Επιστροφή σε Ταυτότητες (κοινωνικές, εθνικές, πολιτισμικές)

Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η έσω πειθώ

Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 18/10/2020

Παραμένει πάντα άξιο παρατήρησης η επιφυλακτικότητα και η επίμονη άρνηση μερίδας των συμπολιτών μας να συμμορφωθούν αυθόρμητα και εκούσια με τα μέτρα κατά της πανδημίας, παρά την επαναλαμβανόμενη υπόμνηση του κινδύνου.

Όταν πέρασε ο πρώτος φόβος, υποχώρησε και η συμμόρφωση. Κέρδισε η αμφιβολία και δυνάμωσε η κόπωση. Το φαινόμενο μιλάει με τον τρόπο του για τη σχέση των ανθρώπων με την κοινότητα, τον δεσμό που αισθάνονται μαζί της, την αποδοχή της αξίας του άλλου, τον σεβασμό στο δικαιωμά του. Όλα μιλάνε για την έσω πειθώ και την αξία της. Το θεμέλιο αυτό κάθε εμπιστοσύνης.

Μέσα σε εκείνη την θύελλα της τυφλής σύγκρουσης των αντιμνημονιακών χρόνων κατακρημνίστηκε κάθε έσω πειθώ. Εκείνη η έσω πειθώ του συστήματος, που το κράτησε όρθιο και λειτουργικό μετά το 1974. Άλογη αμφισβήτηση, αδιέξοδη άρνηση, ανορθολογικές παραδοχές. Η δύναμη της ανάγκης έφερε μια ισορροπία. Μια εσωτερική συνοχή αποκαταστάθηκε, η έσω πειθώ κέρδισε έκτοτε λίγο χώρο και φωνή.

Ευρισκόμενοι στη μεθόριο και υποχρεωμένοι από τα πράγματα να κινηθούμε, θα πρέπει να ενισχύσουμε, με αποφάσεις και συμπεριφορές αντίστοιχες, την έσω πειθώ. Πρόκειται για την πολιτική και θεσμική εργασία που χτίζει επίμονα τον σταθερό συνεκτικό δεσμό με λόγο και επιχειρήματα υψηλής πειστικότητας. Που επεξεργάζεται και οικοδομεί ένα στέρεο πλέγμα επιχειρημάτων, σε σχέση υποστήριξης του ενός προς το άλλο, ικανό να αντέξει στη δύσκολη διαλεκτική σχέση με την πραγματική ζωή. Ικανό να αναπλάθεται εσωτερικά, ώστε να ενδυναμώνει τον εαυτό του, ως εκφραστή μιας, διαρκώς δοκιμαζόμενης, πειστικότητας. Είναι το βαθύ θεμέλιο του εσωτερικού μετώπου απέναντι σε κάθε εξωτερική απειλή.

Το δημοκρατικό πλαίσιο συνύπαρξης αυτοανασυγκροτείται από τη δύναμη και την αντοχή της έσω πειθούς που το συνοδεύει. Και περιέρχεται σε μαρασμό, όταν η ανάγκη της έσω πειθούς υποτιμάται, όταν παραγνωρίζεται το ζωτικό αυτό μέτωπο, όταν χάνεται από ευθύνη της εξουσίας αυτή η μάχη. Τότε χάνεται και η εμπιστοσύνη, με επακόλουθο το σπάσιμο του δεσμού με την κοινότητα και την αδιαφορία για την τύχη της.

Μπορεί και πρέπει να ζωντανέψουμε και να δυναμώσουμε την έσω πειθώ. Με συνέπεια και προσήλωση στις απαιτήσεις της. Η έσω πειθώ είναι χαμηλόφωνη. Εργάζεται βουβά και σεμνά. Δεν φωνάζει για τον εαυτό της και δεν τον υμνεί. Δεν χρειάζεται διαφημιστικές καμπάνιες για να ακουστεί η φωνή της.

Η δικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή ενισχύει καθοριστικά την έσω πειθώ της δημοκρατικής μας πραγματικότητας. Δυναμώνει την εμπιστοσύνη στις θεσμικές λειτουργίες, ανυψώνοντας απέναντι σε κάθε βία την αξία της ειρηνικής συνύπαρξης και της κοινής μας μοίρας.

ΤΑΚΗΣ Σ. ΠΑΠΠΑΣ*

Τι μας χωρίζει και τι μας ενώνει;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 29.12.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Θυμόσαστε το περίφημο σλόγκαν «ή εμείς ή αυτοί»; Την αποφθεγματική ρήση «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»; Τον διαχωρισμό της κοινωνίας σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς»; Ασφαλώς και τα θυμόσαστε – είναι άλλωστε τόσο πρόσφατα! Aλλά δεν μοιάζουν κάπως αλλόκοτα σήμερα, αφού συνεχίζουμε να συμβιώνουμε και να συνεργαζόμαστε, ενώ μάλιστα έχουμε αφήσει τα μνημόνια πίσω μας; Στην πραγματικότητα, αυτά που μας χωρίζουν δεν είναι πολλά. Τουναντίον, έχουμε καταντήσει να «μαλώνουμε για την κοινοτοπία», όπως πολύ ωραία το έθεσε ο Νίκος Βατόπουλος σε πρόσφατο άρθρο του με αφορμή τον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο της πρωτεύουσας. Ασφαλώς δε, όσα ακόμη μας χωρίζουν υπολείπονται σημαντικά από εκείνα που μας χώρισαν σε παλαιότερες ιστορικές εποχές ή όσα διαιρούν άλλα έθνη σήμερα.

Πράγματι, η νεότερη ιστορία της χώρας μας είναι μια ιστορία διαρκούς αντιπαλότητας ανάμεσα σε δύο μεγάλα, και συνεχώς μεταλλασσόμενα, πολιτικά στρατόπεδα. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η ελληνική κοινωνία διχάστηκε ανάμεσα σε βενιζελικούς, που ήταν υπέρμαχοι της αβασίλευτης δημοκρατίας, και βασιλόφρονες αντιβενιζελικούς. Στη δεκαετία του ’40, ο Εμφύλιος έφερε αντιμέτωπους τους «εθνικόφρονες» με τους κομμουνιστές μαζί με τους «συνοδοιπόρους» τους. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση της χούντας, το έθνος χωρίστηκε σε «δεξιούς» και «αριστερούς», που σύχναζαν είτε σε «πράσινα» είτε σε «μπλε» καφενεία, η κάθε μία από τις δύο παρατάξεις πιστεύοντας ότι θα έπρεπε να «εξαφανίσει» τους αντιπάλους της για να μην εξαφανιστεί η ίδια. Ωσπου φτάσαμε στα δίπολα της πρόσφατης κρίσης: «αντιμνημονιακοί» έναντι «μνημονιακών», «φιλελεύθεροι» έναντι «λαϊκιστών», «δημοκράτες» έναντι «φασιστών».

Τι συμβαίνει όμως σε άλλα έθνη της σύγχρονης Δύσης; Στην Ισπανία, αρκετές από τις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες, όπως η Καταλωνία, επιθυμούν ακόμη και την απόσχισή τους από το κεντρικό κράτος. Στην Ιταλία, η παραδοσιακή διαίρεση ανάμεσα στον «παραγωγικό Βορρά» και τον «σπάταλο Νότο» δημιουργεί δύο διαφορετικές κουλτούρες που αποτυπώνονται ακόμη και στις κομματικές προτιμήσεις των Ιταλών. Στην Ουκρανία, αντίθετα, το ρήγμα βρίσκεται ανάμεσα στις δυτικό τμήμα της χώρας, που είναι στραμμένο προς την Ευρώπη, και το ανατολικό, με προσανατολισμό τη Ρωσία. Στη Γερμανία, η ακροδεξιά AfD παρουσιάζεται εκλογικά ισχυρή, ιδίως στα κρατίδια της άλλοτε Ανατολικής Γερμανίας, πράγμα που δείχνει ότι το ψυχροπολεμικό ρήγμα ακόμη παραμένει ανοικτό. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι διαιρεμένο ανάμεσα σε οπαδούς και πολέμιους του Brexit, ενώ το αίτημα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας δημιουργεί ακόμη μία, νέα διαιρετική τομή. Εάν δε επιχειρήσουμε ένα άλμα από την Ευρώπη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκεί τα πολιτικά και κοινωνικά ρήγματα είναι τόσο πολλά και τόσο βαθιά, που ακόμη και η απαρίθμησή τους γίνεται δύσκολη υπόθεση.

Σε σύγκριση με τις παραπάνω χώρες, η σημερινή Ελλάδα παρουσιάζεται ως μια πολιτικά σχετικά ομογενής χώρα. Μια χώρα, δηλαδή, με ενιαία εθνική ταυτότητα, παρόμοια κατανομή της εκλογικής δύναμης των μεγάλων κομμάτων ανά την επικράτεια, σχετικά μικρή κοινωνική ανισότητα και αναμφισβήτητη προσήλωση στην ιδέα ότι ανήκουμε στη Δύση.

Αλλά και οι πιο πρόσφατες εσωτερικές μας διαιρέσεις φαίνονται πια ξεπερασμένες. Διότι τι είδους «Αριστερά» είναι ο ΣΥΡΙΖΑ όταν έχει συγκυβερνήσει με ένα υπερδεξιό κόμμα; Και τι είδους «Δεξιά» είναι η Ν.Δ. όταν έχει θρονιαστεί στο πολιτικό κέντρο προσελκύοντας αρκετούς από τους πιο άξιους πολιτικούς της μεταρρυθμιστικής Κεντροαριστεράς; Οταν οι πρώην αντιμνημονιακές δυνάμεις έχουν υπογράψει και εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο; Οταν η Χρυσή Αυγή έχει πλέον εξαερωθεί; Οταν το μόνο ανοικτά αντιευρωπαϊκό κόμμα στο Κοινοβούλιο είναι το απολιθωμένο ΚΚΕ; Οταν σχεδόν όλοι μας φαίνεται τελικά να συμφωνούμε στα αυτονόητα: ότι, δηλαδή, το κάπνισμα βλάπτει την υγεία· ότι το κράτος πρέπει να τηρεί τον νόμο και την τάξη· ότι αποστολή των σχολείων είναι να παράγουν αριστεία και των πανεπιστημίων να την προάγουν· ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις πρέπει να είναι διαφανείς και να ελέγχονται από την κοινωνία, όχι μόνο μέσω εκλογών αλλά και στα αναμεταξύ τους διαστήματα· ότι, σε τελική ανάλυση, η χώρα πρέπει να προκόψει και ότι αυτό είναι αναγκαία συνθήκη για την προκοπή καθενός από εμάς ξεχωριστά.

Με τόση έμφαση που δίνουμε σε εκείνα που δήθεν μας χωρίζουν, είναι εύκολο να παραβλέψουμε όσα μας ενώνουν πραγματικά. Ποια είναι αυτά; Πρώτα πρώτα, καθώς μάλιστα προσπαθούμε να βγούμε σταδιακά από τη μακρά κρίση που σημάδεψε τις ζωές μας, μας ενώνει η κοινή αναζήτηση νέας συλλογικής εθνικής ταυτότητας σε ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Πρέπει, λοιπόν, να σκύψουμε προσεκτικά πάνω από το εθνικό μας παρελθόν, να μάθουμε από τα ιστορικά μας λάθη και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.

Κατόπιν, μας ενώνει η κοινή φιλοδοξία για αποκατάσταση της εθνικής μας αξιοπρέπειας, που έχει πληγεί κατά την κρίση, καθώς και για διεθνή αναγνώριση. Αφού νιώσαμε βαθιά μέσα μας τι σημαίνει η χώρα να θεωρείται παρίας και αποσυνάγωγος στο διεθνές περιβάλλον, φαίνεται ότι σήμερα όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι, όχι μόνο «μένουμε Ευρώπη», αλλά και ότι η χώρα πρέπει να επιστρέψει δυναμικά στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής ως ισότιμος και δυναμικά ενεργός εταίρος.

Επίσης, όμως, μας ενώνει ο κοινός φόβος για το εθνικό μέλλον, που προέρχεται κυρίως από τρεις πηγές: την αναπότρεπτη αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης λόγω του μεταναστευτικού, την ακατάπαυστη φυγή παραγωγικών δυνάμεων της χώρας προς το εξωτερικό και την ασφάλεια των συνόρων. Τέτοιοι φόβοι δεν είναι αβάσιμοι.

Ωστόσο, ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστούν έχει ήδη αναφερθεί: είναι η σφυρηλάτηση μιας νέας και σύγχρονης εθνικής ταυτότητας, που θα ενσωματώνει τους νόμιμους μετανάστες και θα αγκαλιάζει την ελληνική διασπορά, καθώς και η ισότιμη και ενεργός συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που θα πρέπει να καλύψει μέρος των αμυντικών μας αναγκών.

Υστερα από τουλάχιστον μία δεκαετία ανώφελου διχασμού, το 2020 μας βρίσκει περισσότερο ενωμένους παρά χωρισμένους, πιο αισιόδοξους παρά απαισιόδοξους. Καλή χρονιά!

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Διατηρεί το μπλογκ www.pappaspopulism.com.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΓΚΟΣ

Κουλτούρα ισοπέδωσης και ασυνέπειας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 01.09.2019  Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Την αφορμή έδωσε η φιλολογία γύρω από τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ, σε συνδυασμό με τη μείωση του «μπόνους» προς τους συνεπείς καταναλωτές της ΔΕΗ, που από 15% στο λογαριασμό του 4μήνου μειώθηκε στο 10%, κάποια στιγμή θα πέσει στο 5% σύμφωνα με απόφαση της νέας κυβέρνησης και είναι απολύτως βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί. Με την επισήμανση ότι το συγκεκριμένο «μπόνους» δόθηκε στους συνεπείς για να «βουλώσει στόματα» και να αντισταθμιστεί η ανοχή που έδειχνε απέναντι στο μεγάλο πλήθος των κακοπληρωτών η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία με τη διοίκηση της εταιρείας (αν και εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο στην Ελλάδα μας) και τους συνδικαλιστές των προνομιούχων υπαλλήλων της που για πολλά χρόνια συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε πολλές άλλες δημόσιες επιχειρήσεις.

Το σωστό, φυσικά, θα ήταν να μην υπάρχει καμία έκπτωση «μπόνους» προς τους συνεπείς, από τη στιγμή που το συμβόλαιο του καταναλωτή και της εταιρείας είναι ότι ο πρώτος είναι υποχρεωμένος να πληρώνει το αντίτιμο των υπηρεσιών που του προσφέρει η δεύτερη. Αλλο πράγμα η πολιτική επιδότησης που μπορεί να υιοθετήσει μια κυβέρνηση για τους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέβαινε αυτό, καθώς δεν υπήρχαν αντικειμενικά κριτήρια. Οταν, όμως, ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό της χώρας που λέγεται Ελλάδα είναι η κουλτούρα της εξαίρεσης, της διευκόλυνσης, της ρύθμισης, της ισοπέδωσης προς τα κάτω, της εκμηδένισης των συνεπειών, της ανοχής των ασυνεπών και όσων βολεύονται με τη συνεχή επίδειξη αυξημένης επιείκειας και ελαχιστοποίηση της αυστηρότητας των νόμων και κανόνων, τότε η χορήγηση «μπόνους» προς τους συνεπείς δικαιολογείται κάπως. Εστω και αν τελικά λειτουργεί ως άλλοθι για τη συντήρηση της νοοτροπίας της προαναφερόμενης κουλτούρας.

Η ΔΕΗ και τα σχετικά με αυτήν έδωσε την αφορμή για σκέψεις γύρω από την κουλτούρα της ανοχής και της γενικής ισοπέδωσης. Η δημόσια εκπαίδευση είναι άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα, καθώς η γενική γραμμή είναι οι δάσκαλοι-καθηγητές (όσοι από αυτούς έχουν τα ουσιαστικά προσόντα και τη θέληση, γιατί δεν λείπουν οι τενεκέδες ανάμεσά τους) να μην έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από τους μαθητές στο σχολείο, να ανέχονται την αδιαφορία, την απειθαρχία, την τεμπελιά, την ανικανότητα και να δίνουν απολυτήριο στους πάντες. Και μετά η συντριπτική πλειονότητα να μπαίνει στο πανεπιστήμιο, όπου εκεί η κουλτούρα της ανοχής και της ισοπέδωσης έχει φροντίσει να επικρατήσει ένα σύστημα αλλεπάλληλων εξεταστικών περιόδων και χρωστούμενων μαθημάτων. Ετσι ώστε τυπικά (όχι ουσιαστικά) να μη χάνονται χρονιές, να θριαμβεύει η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, να μην ξεχωρίσουν οι «καλοί» από τους «κακούς» και να διατηρείται η παράδοση της φοιτητικής αιωνιότητας. Με λίγα λόγια, η πραγματική αξιολόγηση των μαθητών και των φοιτητών χάνει την αξία της, ενώ για τους διδάσκοντες είναι ανύπαρκτη.

Η ίδια κουλτούρα επικρατεί σε όλους τους τομείς. Ψηφίζονται νόμοι που επιτρέπουν την αποφυλάκιση κρατούμενων ενόχων πριν εκτίσουν την ποινή τους και μετά ψηφίζονται άλλοι νόμοι, πιο επιεικείς, με το επιχείρημα ότι οι καταδικασμένοι για τα ίδια σοβαρά αδικήματα θα εκτίουν ολόκληρες τις ποινές τους. Λες και δεν θα μπορούσε να περάσει νόμος που θα επέβαλλε ολόκληρη έκτιση των αυστηρότερων ποινών. Αλλά την ίδια κουλτούρα δεν υπηρετούν οι νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων ή οι συνεχείς μαζικές ρυθμίσεις που προσφέρουν οι τράπεζες και το κράτος στους οφειλέτες τους; Ανάλογη δεν είναι η πρακτική στην είσπραξη προστίμων; Η λογική που προβάλλεται είναι συνήθως –ιδιαίτερα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις– ότι με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθούν τα έσοδα, λες και όλοι θα σπεύσουν να πληρώσουν τα χαμηλότερα οφειλόμενα, κάτι που στην πράξη δεν έχει αποδειχθεί ποτέ. Ούτε καν όταν μειώνονται ο ΦΠΑ ή το αφορολόγητο…

Ολα αυτά δε λέγονται με την έννοια μιας αποστειρωμένης πολιτείας και κοινωνίας που θα πρέπει να λειτουργεί με αναλγησία και δρακόντειους νόμους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατή η επιβίωση μιας χώρας με κουλτούρα ισοπέδωσης, ασυδοσίας και καταστρατήγησης των συναλλακτικών ηθών, για να βολεύονται οι πάντες.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΡΥΜΙΩΤΗΣ

Ο Αλέκος Σακελλάριος και οι Ελληνες

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 28.07.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως οι διαπιστώσεις του Σακελλάριου ισχύουν και σήμερα, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που γράφτηκαν.

Σύμφωνα με τη Wikipedia, ο Αλέκος Σακελλάριος (13 Νοεμβρίου 1913 – 28 Αυγούστου 1991) ήταν Ελληνας θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, δημοσιογράφος και σκηνοθέτης. Εξαιρετικά δημοφιλής και παραγωγικός, υπήρξε από τους σημαντικότερους ανανεωτές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κωμωδίας και από τους σημαντικότερους στιχουργούς του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού. Κάποια στιγμή πήρε και έδωσε μια συνέντευξη στον… εαυτό του. Τη βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη, παρά το γεγονός ότι ο Αλέκος Σακελλάριος έζησε σε άλλες εποχές. Σας την παραθέτω:

– «Ας αρχίσουμε, εαυτέ μου, τη συνέντευξή μας. Αγαπημένο σου χόμπι;

Ν’ αλλάζω επαγγέλματα.

– Αν ο Θεός ήταν Ελληνας, τι θα έκανε;

Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.

– Ποια είναι τα τρία κακά του Νεοέλληνα;

Είναι τέσσερα, γιατί δεν τα παραδέχεται κιόλας.

– Δηλαδή;

Μεσασόλα, αρπακόλλα, κοκακόλα!

– Ελληνικός λαός;

Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπάντων μαζοχιστής. Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση!

– Μίλησέ μου για τη διαφθορά…

Οι Ελληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και σε μετανιωμένους τίμιους!

– Ποια είναι η κληρονομιά των Ελλήνων;

Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους: Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.

– Τι έχεις να πεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος;

Το μέγα ελληνικό θαύμα! Εχουμε κάψει σε δέκα χρόνια ό,τι οι άλλοι σε εκατό!

– Δηλαδή;

Στην Ευρώπη, αντιστοιχούν τρία δέντρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα, αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δέντρο.

– Αθήνα – νέφος: Ποια η γνώμη σας για το πρόβλημα;

Οταν αποφασίσαμε να εξαργυρώσουμε όλη τη βλακεία μας σε διοξείδιο του θείου, δεν περιμέναμε ότι θα ήταν τόσο πολλή. Και ντουμανιάσαμε!

– Τι απρόσμενο περιμένεις;

Μια καλύτερη Ελλάδα.

– Αξιοκρατία;

Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε έναν καλύτερό μας. Aναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μη γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια τα καταφέρνουν τόσοι άλλοι.

– Το μέλλον της Ελλάδας;

Αν ποτέ πει να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει μόνον ο τόπος!

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως οι παραπάνω διαπιστώσεις του μακαρίτη Σακελλάριου, ισχύουν και σήμερα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που γράφτηκαν αυτές οι σκέψεις. Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα της χώρας. Διαχρονικά έχουμε κυριολεκτικά καταστρέψει τον τόπο, ώστε για να ξεβρωμίσει αυτός ο τόπος απαιτείται να εξαφανιστούν οι κάτοικοί του. Υπάρχει χειρότερη διαπίστωση, τόσο ξεκάθαρα διατυπωμένη; Το κρίσιμο ερώτημα είναι το πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Ισως μια αναλυτικότερη προσέγγιση στη συνέντευξη, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα την κατάσταση.

– Αν ο Θεός ήταν Ελληνας…

Μια πραγματικά μοναδική απάντηση. Με μια πρόταση περιέγραψε με απόλυτη ακρίβεια τον χαρακτήρα του Ελληνα. Για το προσωπικό του συμφέρον είναι έτοιμος να καταστρέψει τα πάντα. Ετσι κατέστρεψε την όμορφη χώρα μας. Παντού ξεφυτρώνουν αυθαίρετες κατασκευές. Μέσα στα δάση, πάνω στα ρέματα και πάνω στις παραλίες. Αυτά δεν ανεγέρθηκαν από τους Γερμανούς και άλλους κακούς ξένους που επιβουλεύονται την πατρίδα μας, αλλά από εμάς τους ιδίους με την ανοχή της εκάστοτε κυβέρνησης. Οι θάλασσές μας είναι γεμάτες μπάζα γιατί έτσι βολεύει μερικούς. Ακόμα και στα όμορφα δάση μας (όσα δηλαδή γλίτωσαν από τη φωτιά) υπάρχουν σωροί από σκουπίδια. Στον υπέροχο Παρνασσό έχω δει πεταμένα στρώματα και έπιπλα. Ούτε αυτά τα πέταξαν τουρίστες, αλλά συμπολίτες μας που βρήκαν το δάσος κοντινό και βολικό. Ανέβηκα στο θέατρο του Λυκαβηττού. Παρά το γεγονός ότι ανά 50 περίπου μέτρα υπάρχουν μπλε κάδοι (μέτρησα 8) για ανακύκλωση, και πολλοί άλλοι μικρότεροι για σκουπίδια, δυστυχώς τα περισσότερα μπουκάλια, πλαστικά κύπελλα και συσκευασίες βρίσκονται έξω από τους κάδους. Ούτε αυτά τα έκαναν ξένοι, αλλά νεολαίοι Ελληνες, που θα έπρεπε να είναι η ελπίδα μας. Θα μπορούσα να γράψω πολλά, αλλά νομίζω ότι ο καθένας μας γνωρίζει παρόμοιες περιπτώσεις, όπου εμείς οι ίδιοι καταστρέφουμε την πατρίδα μας για μικροσυμφέροντα, ενίοτε δε και χωρίς κανένα όφελος.

– Τα τρία κακά του Ελληνα… Το τέταρτο είναι το πιο σημαντικό. Δεν παραδεχόμαστε ποτέ ότι έχουμε λάθος. Και αυτό είναι καταστροφικό, γιατί η παραδοχή είναι η αναγκαία συνθήκη για να διορθωθεί ένα λάθος. Πάρτε τη χρεοκοπία. Σχεδόν οι μισοί Ελληνες πιστεύουν ότι μπήκαμε στα Μνημόνια γιατί οι ξένοι ήθελαν να μας καταστρέψουν και όχι γιατί εμείς ξοδεύαμε περισσότερα από όσα δημιουργούσαμε. Αλλά και τα άλλα τρία κακά είναι εξίσου καταστροφικά. Μεσασόλα: Δεν χρειάζεται σχολιασμό. Ολοι είμαστε μέσα σε όλα. Μια φορά συζητούσα με τον φίλο μου Μιχάλη Μπλέτσα (διευθυντή του ΜΙΤ Media Lab) για κβαντικούς υπολογιστές και μια κυρία που ήταν στην παρέα, μας κούφανε όλους γιατί είχε άποψη για το θέμα. Φυσικά, ήταν άσχετη η κυρία. Αρπακόλλα: Η γνωστή επιπολαιότητα και προχειρότητα που μας χαρακτηρίζει. Κοκακόλα: Αντιπροσωπεύει το lifestyle που επιδιώκει ο Ελληνας. Μην ξεχνάτε ότι ένας γνωστός εκδότης και παρουσιαστής ισχυρίστηκε ότι «ξεβλάχεψε» τους Ελληνες!

– Ελληνικός λαός. Πράγματι, πάντα έχουμε ένα πρόβλημα για κάθε λύση. Πολλές φορές μάλιστα μπορεί και να διαθέτουμε πολλά προβλήματα για κάθε λύση. Πάρτε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε όλο τον κόσμο έχουν αναγνωρίσει ότι σιγά σιγά πρέπει να εγκαταλείψουμε την ενέργεια που προέρχεται από τα ορυκτά και να στραφούμε στην αιολική και ηλιακή ενέργεια. Η φύση μάς χάρισε αφθονία και στις δύο πηγές. Ελα όμως που για την αιολική ενέργεια σχεδόν πάντα υπάρχουν αντιδράσεις γιατί οι ανεμογεννήτριες εμποδίζουν καλόγριες στην προσευχή τους ή διώχνουν τα πουλάκια από τα βουνά. Από την άλλη μεριά τα ηλιακά πάνελ καταστρέφουν τον ζωικό κόσμο (σκουλήκια) που ζουν στο έδαφος! Μη σας φαίνονται παράλογα όλα αυτά. Συμβαίνουν στον τόπο μας. Εδώ ανακηρύξαμε όλο τον Πειραιά αρχαιολογικό χώρο για να μην επεκταθεί η Cosco, στο δε Ελληνικό ανακαλύψαμε ζούγκλα και αρχαία για να σταματήσουμε τη μεγαλύτερη επένδυση. Πρόσφατα μάλιστα ανακηρύξαμε και τα παλαιά αεροπλάνα διατηρητέα μνημεία! Παγκόσμια πρωτοτυπία.

– Η διαφθορά. Οι Ελληνες χωρίζονται σε αμετανόητους άτιμους και σε μετανιωμένους τίμιους! Ο σχολιασμός είναι εντελώς περιττός.

– Κληρονομιά των Ελλήνων. Είμαστε πραγματικά περήφανοι για τους προγόνους μας. Δυστυχώς όμως επαναπαυθήκαμε στις δάφνες τους και δεν κάνουμε απολύτως τίποτα για να τους τιμήσουμε. Αντίθετα, με τις πρόσφατες ενέργειές μας έχουμε δημιουργήσει αρνητικό κλίμα στο εξωτερικό. Είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

– Καταστροφή του περιβάλλοντος. Μάλλον έχουμε εξαντλήσει το θέμα στην αρχή, αλλά είναι ευρηματική η παρατήρηση ότι «για κάθε δέντρο αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές»!

– Αθήνα – Νέφος. Ρεαλιστική η επισήμανση του μακαρίτη. Με παμπάλαια πετρελαιοκίνητα ταξί που έχουν διανύσει εκατοντάδες αν όχι εκατομμύρια χιλιόμετρα και ασυντήρητα λεωφορεία η Αθήνα (και όχι μόνον) έχει ντουμανιάσει, εις βάρος των κατοίκων της.

– Τι απρόσμενο περιμένεις; Μια καλύτερη Ελλάδα! Πράγματι, είναι απορίας άξιον πως μπορεί να γίνει καλύτερη η Ελλάδα. Εδώ και πολλά χρόνια, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα άρχισε σιγά σιγά να διαβρώνεται εκ των έσω. Το ρουσφέτι και η αναξιοκρατία επικράτησαν παντού. Η νεολαία γαλουχήθηκε στην εύκολη ζωή και στις εύκολες σπουδές που κάθε χρόνο γίνονται ευκολότερες. Η λαμογιά έγινε μαγκιά. Η ατιμωρησία έγινε καθεστώς. Η δικαιοσύνη πάει τόσο αργά, ώστε όταν πλέον κλείνει μια υπόθεση έχουν αλλάξει πλήρως οι συνθήκες.

– Αξιοκρατία. Την έλλειψή της την αντιμετωπίζουμε καθημερινά όταν συναλλασσόμαστε με το Δημόσιο. Ισως το πλέον δραματικό και θλιβερό παράδειγμα αναξιοκρατίας είναι η φωτιά στο Μάτι της 23ης Ιουλίου 2018. Είδαμε την ανικανότητα των επικεφαλής, την αγένεια των τηλεφωνητών και την παντελή έλλειψη συντονισμού σε μια τόσο κρίσιμη περίπτωση. Ακόμα και οι κακοστημένες κυβερνητικές παραστάσεις της 23ης και 25ης Ιουλίου έδειξαν ανάγλυφα την ανικανότητα των ιθυνόντων. Οταν τις θέσεις ευθύνης καταλαμβάνουν άνθρωποι με μοναδικό κριτήριο την κομματική προέλευσή τους, ανεξάρτητα από τις ικανότητές τους, τότε η αναξιοκρατία βασιλεύει με όλες τις τραγικές συνέπειές της.

Καλό Καλοκαίρι. Ραντεβού τον Σεπτέμβριο!

* Ο κ.  Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

H αποχή ως συλλογικό αδιέξοδο. Προτάσεις και προβληματισμοί

Η ακαμψία, ο κατακερματισμός και οι αντιφάσεις του πολιτικού συστήματος της χώρας μας…

6 Οκτωβρίου 2015, 21:22 Ενημερώθηκε: 7 Οκτωβρίου 2015, 06:00

Το μυαλό δεν είναι ένα δοχείο
που πρέπει να γεμίσει,
αλλά μια φωτιά που πρέπει ν΄ ανάψει.
Πλούταρχος
Η ακαμψία, ο κατακερματισμός και οι αντιφάσεις του πολιτικού συστήματος της χώρας μας καθρεφτίστηκαν σε όλες τις κοινωνικές δομές, δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση αλλά και αρνητικά συναισθήματα στους Έλληνες, τα οποία εξέφρασαν με την αποχή στις πρόσφατες εκλογές. Ένας μεγάλος αριθμός πολιτών αποφάσισε να απέχει από την κάλπη, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την απογοήτευση, την απαξίωση και την έλλειψη εμπιστοσύνης του προς τους πολιτικούς ηγέτες και τις στρατηγικές που χαράσσουν.
Καθώς βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη ιστορική καμπή, είναι απαραίτητη η αποκρυπτογράφηση του κώδικα της πολιτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε, να βρούμε προσανατολισμό και να περισώσουμε ότι έχει απομείνει, χαρτογραφώντας παράλληλα τη μελλοντική μας πορεία σαν έθνος και σαν λαός. Όντας προβληματισμένοι με όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας, θεωρούμε σκόπιμο να διερευνήσουμε και να εξετάσουμε τις παραμέτρους της εκδηλωμένης αυτής συμπεριφοράς, η οποία είναι αλληλένδετη με την πολύπλοκη και ιδιαίτερα δύσκολη πραγματικότητα που βιώνει σήμερα ο Έλληνας και την οποία φιλτράρει και εκφράζει με ποικίλους τρόπους.
Το φαινόμενο της αποχής, το οποίο άγγιξε το 45% του εκλογικού σώματος, σηματοδοτεί και επιβεβαιώνει το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο έλληνας πολίτης. Έχοντας διαψευστεί από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, έχοντας χάσει την πίστη και την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, στέκεται απογοητευμένος, μουδιασμένος και απαθής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες της κρίσης με την οικονομική ανασφάλεια, την ανεργία, τη διαχείριση των οικονομικών του από τα διεθνή και ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων, (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), τη δυσπιστία και την απαξίωση της Δημοκρατίας και των πολιτικών προσώπων, ο Έλληνας βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα ενώ υποτιμήθηκε και απαξιώθηκε από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι πλήγωσαν την εθνική του υπερηφάνεια και το φιλότιμό του.
Η απόσυρση αυτή από τη συμμετοχή του στα κοινά και η παραίτησή του από την ενεργό δράση, ενώ μοιάζει να υποδηλώνει τον θυμό που αισθάνεται απέναντι σε ένα άτεγκτο και απρόσωπο, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα πολιτικό σύστημα, την ίδια ώρα τον ακινητοποιεί βάζοντάς τον σε ένα αδιέξοδο, έρμαιο των αποφάσεων που άλλοι παίρνουν για τη ζωή του. Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει θα μπορούσε εύλογα να περιγραφεί ως ακινητοποίηση και ανημπόρια καθώς δεν αναλαμβάνει την απαιτούμενη δράση, όπως να συμμετέχει ενεργά για να ανατρέψει τα κακώς κείμενα που τον βάλλουν. Ο Seligman (1992), Αμερικανός Ψυχολόγος, εισήγαγε τον όρο »μαθημένη αβοηθησία΄΄, (learned helplessness) για να εξηγήσει την κατάθλιψη, περιγράφοντας την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου που συμπεριφέρεται χωρίς να ελπίζει ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν, ακόμη και αν του δίνεται η ευκαιρία να τα αλλάξει, κατάσταση στην οποία μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί ο έλληνας πολίτης.
Νοοτροπίες
από πολύ μακριά
Απαραίτητη λοιπόν για τον σχολιαστή είναι η μελέτη της ψυχολογίας των Ελλήνων και το «πώς» αυτή διαμορφώθηκε μέσα στο διάβα της ιστορίας, γνώση η οποία μας βοηθάει να διεισδύσουμε στα ενδότερα των ανθρώπινων πράξεων και να τις κατανοήσουμε. Είναι σημαντικό λοιπόν να φωτίσουμε ανάμεσα σε άλλες παραμέτρους, εκείνες τις νοοτροπίες και συμπεριφορές που έρχονται από πολύ μακριά και φαίνεται ότι συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς και αντίδρασης, οδηγώντας τον Έλληνα σε αυτό το σημείο, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να στοχαστούμε πάνω σε λύσεις και εναλλακτικές.
Αιώνες πριν, ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει την άποψη ότι «το τέλος», ο σκοπός δηλαδή της Ιστορίας, είναι η άντληση εμπειρίας από τα γεγονότα του παρελθόντος με απώτερο σκοπό την αυτογνωσία του ανθρώπου και την εξαγωγή
ορισμένων συμπερασμάτων για τη ζωή. Ακολουθώντας τα χνάρια του ο Ιστορικός Βακαλόπουλος (1961), υπογραμμίζει ότι ο σκοπός της ιστορίας είναι η ανθρωπογνωσία, η μελέτη και κατανόηση δηλαδή της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς, η διείσδυση όσο το δυνατόν βαθύτερα στην ανθρώπινη ψυχολογία, στην ψυχολογία των Νεοελλήνων, έργο το οποίο »θα διευκόλυνε τον Έλληνα να γνωρίσει το έθνος του, τους προγόνους του, τον ίδιο τον εαυτό του».
Κατ΄επέκταση λοιπόν, φαίνεται ότι μόνο μέσα από τη γνώση της ιστορίας του τόπου μας, σε συνάρτηση πάντα με τις τρέχουσες εξελίξεις, μπορούμε να ανακαλύψουμε την εθνική και κοινωνικοπολιτισμική μας ταυτότητα, η οποία και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας. Η γνώση αυτή θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης, συνοχής, ενότητας και αλληλεγγύης στους έλληνες πολίτες, στοιχεία που μπορούν να συμβάλουν στην έξοδό του από την κρίση και να τον βοηθήσουν να βρει τον δρόμο για ανάπτυξη και προκοπή.
Έχοντας σαν εφόδια κάποια ιστορικά στοιχεία του παρελθόντος και εξετάζοντάς τα ή συγκρίνοντάς τα σε σχέση με την παρούσα συγκυρία, θα προσπαθήσουμε να ξεκινήσουμε έναν γόνιμο προβληματισμό γύρω από ένα καυτό πρόβλημα για όλους μας, που είναι η πολιτική συμπεριφορά του Νεοέλληνα. Ο εθνικός χαρακτήρας των Ελλήνων, διαπιστώνουμε ότι έχει κοινά και πανανθρώπινα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ελαττώματα και προτερήματα, αντιφάσεις και αντιθέσεις, όπως κάθε άλλος λαός. Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι ότι ο χαρακτήρας των Ελλήνων έχει σμιλευτεί κατά τη διάρκεια χιλιάδων ετών κάτω από την επήρεια πολλών και ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, πολιτισμικών και πνευματικών ζυμώσεων, ενώ έχει επηρεαστεί άμεσα και από την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος. Από την αρχαιότητα ακόμη, και κατά τη διάρκεια των αιώνων μέχρι και σήμερα, συναντούμε στους Έλληνες χαρακτηριστικά όπως ο εγωϊσμός, η απειθαρχία, η αγάπη για τη μάθηση και την ελευθερία, η διχόνοια, η ευφυΐα, η ματαιοδοξία και η αγάπη για την εξουσία. Τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων γίνονται πιο συγκεκριμένα μετά το τέλος του Βυζαντινού κράτους και αφότου ο ελληνισμός περιορίζεται στις ακτές της Μικράς Ασίας και στην υπόλοιπη νησιωτική και ηπειρωτική χώρα, ιδίως κάτω από την επιρροή τραγικών περιόδων δουλείας, κατοχής, κοινωνικής και πνευματικής αδράνειας. Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο (2011), διαφέρουν στις κατά τόπους περιοχές της χώρας μας, καθώς βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση με τον γεωγραφικό χώρο και τις συνθήκες που επικράτησαν εκεί. Έτσι για παράδειγμα, οι Στερεοελλαδίτες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις εξαιρετικά ανώμαλες κοινωνικοπολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες που επικρατούσαν καθώς επίσης και να αντιμετωπίσουν τον κατακτητή την περίοδο της τουρκοκρατίας, αναγκάστηκαν να αναπτύξουν αντρειοσύνη, λεβεντιά και θάρρος για να επιβιώσουν. Από την άλλη όσοι από τους κατοίκους πεδινών περιοχών δεν έφυγαν στα βουνά, όντας πιο μαλθακοί και ευάλωτοι, κατέληξαν κολίγοι των Τούρκων.
Συμπεριφορές όπως αντιζηλίες και έριδες, διχόνοια, απάτη και ψέμα, φιλαρχία και εγωκεντρισμός, γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα σε συνθήκες απειλής, ανασφάλειας, σκλαβιάς και καταπίεσης χρόνων. Ο έλληνας »ραγιάς» προκειμένου να επιβιώσει εφηύρε απάτες, μεταχειριζόταν το ψέμα και ανέπτυσσε την πονηριά του για να ξεγελάει τον Τούρκο, στοιχεία και γνωρίσματα που έχουν παραμείνει ζωντανά στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του μέχρι τις ημέρες μας.
Σαν ένας σύγχρονος Πρωτέας ο Έλληνας, μεταμορφώνεται και αλλάζει πρόσωπο ανάλογα με τα συμφέροντά του. Πάει όπου φυσά ο άνεμος, αλλάζοντας εύκολα γνώμη και πολιτική παράταξη, προκειμένου να διασφαλίσει το προσωπικό του κέρδος. Στην παρούσα συγκυρία, η έλλειψη προοπτικής για την πραγματοποίηση κάποιου »ρουσφετιού΄΄, όπως ένας διορισμός στο δημόσιο, ή οποιασδήποτε άλλης εξυπηρέτησης, μοιάζει να συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην αποχή. Η γενικότερη στάση του περικλείει αδιαφορία προς το κοινό καλό ενώ αποτυπώνεται στη φράση «τι με μέλει εμένα»; στις περιπτώσεις εκείνες που δεν έχει άμεσο όφελος. Ο Τερτσέτης (1800-1874), αγωνιστής της επανάστασης, ιστορικός, πολιτικός, δικαστικός και συγγραφέας, ο οποίος έγραψε τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, και αρνήθηκε να υπογράψει την καταδίκη του στη δίκη του Ναυπλίου (1834), καταδεικνύοντας τις συμπεριφορές εκείνες που απειλούν τη Δημοκρατία έγραψε: «εις τες ελεύθερες κυβερνήσεις η αμέλεια και τα αμαρτήματα του πολίτου γίνονται θανατερά και ολέθρια για την πατρίδα…».
Η τάση του Έλληνα να αποποιείται των ευθυνών του, ρίχνοντας το βάρος μόνο σε εκείνους που κυβερνούν, αποτελεί μια άλλη σημαντική παράμετρο που τον οδηγεί αυτόματα στο αδιέξοδο. Μοιάζει να μπαίνει στη θέση του αδύναμου, όπως στην περίπτωση ενός παιδιού που περιμένει και προσδοκά από τον ενήλικο γονιό του να αναλάβει την ευθύνη και την προστασία του. Η ατολμία αυτή, που πολλές φορές κρύβει οκνηρία και βόλεμα, εκφράζεται από μέρους του ως μια αυστηρή κριτική και υποτίμηση των όσων συμβαίνουν γύρω του. Καταλήγει έτσι να κατηγορεί τους άλλους αποδίδοντάς τους όλη την ευθύνη, αγνοώντας ότι η ενεργός συμμετοχή του και η ψήφος του έχει μεγάλη δύναμη και βαρύτητα καθώς μπορεί να ορίσει και να αλλάξει την ιστορία.
Σε βαθύ σκότος
Στην παρούσα κατάσταση, μοιάζει ο λαός μας να βρίσκεται σε βαθύ σκότος, φοβούμενος όμως να κινηθεί, να ελιχθεί και να δοκιμάσει καινούργια μονοπάτια ώστε να βρει «το φως». Θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας, μια παρόμοια κατάσταση που υφίσταται όταν παλεύουμε να απεγκλωβιστούμε από τα προσωπικά μας αδιέξοδα. Βρισκόμενοι στη θέση αυτή βιώνουμε μεγάλη σύγχυση και αγωνία αλλά με τη βοήθεια και τη στήριξη του θεραπευτή μας προσπαθούμε να φωτίσουμε το σκοτάδι της ψυχής μας, να συλλογιστούμε και να κατανοήσουμε ποιοί είμαστε και πού πάμε, προκειμένου να βρούμε λύσεις. Η γνώση του εαυτού μας περνάει μέσα από τη γνώση της προσωπικής μας ιστορίας, της οικογένειας καταγωγής μας αλλά και των επιρροών της ιστορίας του τόπου και του πολιτισμού μας πάνω μας. Σε ανάλογη περίπτωση στο κοινωνικό αυτό αδιέξοδο που ακινητοποιεί τον έλληνα πολίτη, το στήριγμά του αυτές τις δύσκολες ώρες θα μπορούσε να είναι η γνώση της ιστορίας του, η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση με τους συνανθρώπους του, η δράση και η ενεργός συμμετοχή του στα κοινά.
Με τις σκέψεις που παραθέτουμε, διατυπώνουμε την αγωνία και τον προβληματισμό μας για τη βαθιά κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κρίση που βιώνουμε αλλά και την ελπίδα και την αισιοδοξία για έναν δημιουργικό στοχασμό αλλά και διάλογο μεταξύ των πολιτών, των πολιτικών, των ανθρώπων του πνεύματος, των δασκάλων και των ειδικών.
Μόνο ενωμένοι μπορούμε να διασφαλίσουμε την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας. Είναι ανάγκη μπροστά σε αυτό το προσωπικό και συλλογικό αδιέξοδο, να κινηθούμε προς ένα συνθετικό «και» που θα ενώσει και θα συγκεράσει τον κατακερματισμό του λαού μας. Η συνεργασία όλων των δημοκρατικών παρατάξεων θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική.
Η Ελλάδα έχει γεννήσει τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Περικλή, τον Λεωνίδα και τον Αριστείδη. Οι Έλληνες κουβαλάμε στο συλλογικό μας ασυνείδητο ψήγματα μιας πλούσιας κληρονομιάς, την οποία έχουμε αφήσει αναξιοποίητη. Πρέπει να μας μέλει. Είναι ώρα να αναζωπυρώσουμε τον ζήλο και τη φιλομάθειά μας προκειμένου να γνωρίσουμε την ιστορία μας και κατ’ επέκταση τον εαυτό μας. Ας παραδειγματιστούμε από τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος πολύ πριν την επανάσταση οργάνωσε πνευματική εκστρατεία για την αφύπνιση και τον διαφωτισμό των Ελλήνων, συμβάλλοντας έτσι στην οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής αγωγής, η οποία θα βασιζόταν στην ηθική και στις αρετές, αναπτύσσοντας παράλληλα σπουδαίο εκπαιδευτικό έργο προκειμένου να φωτισθεί ο λαός. Ο σοφός αυτός άνδρας γνώριζε εκ βαθέων ότι μόνο η γνώση μπορεί να πολεμήσει και να αντισταθεί στην υποδούλωση του πνεύματος που ξεκινάει από την αδράνεια.
 
*Η κυρία Ελισάβετ Μπαρμπαλιού είναι Ψυχολόγος – Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Βαρεθήκαμε να είμαστε Eλληνες;

ΠΟΛΙΤΙΚΗ 10.03.2019

Η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη γλώσσα που μιλάμε και τις σημασίες της, η αμέλεια της εκπαίδευσης απέναντι σε ό,τι το ελληνικόν, μάλλον με υποχρεώνει να απαντήσω καταφατικά στην ερώτηση του τίτλου. Επειδή βλέπω ήδη πολλούς σχολιαστές να με αντιμετωπίζουν ως νοσταλγό της «παλιάς» παιδείας, με τις εθνικοπατριωτικές κορώνες και τη μετατροπή των νέων γενεών σε τροφίμους ενός περίκλειστου ιδρύματος, το ξεκαθαρίζω ευθύς εξαρχής.

Οταν λέω «ό,τι το ελληνικόν», δεν αναφέρομαι στην ελληνοκεντρική αντίληψη που αντιμετώπιζε την Ιστορία ως κατάλογο αιώνων στους οποίους οι Ελληνες είχαν πάντα το δίκιο με το μέρος τους και τους διέκρινε μόνον ο ηρωισμός. Ούτε στην απονεύρωση του κλασικού μας πολιτισμού με την απομνημόνευση πρώτων χρόνων.

Αναφέρομαι σε όλη αυτήν την ύλη που σε πείθει ότι η γλώσσα που μιλάς έχει τη δική της αξία, ότι μπορεί να γεννήσει και να υπερασπιστεί τη σκέψη και τις ευαισθησίες ενός ανθρώπου που ζει στον 21ο αιώνα. Και ότι η εκφραστική της δύναμη δεν περιορίζεται στην παράθεση προκατασκευασμένων σκέψεων με προκατασκευασμένο τρόπο όπως γίνεται στην έκθεση ιδεών, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να δεις και να κρίνεις τον κόσμο που ζεις με τον δικό σου τρόπο. Η ύλη αυτή έχει ένα όνομα: λέγεται λογοτεχνία. Και έχει και υλική υπόσταση. Δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα. Την αποτελούν οι συγγραφείς και τα έργα τους, από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη και από τον Βιζυηνό ώς τον Βαλτινό.

Γιατί ένα δεκαπεντάχρονο παιδί να μην έχει βαρεθεί που είναι Ελληνας; Απ’ τη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του του λένε πως έχει πίσω του προγόνους που έζησαν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και βάλε.

Επειδή δεν μπορεί να συλλάβει τη χρονική διάρκεια, αν δεν του κάτσει στον λαιμό η ιδέα, την καταπίνει αμάσητη. Κι όταν πια φτάσει στο σημείο εκείνο όπου υποτίθεται θα του εξηγήσουν τη σημασία αυτών των τριών χιλιάδων χρόνων, κοιτάζει γύρω του και λέει: Αν τόσα χρόνια δούλεψαν για να γίνει αυτό που ζω άσ’ τα καλύτερα. Ας ψάξω αλλού. Πού θα βρει τα επιχειρήματα για να αγαπήσει τον τόπο του;

Επειδή μεγάλωσα μέσα στη χούντα έμαθα να τον αγαπάω απ’ τα διαβάσματά μου. Η καθημερινότητα με απωθούσε, όμως οι Ορνιθες του Χατζιδάκι, ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, η ποίηση του Σεφέρη, η ζωγραφική του Τσαρούχη με συμφιλίωναν μαζί του. Οι δάσκαλοί μου στο Παρίσι μού έμαθαν να τον αγαπάω, επειδή κι αυτοί τον αγαπούσαν.

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης έγραψε ότι τα greeklish είναι κίνδυνος για τις νέες γενιές. Συμφωνώ. Αρκεί να επισημάνουμε τη διαφορά. Αλλο greeklish και άλλο η αγγλική, η «κοινή» του κόσμου μας. Η γλωσσομάθεια είναι απαραίτητο όπλο για το Ελληνόπουλο που ξέρει ότι αν περάσει τα σύνορα της χώρας, ακόμη κι αν δεν χρειαστεί να δείξει διαβατήριο, οφείλει να μιλάει τουλάχιστον μια μεγάλη γλώσσα, κατά προτίμησιν αγγλικά. Ομως, ούτε αυτό μπορεί να του το προσφέρει η εκπαίδευσή του. Η κατάσταση, λόγω Διαδικτύου, έχει βελτιωθεί από τα τουριστικά αγγλικά των προηγούμενων γενεών, όμως η πραγματική γνώση των αγγλικών, των γαλλικών, των γερμανικών εξακολουθεί να παραμένει προνόμιο των επιλέκτων.

Δεν είμαι γλωσσολόγος, πιστεύω όμως ότι αν η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας –όσο κι αν ο όρος αμφισβητείται, εγώ πιστεύω στην ύπαρξή της– δεν σε εξοπλίζει με το απαραίτητο γλωσσικό αίσθημα, τότε και οι υπόλοιπες καταγράφονται μηχανικά. Πώς θα καταλάβεις τον Καμύ αν δεν έχεις νιώσει το ρίγος της λογοτεχνίας στη γλώσσα που μιλάς; Το λέω εκ πείρας. Απελευθερώθηκα με τα γαλλικά όταν ένας σπουδαίος δάσκαλος, ο Πέτρος Παπαδόπουλος, έριξε στο εφηβικό γραφείο μου τον «Ξένο» στα γαλλικά και μου ζήτησε να τον διαβάσω. Ημουν 15 και γαλλικά έκανα από τα 5 μου. Ακολούθησε «Η ελπίδα» του Μαλρώ.

Δύσκολη δουλειά να δηλώνεις Ελληνας εν έτει 2019. Δεν αναφέρομαι στα πρακτικά, τα οικονομικά και τα λοιπά. Αναφέρομαι στο ουσιώδες, στον τρόπο που αντιδρά ο συνομιλητής σου. Οι Ελληνόπαιδες διαπρέπουν εκτός συνόρων. Διαπρέπουν όμως ως άτομα, όχι ως κοινότητα. Απ’ τον Τσιτσιπά έως τον τελευταίο γιατρό. Ως κοινότητα συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε βαρεθεί τον εαυτό μας, και τη συνύπαρξή μας. Αυτό εκφράζουν ο κυνισμός της πολιτικής μας ηγεσίας και η αδράνεια της πνευματικής ελίτ.

 

 

 

 

Ξερεις ποιος είμαι εγώ (ρε);

Αν και μας συμβαίνουν συμφορές εθνικής κλίμακας, αναφέρομαι εδώ σε ένα ήσσον περιστατικό: πριν από λίγες ημέρες, πρώην μέλος του Κοινοβουλίου αρνήθηκε να συνεργαστεί σε έλεγχο της αστυνομίας, έκανε φασαρία στη μέση του δρόμου και αναφώνησε μεταξύ άλλων: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;»· ίσως, όπως συνηθίζεται, προσθέτοντας «ρε» πριν από το ερωτηματικό. Eμείς οι Νεοέλληνες, ξεστομίζουμε τη ρητορική ερώτηση, με ή χωρίς «ρε», αυτομάτως, χωρίς σκέψη. Συγγενικές εκφράσεις υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, το περιεχόμενό τους όμως είναι περισσότερο απειλητικό και λιγότερο «ταυτοτικό»: «Δεν ξέρεις με ποιον τα βάζεις»· κάτι που υπονοεί «έχω τον τρόπο να σε εκδικηθώ». Δηλαδή πρόκειται για ελαφρώς μαφιόζικη δήλωση ισχύος, αληθινής ή φανταστικής. Στα ελληνικά, αν και η τιμωρία υπονοείται, το διακύβευμα είναι η «τιμή»: με έθιξες και θα το πληρώσεις.
Το «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ακούγεται σε ποικίλες περιπτώσεις που συγκλίνουν: 1) σε περίπτωση που ο συστηματικά απών ή ελλειμματικός κρατικός μηχανισμός εμφανίζεται αιφνιδίως και ελέγχει την παραβίαση του νόμου: Ο νόμος δεν ισχύει για μένα και κακό του κεφαλιού σου που διανοήθηκες να μου τον επιβάλεις 2) σε περίπτωση ασέβειας στον δημόσιο χώρο: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ που μου μιλάς απότομα, ή με καθυστερείς, ή με αμφισβητείς; Απαιτώ καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους και βάλ” το καλά στο μυαλό σου 3) σε περίπτωση επίδειξης κοινωνικού στάτους και προσφοράς εκδούλευσης: Ξέρεις ποιος εγώ; Λύνω και δένω. Θα τηλεφωνήσω αμέσως στον Τάδε.
Πράγματι, αυτή η συμπεριφορά μπορεί να ιδωθεί ως εθνικό χαρακτηριστικό που συνυπάρχει μετη διεκδίκηση της εξαίρεσης από τον νόμο ― όχι μόνο επειδή η παρανομία βολεύει αλλά και επειδή, μέσω κάποιας ψυχικής διαταραχής (φαντασιώσεων μεγαλείου), πολλοί Ελληνες φρονούν ότι ο νόμος δεν τους αφορά· ότι προορίζονται για ειδική μεταχείριση. Παραλλήλως, επειδή είμαστε μικρή χώρα, ο πρόεδρος, ο προεστός, ο σύγχρονος κοτζάμπασης είναι γνωστός σε όλους – η κοινωνία μας συντίθεται από ισχνές διασημότητες που ψευτοκαμαρώνουν επειδή είναι αναγνωρίσιμες στον μικρό τους κύκλο.
Οι ανθρωπολόγοι διακρίνουν τις κοινωνίες «ενοχής» από τις κοινωνίες «τιμής και αισχύνης». Στις πρώτες, ο κοινωνικός έλεγχος και η κοινωνική συνοχή επιτυγχάνονται μέσω ενεργοποίησης ενοχών και μέσω απειλής για επίγεια ή/και μεταθανάτια τιμωρία: κόλαση και τα τοιαύτα. Στις κοινωνίες ενοχής το άτομο αναρωτιέται: «Είναι δίκαιη ή άδικη η συμπεριφορά μου;». Η ερώτηση και η απάντηση εξαρτώνται από την ατομική συνείδηση, από το έμφυτο αίσθημα του Καλού. Στις κοινωνίες τιμής και αισχύνης, ο έλεγχος επιτυγχάνεται μέσω της ατίμωσης και του οστρακισμού για την απαράδεκτη πράξη. Ετσι, το άτομο αναζητεί μια «ισορροπία τιμής» και αναρωτιέται: «Θα ντροπιαστώ αν κάνω το Α ή το Β;». «Θα ντροπιαστώ αν υποστώ το Α ή το Β;». «Πώς θα φανώ στα μάτια των άλλων;». Σ” αυτό το είδος της κοινωνίας – στο οποίο εμπίπτει εν πολλοίς η χώρα μας – σημασία έχει η εικόνα του εαυτού όπως αντανακλάται στους άλλους. «Με σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο σαν οποιοδήποτε μέλος του λαουτζίκου. Αρα, θέλησε να με ντροπιάσει. Διαμαρτύρομαι.»
Η προτεραιότητα της τιμής – που σχετίζεται με σύμπλεγμα ανωτεροκατωτερότητας σε ατομικό και συλλογικό – εθνικό επίπεδο – αποδίδεται κυρίως στις ανατολικές θρησκείες, αλλά ανιχνεύεται και στον προτεσταντισμό ο οποίος έχει, εκ φύσεως, πολλές εκδοχές. Η ενοχή αποδίδεται περισσότερο στον καθολικισμό και στον ιουδαϊσμό, δηλαδή σε μια πιο εσωτερική αντίληψη και βίωση των πραγμάτων: το άτομο μπορεί να υποφέρει από τύψεις χωρίς κανείς να γνωρίζει το ηθικό του παράπτωμα, χωρίς να τίθεται ζήτημα δημόσιας έκθεσης και εξευτελισμού. Κατά τα φαινόμενα, στη σημερινή Ελλάδα, παρά την αρχαία παράδοση της μυθολογίας και της τραγωδίας, δυσκολευόμαστε να νιώσουμε ενοχή· πάντοτε κάποιος άλλος φταίει, πάντοτε κάποιος μάς επιβουλεύεται και μας αδικεί. Η ιδιαιτερότητά μας συνίσταται στο ότι δυσκολευόμαστε να νιώσουμε ακόμα και ντροπή: ενδιαφερόμαστε για τα προσχήματα και για το τι θα πουν οι άλλοι, αλλά, εφόσον δεν παραδεχόμαστε ούτε τα σφάλματά μας, ούτε την υπαγωγή μας σε νομικό σύστημα, αναζητούμε μεθόδους να αποφύγουμε την εσωτερική ταπείνωση.
Οσοι πιστεύουν στην ανωτερότητα του ελληνικού τρόπου ζωής αποδίδουν τη συμπεριφορά μας στη διονυσιακή μας ψυχοσύνθεση – πάθος, ψυχικές εκρήξεις, παρορμήσεις, ένστικτα, πνεύμα γλεντιού – στην οποία έχει υποχωρήσει το απολλώνιο στοιχείο του μέτρου και της λογικής. Η υπερβολική μας ευθιξία στην καθημερινότητα μοιάζει να μη σχετίζεται με την ηθική. Και μολονότι στην ελληνική πολιτική σημειώνονται διαρκώς εγκληματικά λάθη, παραλείψεις και σκάνδαλα, είναι πάρα πολύ σπάνιες οι ομολογίες, οι εκκλήσεις για συγχώρεση και οι παραιτήσεις από αξιώματα.
Περάσαμε αποτόμως από κοινωνία φόβου, στην οποία, είτε υπήρχε η τύψη, είτε όχι, το ερώτημα ήταν «Αν κάνω το Α, θα με σκοτώσουν; Θα με βασανίσουν;», σε κοινωνία τιμής. Την εξέλιξη αυτή καθρεφτίζει, νομίζω, η σύγχρονη εκπαίδευση: από το δόγμα «το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά υφίσταντο ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες, φτάσαμε στην παιδαγωγική του ναρκισσισμού, στο δόγμα «Είμαι υπερήφανος για σένα ό,τι κι αν κάνεις» σύμφωνα με το οποίο οι γονείς αναδεικνύουν τα παιδιά τους άλλοτε σε μικρούς θεούς που έχουν πάντοτε δίκιο, άλλοτε σε θύματα των συμμαθητών τους και της κοινωνίας. Σ” αυτό το παιδαγωγικό σχήμα σημασία έχει η δημόσια εικόνα.
Η ανακοίνωση της αστυνομίας μετά το επεισόδιο με τον πρώην βουλευτή ήταν εύστοχη: «(Με) το υψωμένο δάχτυλο του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», έχουμε καταφέρει θεσμική παραλυσία (…) χωρίς να χάνουμε ευκαιρία να καταδικάζουμε εκείνους που ακόμη πιστεύουν στην αξία (των θεσμών).» Ετσι κι αλλιώς, η απάντηση στην ερώτηση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» θα έπρεπε να είναι, εκ μέρους της αστυνομίας τουλάχιστον. «Δείξτε μας την ταυτότητά σας όπως οφείλετε και θα μάθουμε ποιος είστε.» Η μη συμμόρφωση επισύρει, σε τέτοια περίπτωση, κακόγουστες σκηνές, άρα κάποιου είδους δημόσιο εξευτελισμό. Οχι ότι ερυθριάζει κανείς. Δεν ερυθριάζει.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Το στιγμιαίο συλλαλητήριο

 

Υπάρχουν σταθεροί τόποι. Τόποι γης. Με χώμα και πέτρες. Με θάλασσες και κάμπους. Τόποι γενέθλιας αναφοράς.
Υπάρχουν σταθεροί τόποι. Τόποι ιδεών. Βιωμάτων. Αγώνων. Ιστορίας. Τόποι συνείδησης.
Οι σταθεροί τόποι είναι η αφετηριακή και κινητήρια θέση μας. Γύρω τους υπάρχει ο θεμελιακός πυρήνας της ύπαρξής μας.
Η συζήτηση για το Σκοπιανό που επανέρχεται με προβληματισμό, ένταση και κραυγές ανακινεί αυτό το θεμελιακό, ακρογωνιαίο στοιχείο.
Τα δεδομένα της σημερινής κατάστασής μας είναι γνωστά. Και μόνο μέσα από την επίγνωση της πραγματικής ζωής, την επίγνωση του παρόντος μας, κατανοείται καλύτερα η αδυναμία χειρισμού των θεμάτων που συνδέονται και με εμάς και με τον κόσμο, όπως αυτό του Σκοπιανού – ή όπως το ονομάσουμε.
Ο ελληνικός λαός σήμερα είναι ένας λαός αποξενωμένος από τον εαυτό του. Σε απόσταση από την ίδια του τη ζωή. Σε αδυναμία διάκρισης του ασήμαντου από το σημαντικό. Αυτή η αδυναμία διάκρισης είναι η καρδιά της παρακμής του. Η αλλοίωση που προκύπτει εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή ως αδιαφορία για τα σημαντικά.
Αδιαφορεί για το περιβάλλον και τη φύση. Τη φύση μέσα στην οποία ζει, τον φιλοξενεί και τον τρέφει. Κανονικός καταπατητής του τόπου του, πληγώνει με κάθε τρόπο το σώμα της χώρας του. Το κάλλος της είναι τουριστικό προϊόν. Και η θαυματοποιητική λειτουργία της φύσης δεν τον αγγίζει και δεν τον αφορά.
Αδιαφορεί για τον νόμο και την αξία του. Αδιαφορεί γα τις προϋποθέσεις της αξιοπρεπούς, δημοκρατικής και ελεύθερης συνύπαρξης. Ετσι ο νόμος, ως όπλο του αδυνάτου, έχει ήδη νεκρωθεί. Από την αναξιοκρατία που ο λαός χειροκρότησε μέχρι την καθημερινή ανομία που δυναμώνει και στηρίζει με την καθημερινή στάση του.
Αδιαφορεί για το δημόσιο σχολείο και τη σταθερή επί χρόνια τώρα υποβάθμισή του. Προσπερνώντας με την καθυστερημένη συνείδησή του την ανάγκη της γνώσης, της κριτικής σκέψης και της πολύμορφης συνάντησης με τον στοχασμό και τη σκέψη. Πρόταξε άλλα αγαθά. Συμβιβάστηκε με την υλική βελτίωση της ζωής του, θεωρώντας γραφικές τέτοιες αναζητήσεις. Συνακόλουθα αδιάφορο τον άφησε και τον αφήνει το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας, του εκφυλισμού της, της υποβάθμισης της αξίας της, ως στοιχείου της ταυτότητας μιας κοινότητας ανθρώπων.
Αυτός ο αλλοτριωμένος σύγχρονος Ελληνας διαμόρφωσε μια σχέση προτεραιότητας με τις προϋποθέσεις της υλικής του ευμάρειας. Η άκοπη σχετικά και σε γραμμική εξέλιξη μετά το 1974 διαρκής βελτίωση της καθημερινής ζωής θεωρήθηκε αυτονόητο δικαίωμα, διαρκές και αιώνιο. Η συζήτηση για τις προϋποθέσεις της διάρκειας αυτής της κατάστασης ήταν για τον λαό μια εχθρική υπόθεση, την είδε σαν απειλή και καταψήφιζε κάθε τολμηρό ψιθυριστή της αλήθειας.
Ετσι προέκυψαν στον χρόνο μια στάση και μια συμπεριφορά που απόλυτα τον εκφράζουν: o ελληνικός λαός είναι οπαδός των προβλημάτων και εχθρός των λύσεων. Πρόκειται για μια ανώτερη μέθοδο αυτοκαταστροφής. Και περαιτέρω βύθισης στην παρακμή και στην αλλοίωση που εκφράζεται με την εύκολη αποδοχή του ψεύδους και ταυτόχρονα την αδιαμαρτύρητη αποδοχή των πικρών καρπών του.
Αποξενωμένος από τον εαυτό του και αλλοιωμένος στην πορεία, ηχεί παράδοξο και παράλογο για αυτόν κάθε αίτημα που τον καλεί όλα να γίνουν από την αρχή. Να στοχαστεί την πορεία του, να αξιοποιήσει την εμπειρία του, να ανασυνταχθεί πολιτικά και να αναζητήσει περιεχόμενο και νόημα στη σχέση του με τον εαυτό του και στη σχέση του με τον κόσμο.
Οπως σε κάθε εποχή παρακμής και κρίσης, το ζήτημα αυτό επανέρχεται πάντοτε με την ίδια μορφή. Είναι η σχέση με την ευθύνη. Και ευθύνη σημαίνει: συνειδητοποίηση των συνθηκών, επίγνωση των δυσκολιών, αποδοχή του κόστους και των κινδύνων, προσπάθεια και δοκιμασία στον μακρύ ιστορικό χρόνο.
Αυτές είναι οι προϋποθέσεις της ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας.
Διαφορετικά κανένα στιγμιαίο συλλαλητήριο δεν φέρνει σωτηρία.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.

Μαρία Ευθυμίου: Εχουμε εθιστεί να είμαστε μωρά

ΝΟΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Συναντηθήκαμε σε ένα συμπαθητικό εστιατόριο στο Κουκάκι, στα μέσα Δεκεμβρίου. Στα δελτία ειδήσεων έπαιζαν «ψηλά» το ενδεχόμενο εκλογής μουφτή στη Θράκη, τo συνέδριο της Ν.Δ. και η πρωτοφανής κακοκαιρία στις ΗΠΑ. Ποια κακοκαιρία; Στην Αθήνα είχε λαμπρό ήλιο και θερμοκρασίες φθινοπώρου. Η ανάλαφρη διάθεσή μου γρήγορα βάρυνε όταν αρχίσαμε να συζητούμε για το μέλλον της χώρας. Η Μαρία Ευθυμίου ήταν ξεκάθαρη και με συγκεκριμένο σκεπτικό: η βαθιά και παρατεταμένη κρίση που περνάμε δεν μας έδωσε κανένα ουσιαστικό μάθημα. Η πλειονότητα του ελληνικού λαού δεν θέλει να αλλάξει, άρα οποιαδήποτε βελτίωση υπάρξει θα είναι προσωρινή. Δεν θα επιτρέψει να κάνουμε το άλμα που χρειάζεται. Εάν η δυσλειτουργία, η σήψη και η διάλυση παραταθούν, κάποιοι από τους γείτονές μας που εποφθαλμιούν θα μας διαμελίσουν και θα μας απορροφήσουν. Το να ακούς μια τέτοια μαύρη εκτίμηση από έναν άνθρωπο σοβαρό που σπάνια μιλάει στα Μέσα, αλλά έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη της Ιστορίας, σου προκαλεί σύγκρυο.

– Μα δεν πιστεύετε ότι σιγά σιγά τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, ιδιαίτερα αν υπάρξει μια πολιτική ηγεσία στον τόπο που θα ενισχύσει την ανάπτυξη;

– Με τα μυαλά και τη νοοτροπία που έχουμε σήμερα, δεν σωζόμαστε. Μπορεί για ένα χρονικό διάστημα λίγων ετών να έρθουν περισσότερα κεφάλαια στην Ελλάδα και να υπάρξει ανάκαμψη. Θα είναι, όμως, πρόσκαιρη. Και θα ξαναβυθιστούμε – εάν πράττουμε τα ίδια. Μεγάλη ευκαιρία μας έδωσε, προ τριακονταπενταετίας, η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εμείς, όμως, αντί να ταιριάξουμε με τα προηγμένα κράτη και να αλλάξουμε τα δυσλειτουργούντα σημεία μας, ενδιαφερθήκαμε μόνο για τα χρήματα. Οι πλούσιες και καλοδιοικούμενες χώρες, όμως, δεν έγιναν πλούσιες και καλοδιοικούμενες επειδή βρήκαν ξαφνικά χρήματα. Αμα ήταν έτσι, η Νιγηρία –που έχει πάμπλουτο υπέδαφος– θα ήταν μία από τις πιο πλούσιες και καλοδιοικούμενες χώρες του κόσμου. Δεν είναι θέμα πλούτου. Είναι πώς προσλαμβάνεις τον εαυτό σου και τη λειτουργία σου μέσα στην κοινωνία που ανήκεις. Είναι θέμα βαθύτατα πολιτικό, δηλαδή. Και αφορά όλη την κοινωνία, έναν έναν τον πολίτη.

– Ναι αλλά έχουμε προχωρήσει αρκετά τα τελευταία 30 χρόνια…

– Ασφαλώς. Αν δεις την Ελλάδα του ’49, όταν τελείωσε ο Εμφύλιος, ήταν μια χώρα καψαλισμένη από πάνω μέχρι κάτω. Η διαφορά εικόνας με σήμερα είναι τεράστια. Από τη δεκαετία του ’60 κιόλας είχε βελτιωθεί πολύ η χώρα. Και, βέβαια, μετά το ’80 ήρθαν πολλά χρήματα από την Ε.Ε. Aκοπα χρήματα. Τα οποία μας δίνονταν για να κάνουμε υποδομές, ώστε να μπορέσουμε να εκτοξεύσουμε την οικονομία μας και να συγκλίνουμε προς το ευρωπαϊκό επίπεδο. Εμείς διαχειριστήκαμε το πράγμα όπως το διαχειριστήκαμε. Χωρίς σοβαρότητα και αναμέτρηση με το μέλλον. Eτσι, ήρθε η κρίση. Και βλέπω γύρω μας χώρες που βρίσκονταν κάτω να ανεβαίνουν προς τα πάνω, ενώ εμείς που ήμασταν ψηλότερα να πέφτουμε συνεχώς. Σε όλους τους τομείς. Και πώς να μην κατρακυλάμε, όταν δεν θέλουμε να δούμε τον εαυτό μας και να αλλάξουμε. Eχουμε εθιστεί να είμαστε μωρά. Για όσα παθαίνουμε φταίνε πάντα οι άλλοι και ουδέποτε εμείς. Eτσι ανατρεφόμαστε και στις οικογένειές μας, όπου περιμένουμε οι γονείς μας να μας συντηρούν μέχρι τα γεράματά μας. Το ίδιο κάνουμε και με τις χώρες με τις οποίες μετέχουμε σε ευρύτερους συνασπισμούς. Περιμένουμε να μας νταντεύουν επίσης. Αενάως. Και να είμαστε, βέβαια, πάντοτε εν αγανακτήσει. Το να είμαστε «αγανακτισμένοι» είναι σταθερό σημείο μας. Eχουμε έφεση σ’ αυτό.

– Πώς θα ενηλικιωθούμε και θα γίνουμε πιο ισχυροί;

– Για να γίνουμε πιο ισχυροί, θα πρέπει να συνομιλήσουμε με τον εαυτό μας και να πορευτούμε στη ζωή μας με εντιμότητα. Και όχι να καταφεύγουμε στη θρασυδειλία που δείχνουμε, δηλαδή να κοιτάμε πόσα θα αρπάξουμε, βρίζοντας κι από πάνω, κατηγορώντας τους άλλους για τα δικά μας λάθη κι ανεπάρκειες. Δεν γίνεται με τέτοια αναξιοπρέπεια να πορευθεί μια κοινωνία. Πρέπει να γίνουμε γενναίοι. Γενναίος είναι αυτός που αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του και αποφασίζει να βασιστεί στις δυνάμεις του για να προχωρήσει. Να τηρήσει μιαν αντρίκια συμπεριφορά, όπως λέγαμε παλιά. Αλλά δεν νομίζω ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Πολύ φοβάμαι ότι η μακρόσυρτη αδυναμία μας θα δώσει χώρο να απορροφηθούμε από άλλες δυνάμεις.

– Με βίαιο τρόπο εννοείτε;

– Eνα τμήμα της εξέλιξης αυτής αναπόφευκτα θα είναι βίαιο. Και θα μας οδηγήσει, σταδιακά, να χάσουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα – την οποία, εξάλλου, οι ίδιοι αποποιούμεθα και για την οποία αδιαφορούμε. Oπως, π.χ., για τη γλώσσα μας.

– Θεωρείτε ότι η Τουρκία μπορεί να διαδραματίσει αυτό τον ρόλο;

– Η Τουρκία είναι μεγάλος παίκτης. Και εξ αυτού, εξαιρετικά επικίνδυνη. Πάντως, δεν θα είναι η Γερμανία αυτή που θα μας απορροφήσει, όπως λένε κάποιοι.

– Ναι, αλλά δεν βλέπω πολλούς να βγαίνουν και να τονίζουν ότι πρέπει να αλλάξουμε και να σοβαρευτούμε.

– Eχει λεχθεί σε όλους τους τόνους, από πολλούς και επί μακρόν. Εμείς, ωστόσο, δεν το ακούμε αυτό. Μας αρέσει να ζούμε μέσα στη συνωμοσιολογία: ότι όλοι μάς επιβουλεύονται, ότι μας ζηλεύουν για το ωραίο μας κλίμα, τη χαλαρή ζωή μας, τα ορυκτά μας κ.λπ. Μέχρι και σήμερα το ένα τρίτο του ελληνικού λαού πιστεύει ότι το ψεκάζουν. Οπότε τι συζητούμε; Από ποια βάση ξεκινάμε;

Αν βάλεις ταμπέλα «αριστερού», ό,τι και να κάνεις γίνεται ανεκτό

Η Μαρία Ευθυμίου  θεωρεί ότι η χώρα συνεχίζει σήμερα να ταλανίζεται και να μην μπορεί να ξεπεράσει τον διχασμό και τις πληγές του Εμφυλίου. Μπορεί, λέει, ο Εμφύλιος να τελείωσε το ’49, πολιτικά, όμως, ο διχασμός μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς παρατείνεται, με μεταλλάξεις, μέχρι σήμερα. Μάλιστα, στη διάρκεια των δεκαετιών που κύλησαν, συνέβη μία ανατροπή: οι ηττημένοι του Εμφυλίου αναδείχθηκαν, μέσα από το λαϊκό αφήγημα, στους ηθικούς νικητές του. Μέσα στο υποσυνείδητο σημαντικού μέρους του ελληνικού λαού οι ηττημένοι του Εμφυλίου κατετάγησαν στα «παλικάρια», στους «κοινωνικά ευαίσθητους», στους «προοδευτικούς». Eτσι, στη Μεταπολίτευση, το οικοδόμημα της κοινωνίας περιστράφηκε υποδορίως γύρω από αυτό το αφήγημα. Ο καθένας παρουσίαζε τον εαυτό του ως «αριστερό», άρα ως «θύμα» της εκάστοτε «κακής κυβέρνησης» (που ο ίδιος πάντως εξέλεγε και παρωθούσε στα άθλια), ώστε να απαιτεί, υπό ιδεολογική κάλυψη, και άλλες παροχές και άλλες ασυδοσίες που δεν δικαιούνταν ούτε του αναλογούσαν.

Oπως αναφέρει στο τελευταίο βιβλίο της («Μόνο λίγα χιλιόμετρα. Ιστορίες για την Ιστορία», που γράφηκε σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά και κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις εκδόσεις Πατάκη), με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αντί ν’ αδράξουμε την ευκαιρία να επανεκκινήσουμε την κοινωνία μας σε μια νέα βάση, υγιή, βυθιστήκαμε στις αρρώστιες του παρελθόντος και είδαμε τον εαυτό μας σε αντιπαράθεση με τις προηγούμενες εποχές. Και καθώς αυτές οι προηγούμενες εποχές εμπεριείχαν πολύ και πολλές φορές υποκριτικό «πατριωτικό» λόγο, αποφασίσαμε ότι ο πατριωτισμός –το να πονάς δηλαδή και να φροντίζεις τη χώρα σου, να προστατεύεις την κοινωνία σου και το δημόσιο αγαθό– είναι «αντιδραστικό» και «φασιστικό», ενώ το να καταστρέφεις και να βανδαλίζεις τη δημόσια περιουσία της είναι «προοδευτικό».

Σημειώνει, στη συζήτησή μας, ότι, όπως λέει και ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο αριστερός λόγος σήμερα, αντί να υπερασπίζεται την αλήθεια, έχει γίνει η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την κάλυψη κάθε αθλιότητας. Αν προλάβεις και βάλεις την ταμπέλα του «αριστερού», ό,τι και να κάνεις γίνεται ανεκτό από μια κοινωνία που φοβάται να καταγγείλει το κακό μην τύχει και τη χαρακτηρίσουν, οι με την ταμπέλα «αριστερός» φασίστες, «φασιστική» και «αντιδραστική».

Και φέρνει σαν παράδειγμα την τραγωδία της Marfin. Τους τρεις νεκρούς –μια γυναίκα από τους οποίους ήταν, μάλιστα, έγκυος– που κάηκαν στο κέντρο της Αθήνας από ομάδες «αγανακτισμένων αριστερών», οι οποίοι φώναζαν ηρωικά «να καείτε, να καείτε, να πάτε να γ…τε». Επειδή εργάζονταν, ενώ θα έπρεπε, κατά τη γνώμη των «αριστερών» διαδηλωτών, να απεργούν. Λες κι η απεργία είναι υποχρεωτική. Και γι’ αυτούς τους τρεις ανθρώπους δεν μιλάμε καθόλου επειδή κάηκαν από «αριστερούς». Δεν υπάρχει καμία μνεία. Πουθενά. Ούτε καν μία πλακέτα έξω από το κτίριο όπου κάηκαν ζωντανοί. Αντίθετα, τον τραγουδιστή Παύλο Φύσσα που μαχαιρώθηκε στον Πειραιά από κάποιες εγκληματικές φασιστικές ομάδες τον θυμόμαστε και τον τιμούμε – και σωστά πράττουμε. Τον θυμόμαστε, όμως, και τον τιμούμε επειδή οι δολοφόνοι ήσαν φασίστες και όχι αριστεροί. Αυτή, όμως, η ηθική δεν μπορεί, ως κοινωνία, να μας πάει πουθενά.

Χαμηλές απαιτήσεις

Από το 2006 η Μαρία Ευθυμίου έχει δώσει χιλιάδες διαλέξεις σε όλη την Ελλάδα διδάσκοντας Παγκόσμια και Ελληνική Ιστορία. Δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων έχουν προσέλθει στα μαθήματα αυτά για να μπορούν να ερμηνεύουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.

Ως προς το θέμα της παιδείας, λέει πως στην κοινωνία έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα χαμηλής απαιτητικότητας. Στα σχολεία όλοι οι μαθητές, έτσι κι αλλιώς, παίρνουν Α στο δημοτικό και 19 ή 20 στο γυμνάσιο, δουλέψουν δεν δουλέψουν, μάθουν δεν μάθουν. Εχουμε ένα απίθανο ποσοστό αριστούχων παγκοσμίως. Καμία σύγκριση με παλαιότερα. Ο απόφοιτος δημοτικού του σχολείου της γειτονιάς πριν από 40 χρόνια ήξερε πολύ περισσότερα από πολλούς αποφοίτους λυκείου σήμερα. Μετά το 1980 αποφασίσθηκε το κλίμα αυτό προκειμένου «να μην επιβαρυνθεί η ψυχή των παιδιών». Είναι κι αυτό άλλη μία έκφανση της δήθεν «αριστερής» πλευράς μας. Δηλαδή, του τίποτα.

 ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αγαπάς την Ελλάδα;

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 15.10.2017

Α​​γαπάτε την Ελλάδα; Δεν είναι δα κι ο Μπραμς. Το ερώτημα ακούγεται μάλλον ρητορικό αν κρίνεις από τις απόψεις που κατατίθενται καθημερινά στο δημόσιο βήμα. Δεν εξαιρώ τον γκρινιάρη εαυτό μου. Αγαπώ την Ελλάδα φτάνει να είμαι υγιής και να μη χρειαστώ νοσοκομείο, φτάνει να έχω αρκετά χρήματα ώστε να μη χρειάζεται να ζω απ’ τη δουλειά μου. Κι αν χρειάζεται, να εργαστώ για να ζήσω φτάνει η δουλειά μου να μην απαιτεί συνάφεια με πολύ κόσμο. Εχω φίλους σκηνοθέτες και συνθέτες που ξοδεύουν τη δημιουργική τους ενέργεια προσπαθώντας να συνεννοηθούν με τους ηθοποιούς και τους μουσικούς. Ως γνωστόν, η άποψη είναι το εθνικό μας προϊόν. Αν μπορούσαμε να εξαγάγουμε απόψεις, μαζί με τον θόρυβο που παράγουμε για να τις υπερασπιστούμε, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα του χρέους.

Ναι, αγαπώ την Ελλάδα, φτάνει να μην είμαι συνταξιούχος. Ευτυχώς, λέω, όταν φτάσω στην ηλικία της συνταξιοδότησης το πιθανότερο είναι να μην υπάρχουν συντάξεις, οπότε να είμαι αναγκασμένος να γράφω ώς την τελευταία ημέρα της ζωής μου. Οχι, φίλε αναγνώστη. Δεν θα γλιτώσεις τόσο εύκολα. Οταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ένας στριμμένος γέρων συντηρητικός. Είχα έναν φίλο, μακαρίτη τώρα πια, καρδιοπαθή, που είχε προγραμματίσει να ζήσει ώς τα εξήντα πέντε του και είχε υπολογίσει ότι τα χρήματά του τού έφταναν έως τότε. Δυστυχώς πέθανε στα εξήντα επτά του, με αποτέλεσμα να δυσκολευτεί πραγματικά τα δύο τελευταία χρόνια.

Ναι, αγαπώ την Ελλάδα, φτάνει να μην έχω να κάνω με το ελληνικό Δημόσιο. Πώς είναι δυνατόν να διαχωρίζεις την Ελλάδα από το ελληνικό Δημόσιο; Το ελληνικό Δημόσιο είναι η ίδια η Ελλάδα. Κακότροπη, κακότεχνη, εχθρική, βουλιμική, αλλά Ελλάδα. Εκτός πια κι αν εννοείς ότι σου αρέσει η Ελλάδα όπως αρέσει στον Γερμανό συνταξιούχο που αγόρασε σπίτι, τον κατάκλεψε ο μηχανικός για την άδεια, ο πετράς, ο υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, ο ξυλουργός, αλλά παρ’ όλ’ αυτά του ήρθε φθηνά, διότι συνυπολόγισε στο κόστος την αξία του ήλιου και της θάλασσας. Το επίγραμμα το δανείζομαι από φίλο Αμερικανό: «Στην Ελλάδα ξοδεύεις τόσον χρόνο για να επιβιώσεις που δεν σου μένει καιρός για τίποτ’ άλλο». Ηταν ο διερμηνέας του Μακάρθουρ όταν υπεγράφη η συνθηκολόγηση με την Ιαπωνία. Λεγόταν Τζον Ρόου, ο σεναριογράφος των «Aristocats», και λάτρευε τη ζωή του στον έρημο κόλπο της Ανδρου όπου περνούσε τον μισό του χρόνο. Αγαπάτε την Ελλάδα λοιπόν; Και μη μου πείτε «εξαρτάται ποια Ελλάδα», διότι αυτό είναι προνόμιο των ποιητών. Οι Δελφοί του Σικελιανού δεν έχουν σχέση με την Πρέβεζα του Καρυωτάκη, όμως και η μία και η άλλη Ελλάδα ήταν πηγή έμπνευσης. Η Ελλάδα που πληγώνει τον Σεφέρη όπου κι αν ταξιδέψει τι σχέση έχει με τη λυρική αποθέωση του τοπίου της από τον Ελύτη; Ο πρώτος στον λόγο του κατά την απονομή του Νομπέλ είπε: «Αυτή η γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται». Ο δεύτερος συνδύασε το αίτημα της αιωνιότητας με τη διαφάνεια του φωτός. Ποιητική αδεία θα μου πείτε. Και στο κάτω κάτω, τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με τη σημερινή ασχήμια μιας χώρας ανάπηρης, που προσπαθεί να επιβιώσει στο περιθώριο του κόσμου της; Και ξοδεύει τόση ενέργεια για να επιβιώσει που δεν της μένει καιρός για να κάνει τίποτ’ άλλο; Αγαπάτε την Ελλάδα λοιπόν;

Ναι, εννοώ αυτό το χάλι που το λυμαίνονται άνθρωποι αγράμματοι, αυτήν τη συσσωμάτωση κατσαπλιάδων, αυτήν την αυτοκαταστροφική κοινωνία που δεν σέβεται ούτε τη γλώσσα που μιλάει ούτε την παρακαταθήκη των μεγάλων νεκρών της. Αυτόν τον αλαζονικό και αυτάρεσκο Ελληναρά, αμόρφωτο, ξερόλα και έτοιμο να ρίξει σφαλιάρες όταν δεν κινδυνεύει να τις φάει.

Εννοώ την Ελλάδα που τη σύλησαν οι «Κωλοέλληνες» του Σαββόπουλου, αυτήν τη χώρα που ηττήθηκε από τον ίδιο της τον εαυτό. Οσο περισσότερο την αγαπάς, τόσο περισσότερο σε εξοργίζει. «Ποιος εχθρός σάς έφτασε σ’ αυτό το σημείο;» με είχε ρωτήσει ο Νταβίντ Γκρόσμαν το 2010. Μόλις είχε χάσει τον γιο του στον πόλεμο του Ισραήλ με τη Συρία. Τον σεβόμουν και δεν μπορούσα να του απαντήσω με κάποια εξυπνάδα απ’ αυτές που λέγονται στα δείπνα. Του απάντησα σοβαρά: «Εμείς οι ίδιοι».

Για τις νεότερες γενιές η Ελλάδα είναι καταναγκαστικό έργο. Δεν υπήρξε ποτέ παράδεισος, ούτε καν αναψυκτήριο. Ομως εδώ κι εκεί σου πρόσφερε νησίδες για ν’ αρπαχτείς και να την αγαπήσεις.

Ολίγον νομοταγής, ωραίος ως Ελλην

ΓΙΟΥΛΗ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

Για το ναυτικό δυστύχημα στην Αίγινα που έβαλε βίαιο τέλος στη ζωή τεσσάρων ανθρώπων και προκάλεσε τραυματισμούς σε 17 δεν μπορεί να πει κανείς πολλά. Είναι ένα γεγονός τραγικό, σοκαριστικό. Ηδη στον 77χρονο χειριστή του μοιραίου ταχύπλοου που εμβόλισε το μικρό τουριστικό σκάφος ασκήθηκε ποινική δίωξη για δύο κακουργηματικές και δύο πλημμεληματικές κατηγορίες.

Η ενοχή του ή μη θα αποφασιστεί από τα δικαστήρια και θα είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς διαδικασιών που προβλέπει το κράτος δικαίου. Δεν θα κριθεί ούτε στα τηλεοπτικά κανάλια ούτε στο Διαδίκτυο και στα social media. Αυτό που πρωτίστως πρέπει να μας προβληματίσει με αφορμή την τραγωδία της Αίγινας και με εκατοντάδες άλλες μικρές και μεγαλύτερες αφορμές –καθημερινά περιστατικά που από καθαρή τύχη δεν καταλήγουν τραγωδίες– είναι οι διαστάσεις που έχει πάρει η μη τήρηση των κανόνων. Είναι η κυρίαρχη στάση, είναι σχεδόν συστημική, έχει γίνει μια κανονικότητα.

Οσον αφορά συγκεκριμένα τα θαλάσσια ατυχήματα, περίπου εκατό άνθρωποι τραυματίζονται –αρκετοί θανάσιμα– κατά τη συμμετοχή τους σε θαλάσσια σπορ ή δραστηριότητες με σκάφη. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 2015 «ο αριθμός των ατόμων που υπέστησαν ατύχημα σε πλοία και σε περιοχές ευθύνης των λιμενικών αρχών ανήλθαν σε 320, 7,7% περισσότερα από το 2014» («Κ», 17/8/2016). Ο αριθμός τους βαίνει αυξανόμενος. Αλλά ας μην περιοριστούμε.

Ας σκεφτεί ο καθένας πόσες φορές μέσα στη μέρα γίνεται μάρτυρας πράξεων μη τήρησης νόμων. Κατάληψη δημόσιου χώρου, όρια ταχύτητας που δεν τηρούνται, φωτεινοί σηματοδότες που για κάποιους είναι διακοσμητικές πινελιές στον δρόμο, παράκαμψη των νόμιμων διαδικασιών σε δημόσιες υπηρεσίες και πόσα ακόμη… Η προθυμία που επιδεικνύουμε στην παράβαση είναι εντυπωσιακή σε μέγεθος. Είναι λες και το αντίθετο στους νόμους και τους κανόνες να ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία.

Είμαστε η μόνη χώρα που συμβαίνει αυτό; Οχι βέβαια. Παντού υπάρχουν προβλήματα στην εφαρμογή των νόμων, σε πολλά μέρη του δυτικού κόσμου υπάλληλοι λαδώνονται, διαδικασίες παρακάμπτονται, ελεγκτές κάνουν τα στραβά μάτια. Στην Ελλάδα όμως, έχει επικρατήσει εδώ και πολλά χρόνια ένα σύστημα διευρυμένης πελατειακής προσφοράς-ζήτησης, το οποίο δουλεύει με τον πιο απλό τρόπο, τη γνωριμία, και καμία μεταρρύθμιση δεν φαίνεται ικανή να το απειλήσει.

Γιατί ακόμη και μεταρρυθμίσεις που αποφασίζονται στα χαρτιά αποδεικνύεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστούν. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει ιδιαίτερη την ελληνική περίπτωση. Η επαναξιολόγηση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι το ένα ζητούμενο, η γέννηση μια κουλτούρας υπακοής σε βασικούς κανόνες, το άλλο. Το πιο δύσκολο.

Πριν από χρόνια, σε παραλία νησιού του Βορειοανατολικού Αιγαίου, ένας Ελληνας παραθεριστής νοίκιασε ένα βαρκάκι με μηχανή για να πάει βόλτα την οικογένειά του. Δεν είχε δίπλωμα. Οταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, απάντησε: «Γιατί μπορώ…».

 O χαρακτήρας των Ελλήνων – ανιχνεύοντας την Εθνική μας ταυτότητα, Εκδόσεις Ηρόδοτος

Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος,

Η επώδυνη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας από το 2010 αποκάλυψε παράλληλα σοβαρότατες αδυναμίες στο θεσμικό, κοινωνικό και γενικότερα πολιτιστικό υπόβαθρό της. Με αυτή την αφορμή διατυπώθηκαν (και εξακολουθούν να διατυπώνονται) απόψεις και ιδέες τόσο για τις θεσμικές μετατροπές που θα συμβάλουν στην ανόρθωση του κράτους και της κοινωνίας μας, όσο και γενικότερα για τη νοοτροπία και την ψυχοσύνθεση των Νεοελλήνων, η οποία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας οποιασδήποτε αλλαγής. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο προβληματισμού, οι απόψεις ορισμένων διακεκριμένων διανοουμένων έχουν ιδιάζουσα βαρύτητα, ιδιαίτερα μάλιστα όσες συνέβη να διατυπωθούν σε ανύποπτο χρόνο. Δύο τέτοιοι διανοούμενοι υπήρξαν ο κοινωνιολόγος Παναγιώτης Κονδύλης και ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, η βιολογική απουσία των οποίων από τον σύγχρονο διάλογο για το μέλλον της χώρας μας γίνεται ολοένα και πιο αισθητή. Εν προκειμένω δεν θα αναφερθούμε περισσότερο στον Παναγιώτη Κονδύλη, καθώς η ιδιότητά του έχει συμβάλει στην αμεσότερη επαναξιολόγηση του έργου του. Η περίπτωση όμως του Απόστολου Βακαλόπουλου χρήζει μεγαλύτερης αναδίφησης, αφού στη χώρα μας οι ιστορικοί συνήθως δεν συμπεριλαμβάνονται στους διανοούμενους «πρώτης γραμμής».

Ο Βακαλόπουλος είχε το «προνόμιο» να βιώσει εκ του σύνεγγυς την ταραγμένη ιστορία της χώρας μας κατά τον 20ό αιώνα. Γεννημένος το 1909, πέθανε σε προχωρημένη ηλικία το 2000 έχοντας στο μεταξύ γνωρίσει από κοντά τη δυστυχία των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και τα δεινά της δεκαετίας 1940-49, κατά την έναρξη της οποίας (το 1940-41) υπηρέτησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Παρά τις γενικότερες αντιξοότητες, κατόρθωσε να σπουδάσει Ιστορία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο μεταπολεμικά εξελέγη τακτικός καθηγητής της Νεώτερης Ιστορίας, θέση την οποία κατείχε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το χαρακτηριστικό που τον διακρίνει από τους περισσότερους Έλληνες ομοτέχνους του είναι ότι «μεταποίησε» τα βιώματά του σε πρωτότυπες και διεισδυτικές ιστορικές μελέτες, τον κολοφώνα των οποίων αποτέλεσε η οκτάτομη «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», την οποία συνέγραψε την περίοδο 1961-88.

Σε αυτήν ο Βακαλόπουλος εξετάζει την ιστορική πορεία του ελληνισμού από την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης του Καποδίστρια, τεκμηριώνοντας με έναν πλούτο ιστορικών, οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων τη συνέχεια του ελληνικού έθνος στη διάρκεια έξι ταραγμένων αιώνων, αλλά και μέσα από το «καμίνι» της Ελληνικής Επανάστασης. Το έργο «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων», το οποίο παρουσιάζουμε εδώ, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το απόσταγμα των πορισμάτων της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού», αποτελώντας μάλιστα το τελευταίο θεματικά αυτοτελές έργο του, καθώς πρωτοεκδόθηκε το 1983 (επανακυκλοφόρησε το 2003 και πρόσφατα ανατυπώθηκε από τις Εκδόσεις Ηρόδοτος). Η πρωτοτυπία αυτού του έργου και ταυτόχρονα το χαρακτηριστικό το οποίο το καθιστά επίκαιρο σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποτελεί μια τυπική ιστορική μελέτη αλλά μια διαχρονική διερεύνηση της ψυχοσύνθεσης, των προτερημάτων και των ελαττωμάτων των Ελλήνων.

Με βάση κυρίως τις μαρτυρίες περιηγητών (από τις οποίες εξαιρεί τις αναφανδόν είτε κολακευτικές είτε δυσφημιστικές, θεωρώντας δικαιολογημένα αμφότερες προκατειλημμένες), περιγράφει και ταξινομεί τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των Νεοελλήνων τόσο σε βάθος χρόνου (σε σχέση με τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες), όσο και ως προς τη συναισθηματική τους ένταση (ως οιονεί «ιστορικός ψυχολόγος»). Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι ουσιαστικά ο χαρακτήρας του ελληνικού έθνους παραμένει αμετάβλητος από την Αρχαιότητα, ειδικότερα μάλιστα από την έναρξη της περιόδου της πολιτικής παρακμής που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους εμφυλίους πολέμους των επιγόνων του. Τα αρνητικά στοιχεία του ελληνικού χαρακτήρα τα οποία διαπιστώνει ότι επανεμφανίζονται συστηματικά στο πέρασμα των αιώνων είναι η έντονη ατομικότητα, ο ακόρεστος πόθος για την ελευθερία, η συνεχής ανησυχία, η φιλοχρηματία, η απειθαρχία, η έλλειψη συντονισμού, ο εγωισμός, η αλαζονεία, η φιλαρχία, η ματαιοδοξία, ο φθόνος, η διχόνοια και η αχαριστία. Παράλληλα με αυτά όμως εκδηλώνονται η ανδρεία, η οξύνοια, η επινοητικότητα, η φαντασία, η φιλοπονία, η ενεργητικότητα, η περιέργεια, η φιλομάθεια και η ευγλωττία. 

Στον επίλογο του έργου ο Βακαλόπουλος διατυπώνει έναν προβληματισμό ο οποίος αποδείχθηκε προφητικός: «Όλα όσα έχουμε σημειώσει ως τώρα σε κάνουν ν’ ανησυχείς παρακολουθώντας την κρίση της νεοελληνικής κοινωνίας, βλέποντας να τρεκλίζει και να χάνει την ισορροπία του το έθνος των Ελλήνων. Και τρέμεις για το μέλλον αυτού του έθνους… Άραγε το ελληνικό έθνος με την ξεχωριστή του μέσα στον κόσμο γλώσσα, τη θρεμμένη από τις πανάρχαιες ρίζες της, θ’ αποτύχει στην αποστολή του και θ’ απογοητεύσει τις σκιές των φιλελλήνων που αγωνίστηκαν γι’ αυτό; Θα αφεθεί να χαθεί από εσωτερική σήψη ή από εξωτερικό εχθρό ή θ’ αφομοιωθεί από τα μεγάλα και δυνατά έθνη της Ευρώπης στην κρίσιμη αυτή καμπή, στην οποία η παρουσία του στην ανθρωπότητα είναι και πρέπει να είναι αναγκαία, όπως και στην αρχαιότητα;» (σελ. 403). Η απάντηση για τον Βακαλόπουλο δεν είναι αυτονόητη αλλά εξαρτάται από την ανύψωση του πνευματικού και του πολιτιστικού μας επιπέδου, η οποία δεν «εναπόκειται στους ηθικολόγους ούτε και στους ιστορικούς που παρεμπιπτόντως ηθικολογούν, αλλά στους δυνατούς και έντιμους πολιτικούς και στους εμπνευσμένους παιδαγωγούς, που όχι μόνο θα νομοθετήσουν τους κατάλληλους θεσμούς, αλλά και θα φροντίσουν για την εφαρμογή τους» (σελ. 406). Σε εμάς, τους επιγόνους του, εναπόκειται να τους βρούμε και να τους αξιοποιήσουμε.

Αλήθεια, πόσο πολιτισμένοι είμαστε;

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΡΥΜΙΩΤΗΣ*

Στο Δημοτικό σχολείο, πριν από πολλά χρόνια, μας έλεγαν οι δάσκαλοι ότι ο πολιτισμός μιας χώρας είναι ευθέως ανάλογος με την κατανάλωση σαπουνιού στη χώρα αυτή. Σήμερα μπορεί να καταναλώνουμε πολύ σαπούνι αλλά είναι αμφίβολο αν είμαστε πολιτισμένοι όσο θέλουμε να πιστεύουμε και ειδικότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Ας μου επιτραπεί να απαριθμήσω μια σειρά από καθημερινές δικές μας ενέργειές, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις πολιτισμένων ανθρώπων. Ο κατάλογος δεν είναι ούτε διεξοδικός ούτε και ταξινομημένος. Είμαι βέβαιος ότι μπορούν να προστεθούν και άλλα.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν πετάμε τo κύπελλο του φραπέ, που μόλις ήπιαμε, όπου βρεθούμε.

Οταν πετάμε το άδειο πακέτο από τα τσιγάρα μας στον δρόμο ή στο πεζοδρόμιο.

Οταν πετάμε τα σκουπίδια μας έξω από τους κάδους.

Οταν στα δοχεία της ανακύκλωσης πετάμε οτιδήποτε εκτός από τα υλικά που πρέπει.

Οταν μετακινούμε τους κάδους σκουπιδιών γιατί δεν θέλουμε να είναι κοντά στην είσοδό μας.

Οταν αφήνουμε τα σκουπίδια μας στην όμορφη παραλία ή στο πεντακάθαρο δάσος που μόλις επισκεφθήκαμε.

Οταν σβήνουμε τα τσιγάρα μας στην άμμο.

Οταν πετάμε τις πλαστικές σακούλες (που θέλουν άπειρα χρόνια για να διαλυθούν) στη θάλασσα και δημιουργούμε πρόσθετα προβλήματα στο ζωικό κόσμο της θάλασσας.

Οταν πετάμε τα μπάζα μας, στο κοντινότερο δάσος ή όπου νομίζουμε ότι δεν μας βλέπει κανείς.

Οταν αφήνουμε τα σπασμένα μπουκάλια είτε στην παραλία είτε στο δάσος με κίνδυνο να τραυματιστεί κάποιος άλλος.
Οταν αφήνουμε τον σκύλο μας να λερώνει το πεζοδρόμιο.

Οταν φτύνουμε την τσίχλα μας στο πεζοδρόμιο ή όταν την κολλάμε στους κορμούς των δένδρων.

Οταν κολλάμε διαφημιστικά ή άλλα αυτοκόλλητα στις πινακίδες της τροχαίας ώστε να μην είναι ορατό το σήμα και να κινδυνεύουν συνάνθρωποί μας ή να μην μπορούν να προσανατολιστούν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την περιοχή.

Οταν πετάμε 10 τόνους τοξικά απόβλητα στην Αττική Οδό και μολύνουμε το περιβάλλον;

Είναι Πολιτισμός;

Οταν οδηγούμε και συνειδητά κλείνουμε τη διασταύρωση, ώστε να μην μπορούν να περάσουν τα άλλα αυτοκίνητα όταν ανάψει το δικό τους πράσινο.

Οταν παρκάρουμε το αυτοκίνητό μας στα πεζοδρόμια ή κλείνουμε τις διαβάσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

Οταν σε ένα χώρο στάθμευσης που χωρά δύο αυτοκίνητα, παρκάρουμε το δικό μας με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να μη χωράει άλλο αυτοκίνητο.

Οταν παρκάρουμε για πέντε (τα οποία μπορεί να γίνουνε πενήντα) λεπτά κλείνοντας ένα ξένο ιδιωτικό γκαράζ αδιαφορώντας αν ο ιδιοκτήτης θέλει να μπει ή να βγει από το δικό του γκαράζ.

Οταν μουντζώνουμε ή βρίζουμε οποιονδήποτε νομίζουμε ότι δεν οδηγεί όπως εμείς θέλουμε.

Οταν κορνάρουμε μόλις ανάψει το πράσινο και ο μπροστινός μας δεν διαθέτει το ρεφλέξ οδηγού της Formula 1.

Οταν οδηγούμε το μηχανάκι μας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και απαιτούμε ο νόμιμος να κάνει μανούβρες για να περάσουμε εμείς.

Οταν οδηγούμε το μηχανάκι μας ή τη μοτοσικλέτα μας και έχουμε την απαίτηση όλα τα αυτοκίνητα να μας ανοίγουν τον δρόμο για να περάσουμε.

Οταν κάποιος έχει σταματήσει μπροστά μας για να κατεβάσει κάποιον ηλικιωμένο και εμείς δεν έχουμε την υπομονή και κορνάρουμε συνεχώς.

Οταν οδηγούμε και για «ψύλλου πήδημα» είμαστε έτοιμοι να καβγαδίσουμε με κάποιον άλλο οδηγό.

Οταν αδειάζουμε το γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι του αυτοκινήτου μας όπου βρεθούμε.

Οταν οδηγούμε και πετάμε αναμμένα αποτσίγαρα ή χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα από το αυτοκίνητό μας.

Οταν οδηγούμε με ανοικτά τα παράθυρα του αυτοκινήτου μας και έχουμε τη (συνήθως πολύ κακή) μουσική στη διαπασών, ανεξάρτητα από την ώρα κοινής ησυχίας.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν βρισκόμαστε σε ένα εστιατόριο ή ταβέρνα και συμπεριφερόμαστε σαν να είμαστε μόνοι μας μέσα στον χώρο φωνάζοντας, γελώντας και ενοχλώντας όλους τους υπολοίπους.

Οταν βρισκόμαστε σε ένα χώρο (συνήθως εστιατόριο) όπου απαγορεύεται το κάπνισμα, να καπνίζουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τους άλλους που βρίσκονται στο ίδιο χώρο.

Οταν βρισκόμαστε σε κάποια ουρά, περιμένοντας να εξυπηρετηθούμε να προσπαθούμε με διάφορα κόλπα να αλλάξουμε τη σειρά μας.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν γράφουμε συνθήματα πάνω σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια καταστρέφοντας ξένη περιουσία

Οταν γράφουμε συνθήματα ή σχεδιάζουμε ακατάληπτα σχήματα πάνω στις γέφυρες ή όπου αλλού υπάρχουν μεγάλες επιφάνειες και χαλάμε την αισθητική του χώρου.

Οταν πετάμε μπογιές σε κτίρια πρεσβειών που είναι κοσμήματα για την πόλη μας, γιατί διαφωνούμε με τη στάση των χωρών τους σε κάποιο θέμα.

Οταν βανδαλίζουμε μνημεία και έργα τέχνης που είναι σε δημόσιους χώρους.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν φοιτητές δεν αφήνουν τα διοικητικά όργανα των Πανεπιστημίων να συνεδριάσουν, γιατί διαφωνούν με τις αποφάσεις τους

Οταν φοιτητές «χτίζουν» τα γραφεία των καθηγητών τους και τους εγκλωβίζουν μέσα.

Οταν φοιτητές προπηλακίζουν τους καθηγητές τους γιατί αυτοί κάνουν τη δουλειά τους.

Οταν φοιτητές δεν αφήνουν άλλους φοιτητές να μπουν στους χώρους των Πανεπιστημίων.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν τουρίστες από όλο τον κόσμο, που έχουν ξοδέψει μια περιουσία για να επισκεφθούν τη χώρα μας, βρίσκουν την Ακρόπολη ή τα μουσεία μας κλειστά, γιατί κάποια συντεχνία αποφάσισε να τους τιμωρήσει προκειμένου να ασκήσει πίεση για να ικανοποιηθούν τα δικά της αιτήματα.

Οταν επιτρέπουμε να γίνονται ενέργειες ακτιβισμού στην Ακρόπολη, αλλά αρνούμαστε να επιτρέψουμε τη φωτογράφηση κάποιου διασήμου πρόσωπου στον ίδιο χώρο που θα βοηθούσε πολύ στην προβολή της χώρας μας.

Οταν εκμεταλλευόμαστε την άγνοια των τουριστών για το κόστος μιας υπηρεσίας και τους κλέβουμε όπου μπορούμε.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν ένας άνθρωπος 47 χρόνων ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου γιατί πήγε να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

Οταν σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα του ελληνικού πρωταθλήματος ακούγονται τα πλέον εμετικά συνθήματα και γίνονται τα χειρότερα επεισόδια μεταξύ των οπαδών, ενώ οι ίδιοι οπαδοί συμπεριφέρονται σαν αρνάκια στα παιχνίδια για τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα γιατί αυτοί δεν αστειεύονται στις ποινές.

Είναι Πολιτισμός;

Οταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, δεν ασχολούνται (ή ασχολούνται επιφανειακά μέσα στην επικαιρότητα) με κανένα από τα παραπάνω θέματα, προκειμένου να καυτηριάσουν, να επηρεάσουν και να διαπαιδαγωγήσουν τη νεολαία μας.

* Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων

 

 

ΤΡΟΧΑΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Έρευνες Βρίζουν, κορνάρουν, τρέχουν – Road rage στους ελληνικούς δρόμους Βρίζουν, κορνάρουν άσκοπα, ξεχνούν να βάλουν ζώνη, κατεβαίνουν από το αυτοκίνητο για να διαπληκτιστούν, μιλούν στο κινητό… Κάπως έτσι συμπεριφέρονται οι Ελληνες οδηγοί στον δρόμο, σύμφωνα με όσα αποκαλύπτει νέα έρευνα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Δέσποινα Κόντη31.05.2023 • 21:18 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Βρίζουν, κορνάρουν άσκοπα, τρέχουν – ενίοτε …

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση