Επιστροφή σε Ταυτότητες (κοινωνικές, εθνικές, πολιτισμικές)

ΠΑΡΑΔΟΣΗ

ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιατί αγαπάμε την Ελλάδα

Για ποιους λόγους αγαπάμε αυτήν τη χώρα; Εμείς οι γηγενείς που δεν τη ζήσαμε ως πύλη της Ευρώπης. Ο,τι κι αν μου πουν οι δικαιωματιστές, αντιρατσιστές και ανθρωπιστές παντός καιρού, είναι η διαφορά μου από τον ταλαίπωρο Αφγανό που αρπάχτηκε από την ελληνική στεριά σαν να αρπάζεται από σανίδα σωτηρίας. Μιλάω για εμάς που ζήσαμε μια Ελλάδα η οποία σου έδινε διαβατήριο για την υπόλοιπη Ευρώπη αφού το είχε εγκρίνει κάποιος λοχαγός. Μια Ελλάδα περίκλειστη, κλειστοφοβική, που έκανε ό,τι μπορούσε για να την αντιπαθήσεις. Γιατί αγαπάμε την Ελλάδα; Μήπως ήρθε ο καιρός να αναρωτηθούμε τώρα που κλείνουν οι εορτασμοί των διακοσίων της γενεθλίων; Να αναρωτηθούμε, για να μπορέσουμε να περάσουμε αυτήν την αγάπη στα παιδιά μας.

Ναι, υπάρχει η γεωφυσική ευτυχία. Αδιαμφισβήτητη, καταλυτική. Αν η «Αρνηση» του Σεφέρη έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια μας είναι γιατί υμνεί το «περιγιάλι το κρυφό». Παραφράζοντας τον Ντοστογιέφσκι θα έλεγα ότι στην ψυχή του κάθε Ελληνα υπάρχει ένα κρυφό περιγιάλι που την περιμένει για να την αναπαύσει. Το ξέρουμε όλοι μας. Το «ελληνικό καλοκαίρι» δεν είναι μια εποχή του χρόνου. Είναι στόχος ζωής.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Και αυτός είναι ο τρόπος που μας επιτρέπει να εκφράσουμε τη γεωφυσική μας ευτυχία. Και, δόξα τω Θεώ, αυτά τα διακόσια χρόνια μάς όπλισαν. Με τις λέξεις, με τις εικόνες, με τους ήχους, με τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τη μουσική. Αγαπάω τη χώρα μου γιατί αγαπάω τους γονείς μου, τις εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας που με έχουν σημαδέψει, για τα πολύτιμα «κρυφά περιγιάλια» της ζωής μου που μοιράζομαι μαζί της. Την αγαπάω επειδή μου έδωσε την ευκαιρία να αντιληφθώ ότι όσα προσέφερε στην ευαισθησία μου ήταν το διαβατήριο για το πέρασμα των συνόρων που η ίδια μού είχε επιβάλει. Ποιοι ήταν αυτοί που μου έδειχναν τον δρόμο πέρα από τα σύνορα, ενώ συγχρόνως εξέφραζαν την αγάπη τους για τη χώρα μου; Να πω τον Χατζιδάκι; Να πω τον Τσαρούχη, τον Μόραλη ή τον Γκίκα; Να πω τον Παπαδιαμάντη ή τον Τσίρκα; Οσους κι αν πω, κάποιοι θα μου χτυπούν την πόρτα για να υπενθυμίσουν την παρουσία τους. Δεν μπορώ να μην αναφέρω τον δάσκαλό μου Κρίτωνα Πανηγύρη, που μου έβαλε το μικρόβιο των αρχαίων ελληνικών απ’ το οποίο δεν έχω απαλλαγεί ώς σήμερα, και εύχομαι να μην μπορέσω να απαλλαγώ ώς το τέλος της ζωής μου.

Και γιατί τα λέω όλ’ αυτά; Για έναν αφελή, καθότι απλούστατο λόγο. Διότι στην εκπαίδευση η νεοελληνική ύπαρξη είναι ανύπαρκτη. Τι ξέρει ο σημερινός έφηβος για τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Παρθένη ή τον Χαλεπά; Τι ξέρει για τον Τσίρκα ή τον Βιζυηνό; Τι ξέρει για τον Παπαρρηγόπουλο, στον οποίον οφείλει τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται την Ιστορία; Η γλώσσα του δεν είναι γλωσσολογία. Η γλώσσα του είναι ευαισθησία. «Το περιγιάλι το κρυφό» του Σεφέρη δημιουργεί μια σχέση με τη γλώσσα που δεν μπορούν να παράγουν κανόνες και επιταγές.

Στην εκπνοή του έτους των εορτασμών για τα διακόσια χρόνια, αυτή η πλευρά της νεοελληνικής ύπαρξης παραμένει στη σκιά. Οφείλω να επισημάνω τη σημαντική πρωτοβουλία της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης και του Φόρουμ των Δελφών για να την αναδείξει – συναντήσεις στο αμφιθέατρο της Ενωσης έως το τέλος του χρόνου. Ομως το ουσιώδες παραμένει ως ζητούμενο. Πώς αυτή η πτυχή της νεότερης Ελλάδας θα περάσει στην εκπαίδευση; Αν δεν ακούσω το ΙΕΠ να λέει ότι στην πρώτη γυμνασίου οι μαθητές θα πρέπει να έχουν διαβάσει τη «Γαλήνη» του Βενέζη και στο λύκειο να εξετάζονται στο «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» του Βιζυηνού, καμία «μεταρρύθμιση» δεν θα με πείσει.

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως διακοσμητική. Κανένας λόγος, βέβαια, δεν μπορεί να παραβγεί το «Αξιον Εστί» του Ελύτη για το αλβανικό έπος. Ανέδειξε το αίσθημα του γεγονότος, αυτό που μας ενδιαφέρει και μπορούμε να μοιραστούμε μαζί του. Εμείς οι πολίτες του 21ου αι. γι’ αυτό αγαπάμε την Ελλάδα. Για το αίσθημα της ύπαρξής της, αυτό που εκφράζει ο Παπαδιαμάντης στον «Βαρδιάνο στα σπόρκα», ότι απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί. Η Ελλάδα των διακοσίων ετών είναι μια ιστορία πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων. Είναι όμως και μια περιπέτεια αυτοσυνειδησίας. Και γι’ αυτό την αγαπάμε.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Το σημαντικότερο επίτευγμα των 200 ετών

Κι αν στην αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας, αντί να ψάχνουμε τα μεγάλα γεγονότα και τις ηρωικές πράξεις που τη διαμόρφωσαν, χωρίς να λογοκρίνουμε τον ρεαλισμό της μικρότητας, προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε τους λόγους που ακόμη και σήμερα μπορούν να την κρατήσουν ζωντανή; Είναι το ποδόσφαιρο φέρ’ ειπείν; Είναι το μπάσκετ ή οι παρελάσεις; Είναι η διεκδίκηση των Γλυπτών του Παρθενώνα; Ας είμεθα ρεαλιστές. Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι ο Καραϊσκάκης, ο Διάκος ή ο Παύλος Μελάς έδωσαν τη ζωή τους ώστε εμείς οι μεταγενέστεροι να ανεμίζουμε ελληνικές σημαίες όποτε η ομάδα μας «κερδάει»; Ο Νικόλαος Εγγονόπουλος έλεγε πως είναι υπερήφανος που έχει ελληνικό διαβατήριο. Στα χρόνια του δεν είχε την αξία που έχει σήμερα, ως ευρωπαϊκό, οπότε δικαιούμαι να υποθέσω ότι κάτι άλλο ήθελε να πει ο ποιητής. Αμφιβάλλω πάντως ότι αναφερόταν στα σύνορα της επικρατείας, στη νομαρχία που του χορήγησε το διαβατήριο, ή στην πολεοδομία.

Διακόσια χρόνια νεοελληνικής συνείδησης. Κάτι λιγότερα νεοελληνικού κράτους. Χωρίς μία αναφορά, έστω νύξη, στο σημαντικότερο επίτευγμα των νέων Ελλήνων. Οχι, δεν είναι το γεγονός ότι προστατεύσαμε την Ακρόπολη των Αθηνών. Μας δέχθηκαν στην ευρωπαϊκή οικογένεια χάρη σε αυτήν. Η Γηραιά Ηπειρος ήξερε ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ακόμη γηραιότερη Ελλάδα. Σύμβολό της η Ακρόπολη. Θα έλεγα ότι μία από τις ελλείψεις των εορτασμών για τα 200 χρόνια εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίον η σύγχρονη Ελλάδα ενέταξε στη ζωή της τα αρχαία της ερείπια. Πώς σημάδεψε την εθνική μας συνείδηση το έργο των αρχαιολόγων, Ελλήνων και αλλοδαπών;
Ας πούμε ότι η Ακρόπολη θα είχε σωθεί ούτως ή άλλως. Ηταν ορατή ούτως ή άλλως στον Δυτικό Κόσμο. Ομως έχει σημασία ότι την έσωσαν Ελληνες. Και ποιοι είναι αυτοί οι Ελληνες; Μα αυτοί που μιλούν ελληνικά. Το σημαντικότερο επίτευγμα αυτών των 200 ετών είναι ότι το 2021 εξακολουθούμε να μιλάμε ελληνικά, και να τα διδάσκουμε στα παιδιά μας. Και τα μιλάμε και τα γράφουμε ως γλώσσα ζωντανή, και όχι ως μουσειακό έκθεμα. Εμείς οι Ελληνες μιλάμε τη μία από τις δύο αρχαιότερες γλώσσες του Δυτικού Πολιτισμού μαζί με τους Εβραίους. Ειρωνεία της τύχης; Οι δύο χώρες βρίσκονται στη μεθόριο της Ευρώπης, και γεωγραφικά και χρονικά.

Για τις γενιές του Διαδικτύου τα ελληνικά είναι βάρος. Χάσιμο χρόνου. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρόν για το rebranding. Πρώτα απ’ όλα απευθύνεται σε μας τους ίδιους. Υπάρχει τρόπος να ξαναγαπήσουμε τα ελληνικά μας; Υπάρχει τρόπος να περάσουμε στους νεότερους το αίσθημα που ξεσήκωσε κάποτε μέσα μας ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης; Τόσους μήνες τώρα περίμενα κάποια έστω νύξη σε όλους αυτούς τους «ήρωες» της εθνικής μας και γλωσσικής μας ταυτότητας. Κάποια αναφορά σε αυτό που γράφει ο Ελύτης: «Οπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Τίποτε. Σιωπή.

Η επιτροπή για τα 200 χρόνια σε τρεις μήνες θα έχει ολοκληρώσει τη θητεία της και δεν θα τη θυμάται κανείς. Δεν ξέρω τι θα μείνει απ’ όλη αυτήν τη φασαρία. Μάλλον το αίσθημα του κενού. Ποιοι είμαστε εμείς που γιορτάσαμε τα 200 χρόνια της ύπαρξής μας; Είμαστε αυτοί που περιέγραψε ο Παπαδιαμάντης στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» όταν έγραψε ότι αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας για να αποδείξουμε ότι δεν μπορούμε να αυτοκυβερνηθούμε; Είμαστε εμείς που μιλάμε την αρχαία γλώσσα που δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται όπως είπε ο Σεφέρης στην ομιλία του για το Νομπέλ στη Σουηδική Ακαδημία;

Κι αν θεωρούν πως όλ’ αυτά είναι ξεπερασμένα, ας μου πουν οι επιφανείς πανεπιστημιακοί ποιοι πιστεύουν ότι είμαστε εμείς. Κι ας μου εξηγήσουν πώς αυτή η αρχαία γλώσσα που τόσοι δημιουργοί την τίμησαν μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια, έχει καταντήσει σήμερα να είναι ένας κώδικας επικοινωνίας φτωχότερος και από τα αγγλικά των αεροδρομίων.

 

 

 

 

ΓεννησηΜπροστά από αρκετά χρόνια είχα διαβάσει σε σοβαρή αθηναϊκή εφημερίδα ένα άρθρο του Η. Νικολούδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου των Παρισίων και του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Αθηνών.

Μεταξύ των άλλων στο σημαντικό αυτό άρθρο ο έμπειρος πανεπιστημιακός δάσκαλος έγραφε: «υπάρχει θέμα προστασίας και διάσωσης του ελληνικού χαρακτήρα, γιατί υπάρχει απειλή που έρχεται στην σημερινή εποχή από τον αδιακριτικό βιομηχανικό άνθρωπο.
Η ελληνικότητα της ελληνικής κοινωνίας που επέζησε στην βάρβαρη εχθρική κατοχή κινδυνεύει από την έμμεση πολιτισμένη εισβολή των συμμάχων μας λαών.
Άνοιξαν διάπλατα οι κλεισμένες ελληνικές εσώπορτες στον βάρβαρο «κυβερνάνθρωπο» και στον «πολιτισμένο» τεχνοκράτη. Αυτό που κινδυνεύει να εκλείψει είναι ο ελληνικός ανθρωπισμός. Το ουσιαστικό πολιτικό μας πρόβλημα είναι, σήμερα και αύριο και συνέχεια, να μείνουμε έλληνες».
Επαναφέροντας στην μνήμη μου αυτές τις επισημάνσεις και βλέποντας γύρω μου την σύγχρονη πραγματικότητα, κυριεύομαι από αγωνία, γιατί δεν μπορούμε σήμερα να κάνουμε λόγο για απειλή, αλλά για εισβολή. Δεν μπορούμε σήμερα να μετράμε επισημάνσεις, αλλά να καταγράφουμε τρομακτικές διαπιστώσεις, που είναι αυτόχρημα καταστροφικές για την υπόστασή μας.
Η προστασία της ελληνικότητας δεν είναι σωβινισμός, γιατί δεν έχει επιθετική διάθεση. Είναι νόμιμη ανθρωπολογική άμυνα, γιατί απειλείται ο ελληνικός τύπος ανθρώπου από την αντιανθρώπινη στρατηγική της εποχής μας. Είναι ανάγκη να γίνουμε όσο μπορούμε περισσότερο έλληνες και να μείνουμε έλληνες.
Ο λαός μας ευρίσκεται στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά δεν πρέπει να ξεχάσει αυτή από την οποία προέρχεται. Δεν πρέπει να εξευρωπαϊσθεί σε βαθμό επικίνδυνο, ώστε να χάσει την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητά του, την ιδιοπροσωπία του.
Ευρισκόμενη η Ελλάδα στην Ευρώπη να μη «βγει» από την Ελλάδα. Ο εξευρωπαϊσμός να μη γίνει αφελληνισμός. Αυτό θα είναι η συμφορά μας.
Για να επιβεβαιωθεί η διαπίστωση, ότι η εισβολή έχει δημιουργήσει προβλήματα ολοφάνερα, ας δούμε τις ημέρες αυτές τα ελληνορθόδοξα ήθη και έθιμά μας, που υπέστησαν τρομακτική και ανησυχητική αλλοίωση.
Δύσκολα τώρα αναζητάς την ελληνικότητα στην εορτή των Χριστουγέννων που σημαίνει ορθόδοξη πνευματικότητα.
Στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, στα σπίτια και στις διάφορες αίθουσες θα συναντήσει κανείς και θα ζήσει ατμόσφαιρα περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική. Και τα δελτάρια, ακόμη, και τα καρτ-ποστάλ που θα ανταλλάξουμε για τα χρόνια πολλά δεν θα έχουν βυζαντινές εικόνες και δεν θα γράφουν, όπως άλλοτε «καλά Χριστούγεννα», αλλά μία γενική ακαθόριστη ευχή «καλές γιορτές» η το χειρότερο «καλές διακοπές».
Στις εφημερίδες, μάταια θα αναζητήσεις, ακόμη και την ίδια ημέρα των Χριστουγέννων, το ζεστό ελληνοχριστιανικό χρώμα, με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τις περιγραφές των ελληνορθοδόξων παραδόσεων.
Αντίθετα διαβάζεις πολλές στοχαστικές ευρωπαίων διανοητών μελέτες, λες και εξέλιπαν οι πνευματικοί άνθρωποι στον τόπο μας, και δοκίμια αιρετικά και αντιθρησκευτικά τα οποία κάνουν λόγο, όχι για το ανεπανάληπτο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Θεού, που χώρισε την ιστορία σε προ Χριστού και μετά Χριστό περίοδο, που έφερε κοντά μας τον Θεό μας, που στερηθήκαμε χρόνια πολλά, που έφερε τον Σωτήρα μας, τον οποίο είχαμε απόλυτα ανάγκη, αλλά γράφουν για τον «θρύλο» των Χριστουγέννων.
Στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση θα ιδεί κανείς και θα ακούσει πολλά ευρωπαϊκής θρησκευτικής ποιήσεως και μουσικής έργα και ελάχιστα ελληνικά και ορθόδοξα έργα από τον ανυπέρβλητο λειμώνα της εκκλησιαστικής υμνολογίας η και της εθνικής και δημοτικής λαογραφίας με τα τόσο ωραία και ασύγκριτα κάλαντα και άλλα επίκαιρα.
Άλλοτε τα σπίτια ήταν καθαρά, με ασβεστωμένες τις αυλές τους και γεμάτα από τα παιδιά που επέστρεφαν από μακριά όπου σπούδαζαν η εργάζονταν, από τους συγγενείς που έκαναν το ταξίδι τους, για να περάσουν όλοι μαζί την μεγάλη γιορτή.
Έρχονταν και τα νιόπαντρα ζευγάρια, για να κάνουν Χριστούγεννα μαζί με τους γονείς τους και με τους γονείς των γονιών τους, οι οποίοι περίμεναν και αυτοί την μεγάλη γιορτή.
Ήταν το σπίτι στις δόξες του, ντυμένο στα γιορτινά του και το τραπέζι το μεσημέρι πλούσια στρωμένο με το καλομαγειρεμένο φαγητό, και με τα απαραίτητα σπιτικά γλυκά. Και η χαρά στα πρόσωπα όλων ήταν η ανταύγεια της άλλης χαράς που είχαν στην καρδιά τους, ύστερα από την συμμετοχή όλης της οικογένειας στο μυστήριο της ζωής, την θεία κοινωνία.
Τώρα φεύγουν. Αδειάζουν τα σπίτια και γεμίζουν τα πολυώνυμα τουριστικά ξενοδοχεία. Αδειάζουν οι Ναοί και γεμίζουν τα λογής-λογής νυχτερινά κέντρα, όπου διοργανώνονται οι χριστουγεννιάτικες ρεβεγιόν που διαφημίζονται πολύ ενωρίτερα, για να εξασφαλίσουν ένα τραπέζι οι «σύγχρονοι» ευρωπαίοι νεοέλληνες.
Και πάρα πολλοί περνούν την άγια νύχτα που «προσμένουν με χαρά οι χριστιανοί» εκεί στους «ναούς» των προ Χριστού ψευδοθεών του Βάκχου και της Αφροδίτης, των ειδώλων, δηλαδή, που συνέτριψε ο αληθινός Θεός μας με την Γέννησή του.
Επομένως, η εισβολή έγινε. Ο εχθρός όχι προ των πυλών, αλλά εντός των σπιτιών μας. Τρέμω μήπως μπει και μέσα στις καρδιές μας, οπότε θα έχει συντελεσθεί η καταστροφή.
Γιατί, αποκόπτοντας σιγά-σιγά τον σύγχρονο έλληνα και ορθόδοξο από τις αιώνιες ρίζες του, την ιδιοπροσωπία του, τον κάνεις αιχμάλωτο αυτής της γης χωρίς πνευματικές αναζητήσεις, χωρίς ενδιαφέροντα, όχι μόνο για την μετά θάνατον ζωή, αλλά και για την πρόσκαιρη επίγεια.
Έτσι μεταβάλλεται η όμορφη χώρα μας σ΄ ένα μέτριο ευρωπαϊκό χωριό χωρίς θελκτικά ψυχικά ενδιαφέροντα, ώστε ο διψασμένος για λίγη πνευματικότητα ξένος ερχόμενος να σκέπτεται τον άδικο κόπο του και τα χρήματα που ξόδεψε.
Είναι καιρός, ακόμη, έστω στο παρά πέντε, να μετρήσουμε το χρέος μας ως έλληνες και ορθόδοξοι έναντι της ένδοξης ιστορίας μας, έναντι όλων εκείνων οι οποίοι έδωσαν αίμα και δάκρυ για αυτό τον τόπο.
Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχουμε δικαίωμα να κατασπαταλήσουμε τον πολύτιμο πατροπαράδοτο θησαυρό μας, ούτε να αποξενωθούμε από την πατρογονική μας κληρονομιά.
Έχουμε χρέος να παραδώσουμε αμείωτη και ανόθευτη την αιώνια ελληνορθόδοξη παράδοσή μας στα παιδιά μας και στις ερχόμενες γενεές, πριν τα αίματα και τα δάκρυα των γενναίων υπερασπιστών αυτών των τιμαλφών του Γένους μας γίνουν ποτάμι και μας κατακλύσουν.

Του Σεβ. Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου

 

 

 

 

 

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Τα ελληνικά μας και η εθνική μας συνείδηση

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 15.09.2019

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

«Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, / όπου και να θολώνει ο νους σας, / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό / και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Μήπως να ακούσουμε αυτό που μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Αξιον Εστί»; Οχι μόνον να τον απολαύσουμε ή να τον τραγουδήσουμε όπως τον μελοποίησε ο Θεοδωράκης σε ένα από τα καλύτερα έργα του. Οχι μόνον να αισθανθούμε υπερήφανοι για το Νομπέλ του, που πολλοί από μας το μπερδεύουν με το Euro στο ποδόσφαιρο. Να τον ακούσουμε και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι θέλει να μας πει.

Τι θέλει να πει ο ποιητής όταν μας καλεί, στις δύσκολες στιγμές, να μνημονεύουμε τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη; Δεν είναι, φαντάζομαι, τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως η ποίηση μπορεί να μας γλιτώσει από τα δεινά του κόσμου τούτου. Αλλο εννοεί, κι αυτό που εννοεί μπορεί να βρει άμεσο αντίκρισμα στη δική μας ζωή. Η ποίηση σου δίνει τόπο να πατήσεις για να μπορείς να κρίνεις τον εαυτό σου και τον κόσμο. Η ποίηση σου δίνει γλώσσα και η γλώσσα είναι το αίσθημα της πατρίδας.

Τις σκέψεις αυτές έκανα όταν είδα τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε η δήλωση της υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως για τη διδασκαλία της Ιστορίας. Αυτή πρέπει να συμμετέχει στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, είπε. Μπουμ ηκούσθη στον αέρα, με αποτέλεσμα να ξυπνήσουν εν μέσω της νυκτός οι προοδευτικές συνειδήσεις για να θυμηθούν πως έχουν λόγο ύπαρξης. Πώς είναι δυνατόν να μιλάει μια υπουργός για «εθνική συνείδηση» στη χώρα των ανοικτών συνόρων που ονειρεύεται να χειραφετηθεί στην πολυπολιτισμική Ευρώπη;

Ανήκω στις γενιές που στο σχολείο διδάσκονταν μια αμιγώς εθνοκεντρική Ιστορία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια παρέκβαση από την αδιάπτωτη ροή των εθνικών χυμών, η Αναγέννηση, οι ανακαλύψεις, παρενθέσεις που ακολουθούσαν τους ατέλειωτους εκείνους καταλόγους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι δε αιώνες της οθωμανικής κατοχής πέτρινο γεφυράκι που οδηγούσε αβίαστα στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Τελειώναμε το σχολείο χωρίς να έχουμε ιδέα για την υπόλοιπη Ευρώπη, ή τους άλλους μεγάλους πολιτισμούς του πλανήτη. Το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο: η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρώπη, χωρίς οι Ελληνες να ξέρουν ποια είναι αυτή η περίφημη Ευρώπη, για την οποία όλοι μιλούσαν αλλά ελάχιστοι την ήξεραν.

Ετσι οδηγηθήκαμε στην αντίπερα όχθη, σε μια εκπαίδευση που εξόρισε οποιαδήποτε σκέψη εθνικής συνείδησης, έκφραση η οποία, ακόμη και στον δημόσιο λόγο, αυτομάτως σε στιγμάτιζε ως αντιδραστικό. Απ’ αυτήν την άποψη θεωρώ απολύτως θετική την πρόθεση της κ. Κεραμέως. Δεν είναι δυνατόν να αισθανόμαστε ένοχοι επειδή είμαστε Ελληνες, έχουμε τη δική μας Ιστορία, όπως έχουν οι Γάλλοι ή οι Ισπανοί τη δική τους. Συμμετέχουμε στην Ευρώπη ως Ελληνες και, αν θέλουμε η συμμετοχή μας να είναι δημιουργική, οφείλουμε, πριν απ’ όλα, να καλλιεργήσουμε τη δική μας εθνική συνείδηση.

Επανέρχομαι όμως στον Ελύτη και στην ανάγκη να ακολουθήσουμε τον δρόμο που μας υποδεικνύει. Η διδασκαλία της Ιστορίας ακολουθεί. Προηγείται το εργαστήριο της εθνικής συνείδησης, η γλωσσική ευαισθησία. Αν οι λέξεις έχουν φθαρεί μες στην κοινοτοπία, αν έχουν χάσει τη σημασία τους, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις τι πραγματικά έγινε στα βουνά της Αλβανίας το 1940. Δεν αναφέρομαι στην φθισική διδασκαλία των ελληνικών, τη γραμματοσυντακτική επάρκεια. Αναφέρομαι στη σχέση που καλλιεργεί το σχολείο ανάμεσα στο παιδί και στα έργα της λογοτεχνίας. Αυτό το «μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη» του Ελύτη.

Η λογοτεχνία είναι ζωντανή πραγματικότητα. Κι ας έχει γραφτεί πριν από εκατό χρόνια· όταν τη διαβάζεις το 2019, ανήκει στο 2019. Αν δεν σε πείσει, τότε θα μείνει στο ράφι ως ιστορικό κειμήλιο. Η λογοτεχνία είναι το κεφάλαιο της γλώσσας, και η γλώσσα το κεφάλαιο της εθνικής συνείδησης. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, χειραγωγημένο από το βαθύ κράτος των συνδικαλιστών, έχει παραμερίσει τη λογοτεχνία διότι η ανάγνωση και η κατανόησή της απαιτούν κόπο. Προτιμούν τις έτοιμες συνταγές της έκθεσης ιδεών. Last but not least. Οι Ελληνες μπορεί να έχουν πολλά διπλώματα επάρκειας στις ξένες γλώσσες, όμως ελάχιστοι τις χειρίζονται με την άνεση που αντιστοιχεί στον κόπο τον οποίον κατέβαλαν για να πάρουν το DELF ή το Proficiency. Μας λείπει η γλωσσική ευαισθησία των ελληνικών που θα μας επέτρεπε να κατακτήσουμε και την ευαισθησία των ξένων γλωσσών.

Σκέψεις κάποιου που δεν είναι εκπαιδευτικός, όμως αγαπάει την Ελλάδα όχι χάρη στην οικονομική της ή στην στρατιωτική της ισχύ –εντάξει δεν τα έχω και τελείως χαμένα–  ούτε επειδή νοσταλγεί την παιδική του ηλικία. Την αγαπάει επειδή μπορεί ακόμη να διαβάζει τα «Ρόδινα Ακρογιάλια» και να συγκινείται με τις ερωτικές τους ιστορίες, οι οποίες, χωρίς τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, θα ήσαν κοινότοπες. Κι η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι η γλώσσα μας, η σπονδυλική στήλη της εθνικής μας συνείδησης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ*

Ιστορία και εθνική αυτογνωσία

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 15.09.2019

Σε πρόσφατη δήλωσή της η υπουργός Παιδείας τόνισε ότι το μάθημα της Ιστορίας δεν πρέπει να έχει «κοινωνιολογικό» χαρακτήρα, αλλά να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση. Προφανώς ήταν μια σύντομη δήλωση προς το τέλος μιας συνέντευξης. Το θέμα του ρόλου του μαθήματος της Ιστορίας στην εκπαίδευση είναι τεράστιο και απασχολεί κατά περιόδους όλα τα κράτη της Ευρώπης και την Ε.Ε. συνολικά. Εδώ θα προβούμε σε ορισμένες μόνο βασικές επισημάνσεις.

Η επιστήμη της Ιστορίας δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν υπηρετεί τον ένα ή τον άλλο σκοπό. Είναι μια κοινωνική επιστήμη, που εξετάζει τις δράσεις του ανθρώπου και των ποικίλων συλλογικοτήτων στο παρελθόν με συγκεκριμένες επιστημονικές μεθόδους και με συγκεκριμένους στόχους.

Η Ελλάδα διαθέτει έναν πολύ σπουδαίο πολιτισμό 3.500 ετών. Επομένως το μάθημα της Ιστορίας δεν μπορεί να αγνοεί, να παραβλέπει ή να υποβαθμίζει σημαντικές πτυχές αυτού του πολιτισμού. Είναι η παράδοσή μας, η ταυτότητά μας, η συλλογική μας μνήμη, η κοινή μας πρακτική, βασικό στοιχείο του είναι μας. Η εθνική ταυτότητα είναι αποτέλεσμα ιστορικών και ιδεολογικών διεργασιών που καταλήγουν στη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Εθνική συνείδηση σημαίνει επίγνωση των επιτευγμάτων αλλά και των αποτυχιών του έθνους, των κοινών προσπαθειών και συγκλίσεων αλλά και των διαφοροποιήσεων και συγκρούσεων, των αλληλεπιδράσεών του με άλλους πολιτισμούς και της θέσης του στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι.

Η έμφαση στην εθνική αυτογνωσία, ιδιαίτερα στις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, δεν οδηγεί νομοτελειακά στην περιφρόνηση των άλλων ταυτοτήτων ούτε στον υπερτονισμό της δικής μας ταυτότητας, ούτε αναγκαστικά στη διατύπωση απόψεων που υπαγορεύονται από παρωχημένες εθνοκεντρικές παρορμήσεις. Αντίθετα, η βαθιά γνώση των λεγόμενων «εθνικών αφηγημάτων» είναι η βάση για να προχωρήσουμε σε πιο πλατιά ερμηνευτικά σχήματα, εντάσσοντάς τα στο διεθνοποιημένο και πολυπολιτισμικό περιβάλλον του σήμερα.

Επιπλέον, μια «ολική προσέγγιση» της ιστορικής εξέλιξης, που δεν λαβαίνει υπόψη της τις μαθησιακές ανάγκες και δυνατότητες, μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική σύγχυση εξαιτίας της προχειρότητας κατά την εξέταση μείζονος σημασίας ζητημάτων του ιστορικού παρελθόντος και της αδυναμίας διάκρισης του εκάστοτε ουσιώδους από το επουσιώδες.

Φυσικά, το μάθημα της Ιστορίας δεν καλλιεργεί μόνο την εθνική συνείδηση. Πρωταρχικός στόχος είναι η διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, δηλαδή της ικανότητας κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Η πολύπλευρη ερμηνεία του παρελθόντος μάς βοηθάει να αποκτήσουμε κριτική σκέψη και μας εθίζει στη λογική, στις έννοιες και στις ερευνητικές μεθόδους της επιστήμης της Ιστορίας. Μας εθίζει επίσης στην πρακτική της συγκρότησης ορθολογικών ερευνητικών εγχειρημάτων, που συμβάλλουν στην αποϊδεολογικοποίηση του παρελθόντος. Επιπροσθέτως, ο ρόλος του μαθήματος της Ιστορίας είναι κυρίως ανθρωπιστικός, καθώς μέσω της γνώσης της ιστορικής εξέλιξης οι μαθητές μπορούν να προσεγγίσουν και να κατανοήσουν τις οικουμενικές αξίες του ανθρωπισμού, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της ανεκτικότητας στις σχέσεις μεταξύ ατόμων και λαών.

Οταν κάποτε δίδασκα σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ρώτησα μαθητές Γ΄ Λυκείου ποιο σημαντικό γεγονός για τον κόσμο συνέβη το 1939. Αν και μόλις πρόσφατα είχαν διδαχθεί τη σχετική ενότητα, ελάχιστοι έδωσαν μια απάντηση. Αυτή η εντυπωσιακή και παράλληλα τραγική, θα έλεγα, έλλειψη ιστορικής γνώσης δεν αφορά μόνο τη μαθητική κοινότητα. Είναι μέρος ενός γενικότερου προβλήματος που συνδέεται με την απουσία ιστορικής παιδείας και ικανότητας τοποθέτησης του σήμερα μέσα σε μια συνεκτική ιστορική διαδρομή.

Ο σπουδαίος ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ, στο βιβλίο του «Η εποχή των άκρων», επισημαίνει τα εξής: «H καταστροφή του παρελθόντος ή καλύτερα των κοινωνικών μηχανισμών που συνδέουν τη σύγχρονη εμπειρία κάποιου με την εμπειρία παλαιότερων γενεών είναι ένα από τα χαρακτηριστικά και δυσάρεστα φαινόμενα στα τέλη του 20ού αιώνα. Οι περισσότεροι νέοι μεγαλώνουν σε συνθήκες διαρκούς παρόντος, χωρίς να έχουν καμιά οργανική σχέση με το κοινό παρελθόν της εποχής στην οποία ζουν». Στη δική μας χώρα οι ευθύνες για την απουσία «οργανικής σχέσης» με το παρελθόν πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας και στον τρόπο με τον οποίο πολιτεία και κοινωνία αντιμετωπίζουν και προσλαμβάνουν την ιστορική γνώση. Πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε νέας πρωτοβουλίας για την αναβάθμιση του μαθήματος, ας εξετάσουμε τη σημασία του στη σύγχρονη εποχή έχοντας στον νου μας τη χαρακτηριστική φράση του Comenius: «Γιατί είναι γεγονός πως η γνώση της Ιστορίας αποτελεί την ομορφότερη πλευρά της μόρφωσης: είναι το θεωρείο της ανθρώπινης ζωής».

* Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι καθηγητής Ιστορίας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας Ιστορικών της Βρετανίας.

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ελληνικότητα και ελληνόμετρο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 18.08.2019

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η συζήτηση περί «ελληνικότητας» έχει σημαδέψει τη γενιά μου. Μας την κληροδότησαν οι παλαιότεροι, και πριν από μερικές δεκαετίες αναβαπτίστηκε στις ιδεολογικές προδιαγραφές της εποχής. Υπάρχει μια «ελληνικότητα» που όχι μόνον διαφέρει, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την «ευρωπαϊκότητα»; Για να υποστηριχθεί η ύπαρξή της επιστρατεύθηκαν η βυζαντινή παράδοση, ο ανατολικός χριστιανισμός, το δημοτικό τραγούδι, τα εργόχειρα και το κλαρίνο. Οι Ελληνες δεν ξέρουν από κλαρινέτο. Ξέρουν μόνον κλαρίνο. Ο Σκαλκώτας δεν ήταν παρά ένας καλός μιμητής τρόπων ξένων προς την ελληνική ψυχή. Κοινώς εκτός πεδίου ελληνικότητας.

Η υπόθεση έφτανε ώς την καταγγελία του Διαφωτισμού και του Κοραή και εν πολλοίς τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας που η θεωρία της «ελληνικότητας» τον θεωρούσε και αυτόν εισαγόμενο. Υποστήριζαν πως τη σχέση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα μας τη φόρεσαν οι Ευρωπαίοι λόγιοι, απόδειξη ότι εμείς αναπτύξαμε περισσότερο την προγονολατρία και λιγότερο τη σοβαρή μελέτη τους. Θυμάμαι τον Ν. Γ. Πεντζίκη, που είχε ξεκινήσει ως υπερρεαλιστής για να καταλήξει συναξαριστής, να μου λέει σε μια συνέντευξη για το Τρίτο Πρόγραμμα ότι πρέπει να αφήσουμε τα αρχαία ερείπια να καταρρεύσουν.

Πυρήνας της «ελληνικότητας» ήσαν «των Ελλήνων οι κοινότητες» που φτιάχνουν άλλο γαλαξία όπως λέει κι ο Σαββόπουλος. Κοινώς, ο περιούσιος και καθαγιασμένος «λαός». Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στον «Διάλογο για την ποίηση» που άνοιξε με τον Σεφέρη το διατυπώνει με λογιότερο τρόπο: «Στους παλαιότερους λογοτέχνες μας είναι εξαιρετικά έντονη, και κάποτε υπερβολικά αποκλειστική, η προσπάθεια να εκφράσουν αποκλειστικά την ελληνική ψυχή, τη γη της, και την ιστορία της… οι εκφραστικοί τους τρόποι πλάσθηκαν από τη μεγαλύτερη δυνατήν εκμετάλλευση του λαογραφικού μας θησαυρού». Ο διάλογος γίνεται στη δεκαετία του ’30, ο Τσάτσος αναφέρεται στους προηγούμενους, όμως η διατύπωση θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπιστεί ως μανιφέστο της λογοτεχνικής γενιάς του ’30.

Οντως, ώς τη δεκαετία του ’30, αλλά θα έλεγα και ώς τις δεκαετίες ’60 και ’70, ακόμη η ζωή του Ελληνα αγρότη, ή και νησιώτη, δεν διέφερε και πολύ από τη ζωή του στα χρόνια της τουρκοκρατίας, του Βυζαντίου, για να μη φτάσω ώς την ομηρική εποχή. Ο αγρότης που αλωνίζει πετώντας το στάρι στον αέρα για να το ξεχωρίσει ο άνεμος υπάρχει σε φωτογραφία του Αρη Κωνσταντινίδη, αν δεν κάνω λάθος, υπάρχει όμως και στην Ιλιάδα. Τι γίνεται, όμως, στη δεκαετία του ’80, όταν ξεσπάει η συζήτηση περί «ελληνικότητας»; Πολλώ μάλλον το 2019. Για να μην πω ότι η συσχέτιση λογοτεχνικής δημιουργίας με τον λαογραφικό θησαυρό είναι μια πρώτης τάξεως συνταγή για την παραγωγή αισθητικής μετριότητας όπως το απέδειξε η γενιά του ’30 όποτε ακολούθησε κατά γράμμα αυτή τη συνταγή.

Υπάρχει και κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό. Διότι μιλάμε πάντα για δημιουργία και όχι για πολιτική. Ο Τσαρούχης λάτρευε τους ιμπρεσιονιστές και τον Ρενουάρ. Μετέφρασε, όμως, την αισθητική τους γλώσσα σε ελληνική παλέτα. Το ίδιο ισχύει και για τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον κυβισμό, το ίδιο και για τον Εγγονόπουλο και τον υπερρεαλισμό. Ο Σεφέρης συνομιλούσε με τον Βαλερί και τον Ελιοτ και ο Ελύτης με τον Ρενέ Σαρ. Το λέει ο Σεφέρης στον διάλογό του με τον Τσάτσο: η ελληνικότητα έχει να κάνει με τη δημιουργική χειρονομία. Αν καταφέρεις να κάνεις μεγάλη ποίηση στα ελληνικά, ακόμη κι αν δεν ξέρεις ελληνικά, τότε δημιουργείς ελληνικότητα. Ως παράδειγμα ο Σεφέρης φέρνει τους τρεις μεγάλους οι οποίοι, πάντα κατά τον ίδιο, δεν ήξεραν ελληνικά: τον γενάρχη Σολωμό, τον εξόριστο Κάλβο και τον Καβάφη.

Θα μου πείτε τι νόημα έχει μια συζήτηση για την ελληνικότητα, εν έτει 2019, σε μια Ελλάδα που έχει ενταχθεί στη μεγάλη ευρωπαϊκή κοινωνία. Η αλήθεια είναι ότι όταν προ ημερών ξαναδιάβασα έπειτα από χρόνια τον «Διάλογο για την ποίηση» του Σεφέρη με τον Τσάτσο, η πρώτη μου αντίδραση ήταν ότι πρόκειται για μια συζήτηση περί όνου σκιάς, παρωχημένη, κατά συνέπεια αδιάφορη. Γεννήθηκαν δεύτερες σκέψεις, αυτές που ακολουθούν σαν τις «Λιτές» τις Ερινύες των σοβαρών κειμένων. Λιτές, θεότητες που λύτρωναν τους μετανοημένους από το κυνήγι των Ερινύων.

Εχει νόημα μια συζήτηση για την ελληνικότητα σήμερα. Θέμα πολύ σοβαρό για να το εμπιστευθούμε στους πολιτικούς ή στους πανεπιστημιακούς που φιλοδοξούν να κάνουν πολιτική καριέρα. Εχει νόημα, διότι θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε πως αν ακούγαμε τη φωνή των δημιουργών μας κι αν είχαμε το θάρρος να δούμε τα έργα τους, θα είχαμε απαλλαγεί από μεγάλο μέρος της ψυχασθένειας των πρώτων 200 ετών του νεοελληνικού κράτους.

Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την παιδεία μας. Θα είχαμε τουλάχιστον αντιληφθεί ότι η ελληνικότητα δεν έχει σχέση με το ελληνόμετρο των τσαρλατάνων. Και ότι είναι το βαθύτερο ρεύμα που μας συνδέει με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτό τουλάχιστον μας λένε η λογοτεχνία και η τέχνη μας.

 

 

 

 

 

 

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η χαμένη τιμή της ελληνικότητας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 13.01.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο​​ Αμος Οζ περνούσε ώρες συζητώντας με την κόρη του τη Βίβλο και το Ταλμούδ. Δεν ήταν θρησκευόμενος, ούτε η κόρη του, όμως ενδιαφέρονταν σ’ αυτά τα κείμενα να βρουν τα στοιχεία της εβραϊκότητας. Ξεκινώντας από τη γλώσσα, υποθέτω, και τη σημασία λέξεων που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν και παρακολουθώντας συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να αναγνωρίζουν την ένταξή τους στην κοινότητα στην οποία ανήκουν. Η εβραϊκότητα είναι το βασικό κύτταρο του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ, όπως και η ελληνικότητα υπήρξε το βασικό κύτταρο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα. Κάπου εδώ σταματούν οι ομοιότητες και οι αναλογίες.

Το Ισραήλ οικοδομήθηκε από την «Εξοδο», συγκεντρώνοντας εβραϊκές κοινότητες από όλον τον κόσμο, που μετέφεραν στην Παλαιστίνη και τη δική τους παιδεία και τη δική τους καλλιέργεια. Είχε προηγηθεί η Σοά. Σημειώνω κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία. Ενώ η Σοά υπήρξε τερατογένεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αυτό δεν ώθησε τις ελίτ του νέου κράτους να στραφούν εναντίον της Δύσης. Το αντίθετο. Η συνείδηση της εβραϊκότητας δεν συγκροτήθηκε σε αντίθεση με τη Δύση, αλλά για να διεκδικήσει τη δικαίωση που της όφειλε ο δυτικός πολιτισμός. Μιλάω για τον Αμος Οζ και τόσους άλλους συγγραφείς. Δεν μιλάω για τους φανατικούς Ορθόδοξους Εβραίους που ο Αβραάμ Γεοσούα στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η κομπάρσα» εμφανίζει ως απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας του Ισραήλ.

Το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε από κοινότητες της Νοτίου Βαλκανικής που είχαν κοινή τη γλώσσα και τη θρησκεία. Τη σχέση του με την υπόλοιπη Ευρώπη την εργαλειοποίησε τρόπον τινά, ως μοχλό για την απελευθέρωσή του από τους Οθωμανούς, και για την επιβίωσή του. Οι ελίτ του, αν και κατέβαλαν έντιμες προσπάθειες για να την επεξεργαστούν, προσέκρουαν πάντα σε μια ψυχική αντίδραση την οποία κρατούσε ζωντανή η Ορθοδοξία.

Μην ξεχνάμε ότι όταν στη δεκαετία του ’80 δίπλα στην ελληνική υψώθηκε και η ευρωπαϊκή σημαία στα δημόσια κτίρια, οι συζητήσεις περί ελληνικότητας επικεντρώθηκαν όχι σε όσα μας συνδέουν με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά σε όσα μας απομακρύνουν απ’ αυτόν.

Από τους πιο σοβαρούς νεοορθοδόξους, όπως ο Χρήστος Γιανναράς, ώς τους πιο ευτράπελους που διασκεδάζουν πάντα των «Ελλήνων τις κοινότητες», μετέτρεψαν την ελληνικότητα σε ιδεολόγημα που απάλυνε τον πόνο της αδυναμίας μας να υπάρξουμε στον σύγχρονο κόσμο. Με την οικονομική κατάρρευση η ψυχική απομάκρυνση έγινε νευρική κρίση και τώρα, με την υποβάθμιση της Ελλάδας σε κρατίδιο με σημαία ευρωπαϊκής ευκαιρίας, μετατρέπεται σε αυτοάνοσο νόσημα.

Διερωτώμαι ειλικρινά ποιο θα ήταν το ελληνικό αντίστοιχο των συζητήσεων του Αμος Οζ με την κόρη του. Η κόρη μου έχει γίνει μητέρα και σκέφτομαι με ποιους τρόπους θα μπορούσα να συζητώ με τους δύο εγγονούς μου την «ελληνικότητα». Εννοώ πολύ απλά πράγματα. Γιατί να αγαπήσουν τη γλώσσα που μιλάνε, πώς θα βλέπουν τον Παρθενώνα με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που τον βλέπει ο καθ’ όλα αξιοσέβαστος Ιάπων, ποια είναι τα έργα που θα τους επιτρέψουν να μην αισθάνονται μειονεκτικά απέναντι στα έργα άλλων λαών, τι μπορεί να σημαίνει γι’ αυτούς που ζουν στον 21ο αιώνα ο Αχιλλέας ή η Αντιγόνη, και γιατί συγκινεί ακόμη η ακολουθία του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή; Κοινώς, ποια είναι τα συστατικά της ελληνικότητας και με ποιον τρόπο αυτή η ελληνικότητα μπορεί να κυκλοφορήσει στο ευρωπαϊκό τοπίο; Πρέπει να βρω τον τρόπο να τους εξηγήσω ότι την Ελλάδα αρχίζεις να την εκτιμάς μόνον όταν μπορείς να τη δεις από απόσταση.

Δεν έχουμε σημεία αναφοράς, όπως η Βίβλος ή το Ταλμούδ; Εχουμε και παραέχουμε, ζουν ανάμεσά μας, απλώς έχουμε χάσει την ικανότητα να τα βλέπουμε. Είτε γιατί πάσχουμε από πρεσβυωπία και δεν μπορούμε να δούμε ό,τι είναι κοντά μας, είτε γιατί μας χτύπησε ο καταρράκτης απ’ την πολλή ηλιοφάνεια και μας περιορίζει την ορατότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο ασθένειες είναι γεροντικές. Ναι, είμαστε μια γερασμένη κοινότητα. Και είμαστε γερασμένοι διότι βαρεθήκαμε τον εαυτό μας.

Να διδάσκουμε ελληνική παιδεία στα παιδιά μας, όχι για να τα κάνουμε να πιστέψουν σε ένα μεγαλείο εν πολλοίς παρωχημένο και σίγουρα άκυρο, αλλά για να τους δώσουμε τα σημεία αναφοράς που θα τους επιτρέψουν να εντοπίσουν την αξία της συνύπαρξής τους. Ομως, δεν διδάσκουμε γλώσσα, δεν διδάσκουμε Ιστορία, δεν ξέρουμε να διδάξουμε Σοφοκλή ή Θουκυδίδη. Είμαστε άξιοι της τύχης μας; Αν το πιστέψουμε αυτό χαθήκαμε.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση