Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα (Η “Καντάτα” του Τάσου Λειβαδίτη)

Δύσκολη, πολύ δύσκολη η ανάρτηση αυτή. Δε βγαίνουν οι λέξεις. Μήνες μαζεύω υλικό, προφασίζομαι – δήθεν – φόρτο εργασίας, δε μου φτάνει η βιβλιογραφία, ψάχνω ασήμαντες αφορμές για αναβολή. Δεν είναι ο Λειβαδίτης και η Καντάτα μια ακόμη φιλολογική δουλειά που μαζεύεις χαρτιά, βιβλία και μολύβια ή πληκτρολόγιο και ξεκινάς. Είναι τα δεκαοχτώ μου χρόνια, ελπίδες και προσδοκίες μιας νεότητας: δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα/κάτω απ᾿ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ τώρα πια που απέμειναν μόνο νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή. Είναι που σήμερα κάθε επιστροφή – αναπότρεπτες όντως οι επιστροφές – γίνεται και μια δίκη, καταπώς έγραφε ο Σεφέρης στην “Κίχλη”: Καθώς περνούν τα χρόνια/πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν. Είναι που τώρα πια έχουμε όλοι μάθει πως δεν παίζαμε στα ψέματα.

Δεν επέλεξα παραπάνω τυχαία τους στίχους του Αναγνωστάκη από το “Δρόμοι παλιοί” και το “Στ’ Αστεία Παίζαμε!”. Ενώ η ποίηση του Λειβαδίτη στην πρώτη τουλάχιστον περίοδό της, αυτήν της επαναστατικής έξαρσης, μοιάζει να φέρνει πιοΛειβαδίτης - Ρίτσος κοντά στον Ρίτσο και τις επικές του συνθέσεις, με τα χρόνια μέσα μου ακούγεται μαζί με τους χαμηλόφωνους στίχους του Αναγνωστάκη. Κάτι τέτοιο τριάντα χρόνια πριν θα μου φαίνονταν παράδοξο αν όχι άτοπο· τώρα μοιάζει φυσική εξέλιξη, σαν ο δεύτερος να συμπληρώνει τον πρώτο. Ίσως γιατί τότε είχα δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη τελευταία ποιητική περίοδο του Λειβαδίτη, «εποχή της απομάγευσης» όπως τη χαρακτήρισε εύστοχα η Λίζυ Τσιριμώκου. Ίσως γιατί ο οριστικός ενταφιασμός του πτώματος της επανάστασης το 1991 να δικαίωσε τελεσίδικα την “απαισιοδοξία” του Αναγνωστάκη αλλά και του Αλεξάνδρου, του Πατρίκιου, του Κύρου, του Κωσταβάρα, του Δούκαρη, του Κατσαρού καθώς και του ίδιου του (όψιμου) Λειβαδίτη και άλλων που συγκεντρώνονται κάτω από τον εσαεί άβολο αλλά και ενοχλητικά εύστοχο όρο “ποίηση της ήττας”.

Υποχρεωτική παρένθεση εδώ για μερικές επεξηγήσεις πάνω στον όρο. Ο εισηγητής του, Βύρων Λεοντάρης, ήδη πριν εισαγάγει τον επίμαχο όρο είχε διευκρινίσει ότι δεν τίθεται θέμα «φθοράς» στην ποίηση των κοινωνικών ποιητών της α΄μεταπολεμικής γενιάς αλλά εντοπίζεται ένα σύμπτωμα της μεταβατικής περιόδου, όπου σημειώνεται πραγματικά ένα είδος αποξένωσης των μαζών απ τις ιδέες, που οφείλεται όχι σε εσωτερική χρεοκοπία των ιδεών αυτών, αλλά σε εξωτερικούς όρους και δυσκολίες της μεταβατικής ιστορικής φάσης που διανύει η ανθρωπότητα (όπως, π.χ. το φάσμα μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, η παγκόσμια κινητοποίηση για συνύπαρξη). Ο ίδιος κριτικός (και πολύ αξιόλογος ποιητής) επιστρέφει με το επίμαχο άρθρο του «Η ποίηση της ήττας» (Επιθεώρηση Τέχνης, τ.106-107, 1963, σελ. 520-524). Στο μεθεπόμενο τεύχος – μεσολάβησε το αφιερωμένο στον Καβάφη τεύχος 108 –  απάντησε ο Τάσος Βουρνάς (“Η ποίηση της ήττας και η ήττα της κριτικής”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.109, σελ 6-12) και η συζήτηση συνεχίστηκε τόσο στο ίδιο περιοδικό (Βύρων Λεοντάρης, “Λίγα ακόμα για την ποίηση της ήττας”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.110, σελ. 218-220 και Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, “Η ποίηση της ήττας, σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.113 σελ 459-460) όσο και αλλού. Η Επιθεώρηση Τέχνης έχει πλέον ψηφιοποιηθεί από το ΑΣΚΙ και τα τεύχη της μπορούν να διαβαστούν εδώ. Τα σχετικά με το ζήτημα κείμενά του συγκέντρωσε ο Βύρων Λεοντάρης στο τομίδιο Η ποίηση της ήττας, Έρασμος 1986. Παραθέτω τη βιβλιοκριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου “Η ήττα πικρό εγερτήριο της νίκης” περ. Διαβάζω, τ.94 με χρήσιμες παρατηρήσεις.
Κάποιες επιπλέον ουσιαστικές παρατηρήσεις για το συγκεκριμένο κείμενο που απετέλεσε αφετηρία πολυετών διενέξεων αλλά και γόνιμων συχνά διαλόγων και συμπερασμάτων, βρίσκονται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Δώρας Μέντη,
Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και Μορφή. Από το ίδιο βιβλίο το προηγούμενο παράθεμα καθώς και αυτό που ακολουθεί:

Πρόκειται για «μια νέα ποιητική πραγματικότητα», που διαδέχεται την αντιστασιακή ιδεολογία και εκφράζει την κρίση ή το τέλος που της επιφυλάσσουν οι ιστορικές εξελίξεις. Η «ποίηση της ήττας», «σαν προϊόν κρίσης του αντιστασιακού πνεύματος», παρουσιάζει τα εξής διακριτικά στοιχεία:Viron Leontaris
— εξομολογητικό χαρακτήρα και ένταση συγκίνησης,

— κρίση της ιδεολογίας και εσωτερική αναζήτηση,
— αναδρομή στις αφετηρίες της ιδεολογικής πίστης και πικρία για την ιστορική εξέλιξη, και
— συνθετικές ποιητικές φόρμες που αποδίδουν τη συγκινησιακή αίσθηση των πραγμάτων.

Στη συνέχεια, αναγνωρίζει [ο Βύρων Λεοντάρης] στο εσωτερικό της δύο τάσεις:
α) Τον υποκειμενικό πεσιμισμό, που διακατέχεται από την «τραγική αίσθηση του ηττημένου» και από τις «τύψεις» των επιζώντων. Αντιπροσωπευτική ποιητική συλλογή αυτής της τάσης θεωρεί τον Γυρισμό (1963) του Θ. Κωσταβάρα.
β) Τη φιλοσοφικά προβληματισμένη ανάλυση του φαινομένου της ήττας, που εμφανίζεται ως «διαταραχή στη λειτουργία των αντικειμενικών νόμων της ιστορίας» και ως «απομυθοποίηση» του καθοδηγητικού ρόλου της ποίησης. Αντιπροσωπευτική ποιητική συλλογή της δεύτερης τάσης θεωρεί τη Μαθητεία (1963) του Τ. Πατρικίου.

Η ήττα λοιπόν δεν είναι ηττοπάθεια, δεν είναι μοιρολόι. Είναι ελεγείο, είναι τραγωδία, είναι κραυγή (οι Κραυγές της νύχτας του Κλείτου Κύρου), είναι πικρή διαπίστωση των λαθών της ηγεσίας του κινήματος (η Συμφωνία αρ. Ι του Λειβαδίτη) που γίνεται συχνά οξεία κριτική (στον Αλεξάνδρου λ.χ και στον Αναγνωστάκη). Είναι ακόμα και φιλοσοφικός προβληματισμός – φορτισμένος ωστόσο συναισθηματικά, όπως αρμόζει σε λόγο ποιητικό. Ο ίδιος ο  Τάσος Λειβαδίτης διαπι­στώνει ότι η ήττα μας είναι πάνω απ’ όλα ένα πρόβλημα που σχετίζεται με την ηθική, οπότε το πρόβλημα εντοπίζεται στις ε­σωτερικές σχέσεις του κινήματος και στον αντιδημοκρατικό χα­ρακτήρα που καλλιεργούσε στους κόλπους του. Έτσι η καθολι­κή ενοχή του κινήματος μεταπλάθεται συνειδησιακά στους πι­στούς του και δημιουργεί ατομικά πλέγματα ενοχής και αισθή­ματα προσωπικής ήττας, που διαποτίζουν την ποιητική έκφραση («Η ποίηση της ήττας – Θέμα για διερεύνηση», Επι­θεώρηση Τέχνης, τχ. 141, 1966, σελ.132-136) [= Δώρα Μέντη, ό.π. σελ. 142-143]. Ωστόσο όλα αυτά δεν αναιρούν την ενοχλητική αιχμή του όρου «ήττα» ο οποίος συγκέντρωσε και τα πυρά των ποιητών της ομάδας, και κυρίως του Αναγνωστάκη, του Δάλλα, του Κύρου, του Κωσταβάρα, του Θασίτη (για να περιοριστώ σε μια από μνήμης αναφορά). Δίκαιη εν πολλοίς η ένσταση· γιατί δεν υπάρχει μόνο η στρατιωτική ήττα του κινήματος και η προϊούσα μετάλλαξη του σώματος των αγωνιστών σε μάζα καταναλωτών χωρίς οράματα και διάθεση για νέους αγώνες· υπάρχει και η αντι-ήττα, ο αγώνας να σωθούν τα «κρυμένα τιμαλφή» και οι «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες», όπως έγραφε ο Αναγνωστάκης  («Κι ήθελε ακόμη πολύ φως…»)
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγ
ες .

Έπειτα ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως μομφή από τους κριτικούς της ορθόδοξης αριστεράς (χαρακτηριστικό το άρθρο του Κωστή Μοσκώφ “Η ποίηση της ήττας και η προοπτική μιας παλινόρθωσης” στον Ριζοσπάστη στις 7 και 9/8/1975) προς τους παραπάνω ποιητές που στάθηκαν στο σύνολό τους κριτικά απέναντι στα λάθη, τις παραλείψεις και τις στρεβλώσεις της κομματικής ηγεσίας. Οι παρεπιδημούσες στον χώρο της παραδοσιακής αριστεράς κατηγορίες για «ηττοπάθεια» και «ελλιπή γνώση της μαρξιστικής κοσμοθεώρησης» χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, προσδίδοντας μια ιδεολογική φόρτιση σε ένα κατά βάση λογοτεχνικό φαινόμενο. Εννοείται ότι η διάσπαση της αριστεράς αναζωπύρωσε τις παραπάνω κατηγορίες, άδικες και επιπόλαιες μεν, πολιτικά χρήσιμες δε. Τέλος να υπογραμμίσω, κλείνοντας την πρόχειρη τούτη περιδιάβαση σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον λογοτεχνικό ζήτημα, την οξυδερκή διαπίστωση του Ξ.Α.Κοκόλη ότι ο χαρακτηρισμός «ποίηση της ήττας» πιο πολύ υποδεικνύει την καταγωγή της από την ήττα του αριστερού κινήματος στον τόπο μας, παρά που διαγράφει το θεματικό πλαίσιο των σχετικών κειμένων («Αντιστασιακή ποίηση. Πρόσωπο και προσωπείο», Αντί, τχ. 169, 1981). Και να παραπέμψω στο σχετικό με το θέμα κεφάλαιο του βιβλίου της Σόνιας Ιλίνσκαγια Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (κεφ. «Ήττα και Αντιήττα» σελ. 105-134) καθώς και στην ενότητα  «Η “ποίηση της ήττας” και τα παρεπόμενα» από την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος ΣΤ, 1957-1963 (σελ. 312-319) του Αλέξανδρου Αργυρίου, ο οποίος πάντως αρνείται κατηγορηματικά την όποια χρησιμότητα του όρου.

Αη Στράτης 1951. Ο ποιητής με τη γυναίκα και την κόρη του

Ένα σύντομο βιογραφικό του ποιητή από άρθρο του Θανάση Μαρκόπουλου “Τάσος Λειβαδίτης, Ο θαυμάσιος οδοιπόρος της ματαιότητας” στη Νέα Εστία 1855 (Ιούνιος 2012) σελ. 872-889:
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά επαγγελματικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και συμμετείχε ενεργά σε οργανώσεις της Αριστεράς.. Στα χρόνια 1948-1951 έζησε ως εξόριστος στο Μούδρο της Λήμνου, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Στην ποίηση εμφανίστηκε το 1946, με «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη», από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα [55 (15-11-46) 339]. Μόλις το 1952 όμως εκδίδει και μάλιστα δύο συλλογές: Μάχη στην άκρη της νύχτας, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Κι ακολούθησαν: Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953, Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας 1955), Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Συμφωνία αρ. 1 (1957, Βραβείο Ποίησης Δήμου Αθηναίων 1958), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές (1960), 25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Ποίηση, Α΄ (1952-1963) (1965), Οι τελευταίοι (1966), Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Σκοτεινή πράξη (1974), Οι τρεις (1975), Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Βιολί για μονόχειρα (1977, Δεύτερο Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1979), Ανακάλυψη (1978), Ποιήματα (1958-1963) (1978), Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979, Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1980), Ο τυφλός με τον λύχνο (1983), Βιολέτες για μια εποχή (1985), Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987), Ποίηση, Β΄ (1972-1977) (1987), Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990, μεταθανάτια), Ποίηση, Γ΄ (1979-1990) (1990). Δημοσίευσε ακόμα μια συλλογή διηγημάτων (Το εκκρεμές, 1966) και συνέγραψε με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια δύο κινηματογραφικών ταινιών (Ο θρίαμβος, 1960, Η συνοικία το όνειρο, 1961), ενώ στίχοι του μελοποιήθηκαν από σημαντικούς συνθέτες (Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Τσαγκάρης). Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα  στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.

  Το απόσπασμα από το σχολικό εγχειρίδιο

στ.16  Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα
17  Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο
18  Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19  Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20  έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21  Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22  Κι οι άνθρωποι που ’χαν χάσει το πρόσωπό τους ήταν πολλοί.
23  Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24  Ημέρες σαράντα.
25  Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26  Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27  Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28  Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29  Εις τους αιώνας των αιώνων.

Βέβαια η Καντάτα (Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φωνές ο αρχικός τίτλος) ανήκει όπως προαναφέρθηκε στην πρώτη ποιητική περίοδο του Λειβαδίτη αλλά με χρονολογία έκδοσης το 1960 πλησιάζει χρονικά το σημείο καμπής, το τέλος της πρώτης περιόδου που ορίζεται περίπου στο 1965 [Ποίηση, Α΄ (1952-1963)] ή 1966 [Οι τελευταίοι]. Για το ζήτημα των ποιητικών εποχών του Λειβαδίτη αντιγράφω ξανά από το άρθρο του Θανάση Μαρκόπουλου (όπ.π): Η περιοδολόγηση της συγκεκριμένης ποίησης φαίνεται πως δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Τάκης Καρβέλης βλέπει δύο περιόδους στην εξέλιξή της, 1952-1966 (Ποίηση 1) και 1972-1990 (Ποίηση 2, 3) (Δεύτερη ανάγνωση, Β΄, 1991, σσ. 208-209), όπως κι ο Γιώργος Μαρκόπουλος (Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτηpoihsh t1, 2009, σσ. 9, 20). Ο Γιάννης Κουβαράς διακρίνει τρεις, 1952-1965 (Ποίηση 1), 1972-1978 (Ποίηση 2), 1979-κ.ε. (Ποίηση 3) (Στην ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου, 2008, σσ. 159-160), διάκριση που ακολουθεί κι ο Ηλίας Κεφάλας, ανάγοντας όμως το τέλος της πρώτης περιόδου στο ακριβέστερο 1966 (Το χαμένο ποίημα, 2009, σ. 179). Τριπλή αλλά διαφορετική από την προηγούμενη είναι και η διαίρεση που προτείνουν ο Αλέξανδρος Αργυρίου κι ο Απόστολος Μπενάτσης: 1952-1956, 1957-1966 (Ποίηση 1), 1972-1990 (Ποίηση 2, 3) [περ. Η Λέξη 130 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995) 734, 762].  Είναι προφανές πως στις διακρίσεις αυτές παίζουν το ρόλο τους οι τρεις τόμοι της συγκεντρωτικής έκδοσης. Ωστόσο μονάχα η τρίτη περίπτωση παίρνει υπόψη της το μοίρασμα του πρώτου τόμου σε δύο ενότητες. Με βάση την τριμερή διαίρεση του Α.Αργυρίου και του Α.Μπενάτση, που όντως είναι ακριβέστερη καθώς λαμβάνει υπόψιν τις θεματικές και αισθητικές μεταβολές που συντελούνται στην ποίηση του Λειβαδίτη μετά το 1956 ( 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης), η Καντάτα εντάσσεται στη δεύτερη περίοδο που συνιστά ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην πρώτη επική επαναστατική περίοδο και την τελευταία της αναδίπλωσης, των χαμηλών τόνων, της μνήμης και των κλειστοφοβικών χώρων. Στην Καντάτα, αν και τα πρόσωπα και το περιβάλλον μοιάζουν βγαλμένα από νεορεαλιστικό κινηματογράφο, υπάρχει ακόμα η ελπίδα της Ανάστασης. Δεν είναι πια έπος, είναι τραγωδία αλλά υπάρχει – ακόμα – η κάθαρση με την πίστη στην αιωνιότητα του αγώνα.

Είναι αλήθεια ότι η ποιητική περίοδος του Λειβαδίτη από το 1965/66 έως το 1990 έχει προσεχθεί και επαινεθεί περισσότερο. Για την ακρίβεια οι πρώτες τέσσερις ή πέντε συνθέσεις, χωρίς να απορρίπτονται από την κριτική, παραμερίζονται διακριτικά ως “στράτευση”, άρα προϊόντα περιορισμών και δεσμεύσεων, ποίηση συνεπώς κατώτερη των δυνατοτήτων του ποιητή. Κατά κανόνα η κατηγορία δεν διατυπώνεται άμεσα, μπορεί ωστόσο να τη διακρίνει κανείς πίσω από την σχεδόν απολογητική διάθεση των κριτικών (όπως για παράδειγμα του Γιώργου Μαρκόπουλου, ενός από τους πιο αξιόλογους μελετητές του έργου του Λειβαδίτη) για τα ποιήματα της εποχής της εξορίας. Από την πλευρά μου κρατώ την παρατήρηση του Δ.Ν.Μαρωνίτη (εφημ. Το Βήμα, 15/11/1975 – τώρα: Δ.Ν.Μαρωνίτης, Ποιητική και πολιτική ηθική, σελ.15):
« …Συχνά οι μεταπολεμικοί πολιτικοί ποιητές μας  υποχρεώνονται να συσχετίσουν την προσωπικήΆη-Στράτης τους ευαισθησία με την ιδεολογική συνοχή και την κομματική ορθοδοξία του χώρου που υπερασπίζονται. Κι αυτός ο συσχετισμός δεν είναι διόλου απλός κάποτε γίνεται πραγματικά δραματικός, και οπωσδήποτε συνεπάγεται προβλήματα καινούργια και δύσκολα τόσο για την ποίηση όσο και για την την πολιτική. Έτσι, πιστεύω, προέκυψε ο βαθύτερος χαρακτήρας της μεταπολεμικής ποίησης: η ιδιάζουσα δηλαδή ποιητική και πολιτική ηθική της» Έχοντας επίσης κατά νου όλον τον προβληματισμό γύρω από τον όρο “στράτευση”, παραθέτω προς ανάγνωση ολόκληρη την ενότητα “Κοινωνική ποίηση” από το βιβλίο του Μιχάλη Μερακλή, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980 [Μέρος πρώτο- Ποίηση] όπου ανάμεσα στα άλλα εξετάζονται οι πολιτικοί ποιητές (σελ 195 κε), η “ποίηση της ήττας” (σελ 209-225) και η περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη (σελ 225-231).  Και τέλος πολύ χρήσιμη στον (ανήσυχο πάντα) αναγνώστη θα φανεί η εργασία του Δημήτρη Κόκορη «Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού ή νεωτερική ποιητική κατάθεση;» από το βιβλίο του Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, σελ. 207-216, όπου ανάμεσα στα άλλα καταδεικνύεται και η ανεπάρκεια των στερεοτυπικών αντιλήψεων για τη σχέση πολιτικής στράτευσης και καλλιτεχνικού αποτελέσματος.

Η Καντάτα, όπως ορίζει και ο τίτλος της, είναι ένα ποίημα-συμφωνία. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στον Λειβαδίτη· όπως παρατηρεί ο Θανάσης Μαρκόπουλος (ό.π): Πρόκειται για την τάση του ποιητή να συγκροτεί ευρύτερες συνθέσεις, οι οποίες διακρίνονται συχνά για τον πολυφωνικό τους χαρακτήρα. Οι περισσότερες συλλογές δομούνται είτε στη βάση ενοτήτων, οι οποίες φέρουν λεκτικούς τίτλους (Νυχτερινός επισκέπτης, Ανακάλυψη, Ο τυφλός με τον λύχνο, Βιολέτες για μια εποχή) ή τιτλοφορούνται με γράμματα του αλφαβήτου (Ο διάβολος με το κηροπήγιο, Βιολί για μονόχειρα, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου), με λατινικούς αριθμούς (Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, Συμφωνία αρ. 1) και με αραβικούς (Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα), είτε στη βάση μιας αρχιτεκτονικής που παραπέμπει στην τραγωδία, όπως άλλωστε δηλώνεται ρητά από τον ίδιο τον ποιητή ή φαίνεται από την παράθεση των σκηνικών οδηγιών. Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια χαρακτηρίζονται «Σχέδιο για σύγχρονη τραγωδία», η Σκοτεινή πράξη φέρει τον υπότιτλο «(Χορικό)», Οι τελευταίοι και Οι τρεις έχουν σκηνικές οδηγίες και πρόσωπα που διαλέγονται, ενώ ανάλογες αλλά εκτενέστερες οδηγίες προτάσσονται και στην Καντάτα για τρία δισεκατομμύρια φω1707_SynoikiatoOneiroνές. Η τελευταία είναι η πιο συγκροτημένη με όρους τραγωδίας συλλογή, καθώς διανέμει ρόλους σε πολλά πρόσωπα (o ποιητής, o άνθρωπος με το κασκέτο, διάφοροι περαστικοί) και διαθέτει χορούς αντρών και γυναικών, μοιρασμένους μάλιστα σε ημιχόρια (στους επόμενους στίχους ο άνθρωπος με το κασκέτο αφηγείται σε ύφος βιβλικό το δεύτερο από τα οχτώ μέρη της περιπέτειας του επιγραφοποιού).
Όπως επίσης παρατηρεί η Σόνια Ιλίνσκαγια (όπ.π): Έχουμε μιλήσει για την ιδιαίτερη κλίση του Λειβαδίτη στη δραματουργική λύση των θεμάτων του. Στο καινούργιο ποίημα [την Καντάτα] η τάση αυτή είναι πολύ προωθημένη. Η δραματική διάταξη του ποιητικού υλικού, που φέρνει τα πρόσωπα σε απευθείας επικοινωνία με το κοινό, τοποθετεί ειδολογικά το έργο μεταξύ ποιήματος και δράματος, ωστόσο η δράση αναπτύσσεται κυρίως με μέσα επικά και λυρικά. Έχουμε μια σύνθεση μνημειακή από κοινά κι ατομικά κομμάτια, η επική αφήγηση εναλλάσσεται με το στοχασμό και τη λυρική εξομολόγηση. Κάθε εκτελεστής έχει να πει κάτι δικό του, προσκομίζει στην κοινή ιστορία τη μικρή του τύχη. Τα πιο κοινά και κρίσιμα εισάγονται απ τον Ποιητή και το Χορό.

Όλη αυτή η κινητικότητα προσώπων που μικρή σχέση έχουν μεταξύ τους πέρα από τον κοινό χώρο (μια εργατική συνοικία) και τη λαϊκή καταγωγή τους, δίνει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ένας σταθερός άξονας, μια ενιαία υπόθεση. Οι ομιλίες των προσώπων είναι αυτόνομες μεταξύ τους, με εξαίρεση τα ημιχόρια των δύο χορών που αλληλοσυμπληρώνονται – χωριστά πάντως άντρες από γυναίκες. Ωστόσο η εντύπωση αυτή ανατρέπεται όταν ο αναγνώστης ολοκληρώνει την ανάγνωση της συλλογής. Η Καντάτα επιχειρεί μέσα από μια επαγωγική διαδικασία, τη σύνθεση ετερόκλητων ατομικών συλλογικών ιστοριών, να απεικονίσει την διαρκή κίνηση της Ανθρωπότητας προς ένα καλύτερο μέλλον. Κατά την Σόνια Ιλίνσκαγια: (όπ.π): Μία προς μία περιέρχεται  πολλές τύχες, τις πιο διαφορετικές πλευρές της ζωής και πυκνώνει σ ένα εμπεριστατωμένο όραμα που σφιχτά και ζωντανά δένεται με το χτες και το αύριο. Πάντως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα γενικά και αόριστα ουμανιστικό ποίημα: πρόκειται για μια λαϊκή συνοικία ανθρώπων βασανισμένων στη ζωή τους, ενός προλεταριάτου κάποτε λούμπεν, με εικόνες που παραπέμπουν σε νεορεαλιστικό κινηματογράφο όπως προαναφέρθηκε. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το σενάριο της ταινίας Η συνοικία το όνειρο γράφεται την ίδια περίπου εποχή (1961) και όποιος παρακολούθησε την ταινία μπορεί να διακρίνει την ατμόσφαιρα της φτωχογειτονιάς που υπάρχει και στην Καντάτα. Και τα λόγια των ανδρών μετά την εκτέλεση του επιγραφοποιού καθώς και του χορού στο τέλος του έργου  είναι επίσης χαρακτηριστικά. Καταγράφω τα τελευταία : Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα/ η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες/ η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό —.  Θέλω να πω ότι η κοινωνική όραση του ποιητή παραμένει οξεία παρά την έναρξη ήδη της στροφής του ποιητή σε πιο εσωτερικούς χώρους και αυτό πιστοποιείται επιπλέον από την αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο.

Ο άνθρωπος με το κασκέτο (εμφανής η λαϊκή-εργατική του ιδιότητα) αφηγείται την ιστορία ενός φτωχού επιγραφοποιού που συλλαμβάνεται, βασανίζεται για να αποκαλύψει τα όπλα και τους συντρόφους του και εκτελείται μαζί με δύο από αυτούς. Η ιστορία αυτή κατατίθεται τμηματικά σε οκτώ ενότητες με την τελευταία, μετά την εκτέλεση του επιγραφοποιού, να περιγράφει την σύλληψη ενός μαρμαρά και την ιστορία να ξαναρχίζει ενώ ταυτόχρονα το κυκλικό σχήμα υπογραμμίζει την αιωνιότητα των γεγονότων:

102. Κι εκείνος, μαρμαράς το επάγγελμα, σηκώθηκε κι άνοιξε. Και τον ερώτησαν: πώς λέγεσαι; Κι αυτός τους απάντησε.
103. Κι οι άντρες με τις ρεπούμπλικες ταράχτηκαν μόλις άκουσαν τ όνομά του.
104. Κι αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους: τι συμβαίνει λοιπόν; μην τάχα αναστήθηκε;
105. Κι ύστερα γέλασαν, πως τάχα δε γίνονται στον αιώνα μας θαύματα – ένα γέλιο αβέβαιο.
(Μικρή παύση)
106. Και τ όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα

ΛειβαδίτηςΗ αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο είναι για πολλούς λόγους ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Πρώτα απ’ όλα είναι συμπαγής ιστορία με αρχή, μέση και (κυκλικό) τέλος ενώ όλα τα άλλα μέρη, λυρικά ή αφηγηματικά είναι λίγο-πολύ αποσπασματικά. Έπειτα η αντίσταση του ήρωα στα βασανιστήρια, η στάση του στη δίκη και η εκτέλεσή του είναι ένα παράδειγμα θάρρους και καρτερίας σε αντίστιξη με τους τσακισμένους ανθρώπους της συνοικίας. Είναι ο αγώνας του ανθρώπου για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αγώνας που δεν τελειώνει ποτέ και που ο θάνατος του Ενός κινητοποιεί τους Πολλούς, όπως δείχνουν και τα λόγια του χορού που παρέθεσα παραπάνω. Κομβική λοιπόν η σημασία της ιστορίας του επιγραφοποιού ως άξονα αναφοράς στο έργο αλλά και ως αγωνιστικού συμβόλου.
Από την άλλη πλευρά τα πάθη του επιγραφοποιού χτίζονται ξεκάθαρα πάνω στο Θείο Πάθος, κάτι που φροντίζει να τονίσει ο ποιητής με το βιβλικό ύφος στην αφήγηση της ιστορίας. Η παρατακτική σύνδεση με τον μικροπερίοδο λόγο, το λεξιλόγιο με εκφράσεις του ευαγγελίου, συχνά αυτούσιες, οι επαναλήψεις, η αρίθμηση των στίχων όπως η αρίθμηση ενοτήτων του Ευαγγελίου, όλα παραπέμπουν σε Ευαγγέλιο που εδώ βέβαια είναι ευαγγέλιο κοινωνικών αγώνων. Έχουν γραφεί πολλά για την ιδιότυπη θρησκευτικότητα του Λειβαδίτη και δεν θεωρώ άστοχη τη φράση του Μ.Γ.Μερακλή ότι χάρη στο Λειβαδίτη μπορώ να πω ήσυχος, βέβαιος ότι δεν παραδοξολογώ, δεν λέω κάτι ασύστατο και αντιφατικό, ότι η Αριστερά έχει το μεγάλο μεταφυσικό της. Βρισκόμαστε άλλωστε όπως τονίστηκε παραπάνω στη μεταιχμιακή δεύτερη περίοδο, εποχή που ξεκινά ή ένδον στροφή του ποιητή και η αναζήτηση του Θείου γίνεται όλο και πιο έντονη. Ταυτόχρονα η αφήγηση κρατά με τη λαϊκότητά της τη σύνδεσή της με το κοινό στο οποίο απευθύνεται θυμίζοντας Μακρυγιάννη και «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Έχει προηγηθεί το Άξιον Εστί και τα Αναγνώσματα των Παθών  – ο Λειβαδίτης δεν επιχειρεί να κρύψει τα πρότυπά του αλλά συνομιλεί με αυτά και ο διάλογος είναι κατά τεκμήριο καρποφόρος. Θα επιμείνω πάντως λίγο περισσότερο στον επιγραφοποιό-Χριστό.

Τα στοιχεία που οδηγούν σε ταύτιση είναι πολλά: η κατηγορία για βλασφημία, το σαρανταήμερο ανάμεσα στη σύλληψη του επιγραφοποιού και την εκτέλεση που συσχετίζεται με την Σαρακοστή, οι λοιδορίες των φρουρών (που όμως και αυτοί είναι φτωχά, αμούστακα παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε/ για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος), η γαλήνια στάση του στο δικαστήριο με τους δικαστές που …φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων; / Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί. / Και τους πήρε φόβος μεγάλος, η εκτέλεση εν μέσω δύο συντρόφων (όχι ληστών εδώ βέβαια) και η «ανάσταση» του επιγραφοποιού στο πρόσωπο του μαρμαρά με το ίδιο όνομα. Μια πιο δυναμική εικόνα του Χριστού στο πλάι των ταπεινών που εξεγείρονται στον Δ.Θ.Φραγκόπουλο που, αρχικά τουλάχιστον, ιδεολογικά τοποθετούνταν στους αντίποδες των θέσεων του Λειβαδίτη:

Ο επαναστατημένος Χριστός

[…]

Όμως
όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,
ανάψουν ολούθε οι φωτιές,
και δουν οι μαχητές πως το τέρμα τους
είναι εδώ, και τους προσμένει
με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως
που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα
σαν μοιραστεί κ η τελευταία ματιά
μαζί με τα λιγοστά τους βόλια,
κ επισημάνουν τις θέσεις τους,
αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο −

τότε
μες απ το σκοτάδι, ξεγλιστράει φτωχοντυμένος,
οπλισμένος μ ένα μακρύκαννο,
και παίρνει τη θέση του ανάμεσά τους, σιωπηλά,
κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τους σταυρωτήδες του,
ο Ιησούς Χριστός του Ιωσήφ και της Μαρίας,
ξυλουργός,
κλάσεως 1944

Για τον επαναστατημένο Χριστό περισσότερα στο κεφάλαιο 10.1.2. “Ο Χριστός στα οδοφράγματα” (σελ 90-91) από το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950. Στον Αναγνωστάκη πάλι η εικόνα αντιστρέφεται: είναι η Επανάσταση – Χριστός που κουράζεται, προδίδει, δοξάζεται ενώ οι μαθητές μένουν πιστοί σε αυτήν και σταυρώνονται όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.

Μιλώ..

[…]
Ma πιo πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαπόστασαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνήθηκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταύρωναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους.

 Στον Δημήτρη Δούκαρη τέλος το όραμα που επαγγέλλονταν η Επανάσταση – Χριστός μένει μετέωρο, ημιτελές και η απογοήτευση γίνεται αδημονία και οργή:

Σ’ άκουσα, σαν πρωτομίλησες
«Λάβετε, φάγετε,
τούτο εστί το σώμα Μου,
τούτο εστί το αίμα Μου,
πίετε εξ αυτού πάντες».
Ήσουνα βέβαιος και ήσυχος,
κι εγώ επείνασα κι εδίψασα-
λάβετε το σώμα Μου, είπες,
κι εγώ ακόμα πεινώ,
πίετε το αίμα Μου, είπες,
κι εγώ διψώ, ακόμα διψώ,
διψώ

Έθιξα παραπάνω τελείως δειγματοληπτικά ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα, αυτό της παρουσίας και των μεταμορφώσεων των Θείων Παθών στην κοινωνική ποίηση που εξ ορισμού ελάχιστα ρέπει προς το θρησκευτικό συναίσθημα – τουλάχιστον με τις συμβατικές προσλαμβάνουσές του. Απαγγελία 1950Φυσικά δεν τίθεται καν θέμα έστω και οριοθέτησης του ζητήματος στην παρούσα ανάρτηση· ούτε βέβαια θα επιχειρήσω να προσεγγίσω το συζυγές ζήτημα του «μακρυγιαννισμού», της «λαϊκότητας» ως στοιχείο της «ελληνικότητας» που αναζήτησε εναγωνίως η γενιά του ’30 και όψεις της υιοθέτησε και η μεταπολεμική λογοτεχνία της Αριστεράς για διαφορετικούς βέβαια λόγους και με διαφορετική στόχευση (χρησιμότατες οι προσεγγίσεις στο Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, επιμ. Δημήτρης Δημητρόπουλος, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αθήνα, εκδ. ΑΣΚΙ – Η Αυγή, 2014).Θέλω μόνο να καταδείξω ότι η «Καντάτα» είναι ένα ξεχωριστό παράδειγμα υποδειγματικής αξιοποίησης της θρησκευτικής παράδοσης τόσο σε επίπεδο περιεχομένου (προσώπων και συμβόλων) όσο και σε επίπεδο φόρμας (λεξιλόγιο, σύνταξη, ύφος συνολικά). Τόσο πετυχημένο που θα άξιζε να ερευνήσει κανείς, πέρα από τους προγόνους της (πχ. «Άξιον Εστί») και τους τυχόν επιγόνους της στη μεταπολεμική μας ποίηση.

Θα σημειώσω μόνο τρεις παρατηρήσεις πάνω στο απόσπασμα καθώς μία αρκετά πλήρης ανάλυση έχει ήδη γραφεί και προέρχεται από: http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.livaditis1.htm#isagogi – την έχω ανεβάσει εδώ

α) Οι βασανιστές του επιγραφοποιού δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς την πρόθεση του ποιητή να δείχνουν τα συμβάντα αιώνια και πέρα από ιστορικά καθορισμένα πρόσωπα και πράγματα. Ωστόσο ο νους όλων πηγαίνει στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Πράγματι, οι άνθρωποι που είχαν χάσει το πρόσωπό τους – ίδιοι με εκείνους με το Σβησμένο Πρόσωπο του στο Άξιον Εστί του Ελύτη – είναι, σε επίπεδο κυριολεξίας, οι καταδότες κουκουλοφόροι της Κατοχής. Μεταφορικά βέβαια οι άνθρωποι που έχουν χάσει το πρόσωπό τους δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους που έχουν χάσει την ταυτότητά τους, την προσωπικότητά τους, και έχουν γίνει τυφλά όργανα της εξουσίας των τυράννων.Το τίμημα της Ιστορίας Κουκουλοφόροι βασανιστές πάντως συναντώνται μόνο στην περίοδο της Κατοχής, καθώς στον Εμφύλιο οι βασανιστές δεν είχαν λόγο να κρύβονται. Από την άλλη οι στρατιώτες που βρίσκονται έξω από το δικαστήριο, τα φτωχά, αμούστακα παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε/ για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος ταιριάζουν περισσότερο στον Εμφύλιο (η λαϊκή καταγωγή τους τονίζει την κοινή με τον επιγραφοποιό ταξική τους προέλευση την οποία προσπαθούν να ξεχάσουν). Και οι δικαστές επίσης δε θα είχαν λόγο να φοβούνται την ίδια τους τη φράση, το «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων», δε νομίζω ότι θα απασχολούσαν τέτοιες σκέψεις του Γερμανούς ή τους δοσίλογους δικαστές καθώς γι αυτούς είναι δεδομένη η ενοχή του επιγραφοποιού. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ο Λειβαδίτης χρησιμοποιεί εικόνες και πρόσωπα τόσο από την Κατοχή όσο και από τον Εμφύλιο σε κάθε περίπτωση όμως θέλει να τονίσει ότι πρόκειται για έναν (αιώνιο και διαρκή) κοινωνικό αγώνα καθώς αφορά αποκλειστικά φτωχούς, κυνηγημένους, κατατρεγμένους και απελπισμένους.

β) Η αράχνη έχει ως σύμβολο πολλαπλό ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνο αγωνιστικό σύμβολο, ο ακατάβλητος αγώνας του ανθρώπου ενάντια στις απάνθρωπες εξουσίες. Ούτε μόνο παράδειγμα θάρρους που σώζει τον κρατούμενο από την τρέλα. Είναι σύμβολο αγώνα «εις τους αιώνας των αιώνων», διαρκές και επαναλαμβανόμενο, όπως και ο ίδιος ο αγωνιστής-επιγραφοποιός, όπως, στην αντίπερα όχθη, οι δικαστές και οι βασανιστές. Εντάσσεται πλήρως στο σχέδιο του ποιητή για την απεικόνιση του αγώνα της Ανθρωπότητας για ένα καλύτερο αύριο. Δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια στην αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο που να μην μπορεί να αναχθεί σε διαρκή και επαναλαμβανόμενη πράξη ή σύμβολο για τον αγώνα του Ανθρώπου: προς δόξαν του ανθρώπου

γ) Ο επιγραφοποιός μιλά ελάχιστα στην αφήγηση του ανθρώπου με το κασκέτο. Ακούγεται μόνο κατά τη σύλληψή του να λέει το όνομά του, ένα όνομα μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα, και κατά την εκτέλεσή του ζητά μία πέτρα για να ανέβει επάνω και να εξισωθεί στο ύψος με τους συντρόφους του (σύμβολο της ισότητας). Η επικοινωνία του στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι μη λεκτική: δείχνει την καρδιά του στην ερώτηση πού έχει κρυμμένα τα όπλα, χτυπά τον τοίχο να επικοινωνήσει με τον διπλανό κρατούμενο, δείχνει το πλήθος στην ερώτηση των δικαστών αν είναι πολλοί. Μόνο σε μια περίπτωση ο ποιητής τον βάζει να μιλά σε ευθύ λόγο και για μία μόνο λέξη: το απόγευμα πριν την εκτέλεσή του.

 Βάλιας Σεμερτζίδης - 1η Μαϊου 1944Αντί επιλόγου το απόσπασμα:

65. Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Κι ήρθε το τελευταίο απόγευμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.
66.
Κι ακούμπησε στο μικρό, καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού και κοίταξε κάτω την πολιτεία.
67. Κι ύστερα κοίταξε ψηλά, που άρχιζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα, ένα-ένα.
68.
Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα νά’σβησαν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασανίζαν.
69. Κι ένοιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του, ή τού’λεγε μια παρήγορη λέξη.
70.
Και ψιθύρισε σιγανά : σύντροφοι.

Ο φάκελος της ανάρτησης, σχεδόν ολοκληρωμένος ή καλύτερα, οριστικά μισοτελειωμένος, περιλαμβάνει:
[ https://app.box.com/s/ghe4ellbor6er8w8owgw ]

  1. Vitti Mario, Η γενιά του 30. Ιδεολογία και μορφή, σελ 189-201 (για ελληνικότητα, Μακρυγιάννη)
  2. Αργυρίου Αλέξανδρος, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος ΣΤ, 1957-1963 (σελ.312-319) [ποίηση της ήττας]
  3. Βουρνάς Τάσος, «Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη» (Αυγή 1976).
  4. Βρεττάκος Νικηφόρος, κριτική για την Καντάτα (Επιθεώρηση Τέχνης, Ιούνιος 1961, τομ. ΙΓ΄, τ, 78 σ. 623-627)
  5. Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (κεφ. «Ήττα και Αντιήττα» σελ. 105-134)
  6. Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα (για την Καντάτα)
  7. Καραντώνης Ανδρέας, Η ποίησή μας μετά το Σεφέρη (Λειβαδίτης, σελ 217-230), Δωδώνη 1976.
  8. Καρβέλης Τάκης, «Το τίμημα της Ιστορίας» (Καθημερινή 1988).
  9. Κάσσος Βαγγέλης, «Ποίηση της ήττας και ιδεολογική αντοχή» (Ασφυξία του βλέμματος, σελ. 47-50)
  10. Καστρινάκη Αγγέλα, Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950 (Κυρίως: Μέρος Δεύτερο: Στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, κεφάλαια 9,10,11)
  11. Κεχαγιόγλου Ελένη, «Ο Τάσος Λειβαδίτης και το τραύμα μιας γενιάς» [https://dimartblog.com/2013/04/20/leivaditis2/]
  12. Κίκα Ολυμπίου και Καίτη Χρίστη, Καντάτα – Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988) [http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/ko.livaditis1.htm#isagogi]
  13. Κοκόλης Ξενοφών, «Αντιστασιακή ποίηση. Πρόσωπο και προσωπείο» [περ. Αντί, τχ. 169 (1981)]
  14. Κόκορης Δημήτρης, «Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού ή νεωτερική ποιητική κατάθεση;» Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, σελ. 207-216
  15. Λειβαδίτης Τάσος, ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, αρχείο ΕΤ1
  16. Λειβαδίτης Τάσος, Καντάτα (ολόκληρη).
  17. Λειβαδίτης Τάσος, συλλογή απόψεων και κριτικών [http://latistor.blogspot.gr/2010/05/blog-post_9140.html].
  18. Λεοντάρης Βύρων, «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης τ. 106-107 (1963)
  19. Μαρκόπουλος Γιώργος, «Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Η δεύτερη ποιητική περίοδος του Τάσου Λειβαδίτη» (Κυριακ. Ριζοσπάστης,28 Οκτώβρη 1990, σελ. 50)
  20. Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης», περ. Η Λέξη τ.20.
  21. Μαρκόπουλος Θανάσης, «Τάσος Λειβαδίτης» [περ. Νέα Εστία τ.1855 (Ιούνιος 2012) 872-889].
  22. Μαρωνίτης Δ.Ν, Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, σελ. 11-30
  23. Μενδράκος Τάκης, «Ο ποιητής της μεταπολεμικής περιπέτειας» (Αυγή της Κυριακής, 13 Νοεμβρίου 1988, σελ.21).
  24. Μέντη Δώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και Μορφή [ποίηση της ήττας], σελ 139-161).
  25. Μερακλής Μιχάλης, «Ένας Μεταφυσικός της Αριστεράς» και  Ηλίας Κεφάλας, «Το Θρησκευτικό Ρίγος». (Αφιέρωμα από το περ. Δέντρο)
  26. Μερακλής Μιχάλης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980 [Μέρος πρώτο- Ποίηση (ενότητα «Κοινωνική ποίηση», σελ. 157-231)
  27. Μοσκώφ Κωστής, «Η ποίηση της ήττας και η προοπτική μιας παλιννόρθωσης», A και Β μέρος, εφ. Ριζοσπάστης, 7 και 9/8/1975
  28. Μπενάτσης Απόστολος, «Τάσος Λειβαδίτης: Ένας διαχρονικός ποιητής». [http://www.poeticanet.gr/tasos-leibaditis-enas-diaxronikos-poiitis-a-179.html]
  29. Παναγιωτίδης Σταύρος, «Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης και η ελληνική Αριστερά. Μία περίπτωση συμβολικής αναδρομικής οικειοποίησης» [https://barikat.gr/content/o-stratigos-makrygiannis-kai-i-elliniki-aristera-mia-periptosi-symvolikis-anadromikis]. Πηγή: Οι αναγνώσεις του 1821 και η Αριστερά, επιμέλεια Δημήτρης Δημητρόπουλος, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Αθήνα, εκδ. ΑΣΚΙ – Η Αυγή, 2014.
  30. Τσιριμώκου Λίζυ, «Τάσος Λειβαδίτης» (Τα Νέα, 13/04/2013).
  31. Φιλοκύπρου Έλλη, «Το αληθινό πρόσωπο και η ακαθόριστη υπόσχεση στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη» (διαδικτυακό περ. Χρόνος, τεύχ.7  http://www.chronosmag.eu/index.php/flp-lth-psp-ths-pss-s-ps-s-le.html)
  32. Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, “Η ήττα πικρό εγερτήριο της νίκης” περ. Διαβάζω, τ.94 (1984), σελ. 69-70

Ένα σχόλιο στο “Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα (Η “Καντάτα” του Τάσου Λειβαδίτη)

  1. Μαργαρίτα

    Εξαιρετικη ανάρτηση!!!!

    “Κι οχι αυταπάτες προπαντός.
    …..

    Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες.
    ΕΣΤΩ
    Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.”

    Μ.Αναγνωστάκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *