Επιστροφή σε ΠΑΙΔΕΙΑ

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΠΟΨΕΙΣ

Τι νομίζω ότι κατάλαβα μετά από 25 χρόνια στο πανεπιστήμιο

Πριν από λίγο καιρό έκλεισα 25 χρόνια στο ελληνικό πανεπιστήμιο, μια ολόκληρη ζωή, μπορείς να πεις. Σε αυτά τα χρόνια δίδαξα και συνεργάστηκα με καμιά δεκαριά πανεπιστημιακά τμήματα σε τρεις ηπείρους, γεγονός που μου επιτρέπει να νομίζω πως διαθέτω μια ικανοποιητική εικόνα της ανώτατης εκπαίδευσης.

Το πανεπιστήμιο στο οποίο ξεκίνησα την καριέρα μου απέχει αρκετά από το σημερινό. Τότε ήταν λιγότερο διεθνοποιημένο, περισσότερο εσωστρεφές και λιγότερο ανταγωνιστικό, ενώ οι υπηρεσίες που προσέφερε πιο περιορισμένες.

Σε αυτά τα χρόνια πολλά βελτιώθηκαν, ιδιαίτερα η έρευνα και οτιδήποτε γύρω από αυτήν (π.χ. βιβλιοθήκες). Ο αριθμός των δημοσιεύσεων ανά καθηγητή ανέβηκε σημαντικά. Είναι τέτοια η ποιότητα των νεοεισερχόμενων καθηγητών, που με τα τότε προσόντα μου τώρα δεν θα είχα καμιά πιθανότητα να διεκδικήσω θέση στο πανεπιστήμιο. Ισως πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται, αλλά το πανεπιστήμιο είναι ο πιο διεθνοποιημένος και ανταγωνιστικός θεσμός που διαθέτει το ελληνικό Δημόσιο.

Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις σε σχέση με την έρευνα και την ανώτατη εκπαίδευση και η διασύνδεση της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας με αυτές, η ενσωμάτωση των τεχνολογικών εξελίξεων στην έρευνα, στη διδασκαλία και στη διοίκηση, η ροή ευρωπαϊκών πόρων μέσω ερευνητικών προγραμμάτων αποτελούν μερικούς από τους παράγοντες που συνέβαλαν στις αλλαγές.

Σε σημαντικό βαθμό άλλαξε και η φυσιογνωμία των διοικητικών δομών. Τρεις-τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, οι διοικητικές πανεπιστημιακές υπηρεσίες θύμιζαν περισσότερο τη διοίκηση σχολικής μονάδας. Ιδιαίτερα οι γραμματείες αφιέρωναν ενέργεια και χρόνο σε γραφειοκρατικά ζητήματα που σήμερα λύνονται γρήγορα (για παράδειγμα, η διαδικασία εγγραφής των πρωτοετών συνιστούσε παλιότερα μια κόλαση).

Αν στην έρευνα και στη διοίκηση τα πράγματα βελτιώθηκαν πολύ, στη διδασκαλία τα πράγματα δεν προχώρησαν τόσο. Παρατηρείται κατ’ αρχήν υπερβολικός αριθμός φοιτητών ανά αίθουσα στην αρχή αλλά, καθώς περνάει ο χρόνος, καταγράφεται μια «αραίωση», που όλοι έχουν συνηθίσει να θεωρούν φυσιολογική. Μοιάζει παράξενο, αλλά δεν είναι: έχουμε ταυτόχρονα πολλούς και λίγους φοιτητές.

Στην ουσία, απουσιάζει οποιοδήποτε κίνητρο (εκτός από την απειλή του παρουσιολογίου) για να μείνει ο φοιτητής στην αίθουσα μέχρι το τέλος του εξαμήνου. Οι Ελληνες φοιτητές περνούν υπερβολικό χρόνο στα αμφιθέατρα λόγω του μεγάλου αριθμού των μαθημάτων που υποχρεούνται να πάρουν. Επιπλέον, απουσιάζει ο θεσμός των «βοηθών διδασκαλίας», που θα αναβάθμιζε την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευση, ενώ παρατηρείται περιορισμένη διάθεση αξιοποίησης εναλλακτικών μεθόδων διδασκαλίας. Η εκπαίδευση ακόμη είναι συχνά εστιασμένη στη θεωρία, ενώ υπάρχει μια τάση υποβάθμισης των πρακτικών δεξιοτήτων.

Αντιθέτως, άλλαξε δραματικά ο χαρακτήρας της φοιτητικής συμμετοχής στη λειτουργία των ιδρυμάτων. Παλιότερα ο ρόλος των φοιτητικών παρατάξεων στη ζωή του πανεπιστημίου ήταν υπερμεγέθης. Οι φοιτητές είχαν μεν φωνή, αλλά οι συνδικαλιστές διέθεταν υπερβολική επιρροή στα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Σήμερα βέβαια πήγαμε στο άλλο άκρο: οι φοιτητές απουσιάζουν από τις συλλογικές διαδικασίες των ιδρυμάτων.

Συνολικά, η πολιτική στα ΑΕΙ έχει υποχωρήσει. Αντιθέτως, δεν έχει υποχωρήσει η πίστη των πολιτικών ηγεσιών πως προορισμός τους είναι να παρεμβαίνουν διαρκώς στις λειτουργίες της ανώτατης εκπαίδευσης ακόμη και για ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ο τρόπος εκλογής των αντιπροσώπων στις φοιτητικές εκλογές.

Το πανεπιστήμιο παντού στο κόσμο συνιστά ένα σύνολο από θεσμούς, κανόνες και πρακτικές. Οσο πιο σημαντικού κύρους είναι ένα πανεπιστήμιο, τόσο πιο βαθιά στον χρόνο παραπέμπουν αυτές οι πρακτικές και τόσο πιο προσεκτικές είναι οι κυβερνήσεις έναντι του πειρασμού να τις «πειράξουν».

Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Οι πολιτικές ηγεσίες, παρότι συχνά έχουν περιορισμένη γνώση και εμπειρία της λειτουργίας του ελληνικού πανεπιστημίου, θεωρούν αυτονόητη υποχρέωσή τους να επιχειρούν, συχνότερα από όσο αντέχει η κοινή λογική, αλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι συνεχείς αλλαγές στη διαδικασία της εκλογής των πρυτανικών αρχών.

Εχω χάσει πια τον λογαριασμό όλα αυτά τα χρόνια πόσες φορές και προς ποιες κατευθύνσεις άλλαξε η διαδικασία εκλογής του πρύτανη: ψήφος με κάλπη ή ηλεκτρονική, με ή χωρίς συμμετοχή των φοιτητών, με άμεση ή έμμεση συμμετοχή των φοιτητών, με ή χωρίς συμμετοχή των διοικητικών υπαλλήλων, με ενιαίο ή χωριστό ψηφοδέλτιο για τους αντιπρυτάνεις, με ή χωρίς συμβούλιο. Αστειότητες… Σχεδόν κάθε κυβέρνηση που περνάει από αυτήν την έρημη χώρα θεωρεί μεγάλη συμβολή την αλλαγή της διαδικασίας εκλογής των πρυτανικών αρχών, βαφτίζοντας κάθε φορά τις παρεμβάσεις της «τομή». Το ίδιο και τώρα. Θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν δυστυχώς για κλάματα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

 

Για ένα νέο Πανεπιστήμιο

09.12.2021, 05:55 ΤΟ ΒΗΜΑ

α) Για ποιο Πανεπιστήμιο μιλάμε;

Χρειαζόμαστε μεγάλες πανεπιστημιακές υποδομές, ικανές να στηρίξουν τον ανταγωνισμό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μας με τα αντίστοιχα του εξωτερικού. Η διεθνής παραδοχή είναι ένα ΑΕΙ ανά εκατομμύριο κατοίκων. Ανάγκη λοιπών συνένωσης των πολλών πανεπιστημίων μας, ορισμένα από τα οποία είναι υπερβολικά μικρά. Δεν χρειάζονται βίαιες κινήσεις. Να ακολουθήσουμε πρακτικές που πέτυχαν αλλού. Ας δημιουργήσουμε, κατά το γαλλικό πρότυπο, 10, το πολύ 12, πανεπιστημιακούς πυρήνες, σαν πανεπιστημιακές «ομπρέλες» που σταδιακά θα υποδεχθούν και θα στεγάσουν τα υπάρχοντα 27 ΑΕΙ, ακόμα περισσότερα αν συνυπολογίσουμε και τους πολλούς παρα-πανεπιστημιακούς οργανισμούς. Το κάθε ΑΕΙ θα κρατήσει τη μορφή του, αλλά με σταδιακή ενοποίηση στο πλαίσιο κάθε πυρήνα πρώτα των ερευνητικών προγραμμάτων και των προϋπολογισμών, μετά των διδακτικών δομών, όπως οι Σχολές, τα Τμήματα και τα Προγράμματα Σπουδών, ακολούθως της διδασκαλίας και του διδακτικού προσωπικού, τέλος της διοίκησης και των οργάνων της.

 

β) Ποια σχέση του Πανεπιστημίου με την Πολιτεία;

Πρώτον, αντί η Πολιτεία να αναμειγνύεται διαρκώς με τις λεπτομέρειες της οργάνωσης και διοίκησης των ΑΕΙ, να ενισχύσει την πραγματική αυτονομία τους, ιδίως την οικονομική, με καταβολή σταθερού ποσού ανά φοιτητή, π.χ. 500 ευρώ το εξάμηνο. Ετσι για παράδειγμα το ΕΚΠΑ θα λάμβανε περισσότερα από 120 εκατομύρια ευρώ, αντί των πενιχρών περίπου 10 σήμερα. Ελάχιστη ή και καμία θα ήταν η επιβάρυνση του προϋπολογισμού, γιατί τα ΑΕΙ θα ανελάμβαναν έτσι όλα τα έξοδά τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθών των εργαζομένων. Βεβαίως στην ευθύνη τους ανήκει η επαύξηση των εσόδων τους από την έρευνα, αλλά και από την εκμετάλλευση της συχνά σημαντικής περιουσίας τους.

Δεύτερον, να σταματήσουν οι προσπάθειες κομματικών επιρροών, αρχίζοντας από τη διάλυση των πανεπιστημιακών κομματικών οργανώσεων. Από το 1975 περιμένουμε να ενεργοποιηθεί η συνταγματική πρόβλεψη για την έκδοση νόμου για τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σε αυτούς (ά. 16§5 in fine). Η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση και γενικότερα στη ζωή του Πανεπιστημίου πρέπει να ενισχυθεί, μακριά όμως από κομματικές εξαρτήσεις. Να σταματήσει επιπλέον η τακτική περιοδική ψήφιση νόμων χαριστικών σε ορισμένες κατηγορίες πανεπιστημιακών.

γ) Ποια είσοδος στο Πανεπιστήμιο;

Τα μέχρι σήμερα εισαγωγικά συστήματα απέτυχαν παταγωδώς. Επιπλέον, επικρατεί ανεπίτρεπτη σύγχυση ανάμεσα στις καθαρά διαπιστωτικές των γνώσεων διαδικασίες (όπως οι εξετάσεις για το Απολυτηρίου Λυκείου) και στις διαγωνιστικές διαδικασίες (όπως οι Πανελλήνιες), με άτοπα αποτελέσματα, όπως η καθιέρωση βάσης στις Πανελλήνιες. Να θεσπιστεί Εθνικό Πανελλήνιο Απολυτήριο, που θα αποτελέσει, χωρίς άλλο, τίτλο πανεπιστημιακής εισόδου, ανάλογα και με τις επιπλέον προϋποθέσεις που θα μπορεί να θέσει και κάθε ΑΕΙ. Αυτό προϋποθέτει έγκαιρη στροφή των μαθητών σε τεχνική παιδεία, σε ποσοστό 50%. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί τμήμα του γενικότερου κορμού της παιδείας, δεν αντιμετωπίζεται μεμονωμένα.

 

δ) Πόσος χρόνος για τις σπουδές;

Πολύ μελάνι χύθηκε για τους αιώνιους φοιτητές και δικαίως, γιατί ο αριθμός τους είναι υπερβολικός. Το φαινόμενο συνιστά ελληνική στρέβλωση. Οι σπουδές πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό πλαίσιο ώστε να είναι συνεκτικές και επίκαιρες. Η πρόβλεψη όμως απλώς ενός ανωτάτου ορίου ετών σπουδών απέτυχε ήδη δύο φορές και θα αποτύχει ξανά γιατί είναι ανεφάρμοστη. Πρέπει το «φρένο» να έρχεται όχι στο τέλος μιας μακράς διαδρομής, όπως με το ν+2, αλλά κάθε χρόνο, με την αυστηρή επαναφορά του «πανεπιστημιακού έτους», όπως σε όλα τα ΑΕΙ του εξωτερικού. Μόνον η επιτυχία στις εξετάσεις κάθε έτους πρέπει να επιτρέπει την προαγωγή στο επόμενο. Ας επιτρέπεται και η επανάληψη κάθε έτους μία φορά. Ετσι και ο φοιτητής που δεν μπορεί να προχωρήσει θα σταματά πάντως νωρίς και δεν χάνει τον χρόνο του.

 

ε) Και μετά το Πανεπιστήμιο;

Το Πανεπιστήμιο αποσκοπεί πρωτίστως στη μετάδοση γνώσεων και μεθόδου, αλλά, πέρα από την πνευματική αποστολή του, και στη διαμόρφωση νέων επιστημόνων-πολιτών με ήθος και κοινωνική χρησιμότητα. Αλλ’ όμως οφείλει να παρέχει και επαγγελματική παιδεία, σήμερα πολύ υποτιμημένη. Χρειάζεται να δημιουργηθεί σε κάθε ΑΕΙ μεγάλο κέντρο ενίσχυσης της διασύνδεσης με την αγορά.

Αντί να αναπαυόμαστε σε γεύσεις από περσινά ξινά σταφύλια, να απολαύσουμε τη σύλληψη οράματος για τα πανεπιστήμιά μας, χωρίς φόβο για τις αναγκαίες μεγάλες τομές.

Ο κ. Θεόδωρος Φορτσάκης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, πρώην πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Προαγωγής Ανθρωπιστικής Παιδείας.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι σύγχρονες προκλήσεις της ανώτατης εκπαίδευσης

Αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων της ανώτατης εκπαίδευσης

Στα 25 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας λειτουργούν 430 Τμήματα. Από αυτά τα 275 έχουν μια πολυετή λειτουργία ενώ τα 155 λειτούργησαν την τελευταία τριετία εκ των οποίων αρκετά ως αποτέλεσμα της ‘ανωτατικοποίησης’ των ΤΕΙ. Δηλαδή είχαμε μια διεθνή πρωτοτυπία όπου με συνοπτικές διαδικασίες αυξήθηκαν τα ανώτατα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας κατά τουλάχιστον 50%. Αυτή η μεγάλη αναδιοργάνωση που σε οποιαδήποτε αναπτυγμένη χώρα η υλοποίηση της θα έπαιρνε αρκετά χρόνια με πολύ λεπτομερές πλάνο και διεθνείς επιστημονικές προδιαγραφές, στην δική μας επιβλήθηκε να υλοποιηθεί σε λίγους μήνες. Τα σοβαρότερα προβλήματα  που αντιμετωπίζουν αρκετά από αυτά τα νέα τμήματα είναι το πολύ εξειδικευμένο περιεχόμενο σπουδών τους, η έλλειψη ποιοτικού ακαδημαϊκού προσωπικού, ο κορεσμός του επιστημονικού αντικειμένου, οι αναγκαίες σύγχρονες υποδομές, οι φοιτητές με τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα και η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων. Άρα θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην αξιολόγηση των πολλών δεκάδων αυτών τμημάτων που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια με αμφίβολες επιστημονικές τεκμηριώσεις. Αν χρειαστεί θα πρέπει να παρθούν γενναίες αποφάσεις γιατί η επιστήμη και εκπαίδευση είναι η βάση για την ανάπτυξη της κοινωνίας και οικονομίας, ενώ εμπεριέχουν βασικές αρχές της έννοιας της αριστείας. Ως επόμενο βήμα για τα τμήματα που θα αξιολογηθούν θετικά θα πρέπει να είναι η προσέλκυση ικανού αριθμού νέων υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκών, που ευτυχώς υπάρχουν είτε εγκλωβισμένοι στην ελληνική πραγματικότητα ή από τις χιλιάδες Ελλήνων καθηγητών που διαπρέπουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Πέρα όμως των προβλημάτων με τα νέα αυτά τμήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα χρονίζοντα προβλήματα στη τριτοβάθμια εκπαίδευση αξιοποιώντας βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό. Μεταξύ των θεμάτων για αντιμετώπιση είναι η μη σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με την αγορά εργασίας με το τεράστιο πρόβλημα ανεργίας που αυτό συνεπάγεται αφού το 40% των αποφοίτων ΑΕΙ δεν βρίσκουν εργασία, και η έλλειψη ικανών ακαδημαϊκών δασκάλων και ερευνητών με σοβαρό επιστημονικό έργο διεθνώς αναγνωρισμένο. Στο άρθρο αυτό παρατίθενται κάποιες προτάσεις για την όσο το δυνατόν άμεση αντιμετώπιση των περισσότερων προκλήσεων.

Αποδέσμευση της αμφιμονοσήμαντης σχέσης του ενός τμήματος με το ένα πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών. Στην Ελλάδα έχουμε μια διεθνή πρωτοτυπία όπου ένα πανεπιστημιακό τμήμα μπορεί να προσφέρει μόνο ένα πρόγραμμα σπουδών. Η πρόταση είναι το πανεπιστημιακό τμήμα να έχει την δυνατότητα να προσφέρει πάνω από ένα ΠΠΣ (μόνο του ή σε συνεργασία με άλλο τμήμα), όπως συμβαίνει στα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα του εξωτερικού. Αυτό μπορεί να αποτρέψει την τάση για δημιουργία νέων τμημάτων στο μέλλον αφού οι αναγκαίοι πόροι (χρόνος, χρήμα, άνθρωποι) δημιουργίας νέου τμήματος είναι πολλαπλάσιοι από την δημιουργία νέου προγράμματος σπουδών. Επίσης δίνει την δυνατότητα στα ακαδημαϊκά τμήματα να είναι πιο ευέλικτα και να ανταποκρίνονται άμεσα στις προκλήσεις ανάδειξης νέων επιστημονικών/επαγγελματικών ειδικεύσεων.

Εθνικό πρόγραμμα κινητικότητας φοιτητών. Χιλιάδες Έλληνες φοιτητές κάθε χρόνο συμμετέχουν στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus που τους επιτρέπει να φοιτήσουν για ένα εξάμηνο σε ένα Ευρωπαϊκό ΑΕΙ, ενώ αντίστοιχος αριθμός ευρωπαίων φοιτητών φοιτά σε ελληνικά ΑΕΙ. Δυστυχώς αυτή η κινητικότητα δεν επιτρέπεται μεταξύ Ελληνικών ΑΕΙ. Η πρόταση είναι να δοθεί η δυνατότητα οι φοιτητές/τριες να κάνουν ένα εξάμηνο σε ένα άλλο τμήμα ΑΕΙ, για παράδειγμα μια φοιτήτρια γεωπονικής σχολής να φοιτήσει σε σχολή διοίκησης και ένας φοιτητής φυσικομαθηματικής σχολής να φοιτήσει σε σχολή πληροφορικής. Αυτό θα ενισχύσει την αναγκαία πια διεπιστημονικότητα των σπουδών, θα δώσει την δυνατότητα σε χιλιάδες Έλληνες φοιτητές να συμπληρώσουν/αναβαθμίσουν τις δεξιότητες τους, αλλά και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας που είναι τόσο έντονο στους πτυχιούχους πανεπιστημιακών σχολών.

Ο θεσμός των Joint Chairs για διακεκριμένους Έλληνες καθηγητές του εξωτερικού.  Σε αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το ποιοτικό ακαδημαϊκό προσωπικό λόγω της μικρής κινητικότητας, έλλειψης πόρων για νέες θέσεις, γραφειοκρατίας και προβληματικών διαδικασιών εκλογής. Η πρόταση είναι με ευέλικτο τρόπο να δίνεται η δυνατότητα στους πολλούς χιλιάδες Έλληνες καθηγητές πανεπιστημίων του εξωτερικού να έχουν μια θέση επισκέπτη καθηγητή σε ελληνικό ΑΕΙ για 1-3 μήνες τον χρόνο με φυσική παρουσία, που θα υποστηρίζει την έρευνα/επίβλεψη διδακτορικών, την εξειδικευμένη εκπαίδευση και γενικά την ποιοτική αναβάθμιση και συνεργασίες του τμήματος. Η χρονική διάρκεια της θέσης να είναι κατ’ ελάχιστον 3-5 έτη και ο καθηγητής θα έχει στον επιστημονικό του τίτλο και την ελληνική ακαδημαϊκή ιδιότητα (affiliation). Ο θεσμός αυτός θα αναβαθμίσει επίσης τα ελληνικά πανεπιστήμια στις διεθνείς αξιολογήσεις και άρα την δυνατότητα τους να συμμετέχουν ενεργά στα διεθνή οικοσυστήματα εκπαίδευσης, έρευνας και καινοτομίας.

Σταδιακή υποχρεωτικότητα της πρακτικής άσκησης. Ο θεσμός της πρακτικής άσκησης είναι ο κύριος σύνδεσμος της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα αναβαθμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αποκτηθείσες δεξιότητες των φοιτητών. Σε λίγα τμήματα που είναι υποχρεωτική, τουλάχιστον 1 στους 3 φοιτητές βρίσκει δουλειά πριν ακόμα πάρει το πτυχίο, ενώ στην ουσία οι απόφοιτοι έχουν μηδενική ανεργία. Η αντίστοιχη μάλιστα ζήτηση από τις εταιρίες για πρακτική άσκηση είναι τεράστια. Δυστυχώς όμως μόνο 2 στους 10 αποφοίτους ΑΕΙ κάνει πρακτική άσκηση ως μέρος της απόκτησης του πτυχίου τους. Πέρα της σταδιακής υποχρεωτικότητας στην πλειοψηφία των ακαδημαϊκών τμημάτων, θα πρέπει να αναβαθμιστεί το ελλιπές υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που δυστυχώς δεν καλύπτει πλήρως μετά από τόσα χρόνια μια τόσος σημαντικής δράσης/πρωτοβουλίας για τους νέους.

Αναβάθμιση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Στις αναπτυγμένες χώρες η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν πραγματοποιείται μόνο στην αρχή της επαγγελματικής καριέρας σε προπτυχιακό επίπεδο αλλά τουλάχιστον ακόμη μια φορά, σε μεταπτυχιακό επίπεδο λόγω των σημαντικών γνωσιακών εξελίξεων σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους αλλά και γιατί προσφέρουν την αναγκαία εξειδίκευση σε προπτυχιακές σπουδές γενικού περιεχομένου, πιθανόν μια δεύτερη ευκαιρία για σωστή επιλογή επιστημονικού κλάδου και την βάση για σοβαρές διδακτορικές σπουδές. Για αυτό τον λόγο σε αυτές τις χώρες υπάρχει πρόνοια ότι κατ ελάχιστον τα μεταπτυχιακά προγράμματα να προσφέρουν τουλάχιστον τις θέσεις, σε αριθμό, αυτών που αποφοιτούν από τα προπτυχιακά. Δυστυχώς στην Ελλάδα, πάρα τα σημαντικά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια και την λειτουργία πάνω από 1000 μεταπτυχιακών προγραμμάτων, είμαστε πολύ μακριά από αυτό τον στόχο αφού τα προγράμματα αυτά προσφέρουν ετησίως το ένα τρίτο των θέσεων που προσφέρονται για προπτυχιακές σπουδές. Άρα είναι αναγκαίο η ολοκληρωμένη αξιολόγηση των υπαρχόντων μεταπτυχιακών προγραμμάτων, η διεθνοποίηση τους μέσω κοινών προγραμμάτων, η λειτουργία νέων προγραμμάτων σε τομείς σημαντικούς σε επιστημονικό και αναπτυξιακό επίπεδο (π.χ. ψηφιακές τεχνολογίες) και τέλος ένα στρατηγικό πλάνο δεκαετίας για σταδιακή αύξηση και παροχή θέσεων φοίτησης σε αριθμό τουλάχιστον αυτού των αποφοίτων από τα προπτυχιακά προγράμματα.

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Χότζας και η ελληνική εκπαίδευση

Σύμφωνα µε ένα γνωστό ανέκδοτο, ο Χότζας, για να κάνει οικονομία, έδινε όλο και λιγότερο φαγητό στον γάιδαρό του. Οταν ένα πρωί μπήκε στον στάβλο και τον βρήκε νεκρό, αναφώνησε: «Κοίτα ατυχία! Τώρα που έμαθε να ζει με λίγα, μου ψόφησε». Αυτό το ανέκδοτο μου φέρνει στον νου η κατάσταση στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση. Επί δεκαετίες τα ΑΕΙ έμαθαν σιγά σιγά να ζουν με λιγότερα: λιγότερα κονδύλια για βιβλία και υποδομές, λιγότερο προσωπικό, τη χειρότερη αναλογία μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων στην Ε.Ε., μικρότερες προσδοκίες να βρουν απασχόληση οι πτυχιούχοι, χαμηλότατες απαιτήσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Ηταν επομένως φυσικό να σοκάρουν την ελληνική κοινωνία οι επιπτώσεις της ελάχιστης βάσης εισαγωγής που ίσχυσε φέτος: πάνω από 14.000 κενές θέσεις, 40.000 αποτυχόντες.

Για τον Τύπο οι εισαγωγικές εξετάσεις είναι εποχικό προϊόν. Παράγουν εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα στις αρχές του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου, για να ξεχαστούν στη συνέχεια. Τώρα που χάθηκαν τα δραματικά πρωτοσέλιδα, ας δούμε τα πράγματα με νηφαλιότητα. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι μερίδας του Τύπου προδίδουν μια επιφανειακή αντιμετώπιση: «Χιλιάδες μαθητές εκτός πανεπιστημίων με το έτσι θέλω», «Οι νέοι δεν ξεχνούν τους γδάρτες των ονείρων τους», «Σφαγή υποψηφίων». Το πρόβλημα δεν είναι όμως η ελάχιστη βάση εισαγωγής, αλλά το ότι η μέση εκπαίδευση δεν καλύπτει επαρκώς τη διδακτέα ύλη, παραμελεί τα μαθήματα κορμού και παράγει αποφοίτους που δεν καταφέρνουν να πιάσουν τις γενικά πολύ χαμηλές βάσεις. Τίτλοι όπως «Εκτοξεύθηκαν οι βάσεις εισαγωγής» δίνουν μια στρεβλή εικόνα. Το ότι για να μπει κανείς στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών χρειαζόταν 6.250 μόρια το 2020 και σχεδόν διπλάσια το 2021 (11.406) είναι μεν αριθμητικά μια θεαματική αύξηση, αλλά ουσιαστικά αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από το απαράδεκτο στο ανεκτό.

Τίτλοι όπως «Πανεπιστήμια χωρίς φοιτητές» αγνοούν την ουσία των προβλημάτων των περιφερειακών ΑΕΙ. Αναρωτήθηκαν οι επικριτές της ελάχιστης βάσης εισαγωγής αν οι εισαγόμενοι πληρούν τις προϋποθέσεις για να σπουδάσουν; Το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου δέχθηκε 35 αντί 170 φοιτητές με βάση εισαγωγής μόλις το 10. Στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στη Θεσσαλονίκη έμειναν 73 από τις 94 θέσεις κενές, επειδή οι υποψήφιοι δεν έπιασαν στο ειδικό μάθημα τη βάση του 11, δηλαδή επειδή δεν ξέρουν ιταλικά. Στο Τμήμα Μηχανικών Αρχιτεκτόνων της Ξάνθης ούτε ένας υποψήφιος δεν πήρε 15 στο ειδικό μάθημα. Αναρωτήθηκαν όσοι χύνουν δάκρυα για την εισαγωγή λίγων φοιτητών σε κάποια τμήματα αν διαθέτουν το απαραίτητο μόνιμο διδακτικό προσωπικό για τα προγράμματα σπουδών, ποιος είναι ο ρυθμός αποφοίτησης, πόσο μεγάλη είναι η φοιτητική διαρροή και πόσοι πτυχιούχοι βρίσκουν επαγγελματική αποκατάσταση στο αντικείμενο των σπουδών τους; Μόνο 70% των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών βρίσκουν απασχόληση – είναι το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Σε 160 από τα 270 τμήματα των ΑΕΙ ο δείκτης διαρροής φοιτητών είναι πάνω από 30%· είναι φοιτητές εγγεγραμμένοι σε προγράμματα σπουδών που δεν τους ενδιαφέρουν.

Η χώρα χρειάζεται καλά στελεχωμένα τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών με προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση.

Είναι όντως «ισχυρό πλήγμα στην ελληνική περιφέρεια» το ότι κάποιες περιφερειακές πόλεις θα μείνουν χωρίς φοιτητές; Επί δεκαετίες η ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων θεωρήθηκε παράγοντας ανάπτυξης της περιφέρειας. Είναι μια ανάπτυξη πλασματική που στηρίζεται στην παροχή υπηρεσιών και όχι στην παραγωγή. Δεν είναι ανάπτυξη το να γίνεται το υστέρημα του μικρού νοικοκυριού είσπραξη της γκαρσονιέρας, του φαστφουντάδικου, της καφετέριας και του γυμναστηρίου. Στόχοι της ανώτατης εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι το χρόνιο παρκάρισμα των νέων σε κάποια σχολή, ώστε οι στατιστικές ανεργίας των νέων να είναι κάπως ανεκτές, το να καμαρώνουν οι βουλευτές επειδή οι πόλεις της εκλογικής τους περιφέρειας στεγάζουν τμήματα ΑΕΙ και να χαίρονται οι γονείς επειδή το βλαστάρι τους είναι γραμμένο σε κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα – άσχετα αν σπουδάζει, δίνει εξετάσεις και παίρνει πτυχίο.

Το τι πρέπει να γίνει το ξέρουμε. Η χώρα χρειάζεται καλά στελεχωμένα τμήματα Εφαρμοσμένων Επιστημών με προγράμματα σπουδών που οδηγούν σε επαγγελματική αποκατάσταση. Με αυστηρά κριτήρια θα πρέπει να προσδιοριστεί ποια τμήματα ΑΕΙ είναι βιώσιμα και ποια προγράμματα σπουδών ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Κονδύλια που μπορούν να εξοικονομηθούν από το κλείσιμο μη βιώσιμων τμημάτων θα πρέπει να επενδυθούν στη μέση εκπαίδευση και σε τμήματα εφαρμοσμένων επιστημών. Η μέση εκπαίδευση χρειάζεται ενίσχυση σε διδακτικό προσωπικό, οργάνωση της διδασκαλίας ώστε να καλύπτεται η ύλη και σοβαρό επαγγελματικό προσανατολισμό. Αραγε όσοι θρήνησαν το κλείσιμο του Τμήματος Μουσειολογίας στον Πύργο με τους δύο διδάσκοντες και τους 190 εισακτέους γνωρίζουν τις ανάγκες των μαθητών των λυκείων στην ίδια πόλη; Αντέχει η χώρα επτά Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, όταν δεν υπάρχει η ειδικότητα του καθηγητή Ιστορίας στη μέση εκπαίδευση και την τελευταία 20ετία έχει γίνει ένας μόνο διαγωνισμός για τη στελέχωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Και ας υιοθετήσουμε επιτέλους ένα σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ αντίστοιχο με αυτό που ισχύει στις ανεπτυγμένες χώρες. Για αυτά χρειάζεται σοβαρότητα και ευρεία πολιτική συναίνεση. Η παιδεία απαιτεί πολιτικές όχι με ματιά στις επόμενες κάλπες, αλλά στις επόμενες δεκαετίες.

* Ο κ. Αγγελος Χανιώτης είναι καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πρίνστον και μέλος της Εθνικής Αρχής για την Ανώτατη Εκπαίδευση.

 

 

 

Ας πούμε μερικές αλήθειες για τα ελληνικά ΑΕΙ

Οι άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν γίνεται να συντηρούνται θνησιγενή Πανεπιστημιακά Τμήματα σε κάθε πόλη και χωριό, μόνο και μόνο για να ενισχύεται το καταναλωτικό κοινό και το εισόδημα των κατοίκων.

Οταν το κοινωνικό περιβάλλον είναι απαλλαγμένο από ιδιόρρυθμες ιδεοληψίες και πρακτικές, οι επιδόσεις των Ελλήνων/ίδων σε όλους τους τομείς είναι αξιοθαύμαστες. Οπως είχε αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο μου (Το Βήμα της Κυριακής, 7/2/21), η ποιότητα των περισσοτέρων ελληνικών ΑΕΙ ή μεμονωμένων Τμημάτων συναγωνίζεται αυτής κορυφαίων διεθνών ομολόγων τους, όπως φαίνεται στις διεθνείς λίστες αξιολογήσεων. Ομως, όλα θα μπορούσαν να είναι στην κορυφή του διεθνούς ακαδημαϊκού γίγνεσθαι αν δεν εθελοτυφλούσαμε.

Κάθε ειλικρινής προσπάθεια βελτίωσης προϋποθέτει να λέγονται αλήθειες. Οι άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν γίνεται να συντηρούνται θνησιγενή Πανεπιστημιακά Τμήματα σε κάθε πόλη και χωριό, μόνο και μόνο για να ενισχύεται το καταναλωτικό κοινό και το εισόδημα των κατοίκων. Δεν γίνεται οι φοιτητές να στερούνται της άκρως σημαντικής διεπιστημονικής αλληλεπίδρασης μιας οργανωμένης Πανεπιστημιούπολης. Το ακαδημαϊκό προσωπικό πρέπει να αποφασίσει ότι δεν γίνεται να υποκύπτει σε πιέσεις για ίδρυση θνησιγενών και διάσπαρτων Τμημάτων για να ικανοποιηθούν αξιώσεις τοπικών και άλλων παραγόντων ή για ίδρυση άνευ περιεχομένου Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών για αύξηση επιχορηγήσεων. Δεν γίνεται να προκηρύσσονται φωτογραφικές θέσεις μόνο και μόνο για να τακτοποιούνται φίλοι και γνωστοί. Δεν γίνεται να διαιωνίζονται η οικογενειοκρατία και η αναξιοκρατία. Το πολιτικό προσωπικό πρέπει να κατανοήσει ότι δεν γίνεται να συνεχιστεί η αλλοπρόσαλλη πολιτική, όπου κάθε υπουργός ακυρώνει ό,τι είχε κάνει ο προηγούμενος. Δεν γίνεται να πανεπιστημιοποιούνται αμφίβολης ποιότητας Τμήματα ανά την επικράτεια, χωρίς στοιχειώδη αξιολόγηση. Δεν γίνεται να εισάγονται στα ΑΕΙ υποψήφιοι με ανύπαρκτες βαθμολογικές επιδόσεις. Δεν γίνεται να μην αξιολογείται το ακαδημαϊκό προσωπικό των ΑΕΙ και των υπολοίπων βαθμίδων εκπαίδευσης. Δεν γίνεται, δεν γίνεται…!!! Ολα αυτά δεν συνάδουν με τα υγιή, επιτυχή διεθνή ακαδημαϊκά δρώμενα ούτε με ειλικρινή διάθεση ποιοτικής αναβάθμισης, εξορθολογισμού και επικαιροποίησης του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Η κοινωνία αρχίζει να ωριμάζει και να αντιλαμβάνεται ποιος πράγματι έχει ειλικρινή πρόθεση και υγιείς στόχους, ποιος δημιουργεί θεσμούς με ποιοτικά και αξιοκρατικά χαρακτηριστικά και ποιος προσπαθεί να αποκομίσει εφήμερα μικροπροσωπικά οφέλη με άκαιρες και άστοχες επιλογές. Επομένως, κάθε πολιτικό κόστος πρέπει να βαρύνει όποιον σκόπιμα εθελοτυφλεί στα χρονίζοντα προβλήματα του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όποιον δεν κατανοεί ή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μέλλοντος. Πολιτικό κόστος πρέπει να έχει όποιος εξαπατά τους νέους υποσχόμενος την εισαγωγή τους με σχεδόν μηδενικές βαθμολογίες και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Οποιος εξαπατά τους νέους επιτρέποντας την εισαγωγή και την απόκτηση της ιδιότητας του αιώνιου φοιτητή, ικανοποιώντας δήθεν την αγωνία των νέων και των οικογενειών τους για το μέλλον τους. Οποιος προσπαθεί να εξισώσει την ποιοτική οροφή του εκπαιδευτικού συστήματος με το κατώφλι της δικής του επιστημονικής ασημαντότητας.

Είναι απορίας άξιον πώς είναι δυνατόν πολιτικοί, που με τις αποφάσεις τους καθορίζουν την ποιότητα εκπαίδευσης των νέων γενεών και εν τέλει την τύχη και την πορεία της χώρας, να έχουν ως γνώμονα τα προσωπικά τους απωθημένα, τα ελλείμματα της προσωπικότητάς τους ή τα πρόσκαιρα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Να αγνοούν ότι η προσωρινότητα της ύπαρξής μας όφειλε να αυξάνει την ευθύνη τους ώστε, σε θέματα ύψιστης σημασίας, να ομονοούν για τη χάραξη μακροχρόνιας στρατηγικής, που θα επηρεάσει την τύχη της χώρας πέραν της δικής τους βιολογικής παρουσίας.

Παρά το ότι τις τελευταίες δεκαετίες το εκπαιδευτικό σύστημα σχεδόν όλων των βαθμίδων είναι ένα από τα θέματα αιχμής, που όλοι δήθεν προσπαθούν να βελτιώσουν, τα προβλήματα όχι μόνο παραμένουν αλλά διογκώνονται και οξύνονται. Τα κόμματα οφείλουν να αποφασίσουν ότι η παιδεία πρέπει να εξαιρεθεί από την άγονη, μικρόψυχη, ρηχή και ατελέσφορη αντιπαράθεσή τους προκειμένου να αποτελέσει τον πυλώνα της διαχρονικής ανάπτυξης και ευημερίας της χώρας. Να συνειδητοποιήσουν ότι οφείλουν να εργαστούν για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος με νόμους που θα εφαρμόζονται και θα έχουν ισχύ πέρα από αυτούς. Η προσπάθεια, που γίνεται, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και είναι κρίμα να χαθεί άλλη μια ευκαιρία. Ισως η λύση να βρίσκεται στην τοποθέτηση, μετά από προκήρυξη και εκλογή, διακομματικού υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.

*Η κυρία Καλλιόπη Α. Ρουμπελάκη-Αγγελάκη είναι ομότιμη καθηγήτρια Βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ανώτατη εκπαίδευση χωρίς γλωσσική επάρκεια

Δεν θέλω να ακούγομαι σαν ξεμωραμένος γερογκρινιάρης, αλλά ίσως δεν τα καταφέρω. Η συζήτηση για την κλιμακούμενη γλωσσική ανεπάρκεια ή, καλύτερα, για τον γραμματικό αναλφαβητισμό δεν είναι μόνον ελληνική. Στην εποχή της εικόνας το διάβασμα έχει προσλάβει τη μορφή μιας μεθόδου επίπονης, η οποία δεν καταλήγει αυτονόητα ούτε στην κατανόηση ούτε στην απόλαυση του κειμένου. Η μείωση του διαβάσματος αναπόφευκτα υπονόμευσε και την εκφραστική ικανότητα. Ολα αυτά δεν είναι μόνον ελληνικά προβλήματα.

Δικό μας πρόβλημα είναι ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την εξέλιξη αυτή, με δεδομένη την ιδιαίτερα σύνθετη σε πτώσεις, κλίσεις και εγκλίσεις γλώσσα μας. Από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, θα έλεγε κανείς (καθ’ υπερβολήν), όλες οι αποφάσεις για την εκπαίδευση ήταν στοχευμένες ώστε να επιταχύνουν τη γλωσσική έκπτωση. Μπορώ να κάνω μια εκτενή ανάλυση, ξεκινώντας από την αναποτελεσματική διδασκαλία της δημοτικής για να καταλήξω στις εκπαιδευτικές θεωρίες που μείωσαν σταδιακά την άσκηση στην έκθεση ιδεών, και την πολιτική ορθότητα, που πολεμά π.χ. τα διγενή επίθετα (ο/η διεθνής, το διεθνές). Αλλά θα το πω πιο απλά: Οτιδήποτε είναι δύσκολο αναφορικά με τη γλωσσική εκπαίδευση καταργείται, υποβαθμίζεται, υποβαθμολογείται, ώστε η αξιολόγηση να είναι ευνοϊκότερη για τους αδυνάτους και, κυρίως, να μην ανακόπτεται η πορεία τους προς τα ΑΕΙ. Διότι, ως γνωστόν, η εισαγωγή όλων στα ΑΕΙ είναι το τελικό κριτήριο επιτυχίας κάθε εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Η «λογική» αυτή, έπειτα από 50 χρόνια, έχει καταστήσει και τα ΑΕΙ μέρος του προβλήματος. Αφενός δεν μπορούν να θεραπεύσουν τη γλωσσική πενία, αφετέρου πρέπει να αποδεχθούν ότι ο φοιτητικός πληθυσμός μπορεί μεν να αποστηθίζει, αλλά όχι να κατανοεί. Η κατανόηση και η κριτική είναι απαιτήσεις τόσο υπερβολικές, ώστε δεν μπορούν πλέον να γίνουν απαιτητές, τουλάχιστον όχι για την επιτυχία στις εξετάσεις. Πρέπει να αρκεστούμε στην αναπαραγωγή, cut & paste. Η συγκροτημένη και ορθογραφημένη έκφραση είναι σπάνιο εύρημα ακόμη και στη Φιλοσοφική Σχολή. Τα βιβλία απωθούν τους φοιτητές. Αναζητούν οποιαδήποτε άλλη μορφή μπορούν να αφομοιώσουν ως εικόνα, παρουσιάσεις με power point ή video. Ο λόγος μας –ο λόγος των καθηγητών– δεν γίνεται πλήρως κατανοητός. Πολλές λέξεις που χρησιμοποιούμε είναι άγνωστες, όχι μόνον οι όροι, αλλά και πολλές απλές λέξεις. Ακόμη και οι ανακοινώσεις που εκδίδουν οι γραμματείες δεν γίνονται κατανοητές. Θυμούμαι τα ερωτήματα των φοιτητών σχετικά με την «ακατανόητη» ανακοίνωση: «Καλούνται οι φοιτητές/τριες να δηλώσουν κατά προτεραιότητα όσα μαθήματα κ.λπ.». «Δηλαδή πόσα; Ολα; Ποια;».
Το πρόβλημα, σας διαβεβαιώνω, έχει ξεπεράσει τον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα. Δεν έχω να προσφέρω λύσεις. Δεν είμαι βέβαιος ούτε ότι υπάρχουν λύσεις ούτε ότι είναι εφικτές. Το μόνο βέβαιο είναι πως θα εξαλειφθεί, μόλις αποχωρήσει και η τελευταία γενιά που αντιλαμβάνεται τον γλωσσικό αναλφαβητισμό ως μειονέκτημα. Οι επόμενες θα θρηνήσουν με emoticons.

* Ο κ. Βασίλης Κ. Γούναρης είναι καθηγητής της Ιστορίας Νεωτέρων Χρόνων, πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και μέλος της ΜΟΔΙΠ του ΑΠΘ.

 

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:Εκπαίδευση

Με σημαντικές μαθησιακές ελλείψεις φεύγουν από το σχολείο οι Ελληνες 18χρονοι, οι οποίοι ωστόσο εισάγονται σε μεγάλο ποσοστό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δυστυχώς, όμως, στην εκπαιδευτική τους διαδρομή –σε θρανία ή έδρανα– δεν αποκτούν τις απαραίτητες δεξιότητες, με αποτέλεσμα, όταν εξέλθουν στην αγορά εργασίας, να καταγράφεται ετεροαπασχόληση. Σχεδόν ο ένας στους δύο Ελληνες πτυχιούχους ΑΕΙ –43,3% το ακριβές ποσοστό– κάνει μία δουλειά κατώτερη των ακαδημαϊκών του προσόντων. Το ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα βαδίζει χωρίς στρατηγική και αξιολόγηση.

Ειδικότερα, η τελευταία έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Education and Training 2018» καταδεικνύει με ενάργεια τις στρεβλώσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, σε μία περίοδο που η Παιδεία είναι το βασικό θεμέλιο για την «επανεκκίνηση» της χώρας. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα το ποσοστό των κονδυλίων επί του ΑΕΠ, που κατευθύνονται στην εκπαίδευση, ήταν 4,3% το 2017, παραμένοντας σταθερό από το 2014. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 4,7% (4,9% το 2014). Στη χώρα μας πλέον έχει περιοριστεί σημαντικά η μαθητική διαρροή από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Η μαθητική διαρροή στην Ελλάδα το 2017 ήταν μόνο 6%, και μάλιστα μειώθηκε από το 9% που ήταν το 2014. Ως προς το φύλο, περισσότερα αγόρια εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση σε σχέση με τα κορίτσια (7,1% έναντι 4,9% αντιστοίχως). Το ελληνικό 6% είναι μικρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος το 2017 διαμορφώθηκε στο 10,6%, μειωμένος από το 11,2% του 2014.

Η προσχολική αγωγή

Βεβαίως, απαιτείται να επεκταθεί ο χρόνος της προσχολικής αγωγής, κάτι που όπως έχουν δείξει έρευνες ενισχύει το γνωσιακό υπόβαθρο του παιδιού. Στην Ελλάδα, το 2017, το 79,8% των παιδιών πήγαινε σε δομή προσχολικής αγωγής από τα 4 του χρόνια, ενώ στην Ευρώπη ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι 95,3%. Από την άλλη, και παρά τη χαμηλή μαθητική διαρροή, οι γνώσεις και οι δεξιότητες που παίρνουν τα Ελληνόπουλα στο σχολείο είναι ελλειμματικές. Η έρευνα βασισμένη στα στοιχεία PISA του ΟΟΣΑ έδειξε ότι οι Ελληνες 15χρονοι δεν κατέχουν τις βασικές δεξιότητες που θα έπρεπε να έχουν στη συγκεκριμένη ηλικία στους καίριους τομείς της κατανόησης κειμένου, των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών.

Μάλιστα, το πρόβλημα οξύνθηκε αντί να περιοριστεί την τελευταία τριετία. Ενδεικτικά, στην κατανόηση κειμένου το ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση το 2017 ήταν 27,3% (από 22,6% το 2014), ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος του 2017 ήταν 19,7% (17,8% το 2014). Στα μαθηματικά το αντίστοιχο ελληνικό ποσοστό το 2017 ήταν 35,8% (35,7% το 2014) και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος 22,2% (22,1% το 2014). Χειρότερη όλων είναι η επίδοση στις φυσικές επιστήμες, όπου και παρατηρείται σημαντική επιδείνωση μέσα σε μία τριετία. Το 32,7% των 15χρονων στην Ελλάδα το 2017 είχε πολύ σοβαρές ελλείψεις, με το ποσοστό να αυξάνεται κατά επτά μονάδες από το 25,5% του 2014. Οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι ήταν 20,6% το 2017 και 16,6% το 2014. Το εντυπωσιακό είναι ότι στην Ελλάδα το 50% των 15χρονων δήλωσε ότι έχει αφιερώσει ελάχιστο ή καθόλου χρόνο για πειράματα στο εργαστήριο.

Παρά τις αδυναμίες τους, όλο και περισσότερα Ελληνόπουλα προχωρούν μετά το Λύκειο σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Γεγονός που αποδίδεται στη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην υποβάθμιση της επαγγελματικής.

Ο διαγωνισμός PISA εστιάζει στον βαθμό που οι μαθητές μπορούν να αξιοποιούν τις γνώσεις τους στις προκλήσεις της καθημερινής ζωής, ενώ ένας εξίσου βασικός στόχος του είναι η συσχέτιση των επιδόσεων των μαθητών στα τρία γνωστικά αντικείμενα με δημογραφικά, κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά των μαθητών και με τα χαρακτηριστικά και τις εκπαιδευτικές πρακτικές των σχολείων τους. «Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων του PISA για την Ελλάδα, που κάναμε πριν από λίγους μήνες, οι παράγοντες που φαίνεται, σύμφωνα με την ανάλυση, να σχετίζονται με τη χαμηλή επίδοση είναι το κοινωνικό – οικονομικό – πολιτισμικό επίπεδο της οικογένειας, η μη φοίτηση στην προσχολική εκπαίδευση καθώς και η αυτοπεποίθηση, τα κίνητρα και οι στάσεις των μαθητών. Το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται με την απλή δαπάνη περισσότερων χρημάτων για το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά απαιτείται η εις βάθος κατανόησή του. Χώρες όπως η Φινλανδία, οι οποίες έδωσαν μεγάλη έμφαση στις εκπαιδευτικές πολιτικές που στηρίζουν την ισότητα και αντιμετωπίζουν τις χαμηλές επιδόσεις, παρουσιάζουν πολύ μικρό σχετικό ποσοστό μαθητών» τονίζει, μιλώντας στην «Κ» για το θέμα, η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και εθνική διαχειρίστρια του PISA στην Ελλάδα. Για του λόγου το ασφαλές, όπως αναφέρεται στη μελέτη της Ε.Ε., σε έρευνα που έγινε σε 1.248 εκπαιδευτικούς και στελέχη της εκπαίδευσης, το 71% απάντησε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης είναι η απουσία στρατηγικής, το 66% η υποχρηματοδότηση και το 44% η έλλειψη αξιολόγησης.

Παρά τις αδυναμίες τους, όμως, όλο και περισσότερα Ελληνόπουλα προχωρούν μετά το Λύκειο σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Γεγονός που αποδίδεται στη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στην υποβάθμιση της επαγγελματικής. Αυτό έχει επιπτώσεις στο έργο των πανεπιστημίων και στην αγορά εργασίας. Ενδεικτικά, μέσα σε μία τριετία το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 30-34 ετών που έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 6,5 μονάδες, από το 37,2% το 2014 στο 43,7% το 2017 (το ποσοστό μεταξύ των ανδρών είναι 37% και των γυναικών 50,5%). Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αυξήθηκε κατά δύο μονάδες, από 37,9% το 2014 στο 39,9% το 2017.

Η αγορά εργασίας

Ομως, η έξοδος στην αγορά εργασίας είναι πολύ δύσκολη. Στην Ελλάδα το 2017 το 52% των ατόμων ηλικίας 20 με 34 είχε δουλειά, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 80,2%. Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ότι το 43,3% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζεται, κάνει μία δουλειά κατώτερη των τυπικών, ακαδημαϊκών του προσόντων όπως αυτά ορίζονται από το πτυχίο. Το ελληνικό ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 26%. Σύμφωνα με τη μελέτη, η διάσταση ανάμεσα στα προσόντα των πτυχιούχων και στη θέση εργασίας που καταλαμβάνουν οφείλεται, εκτός από την οικονομική κρίση, και στο χάσμα ανάμεσα τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και στην εκπαίδευση. Παράλληλα, επισημαίνει το χαμηλό ποσοστό (4,5%) των Ελλήνων 25 έως 64 ετών, που συμμετέχουν στη διά βίου εκπαίδευση – με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο στο 10,9%.

Οι φωνές ότι απαιτείται στρατηγική αναμόρφωση στην ελληνική εκπαίδευση είναι ηχηρές, αλλά τα κυβερνητικά αυτιά ερμητικά κλειστά

ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 06.08.2018

Αποψη: Τα επόμενα 100 έτη και η 4η βιομηχανική επανάσταση

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΠΟΥΝΙΔΗΣ*, ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ**, ΙΩΑΝΝΑ ΑΤΣΑΛΑΚΗ***

Ο​​πως και στις προηγούμενες επαναστάσεις που προηγήθηκαν, η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα παγκόσμια επίπεδα εισοδήματος και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής σε όλο τον κόσμο. Μέχρι σήμερα, οι καταναλωτές που έχουν αποκτήσει τα μέγιστα από το ψηφιακό κόσμο, είναι αυτοί που μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά και να έχουν πρόσβαση σε αυτόν. Η τεχνολογία έχει καταστήσει δυνατό τα νέα προϊόντα και υπηρεσίες να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα και τη χαρά της προσωπικής μας ζωής. Ηδη η εξέλιξη της τεχνολογίας και η διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου μεταξύ των ανοιχτών οικονομιών έχουν μειώσει το παγκόσμιο ποσοστό φτώχειας από 37%, που ήταν το 1990, σε 9% το 2015.

Η ανθρωπότητα έχει κατορθώσει σημαντικά επιτεύγματα τα τελευταία 100 χρόνια. Μία από τις δραστηριότητες της επιστήμης της πρόβλεψης είναι η διάγνωση των μελλοντικών ευκαιριών και των κινδύνων που θα εμφανιστούν. Τα πάντα γύρω μας αλλάζουν συνεχώς, κυρίως λόγω των νέων τεχνολογιών. Σήμερα βρισκόμαστε στην τέταρτη τεχνολογική επανάσταση, που θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο που ζούμε, εργαζόμαστε, επιχειρούμε και σχετιζόμαστε ο ένας με τον άλλον. Πρέπει να προετοιμαστούν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της παγκόσμιας κοινότητας, από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα έως την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους απλούς πολίτες.

• Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση χρησιμοποίησε τη δύναμη του νερού και του ατμού για τη μηχανοποίηση της παραγωγής (ξεκίνησε το 1784).

• Η δεύτερη προώθησε την ηλεκτρική ενέργεια για μαζική παραγωγή (ξεκίνησε το 1870).

• Η τρίτη ανέπτυξε την πληροφορική και τα ηλεκτρονικά προϊόντα για την αυτοματοποίηση της παραγωγής (ξεκίνησε το 1969).

• Τώρα, μια τέταρτη βιομηχανική επανάσταση εξελίσσεται, η οποία χαρακτηρίζεται από συνδυασμό και συγχώνευση τεχνολογιών με ασαφή όρια μεταξύ της φυσικής, ψηφιακής και βιολογικής σφαίρας (ξεκίνησε το 2010).

Τα κύρια χαρακτηριστικά της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης είναι:

• Η ταχύτητα.

• Η έκταση.

• Οι ριζικές επιπτώσεις στη λειτουργία όλων των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων.

Ριζικές-δραστικές (disruptiveness) αλλαγές προαναγγέλλουν την ολοκληρωτική μετατροπή των συστημάτων:

• Παραγωγής.

• Διαχείρισης.

• Διακυβέρνησης.

Οι δυνατότητες των δισεκατομμυρίων ανθρώπων που συνδέονται με κινητές συσκευές, με πρωτοφανή επεξεργαστική ισχύ, χωρητικότητα αποθήκευσης, καθώς και πρόσβαση στη γνώση, είναι απεριόριστες. Οι δυνατότητες αυτές θα πολλαπλασιαστούν με τις αναδυόμενες τεχνολογικές επαναστάσεις, σε τομείς όπως:

• Η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence).

• Η ρομποτική.

• Το «Ιντερνετ των πραγμάτων».

• Τα αυτόνομα οχήματα (drones).

• Η τρισδιάστατη εκτύπωση 3-D.

• Η νανοτεχνολογία.

• Η βιοτεχνολογία.

• Η επιστήμη των υλικών.

• Η αποθήκευση ενέργειας.

• Βig data.

• Οι κβαντικοί υπολογιστές.

Στο μέλλον, η τεχνολογική καινοτομία θα οδηγήσει επίσης σε μακροπρόθεσμα οφέλη:

• Στην αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα.

• Το κόστος μεταφορών και επικοινωνιών θα μειωθεί.

• Τα logistics και οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού θα γίνουν πιο αποτελεσματικά.

• Το κόστος των συναλλαγών θα μειωθεί, έτσι ώστε συνολικά θα ανοίξουν νέες αγορές που θα οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη.

Ταυτόχρονα, έχει επισημανθεί ότι η 4η βιομηχανική επανάσταση θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη ανισότητα, ιδιαίτερα στις χειρωνακτικές εργασίες. Καθώς ο αυτοματισμός αντικαθιστά τη χειρωνακτική εργασία σε ολόκληρη την οικονομία, η αντικατάσταση των εργαζομένων από μηχανές θα μπορούσε να επιδεινώσει το χάσμα μεταξύ των μισθών των εργαζομένων και των χρημάτων που εισέρχονται σαν αποπληρωμή μέρους της αρχικής επένδυσης. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανό ότι η αντικατάσταση των εργαζομένων από την τεχνολογία, συνολικά, να οδηγήσει σε αύξηση των ασφαλών και ικανοποιητικών θέσεων εργασίας.

Στο σημείο αυτό έχει μεγάλη σημασία οι κυβερνήσεις και η εκπαιδευτική κοινότητα να αντιληφθούν τις αλλαγές που έρχονται ώστε με κατάλληλες ενέργειες να εκπαιδεύσουν τις νέες γενιές στις νέες θέσεις εργασίας που η 4η βιομηχανική επανάσταση φέρνει. Μελέτες δείχνουν ότι το 60% των παιδιών που εισέρχονται τώρα στο δημοτικό σχολείο θα δουλέψουν σε ειδικότητες που ακόμα δεν έχουν δημιουργηθεί.

Η μη έγκαιρη προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων και των επιχειρήσεων στις αλλαγές που έρχονται θα δημιουργήσει αρνητική στάση της κοινωνίας στις αλλαγές, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει στην έλλειψη προσαρμογής της οικονομίας και της κοινωνίας και περαιτέρω μείωση του επιπέδου ευημερίας και αύξηση της φτώχειας.

Σε χώρες υψηλού εισοδήματος η ζήτηση για εργαζομένους υψηλής εξειδίκευσης έχει αυξηθεί, ενώ η ζήτηση για εργαζομένους με λιγότερη εκπαίδευση και λιγότερων δεξιοτήτων έχει μειωθεί. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά εργασίας με μια ισχυρή ζήτηση στα υψηλά και χαμηλά άκρα, αλλά με μια «κοιλιά» στη μέση.

Αυτό εξηγεί γιατί τόσο πολλοί εργαζόμενοι είναι απογοητευμένοι και φοβισμένοι ότι τα εισοδήματα αυτών και των παιδιών τους θα συνεχίσουν να λιμνάζουν. Επίσης, έτσι εξηγείται γιατί οι μεσαίες τάξεις σε όλο τον κόσμο όλο και περισσότερο βιώνουν μια διάχυτη αίσθηση δυσαρέσκειας και αδικίας.

Μια έρευνα του ΟΟΣΑ έδειξε ότι η ψηφιακή οικονομία μπορεί να φοβίζει κόσμο και επιχειρήσεις, αλλά δημιουργεί προσδοκίες για μια ανάπτυξη πολύ πιο μεγάλη για τις χώρες που τη χρησιμοποιούν. Η έρευνα έδειξε ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τις νέες Τεχνολογίες Πληροφόρησης και Επικοινωνίας (TIC – Technology of Information and Communication) είναι πιο παραγωγικές και περισσότερο αναπτυσσόμενες από τις άλλες επιχειρήσεις. Οι χώρες που παρήγαγαν και χρησιμοποίησαν τις TIC αύξησαν το ΑΕΠ τους κατά 1% σε σύγκριση με τις άλλες, που το αύξησαν μόνο 0,3%.

Η δυσαρέσκεια τροφοδοτείται, επίσης, από τη διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών και τη δυναμική της ανταλλαγής πληροφοριών που χαρακτηρίζει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Περισσότερο από το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού χρησιμοποιεί τώρα πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για να συνδεθεί, να μάθει και να μοιράζεται πληροφορίες. Σε έναν ιδανικό κόσμο, αυτές οι αλληλεπιδράσεις θα έδιναν την ευκαιρία για διαπολιτισμική κατανόηση και συνοχή. Ωστόσο, λαϊκιστές και δημαγωγοί πολιτικοί μπορούν να δημιουργήσουν και να διαδώσουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες ως προς το τι συνιστά επιτυχία για ένα άτομο ή μια ομάδα, καθώς δίνουν πάτημα να εξαπλωθούν ακραίες ιδέες και ιδεολογίες. Η υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών για τα πλεονεκτήματα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι πρωταρχικής σημασίας για να ωφεληθούν.

Η αλλαγή των συστημάτων εκπαίδευσης και η προσαρμογή τους στις αλλαγές που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση είναι πρωταρχικής σημασίας για να μειωθούν τωρινές και μελλοντικές ανισότητες. Επίσης άμεση προτεραιότητα έχει η μέριμνα για μετεκπαίδευση των ανθρώπων που θα χάσουν τις εργασίες τους, αλλά και η θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για αυτούς που θα χάσουν τις αποδοχές τους. Ετσι, θα προστατευθεί η ανθρωπότητα από την οικονομική και κοινωνική ανισότητα και θα απολαύσει τα θετικά οφέλη από τα επιτεύγματα των επόμενων 100 ετών.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Επιστημών της Ισπανίας, Distinguished Research Professor, Audencia Business School.

** Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι επίκουρος καθηγητής, οικονομολόγος, Πολυτεχνείο Κρήτης.

*** Η κ. Ιωάννα Ατσαλάκη είναι MSc, Πολυτεχνείο Κρήτης

Πανεπιστημιακό πτυχίο για μόρφωση ή για δουλειά;

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ*, ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ*

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αποστόλης Δημητρόπουλος

Στόχος η απασχόληση

Δ​​ιαβάζουμε λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία και μορφωνόμαστε, αλλά δεν «εκπαιδευόμαστε» έτσι. «Μόρφωση» και «εκπαίδευση», ακόμα και όταν συνεργούν, δεν ταυτίζονται. Μόνο η εκπαίδευση ελέγχεται και ρυθμίζεται από το κράτος, όχι η μόρφωση. Και γίνεται ακόμα περισσότερο υπόθεση του κράτους η εκπαίδευση, όταν χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από αυτό, δηλαδή από τους φορολογουμένους, όπως στην περίπτωση της χώρας μας. Χωρίς δίδακτρα ή ιδιωτικά ΑΕΙ.

Το ερώτημα όμως που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι αφηρημένο και θεωρητικό. Είναι πραγματικό και συγκεκριμένο, δηλαδή πολιτικό. Οπως έδειξε η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, έχουμε ήδη 260.000 ανέργους πτυχιούχους, αριθμός περίπου ίσος με τον πληθυσμό της τρίτης μεγαλύτερης πόλης, της Πάτρας. Και θα ήταν περισσότεροι –μπορεί και υπερδιπλάσιοι– αν δεν μετανάστευαν πολλοί τα τελευταία χρόνια, με μάλλον απίθανη την επιστροφή τους σε παραγωγική ηλικία. Η εκπαίδευση όλων αυτών έχει χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου από τον Ελληνα φορολογούμενο. Ανταποδίδουν όμως τις υπηρεσίες τους στους φορολογουμένους της Γερμανίας, της Βρετανίας, του Ντουμπάι. Περισσότεροι από 100.000 ετησίως αιτούνται να απασχοληθούν στο Δημόσιο ως εκπαιδευτικοί. Προσλαμβάνονται περίπου 20.000, ενώ είναι βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα χρειάζονται πολύ λιγότεροι, λόγω ραγδαίας μείωσης γεννήσεων και μαθητών. Τι θα συμβεί σε μερικά χρόνια, αν δεν αλλάξει τώρα κατεύθυνση η κρατική πολιτική; Και αν τα ιδρύματα δεν αλλάξουν προσανατολισμό, αλλά συνεχίσουν να εκπαιδεύουν αποφοίτους για δουλειές στο Δημόσιο που δεν υπάρχουν, με καλύτερο παράδειγμα τους εκπαιδευτικούς; Αντί να ενισχύεται η συμμετοχή των νέων στην τεχνική εκπαίδευση –μέση και ανώτερη– που οδηγεί ευκολότερα στην απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα; Είναι υπεύθυνη κρατική πολιτική ή ανεύθυνος λαϊκισμός η συνέχιση της πολιτικής του παρελθόντος; Οταν μάλιστα έχουν μειωθεί δραστικά η χρηματοδότηση και το προσωπικό των ΑΕΙ στα χρόνια της κρίσης, υπονομεύοντας την ποιότητα των σπουδών και μετατρέποντας τα πτυχία τους σε χαρτιά χωρίς αντίκρισμα; Ενα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν οδηγεί σε ικανοποιητική απασχόληση, ενισχύει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες. Και περιορίζει τις προοπτικές των νέων, ιδιαίτερα εκείνων από φτωχότερα στρώματα.

* Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι δρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής του London School of Economics Political Science, συνεργάτης του ΙΟΒΕ.

Νίκος Θεοτοκάς

Στον αυτόματο πιλότο

Π​​ριν από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις». Στο κείμενο παρουσιάζεται, με βάση επεξεργασμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μια απογραφή των επιπτώσεων της κρίσης στην αγορά εργασίας, με έμφαση στα δεδομένα που αφορούν την απασχόληση και την ανεργία των νέων. Το «συμπέρασμα» είναι πως βασική ορίζουσα της ανεργίας των νέων είναι η αναποτελεσματική τους κατάρτιση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Μια καραμέλα που πιπιλίζεται αρκετές δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, με την οποία ζαχαρώθηκαν οι νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» στην εκπαίδευση από τη δεκαετία του 1990. Ο χώρος που διαθέτει η εφημερίδα δεν επιτρέπει την αναλυτική κριτική αυτής της αποτύπωσης και των «προτάσεων» που τη συνοδεύουν. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να περιοριστώ σ’ έναν αφορισμό: Η συγκεκριμένη μελέτη και τα συμπεράσματά της αξίζουν να ενταχθούν στα παραδείγματα που διδάσκονται στα πανεπιστήμια για τις συνέπειες της ιδεολογικής τύφλωσης. Και στα παραδείγματα εκλεκτικής και αναχρονιστικής χρήσης της διεθνούς σχετικής βιβλιογραφίας.

Το μεγάλο θέμα, ωστόσο, της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης παραμένει ανοικτό. Για το σχολείο που δεν εξασφαλίζει στους μαθητές ούτε την ικανότητα να διαβάζουν μια εφημερίδα ή να κατανοούν ένα δελτίο ειδήσεων. Για την πάντα απούσα τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση. Για τη σταθερή ενίσχυση της αγοραίας πανεπιστημιακής τιποτολογίας. Για την προϊούσα αποσυσχέτιση των μεταπτυχιακών σπουδών και της έρευνας.

Δύο μέρες μετά τη δημοσίευση της μελέτης, το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε ανακοίνωση κατηγορώντας το ΙΟΒΕ ότι «εξυπηρετεί ιδεολογικές και κομματικές επιλογές» και υποστηρίζοντας ότι «η αυταξία της μόρφωσης είναι μία ξένη έννοια στον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος αντί να ασχολείται με τα πραγματικά αίτια της ανεργίας προσπαθεί να κατηγορήσει τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ότι αυτά ευθύνονται για την ανεργία». Κανείς δεν θα διαφωνήσει στη γενικότητα αυτής της διαπίστωσης. Πέρα, όμως, από τα φουσκωμένα λόγια, η υπόθεση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης έχει εγκαταλειφθεί από την κυβέρνηση. Ακόμα χειρότερα, φαίνεται να έχει πλέον φορτωθεί στον αυτόματο πιλότο των οδηγιών του ΟΟΣΑ.

* Ο κ. Νίκος Θεοτοκάς είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, τέως πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ).

 

Αφήστε ήσυχο το δημόσιο Πανεπιστήμιο

Θεωρώ οτι μιά απ’ τις φιλολαϊκότερες φωνές που ακούσθηκαν τελευταία είναι η φωνή απελπισίας του πρύτανη Φορτσάκη «αφήστε-μας ήσυχους επιτέλους!». Τριανταπέντε χρόνια τώρα, τα Κόμματα σφετερίσθηκαν τα ελληνικά πανεπιστήμια, χρησιμοποιώντας-τα ως χώρους κομματικών ασκήσεων, εις βάρος των συμφερόντων του Λαού.
Επιτρέψτε-μου λοιπόν να θυμίσω (με λόγου γνώση, νομίζω) «τί είναι το Πανεπιστήμιο», για να αντιληφθείτε πόσο αντιλαϊκός είναι ο τσαμπουκάς του χθεσινού λυκειόπαιδος που μας ανάγγειλε απ’ την τηλεόραση οτι πρέπει να μπαινοβγαίνει στην Πρυτανεία όποιος γουστάρει «για να στηρίξει τα δίκαια των φοιτητών και του Λαού» – τί σύγχυση (που την κατάπιναν οι Συμπολίτες-μας τριάντα χρόνια τώρα…).
Αλλ’ άς αρχίσω καλύτερα με το τί ΔΕΝ είναι τα Πανεπιστήμια:
  • Δέν είναι «Διάπλασις των Παίδων» για να νουθετήσομε τα παιδάκια – αυτός ο υψηλός σκοπός έχει ανατεθεί στη Γενική Παιδεία (και δέν τα πήγε πάντοτε πολύ καλά).
  • Δέν είναι φροντιστήρια κομματικής πολιτικής – αυτά άς τα φιάξουν στις δικές-τους αυλές τα κόμματα κι όχι στο Παρασκευαστήριο της Καινοτομίας για τον Ελληνικό Λαό που περιμένει.
  • Δέν είναι υποκατάστατο της Λαϊκής Θέλησης: Τα περι «μπροστάρισσας φωτεινής μειοψηφίας» φληναφήματα ξινίσανε στις προθήκες της Ιστορίας της χιτλερικής και της σταλινικής νεολαίας. Η Δημοκρατία δέν αναγνωρίζει πολίτες «πρώτης κατηγορίας» με κριτήριο την ηλικία: Όταν η «επανάσταση» γίνεται τρείς φορές το μήνα επι τριάντα χρόνια, κάποιο απολιτικό σύνδρομο μυρίζει. Μια άγνοια δηλαδή της απέραντης περιπλοκής των πολιτικών πραγμάτων και των συμφερόντων του… «υπόλοιπου» λαού. Ο οποίος έχει εξουσιοδοτήσει τις δικές-του Συντεχνίες, τα δικά-του Κόμματα, τους δικούς-του Αντιπροσώπους – κι όχι αυτόκλητους προστάτες.
Ας θυμηθούμε τώρα τις στοιχειώδεις (και παγκοσμίως γνωστές) δράσεις των Πανεπιστημίων. Τί θέλομε να πετύχομε διδάσκοντας  μέσα στα Πανεπιστήμια;

α) Αυτοσυνειδητοποίηση
, ενσχέσει προς τον φυσικό και τον κοινωνικό περίγυρο (υποστασιακή ανάγκη συσχετισμού), σπουδάζοντας την προγενέστερη πείρα της Ανθρωπότητας μέσω ενος corpus βασικής Επιστήμης και Φιλοσοφίας. Διδασκαλία, δηλαδή, θεμελιωδών Επιστημών (μύηση στον ορθό λόγο και μείωση της ταχύτητας παλαίωσης των γνώσεων).

β) Επιβίωση
, αναπτύσσοντας την επιστημονική ικανότητα:
  • να αμύνομαι κατά των φυσικών κινδύνων και
  • να παράγω ποικίλα αγαθά (υλικά και υπηρεσίες).
Διδασκαλία, δηλαδή, εξειδικευμένων Κλάδων για την εξυπηρέτηση καίριων κοινωνικών αναγκών.
γ) Αναπαραγωγή γνώσης, χάρις στην ανάπτυξη κριτικού πνεύματος και ερευνητικών δεξιοτήτων – τεράστιο δυναμικό για το μέλλον του Λαού.
Ετσι, το δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι Δημόσιο στην εξυπηρέτηση ενος πολύσυγκεκριμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος – κι όχι όποιου σκοπού γουστάρει ο καθένας. Κι όλος ετούτος ο φιλόδοξος σκοπός – που στηρίζει την ολβιότητα των Ατόμων υπηρετεί τις πρακτικές ανάγκες των Κοινωνιών και εμπνέει την Καινοτομία ως δύναμη θεωρητική και εξόχως παραγωγική – δέν επιζητείται και δέν καλλιεργείται παρα μόνον μέσα στο Πανεπιστήμιο. Και επιτυγχάνεται με εναν δυσχερέστατον (και λεπτοφυή, θα τον έλεγα) συνδυασμό μέσων: Προφορική διδασκαλία, μαθητεία στο Εργαστήριο και στο Σπουδαστήριο, εργασίες κατ’ οίκον, αναζήτηση και μελέτη βιβλιογραφίας, Σεμινάρια, κ.λπ. – αλλα κυρίως με αφιέρωση και εμμονή όλων των μελών της πανεπιστημιακής Κοινότητας μέσα σ’ ενα περιβάλλον εμπνευστικό της Παιδείας, της Μαθητείας και της Συνεργασίας.

2.
Μέσα σε όλα τούτα, Κυρίες και Κύριοι, πού στο καλό βλέπουμε περιθώριο για τα ακόλουθα (αποκλειστικώς νεοελληνικά πλέον) άθλια φαινόμενα:
  • Καθολικό βρώμισμα του συνόλου οπτικού πεδίου με γραψίματα νηπιακής ασχετοσύνης. Τί ατμόσφαιρα Παιδείας μου λέτε σείς…
  • Θεατριλίκια καταλήψεων των θερινών ανακτόρων του τσάρου – με του ψύλλου πήδημα, κι απο ολιγάριθμα παιδιά – κι αυτό βαφτίζεται «διακίνηση ιδεών» (ποίων;).
  • Κουρδισμένη αντίδραση σε θέματα καίριας εκπαιδευτικής και λαϊκής σημασίας όπως «όχι στην εντατικοποίηση» (στοιχειώδης σύγκριση με το τί γίνεται στα πανεπιστήμια των κουτόφραγκων θα αποδείκνυε την υποδηλούμενη προτίμηση στην τεχνολογική-μας εξάρτηση απ’ τους ξένους;), «κάτω οι μεταπτυχιακές σπουδές γιατι… υποβιβάζουν τα πτυχία-μας» (χρόνια πολεμήσαμε τα κομματόπαιδα για να πετύχομε τούτην τη σπουδαία άνοδο του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου), «κάτω η βιομηχανική έρευνα» (γιατί θα βγάλει το σατανικό κέρδος η ελληνική βιομηχανία – και θα εξαρτώμαστε λιγότερο απ’ τις εισαγωγές), και άλλα φληναφήματα – που έχουν ξεχασθεί αιδημόνως σήμερα.
  • Μπουκαρίσματα γνωστών και αγνώστων αγριανθρώπων στις συνεδριάσεις των ψηφισμένων πανεπιστημιακών Οργάνων – για να επιβάλουν τη «θέλησή» τους (έλεος – σε ποιούς άλλους δημόσιους φορείς συμβαίνουν τέτοια χνέρια).
  • Οι εργαζόμενοι στα Πανεπιστήμια (διδάσκοντες, διοικητικοί, τεχνίτες) πετάγονται κατα διαστήματα όξω («καταλήψεις», σου λέει) – έγκλημα πρωτοφανές και μοναδικό, κατά του κοινού συμφέροντος.
Τριάντα χρόνια τώρα φωνάζουμε: Ολα τούτα είναι παντελώς άσχετα με τον τεράστιας λαϊκής σημασίας σκοπό των Πανεπιστημίων! Και πάντως καταστρεπτικά για τον σκοπό αυτόν. «Ξύπνα Λαέ», έγραφα εμμόνως.
Και αιωρείται τριάντα χρόνια το ερώτημα: Απο πού κι ως πού μια μειονότητα νεαρών Συμπολιτών-μας νομίζει οτι «εξουσιοδοτείται» (i) να παρανομεί ασύστολα, (ii) να γίνεται κήνσωρ της πολιτικής αρετής, απρόσκλητος και αναρμόδιος, και (iii) να σφετερίζεται τον μόνο ανοχύρωτο χώρο τον οποίον δέν μπορεί να ελέγξει η ελληνική Κοινωνία!
Και δέν μίλησα καθόλου για την καταπάτηση του ασύλου των ιδεών των διδασκόντων – ούτε για τις κατα διαστήματα καταστροφές της περιουσίας του Λαού, ούτε για την αθλιότητα να οργανώνονται συζητήσεις με δολοφόνους (νηπιακών αντιδημοκρατικών πολιτικών αντιλήψεων).
Είμαι 100% βέβαιος οτι κανένα ελληνικό Κόμμα δέν συμφωνεί μ’ αυτήν την εθνική αυτοκτονία – που δέν συμβαίνει πλέον σε καμιά Χώρα του Κόσμου (και διερωτώμαι γιατί άραγε ετούτη η διαφορά δέν έχει απασχολήσει τους καλούς πολιτικούς Αναλυτές μας…).
Αρα, έχω τη βεβαιότητα οτι η φωνή Φορτσάκη «κόμματα, αφήστε-μας ήσυχους επιτέλους» θα βρεί σύντομα ευρύτατη πολιτική αποδοχή απ’ όλα τα Κόμματα της Βουλής των Ελλήνων – παρά το γεγονός οτι άρχισαν να δημοσιεύονται πλήθος βαθυστόχαστων αναλύσεων απο Συναδέλφους μου, οι οποίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Οι μέν μας ειδοποιούν οτι θα υποστούμε αντίποινα καταλήψεων, φωνασκιών κ.λπ. – και πρέπει να σκιαχτούμε; [Σάμπως κάνομε τίποτ’ άλλο 30 χρόνια τώρα;] Κι οι δέ, οτι στο Πανεπιστήμιο «η επιστημονική έρευνα και η διδασκαλία αποσκοπούν […] στη δημοκρατία» (sic) κι οτι ο Πρύτανης που «ανήκει» (sic) και στους φοιτητές του τώρα με τον έλεγχο εισερχομένων στην Πρυτανεία «αφήνει απροστάτευτη την ακαδημαϊκή ελευθερία»!
Τα Κόμματα όμως δέν περιμένουν αυτές τις αναλύσεις για να πάρουν τις γενναίες αποφάσεις που έχει επείγουσα ανάγκη η Χώρα.
Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση