ιδίως στα εμπόδια που ορθώνει το ζοφερό αυτό φαινόμενο στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Ξεχνάμε όμως το σημαντικότερο. Τους κινδύνους που συνεπάγεται η διαφθορά σε εκείνα τα αγαθά που, άσχετα με τη συστηματική κατάταξή τους, έχουν μια τελική αναφορά σε αυτό που αποκαλούμε και εννοούμε, με μια λέξη: Δημοκρατία.

Διαφθορά είναι η κατάχρηση δημόσιας εξουσίας για τον πορισμό αθέμιτου ιδιωτικού οφέλους. Στα δημοκρατικά πολιτεύματα επομένως Διαφθορά σημαίνει κατάχρηση της δημοκρατικής εξουσίας, κατάχρηση που με τη σειρά της μπορεί, ανάλογα με την έκταση και την έντασή της, να οδηγήσει από την απλή νόθευση μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Θεμέλια της Δημοκρατίας είναι: η δημοκρατική αρχή, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δημοκρατική αρχή είναι η αρχή κατά την οποία όλες οι εξουσίες του κράτους πηγάζουν από τη λαϊκή βούληση. Μέσω της διαφθοράς και της διαπλοκής όμως παραχαράσσεται η λαϊκή εντολή και νοθεύεται η λαϊκή βούληση, που εκφράζεται με τις εκλογικές διαδικασίες. Οι εκλεγόμενοι μέσω των διαδικασιών αυτών άρχοντες, διαφθειρόμενοι, ενεργούν όχι κατά τη βούληση των εκλογέων τους και ως γνήσιοι εκπρόσωποι αυτών, αλλά κατά την υπαγορευμένη βούληση των εκπροσωπούντων τα παντοειδή συμφέροντα, από τους οποίους λαμβάνουν τα κάθε είδους αθέμιτα ωφελήματα.  Έτσι πλήττεται το ασκούμενο υπέρ του λαού, κατά τη δημοκρατική αρχή, μονοπώλιο της κρατικής εξουσίας.
Το κράτος δικαίου, μέσα σε περιβάλλον εκτεταμένης πολιτικής ή διοικητικής διαφθοράς, αποδυναμώνεται επικινδύνως. Στο επίπεδο της νομοθεσίας η δικαιοκρατική αρχή νοθεύεται με τη θέσπιση κανόνων που είτε παραβιάζουν την αρχή της ισονομίας και άλλες βασικές δικαιικές αρχές, είτε είναι σκοπίμως ασαφείς, είτε γενικώς αποκλίνουν από τις αρχές της ορθής, σύμμετρης και δίκαιης νομοθέτησης. Στο επίπεδο εφαρμογής των νόμων η δικαιοκρατική αρχή στην ουσία ακυρώνεται, αφού η εφαρμογή των νόμων, λόγω της διαφθοράς ατονεί, γίνεται επιλεκτική ή και παραλύει.
Η διαφθορά αποτελεί σοβαρότατο εμπόδιο στην προστασία και την απόλαυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Και αντιστρόφως η εφαρμογή των θεσμικών πλαισίων που προβλέπουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και επιβάλλουν τον σεβασμό και την προστασία τους συμβάλλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς.
Ετσι είναι προφανές πως τα οποιαδήποτε φαινόμενα διαφθοράς στον χώρο της Δικαιοσύνης και των οργάνων που την επικουρούν (Αστυνομία, ελεγκτικά σώματα κ.λπ.) επηρεάζουν αρνητικά το δικαίωμα προς παροχή δικαστικής προστασίας. Όπως επίσης ότι η στέρηση σημαντικών κρατικών πόρων, ως συνέπεια της διαφθοράς, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ικανότητα του κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων εν γένει και ιδίως στην ικανοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Εξάλλου η ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου συμβάλλει στη διαφάνεια και συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα για τη διαφθορά. Γιατί η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού καθιστούν προσεκτικούς τους φορείς της εξουσίας και τονώνουν το πνεύμα ελέγχου και λογοδοσίας.
Ακόμη και η λεγόμενη μικρή διαφθορά («γρηγορόσημο» – «φακελάκι») φθείρει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Γιατί πλήττει την καθημερινότητα ευρέων κοινωνικών στρωμάτων και ροκανίζει το εισόδημά τους. Με αποτέλεσμα να προκαλείται απογοήτευση και αρνητική διάθεση απέναντι στους θεσμούς της δημοκρατίας, που δεν θεωρούνται πλέον ικανοί να προστατεύσουν τον πολίτη. Η κοινωνική σταθερότητα καταρρέει και αναπτύσσονται ροπές προς αντιδημοκρατικές επιλογές.
Αλλά η πλέον επικίνδυνη για τη δημοκρατία διαφθορά είναι η διαφθορά του πολιτικού προσωπικού και των υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων, η οποία συνήθως είναι και μεγάλη από την άποψη του μεγέθους των «δώρων» και της έκτασης των δημοσιονομικών συνεπειών.
Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ετών για το είδος αυτό της διαφθοράς δεν πρέπει όμως να οδηγούν σε γενικεύσεις και ακόμη περισσότερο σε μια νοσηρή δυσπιστία έναντι πάντων. Κοιτάζοντας πιο νηφάλια πρέπει να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι υπάρχουν πολλές υγιείς δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να ενθαρρυνθούν για την εκ των έσω αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικών. Τη στάση αυτή πρέπει να ενισχύσει εμπράκτως σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας. Ξεκινώντας θα έλεγα με την εκκαθάριση δύο σημαντικών εκκρεμοτήτων, που καταγράφονται στο Στρατηγικό μας Σχέδιο ως θέματα υψηλής προτεραιότητας και πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να τακτοποιηθούν από τη Βουλή αυτή.
Αναφέρομαι πρώτον στο ζήτημα του ελέγχου του πολιτικού χρήματος, και δεύτερον στο ζήτημα του ειδικού κατά το Σύνταγμα προνομιακού καθεστώτος της ποινικής μεταχείρισης υπουργών και βουλευτών.
Γνωρίζω ότι πρόκειται για θέματα ευαίσθητα. Δεν ξέρω όμως αν, ειδικά ως προς το δεύτερο από τα θέματα αυτά, η κοινωνία θα συγχωρήσει την πολιτική, αν τυχόν, λόγω οποιασδήποτε χρονοτριβής ή οποιωνδήποτε έκτακτων περιστάσεων, χαθεί η ευκαιρία να ξεκινήσει η αναθεώρηση στην παρούσα Βουλή ώστε να ολοκληρωθεί σε εύλογο χρόνο.

Ο κ. Ιωάννης Τέντες είναι εθνικός συντονιστής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, επίτιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση