Σημειώσεις – Τίτος Πατρίκιος “Αλληγορία”

Τίτος Πατρίκιος – Αλληγορία

Σαν έπεσε η βαλανιδιά
άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα
καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο,
άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία
το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή,
άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα
τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους,
άλλοι διαβεβαίωναν την βαπτικότητα των φυλλοβόλων
αφωνώντας όμως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης,
άλλοι, μαζί κ’ εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν
γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς.
Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό
(από τη συλλογή Προαιρετική στάση, 1975)

Εργογραφία Τίτου Πατρίκιου

Χωµατόδροµος, 1954
Μαθητεία (1952-1962), Αθήνα 1963
Προαιρετική στάση, Αθήνα (Ερµής) 1975
Ποιήµατα 1 (1948-1954), Αθήνα (Θεµέλιο) 1976
Θάλασσα επαγγελίας, Αθήνα (Θεµέλιο) 1977
Αντιδικίες, Αθήνα (Ύψιλον) 1981
Παραµορφώσεις, Αθήνα (∆ιάττων) 1989
Η ηδονή των παρατάσεων, Αθήνα (∆ιάττων) 1992
Ποιήµατα, Α΄-Γ΄, Αθήνα (Κέδρος) 1998.
Η αντίσταση των γεγονότων, Αθήνα (Κέδρος) 2000
Ποιήµατα, ∆΄, Αθήνα, Κέδρος, 2002
Η πύλη των λεόντων, Αθήνα (∆ιάττων) 2002
Η νέα χάραξη, Αθήνα (Κέδρος) 2007
Λυσιµελής πόθος, Αθήνα (Κέδρος και ∆ιάττων) 2008

ΠΕΖΑ
Η συµµορία των δεκατριών. Ηµερολόγιο του 1940 και άλλα γραφτά, Αθήνα (∆ιάττων) 1990
Συνεχές ωράριο· διηγήσεις, Αθήνα (∆ιάττων) 1993
Στην ίσαλο γραµµή· Αφηγήσεις, Αθήνα (Κέδρος) 1997
Οι τέσσερις φιγούρες, 2001
Περιπέτειες σε τρεις σχεδίες, Αθήνα (Κέδρος) 2006

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Γκ. Λούκατς, Μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισµό, 1957
Λ. Αραγκόν, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, 1965

Η «Αλληγορία» είναι το τελευταίο ποίημα της τρίτης συλλογής του Τίτου Πατρίκιου «Προαιρετική στάση». Γράφει σχετικά ο Δ.Ν. Μαρωνίτης: Εν τούτοις η ωριμότερη συλλογή, και η τελευταία που ξέρουμε ως τώρα, πετυχαίνει εκεί που ακροβατεί η μεσαία. Γιατί στην «Προαιρετική στάση» υπάρχει πια απόφαση: το ποιητικό σώμα δεν ταυτίζεται με την ύλη της δραματικής έκρηξης, αλλά συντίθεται από τα μεταδραματικά της θραύσματα: εκείνα που υποδηλώνουν τι προηγήθηκε, αλλά δεν το θεματογραφούν. Αποτέλεσμα: το ποίημα, τελειωμένο, βρίσκεται πια σε ίση απόσταση, από τον ποιητή και τον αναγνώστη, σ’ ένα είδος περίπου νεκρής ζώνης, δίχως να κρέμεται από τον αφαλό του γεννήτορα του. Αυτός ο ουδέτερος, κατά κάποιο τρόπο, τόνος επιτρέπει κινήσεις γύρω από το περίοπτο ποίημα. Στις καλύτερες μάλιστα περιπτώσεις, και ύστερα από τις ερευνητικές αυτές πολιορκίες, το ποίημα παραμένει ακόμη στο κέντρο: στέρεο, ακέραιο και πολυσήμαντο. Η μαθητεία στον Μπρεχτ έδωσε ήδη τους καρπούς της – ακόμη και στο άβολο χωράφι της αλληγορίας, όπως λ.χ. φαίνεται από το τελευταίο ποίημα αυτής της συλλογής […]
Γύρω από το παραδοσιακό (και ελληνικό) σύμβολο της βαλανιδιάς χαράσσονται με κιμωλία οι κύκλοι ενός μπρεχτικού σχεδόν συλλογισμού, που λάμπει, κόβει και διδάσκει, αφήνοντας όμως πάντοτε την τελευταία πόρτα ανοιχτή. Μπροστά στην πολιτική αποτυχία οι στάσεις των ανθρώπων, οι τυπικές και οι επαναλαμβανόμενες: πολιτικός μυστικισμός, ποιητική αισθηματολογία, αισθηματικό εμπόριο της καταστροφής, βυζαντινός αναρχισμός, σοσιαλιστικός ρεαλισμός, μαθηματική νηφαλιότητα και επιστημονική απορία. Αυτή η σκάλα με βοηθεί να κλείσω καλά το κεφάλαιο για την ποιητική και πολιτική ηθική του Τίτου Πατρίκιου. (Δ. Ν. Μαρωνίτης – Ποιητική και Πολιτική  Ηθική, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976)

25204349 patrikiosΟ Τίτος Πατρίκιος (Α΄ μεταπολεμική γενιά) με εξορίες στη Μακρόνησο (1951-1952) και στον Άη Στράτη (1952-1953) είναι ο τελευταίος μείζων εν ζωή ποιητής της γενιάς αυτής που πέρασε από τον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ, τις φυλακές και τις εξορίες για να φτάσει αργότερα με τη  διάσπαση του ΚΚΕ, τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση στον σταδιακό εκφυλισμό ιδεών και οραμάτων. Βέβαια ο όρος «γενιά της ήττας» που τους αποδόθηκε είναι πολύ συζητήσιμος και ίσως και άδικος. Δύο τρία πράγματα έγραψα στην ανάρτηση για τον Λειβαδίτη

Κύρια θέματα στην Α΄ Μεταπολεμική ποιητική γενιά
1. Το ιστορικό βίωμα (Πόλεμος, Κατοχή-Αντίσταση, Εμφύλιος).
2. Η στρατιωτική ήττα της αριστεράς, εγκλεισμοί, διώξεις, εκτελέσεις.
3. Τα προβλήματα προσαρμογής στο μετεμφυλιακό περιβάλλον.
4. Η κρίση ιδεών στο εσωτερικό της αριστεράς.
5. Η νοσταλγία της χαμένης νεανικής ρώμης.
6. Η αποδυνάμωση της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον.
7. Υπαρξιακή αγωνία.
8. Αίσθημα μοναξιάς και αλλοτρίωσης του ανθρώπινου προσώπου.
• «Στάση κοινωνικού πόνου» (Πάνος Θασίτης).
• «Ποιητική και πολιτική ηθική» (Δ. Ν. Μαρωνίτης)

Κύριοι εκφραστικοί τρόποι:

– Χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου (πίστη στο συλλογικό όραμα).
– Στροφή στο α΄ ενικό πρόσωπο (διάψευση και εσωστρέφεια, υποκειμενική θέαση του κόσμου).
– Εξωτερίκευση με τόνους δραματικούς της υπαρξιακής αγωνίας.
– Υιοθέτηση ρεαλιστικής έκφρασης, η οποία αντλεί το ύφος της από τη γλώσσα της καθημερινής ζωής.
– Περιστασιακή χρήση της λόγιας γλώσσας, συνήθως με ειρωνική διάθεση.
– Υιοθέτηση (αρχικά) της παραδοσιακής έμμετρης στιχουργίας στη συνέχεια επιλογή του ελεύθερου στίχου.
– Αξιοποίηση του Μοντερνισμού και της κληρονομιάς του υπερρεαλισμού.

Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις:

α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, κ.ά),

β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).

γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).

Το ποίημα, ολιγόστιχο και λιτό όπως όλα της συλλογής, υιοθετεί μια γλώσσα απλή, γυμνή από επίθετα, σχεδόν άκαμπτη, χωρίς εμφανή λυρισμό ή δραματικότητα και θυμίζει αρκετά τα ποιήματα του Μαρκόπουλου που είδαμε (η τρίτη μεταπολεμική γενιά, γενιά του 70 ή της αμφισβήτησης όπως επίσης ονομάζεται, χρωστά πολλά στην πρώτη ενώ αγνόησε τη χαμηλόφωνη και πιο εσωστρεφή δεύτερη μεταπολεμική). Πρωτοπρόσωπος αφηγητής  που φαίνεται μόλις στιγμιαία στον δέκατο στίχο (βιωματικότητα και εδώ, πώς όχι άλλωστε με τέτοια θεματολογία). Μία στροφική και νοηματική ενότητα με τον πρώτο στίχο Σαν έπεσε η βαλανιδιά να εισάγει το μείζον γεγονός της πτώσης της βελανιδιάς και τον τελευταίο να θέτει το αναπάντητο πρόβλημα του νερού. Ενδιάμεσα ανά δύο στίχους οι πέντε διαφορετικές στάσεις μπροστά στο γεγονός σε ασύνδετο σχήμα:

  • άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε στο χώμα // καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο
    Πολιτικός μυστικισμός κατά τον Μαρωνίτη: όντως η λέξη «προσκύνημα» εκεί παραπέμπει αν και ο όρος παραπέμπει περισσότερο (μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968) στο ορθόδοξο ΚΚΕ και την μάλλον θρησκευτικής/δογματικής υφής προσέγγισή του στον μαρξισμό-λενινισμό και λιγότερο στο τότε ΚΚΕ εσωτερικού που ήταν σαφώς πολύ πιο κριτικό απέναντι στις στάσεις και παραλείψεις της κομματικής ηγεσίας, μάλλον πλουραλιστικό στις προσεγγίσεις της μαρξιστικής θεωρίας και απόλυτα απέναντι στις διάφορες επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στις ανατολικές χώρες της Ευρώπης (κυρίως) αλλά και τα ζητήματα ελευθερίας στην ίδια χώρα. Ωστόσο εκτιμώ ότι μπορεί (και πρέπει) η αλληγορία να εφαρμοστεί και στη στάση του ΚΚΕ μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο: από ολόκληρο τη βελανιδιά που αποτέλεσε την Εθνική Αντίσταση και φυσικά «έπεσε» μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα, το ΚΚΕ ονόμασε το κλαδί (τον εαυτό του) βελανιδιά και καλεί σε προσκύνημα, σε άκριτη δηλαδή λατρεία
  • άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία // το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή,
    Ποιητική αισθηματολογία κατά τον Μαρωνίτη: πολύ ακριβής η έκφραση γιατί τι άλλο πέρα από αισθηματολογία θα μπορούσε να είναι όλο αυτό το ατέλειωτο θρηνολόγημα για χαμένα ιδανικά και χαμένους αγώνες; Είτε πρόκειται για την ενότητα του κόμματος είτε (πολύ πιθανότερο όπως εκτιμώ) για τη χαμένη μάχη της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Ωστόσο εδώ δεν πρέπει να γίνει το λάθος να συμπεριληφθούν οι ποιητές εκείνοι (Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Κωσταβάρας, Λειβαδίτης, Θασίτης, Αλεξάνδρου) που με τον ποιητικό τους λόγο προσπάθησαν να καταγράψουν με δραματικότητα το πώς και γιατί οδηγήθηκε το κίνημα σε ήττα: όχι κλάψα ή ηττοπάθεια, όπως κατηγορήθηκαν μάλλον άδικα και με πολιτική σκοπιμότητα (δες τις σημειώσεις στην ανάρτηση για την Καντάτα του Λειβαδίτη) αλλά μνήμη. Ελεγεία και εδώ αλλά όχι αισθηματολογία: Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ // Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα // Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω // Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
  • άλλοι φτιάχνανε συλλογές από ξεραμένα φύλλα // τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους,
    Aισθηματικό εμπόριο της καταστροφής κατά Μαρωνίτη. Υπάρχουν πάντα και αυτοί που για να βγάλουν το ψωμί τους (και κάτι παραπάνω ενίοτε) θα πουλήσουν ό,τι έχουν από την βελανιδιά, όσα ξεραμένα φύλλα απέμειναν στα χέρια τους: πληροφορίες, ντοκουμέντα, αναμνήσεις, φιλίες και αγώνες ακόμη. Στο πανηγύρι της πολιτικής σκηνής, της κομματικής προπαγάνδας έως ακόμη και στα ΜΜΕ. Κάποιοι θα καταφέρουν έτσι να επιβιώσουν πολιτικά ακόμα και στο στρατόπεδο του εχθρού. Δεν έγραψε άδικα το επιτύμβιο για τον Λαυρέντη ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ειδικά στη μεταπολίτευση το είδαμε σε ευρεία κλίμακα. Πού να τα φανταστεί τότε ο ποιητής…
  • άλλοι διαβεβαίωναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων // διαφωνώντας όμως στο είδος η και στην ανάγκη αναδάσωσης,
    Βυζαντινός αναρχισμός κατά Μαρωνίτη: Συλλήβδην απόρριψη κάθε ιδεολογίας (φυλλοβόλα) στο όνομα μιας νεφελώδους πολιτικής προσέγγισης που, αν δεν καταλήγει στην απέναντι πλευρά, τουλάχιστον αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στο με τι θα αντικατασταθεί το χαμένο ιδανικό ή φτάνει στο να μην υπάρχει καν κάποιο ιδανικό. Χαρακτηριστικός τρόπος σκέψης που οδηγείται από την αμφισβήτηση της αξίας της βελανιδιάς (ιδανικό) σε αδιέξοδο και πολιτικό μηδενισμό γιατί δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προτείνει παρά επιμένει σε στείρα κριτική και ατέρμονες και αδιέξοδες συζητήσεις και λεπτολόγες αναλύσεις (που θυμίζουν συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων στο Βυζάντιο την ώρα που η αυτοκρατορία κατέρρεε} εξυπηρετώντας έτσι ουσιαστικά τους πολιτικούς αντιπάλους και στερεώνοντας τη εξουσία τους. Δυστυχώς πολύ συνηθισμένη στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς: ατέρμονες διαφωνίες και άπειρες γνώμες χωρίς όμως να οδηγούνται σε ενέργειες
  • άλλοι, μαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν // γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς.
    Σοσιαλιστικός ρεαλισμός κατά τον Μαρωνίτη. Και ναι και ίσως κάπου όχι. Είναι σίγουρα μια αισιόδοξη εκτίμηση που εκτιμά ότι όσο υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες (γη και σπόροι, άνθρωποι που καταπιέζονται και οι ιδέες που τεκμηριώνουν και στηρίζουν τους αγώνες) θα υπάρχει η δυνατότητα να στηθεί ξανά το ιδανικό, η βελανιδιά. Η ένστασή μου είναι ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός εμπεριέχει εξ αρχής ένα στοιχείο υπερβολής και απλοϊκότητας· και πάλι βέβαια η σκέψη ότι αρκούν η γη και οι σπόροι είναι όντως κάπως απλοϊκή εκτίμηση και υπερβολικά αισιόδοξη. Την πιστεύει ωστόσο και ο ίδιος ο ήρωας/αφηγητής /ποιητής (δεν υπάρχει καν η υποψία ότι το ποιητικό εγώ επιχειρεί να αποστασιοποιηθεί έστω και στο ελάχιστο από τον ποιητή). Τελικά ίσως ο Μαρωνίτης να ευστοχεί πλήρως με τον όρο.
  • Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό.
    Το ζήτημα όμως δεν είναι ούτε τα πρόσωπα ούτε οι ιδέες για να στηθεί εκ νέου το ιδανικό, η βαλανιδιά. Αυτά υπάρχουν και θα υπάρχουν. Το νερό είναι το πρόβλημα. Πώς θα ποτιστεί το χώμα για να φυτρώσει ο σπόρος πώς θα ανανεωθούν (αυτό είναι το νερό) οι ιδέες και τα οράματα μέσα από τα αδιέξοδα που έχουν οδηγηθεί ώστε να δυναμώσουν και να μετουσιωθούν από σπόρος σε δέντρο. Λείπει η κινητήρια δύναμη που θα αναζωογονήσει τις ιδέες και θα εμπνεύσει τους ανθρώπους να υπηρετήσουν τα ιδανικά. Δεν έχουν ηττηθεί οι ιδέες αλλά δείχνουν, στην παρούσα μορφή τους να έχουν χάσει τους ζωτικούς τους χυμούς. Κάπως έτσι άλλωστε έθεσε το θέμα και ο Μιχάλης Κατσαρός ήδη είκοσι χρόνια πριν («Θα σας περιμένω», Κατά Σαδδουκαίων, 1953)
    Μην ἀμελήσετε.
    Πάρτε μαζί σας νερό.
    Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία.

Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική» (Ο Στόχος, 1970)

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

– Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Η συλλογή περιέχει 13 ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία συμπεριλήφθηκαν στην ομαδική έκδοση Δεκαοκτώ Κείμενα. Είναι ουσιαστικά η τελευταία συλλογή του Αναγνωστάκη (τα σύντομα σημειώματα στο Περιθώριο 1968-1969  και αργότερα στο Υστερόγραφο ο ίδιος δεν τα θεωρεί ποιήματα – και δεν είναι). 20170829 092859Είναι επίσης η συλλογή ποιημάτων με τον πιο άμεσο και ευθύ λόγο από όλες, ολόκληρη αφιερωμένη στην κοινωνική ποίηση χωρίς περιστροφές. Στον Στόχο κυριαρχεί η (πικρή συχνά) ειρωνεία και ο καταγγελτικός τόνος που όμως ποτέ δε γίνεται μεγαλόστομος. Πίκρα, ήπια οργή, απογοήτευση είναι συναισθήματα που διαπερνούν τα ποιήματα της συλλογής και ουσιαστικά προαναγγέλλουν το τέλος της ποιητικής δραστηριότητας του ποιητή. Όσο και αν ο ίδιος το αμφισβήτησε (στην πνευματική διαθήκη του, το 1992, περιγράφει τον εαυτό του ως ερωτικό και πολιτικό ταυτόχρονα, με τα δύο αυτά στοιχεία να συγχωνεύονται στο έργο του λόγω της εποχής στην οποία έζησε), υπήρξε πολιτικός από την αρχή ως το τέλος: μίλησε όταν έπρεπε να εκφραστεί μέσω της ποίησης και όταν υπήρχε ανάγκη να το κάνει, σιώπησε στη συνέχεια ποιητικά και συνέχισε τις πολιτικές του παρεμβάσεις με άρθρα και δοκίμια. Και το βλέπουμε στο ποίημα αυτό,

Τέσσερις άνισες στροφές (6,7,2,2 στίχοι αντίστοιχα). Συχνοί διασκελισμοί (στίχοι 3,5,8,9,11) που οδηγούν προς την ποιητική πρόζα. Αξιοπρόσεκτο ότι τρεις λέξεις τυπώνονται με αραιά γράμματα, θα εξετάσουμε το γιατί. Δύο πρόσωπα: ο φανταστικός κατήγορος του ποιητή και ο ποιητής, μόνος ή ως εκπρόσωπος ομάδας ποιητών. Τυπικά διάλογος, ουσιαστικά μονόλογος καθώς το ποιητικό υποκείμενο μεταφέρει και σχολιάζει όσα θα μπορούσε να πει ο κατήγορός του που όμως δεν ακούγεται ο ίδιος αυτόνομα. Δεύτερο πρόσωπο που κυριαρχεί, ο ποιητής απευθύνεται σε πιθανό κατήγορο. Πιθανό αν και όχι φανταστικό καθώς οι κατηγορίες έχουν συχνά ακουστεί, τις γνωρίζει ο ποιητής.

Στην πρώτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο προεξοφλεί και μεταφέρει σε ευθύ λόγο το πιθανό κατηγορητήριο (θα μου πεις) που θα ακουστεί για το κοινωνικά και πολιτικό περιεχόμενο των ποιημάτων του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο φανταστικός κατήγορος απευθύνεται μόνο στον ποιητή ή σε ομάδα ποιητών της κοινωνικής ποίησης. Εξαρτάται από το αν θεωρηθεί ο πληθυντικός της πρώτης στροφής ως πληθυντικός ευγενείας ή αφορά ομάδα ποιητών. Εκτιμώ ότι μάλλον πρόκειται για το δεύτερο καθώς η κατηγορία της στρατευμένης ποίησης συχνά απευθύνονταν σε ομάδες ποιητών.

Ο φανταστικός κατήγορος απευθύνει στο ποιητικό υποκείμενο (και όσους αυτό εκπροσωπεί) την κατηγορία της προδοσίας της Ποίησης – πάλι, όχι λοιπόν για πρώτη φορά. Προσέχουμε τα κεφαλαία στην Ποίηση και στο Ανθρώπου: δείχνουν τη γενική χρήση του όρου και ταυτόχρονα μια μεγαλόστομη εξιδανίκευση των όρων στα όρια της ρητορείας. Ρητορεία άλλωστε χαρακτηρίζει ολόκληρη τη στροφή: μεγαλοστομίες και εκφραστικές υπερβολές (προδίδετε, ιερότερη εκδήλωση, υποζύγιον, σκοτεινών επιδιώξεων, εν πλήρει γνώσει), καθαρεύουσα έστω και διακριτική (υποζύγιον, εν πλήρει γνώσει), ηθικολογική αναφορά στους νεώτερους που επηρεάζονται δήθεν αρνητικά από το παράδειγμα του ποιητή. Τυπικός λόγος της δικτατορίας και των υποστηρικτών της που εκφέρεται πάντοτε με στόμφο, υπερβολή και πλαστό πάθος. Ουσιαστικά περιέχει τρεις μομφές: προδοσία της Ποίησης, ιερότερης εκδήλωσης του Ανθρώπου (κατά τον κατήγορο), χρήση της ποίησης ως όχημα σκοτεινών επιδιώξεων και συνειδητή (Εν πλήρει γνώσει), διαφθορά (ζημιά) των νέων μέσω αρνητικού παραδείγματος που δίδεται από τον ποιητή.

Η πρώτη μομφή περί προδοσίας (επαναληπτικά, πάλι) της ποίησης με κεφάλαια τόσο την Ποίησης όσο και τον Ανθρώπου (οι όροι λοιπόν ως ιδέες και όχι στην καθημερινή τους χρήση) μαζί με τον στόμφο της παράθεσης που ακολουθεί (την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου ) παραπέμπει σε μια αντίληψη της ποίησης ως κάτι ιερό, υψηλό, με ανώτερα νοήματα, στο χώρο σχεδόν των πλατωνικών ιδεών. Όχι φυσικά σχετιζόμενη με την καθημερινή ζωή και τα ανθρώπινα προβλήματα, πόσο μάλλον τα κοινωνικά. Μια ποίηση απονευρωμένη, μια ποίηση πολύ κοντά στην Καθαρή Ποίηση  των Γάλλων Συμβολιστών που το μόνο που μετρά είναι η μουσικότητα των λέξεων και η ψυχολογική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου.

Έτσι εξηγείται άλλωστε και η δεύτερη μομφή: η ποίηση γίνεται μέσον, (πάλι, και εδώ κατ’επανάληψη λοιπόν) υποζύγιο σκοτεινών επιδιώξεων. Όχι απλώς μέσον αλλά υποζύγιο – έντονα υποτιμητικός όρος συγκρινόμενος με την αντίληψη της ποίησης ως την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου. Και μάλιστα σκοτεινών επιδιώξεων, για κακό λοιπόν ή έστω με αμφίβολες έως αρνητικές προθέσεις του ποιητή. Εδώ τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα καθώς το κατηγορητήριο συγκεκριμενοποιείται και – όσο και αν δεν διατυπώνεται ρητά – αναφέρεται στην στρατευμένη ποίηση. Η μομφή αυτή έχει αποδοθεί σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς ποιητές ειδικότερα μάλιστα σε όσους  – η συντριπτική πλειοψηφία – είχαν τοποθετηθεί στο χώρο της Αριστεράς.anagnostakis Βέβαια το τι είναι στράτευση είναι μεγάλη και εν πολλοίς αδιέξοδη συζήτηση ωστόσο αυτό που μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής είναι ότι η όποια πιθανή στράτευση δεν αποκλείει την πληρότητα, επάρκεια και ομορφιά ενός έργου τέχνης. Η Αινειάδα λχ είναι έργο που αντανακλά ένα σύστημα αξιών του Οκταβιανού ως Αύγουστου αλλά κανείς δε σκέφτηκε να την πει στρατευμένη τέχνη. Στην Ελλάδα ο όρος έχει πολύ συγκεκριμένη ιδεολογική χρήση ως κατηγορία της τέχνης της Αριστεράς για προπαγάνδα μέσω της τέχνης και ουσιαστικά τέτοια είναι και εδώ η χρήση του, όπως καταλαβαίνουμε και από το σκοτεινών επιδιώξεων.

Και φυσικά δε μπορεί να λείπει η τρίτη μομφή περί συνειδητής διαφθοράς των νέων μέσω του κακού παραδείγματος που δίνει ο ποιητής (και όχι μόνο ο ίδιος). Δε μπορεί παρά να θυμηθούμε εδώ ότι η κατηγορία της προπαγάνδας στους νέους έστω και μέσω προσωπικού παραδείγματος είναι επίσης χαρακτηριστική μομφή που αποδίδουν καθεστωτικοί καλλιτέχνες σε όσους αρνούνται να συμμορφωθούν με το καθεστώς. Άλλωστε, για διαφθορά των νέων κατηγορήθηκε και ο Σωκράτης σε μια εξόχως πολιτική δίκη από μια ρεβανσιστικά και άδικα σκεπτόμενη δημοκρατία. Διόλου πρωτότυπος λοιπόν και εδώ ο κατήγορος.

Αυτό που ακολουθεί στη δεύτερη στροφή είναι μια ιδιαίτερα οργισμένη απάντηση του ποιητικού υποκειμένου που στρέφεται ενάντια τόσο στον φανταστικό για το ποίημα (αλλά όχι ανύπαρκτο στην ζωή) κατήγορο τόσο και στους ομοίους του. Προσέχουμε το δ ε ν και ε σ ύ με αραιωμένα τα γράμματα, δηλαδή έντονα και με πάθος διατυπωμένα και το ότι η απάντηση αρχίζει και τελειώνει με το θέμα της προδοσίας από μέρους των κατηγόρων, προδοσίας όχι μόνο της ποίησης αλλά συνολικά κάθε ιδανικού. Και σημειώνουμε τη τετραπλή (3Χ2 στίχους+1 μόνος) διάρθρωση της απάντησης: Καθολική και διαρκής προδοσία από τον κατήγορο και τους ομοίους του, ο τρόπος που γίνεται και ο χώρος (ξεπουλώντας, διεθνείς αγορές, λαϊκά παζάρια), οι συνέπειες (και μείνατε χωρίς…) και η κατακλείδα με το ρητορικό ερώτημα (Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;)
imagesΗ αντιστροφή του κατηγορητηρίου δε γίνεται διόλου με τη μεγαλοστομία και την υποκριτική (όπως αποδεικνύει το ποιητικό υποκείμενο ξεσκεπάζοντας το ηθικό ποιόν των κατηγόρων) αγανάκτηση των κατηγόρων αλλά με ένταση, οργή, λόγο άμεσο και διόλου ξύλινο Σημειώνουμε τους διασκελισμούς που σηματοδοτούν (στ.8,9,11) αυτή την ένταση καθώς σπάνε την αυτονομία του στίχου και θυμίζουν πλέον ποιητική πρόζα.
1. Η προδοσία του κατήγορου και των ομοίων του δεν περιορίζεται όπως προαναφέρθηκε στην ποίηση αλλά στο καθετί με ηθικό περιεχόμενο και όχι άπαξ αλλά χρόνια και χρόνια: – Το τι δ ε ν  πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις // Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια.
2. Βλέπουμε στη συνέχεια το τι και πως: Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας // Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια. Το ξεπούλημα (όχι κοινή πώληση, ξεπούλημα, δηλαδή με ευτελή και μειωτικό τρόπο) γίνεται σταδιακά, ένα προς ένα και αφορά τα υπάρχοντα προφανώς όχι υλικά αλλά πνευματικά και ηθικά, όπως θα φανεί πιο ξεκάθαρα παρακάτω και μάλιστα όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (λαϊκά παζάρια) αλλά σε διεθνές (διεθνείς αγορές). Είναι μια καθολική εκποίηση η οποία βέβαια δε μένει χωρίς συνέπειες για τους πωλητές:
3. Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε. Το κόστος της διαρκούς εκποίησης κάθε αξίας και ιδανικού οδηγεί στην απώλεια των αισθήσεων που μετωνυμικά εδώ παραπέμπουν στην απώλεια κάθε κοινωνικής όρασης (μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε), κάθε κοινωνικής ευαισθησίας (χωρίς αφτιά // Ν’ ακούτε), κάθε αντίδρασης μέσω της γραφής ή άλλης δράσης στα τεκταινόμενα γύρω τους: (με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε). Και φυσικά τα τεκταινόμενα όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και διεθνώς, άλλωστε και εκεί έχουν ξεπουληθεί όπως προαναφέρθηκε.
4. Η κατακλείδα θέτει το τελικό ρητορικό ερώτημα: Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε; Τι υπάρχει μείνει ιερό στους κατήγορους που να μην έχει ξεπουληθεί; Τι έχει απομείνει από την ηθική τους ποιότητα που να μην εκποιήθηκε; Προφανώς τίποτα.

Η τρίτη στροφή, δίστιχο όπως και τέταρτη, προεξοφλεί για δεύτερη φορά την ενοχλημένη δευτερολογία  του κατήγορου, για το περιεχόμενο της οποίας είναι σίγουρο (ξέρω) το ποιητικό υποκείμενο, έχοντας την ακούσει προφανώς αρκετές φορές: Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Οι καταγγελίες του ποιητικού υποκειμένου μεταφράζονται ως κήρυγμα και ρητορεία. Λογικό διότι όταν κάποιοι έχουν ξεπουλήσει λίγο λίγο ό,τι κατείχαν ως ηθικό περιεχόμενο, κάθε υπενθύμιση της πράξης τους εκλαμβάνεται κυνικότατα ως κουραστικό, επαναλαμβανόμενο (πάλι) κήρυγμα και μεγάλα λόγια, ρητορεία. ‘Έχοντας γίνει πλέον ρινόκεροι, δεν έχουν ούτε ηθικές αναστολές ούτε τύψεις για το ξεπούλημά τους που άλλωστε τους προσέφερε αρκετά υλικά ή και άλλα οφέλη. Μπροστά στα οφέλη, προφανώς τα άλλα είναι κηρύγματα και ρητορείες. Όμως το ποιητικό υποκείμενο δεν πτοείται από τους χαρακτηρισμούς του οποίους αποδέχεται: Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες. Προσέχουμε το το επιφώνημα και θαυμαστικό στην επιφωνηματική πρόταση με την ένταση και το πάθος της Ε ναι λοιπόν! Πράγματι, κηρύγματα και ρητορείες – αν το θέλουν έτσι οι ξεπουλημένοι και ριψάσπιδες κατήγοροι, αν τους βολεύουν οι όροι αυτοί για την κοιμισμένη τους συνείδηση. Ας τους ονομάσουν όπως θέλουν, δεν αλλάζει τίποτα.

Και ο επίλογος έρχεται με την ίδια ένταση: Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις // Να μην τις παίρνει ο άνεμος. Φυσικά προσέχουμε την αραίωση στη λέξη πρόκες. Οι λέξεις δεν είναι διανοητικό παιγνίδι, αναιμική και λεπτεπίλεπτη τέχνη για λίγους. Είναι π ρ ό κ ε ς, καρφώνονται στο ποίημα, δεν περνάνε σαν αέρας ούτε τις παίρνει ο αέρας. Βγαίνουν μέσα από την ψυχή του ποιητή που συμπάσχει με την κοινωνία, που οργίζεται, φωνάζει, καταγγέλλει. Δεν τις παίρνει ο αέρας όπως τα ψεύτικα, αποστειρωμένα και άψυχα στιχουργήματα των καθαρολόγων της ποίησης, Έχουν βάρος, κουβαλάνε την ψυχή του ποιητή και της κοινωνίας. Δεν είναι πολύχρωμα μπαλόνια για διασκέδαση νανουρισμένων συνειδήσεων αλλά αιχμές και κοινωνική καταγγελία.

Μένει να δούμε, μετά την προσέγγιση του ποιήματος, τον τίτλο «Ποιητική». Πρόκειται όντως για Ποιητική καθώς σε αυτό συγκρούονται δύο διαφορετικές αντιλήψεις για την ποίηση. Η πρώτη, του κατήγορου, βάζει υποκριτικά την ποίηση σε υψηλό βάθρο (ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου) έχοντάς την ωστόσο μετατρέψει σε υπόθεση για λίγους και μακριά από κάθε κοινωνικοπολιτική αναφορά και κριτική, μεταμορφώνοντας την σε προϊόν ερμητικά κλειστού εργαστηρίου, παιγνίδι του μυαλού για αλλοτριωμένες συνειδήσεις. Αντίθετα το ποιητικό υποκείμενο προκρίνει μια ποίηση ζωντανή που δε φοβάται την καταγγελία, δίνει μάχες, καρφώνει τις λέξεις να μπαίνουν βαθιά στις συνειδήσεις, να διαμορφώνει συνειδήσεις, να ξυπνά και όχι να αποκοιμίζει συνειδήσεις. Υπάρχει τεράστια διαφορά στο ρόλο της ποίησης αλλά και στο πώς φτιάχνεται η καθεμιά, στην Ποιητική. Η πρώτη φτιάχνεται με λόγια του αέρα, η δεύτερη με λόγια καρφωμένα στο ποίημα. Και αν πάμε λίγο πιο πέρα δεν είναι μόνο Ποιητική, είναι στάση ζωής. Οι κατήγοροι του ποιητή έχουν ξεπουληθεί οριστικά και αυτό αντανακλάται στην ποίησή τους που δε μπορεί να εκφράσει τίποτα ζωντανό και με παλμό. Ο ποιητής και οι όμοιοί του αντίθετα στέκονται κοντά στις αρχές τους και την κοινωνία. Περνάνε με την ποίηση τα μηνύματά τους και οι στίχοι τους συγκινούν τους νέους ανθρώπους, γίνονται το παράδειγμα που τόσο φοβούνται οι συμβιβασμένοι κατήγοροί τους.

Σημειώσεις – Γιώργος Μαρκόπουλος “Οι παλιοί εαυτοί μου”

Γιώργος Μαρκοπουλος “Οι παλιοί εαυτοί μου”

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
                     Μαρκόπουλος Γιώργος, Κρυφός κυνηγός, Κέδρος, 2010 

Η συλλογή Κρυφός Κυνηγός του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι η τελευταία ποιητική του συλλογή. Ίσως η πιο βαρύθυμη καθώς σε αρκετά της ποιήματα καταγράφεται μια ιδιαίτερα σοβαρή περιπέτεια της υγείας του και ταυτόχρονα όλη η μελαγχολία που φέρνει το κατώφλι των γηρατειών και της αντίπερα όχθης που διαγράφεται..jpg Είναι αλήθεια ότι η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου ως την Ιστορία του Ξένου και της Λυπημένης είχε κλείσει την εξωστρέφειά της (η κοινωνική ματιά επίσης επιβιώνει στη συνέχεια αν και σποραδικά και δύσκολα) που, αν εξαιρέσει κανείς τις δυο πρώτες συλλογές, αντισταθμίζονταν από μελαγχολικά εσωτερικά τοπία, πάντοτε έντονα βιωματικά. Στον Κρυφό Κυνηγό το βίωμα ενός επικείμενου θανάτου είναι κυρίαρχο λόγω της ασθένειας και αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε πικρές αναδρομές στο παρελθόν και αναστοχασμούς της ζωής που έζησε – και αυτής που δεν έζησε. Σχετικά μικρότερα ποιήματα σε σύγκριση με τις επικές συνθέσεις του παρελθόντος που δεν φοβήθηκαν τον πλατειασμό και την ανεξέλεγκτη πεζολογία και ρητορεία, λιτότητα, χαμηλοί ελεγειακοί τόνοι, αμεσότητα στο λόγο (αυτό δεν άλλαξε από τις πρώτες συλλογές), βιωματικότητα, Ο τίτλος πάλι Κρυφός Κυνηγός συνήθως ερμηνεύεται με βάση τη δεδομένη αγάπη του ποιητή για το ποδόσφαιρο ως τον παίχτη του κέντρου που βγαίνει ξαφνικά σεντερ φορ και σκοράρει – εδώ ο θάνατος που ξαφνικά βγαίνει και σκοράρει (ευτυχώς μόνο στην ποίηση, ο Γιώργος το ξεπέρασε από όσο ξέρω). Εμένα μου θυμίζει πάντως τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Μιχάλη Γκανά και τον πατέρα που Θυμάται κυνηγετικές σκηνές // με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα, // πριν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος // στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού, // που τον παραμονεύει αθέατος  // αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο // πότε μια λάμψη κάνης, // πότε μια κίνηση στις κουμαριές // κι ἡ μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του. // Ξέρει καλά ότι κρατάει   / μακρύκανο παλιό μπροστογεμές // γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο. Όταν αποφασίσει να τού ρίξει // δε θα προλάβει πάλι να τον δει // πίσω απ’ το σύννεφο τής ντουφεκιάς του.

Συλλογές

  • Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
  • Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, Αθήνα 1973, εκδόσεις Κούρος
  • Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα 1976, εκδόσεις Κέδρος
  • Οι πυροτεχνουργοί, Αθήνα 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ
  • Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1980
  • Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα 1987, εκδόσεις Υάκινθος
  • Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1992
  • Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα 1994
  • Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κέδρος.
  • Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κέδρος.

Giorgos Markopoulos 2014Ο τίτλος ξεκάθαρος: «Οι παλιοί εαυτοί». Και έτσι το ποίημα ξεκινά με το ερώτημα για τους παλιούς εαυτούς του ποιητικού υποκειμένου, πού να χάθηκαν άραγε στην πρώτη ενότητα, μεσολαβεί η μελαγχολική απάντηση του όγδοου στίχου αυτόνομη, μετέωρη ανάμεσα στο πριν και το καταθλιπτικό τώρα της τρίτης ενότητας (στίχοι 9-12). Λόγος ευθύς, λιτός και απέριττος, παρατακτική σύνδεση με συχνό το ασύνδετο σχήμα, έντονη πεζολογία χωρίς λυρικές εξάρσεις, με ελεγχόμενη ωστόσο και προσεγμένη δραματικότητα. Η πρώτη ενότητα εισάγεται και κλείνει με τον ίδιο σχεδόν στίχο Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν; – στον τελευταίο το όλοι δεν υπάρχει γιατί προηγήθηκαν ήδη όλοι. Το (δραματικό και έντονο) διπλό ερώτημα λειτουργεί ως φυσική συνέχεια του τίτλου και έτσι δεν απαιτείται να επαναληφθεί το υποκείμενο (οι παλιοί εαυτοί). Άλλωστε απαριθμούνται παρακάτω, ξεκινώντας από τον πιο χαρακτηριστικό και αυτόν που θεωρεί το ποιητικό υποκείμενο ως κυρίαρχο εαυτό (Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο) από την παιδική ηλικία: το παιδί, αεικίνητο και άτακτο, έπειτα η εφηβεία με τον έρωτα και τις πληγές του, το στρατιωτικό (με τρία επίθετα εδώ: ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος) και τέλος ακόμα και των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη (θεωρώ ότι εδώ, αν κρίνουμε από το επίθετο φλογερός, παραπέμπει τόσο σε αγώνες με πορείες αλλά και στους ατέλειωτες βόλτες με φίλους, συζητήσεις και διαφωνίες με πεζοπορίες χιλιομέτρων). Και η ενότητα κλείνει ξανά με το ίδιο αρχικό ερώτημα που η δραματικότητά του ενισχύεται με την επανάληψή του. Ένα ολόκληρο σύνολο από φάσεις της ζωής που απαριθμούνται με άξονα τα επίθετα που τις χαρακτηρίζουν ήσυχο (δεν καθόταν), (του έρωτα ο έφηβος) ο πληγωμένος, ο ατίθασος (του στρατού) ο σκληρός ο ατρόμητος, ο φλογερός οδοιπόρος και πάνω από όλα να προηγείται αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,

Και καταλήγουν στην τελική, ποιητική μεν καταθλιπτική δε, απάντηση στο ερώτημα: Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε. Όλοι οι εαυτοί τυλίγονται σε έναν άνεμο, χάθηκαν σαν αέρας. Σαν κάτι αόρατο, περίπου άυλο να τους τύλιξε και να τους εξαφάνισε. Μαγικά σχεδόν τους φύσηξε και τους τύλιξε.

Το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στην τρίτη ενότητα στον τελευταίο εαυτό που δεν έχει πια τίποτα από τα υψηλά ή δυναμικά χαρακτηριστικά των άλλων, των παλιότερων. Ο τρέχον εαυτός δεν είναι παρά Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία. Μοναξιά και αϋπνία τα χαρακτηριστικά του, και τα δύο συνδυαστικά να φωτογραφίζουν την τρίτη ηλικία, τον τελευταίο πια εαυτό. Που όμως (προσέχουμε στις φράσεις ορίστε, να τος, την αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τον αναγνώστη) ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους δημιουργεί στιγμιαία τις προσδοκίες για έναν εαυτό που να θυμίζει εκείνον τον φλογερό οδοιπόρο. Πάλι στον δρόμο όμως αλίμονο κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες. Υλικά φτηνά, καθημερινά, του νοικοκυριού (οι σόμπες μάλλον ηλεκτρικά σώματα). Η άδηλη σύγκριση ανάμεσα στον εαυτό φλογερό οδοιπόρο και στον τωρινό με τα ψώνια στα χέρια προσπαθώντας να καταπολεμήσει την αϋπνία με μοναχικές βόλτες εισάγει ένα επιπλέον στοιχείο δραματικότητας πέρα από την ίδια την πεζή και καταθλιπτική εικόνα του τελευταίου αυτού εαυτού. Στοιχείο που γίνεται ακόμα πιο έντονο αν το συγκρίνουμε με τον πρωταρχικό, κυρίαρχο εαυτό από όσους πια χάθηκαν: Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο.

Σημειώσεις – Γιώργος Μαρκόπουλος «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»

Γιώργος Μαρκόπουλος «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.

Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια…
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν…
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας.

Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.
(Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Αν δεν έχει ζήσει κανείς σε φτωχογειτονιά το 60 και το 70  μέσα στα τουρκόσπιτα με τους μεροκαματιάρηδες να παλεύουν να χτίσουν ένα σπίτι δίπλα στο ερείπιο που ζούσαν ή να σηκώσουν τον δεύτερο όροφο, άλλοτε νόμιμα άλλοτε αυθαίρετα, απογεύματα και γιορτές και σχόλες, όποτε έβρισκαν χρόνο και χρήματα για υλικά και όποτε μπορούσε να βοηθήσει και κανένας φίλος, δεν θα καταλάβει ποτέ το βάρος που κουβαλάει το ποίημα. Θα προσπαθήσω να πω δυο πράγματαIMG 20220508 163935

Η ποίηση του ΓΜ είναι από την αρχή ως το τέλος βιωματική. Το βίωμα ιδίως στις πρώτες συλλογές είναι αβάσταχτο, επώδυνο, γίνεται ποίημα άμεσα σαν γέννα. Έχει τις αστοχίες του έτσι καλλιτεχνικά αλλά από την άλλη έχει φοβερή λιτότητα και αμεσότητα και βρίσκει με αξιοσημείωτη ευστοχία τον στόχο του, Και γενικά ο ΓΜ είναι πάντα λιτός, ακόμα και σε ποιήματα ποταμός (έχει δυο τρία, η “Ζιγκουάλα Αθήνα”, “Βράδυ βαθύ να μπαίνεις στον Περαία”, “Ωδή στον παίχτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου”). Το ποίημα αυτό δεν είναι η εξαίρεση φυσικά 

Ποιητικές συλλογές. Με εξαίρεση τις επιλογές του (Ποιήματα), την τελευταία και οριακά την προτελευταία όλες εξαντλημένες,  Μετά τους Πυροτεχνουργούς περνά σε πιο εσωτερικά τοπία και η κοινωνική όραση χάνει την έντασή της αλλά δεν εξαφανίζεται.

Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα 1968
Οκτώ συν ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, Αθήνα 1973, εκδόσεις Κούρος
Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα 1976, εκδόσεις Κέδρος
Οι πυροτεχνουργοί, Αθήνα 1979, εκδόσεις Εγνατία/Τραμ/Εστία
Ποιήματα 1968-1976, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1980
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα 1987, εκδόσεις Υάκινθος
Ποιήματα 1969-1987, συγκεντρωτική έκδοση Αθήνα 1992
Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα 1994
Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα 1998, εκδόσεις Κέδρος.
Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κέδρος.

Προσέχουμε τον τίτλο: εκτενής, σχεδόν αμήχανος. Πεζολογία και εντελώς αντιποιητικός. Αν ακολουθήσουμε τα κενά που αφήνει ο ποιητής στην έκδοση του ποιήματος (έχω την τρίτη έκδοση του 82) το ποίημα ακολουθεί διαίρεση 2-4-1-1 Πρωτοπρόσωπο, ο Μαρκόπουλος δεν έχει πολλά πολλά ποιητικά τερτίπια. Βίωμα ίσον πρώτο πρόσωπο και η γραφή χωρίς φτιασίδια. Δυο επίθετα όλα κι όλα (η μετοχή χορταριασμένο και το ταπεινή στον τελευταίο στίχο). Λεξιλόγιο καθημερινό, κάπου λαϊκό (όταν περιγράφει το μισοτελειωμένο σπίτι) καθόλου εξεζητημένες λέξεις. Λόγος χτισμένος με παρατακτική σύνδεση ή ασύνδετο σχήμα. Ελάχιστες δευτερεύουσες προτάσεις, οι απολύτως απαραίτητες.

Ήδη ο πρώτος στίχος συνοψίζει δραματικά όλη την προσπάθεια του πατέρα: έφαγε μια ζωή. Και μπορεί το ρήμα να είναι μια καθημερινή έκφραση, μια μεταφορά που δηλώνει την δυσανάλογα υψηλή δαπάνη χρόνου για ένα κάποιο αποτέλεσμα. Εδώ όμως έχει ιδιαίτερο βάρος: μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι Ο δεύτερος στίχος επεξηγεί το πώς: Απογεύματα Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο. Ώρες και μέρες που θα έπρεπε να ξεκουράζεται μετά τη δουλειά, ώρες και μέρες χωρίς απλές, καθημερινές απολαύσεις, με στερήσεις σε ένα κουζινάκι (πρώτα έφτιαχναν υποτυπωδώς την κουζίνα για να υπάρχει μια παροχή νερού και ένας χώρος που να μην είσαι συνέχεια έξω σε ανοιχτό χώρο, μερικές φορές τραβούσαν και ρεύμα από το σπίτι δίπλα με μια μπαλαντέζα). Να στερείται την οικογένειά του, τη γυναίκα του, τους φίλους του. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που η οικογένεια δε φαίνεται πουθενά. Και όλα αυτά μάταια, όπως φανερώνουν οι στίχοι 3-4. Όταν πέθανε, μας αφηγείται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής άφησε  … ένα χορταριασμένο στρατί // ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια… Όλη αυτή η προσπάθεια, όλες οι θυσίες του πατέρα κατέληξαν μερικοί τοίχοι από τούβλα και τίποτα περισσότερο. Και έμειναν έτσι (αυτό υποδηλώνει το χρόνια με τα αποσιωπητικά)

 Στη δεύτερη ενότητα βλέπουμε τα χρόνια που περνάνε και τις αλλαγές που συμβαίνουν: Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν… Άλλαξαν και τα πράγματα στην οικογένεια και στην κοινωνία (προσέχουμε εδώ ξανά τα αποσιωπητικά ), έφυγαν τα δύο αδέλφια όσο ζούσε ακόμη ο πατέρας, χάθηκαν μεταξύ τους, έμαθαν αλλού τον θάνατό του: Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας. Το σπίτι δε φτιάχτηκε και έμεινε ερείπιο, ο στόχος που ήταν να μείνει ενωμένη η οικογένεια στην ίδια στέγη (γι’ αυτό έφτιαχναν και δεύτερο όροφο ή άλλο σπίτι) δεν υλοποιήθηκε. Αλλάξαν οι καιροί…

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο η λυρική αιχμή του τέλους σε ένα έντονα πεζολογικό ποίημα με συχνά αντιποιητικό λεξιλόγιο δεν είναι ασυνήθιστη. Ούτε όμως και ο δραματικός χαρακτήρας που μπορεί αυτή να έχει είτε αυτόνομα είτε συνδυαστικά με το σύνολο του ποιήματος.  Οι δύο τελευταίοι στίχοι της δεύτερης ενότητας αυτονομούνται (και οπτικά στο ποίημα) με το κενό που αφήνει ο ποιητής ανάμεσά τους και ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα. Εδώ ο αφηγητής στρέφεται προς την αγαπημένη του και ζητά να εξηγήσει Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια Και λογικά ο υποψιασμένος αναγνώστης που έχει αποκωδικοποιήσει το ποίημα ξέρει την απάντηση του τελευταίου στίχου Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε. Όλη την ταπεινή αυτή θαλπωρή της αγάπης της γυναίκας, της οικογένειας που στερήθηκε ο πατέρας, αυτή την αγάπη και τη θαλπωρή επιθυμεί να ζήσει ο ήρωας, φοβάται μήπως φύγει από τη ζωή αφήνοντας κι αυτός μισοτελειωμένα σπίτια, στόχους που τελικά αποδεικνύονται ανούσιοι ή ανέφικτοι ή ξεπερνιούνται αλλά έχουν προλάβει να μας φάνε τη ζωή. Όλος ο λυρισμός που κουβαλάει ο προτελευταίος στίχος με την ερωτική ατμόσφαιρα που τον διαπερνά, παίρνει έναν δραματικό τόνο στον τελευταίο στίχο ο οποίος συνοψίζει τις στερήσεις του πατέρα, την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.

 

Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης “Απιστία”

 

Κ.Π.Καβάφης – Απιστία (1903/1904)

Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο
ουκ επαινεσόμεθα …. ουδέ Aισχύλου, όταν φη η
Θέτις τον Aπόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
 «ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας,
νόσων τ’ απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας
παιών’ επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Κ
αγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα
ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ’, αυτός υμνών, [
αὐτὸς ἐν θοίνῃ παρών,
αὐτὸς τάδ᾽ εἰπών], αυτός εστιν ο κτανών
τον παίδα τον εμόν».
Πλάτων, Πολιτείας Β΄383a – 383b

Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα
σηκώθηκε ο Aπόλλων στο λαμπρό τραπέζι
του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους
για τον βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των.
Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει
και θάχει μακρυνή ζωή.— Aυτά σαν είπε,
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της.
Κι όταν μεγάλωνεν ο Aχιλλεύς, και ήταν
της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του,
η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν.
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ’ είπαν τον σκοτωμό του Aχιλλέως στην Τροία.
Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,
κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε
στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.
Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη·
και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων,
πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια
έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης
όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα.
Κ’ οι γέροι την απήντησαν πως ο Aπόλλων
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία,
και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα.

Οι στίχοι  του αρχαίου παραθέματος μέσα σε αγκύλες σε μπλε χρώμα υπάρχουν στο κείμενο της Πολιτείας ωστόσο στο ποίημα έχουν αντικατασταθεί με αποσιωπητικά.

Μετάφραση του παραθέματος από τον Γ.Π.Σαββίδη: «Επαινώντας μεν πολλά του Ομήρου, τούτο δεν θα του το επαινέσουμε […] ούτε του Αισχύλου, όταν η Θέτις λέει πως ο Απόλλων, τραγουδώντας στους γάμους της, προείπε:08800001 Πως το παιδί μου θα είναι καλότυχο, άγευστο από αρρώστιες και με πολύχρονη ζωή. Και αφού τελείωσε προλέγοντας τις θεοφιλείς μας τύχες, ύψωσε τον παιάνα του καλοκαρδίζοντάς με. Και εγώ έμεινα με την ελπίδα πως το θεϊκό στόμα του Φοίβου, ξέχειλο από την τέχνη της μαντείας, δεν έλεγε ψέματα. Μα αυτός που είπε εκείνον τον ύμνο [αυτός ο ίδιος πού ήτανε στο τραπέζι, αυτός που τα ᾽πε ο ίδιος] αυτός ο ίδιος είναι που σκότωσε το παιδί μου.»  

Οι στίχοι του αρχαίου παραθέματος μέσα στα εισαγωγικά αντιστοιχούν πιθανόν στη χαμένη τραγωδία του Αισχύλου «Όπλων Κρίσις»

Ποίημα του 1903 δημοσίευση 1904. Μέρος μιας σειράς ποιημάτων με άξονα τον αρχαιοελληνικό μύθο. Ενδεικτικά: Πριάμου Νυκτοπορία (από τα Ανέκδοτα), Τα Άλογα του Αχιλλέως (στα Αναγνωρισμένα) Η Κηδεία του Σαρπηδόνος (στα  Αναγνωρισμένα), Όταν ο Φύλαξ είδε το φως (από τα Ανέκδοτα), Διακοπή (στα Αναγνωρισμένα) Τρώες (στα Αναγνωρισμένα), Ιθάκη (στα Αναγνωρισμένα)
1884-1894 Ρομαντική Περίοδος

1894-1903 Θητεία στον Συμβολισμό
1903-1933 Πορεία και πραγμάτωση του ποιητικού ρεαλισμού

Το ποίημα κινείται στα όρια συμβολισμού/ρεαλισμού. Αν πρέπει να ενταχθεί κάπου θα λέγαμε ότι είναι ένα μάλλον φιλοσοφικό ποίημα που επικεντρώνεται στο θέμα του δόλου, της απιστίας του θεού. Θεματικά στην ίδια κατεύθυνση της έμμεσης ή άμεσης απιστίας του θεού (αδιαφορίας, αδράνειας) είναι η Δέησις (1898) και Η αρρώστια του Κλείτου (1926)

Μέτρο: Ιαμβικός δεκατρισύλλαβος ανομοιοκατάληκτος. Δύο νοηματικές ενότητες σε μία ενιαία στροφική: Ο γάμος, οι υποσχέσεις του Απόλλωνα και οι ελπίδες της Θέτιδας στην πρώτη και η δεύτερη (Αλλά μια μέρα ήλθαν…) με τον θρήνο της Θέτιδας και την απιστία του Απόλλωνα

Σχολιάζουμε ότι το αρχαίο παράθεμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα έχει ως στόχευση την απόρριψη από την εκπαίδευση των πολιτών κάθε μύθου που παρουσιάζει τους θεούς αναξιοπρεπείς και με ανθρώπινα ελαττώματα και για το λόγο αυτό ο Πλάτωνας (με το προσωπείο του Σωκράτη στο διάλογο) μέμφεται τους τραγικούς και τον Όμηρο. Ο όρος λοιπόν «απιστία» με την έννοια της εξαπάτησης σχετίζεται όχι μόνο με τη Θέτιδα και τον 18960020Απόλλωνα αλλά και με τους ποιητές που εξαπατούν το κοινό τους με αρνητικές απεικονίσεις των θεών.

Τριτοπρόσωπος αφηγητής/σχολιαστής.
Το πρώτο ενδιαφέρον σημείο στο ποίημα βρίσκεται στην μεταφορά του αρχαίου παραθέματος: πώς ο πρωτοπρόσωπος αισχύλειος λόγος της Θέτιδας μεταφέρεται στον τριτοπρόσωπο καβαφικό λόγο του ανώνυμου σχολιαστή αφηγητή. Το ποίημα αγνοεί το πλατωνικό περικείμενο και ξεκινά απευθείας με την αναφορά στον Αισχύλο και στους γάμους της Θέτιδας με τον Πηλέα. Ακολουθεί με σχετική πιστότητα τους στίχους που περιγράφουν τον Απόλλωνα να μακαρίζει τους νεόνυμφους για το παιδί που θα γεννηθεί και να προλέγει υγεία και μακροζωία  (μακρυνή ζωή: παράξενο επίθετο καθώς το μακρυνός σημαίνει απόμακρος και όχι μακρός. Ίσως το κρατά για την ηχητική του αξία παρά για το νοηματικό περιεχόμενο), Συνεχίζει με μια επίσης σχετικά πιστή καταγραφή των συναισθημάτων της Θέτιδας που εμπιστεύεται με χαρά τα λόγια του Φοίβου λόγω της μαντικής τέχνης που κατέχει και εκπροσωπεί:  ευθυμών εμέ και θείον αψευδές στόμα ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη γίνονται η Θέτις χάρηκε πολύ και τα λόγια του Aπόλλωνος που γνώριζε από προφητείες την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της. Λίγο πολύ υπάρχει αρκετά στενή αντιστοιχία. Ωστόσο σε αντίθεση με το  αρχαίο παράθεμα που τελειώνει αμέσως μετά με την απιστία του Απόλλωνα και τον θάνατο του Αχιλλέα το ποίημα έχει ακόμα πολύ δρόμο πριν φτάσει εκεί.

Πρώτα από όλα οι στίχοι 10-12 που καταγράφουν δύο θέματα: την ομορφιά του Αχιλλέα ( της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του) με μια διακριτική, απόμακρη – τυπική καβαφική – σχεδόν ερωτική αναφορά και η σταθερή και μόνιμη διατήρηση των λόγων του Απόλλωνα στη μνήμη της Θέτιδας. Είναι κομβικά και τα δύο αυτά θέματα: το πρώτο επιβεβαιώνει τη ρήση του Απόλλωνα για την υγεία του Αχιλλέα και δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της επιβεβαίωσης των θεϊκών λόγων. Το δεύτερο, ως συνέχεια του πρώτου, δείχνει τον εφησυχασμό και την εμπιστοσύνη της Θέτιδας στα λόγια του Απόλλωνα που στη φάση αυτή με την επίπλαστη τους υλοποίηση πολλαπλασιάζουν σε ισχύ  το θέμα της απάτης, του φενακισμού της Θέτιδας.

Οι γέροι αγγελιαφόροι (προφανώς η ηλικία έχει να κάνει με τη σοβαρότητα του μηνύματος αλλά και την αξιοπιστία των μαντατοφόρων) είναι ένα ακόμα εύρημα του ποιητή και προσθήκη στο ποίημα. Το ίδιο και ο εκπληκτικός θρήνος της Θέτιδας (επιμένουμε εδώ στα πορφυρά ρούχα της που ξεσχίζει και στο ρήμα ξεπετούσε που δεν είναι διόλου άστοχο: κυριολεκτικά σημαίνει τελειώνω γρήγορα, βιαστικά κάτι μα εδώ αποδίδει ακριβώς την κίνηση της Θέτιδας που με βία βγάζει και πετά από πάνω της τα κοσμήματα, βραχιόλια και δαχτυλίδια. Και μάλιστα το ρήμα ενισχύει επαναλαμβάνοντας το προηγούμενο «έβγαζε από πάνω της»: κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε. Προσέχουμε επίσης πώς στον θρήνο ο άνθρωπος θέλει να απορρίψει από πάνω του κάθε τι που τον κάνει όμορφο ή ξεχωριστό όπως όμορφα και ακριβά ρούχα και κοσμήματα επιθυμώντας να ταυτιστεί με τη φθορά και τον θάνατο του προσφιλούς προσώπου. Στον Καβάφη έχουμε και άλλες περιπτώσεις θρήνου: κορυφαίος αυτός του ποιήματος 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ με τον απαγχονισμό του 17χρονου παιδιού, ο θρήνος της Αλεξάνδρας για τον γιό της Αριστόβουλο που μετατρέπεται σε ανίσχυρη οργή όταν διαπιστώνει πώς εξαπατήθηκε από τον βασιλιά Ηρώδη (εδώ θυμίζει την επίσης ανίσχυρη οργή της Θέτιδας που ακολουθεί στους στίχους 19-22) αλλά και στο Το τέλος του Αντωνίου τον θρήνο της Κλεοπάτρας με τις δούλες της μπροστά στον ετοιμοθάνατο Αντώνιο που βλέποντας την ανατολίτικη αυτή παράσταση αγανακτεί και επιστρέφει έστω και την έσχατη στιγμή στην ρωμαϊκή dignitas που είχε από καιρό απεμπολήσει ως υποχείριο της Κλεοπάτρας

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου (ΕΠΛ) που ακολουθεί. Με δεδομένη την έντονα δραματική εικόνα των στίχων 14-16 με τον θρήνο της Θέτιδας ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αφήνει την ουδετερότητά του και συνεχίζει καταγράφοντας σχεδόν αυτούσιο το λόγο  της Θέτιδας με τα ολοένα και πιο δραματικά διαδοχικά ερωτήματά της. Προσέχουμε [υπογραμμίζω τους όρους με ενδιαφέρον] πώς το αρχικό λεπτά ειρωνικό τι έκαμνε ο σοφός Aπόλλων γίνεται έντονα ειρωνικό και οργισμένο πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια έξοχα ομιλεί και κλείνει σε κρεσέντο πού γύριζε ο προφήτης όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα. Δε μπορούμε να αγνοήσουμε το δραματικό κοντράστ ανάμεσα στο προφήτης και στο σκότωναν στα πρώτα νειάτα: τι προφήτης είναι αυτός που είπε ψέματα; Και φυσικά η κλιμάκωση της απελπισμένης ειρωνείας της Θέτιδας ειρωνείας που περνά μέσα από τις ιδιότητες του Απόλλωνα: σοφός, ποιητής προφήτης: ψευδείς και οι τρεις.

Απομένει η ολοκλήρωση της απιστίας προς την Θέτιδα και η τραγική ολοκλήρωση του ποιήματος. Γιατί μέχρι τώρα ο Απόλλωνας ήταν απλώς ψεύτης, εδώ όμως μέσα από τα λόγια των γερόντων φανερώνεται και άπιστος, προδότης της εμπιστοσύνης που του έδειξε η Θέτιδα. Προδότης στη χαρά της για τα λόγια του, στην εμπιστοσύνη, στις ελπίδες της. Αυτή είναι η μεγάλη, η υπέρτατη απιστία. Ο αφηγητής εδώ επιστρέφει στον καθαρό τριτοπρόσωπο πλάγιο λόγο και το αρχαίο παράθεμα μαζί και, ψυχρά σχεδόν, οδηγεί το μέγεθος της Απιστίας στο τελικά του ύψος; … ο Aπόλλων / αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία, / και με τους Τρώας σκότωσε τον Aχιλλέα. Προσέχουμε πώς ο ποιητής κρατά το αυτός…αυτός του αρχαίου κειμένου στο αυτός ο ίδιος. Επίσης βλέπουμε σε σχέση με το αρχαίο κείμενο την προσθήκη των Τρώων όχι για να μετριάσει την προδοσία του Απόλλωνα αλλά για λόγους ακρίβειας περισσότερο καθώς οι θεοί στην Ιλιάδα σκοτώνουν συνήθως μέσω πολεμιστών και όχι άμεσα. Τυπικά οι Τρώες σκοτώνουν τον Αχιλλέα αλλά με την καθοδήγηση πάντα του θεού.

Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων»

Σημειώσεις για την Κρατησίκλεια. Θα παραθέσω και τα δύο ποιήματα που την αφορούν: Το «Εν Σπάρτη», που δόθηκε στη δημοσιότητα το 1928 και το «Άγε δη ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» το 1929. Και τα δύο έχουν ως κεντρική ηρωίδα τη Κρατησίκλεια, μητέρα του Κλεομένη του Γ και τον ίδιο τον Κλεομένη Γ΄. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Πιερής είναι ένα «δίπτυχο του ίδιου ιστορικού δράματος στο οποίο πρωταγωνιστούν τα ίδια πρόσωπα: ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ’ και η μητέρα του Κρατησίκλεια»

Sparta 02Για τον Κλεομένη Γ΄ αναλυτικά εδώ:
Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης: Ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας
(πολύ καλή δουλειά σε τρία μέρη, αυτή είναι η αρχική σελίδα, έχει άλλες δύο, δες τα λινκ στην αρχή ή δες τα
εδώ)

Συνοπτικά εδώ: https://www.rassias.gr/1087CLEOMENES.html

Το απόσπασμα: Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι/Άγις και Κλεομένης 43.4 – 43.10 (στα μπλε: 43.6-43.9)
Ἐπεὶ δὲ Πτολεμαῖος ὁ τῆς Αἰγύπτου βασιλεὺς ἐπαγγελλόμενος αὐτῷ βοήθειαν ἠξίου λαβεῖν ὅμηρα τοὺς παῖδας καὶ τὴν μητέρα, χρόνον μὲν συχνὸν ᾐσχύνετο φράσαι τῇ μητρί, καὶ πολλάκις εἰσελθὼν καὶ πρὸς αὐτῷ γενόμενος τῷ λόγῳ κατεσιώπησεν, ὥστε κἀκείνην ὑπονοεῖν καὶ παρὰ τῶν φίλων αὐτοῦ διαπυνθάνεσθαι, μή τι κατοκνεῖ βουλόμενος ἐντυχεῖν αὐτῇ. τέλος δὲ τοῦ Κλεομένους ἀποτολμήσαντος εἰπεῖν, ἐξεγέλασέ τε μέγα καὶ “τοῦτ’ ἦν” εἶπεν “ὃ πολλάκις ὁρμήσας λέγειν ἀπεδειλίασας; οὐ θᾶττον ἡμᾶς ἐνθέμενος εἰς πλοῖον ἀποστελεῖς, ὅπου ποτὲ τῇ Σπάρτῃ νομίζεις τὸ σῶμα τοῦτο χρησιμώτατον ἔσεσθαι, πρὶν ὑπὸ γήρως αὐτοῦ καθήμενον διαλυθῆναι;” πάντων οὖν ἑτοίμων γενομένων, ἀφίκοντο μὲν εἰς Ταίναρον πεζῇ, καὶ προὔπεμπεν ἡ δύναμις αὐτοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις· μέλλουσα δὲ τῆς νεὼς ἐπιβαίνειν ἡ Κρατησίκλεια τὸν Κλεομένη μόνον εἰς τὸν νεὼν τοῦ Ποσειδῶνος ἀπήγαγε, καὶ περιβαλοῦσα καὶ κατασπασμένη διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένον της Κρατησίκλειας φανταστική απεικόνιση του Ιταλού Bartolomeo Pinelli στο «Storia Greca Antica» 1809“ἄγε” εἶπεν “ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων, ὅπως ἐπὰν ἔξω γενώμεθα μηδεὶς ἴδῃ δακρύοντας ἡμᾶς μηδ’ ἀνάξιόν τι τῆς Σπάρτης ποιοῦντας. τοῦτο γὰρ ἐφ’ ἡμῖν μόνον· αἱ τύχαι δ’ ὅπως ἂν ὁ δαίμων διδῷ πάρεισι.” ταῦτα δ’ εἰποῦσα καὶ καταστήσασα τὸ πρόσωπον ἐπὶ τὴν ναῦν ἐχώρει τὸ παιδίον ἔχουσα, καὶ διὰ τάχους ἐκέλευσεν ἀπαίρειν τὸν κυβερνήτην. ἐπεὶ δ’ εἰς Αἴγυπτον ἀφίκετο καὶ τὸν Πτολεμαῖον ἐπύθετο λόγους παρ’ Ἀντιγόνου καὶ πρεσβείας δεχόμενον, περὶ δὲ τοῦ Κλεομένους ἤκουσεν, ὅτι, τῶν Ἀχαιῶν προκαλουμένων αὐτὸν εἰς διαλύσεις, φοβοῖτο δι’ ἐκείνην ἄνευ Πτολεμαίου καταθέσθαι τὸν πόλεμον, ἐπέστειλεν αὐτῷ τὰ τῇ Σπάρτῃ πρέποντα καὶ συμφέροντα πράττειν καὶ μὴ διὰ μίαν γραῦν καὶ παιδάριον ἀεὶ δεδιέναι Πτολεμαῖον. αὕτη μὲν οὖν παρὰ τὰς τύχας τοιαύτη λέγεται γεγενῆσθαι.

Εν Σπάρτη (;/1928)

Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε —
δεν ήξερε έναν τέτοιον λόγο πώς να πει
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή
εις Aίγυπτον και να φυλάττεται·
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλο ήρχονταν για να μιλήσει· κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει· κι όλο σταματούσε.

Μα η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και γέλασε· κ’ είπε βεβαίως πηαίνει.
Και μάλιστα χαίρονταν που μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.

Όσο για την ταπείνωσι — μα αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός·
όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
Επιφανή ως αυτήν· Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.

Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (;/1929)

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί·
και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε·
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Aλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος,
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει
ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε·
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον·
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»

Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ».

Ένα όψιμο (δημοσίευση 1928) ποίημα του καβαφικού κανόνα των 154 ποιημάτων. Με βάση τη νεότερη διαίρεση των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη σε ψευδοϊστορικά (κατά τον Γ.Σεφέρη φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα), ιστοριογενή (κατά τον Μ.Πιερή τα καθαρόαιμα ιστορικά) και ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο) το ποίημα είναι καθαρά ιστοριογενές καθώς χτίζεται πάνω σε ένα απόσπασμα από τους Βίους του Πλουτάρχου (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Άγις και Κλεομένης  43.4-43.9)Ο Μιχάλης Πιερής, την προσέγγιση του οποίου ακολουθώ σε μεγάλο ποσοστό διακρίνει δύο ενότητες δυσανάλογες μεταξύ τους: στίχοι 1-19 η πρώτη και μόνος του ο στίχος 20 στη δεύτερη. Η πρώτη ενότητα διαιρείται σε τρεις μικρότερες 1-5, 6-11, 12-19  διαίρεση που βασίζεται πρωτίστως στην αλλαγή τόνου: με τις «εναρκτικές λεκτικές μονάδες της δεύτερης και της τρίτης ενότητας (Μα: στ. 6, Όμως: στ. 12), με τις οποίες έχουμε και τον συνηθισμένο καβαφικό τρόπο μεταλλαγής του τόνου μέσα στο ποίημα: συνήθως η ενότητα που ακολουθεί ανατρέπει, αντιτίθεται ή διαλέγεται κριτικά με αυτήν που προηγήθηκε.» αλλά και με τη στίξη (τελείες στο τέλος κάθε ενότητας).

Κοινό στοιχείο στα δύο ποιήματα της Κρατησίκλειας η αξιοποίηση του αρχαίου παραθέματος του Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι Άγις και Κλεομένης 43.4-43.9. Ενώ όμως στο ποίημα «Εν Σπάρτη» ο ανώνυμος αφηγητής/σχολιαστής μεταφέρει τον λόγο του Πλουτάρχου μεταφρασμένο, φιλτραρισμένο και σχολιασμένο αποκλειστικά με τους δικούς του όρους και τη δική του οπτική, στο δεύτερο ποίημα αυτό συμβαίνει σε μικρότερη έκταση καθώς ολόκληρο το κομμάτι της πλουτάρχειας περικοπής που περιέχει σε ευθύ λόγο την προσφώνηση της Κρατησίκλειας στον διαλυμένο συναισθηματικά Κλεομένη μεταφέρεται αυτούσιο και ήδη πριν έχει χρησιμοποιήσει επίσης αυτούσιες στον αρχαίο λόγο τις δύο μετοχές που φανερώνουν τη φόρτιση του Κλεομένη. Δεν είναι και πολύ συνηθισμένο αυτό το τελευταίο στον Καβάφη, όχι τουλάχιστον σε τέτοια έκταση. Πρέπει πραγματικά να συγκίνησε ιδιαίτερα τον ποιητή ο λόγος της Κρατησίκλειας έτσι που δεν έκρινε ούτε σκόπιμο ούτε χρήσιμο να τον μεταφέρει μέσα από τον αφηγητή/σχολιαστή και να τον φιλτράρει ή να τον σχολιάσει έμμεσα. Όπως και ο Πλούταρχος τον αφήνει σε ευθύ λόγο και χωρίς να τον μεταφέρει στην νεοελληνική για να μη χαθεί απολύτως τίποτα από τη φόρτιση του λόγου και τη δραματικότητά του. Μένει να δούμε τι προσθέτει ο ποιητής στο απόσπασμα και πώς τοποθετεί το αρχαίο παράθεμα μέσα στον δικό του λόγο και τη δική του σκηνοθεσία.

Κρατάμε συνεχώς στο νου τις συνεχείς και διαδοχικές αρνήσεις που συνθέτου τις αντιθέσεις, ανατροπές και εναλλαγές συναισθημάτων στο ποίημα. Ήδη δύο από αυτές οργανώνουν την πρώτη υποενότητα: Δεν καταδέχονταν (στίχος 1) και η διπλή Τίποτε δεν απόδειχνε (στίχος 4), Είναι μάλιστα το μόνο απόσπασμα στο ποίημα που δεν περιλαμβάνεται στο αρχαίο παράθεμα αλλά συντίθεται αποκλειστικά από τον ποιητή για να σκηνοθετήσει το δράμα που ακολουθεί. Εξ αρχής ο χαρακτήρας της Κρατησίκλειας προβάλλεται ζωηρά και παραστατικά. Πρώτα (στιχοι 1-2) με την άρνησή της να παραδοθεί στον οίκτο του κόσμου που την παρακολουθεί: .jpgΔεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια // ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί· Η άνω τελεία στο τέλος του δεύτερου στίχου κλείνει κοφτά την παρουσίαση του ήθους και ανοίγει αμέσως στον επόμενο στίχο την πραγμάτωση της ηθικής της ποιότητας: και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. Σημειώνουμε το σκηνοθετικό βάρος των δύο επιθέτων που είναι αποκλειστικά καβαφικές προσθήκες και κρατούν το βάρος της έμπρακτης προβολής του ήθους της Κρατησίκλειας: μεγαλοπρεπής και σιωπηλή. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο τονίζουν την ιδιότητά της ως μητέρας του βασιλιά μαζί με τον αρχικό στίχο. Και ο ποιητής επιμένει στους δύο επόμενους στίχους να ζωγραφίσει ακόμα πιο παραστατικά, με τον δικό του τρόπο (δεν υπάρχει τίποτα σχετικό στην περικοπή) την ευγενική μορφή της ηρωίδας Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της // απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της. Προσέχουμε τη δεύτερη άρνηση μετά από τελεία – ο ποιητής αποφεύγει συστηματικά εδώ την παράταξη ή τον υποτεταγμένο λόγο καθώς θέλει να κρατήσει τη μεγαλοπρέπεια και την αυστηρότητα στις κινήσεις της Κρατησίκλειας. Και φυσικά το βάρος πέφτει μετά την άρνηση στο επίθετο ατάραχη (το τρίτο στη σειρά μετά τα μεγαλοπρεπής και σιωπηλή) που έρχεται σε δραματική αντίθεση με τις λέξεις καϋμός και τυρράνια – τόσο το ίδιο όσο συνειρμικά και τα άλλα δύο: μεγαλοπρεπής, σιωπηλή, ατάραχη # ο καϋμός και τα τυρράνια της.

Όλος αυτός ο αγώνας της Κρατησίκλειας να κρατήσει το κεφάλι ψηλά, να μην φανερώσει την εσωτερική της συντριβή, διακινδυνεύεται στη δεύτερη υποενότητα Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε· Και πάλι εδώ η  άνω τελεία κόβει στιγμιαία το αφηγηματικό σχόλιο για να περάσει αμέσως στο συγκινητικό επεισόδιο που καταγράφει ο Πλούταρχος. Και πάλι πρέπει να προσέξουμε τόσο το αντιθετικό μα που εισάγει το θέμα του κινδύνου ανατροπής της αξιοπρεπούς εικόνας της ηρωίδας όσο και την άρνηση δεν άντεξε που επιτείνει το θέμα αυτό της ανατροπής αν διαβαστεί σε κοντράστ με την αρχή της πρώτης υποενότητας: Δεν καταδέχονταν # δεν άντεξε. Ο αφηγητής/σχολιαστής ακολουθεί στη συνέχεια αρκετά πιστά το αρχαίο κείμενο χωρίς ωστόσο να προδώσει την όλη του ως τώρα σκηνοθεσία. Λίγο πριν το πλοίο (άθλιο κατά τον αφηγητή/σχολιαστή  – το επίθετο ταιριαστό με τον καϋμό και τα τυράννια της ηρωίδας) μεταφέρει την Κρατησίκλεια στην Αλεξάνδρεια πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος, // και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε // και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα», λέγει // ο Πλούταρχος, «και συντεταραγμένον». Παραθέτω για σύγκριση το αρχαίο κείμενο και υπογραμμίζω τους όρους που κράτησε ο σχολιαστής: τὸν Κλεομένη μόνον εἰς τὸν νεών τοῦ Ποσειδῶνος ἀπήγαγε, καὶ περιβαλοῦσα καὶ κατασπασαμένη διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένο. Παρατηρούμε ότι οι μόνες ουσιαστικές αλλαγές που γίνονται είναι το μόνον του αρχαίου παραθέματος που μεταφέρθηκε στο μόνοι σαν βρέθηκαν, κάτι απολύτως συμβατό με την εικόνα της Κρατησίκειας που δε θέλει να δείχνει τα συναισθήματά της δημόσια και τα απήγαγε που μεταφέρεται ως πήρε – μάλλον πιο διακριτικό και πιο κοντά στην εικόνα που έχτισε για την Κρατησίκλεια ο αφηγητής/σχολιαστής μαζί με το κατασπασμένη που επίσης μετριάζεται σε ασπάζονταν. Και φυσικά οι αρχαίες μετοχές διαλγοῦντα καὶ συντεταραγμένο που εκφράζουν τη συντριβή του Κλεομένη μένουν εσκεμμένα αμετάφραστες – ο αφηγητής/σχολιαστής παραπέμπει άμεσα στον Πλούταρχο. Γενικά ο Κλεομένης μένει στη σκιά και στο περιθώριο του ποιήματος, οι προβολείς πέφτουν σταθερά πάνω στην Κρατησίκλεια.

Η τρίτη υποενότητα ξεκινά και αυτή με ανατροπή-άρνηση: Όμως. Ανατρέπεται η στιγμιαία αδυναμία, κλείνει η ιδιωτική και μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι υποχώρηση στο συναίσθημα της ηρωίδας, όχι βέβαια χωρίς αγώνα: Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε· Και πάλι εδώ η άνω τελεία υπογραμμίζει την ένταση του αγώνα που διεξάγεται μέσα στην ηρωίδα (και την ευθεία αναφορά στον δυνατό της χαρακτήρα) και οργανώνει τη μετάβαση στην τελική νίκη της αξιοπρέπειας: συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα – ας προσέξουμε το τέταρτο επίθετο που την χαρακτηρίζει, συγκεντρώνοντας όλες τις ιδιότητες των προηγουμένων και ως συνολική αξιολόγηση του ήθους και της συμπεριφοράς της: θαυμασία. Ας προσέξουμε επίσης το χαρακτήρ και τη μετοχή συνελθούσα καθώς ο λόγος του αφηγητή/σχολιαστή αποκλίνει δραστικά προς τον αρχαίο, επηρεασμένος από τις δυο προηγούμενες αμετάφραστες μετοχές και το παράθεμα που ακολουθεί.

Το αμετάφραστο παράθεμα του Πλούταρχου που ενσωματώνεται στο ποίημα είναι από τα ελάχιστα τέτοιας έκτασης στο Καβαφικό corpus. Πρόχειρα έχω βρει το Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω και το Εν τω μηνί Αθύρ. Το ξεπερνά μόνο το Πάρθεν στην ποντιακή του λαλιά που όμως έχει άλλες στοχεύσεις και παρέμεινε ίσως γι αυτό στα Κρυμμένα και όχι στα 154 αναγνωρισμένα (το αναλύω εκτενώς εδώ: https://blogs.sch.gr/pantsal/archives/386. Η Κρατησίκλεια, έχοντας πλέον επανακτήσει τον αυτοέλεγχό της, προτρέπει τον γιό της – όχι ως γιό της αλλά ως βασιλιά των Λακεδαιμονίων, έτσι τον πρσφωνεί – όταν βγουν έξω να μην τους δει κανείς να δακρύζουν  ή να κάνουν κάτι που δεν ταιριάζει στην Σπάρτη. Δεν επιτρέπονται σε έναν βασιλιά της Σπάρτης και τη μητέρα του συγκινήσεις και δάκρυα· τα απαγορεύει άλλωστε η θέση τους και η ιστορία που φέρει η πόλη – δε μπορούν να κάνουν κάτι ανάξιον της Σπάρτης. Και καταλήγει επιγραμματικά: Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον· // αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.
Η Κρατησίκλεια γνωρίζει ότι οι καλές μέρες της πόλης είναι παρελθόν, ότι το μόνο που μπορούν πια να κάνουν είναι να σταθούν με αξιοπρέπεια μπροστά στο επερχόμενο τέλος (η Σπάρτη παλεύει πια με πολύ ισχυρότερους εχθρούς. Σε μια ταπεινωτική στιγμή καθώς φεύγει ως όμηρος για την Αλεξάνδρεια έχει ακόμα κάτι που δεν έχει χαθεί: μέσα από τη σιωπή και τη μεγαλοπρέπεια κρατά το μόνο το εφ’ ημίν. την περηφάνεια της και την αξιοπρέπεια της ίδιας και των όσων εκπροσωπεί. Τα υπόλοιπα; Μα δεν είναι στο χέρι των ανθρώπων, υπόθεση των θεών είναι και μόνο: αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.

Η δεύτερη ενότητα, ένας και μόνος στίχος χωρισμένος από το σώμα των υπολοίπων: Και μες στο πλοίο μπήκε, πηαίνοντας προς το «διδώ». Ο ποιητής επιλέγει να χωρίσει την τελική πράξη του δράματος από το υπόλοιπο ποίημα απομονώνοντας ταυτόχρονα και το ρήμα διδώ που το μετατρέπει σε ουσιαστικό: το «διδώ» . Υπαινίσσεται έτσι τον άθλιο τραγικό θάνατο της Κρατησίκλειας στην Αλεξάνδρεια όσο και  – έμμεσα – την τραγική ανθρώπινη μοίρα: δεν αρκεί να είναι κανείς γενναίος και αξιοπρεπής για να αποφύγει ένα ελεεινό τέλος: γενναίοι και δειλοί, αξιοπρεπείς και γελοίοι μπορούν να χαθούν χωρίς διάκριση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κανέναν δεν σώζει η αξιοπρέπεια αλλά τουλάχιστον αυτό παραμένει εφ’ ημίν και δεν ευτελίζει περισσότερο το όποιο τέλος μας. Και ίσως είναι το μόνο που μπορεί να μας κάνει έστω και εις μικρόν, θαυμασίους

Σημειώσεις

1355310239 0 1024x768Έχω κρατήσει σημειώσεις, άλλοτε εκτεταμένες και άλλοτε σύντομες για αρκετά ποιήματα από διάφορους ποιητές. Επειδή δε βλέπω να δουλεύω κάποια από αυτά αναλυτικότερα εδώ στα κοντά και έχουν γίνει πια πολλά, θα τα ανεβάσω με την ένδειξη “Σημειώσεις” και αν ποτέ αποφασίσω να επανέλθω συστηματικότερα,  θα γίνει πιο ολοκληρωμένη δουλειά που θα ανέβει χωριστά καταργώντας την παλιά. Την επιείκειά σας λοιπόν για την υποτυπώδη μορφή που έχουν κάποιες προσεγγίσεις. Παρατηρήσεις και συμπληρώματα ευπρόσδεκτα, ο χαρακτήρας των αναρτήσεων παραμένει δυναμικός, όχι στατικός και οι αναθεωρήσεις σχεδόν σίγουρες.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης (Aριστομένης, υιός του Μενελάου)

Και τούτο το ποίημα, όπως και τα περισσότερα άλλωστε καβαφικά του ιστολογίου, χρωστούμενο δεκαετιών. Ήταν 28 Δεκεμβρίου του 1979 – σημείωνα κάποτε τις ημερομηνίες αγοράς – όταν απέκτησα την κλασική δίτομη έκδοση του Σαββίδη στον Ίκαρο με τα 154 ποιήματα του καβαφικού κανόνα· ήταν και η πρώτη ποιητική συλλογή που αποκτούσα στην εμβρυακή τότε ατομική μου βιβλιοθήκη. Η φιλόλογός μου στο Γυμνάσιο έμαθε για την αγορά και μου ζήτησε να αναφέρω στην τάξη τίτλους από ποιήματα που μου άρεσαν και να μιλήσω για κάποια από αυτά. Στο επόμενο μάθημα εμφανίστηκα με τους δυο τόμους ανά χείρας και πάνω από εξήντα ποιήματα σημειωμένα με σταυρό (προτίμησης, εν είδει ψηφοδελτίου) στα περιεχόμενα. “Θα γίνεις φιλόλογος” μου είπε αποφασιστικά και δεν έχω ακόμα καταλήξει αν ήταν ευχή ή κατάρα, πάντως έπιασε. Νομίζω ότι ο “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης” δεν ανήκε σε εκείνα που επέλεξα για παρουσίαση, μου φαινόταν εύκολο. Μόνο φαινόταν φυσικά, πολύ αργότερα κατάλαβα ότι και εγώ ήμουν όπως οι ανίδεοι Aντιοχείς [που] διαβάζουν, Εμονίδην.

Τα (πολύ καλά πάντως) νέα στον χώρο των καβαφικών μελετών είναι η ψηφιοποίηση περισσοτέρων από 2000 αρχειακών τεκμηρίων από το Αρχείο Καβάφη που ανήκει, στο κομμάτι που κατείχε  ο Γ.Π.Σαββίδης και είναι το μεγαλύτερο, στο Ίδρυμα Ωνάση από το 2012. Η έρευνα μπορεί να γίνει με μια ισχυρή μηχανή αναζήτησης και υπάρχουν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για το κάθε τεκμήριο καθώς και πολύ χρήσιμοι υπερσύνδεσμοι. Είναι μια προσεγμένη και σοβαρή δουλειά που μας λύνει τα χέρια σε αρκετές περιπτώσεις και εισάγει νέους προβληματισμούς για το καβαφικό έργο μέσα από τις σημειώσεις του ποιητή και τις προσθαφαιρέσεις λέξεων ή και στίχων. Δεν θα πω περισσότερα, αξίζει σε κάθε περίπτωση η επίσκεψη στον ιστότοπο και είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι μόνο μία.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
[δημιουργία: ;/δημοσίευση: 1928]

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Ένα όψιμο (δημοσίευση 1928) ποίημα του καβαφικού κανόνα των 154 ποιημάτων. Ποίημα της ωριμότητας συνεπώς, κάτι που πρέπει να κάνει τον αναγνώστη ιδιαίτερα προσεκτικό στο να υιοθετήσει άκριτα μονοσήμαντες ή επιπόλαιες ερμηνείες. Χαρακτηρίζεται συνήθως ψευδοϊστορικό, ωστόσο με βάση την νεότερη διαίρεση των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη σε ψευδοϊστορικά (κατά τον Γ.Σεφέρη φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα), ιστοριογενή (κατά τον Μ.Πιερή τα καθαρόαιμα ιστορικά) και ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο) το ποίημα μοιάζει να ανήκει στα ιστορικοφανή ποιήματα καθώς το πλαίσιο είναι λίγο πολύ συγκεκριμένο ιστορικά (ελληνιστικοί χρόνοι) αλλά φανταστικά τα σχετικά με τον ήρωα και την υπόθεση και επιπλέον το όποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο δε δείχνει να είναι πρωτεύουσα στόχευση του ποιητή όπως λχ στο Μάρτιαι Ειδοί

Στο ποίημα τίθεται εξ αρχής ένα πρόβλημα γεωγραφικού προσδιορισμού του όρου “Δυτική Λιβύη”. Ολόκληρη η Βόρεια Αφρική πλην της Αιγύπτου ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες Λιβύη. Μια τέτοια ωστόσο ερμηνεία του όρου θα έστελνε τον ήρωα του ποιήματος ηγεμόνα κάπου στην Αλγερία ή την Τυνησία, οπωσδήποτε πολύ μακρυά από κάθε κάθε αξιόλογο κέντρο ελληνικού πολιτισμού. Αντίθετα, εάν ως Λιβύη εννοηθεί η σημερινή, τότε τα πράγματα γίνονται σαφώς ευκολότερα: η Δυτική Λιβύη δεν έχει σημαντικές ελληνικές αποικίες, υπάρχει όμως ανατολικά της η χερσόνησος της Κυρηναϊκής ή Πεντάπολις με τις πέντε αρχικά και έξι στη συνέχεια ακμάζουσες ελληνικές αποικίες, ιδίως τα χρόνια των Πτολεμαίων και έως την ύστερη αρχαιότητα. Ο ήρωας του ποιήματος λοιπόν προέρχεται από κάπου αόριστα δυτικά της Κυρηναϊκής: πιο μακριά από τα περιφερειακά κέντρα του ελληνισμού αλλά δεν είναι δα και «…πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα» όπως στο Φιλέλλην, το εξαιρετικό εκείνο καβαφικό ποίημα με τον επίσης απατεωνίσκο μεν, κυνικότατο όμως δε ηγεμόνα.

Το ποίημα οργανώνεται σε τρεις στροφικές ενότητες και καθώς η τρίτη ενότητα ανήκει οργανικά στη δεύτερη, την οποία ολοκληρώνει και εν μέρει ανασημασιοδοτεί, μπορούμε να μιλάμε για δύο σχεδόν ισοδύναμα σε στίχους μέρη: δώδεκα στίχοι στο πρώτο και δεκατρείς συνολικά στο δεύτερο. Όπως παρατηρεί ο Μ.Πιερής στην πρώτη ενότητα (στ. 1-12) αναπτύσσεται η θέση (το “φαίνεσθαι” του ήρωα), στη δεύτερη (στ. 13-21) η άρση της (η πραγματικότητα) και η τρίτη (στ. 22-25) κλείνει το ποίημα με μία coda, έναν επεξηγηματικό επίλογο. Σταθερή και στις τρεις ενότητες η τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός αφηγητή-σχολιαστή που, όπως συχνά συμβαίνει στον Καβάφη, δεν είναι και τόσο ουδέτερος απέναντι στο αφηγηματικό υλικό του.

Η πρώτη ενότητα αναλαμβάνει να συνοψίσει και να αξιολογήσει τη συνολική παρουσία του ήρωα στην Αλεξάνδρεια, κάνοντας και τις απαραίτητες συστάσεις: χώρος, χρονικό διάστημα της επίσκεψης, καταγωγή και ιδιότητα του ήρωα, εμφάνιση, ήθος, συμπεριφορά. Μα πρώτα και πάνω από όλα η τελική αξιολόγηση: Άρεσε γενικώς. Προτάσσεται και κυριαρχεί η θετική γενικώς εικόνα του ήρωα για το διάστημα των δέκα ημερών που έμεινε στην Αλεξάνδρεια. Ακολουθούν επιμερισμένα τα στοιχεία που συνθέτουν τη γενική θετική εικόνα όπως προαναφέρθηκαν: στίχος 3 η κοινωνική θέση (ηγεμών, έστω και εκ Δυτικής Λιβύης, ηγεμών πάντως), στίχος 4 το όνομα και το πατρώνυμο, αμφότερα ελληνικότατα και αριστοκρατικότατα, στίχος 5 η σεμνή και επίσης ελληνική αμφίεση, στίχοι 6 και 7 η ευγένεια και η μετριοφροσύνη του ήρωα, στίχοι 8 και 9 η φιλομάθεια (πάντα στα πλαίσια του ελληνικού πολιτισμού) στίχοι 10-12 η λακωνικότητα του λόγου του ήρωα που παραπέμπει (κατά τους Αλεξανδρινούς) σε άτομο βαθυστόχαστο, έναν διανοούμενο που αποφεύγει τις φλυαρίες.

Διερευνώντας πάντα το αρχικό άρεσε γενικώς το πρώτο που προσέχει ο αναγνώστης μετά τον προσδιορισμό του τόπου (Αλεξάνδρεια) είναι χρόνος διαμονής του ήρωα: δέκα μέρες. Απαραίτητη η διευκρίνηση καθώς το χρονικό διάστημα δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό. Αρκετό για να σχηματιστεί μια πρώτη εντύπωση αλλά ανεπαρκές για μια βαθύτερη γνωριμία με ένα πρόσωπο. Εξ αρχής λοιπόν η εικόνα του ήρωα σχηματίζεται σε ένα στενό χρονικό όριο: δέκα μέρες, άρα πράγματι μιλάμε γενικώς για το άρεσε. Το όνομα και πατρώνυμο πάντως παραπέμπουν σε βασιλική καταγωγή: Αριστομένης, υιός του Μενελάου. Ο Αριστομένης βέβαια ήταν βασιλιάς των Μεσσηνίων στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο ενάντια στους Σπαρτιάτες και λογικά δεν πολυταιριάζει με τον Μενέλαο, μυθικό βασιλιά της Σπάρτης αλλά αυτό είναι μάλλον κάτι ήσσονος σημασίας στους ελληνιστικούς χρόνους και μάλιστα για ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης. Και σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη η λεπτομέρεια του ελληνικού πατρωνύμου που δηλώνει τουλάχιστον μια γενιά πίσω ελληνικής (ή έστω εξελληνισμένης) πολιτιστικής ταυτότητας.
Διόλου ασήμαντη και η επόμενη λεπτομέρεια, η αμφίεση του ήρωα που είναι ανάλογη του ονόματος κοσμίως, ελληνική χωρίς υπερβολές και επίδειξη πλούτου που θα μαρτυρούσαν έναν βάρβαρο με επιφανειακό ελληνικό λούστρο. Και πάλι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε το Φιλέλλην και τη μέριμνα του άλλου ηγεμονίσκου πέρα από τον Ζάγρο για το πλάτος του διαδήματος: Το διάδημα καλύτερα μάλλον στενό·/εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.

Όνομα και εμφάνιση καλύπτουν, ικανοποιητικά όπως φάνηκε, τις πρώτες εντυπωσιάσεις του ηγεμόνα και ακολουθούν τα στοιχεία του χαρακτήρα. Τον ευχαριστούσαν οι τιμές (δεν ήταν λοιπόν άνθρωπος δύσκολος ή ακοινώνητος) αλλά – προσέχουμε εδώ τον διασκελισμό – δεν τες επιζητούσεν· και μετά, χωρισμένο με άνω τελεία το συμπέρασμα των Αλεξανδρινών για το ήθος του: ήταν μετριόφρων. Προσεκτική και μετρημένη η συμπεριφορά του ήρωα και εδώ όπως στο όνομα και στην αμφίεση. Κυριαρχεί η μεσότητα και μετριοπάθεια, αποφεύγονται οι ακρότητες.
Η φιλαναγνωσία επίσης του ήρωα αξιολογήθηκε θετικά από τους Αλεξανδρινούς ιδίως επειδή αφορά ελληνικά βιβλία (στοιχείο που ενισχύει την ελληνική καταγωγή του) και μάλιστα ιστορικά και φιλοσοφικά. Οι επιλογές του αυτές που δεν έχουν τόσο σχέση με το χώρο της Τέχνης (ποίηση, θέατρο) αλλά με την επιστήμη, οδηγούν σε έναν άνθρωπο που σκέφτεται πολύ και μιλά λίγο. Και αυτό ακριβώς το τελευταίο προσέχουν ιδιαίτερα όσοι τον συναναστρέφονται: Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος. Όλα τα προηγούμενα στοιχεία που συνθέτουν το ήθος συναθροισμένα, η μετριοφροσύνη, η φιλαναγνωσία και δη “σοβαρών” βιβλίων μαζί με τη η λακωνικότητα συνθέτουν έναν άνθρωπο που είναι βαθύς στες σκέψεις, ένας σοφός, ένας επιστήμονας, κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά. Βέβαια, το οι τέτοιοι εμπεριέχει ίσως μια ενόχληση, μια κάποια απαξίωση. Ίσως στην Αλεξάνδρεια να περίμεναν κάτι παραπάνω από τον ηγεμόνα, κάποιες πιο απτές επιδείξεις της σοφίας του με φιλοσοφικές ή ιστορικές συζητήσεις, αναλύσεις, προσεγγίσεις. Ίσως. Όμως και πάλι η συμπεριφορά του δεν κρίνεται παράξενη διότι δεν θεωρείται ασυνήθιστη: οι βαθυστόχαστοι δεν πολυμιλούν. Έτσι τουλάχιστον διεδίδετο στους κύκλους όσων τον γνώρισαν και αυτή ήταν η εξήγηση που δόθηκε και διαδόθηκε για την λακωνικότητά του, τόσο συνταιριασμένη άλλωστε ως ιδιότητα με όνομα και πατρώνυμο.

Δεν υπάρχει ίσως κανένα άλλο καβαφικό ποίημα που η ανατροπή μιας προσεχτικά χτισμένης εικόνας στην πρώτη να είναι στη δεύτερη τόσο ριζική και απόλυτη. Ίσως μόνο η τρίτη στροφή στον Αριστόβουλο, εκεί που μετά τον θρήνο για τον θάνατο του Αριστόβουλου περιγράφεται ζωντανά η ανίσχυρη οργή της μητέρας του Αλεξάνδρας που σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καημός της για τη δολοφονία του Αριστόβουλου καθώς δε μπορεί να βγει και να φωνάξει στους Εβραίους, / να πει, να πει πώς έγινε το φονικό. Και μπορεί το καβαφικό σύμπαν να στηρίζεται στη δραματική ειρωνεία, στις αντιθέσεις και ανατροπές αλλά σχεδόν ποτέ αυτές δεν είναι απόλυτες, ριζικές απροκάλυπτες όπως εδώ: Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε. Ρητά και ξεκάθαρα διαγράφονται από τον αφηγητή/σχολιαστή αρχικά η τελική αξιολόγηση του ήρωα από του Αλεξανδρινούς africa 2387(Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο) και αμέσως μετά το σύνολο της εικόνας του που με τόσο κόπο (και θυσίες) έχτισε όσο έμεινε στην  πόλη. Ακολουθεί η συστηματική αποδόμηση της εικόνας του ένα προς ένα, ακολουθώντας τη σειρά των στοιχείων που την συνέθεσαν στην πρώτη στροφή. Ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης γίνεται ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος με το τυχαίος λογικά να διαλύει κάθε υποψία μεγαλοπρέπειας λόγω του τίτλου και το αστείος κάθε σοβαρότητα του ήρωα. Αντίστοιχα το προσεγμένο όνομα και πατρώνυμο (Αριστομένης, υιός του Μενελάου) αποδεικνύονται απλή απάτη (πήρε όνομα ελληνικό) και η κοσμίως ελληνική περιβολή κοινός μιμητισμός (ντύθηκε σαν τους Έλληνας). Και πάλι σαν τους Έλληνας έμαθε να φέρεται – και μάλιστα άτσαλα και πρόχειρα: απάνω, κάτω – οπότε και η μετριοφροσύνη και η βιβλιοφιλία με τη σειρά τους αποκαλύπτονται ως προσποίηση και απάτη.

Ως εδώ η αποκαθήλωση της θετικής εικόνας του ήρωα που ξεκίνησε στη δεύτερη στροφή και όπως προαναφέρθηκε ακολουθεί τη σειρά παράθεσης των θετικών ιδιοτήτων της πρώτης στροφής γίνεται βίαια και σχεδόν εσπευσμένα. Τρεις μόλις στίχοι, τέσσερις με τον αρχικό 13, που όμως λειτουργεί ως  θεματική πρόταση της στροφής ολόκληρης, αποδομούν  τους αντίστοιχους αρχικούς εφτά: στίχος 3 vs στίχος 14, στίχοι 4 και 5 vs στίχο 15, στίχοι 6,7,8,9 vs στίχο 16. Σα να βιάζεται όλο και περισσότερο ο αφηγητής/σχολιαστής και προσπερνά με ολοένα και λιγότερα λόγια τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ήρωα για να φτάσει στο ουσιώδες: Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος που τεκμηρίωσε το βαθύς στες σκέψεις και την τελική θετική ετυμηγορία των Αλεξανδρινών για τον ήρωα. Διόλου τυχαία η άνω τελεία στο τέλος του στίχου 16 κλείνει την περιληπτική σχεδόν αποδόμηση του ήρωα ανοίγοντας μια εξευτελιστική σκιαγράφηση της ψυχολογίας του ήρωα πάνω στο κρίσιμο θετικό του χαρακτηριστικό: την λακωνικότητα. Η ένταση του λόγου ανεβαίνει ακόμα περισσότερο με το λεξιλόγιο να γίνεται όλο και πιο επιθετικό για τον ήρωα: έτρεμεν η ψυχή του, καλούτσικην εντύπωσι (που απέχει βέβαια από το άρεσε γενικώς του πρώτου στίχου), βαρβαρισμούς δεινούς, τον πάρουν στο ψιλό, ως είναι το συνήθειό τους, οι απαίσιοι. Δε γίνεται να μην προσέξει ο αναγνώστης τη διολίσθηση από τον σχεδόν επίσημο, λόγιο λόγο στην πρώτη στροφή (ηγεμών. περιβολή, κοσμίως, μετριόφρων διεδίδετο) στο σχεδόν λαϊκό, χοντροκομμένο της δεύτερης στροφής με τις εκφράσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω και κυρίως τα έτρεμεν η ψυχή του και τον πάρουν στο ψιλό. Όπως επίσης και την έκταση που καταλαμβάνει η σκιαγράφηση αυτή, πέντε από τους εννιά στίχους της στροφής (στίχοι 17-21).

Δημήτρης Μάσκες

Μυταράς Δημήτρης – Μάσκες

Το μεγάλο προτέρημα στην εικόνα ήρωα, η λακωνικότητά του είναι λοιπόν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα που προέρχεται από τον βαθύτερο φόβο του ήρωα, την ανεπαρκή γνώση της ελληνικής που θα τον έκανε να την μιλά με φοβερούς βαρβαρισμούς και θα επέσυρε τη χλεύη των απαίσιων Αλεξανδρινών. Δεν έφτανε που θα χαλούσε την εντύπωση που με τόσο κόπο έχτισε – καλούτσικη εν τέλει, έτσι ερμηνεύεται όπως είδαμε το “άρεσε γενικώς” – θα γελοιοποιούνταν κιόλας από τους Αλεξανδρινούς. Ουσιαστικά ο ήρωας προτιμά να χτίσει μια ολόκληρη στολή από όνομα, ρούχα, φερσίματα, χειρονομίες και μετρημένα λόγια (και εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον άλλο εκείνο Αλεξανδρινό με την πανοπλία του) για να αποφύγει τη γελοιοποίηση  – μια παράσταση που ωστόσο κρίνει γελοία ο αφηγητής/σχολιαστής και ως τέτοια την αποκαλύπτει. Αδιάφορο ωστόσο: ο ήρωας πέτυχε τον στόχο του, ξεγέλασε τους απαίσιους Αλεξανδρινούς κι ας έτρεμε δέκα μέρες η ψυχή του μήπως τον πα΄ρουν χαμπάρι. Η σκηνοθεσία του τελικά απέδωσε. Είναι λοιπόν έτσι;

Θα μπορούσε συνεπώς το ποίημα να ολοκληρωθεί εδώ; Θεωρητικά ναι.  Παραμένει ωστόσο η απορία του αναγνώστη για την τόσο σαρωτική αποδόμηση της εικόνας που χτίστηκε τόσο προσεκτικά στην πρώτη στροφή και την τόσο αγεφύρωτη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη ματιά των Αλεξανδρινών και τη ματιά του σχολιαστή/αφηγητή, ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα. Απατεωνίσκος ο ήρωας με τη φτηνή σκηνοθεσία του, ξιπασμένοι οι Αλεξανδρινοί που απαιτούν πιστοποιητικά ελληνικής ταυτότητας αλλά ταυτόχρονα ένας έπαινος για την ελληνισμό που ως κυρίαρχη κουλτούρα έχει επιβάλει ένα άτυπο savoir vivre (με θεματοφύλακές του εδώ τους Αλεξανδρινούς) σε οποιονδήποτε θέλει να γίνει αποδεκτός σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Μετά την τρίτη στροφή όμως ο ήρωας μοιάζει συμπαθέστερος, και οι Αλεξανδρινοί λιγότερο υπερόπτες. Πώς γίνεται αυτό; Μα με την αναφορά στη χρήση της γλώσσας από τον ήρωα. Η λακωνικότητα του ήρωα ξεκινά ως αρετή του στα μάτια των Αλεξανδρινών στην πρώτη στροφή (στίχοι 10-12), ξεσκεπάζεται βίαια ως φόβος της γελοιοποίησης στη δεύτερη (στίχοι 17-21) και επιστρέφει στην τρίτη ως σεβασμός του ήρωα προς τη γλώσσα: γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις, / προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά (στίχοι 22-23) έστω και υπό την απειλή των απαίσιων Αλεξανδρινών.

Δημήτρης Καθρέπτης 1987

Μυταράς Δημήτρης-Καθρέπτης, 1987

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τελική αυτή θέση της λελογισμένης χρήσης του λόγου δεν είναι παρά η αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα: την έλλειψη της πλαστής λακωνικότητας και την υπερβολή μιας ενδεχόμενης βαρβαρίζουσας (και καταστροφικής για τον ήρωα) φλυαρίας. Ο όρος δέος σηματοδοτεί αυτή τη διαφοροποίηση διότι αποδίδει, σε αντιδιαστολή με το λαϊκό έτρεμεν η ψυχή του, όχι τρόμο αλλά ένα ευγενές μείγμα σεβασμού και φόβου. Και βέβαια κάθε μεσότητα δεν αποκτάται εύκολα και άκοπα όπως μας θυμίζει ο αφηγητής/σχολιαστής: κι έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας /κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του. Το αντίτιμο της καλούτσικης εικόνας είναι η πλήξη του ήρωα από τις στοιβαγμένες μέσα του κουβέντες – προσέχουμε τη μετοχή στοιβαγμένες που αποδίδει αυτήν ακριβώς την απελπισμένη συσσώρευση από κουβέντες (λέξη που παραπέμπει σε διαλόγους που όμως ποτέ δεν έγιναν) και που γενικά στο καβαφικό έργο σχετίζεται με πλούτη είτε πρόκειται για εκείνα που άπληστα συγκεντρώνει ο Οροφέρνης  είτε για εκείνα που με προσοχή τακτοποιεί ο Πρίαμος στο άρμα του, λύτρα τον φοβερό Αχιλλέα στην αριστοτεχνική αν και κρυμμένη Πριάμου Νυκτοπορία. Και εδώ, μέσα από την λοξή αυτή συνομιλία των ποιημάτων επιστρέφουμε στην αξία της ελληνικής γλώσσας μέσα στο καβαφικό έργο: συμπαθής εν τέλει ο ήρωας γιατί, σε αντίθεση με τον (πραγματικό) ηγεμόνα στο Φιλλέλην δείχνει να σέβεται ιδιαίτερα τη γλώσσα που παλεύει να μιλήσει σωστά ενώ ταυτόχρονα δικαιώνονται και οι Αλεξανδρινοί καθώς μπορεί μεν να ξεγελάστηκαν σε όλα όμως επέβαλαν με τη στάση τους στον ήρωα το πρέπον δέος στη χρήση της ελληνικής. Άλλωστε, ποτέ δεν θα άφηνε ο ποιητής αδικαίωτους τους αγαπημένους του Αλεξανδρινούς όταν παντού και πάντα μέσα στην ποίησή του κατέχουν εξέχουσα και κυρίαρχη θέση (παραπέμπω στο βιβλίο του Edmund Keeley Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου και πρόχειρα στα όσα είχα γράψει στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης γα το Απολείπεν ο θεός Αντώνιον

Η αγάπη του Καβάφη για την ελληνική γλώσσα και η αξία που της αποδίδει είναι φυσικά γνωστή σε κάθε αναγνώστη του έργου του και μια έρευνα στον καβαφικό συμφραστικό πίνακα στην Ανεμόσκαλα και στα λήμματα γλώσσα, λαλιά, φωνή μας δίνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ποιημάτων όπου η ελληνική γλώσσα έχει τιμητική θέση. Πρέπει να προσθέσουμε νομίζω και το συγκεκριμένο ποίημα και να το διαβάσουμε μαζί με το Στα 200 π.Χ όπου διόλου τυχαία ως τελικό μέγιστο κατόρθωμα του νέου ελληνισμού που βγαίνει από τις αλεξανδρινές κατακτήσεις είναι που και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Οπότε ούτε για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα αλλά ούτε μάλλον και για ηγεμόνες εκ Δυτικής Λιβύης.

 

Ο φάκελος με το υλικό της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://app.box.com/s/dsry9ndyab9sqx4u8jmia7porb0n6g8z
και καταγράφω τα βασικότερα:

1. Anthony Dracopoulos – On Cavafean Irony and the Elusive ‘Wholeness’
2. Martin McKinsey – Revisiting Cavafy’s Philhellene. Where are the greeks
3. Κατερίνα Κωστίου – Ακόμη λίγα για την ειρωνεία του Κ.Π.Καβάφη
4. Κατερίνα Κωστίου. Ανάμεσα στη μίμηση και την αυτοσυνειδησία. Η λειτουργία του προσωπείου στα ποιήματα «Φιλέλλην» και «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»
5. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – Ποίηση 2 – Καβάφης Καρυωτάκης Σεφέρης Ρίτσος (βιβλίο καθηγητή 1986) σελ. 60-62
6. Μιχάλης Πιερής – Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του «μέσα»-«έξω» στην ποίηση του Καβάφη σελ. 348-351 και 372
7. Ρένος-Στάντης-‘Ηρκος Αποστολίδης – Κ.Π.Καβάφη Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα σελ. 181-184

Ψηφιοποιημένα περιοδικά λογοτεχνίας και όχι μόνο (ανανεώνεται κατά διαστήματα)

Η αναζήτηση άρθρων σε περιοδικά με επίκεντρο τη λογοτεχνία ή και τη λογοτεχνία είναι μια δραστηριότητα που μπορεί, πλην ελαχίστων δύσκολων περιπτώσεων, να υλοποιηθεί με σχετική άνεση μόνο στις μεγάλες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας. Για χρόνια γκρίνιαζα για την αργή και συχνά αποσπασματική ψηφιοποίηση των περιοδικών αυτών, όχι άδικα νομίζω για όλους εμάς που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τρέχουμε κάθε λίγο στη συμπρωτεύουσα ή στο κλεινόν άστυ. Πάντως τα πράγματα βελτιώθηκαν σημαντικά μέσα στην τελευταία δεκαετία. Μάζεψα λοιπόν για την ανάρτηση όλους τους ιστότοπους που έχω εντοπίσει με ψηφιοποιημένα περιοδικά λόγου και τέχνης. Και ελπίζω πλέον βάσιμα να συνεχίσω τον εμπλουτισμό της ανάρτησης αυτής με νέα ευρήματα.

 

  • Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας ψηφιοποίησαν τέσσερα περιοδικά πολύτιμα για τον μελετητή της νεότερης ελληνική λογοτεχνίας και κριτικής. Η Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), το μείζον περιοδικό της ελληνικής αριστεράς για τον πολιτισμό, την τέχνη και τη λογοτεχνία, η Κριτική (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη, η Συνέχεια (1973), το σημαντικότερο περιοδικό λογοτεχνίας και ιδεών στην περίοδο της δικτατορίας και τέλος  Ο Πολίτης (1976-1995 & 1998-2008) και Δεκαπενθήμερος Πολίτης (1983-1986 & 1995-1998), το πολύτιμο αυτό περιοδικό που διαμόρφωσε ουσιαστικά τη σκέψη της μεταπολιτευτικής Ανανεωτικής Αριστεράς. Σε κάποια (λχ  Ο Πολίτης και Ο Δεκαπενθήμερος Πολίτης) υπάρχει η  δυνατότητα μεταφόρτωσης σε pdf, στα υπόλοιπα απαιτούνται αυτοσχεδιασμοί, όπως εκτύπωση της σελίδας σε pdf ή printscreen.

 

  • Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα έχει επίσης προχωρήσει σε ψηφιοποίηση δεκαεννιά μέχρι στιγμής λογοτεχνικών και όχι μονο περιοδικών και έπεται προφανώς συνέχεια. Ξεχωρίζω την Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την μακροβιότατη (1955-2009) Νέα Πορεία του Τηλέμαχου Αλαβέρα, τα τεύχη του αγαπημένου μας (λόγω ΑΠΘ) Φιλόλογου προς το παρόν έως το 2009, ξανά την Κριτική, τον Χάρτη (πολύτιμα τα αφιερώματά του) αλλά και τις δύο εποχές του Τραμ (εδώ κι εδώ), την Κουίντα με θεατρική ύλη και τέλος την Πάροδο του Κώστα Ριζάκη. Υπάρχει αξιόλογη δυνατότητα αναζήτησης μέσα στα περιεχόμενα με βάση τίτλο, συγγραφέα θέματα. Δε μπορεί να γίνει μεταφόρτωση αλλά με λίγη υπομονή οι σελίδες που μας ενδιαφέρουν μπορούν να μεταφορτωθούν μία μία ως αρχεία εικόνας.

 

  • Το ΕΚΕΒΙ, πριν το κλείσει το 2013 ο τότε αν. Υπουργός Πολιτισμού κ. Κώστας Τζαβάρας χαρακτηρίζοντάς το “όαση (sic) δημοσιονομικής ανομίας” και μία από τις πρωτοβουλίες εκείνες “που μας οδήγησαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό” πρόλαβε να ψηφιοποιήσει οκτώ λογοτεχνικά περιοδικά ως το χρονικό σημείο που όρισαν οι εκδότες τους. Είναι τα περιοδικά Νέα Εστία, Οδός Πανός, Πλανόδιον, Περίπλους, Οροπέδιο, Το Δέντρο, Intellectum και Η λέξη. Υπάρχει μια ισχυρή και αποτελεσματική μηχανή αναζήτησης με λέξεις κλειδιά μέσα στο σώμα των περιοδικών καθώς πριν ψηφιοποιηθούν έχει προηγηθεί οπτική αναγνώριση κειμένου (OCR). Δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφόρτωσης και για να γίνει κάτι τέτοιο ο μόνος τρόπος είναι με print screen κάθε σελίδας και επεξεργασία της φωτογραφίας με μέτρια αποτελέσματα. Ακόμα και με τους όρους αυτούς παραμένει πολύτιμη δουλειά.
    [Αλλαγές 21/05/2025: έχει χρόνο τουλάχιστον ή και παραπάνω που ο ιστότοπος του ΕΚΕΒΙ έπαψε να υπάρχει. Μέρος του υλικού του, ανάμεσα στο οποίο και τα ψηφιοποιημένα περιοδικά, μεταφέρονται σταδιακά στο Ελληνικό Ίδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού (ΕΛΙΒΙΠ). Προς το παρόν έχουν μεταφερθεί κάποια μόνο τεύχη από τη Νέα Εστία αλλά η διαδικασία προχωρά και σχετικά σύντομα (ελπίζω ότι) θα μεταφερθεί το σύνολο των τίτλων και των τευχών.]

 

  • Στο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) και στην ενότητα eJournals έχουν ψηφιοποιηθεί μέχρι στιγμής 82 σειρές επιστημονικών περιοδικών με έμφαση στον κλάδο των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών. Ξεχωρίζουν (με καθαρά και μόνο προσωπικά κριτήρια) ο Ερανιστής, τα Μακεδονικά, ο Μνήμων, η Σύγκριση και τα Βυζαντινά Σύμμεικτα. Εύκολη πρόσβαση, μεταφόρτωση σε pdf, δυνατότητα σε αρκετά τεύχη να μεταφορτωθεί μόνο το άρθρο που μας ενδιαφέρει. Σε κάθε περίπτωση, ολόκληρος ο ιστότοπος του ΕΚΤ κρύβει τεράστια, αξιοθαύμαστη και πολύτιμη δουλειά.

 

  • Το Διαβάζω ήταν το πρώτο λογοτεχνικό περιοδικό που ξεκίνησα να αγοράζω από μαθητής Λυκείου μέχρι λίγο μετά την αποφοίτησή μου και ήταν, μαζί με τη Λέξη, τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά στις δεκαετίες του 70 και του 80. Τα τεύχη που έχουν ψηφιοποιηθεί ξεκινούν από το 1979 έως το 2012 με κάποια κενά σε τεύχη ενδιάμεσα. Και εδώ δεν υπάρχει δυνατότητα μεταφόρτωσης  και πρέπει να καταφύγει κανείς στο print screen αν χρειάζεται κάποιες σελίδες

 

  • Το Εμβόλιμον από τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, του Γιώργου Θεοχάρη, κρατά γερά ακόμη από το 1988. Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς διαθέτει στο διαδίκτυο σε pdf ψηφιακή μορφή  τα τεύχη από 56-57 έως  83-84 (από το 2008-2017) και σε έντυπη μορφή σχεδόν όλα τα τεύχη του περιοδικού.
    [Διόρθωση: από τον Ιούλιο του 2021 είναι πλέον διαθέσιμο σε ψηφιακή μορφή pdf το σύνολο των τευχών του περιοδικού]

 

  • Άφησα για το τέλος τα Πολιτιστικά Δρώμενα που ξεκίνησαν στη Βέροια αρχές δεκαετίας του 1990, από την τότε Επιχείρηση Πολιτισμού του Δήμου Βέροιας (ΔΕΤΟΠΟΚΑ) έως το 2001 και στη συνέχεια το 2003, από Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού Βέροιας και του Σύνδεσμο Φιλολόγων Ημαθίας, μέχρι το 2011. Από το 2015 ξεκίνησε εκ νέου η έκδοσή του και η ψηφιοποίηση σε pdf από το Κέντρο Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού Βέροιας (Κ.Τ.Ι.Π.Β.) της Κ.Ε.Π.Α.Δ Βέροιας που το εκδίδει έχει φτάσει ως το 2016 και το τεύχος 62. Νομίζω πάντως ότι αυτό ήταν και το τελευταίο ως τώρα τεύχος καθώς η χρηματοδότηση τέτοιων εγχειρημάτων σε καιρούς κρίσης είναι πάντα προβληματική

 

  • Τέλος, μια οφειλόμενη τιμητική αναφορά. Πριν το 2000 ο σκάννερ ήταν εξωτικό μηχάνημα και στο ελληνικό κομμάτι του διαδικτύου δεν υπήρχε ούτε για δείγμα ψηφιοποιημένο λογοτεχνικό περιοδικό. Ο Χρήστος Δημάκης, έχοντας κι αυτός την πετριά της ποίησης, ανέλαβε το 1999 να προβάλει στο διαδίκτυο ποιήματα που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, προσπάθεια που έφτασε ως το 2008. Έργο χρησιμότατο, καθώς τα περισσότερα από τα περιοδικά αυτά μάλλον δεν θα διασωθούν ψηφιακά. Και ακόμα περισσότερο όταν προέρχεται από άνθρωπο που δεν έχει επαγγελματική ή άλλη σχέση με τους κύκλους και τα κυκλώματα του λογοτεχνικού μας χωριού. Το βρίσκουμε εδώ: https://periodika-old.eksoria.gr/

 

  • [Προσθήκη 07/10/19] Οι θιασώτες της 7ης τέχνης έχουν κάθε λόγο να χαίρονται με την ψηφιοποίηση του ιστορικού περιοδικού Σύγχρονος Κινηματογράφος αλλά και του αντίπαλου πόλου, του περιοδικού Φιλμ. Υπάρχει δυνατότητα αναζήτησης στα μεταδεδομένα κάθε τεύχους καθώς και αναζήτηση ανά τεύχος ή περίοδο. Μπορεί να γίνει και μεταφόρτωση των τευχών σε μορφή pdf.
  • [Προσθήκη 08/06/20] Το Εργαστήριο Νεοελληνικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ ολοκλήρωσε πρόσφατα την ψηφιοποίηση του εξαιρετικού περιοδικού Γράμματα και τέχνες, επίσης μακρόβιου (1982-1999) για τα ελληνικά δεδομένα. Πολύ καλή δουλειά και εύκολη μεταφόρτωση σε αρχείο pdf. Αναλυτικότερα για το έργο και οι σχετικοί υπερδεσμοί για κάθε τεύχος εδώ

 

Η επιστροφή του Φερνάζη

Έξι χρόνια πριν είχα αποπειραθεί να δημιουργήσω ένα ιστολόγιο, το Εκτός Ύλης, με αναρτήσεις για σύγχρονους ποιητές που έκρινα ότι αξίζουν περισσότερη προβολή και μελέτη από όση τους αποδίδεται. Είχα επιστρατεύσει μάλιστα ως προσωπείο και εκείνον τον ταλαίπωρο ποιητή Φερνάζη που τόσο τον απασχολούσε η υπεροψία και η μέθη του Δαρείου την ώρα που οι λεγεώνες ξεκινούσαν ήδη για την Αμισό. Η προσπάθεια δεν συνεχίστηκε λόγω της γνωστής και παροιμιώδους τεμπελιάς μου και ο Φερνάζης έμεινε άνεργος έως σήμερα. Τρεις μέρες πριν ωστόσο σκέφτηκα να μαζέψω κάποια κείμενα κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού που ασφυκτιούσαν λόγω μεγέθους στο στενό χώρο του facebook. Επιστρατεύτηκε λοιπόν ξανά ο Φερνάζης όχι όμως ως ποιητής (δεν βγαίνει το μεροκάματο με ποιήματα, χάθηκαν άλλωστε και οι βασιλιάδες που συντηρούσαν αυλικούς ποιητές) αλλά ως…νεόκοπος μπακάλης. Εδώδιμα-Αποικιακά ο τίτλος του ανακαινισμένου ιστολογίου που ελπίζω να τα πάει καλύτερα ως μπακάλικο ιδεών από την προηγούμενη καλλιτεχνική μορφή του. Και ένα μικρό δώρο: ποίηση και μπακαλική στο ποίημα “Ανάγκη επιβίωσης” του Αλέξη Ζήρα από τη συλλογή του  Ο ύπνος των ερωτιδέων (1976)