Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος τρίτο]

Με το τρίτο μέρος της ανάρτησης ολοκληρώνεται η μαραθώνια αυτή προσέγγιση στο Φράγμα του Πλασκοβίτη. Συνεχίζοντας από το δεύτερο μέρος θα περάσω στη διπλή αφήγηση του Χαρίτου Μπεναρδή προς τον μηχανικό που περιλαμβάνεται στο σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄Λυκείου.
Ως το τέλος της παραμονής του στη Γκρίζα ο μηχανικός φιλοξενούνταν στο αρχοντικό του Μπεναρδή. Την πρώτη βραδιά, μετά το δείπνο, οι δύο άντρες μένουν μόνοι στην τραπεζαρία. Στον μηχανικό κάνει εντύπωση το ύψος και το γεροδεμένο σώμα του κτηματία καθώς και το αμπέχωνο που φορά – μοιάζει να φορά μια στολή. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το πιθανό πρόβλημα με το φράγμα: όντως και ο Μπεναρδής έχει προσέξει την υπερβολικά αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σαν το νερό banner5να διεκδικεί ξανά το χώρο που του στέρησε το φράγμα και ζητά από τον συνομιλητή του να διαχωρίσει αυτό το μπερδεμένο σύνορο ανάμεσα στα δυο βασίλεια, της φύσης και του ανθρώπου. Πάντως ο Μπεναρδής είναι απόλυτος: Θα αντέξει, λέει το Φράγμα, μόνο όσοι το είδαν να χτίζεται κατάλαβαν τι σημαντικό έργο είναι. Στο σημείο αυτό προσπαθεί να κλείσει τη συζήτηση με τη φράση το φράγμα θα στέκει κι αύριο. Έχουμε λοιπόν καιρό να ξαναμιλήσουμε… αλλά ο μηχανικός ήδη έχει προσέξει την πρόθεση του γερο- Μπεναρδή ν’ αποφύγει κάτι που ήταν πιο σφοδρό, πιο αναπόφευκτο από ό,τι ο ίδιος μπορούσε να βαστήξει, τη διάθεσή του να διηγηθεί μια ιστορία. Απαντά λοιπόν ότι από μέρους μου δεν έχω, σταλήθεια, καθόλου προθεσμία ν αναλάβω. Δεν έχω προθεσμία για τίποτα. Κι έπειτα … γιατί, λοιπόν, φορέσατε απόψε τη στολή σας, αν όχι για να διηγηθείτε μιαν ιστορία; Η αναφορά στη στολή κάνει τον Μπεναρδή να ευθυμήσει κάπως και να χαλαρώσει. Σχολιάζει στη συνέχεια πόσο γερός νιώθει σε αντίθεση με την ηλικία του  – μουλαρίσια δύναμη, την ονομάζει – και θυμάται νιάτα του εξήντα χρόνια πριν, στα είκοσί του, όταν κυνηγούσε μέσα στο βάλτο. Από εκεί ξεκινά την ιστορία του, την πρώτη από τις δυο αφηγήσεις στο απόσπασμα του βιβλίου: Γύρεψες ν ακούσεις, αν κατάλαβα, την ιστορία μου. Άκου τη τώρα!

Ο αναγνώστης περιμένει μετά τον τελευταίο μονόλογο του Μπεναρδή μια τυπική πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν ομοδιηγητικό/αυτοδιηγητικό αφηγητή. Αντίθετα όμως αναλαμβάνει τα ηνία με μια (επίσης τυπική) τριτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός – άρα ετεροδιηγητικός – παντογνώστης αφηγητής. Η μη αναμενόμενη αυτή αλλαγή προφανώς οφείλεται στο ότι ο κεντρικός αφηγητής σκοπεύει να φωτίσει ο ίδιος τον χαρακτήρα και τις σκέψεις του ήρωα, να ελέγξει ουσιαστικά την εικόνα που θα σχηματίσει ο αναγνώστης για τον ήρωα. Επιπλέον του δίνεται η δυνατότητα να κρατήσει από το λόγο του ήρωα ό,τι θεωρεί απαραίτητο καλύπτοντας συνοπτικά τα υπόλοιπα. Από την άλλη, μια τέτοια αφήγηση χάνει σε αμεσότητα και καταλήγει σχεδόν άνευρη και ανιαρή όταν έχει να παρουσιάσει ένα δραματικό περιστατικό όπως αυτό του ερωδιού. Η λύση που επιλέγει ο συγγραφέας είναι εκείνη του ελεύθερου πλάγιου λόγου ο οποίος κυριαρχεί σε ολόκληρη την πρώτη αφήγηση. Δείκτες του είναι κυρίως η προφορικότητα και κάποια λαϊκότητα στην αφήγηση, κάτι που παραπέμπει σαφώς στο λόγο του Μπεναρδή παρά στο λόγο του αφηγητή καθώς και η χρήση του δεύτερου προσώπου στη δεύτερη παράγραφο της αφήγησης (μασώντας την ίδια την αναπνοή σου και παρακάτω στο ζερβί σου χέρι). Η κυριαρχία της τριτοπρόσωπης αφήγησης μπολιασμένης με εκτεταμένα κομμάτια ελεύθερου πλάγιου λόγου διατηρείται ως το σημείο που παρεμβαίνει ο μηχανικός με το σχόλιό του, σχόλιο που προκαλεί την (πρώτη) έκρηξη του Μπεναρδή και την άμεση μεταφορά του λόγου από το τρίτο προσωπο στο πρώτο. Είναι τόση η ένταση στο λόγο του Μπεναρδή ώστε η αφήγηση συνεχίζει για άλλη μια παράγραφο σε πρώτο πρόσωπο πριν επιστρέψει σε ελεύθερο πλάγιο λόγο και κλείσει τέλος σε απλό πλάγιο λόγο. Όλο αυτό το αφηγηματικό πήγαινε-έλα φανερώνει την έγνοια του συγγραφέα να ζωγραφίσει όσο μπορεί τον Χαρίτο Μπεναρδή στα λόγια του, στις χειρονομίες του, στις σκέψεις του. Κυρίως πρέπει να φανεί ότι είναι ένας άνθρωπος του πάθους και των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και ότι, όπως συλλογίζεται ο μηχανικός: «Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!»

Ο Μπεναρδής λοιπόν αυτοπαρουσιάζεται αλλά και ταυτόχρονα σκιαγραφείται από το συγγραφέα – αυτό, είπαμε, είναι το μεγάλο κέρδος του ελεύθερου πλάγιου λόγου – άτομο σχεδόν αντικοινωνικό, που ζει στις παρυφές της ανθρώπινης κοινωνίας: …ο Μπεναρδής έδειχνε από νωρίς κακοκέφαλος, δεν έκανε για την πολιτεία. Ήταν ολόκερος ένα πηχτό κομμάτι σκοτάδι… Το κρέας του μονάχα θα ταν από μέσα κόκκινο, σα βουβαλίσιο. Το κεφάλι του έμοιαζε ίδια αγριαγκαθιά και μέσα κει τριγύριζαν ένα σωρό ζουζούνια που βούιζαν και τον κεντρούσαν. Η επιλογή του να ζει στο βάλτο κυνηγώντας κάστορες και βίδρες δείχνει εξ αρχής άτομο που επιλέγει να ζει στο σύνορο ανάμεσα στην οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία και τον σκοτεινό, επικίνδυνο και χαοτικό βάλτο. Ο ήρωας κινείται ανάμεσα στους δυο κόσμους νιώθοντας ωστόσο περισσότερη άνεση και οικειότητα με τη ζωή στη φύση και στους πρωτόγονους κανόνες της βασισμένους στο ένστικτο της επιβίωσης. Ζώντας σχεδόν σε ημιάγρια κατάσταση και σε συνεχή αγώνα επιβίωσης, έχει ορίσει την ταυτότητα της ύπαρξής του σε έναν μόνο άξονα, αυτόν του κυνηγού ζώων του βάλτου. Η συνείδηση αυτής της μονομέρειας, κομμάτια δηλαδή αυτογνωσίας, τυραννά συχνά τον Μπεναρδή. Ποιος θα ήταν άραγε αν δεν υπήρχε στον κόσμο ανάγκη για τα δέρματα των ζώων που κυνηγά; Αν ήταν άχρηστα, ναι, περιττά και ξένα… Δε θα χες τότε κι εσύ με τι ν αγαπήσεις, δε θα χες που να τροχίσεις την έχθρα σου, Μπεναρδή!». Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε και τη νύχτα πριν τη συνάντηση με τον ερωδιό, χωρίς πάντως να καταλήγει σε κάποια απόφαση που να ανασημασιοδοτεί και να αλλάζει τη ζωή του: «Α, πρέπει να κυνηγάς, να κυνηγάς όλο και περισσότερες βίδρες, όλο και περισσότερα όμορφα δέρματα! Να μη σε φτάνουν ποτέ τα δέρματα, για να σαι στ αλήθεια ο Μπεναρδής!». Έτσι είπε. Τον δυισμό του Μπεναρδή θα διαλύσει η κατασκευή τους φράγματος, έργου που ορίζει ένα ξεκάθαρο σύνορο ανάμεσα στη φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία εξαφανίζοντας τον βάλτο και τιθασεύοντας το νερό. Η αλλαγή αυτή θα μεταβάλει αντίστοιχα και τον βίο  του ήρωα καθώς ο χώρος της ζωής και εργασίας του θα μεταμορφωθεί από βάλτος σε χωράφια· επιπλέον θα επιδράσει καταλυτικά στον χαρακτήρα του, αν και ποτέ – όπως θα φανεί – δεν θα είναι πλήρης η μεταμόρφωση, όπως το στοιχειωμένο γεφύρι του βάλτου που βρίσκεται πάντα χτισμένο μέσα στο Φράγμα.

Το πρωί ο ήρωας, ξενυχτισμένος και κακόκεφος προχωρά στην τύχη μέσα στο βάλτο όταν …Ένας ερωδιός. Ήταν ένας σπάνιος ερωδιός, σωστή ξωτικιά πριγκίπισσα! Limni KarlaΠρόλαβε έτσι να δει το φτερό πριν διπλώσει κι αμέσως το νιωσε: δεύτερο τέτοιο πουλί μήτε σε δέκα χρόνια δε θα το συναντούσες! Στάθηκε και το φερμάριζε ολάκερο λεφτό, σα λαγωνίκα. Η καρδιά του βροντούσε. Το θελε δικό του το πουλί, τ αγάπησε κιόλας φανατικά καταλαβαίνοντας πως πρώτη φορά τώρα θα ντουφεκούσε στα στραβά, μες στα όλα, δίχως πονηριά και δίχως σταθερότητα, μόνο τρυφερά στ αλήθεια, μόνο απ την ανάγκη να το σταματήσει εκεί το πέταγμά του, να το φέρει κοντύτερα, ν αγγίξει το θαυμάσιο φτερό! Η συνάντηση του ήρωα με την εικόνα της ομορφιάς και της αθωότητας που εκφράζει ο ερωδιός είναι καταλυτική: του υπενθυμίζει την ανθρώπινη φύση του που έχει θαφτεί μέσα στο βάλτο, τον μαγεύει και τον μεταφέρει σχεδόν σε μεταφυσικό χώρο, έξω από τον βούρκο. Είναι η πρώτη φορά που ο ήρωας δε θα ντουφεκούσε για να σκοτώσει, να εκδικηθεί παρά για να κρατήσει και να φέρει κοντά του την ομορφιά (και εδώ βλέπουμε ότι ο Μπεναρδής από χαρακτήρα δυσκολεύεται να προσεγγίσει και την ομορφιά ακόμη χωρίς βία). Αλλά αυτή η μαγεία ακριβώς είναι και η παγίδα της φύσης: ο ήρωας κάνει ένα λάθος βήμα και καταλήγει μέσα σε έναν λάκκο όπου βουλιάζει αργά αργά  ώρα με την ώρα. Δεν είναι δύσκολο βέβαια στον έμπειρο αναγνώστη να διακρίνει εδώ το σολωμικό θέμα της διπλής λειτουργίας της ομορφιάς της Φύσης ως γοητεία που μαγεύει τον άνθρωπο, τον καλεί κοντά της αλλά ταυτόχρονα ως ενέδρα που τον οδηγεί στον θάνατο. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται τόσο στον “Πόρφυρα” (μαγεία της φύσης – ταύτιση με τη φύση – θάνατος του ήρωα) όσο και στον “Κρητικό” (Φεγγαροντυμένη και μαγικός ήχος που πλανεύουν τον ήρωα με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της η αρραβωνιαστικιά του) αλλά και στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” (η ομορφιά της φύσης τον Απρίλη ως πειρασμός που υποσκάπτει το φρόνημα των πολιορκημένων). Ο Μπεναρδής πληρώνει και αυτός την πανανθρώπινη έλξη προς την ομορφιά που όμως, όπως διαπιστώνει, μπορεί να οδηγήσει στο βούρκο και στον θάνατο. Η ομορφιά των φτερών του ήταν η ίδια η λάσπη, λάσπη και θάνατος. Ο ερωδιός φεύγει, ο ήρωας μένει ακίνητος για να επιβραδύνει τη βύθισή του που όμως σταθερά συνεχίζεται με δυο ή τρεις πόντους την ώρα.

Ο μηχανικός προσέχει την αυξανόμενη ένταση και το πάθος στο λόγο του Μπεναρδή καθώς επίσης τον ιδρώτα και την ταραχή του. Παραξενεύεται και υποθέτει ότι ο γερο-κτηματίας ξαναζεί το επεισόδιο μέσα από την αφήγησή του σα να μην το συνήθισε ποτέ – και εκεί ακριβώς κάνει το (άστοχο) σχόλιο: Κι όμως, του λέει, η λάσπη, να, που δεν έφτασε βέβαια στο πηγούνι. Πολύ μενδιαφέρει η ιστορία σου, άρχοντα Μπεναρδή! με το (απροσδόκητο) αποτέλεσμα να εκραγεί ο συνομιλητής του: Και ποιος σατανάς μπορεί τάχα να το μαντέψει! φώναξε έξαλλα, ενώ πεταγόταν όρθιος απ το μιντέρι. Με το συμπάθιο, δηλαδή… Μα πώς μπορείς ακόμα να το ξέρεις, ότι δε θα φτάσει;… Ε, καλά, πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη… Όταν σκέφτομαι την αιτία! Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! Το αυτονόητο συμπέρασμα για τον μηχανικό είναι ότι «Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!» και είναι το μόνο σημείο στο οποίο πέφτει έξω. Ο Μπεναρδής όντως ξαναζεί το επεισόδιο με τον ερωδιό, όντως νιώθει να βουλιάζει στο βάλτο, όχι όμως εξαιτίας του παλιού εκείνου συμβάντος αλλά επειδή ο ερωδιός δεν είναι παρά η Μαρίνα, η ψυχοκόρη του, την οποία σκόπευε, όπως αποκαλύπτει στον μηχανικό το βράδυ πριν πεθάνει, να βιάσει την ίδια εκείνη νύχτα των αφηγήσεων. Γι’ αυτό και οργίζεται από το σχόλιο του μηχανικού: κανείς δεν ξέρει ακόμη πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη ως το πηγούνι του να τον πνίξει καθώς βάλτος, λάσπη και θάνατος είναι το άνομο πάθος του για την Μαρίνα. Το γεφύρι του ΠαπαστάθηΗ έμμονη αυτή ιδέα του τον οδηγεί στο να επιλέξει την αφήγηση της ιστορίας με τον ερωδιό ουσιαστικά  για να ξορκίσει το πάθος του. Η ένταση δεν υποχωρεί αμέσως (η αφήγηση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γίνεται πρωτοπρόσωπη στην παράγραφο αμέσως μετά τον διάλογο μηχανικού – Μπεναρδή) αλλά σταδιακά το πάθος του αφηγητή υποχωρεί και η αφήγηση τερματίζεται με τη σωτηρία του ήρωα: Κατά τα ξημερώματα φάνηκε ανέλπιστα μια καρότσα με διπλά άλογα.

Ο Μπεναρδής συνεχίζει τις ιστορίες του και αργότερα επιστρέφει στο Φράγμα (πάντα στο μυθιστόρημα και από όλους το Φράγμα είναι ένα σταθερό δεδομένο, μια πάγια κατάσταση, σα να υπήρχε από πάντα). Ο μηχανικός επισημαίνει, παρεμβαίνοντας, το κενό στην αφήγηση: …Γιατί βιάζεστε να σηκώσετε το φράγμα μέσα στο κενό; Μου λείπει η μισή ζωή σας… Αν όχι χρονικά, λογαριάζω ουσιαστικά. Ουσιαστικά, φίλε Μπεναρδή, μου λείπετε τουλάχιστο ο άλλος μισός! Η παρατήρηση αυτή αναγκάζει τον Μπεναρδή να επιστρέψει απρόθυμα στην εποχή που χτιζόταν τα Φράγμα: Εκείνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερ απ την ολονύχτια ένταση, μια απότομη εξάντληση ανακατεμένη με υποψία έδειχνε τώρα τ αχνάρια της στο πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι.
— Τι θες να μάθεις, μηχανικέ; μουρμούρισε. Το πιο σπουδαίο ήταν που είδα πάνω στο χτίσιμο του το φράγμα. Δεν υπάρχουν άλλοι, εξόν δυο πατέρες του μοναστηριού κι εγώ… Όχι, δεν έσωσε κανένας άλλος να το προφτάσει, μα την πίστη μου!
Πέρα από την κούραση είναι φανερό ότι ο κτηματίας έχει κάμποσα να κρύψει από το απώτερο παρελθόν του και κυρίως από την εποχή έως την ολοκλήρωση του Φράγματος. Θα ομολογήσει άλλωστε αργότερα, λίγο πριν πεθάνει, ότι δεν ήταν μόνο κυνηγός στα μέρη εκείνα αλλά και ληστής. Προς το παρόν περιορίζεται στο να δείξει στον μηχανικό μερικές λιθογραφίες και να διηγηθεί το περιστατικό της αγοράς των κτημάτων του από την εταιρία που έχτισε το Φράγμα. Αξιοσημείωτο ότι η δεύτερη αφήγηση είναι πια πρωτοπρόσωπη καθώς ο αφηγητής έχει ολοκληρώσει όλα όσα θα ήθελε να προσέξουμε στον χαρακτήρα του Μπεναρδή και δεν υπάρχει πια λόγος να υπονομεύεται η αμεσότητα και αυθεντικότητα του λόγου του ήρωα με μια διαμεσολαβημένη αφήγηση. Άλλωστε, ούτε η συνοπτική αφήγηση είναι πια απαραίτητη. Αντίθετα, ο μονόλογος του ήρωα συμπληρώνει πολύ ικανοποιητικά την εικόνα του αναγνώστη για τον δύστροπο γέροντα. Για άλλη μια φορά ο Μπεναρδής αποφεύγει μια συγκροτημένη συνεχή αφήγηση και προτιμά επιλεγμένες σκόρπιες αναφορές: το ότι το γεφύρι στο βάλτο χτίστηκε ατόφιο μέσα στο Φράγμα φανερώνει για άλλη μια φορά η παλιά τάξη πραγμάτων του βάλτου “ζει” μέσα στο Φράγμα. Ωστόσο ο λόγος του εστιάζει αλλού: Ένα σακούλι ναπολεόνια και τέτοια, κλερονομιά του μακαρίτη του μπάρμπα μου…  Τραβάω ίσα στο γκισέ της εταιρείας και τ’ ακουμπώ. Με κοίταζαν. Φορούσα κιόλας το κοντογούνι μου από μαλλί κατσικιού, κι ως φαίνεται ήμουν άγριος στην όψη, σα ληστής. Μετρούσαν τα λεφτά μου τρομαγμένοι, λες κι έπαιρναν λύτρα. Υποτίθεται ότι σκοπός του είναι να πληροφορήσει τον μηχανικό για το πώς αποκτήθηκαν τα κτήματα και πώς ο μονόχνωτος κυνηγός έγινε μεγαλοκτηματίας, ο άρχοντας Μπεναρδής. Ο αναγνώστης όμως δε μπορεί παρά να προσέξει πρώτα απ όλα και για άλλη μια φορά το πείσμα και τον ανυπόταχτο χαρακτήρα του Μπεναρδή, κόντρα στους φόβους των πολλών: Οι πιο πολλοί, τους θυμάμαι, φαίνονταν δισταχτικοί. Φοβόντουσαν ν’ ακουμπήσουν τα λεφτά τους, πριν την ώρα που το νερό θα ’ρχόταν να χτυπήσει πάνου στο φράγμα για να ’μπει μια και καλή στη θέση του. Τι θα γινόταν τάχα εκείνη την ώρα; Θ’ άντεχε ο τοίχος να το σηκώσει το νερό; Αν όχι, πήγαιναν όλα του χαμού. Μα γω είπα: Θ’ αντέξει! Σκανταλίστηκα άσκημα, επειδή ίσα ίσα οι άλλοι δυσκολευόντουσαν να ρισκάρουν. listisΈπειτα η εικόνα του σα ληστής και η φράση λες κι έπαιρναν λύτρα υποδηλώνουν την “απελευθέρωσή” του μέσω των “λύτρων” και τη μετάβαση από την ημιάγρια κατάσταση του κυνηγού-ληστή σε εκείνη του κτηματία. Τέλος το αίτημα της συνέχειας που έθεσε ο μηχανικός υπονομεύτηκε ακόμα μια φορά με μια διπλής ανάγνωσης αφήγηση (κυριολεκτική/παραβολική), στους συμβολισμούς της οποίας θα μπορούσε να προστεθεί ότι η εμμονή του ήρωα στη μορφή του ληστή σχετίζεται ίσως και με τον βιασμό που είχε σκοπό να διαπράξει τη βραδιά εκείνη.

Όπως και πριν ο Μπεναρδής ξεμπερδεύει γρήγορα με το παρελθόν (έκανε οικογένεια, αβγάτισε τα χωράφια του) και συνεχίζει πάλι με το Φράγμα. Είναι αξιοπρόσεκτη η πίστη του στο Φράγμα που την ομολογεί πρώτη φορά, όπως είδαμε, πριν ξεκινήσει τις αφηγήσεις του και συνεχίζει: «— Μη φοβάστε», τους κάνω. «Εγώ λέω, θ’ αντέξει! Τ’ ακούτε;» έλεγε τότε, όταν αγόραζε τα κτήματα, το ίδιο τονίζει και τώρα: Μα γω και τώρα το ξαναλέω: Δε γίνεται αλλιώς… Δεν το χωράει αλλιώς το μυαλό τ’ ανθρώπου… Θ’ αντέξει, μηχανικέ! Θ’ αντέξει και τούτη τη φορά. Η τυφλή αυτή εμπιστοσύνη του στο μεγάλο τεχνικό έργο που μόνο αυτός και μερικοί πατέρες από το μοναστήρι απέμειναν να θυμούνται την κατασκευή του δεν εκπορεύεται μόνο από το θαυμασμό προς αυτό: από τη στιγμή που ο ίδιος είναι η ενσάρκωση του Φράγματος, θέλει να ελπίζει πως θα αντέξει. Όσο κι αν υπάρχει πάντα η δύναμη του νερού, που παραφυλάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πιστεύει ότι θα σταθεί όρθιος απέναντι στον βάλτο που θέλει να επιστρέψει και να τον ρουφήξει, το πάθος για την ψυχοκόρη του. Σταδιακά ωστόσο ο λόγος του Μπεναρδή γίνεται από νευρικός έως παραληρηματικός φέρνοντας σε αμηχανία τον συνομιλητή του: Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος κι εσύ, σαν τους άλλους; Τι έχω λοιπόν; Τι βλέπεις απάνου μου; Τη στολή μου κοιτάς έτσι; Τη… στο…λή… μου; και καταλήγει με την εμφάνιση της Μαρίνας, της ψυχοκόρης του σε ένα υστερικό ξέσπασμα: — Φύγε, λοιπόν! Χάσου απ’ τα μάτια μου! πρόφτασε ακόμα να φωνάξει μ’ οργισμένο πάθος ο γέρος, πριν ξανακλείσει η πόρτα και, μαζί μ’ αυτή, πριν αφαλήξει προσώρας τούτη η αρχοντική ιστορία της νύχτας. Δυο σημεία εδώ που πρέπει να προσέξουμε. Η στολή αναφέρθηκε στην αρχή της βραδιάς, πριν την ιστορία του ερωδιού και ο Μπεναρδής (μισο) αστειευόμενος σχολίαζε ότι φορώντας την θα έμοιαζε σαν βαλσαμωμένος μέσα σε αυτή ίσως και ο ίδιος να το πίστευε αν δεν ένιωθε τόσο δυνατός και ακμαίος παρά τα ογδόντα χρόνια του. Η σιωπή του μηχανικού σε συνδυασμό με την αυξανόμενη νευρικότητα του γέρου, οδηγεί τον δεύτερο να πιστεύει πως ο μηχανικός τον βλέπει σαν απολίθωμα του παρελθόντος, σαν βαλσαμωμένο στη στολή του – κάτι που επιτείνει τη νευρικότητά του. Έπειτα, όλη αυτή η ψυχική ένταση κορυφώνεται με τη φευγαλέα παρουσία της Μαρίνας: η οργή του κτηματία για τη ματαίωση του σχεδίου του βιασμού, οι ενοχές για το πάθος του, ο φόβος ότι όσα έχτισε απειλούνται με κατάρρευση σαν το Φράγμα – είδαμε πόσο επιμένει στη φράση “θα αντέξει” – αλλά και η δυσφορία του ίσως για την παρουσία και τις ερωτήσεις του μηχανικού συνθέτουν ένα συνονθύλευμα αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων που εκτονώνεται σε μια τελική έκρηξη οργής που κάνει και πάλι τον μηχανικό να σκεφτεί πως ο γέρος δεν ήταν, αλήθεια, ολότελα στα συγκαλά του. Μπορεί ολόκληρο το έργο να συντηρεί μια αίσθηση αόρατης απειλής που παραπέμπει στα έργα του Κάφκα αλλά ο Μπεναρδής ως προς το ήθος και τα πάθη του είναι ένας ήρωας καθαρά ντοστογιεφσκικός.

Ο φάκελος της ανάρτησης πρόχειρα συμμαζεμένος εδώ – ελπίζω να τον ξεκαθαρίσω σύντομα: https://app.box.com/s/md0gnfcwpzbd1b0jghbq1beucv8etijz

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *