Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Αναγκαία εξήγηση”

                     ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  – ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ

Είναι ορισμένοι στίχοι –  κάποτε ολόκληρα ποιήματα –
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
                Δεν ξέρω σου λέω.
Δυο παράλληλα φώτα
απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού. Δεν ξέρω
τί σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα
όπως κοιμότανε, το γόνατο της να γωνιάζει το σεντόνι –
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι,
               να σ’ το εξηγήσω.

Από την ποιητική συλλογή «Ασκήσεις» (1950-1960).

[…] Υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο πρόβλημα τι εννοεί ο καθένας μας όταν μιλάει για λαό: αυτό που είναι και κάνει ο απλός κόσμος στην καθημερινή του ζωή; ή τα λόγια του και τα συνθήματα του, με τα οποία ντύνει τις πολιτικές ελπίδες του και τις πολιτικές του διαψεύσεις; Τα πρώτα παραμένουν σχεδόν πάντοτε δικά του και τον χαρακτηρίζουν· τα δεύτερα συνήθως του τα δανείζουμε εμείς με τη διδασκαλία και την καθοδήγηση. Αν ο Ρίτσος είναι εντέλει ποιητής λαϊκός και θα μείνει ως ποιητής του λαού στη νεοελληνική ποίηση, το χρωστά, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτή την ποιητική καθιέρωση που πέτυχε για τα σύνεργα του καθημερινού μας βίου. κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Σεφέρη ή του Ελύτη. Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα: το άδηλο συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του· αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του.
Δ.Ν.Μαρωνίτης «Η τιμή του χρυσού και η τιμή της πέτρας» (Πίσω μπρος. Προτάσεις και υποθέσεις για την νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία. Αθήνα 1986, Στιγμή. σσ. 153-162)

[…] Ο Αλέξανδρος Αργυρίου εύστοχα έχει κάνει λόγο για «σπειροειδή εξέλιξη» στο έργο του Ρίτσου. Συμπληρώνω εδώ ότι σπειροειδής είναι σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του κομουνιστή Ρίτσου και η εξέλιξη της Ιστορίας, στο κάλεσμα της οποίας ανταποκρίθηκε πολλαπλά αποτυπώνοντάς την ποιητικά. Πιο συγκεκριμένα θα έλεγα ότι πρόκειται για ποίηση, η οποία κατά κύριο λόγο αποτυπώνει την καθημερινή πραγματικότητα — στα μεγάλα και σημαντικά, όπως για παράδειγμα στον Επιτάφιο, αλλά και στα μικρά και ασήμαντα, όπως εύγλωττα δηλώνει ο ποιητής στην Αναγκαία εξήγηση, στην επιφάνειά της, όπως στα Επικαιρικά, αλλά και στο βάθος της, όπως στις υπαρξιακές αναζητήσεις της Τέταρτης διάστασης. Και μάλιστα, πρόκειται για ποίηση, η οποία μιλά για την πραγματικότητα χρησιμοποιώντας τα υλικά της: το ψωμί, το λάδι, ένα πράσινο φύλλο, την μάντρα, τα κουμπιά του σακακιού, το καθαρό σεντόνι… Πρόκειται, δηλαδή, για ποίηση η οποία επιλέγει να μιλήσει «ήσυχα κι απλά», κι αυτό είναι ίσως η μέγιστη προσφορά της, καθώς επιλέγει να απευθυνθεί σε ανθρώπους κοινωνικά αποκλεισμένους από την τέχνη. Έτσι, άσχετα αν το έργο του Ρίτσου δεν έγινε στο σύνολό του κατανοητό από τις μάζες, ο Ρίτσος επέλεξε να απευθυνθεί σε αυτές. Όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι αποτελούν τα αίτια αλλά και τα υλικά της επανάληψης στο έργο του.
Νάντια Φραγκούλη, «“Επαναλήψεις —λέει,— επαναλήψεις δίχως τέλος· τι κούραση θε μου·”», περ. Το δέντρο, τχ. 169-170 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2009) 149-150.

Ενδιαφέρον ποίημα ποιητικής που επιβάλλεται με τη διαύγεια και δραστικότητα του ποιητικού λόγου. Σύντομο (είκοσι στίχοι), απέριττο εκφραστικά (επίθετα και μετοχές μόλις πέντε), λιτό και αυστηρό στα σχήματα λόγου (μια παρομοίωση). Από αυτήν την οπτική γωνία ήδη και μόνο με τα στοιχεία αυτά υποψιαζόμαστε την κατεύθυνση που θα κινηθεί η πρόταση ποιητικής που προβάλλεται στο ποίημα. Μένει συνεπώς να εξεταστεί αναλυτικότερα το περιεχόμενό της καθώς και το ειδικό της βάρος.

ασδΔύο νοηματικές ενότητες οπτικά ευδιάκριτες ως στροφές του ποιήματος, τρεις αν συνυπολογιστεί και μία οπτικά άδηλη: Η πρώτη στροφική ενότητα (στ,1-4) παραθέτει συνοπτικά τα δεδομένα προς διερεύνηση, η δεύτερη (5-14) αναπτύσσει με δύο εικόνες-παραδείγματα την οπτική του ποιητή και η τρίτη (15-20) με την κυρίαρχη και ισχυρότερη εικόνα (οπτική αλλά και οσφρητική) κλείνει την τεκμηρίωση της ποιητικής πρότασης – ή μάλλον την αδυναμία επαρκούς διατύπωσης κάποιας πρότασης: ο ποιητής μπορεί να τη δείξει, όχι όμως να την εξηγήσει. Αναγκαία εξήγηση το τίτλος· αναγκαίες και οι εξηγήσεις  που πρέπει να δώσει το ποιητικό υποκείμενο για την αδυναμία να ερμηνεύσει κάποιους, ακόμα και δικούς του. στίχους ή ποιήματα

Υπάρχουν δύο πρόσωπα στο ποίημα: το ποιητικό υποκείμενο που μιλά σε πρώτο πρόσωπο και ένα ακόμη βουβό πρόσωπο που ωστόσο από τις αποστροφές του ποιητικού υποκειμένου μπορούμε να μαντέψουμε τα ερωτήματα που του υποβάλλει.

Είναι χαρακτηριστικό στην πρώτη στροφή η επανάληψη του δεν ξέρω τρεις φορές σε τέσσερις στίχους (και άλλη μία φορά στον στίχο 11 στη δεύτερη στροφή). Και γενικά οι αρνήσεις κυριαρχούν σε ολόκληρο το ποίημα: μήτε εγώ, μη με ρωτάς, δεν το αμελώ τονίζοντας την αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να εξηγήσει λογικά πώς «ερμηνεύονται» κάποια ποιήματα – ενώ μπορεί να δείξει στον συνομιλητή του τα υλικά που το συνθέτουν. Ομολογεί λοιπόν το ποιητικό υποκείμενο (διάφανα και ξεκάθαρα στην περίπτωση αυτή ο ποιητής – χαρακτηριστικό το μήτε εγώ) ότι στίχοι του αλλά κάποτε και ολόκληρα ποιήματά του δεν ξέρει και ο ίδιος (μήτε εγώ) τι σημαίνουν. Προφανώς εδώ θέτει το ζήτημα της ερμηνείας του ποιητικού λόγου που απρόβλεπτος, ελλειπτικός και αόριστος, αμφίσημος ή και σκοτεινός διαφεύγει συχνά από την ερμηνεία όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του δημιουργού του. ritsosΚαι είναι αυτή η εν κρυπτώ διαδικασία παραγωγής του ποιητικού λόγου που πέρα από λογικές κατασκευές και μηχανισμούς συντελείται ένδον και παράγει ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που ενίοτε διαφεύγει από τις απόπειρες αυστηρά λογικής προσέγγισης. Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και μέρος της γοητείας του – έτσι μπορούμε να καταλάβουμε και το σχόλιο του ποιητή Αυτό που δεν ξέρω / ακόμη με κρατάει. Εν μέρει για αυτήν την αντίστασή του σε ερμηνεία ακόμη και για τον ίδιο τον δημιουργό του, το ποίημα είτε ως γοητευτικός γρίφος είτε (ίσως) ως ιμπρεσσιονιστικό τεχνούργημα που η όποια απόπειρα ερμηνείας το μικραίνει, κρατά το ενδιαφέρον του ποιητή. Και για το ποίημα και για την ποίηση. Και έχει φυσικά το δικαίωμα ο αναγνώστης να ρωτά τον ποιητή τι και πώς (Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς) . Μόνο που αυτό επιτείνει την αδυναμία του ποιητή να απαντήσει και την συνακόλουθη δυσφορία του που δηλώνεται κοφτά και εμφατικά: Μη με ρωτάς./Δεν ξέρω σου λέω. Είδαμε πριν ότι πιθανότατα ο ποιητής όχι μόνο δεν ξέρει αλλά και ελάχιστα ενδιαφέρεται να μάθει οπότε δικαιολογημένη η ενόχλησή του.
Στην επόμενη στροφή ποιητής μας φανερώνει τα υλικά κατασκευής του ποιήματος όμως και πάλι η όλη διαδικασία διατηρεί τη μυστηριώδη γοητεία της. Και όλα ξεκινούν από εικόνες. Ακουστικές εικόνες παρόμοιες όπως Δυο παράλληλα φώτα / απ’ το ίδιο κέντρο. Η πρώτη Ο ήχος του νερού /που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι και η δεύτερη ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει /από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο/ αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο / σαν το λυγμό του πουλιού. Η πρώτη εικόνα χειμερινή, λιτή και συνοπτική, καταγράφει τον ήχο του νερού που τρέχει από το λούκι. Η δεύτερη απλώνεται σε τέσσερις στίχους και λυρικότατα μεταφέρει τον ήχο μιας σταγόνας καθώς πέφτει/από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο /αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο/σαν το λυγμό του πουλιού μέσα από μια εαρινή σκηνοθεσία (τριαντάφυλλο, ποτισμένος κήπος, απόβραδο) και προσθέτει μια πανέμορφη παρομοίωση: σαν το λυγμό του πουλιού. Οι ήχοι αυτοί δεν έχουν από μόνοι τους κάποια αυτοδύναμη σημασιολογική δυναμική. Δεν συμβολίζουν τίποτα πέρα από την ύπαρξή τους, δε χωράνε σε ερμηνευτικά σχήματα. Το αναγνωρίζει άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής: Δεν ξέρω /τί σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι. Η τελευταία όμως φράση εγώ τον παραδέχομαι καταδεικνύει την πραγματική δυναμική του ήχου που αποτελεί το υλικό πάνω στο οποίο και με το οποίο θα χτιστεί το ποίημα. Το τι μπορεί να σημαίνει ή να συμβολίζει παραμένει ερμητικό και για τον ποιητή, που ξέρει όμως ότι τον χρειάζεται για να χτίσει το ποίημα – είπαμε, εν κρυπτώ συντελείται η ποιητική διαδικασία – και συμπληρώνει ο ποιητής απευθυνόμενος στον συνομιλητή του: Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ./ Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζω9696570ή μας. Τα άλλα, τα σημαντικά, τα μεγάλα, τα αναγκαία τα ξέρει ο ποιητής και τα εξηγεί – δεν το αμελεί. Αντιγράφω ξανά από τον Μαρωνίτη: Οπωσδήποτε, αν οι πολιτικές ιδέες είναι το δοσμένο διδακτικό αντικείμενο στην ποίηση του Ρίτσου, ο καθημερινός μικρόκοσμός του είναι θα έλεγα: το άδηλο συμπαθητικό υποκείμενο των ποιημάτων του· αυτό δηλαδή που ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του. Αυτά που πρέπει να διδάξει ο ποιητής τα διδάσκει· υπάρχει όμως και ένας ολόκληρος κόσμος μικρών και ασήμαντων φαινομενικά πραγμάτων που δεν εμπίπτουν σε ένα πλέγμα ερμηνείας αλλά το οποίο ο ποιητής εμπειρικά συμπαθεί, συμπάσχει και τείνει να ταυτιστεί μαζί του. Δεν ξέρει τι σημαίνουν αλλά όπως ομολογεί Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Και ενισχύει την διαπίστωσή του αυτή με την τελευταία ερωτική αλλά όχι μόνο εικόνα του ποιήματος που σφραγίζει το ποιητικό credo του ποιητή: Κοιτούσα /όπως κοιμότανε, το γόνατο της να γωνιάζει το σεντόνι – /Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία/ ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα /του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν /εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, / να σ’ το εξηγήσω.
Πώς να εξηγηθεί η μαγική αυτή εικόνα στην υποία συμμετέχουν ένα γόνατο μιας κοιμισμένης γυναίκας, ο έρωτας, η τρυφερότητα, τα αρώματα του σεντονιού, της καθαριότητας και της άνοιξης μαζί; Πώς να καταγράψει το αίσθημα της τρυφερότητας για την κοιμισμένη γυναίκα  – όχι τόσο ο έρωτας ή η ερωτική επιθυμία – που τον κυριεύει και κορυφώνεται με d08352c186829148c8bcf716462a6aa1το αποτύπωμα του γόνατου στο κρεβάτι μέσα σε ένα ανοιξιάτικο σκηνικό με αρώματα του σεντονιού και του καθαρού σπιτιού γύρω; Μια εικόνα απλή, ταπεινή, όχι απαραίτητα έντονα ερωτική σε ένα καθημερινό λαϊκό σκηνικό πυροδοτεί μια απέραντη τρυφερότητα που περνάει μέσα σε ποίημα – στο ίδιο αυτό το ποίημα και φανερώνει τι είναι εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, / να σ’ το εξηγήσω. Και φυσικά και πάλι αποτυγχάνει να το εξηγήσει ο ποιητής και πάντα θα αποτυγχάνει γιατί ακριβώς όλα αυτά που όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας δεν εξηγούνται ούτε αναλύονται αλλά αναδύονται μέσα από στιγμές που ο χρόνος παγώνει εκστατικός μπροστά στην ομορφιά και η ομορφιά μετασχηματίζεται μυστικά σε ποίημα. Αρκεί να έχει ο ποιητής το δώρο αυτό των θεών.

 

Σημειώσεις – Τίτος Πατρίκιος “Οφειλή”

            Tίτος Πατρίκιος «Οφειλή»

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.

Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω
           (Μαθητεία,1952-1962, 1963)

Η αισιόδοξη επαναστατική πνοή, που χαρακτηρίζει κυρίως την πρώτη συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου, αναγνωρίζεται εξίσου εύκολα και στην πρώιμη ποίηση του Πατρίκιου. Στην περίπτωσή του μάλιστα οι εντολές της αριστεράς γίνονται πιο μεγαλόψυχα, θα έλεγα, δεκτές, και το αποτέλεσμα αυτής της δροσιάς καταλήγει συχνά σ’ ένα ευφρόσυνο κλίμα ανθρωπιστικού κομμουνισμού.

Ωστόσο περισσότερο από τα αγωνιστικά χρόνια της κατοχικής αντίστασης, την προσωπική ηθική και του Πατρίκιου την ορίζουν οι συνθήκες της εξορίας. Απομόνωση, εξαθλίωση, σωματική φθορά, ερωτική δίψα και αναπόληση, λήθαργος του μυαλού δραματοποιούνται με αύξουσα συχνότητα στην περίοδο κυρίως της «Μαθητείας». Απότοκο μοτίβο αυτών των συνθηκών η ανθρωπολογία της επιβίωσης με όλα τα εκφυλιστικά της σύνδρομα: η επανένταξη του απόβλητου στη δημόσια ζωή υπονομεύεται, εσωτερικά, από τα φαντάσματα των νεκρών φίλων και τις μνήμες μιας συντροφιάς που εξαρθρώθηκε οριστικά.
Όμως το θέμα που εντείνεται με την πρόοδο του χρόνου και στον Πατρίκιο είναι η άσκηση και η λειτουργία της ποίησης μέσα στον πολιτικό και τον κομματικό χώρο: τα όρια της αποτελεσματικότητάς της, οι ανακουφιστικές της διαφυγές, το εκλεκτικό της δράμα απέναντι στα κοινά δρώμενα. Κι όσο αν φαίνεται περίεργο: μολονότι η στάση του Πατρίκιου απέναντι στην ποιητική πράξη και τον πολιτικό της αντίχτυπο είναι πιο κριτική παρότι στον Αναγνωστάκη και στον Αλεξάνδρου, τελικά η εντύπωση που μας αφήνουν η μέση και η πιο ώριμη δουλειά του είναι πως έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πιστό της ποίησης φανατικότερο των άλλων δυο.
 (Μαρωνίτης Δ. Ν., Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος, Αθήνα 1976, Κέδρος, σσ.68-72)

Ένα «σχολικό» ποίημα του Τίτου Πατρίκιου πάνω στο τραύμα των επιζώντων, το θέμα της «ενοχής των επιζώντων» που διαπερνά άλλοτε άμεσα και ρητά διατυπωμένο όπως εδώ, άλλοτε πιο έμμεσα και διακριτικά μέσα από τη μνήμη των νεκρών ή και μέσα από άλλες μεταμορφώσεις, το σύνολο της ποίησης της Α΄ Μεταπολεμικής γενιάς. Ενδεικτικά και εντελώς πρόχειρα:

στον Θανάση Κωσταβάρα «Η μάχη» (Συμπληρώματα, 1970)
Δεν αξιώθηκα έναν όμορφο θάνατο
Εκεί πάνω στο Πήλιο τότε που δεκάξι χρονών παλικάρι
ζωσμένος τα φυσεκλίκια χτυπούσα και μάτωνα.
[…]

στον Κλείτο Κύρου «Κραυγή δέκατη πέμπτη» (Κραυγές της νύχτας, 1960)
[…]
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους

στον Μανόλη Αναγνωστάκη «Όταν αποχαιρέτησα…» (Η Συνέχεια 2, 1956)
[…]
Πώς να μιλήσω
Ποιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη ο Ραούλ
Η οδός Αιγύπτου
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές
Και παραμύθια
[…]

Πώς τόσα πρόσωπα
να γίνουν αριθμοί
και τόσα γεγονότα
απλά βιβλία
[…]

και περισσότερα στο χρησιμότατο άρθρο της Δώρας Μέντη «Tο θεματικό μοτίβο του “επιζώντος” στην ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη», Aντί, τχ. 537-528 [αφιέρωμα], 1993, σ. 79-84

ΑΣΚΙ 1Για την εργογραφία, τη θεματολογία και τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Τίτου Πατρίκιου έχω γράψει στην ανάρτηση για το ποίημα του «Αλληγορία» ενώ χρήσιμη για το συγκεκριμένο ποίημα είναι και η ανάρτηση για το «Ο νέος ερευνητής». Εδώ θα υπογραμμίσω μόνο τον λιτό, επιγραμματικό και άνυδρο από επίθετα ποιητικό τόπο (τρία μόλις επίθετα, απόλυτα μετρημένα και αναγκαία) και το δραματικά εξομολογητικό α΄ ενικό πρόσωπο που κυριαρχεί απόλυτα και καταγράφει  – καρφώνοντας σαν πρόκες τις λέξεις, για να θυμηθούμε τον Μανόλη Αναγνωστάκη – τα τρία αξονικά θέματα που συμπλέκονται και διαπερνούν το ποίημα: ο κυρίαρχος και διαρκώς παρών θάνατος, η τυχαία επιβίωση ως δώρο των νεκρών αλλά και ως διαρκής ενοχή όσων επιβίωσαν, η οφειλή που συνεπάγεται το δώρο των νεκρών.

Σικελιώτης Γιώργος Καισαριανή: στα οδοφράγματα

Σικελιώτης Γιώργος,Καισαριανή: στα οδοφράγματα

Το ποίημα ξετυλίγει σε μία στροφική ενότητα τα τρία παραπάνω θέματα. Οι τρεις αντίστοιχες νοηματικές ενότητες καλύπτουν διαδοχικά από μία συντακτική περίοδο η καθεμιά: στίχοι 1-6, 7-9, 10-13. Η πρώτη ανήκει σχεδόν ολοκληρωτικά στον θάνατο εισάγοντας το δούρειο δώρο στον έκτο στίχο. Τρεις φορές αναφέρεται ονομαστικά και ρητά ο θάνατος και μάλιστα στους δύο πρώτους στίχους ενώ οι ποικίλες μορφές του καλύπτουν σε ασύνδετο σχήμα τους στίχους 2,3,4 και 5. Από την αρχή η βαριά σκιά του θανάτου σκεπάζει το ποίημα – δεν είναι τυχαία τα ρήματα έπεσε και πέφτει που καταγράφουν το βάρος και τον αιφνίδιο χαρακτήρα του. Δεν είναι ο κοινός, καθημερινός θάνατος σε καιρό ειρήνης, είναι ο βίαος θάνατος ταραγμένων εποχών, μέσα από την Κατοχή και τον Εμφύλιο και ούτε έχει μία και μόνη μορφή ούτε είναι πάντα μόνο βιολογικός και ούτε σταμάτησε την εποχή που γράφεται το ποίημα (χρόνια μετά τον εμφύλιο συνέχισαν τα στρατοδικεία να στέλνουν κόσμο στο απόσπασμα). Είναι ο ιστορικός θάνατος· ωστόσο επίκεντρο δεν είναι η ιστορική διάσταση αλλά η ατομική, το άτομο που επιβιώνει από τύχη και μόνο μέσα από βροχή θανάτων (θάνατο κι άλλο θάνατο). Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η καταγραφή – απαρίθμηση των ειδών του θανάτου στους τέσσερις μεσαίους στίχους: ξεκινά από αναμενόμενες για πολεμικές συνθήκες περιπτώσεις θανάτων με πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο / αρρώστεια, πείνα αλλά ο δεύτερος στίχος κλείνει με τα τυχαία δυστυχήματα. Το ένα από τα τρία επίθετα του ποιήματος εισάγει μια διπλή αμφισημία: η ανάγνωση μπορεί να γίνει κυριολεκτικά και όντως να μιλά για τυχαία δυστυχήματα, πολύ συνηθισμένα σε ανώμαλες συνθήκες αλλά να έχει και έναν ειρωνικό χαρακτήρα από δυστυχήματα που συμφέρει να θεωρούνται τυχαία αλλά δεν είναι διόλου (εξαιρετικά συνηθισμένο φαινόμενο στα χρόνια έως τη μεταπολίτευση) και επιπλέον, αν δεν είναι τόσο τυχαία τα δυστυχήματα, προέρχονται μόνο από εχθρούς ή άραγε και φίλους; Από το σημείο αυτό και μετά ο θάνατος παίρνει άλλο χαρακτήρα καθώς δεν είναι ο θάνατος που προέρχεται μόνο από τον αντίπαλο αλλά και από φίλο ακόμη όπως ξεκάθαρα καταγράφεται στον τέταρτο στίχο: δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων.Η μετοχή πληρωμένους βαραίνει ιδιαίτερα τον στίχο καθώς αν για αποδιδόταν μόνο στους εχθρούς, ελάχιστη σημασία θα είχε· όμως αν πρόκειται για φίλους είναι πολύ βαριά και δεν είναι υπερβολή καθώς μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και του Εμφυλίου που ακολούθησε, η έννοια του εχθρού και του φίλου είχε γίνει συχνά πολύ ρευστή.  Ακόμα χειρότερα στον κομβικό πέμπτο στίχο όπου κορυφώνεται – είδαμε την κλίμακα να ξεκινά από σχετικά «αναμενόμενους» θανάτους σε όλο και πιο σκοτεινούς, ύπουλους και αναπάντεχους – ο εκ των συντρόφων προερχόμενος θάνατος, διπλός τούτη τη φορά γιατί περιλαμβάνει χρόνια και μεθοδική πολιτική /ηθική υπονόμευση συστηματική υπόσκαψη  αλλά και φυσική εξόντωση πιθανότατα που υποκριτικά θα την καλύψουν με έτοιμες νεκρολογίες· ως και η νεκρολογία περιλαμβάνεται στο σχέδιο εξόντωσης. Μέσα από όλα αυτά λοιπόν η επιβίωση είναι τόσο δύσκολη υπόθεση που ξεπερνά την απλή τύχη, είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω. Χάρη λοιπόν η ζωή μέσα από την κυριαρχία του θανάτου, εξαίρεσή σπάνια που δεν οφείλεται σε δράση του ήρωα αλλά του χαρίστηκε, του δόθηκε, δεν το πέτυχε ο ίδιος. Και έτσι κάπου το χρωστάει.

Βάσω Κατράκη, Μπλόκο

Βάσω Κατράκη, Μπλόκο

Ο δεύτερος νοηματικός άξονας αναλαμβάνει να προσδιορίσει από πού προέρχεται το πολύτιμο μεν επώδυνο όμως δώρο της επιβίωσης: Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων, / γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε / μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Το τραύμα των επιζώντων, η ενοχή επειδή αυτοί έζησαν αλλά θα μπορούσαν να πεθάνουν όπως έγινε με πολλούς άλλους κυριαρχεί εδώ: δεν είναι απλό δώρο της τύχης η επιβίωση, πάει πολύ πιο πέρα γίνεται – ίσως – κλοπή απ’ τη ζωή άλλων καθώς ο θάνατος πέρασε δίπλα και βρήκε άλλον: γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε / μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Προσέχουμε τις κομβικές λέξεις που συνδέουν τις δύο καταστάσεις όπου η πρώτη γεννά τη δεύτερη, την τυχαία επιβίωση και την ενοχή: Δώρο της τύχης γλύτωσα, στη θέση μου για την πρώτη και κλοπή, η σφαίρα, δεν χάθηκε, βρήκε το άλλο κορμί για τη δεύτερη, Επίσης προσέχουμε το η ζωή των άλλων (που ακυρώνεται από τη σφαίρα) μαζί με το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου. Ο άλλος μπορεί να είναι ο ανώνυμος οποιοσδήποτε που βρέθηκε εκεί όπου θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε – και ο ήρωας. Είναι τόσο πολλοί οι νεκροί και πεθαίνουν με τόσους τρόπους που ο ήρωας κρίνει τόσο απίθανο το ότι έζησε ώστε να καταλήγει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συνιστά και κλοπή.

Μανουσάκης Γιώργος, Διαδήλωση 25η Μαρτίου 1943

Μανουσάκης Γιώργος, Διαδήλωση 25η Μαρτίου 1943

Το θέμα της ενοχής ολοκληρώνει τη διαδρομή του στην αρχή του τρίτου νοηματικού άξονα ο οποίος ορίζει το χρέος του ήρωα απέναντι στους νεκρούς που του χάρισαν τη ζωή δίνοντας τη δική τους. Η ζωή του ήρωα είναι σα δώρο που δεν άξιζα – δηλαδή δεν έκανε τίποτα να το κερδίσει, να το αξίζει, απλώς του δόθηκε και έζησε. Μπορεί να κλείσει αυτό το τραύμα του επιζώντος, η διαρκής ενοχή για κάτι που τυχαία και μόνο προέκυψε; Πιθανότατα όχι εντελώς αλλά μπορεί να αμβλυνθεί αν η (αδιέξοδη) ενοχή μετασχηματιστεί σε ενεργό και ζώντα ποιητικό λόγο που θα αναλάβει να ιστορήσει τους νεκρούς, Έτσι η ενοχή παύει να είναι νεκρό βάρος στην ψυχή του ήρωα και γίνεται χρέος ζωής και οφειλή του προς τους νεκρούς: κι όσος καιρός μου μένει / σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν / για να τους ιστορήσω. Από τη σκοπιά αυτή το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ποίημα μιας επώδυνα βιωμένης μνήμης αλλά και ποίημα ποιητικής που μεταμορφώνει το βίωμα-μνήμη και το τραύμα-ενοχή του επιβιώσαντος ήρωα σε δωρεά από και χρέος προς τους νεκρούς, δια βίου χρέος να μιλήσει γι’αυτούς και τις πράξεις του με την ποίησή του, να τους ιστορήσει, να καταγράψει όσο μπορεί τη ζωή τους για να ξεπληρώσει τη δική του  ζωή που εκείνοι του χάρισαν πεθαίνοντας. Να μιλήσει, όπως θα έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης για τι ήταν ο Ηλίας / Η Κλαίρη ο Ραούλ / Η οδός Αιγύπτου

Στη μνήμη του Μανώλη Γλέζου που τίμησε σε όλη τη ζωή του το δώρο των νεκρών και τους ιστόρησε, κατά την οφειλή του. 
Εμφανίζεται και η αφεντιά μου που διαβάζει την Οφειλή του Πατρίκιου σε ένα βίντεο από τους φοιτητες του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ για τον Μανώλη Γλέζο,

Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης “Επέστρεφε”

Επέστρεφε
[σύνθεση: 1903/1909 – δημοσίευση: 1912]

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με —
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κι επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…

Αυτό πού λειτουργεί εδώ σαν μαγικός καταλύτης, στα πλαίσια μιας κυκλικής δομής, είναι ἡ προστακτική «Επέστρεφε» του τίτλου, που την ακολουθεί η επίκληση: «Επέστρεφε συχνά και παίρνε µε» µέ την οποία αρχίζει το ποίημά και η οποία ξαναγυρνά, σχεδόν σαν φωνητική και ρυθμική ηχώ, στο δεύτερο στίχο και ξανά στην αρχή της δεύτερης στροφής. (Σ᾽ αυτή αντιστοιχούν οι στίχοι 3ος, 5ος, 8ος, που καθώς όλοι τους αναφέρονται στη σημαντική σφαίρα τής µνήμης, εισάγονται στο ποίημα µέ τον ίδιο χρονικό προσδιορισμό: «όταν». Ακολουθείται κι αυτή δύο φορές από τόν ίδιο ακριβώς στίχο, με μοναδική διαφορά το σημείο στίξης, καθώς στον 8ο στίχο το ποίημα κλείνει με αποσιωπητικά. Ἡ δομή του ποιήματος μεταδίδει δηλαδή, λόγω των φωνητικών και ρυθμικών συνηχήσεων µέ τίς οποίες εκφράζεται, ένα δικό της ανεξάρτητο σημασιολογικό μήνυμα, σχεδόν έναν διαφορετικό –όσο κι αν είναι παράλληλος και ταυτόσημος–κώδικα σημείων μέσα από τον οποίο μπορεί να διαβαστεί.
Την ίδια αυτή «ρέµβην (…) και την υποβολή» ὁ ποιητής θα την αναζητήσει σέ κάποιο «απόσταγμα» από «βότανα γητεύµατος», «κατά τες συνταγές / αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο», που θα ξανάφερνε µια μέρα, µια ώρα από τη νιότη του, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει σ᾿ ένα από τα τελευταία του ποιήματα, το «Κατά τές συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων», του 1994. Αυτή η τραγική αναζήτηση, πού θα αναγνωριστεί από τον Σεφέρη σαν «μία από τίς ωραιότερες φράσεις τής ελληνικής γλώσσας», κλείνει την ποιητική πορεία του Καβάφη.
Ίδια φύση έχουν «του ερωτισμού (…) τα οράματα» κι ἡ «ηδονή που αναφέρονται πάλι σέ δύο ποιήματα πού γράφτηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα από το «Επέστρεφε», το 1913: «Όταν Διεγείρονται» «Ηδονή», πού δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα το 1916 και 1917. […]

Paola M. Minucci, Η λυρική αφήγηση στον Καβάφη, σελ 82 (εκδ. Ύψιλον, 1985)

Από τα πιο γνωστά ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, το «Επέστρεφε» ολοκληρώνεται δύο χρόνια πριν και δημοσιεύεται ένα χρόνο μετά την τομή του 1911 στην καβαφική  ποιητική που ξεκίνησε δέκα χρόνια πριν και epestrefe heirografo kavafisανάμεσα στα άλλα ολοκλήρωσε τη στροφή προς τον ρεαλισμό (αντί του ρομαντισμού)· ταυτόχρονα ο ποιητής προχώρησε «…σε όρια πολύ τολμηρά και πολύ νεοτερικά, εντείνοντας και αποσαφηνίζοντας την ιδιομορφία των ερωτικών του ποιημάτων, αλλά και οξύνοντας και βαθαίνοντας την πολιτική κριτική του» όπως σημειώνει ο Μιχάλης Πιερής.
Η αναγνωρισιμότητα του ποιήματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο «χοντρό γραμματικό λάθος του τίτλου του» (Κ.Θ.Δημαράς) ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν πρόκειται για αβλέψία (ο Καβάφης ήταν σχολαστικός σε τέτοια ζητήματα) καθώς επαναλαμβάνεται, πέρα από τον τίτλο, τρεις φορές μέσα στο ποίημα. Συνοπτικά, ο Κωνσταντίνος Δημαράς θεωρεί ότι η φράση, ειπωμένη κάπου, κάποτε από αγαπημένο πρόσωπο λειτουργεί ως σύμβολο της ανάμνησης του με όχημα την επιθυμία μέσα από τη μνήμη. Την άποψη αυτή αντικρούει πολύ πειστικά ο Τίμος Μαλάνος πατώντας κυρίως πάνω στον Αλέκο Σεγκόπουλο (που η στενή προσωπική σχέση του τελευταίου με τον Καβάφη τον κάνει ιδιαίτερα αξιόπιστο) τονίζοντας την έντονα σωματικά ερωτική διάσταση και το τεχνικό κομμάτι του ποιήματος που απαγορεύει το γραμματικά σωστό αλλά ποιητικά ολέθριο «επίστρεφε». Παρακάτω θα πατήσω κι εγώ με τη σειρά μου πάνω στην προσέγγιση του Μαλάνου για να φωτιστεί η αρχιτεκτονική και λεπτές ισορροπίες του ποιήματος.

Δύο άνισες στροφές  6+2 στίχων με τη δεύτερη σε ρόλο coda αλλά όχι πάντως χωρίς αξία. Αξιοπρόσεκτη η νοηματική οργάνωσή του ποιήματος σε δίστιχα που χωρίζουν είτε με παύλα (στίχοι 1-2) είτε με άνω τελεία (στίχοι 3-4) είτε τέλος με την ολοκλήρωση της πρώτης στροφής (στίχοι 5-6). Ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο και χωρίς παρατονισμούς (μία μόνο αναγκαστική συνίζηση στο επιθυμία) μέτρο: δεκασύλλαβο (1ος στίχος), δεκαεξασύλλαβο (2ος στίχος), ενδεκασύλλαβο (3ος στίχος) και πέντε συνεχόμενοι δεκατρισύλλαβοι (στίχοι 4-8).

Ολόκληρο το ποίημα χτίζεται γύρω από το ρήμα του τίτλου Επέστρεφε που ακολουθείται τρεις φορές (1ος. 2ος. 7ος στίχος  ) από το και παίρνε με ενώ το συχνά εμφανίζεται μόνο στον 1ο και 7ο στίχο – ίσως γιατί ο δεύτερος στίχος, ήδηΕξώφυλλο του βιβλιου του Γίαννη Ψυχοπαίδη Επάγγελμα Ποιητής δεκαέξι συλλαβών και πολύ μεγαλύτερος από όλους τους υπόλοιπους, θα υπονόμευε, αν γινόταν μεγαλύτερος, τη μουσικότητα αλλά και την υποβλητικότητα του συνόλου. Ο αναγνώστης σίγουρα  θα προσέξει την έντονη (εφτά φορές) παρήχηση του φθόγγου «ε» καθώς και τη διακριτικότερη του ρω και του νι. Η όλη ακουστική εικόνα ενισχύει το αίσθημα της παρατεταμένης νοσταλγίας και της αναπόλησης. Όμως, αντίθετα από την τριπλή επανάληψη του πρώτου στίχου, το αντικείμενο της επίκλησης, η αγαπημένη αίσθησις αναφέρεται άπαξ στο ποίημα και μάλιστα στο δεύτερο στίχο. Πέρα από τις ανάγκες της μουσικότητας του ποιήματος που επιβάλλουν την επανάληψη του πρώτου στίχου, ο ρόλος του αγαπημένη αίσθησις όντως εξαντλείται σε μία και μόνη αναφορά καθώς οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις για την εμφάνισή της είναι αυτές που κυριαρχούν και ακολουθούν στους επόμενους τέσσερις στίχους και η παρουσίασή τους εισάγεται με την παύλα. Εδώ ξεκινά άλλη μια τριπλή επανάληψη του όταν που εισάγει κάθε φορά το πώς και πότε (θα επιθυμούσε το ποιητικό υποκείμενο να) εμφανίζεται η αγαπημένη ερωτική αίσθηση. Για άλλη μια φορά η επανάληψη φορτίζει νοσταλγικά και ερωτικά την εικόνα πουgeorgiadis 1 scaled 1 ξεκινά (όταν ξυπνά) αρχικά από τη μνήμη (του σώματος η μνήμη) –  που όμως είναι σωματική μνήμη, όχι εγκεφαλική και αναγεννά (ξαναπερνά) την επιθυμία (επιθυμία παλιά) η οποία εξ ορισμού είναι σωματική υπόθεση (στο αίμα) Η άνω τελεία στο τέλος του στίχου διακόπτει στιγμιαία την αυξανόμενη συναισθηματική θερμοκρασία για να την επαναφέρει υψηλότερη στο επόμενο δίστιχο, πάλι με το Όταν όμως εδώ πια η επιθυμία έχει σχεδόν πλήρως σωματοποιηθεί καθώς εμπλέκει κλιμακωτά τα πιο ευαίσθητα ερωτικά μέλη του σώματος (τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται) και φτάνει με τα χέρια ένα βήμα σχεδόν (σαν) πριν την ρεαλιστική αναβίωση της ερωτικής στιγμής (κι αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι). Αν διαβάσουμε κάθετα τα πέντε ρήματα των στίχων 3-6 διαγράφεται ανάγλυφα όλη η (αναμενόμενη και ευκταία) ερωτική ανάμνηση: εκκινεί (ξυπνά) από την έγερση της μνήμης – του σώματος η μνήμη – και ζωντανεύει, θερμαίνεται (ξαναπερνά) φτάνοντας στο αίμα και από εκεί πια στα χείλη και στο δέρμα που ενθυμούνται για να καταλήξει σε πλήρη σχεδόν σωματική αίσθηση (αισθάνονται) με τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. Είναι εξαιρετική η αρχιτεκτονική του ποιήματος και δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι δουλεύτηκε και ξαναδουλεύτηκε μέσα στα χρόνια πριν παρουσιαστεί όπως και ότι το γραμματικό ρίσκο του επέστρεφε ήταν καλά υπολογισμένο. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο παρά τη γραμματική ασάφεια για το φύλο του αντικειμένου της ερωτικής επιθυμίας-μνήμης, παραμένει georgiadis ekthesiένα τολμηρό ποίημα που δείχνει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η καβαφική ποίηση στη συνέχεια.

Η δίστιχη δεύτερη στροφή με τους δεκατρισύλλαβους ιάμβους, σύντομη όσο ένα ρεφρέν, συγκεντρώνει τις κυρίαρχες για τη σκηνοθεσία του ποιήματος μονάδες: τον πρώτο στίχο (Επέστρεφε συχνά και παίρνε με) με την προσθήκη χρονικού προσδιορισμού (την νύχτα) – φυσικά μόνο η νύχτα ταιριάζει ως χρόνος σε τέτοια σκηνοθεσία  – και τον πέμπτο στίχο όπου η ερωτική μνήμη κορυφώνεται (λίγο πριν φτάσει σχεδόν στην ιδεατή της πραγμάτωση στον έκτο στίχο) μέσα από τη μνήμη όχι πια του σώματος γενικά αλλά από τα πιο ερωτικά του μέλη: τα χείλη και το δέρμα.

Είναι πραγματικά ένα μοναδικό ποίημα. Η μνήμη, η επιθυμία, το πάθος δίνονται με τέτοια μουσικότητα και τόσο σοφά υπολογισμένη οργάνωση του λόγου σε μόλις τριάντα περίπου λέξεις συνολικά. που επαναλαμβάνονται χωρίς να κουράζουν αλλά αντίθετα υποβάλλουν. Δεν είναι ούτε δεκάδα τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη που ξεχωρίζω (ίσως γιατί συνολικά προτιμώ τα ιστορικά του) και το συγκεκριμένο είναι μόλις το δεύτερο με το οποίο ασχολούμαι. Ίσως γιατί, πέρα από την αξία του, εμπεριέχει στον τίτλο του το πιο γοητευτικό γραμματικό λάθος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ίσως πάλι η αξία του να εκκινεί από αυτό το «λάθος».

Σημειώσεις – Γιώργης Παυλόπουλος “Η νύχτα και ο Χρόνος”

 Η νύχτα και ο Χρόνος – Γιώργης Παυλόπουλος

στην Α.
Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας
την είδε στ’ όνειρό του.
Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ
και ήταν ακόμη ωραία
και κάθισαν στην πλατεία
και θυμηθήκαν τα παλιά.
Το φως ήταν χρυσό
όπως στον Βερμέερ.

Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του
κι εκείνη του είπε: Μα πώς ξεχνάς;
Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ
την περασμένη Δευτέρα
και καθίσαμε στην πλατεία
και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα
και ήθελα
μα δεν μπορούσα και σου είπα
έχει χαθεί για μας ο Χρόνος.

Κι εσύ τότε μου είπες:
Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως.
Ίσως όλος ο Χρόνος είναι μόνο μια νύχτα
και δεν θα θυμηθούμε ποτέ
αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας.
[Ρόττερνταμ, 16-6-2003]

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου Πού είναι τα πουλιά; (2004) την προτελευταία συλλογή του και από τις πλέον προβεβλημένες. Vermeer view of delftΕρωτική στο μεγαλύτερο μέρος της (αλλά και με αρκετά αξιόλογα ποιήματα που τα διαπερνούν μνήμες του εμφυλίου) η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου εντάσσεται στην α΄μεταπολεμική ποιητική γενιά παρά το γεγονός ότι το ποιητικό του έργο εκδίδεται σε συλλογές πολύ αργότερα: Το κατώγι (1971)· Το σακί (1980)· Τα αντικλείδια (1988)· Τριαντατρία χαϊκού (1990)· Λίγος ἄμμος (1997)· Ποιήματα 1943-1997 (2001, συγκεντρωτικη ἔκδοση)· Ποῦ εἶναι τα πουλιά; (2004)· Να μη τους ξεχάσω (2008). Παρακάτω μερικές ουσιαστικές παρατηρήσεις για το έργο του. Κρατάμε ιδιαίτερα εκείνη του Δ.Ν.Μαρωνίτη.

Η Τασούλα Καραγεωργίου συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου γράφει: «Πρόκειται για μια ποίηση αφηγηματική κατά βάση, με ιστορίες παράξενα χτισμένες με μια εικαστική τεχνική και μια κινηματογραφική οπτική που υπηρετείται εύστοχα από μια γλώσσα χωρίς μαλάματα, πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της, από την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου και στην οποία κυριαρχεί το ρήμα. Η γλώσσα αυτή που διαθέτει την απέριττη αμεσότητα των λαϊκών μύθων, κάποιες φορές ανακαλεί απόηχους απ’ το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συναντάμε στην ποίηση του Παυλόπουλου ποιήματα στα οποία εγγράφεται η ιστορική μνήμη. Εξάλλου η ιστορία στιγμάτισε δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που ούτως ή άλλως κουβάλησε βαρύτατα ιστορικά φορτία ήδη στην ακμή της νεότητάς της. Όμως και αυτά ακόμη, όσα αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα, είναι αφηγηματικά ποιήματα στα οποία η ιστορία καταθέτει τη μαρτυρία της μέσω ενός μύθου από τον οποίο απουσιάζει η ευθεία αναφορά στον τόπο και στον χρόνο…»

«Η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της· να μη πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει […]. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί για να πετάξει – αυτό που έλεγε ο Ομηρος έπεα πτερόεντα. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.»
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Διαλέξεις, 1992 [1989].

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας; Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του -κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα):  Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής;  Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας;  Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες;  Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση;  Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;  Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη; Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά [Σχόλια του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2004]

Ένα αφηγηματικό ποίημα και εδώ με ξεκάθαρο μύθο, λιτό αλλά επαρκή ώστε να ανασυνθέσει ο αναγνώστης τα στοιχειώδη προαπαιτούμενα που προηγήθηκαν χρονικά. Η αφιέρωση στην άγνωστη σε μας Α. προσδίδει μια ατμόσφαιρα βιωματικότητας, όσο μπορεί μια απλή αφιέρωση να πετύχει κάτι τέτοιο.vermeer window reading Προσχηματική τριτοπρόσωπη αφήγηση, κάλλιστα θα μπορούσε να είναι πρωτοπρόσωπη απλώς ο ποιητής κατασκευάζει ένα σκιώδες ποιητικό υποκείμενο για να κρατήσει μια επίφαση απόστασης από το υλικό του. Δύο ήρωες, άνδρας και γυναίκα, πρώην εραστές. Δύο ενότητες: η πρώτη στροφή που καταγράφει το όνειρο εκ μέρους του άνδρα και οι επόμενες δύο που το τοποθετούν στην πραγματικότητα προσθέτοντας τις απαραίτητες λεπτομέρειες και κομμάτια από τον διάλογο των δύο (πρώην) εραστών. Εμφανώς η δεύτερη αποτελείται από δύο υποενότητες που αντιστοιχούν στη δεύτερη και τρίτη στροφή αντίστοιχα με την πρώτη να μεταφέρει το τμήμα του διαλόγου που αφορά τη γυναίκα και το δεύτερο εκείνο που αφορά τον άντρα (όλα μέσα από το λόγο της γυναίκας).
Στην πρώτη στροφή ο αφηγητής-σχολιαστής περιγράφει συνοπτικά από τη σκοπιά του άνδρα ήρωα όνειρο: Χρόνος (Τη νύχτα της περασμένης Δευτέρας), χώρος (Βρέθηκαν λέει στο Ντελφτ), η εικόνα της (και ήταν ακόμη ωραία), η συζήτηση (και κάθισαν στην πλατεία // και θυμηθήκαν τα παλιά), Δύο σημεία που προσέχουμε και φανερώνουν ανάμεσα στα άλλα και τον χρόνο που πέρασε από την εποχή του έρωτα: η παρατήρηση για την εμφάνιση της γυναίκας που παραμένει όμορφη στα μάτια του άντρα και έμμεσα τονίζει τον έρωτα που υπήρξε ανάμεσά τους και έπειτα η λεπτομέρεια Το φως ήταν χρυσό // όπως στον Βερμέερ που προσθέτει με την αναφορά στον Ολλανδό ζωγράφο μια πινελιά μαγείας στην εικόνα των δύο παλιών εραστών που συναντιούνται και θυμούνται τα παλιά. Η αναφορά στον Vermeer φυσικά δεν είναι τυχαία· ο Vermeer έζησε στο Delft και το ζωγράφισε.

Η δεύτερη ενότητα που αρχίζει από τη δεύτερη στροφή ανήκει (μετά από το τηλεφώνημα του άντρα: Της τηλεφώνησε τ’ όνειρό του // κι εκείνη του είπε) ολοκληρωτικά στη γυναίκα της οποίας η αντίδραση καταγράφεται σε ευθύ λόγο και παραμένει έτσι ως το τέλος, μεταφέροντας μέσα από τη δική της αφήγηση και τα λόγια του άντρα – και εκείνα πάλι σε ευθύ λόγο. Ουσιαστικά ο αφηγητής-σχολιαστής καταργείται και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει η γυναίκα, vermeer glass wineΗ αφήγηση της γυναίκας ταιριάζει με εκείνη του άντρα και προσθέτει επιπλέον κάποιες λεπτομέρειες καθώς και κομμάτια από τον διάλογό τους. Μόνο σε ένα πράγμα διαφέρει: τονίζει από την αρχή ότι δεν ήταν διόλου όνειρο αυτό που είδε ο άντρας: … Μα πώς ξεχνάς; // Πράγματι συναντηθήκαμε στο Ντελφτ // την περασμένη Δευτέρα // και καθίσαμε στην πλατεία. Προσθέτει επιπλέον μια ουσιαστική λεπτομέρεια: και ήθελες να περάσουμε μαζί τη νύχτα // και ήθελα // μα δεν μπορούσα…
Υπάρχει ακόμα έντονη ερωτική έλξη και επιθυμία ανάμεσα στους δύο αλλά δε μπορεί να μετουσιωθεί πλέον σε ερωτική πράξη αν και το θέλουν και οι δύο, προφανώς διότι και οι δύο έχουν χτίσει πλέον αλλιώς τη ζωή τους  Η φράση της γυναίκας και σου είπα // έχει χαθεί για μας ο Χρόνος διαβάζεται και αμφίσημα: έχει χαθεί ανάμεσά τους η έννοια του χρόνου λόγω της μαγείας της στιγμής (σε αυτό οδηγεί η λέξη Χρόνος με κεφαλαίο που φανερώνει τον χρόνο όχι ως χρονικό διάστημα αλλά ως γενικότερη εποπτεία) αλλά από την άλλη (πιθανόν) και ότι έχει χαθεί πολύς χρόνος ανάμεσά τους, έχει αλλάξει το status στη σχέση τους και δεν είναι εύκολο να επανεκκινήσει μια ερωτική σχέση. Βέβαια η πρώτη εκδοχή μοιάζει πιο αποδεκτή καθώς εκεί οδηγεί και η απάντηση του άντρα : Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως. // Ίσως όλος ο Χρόνος είναι μόνο μια νύχτα // και δεν θα θυμηθούμε ποτέ // αν τη ζήσαμε ή την είδαμε στ’ όνειρό μας. Johannes Vermeer InfluencedΤο φως του ονείρου, το χρυσό φως του Βερμέερ στην πλατεία, η μαγεία στο όνειρο, τώρα παρουσιάζεται ως εκπεφρασμένη ευχή και επιθυμία  του άντρα (Ας μείνουμε μέσα σ’ αυτό το φως ) που συμπληρώνει ότι όλος ο Χρόνος αυτός που υπήρξε και θα υπάρξει, ακόμα και αυτός που χάθηκε ενδεχόμενα, να είναι μόνο μια νύχτα – όχι βέβαια τυχαία νύχτα: προφανώς ερωτική νύχτα μεταξύ τους – που ποτέ δεν θα ξεκαθαρίσει αν ήταν πραγματική ή όνειρο. Άλλωστε έτσι συμβαίνει με τον έρωτα: όνειρο και πραγματικότητα συνδέονται αδιάρρηκτα έτσι που στο τέλος συγχέονται, πραγματικές εμπειρίες μοιάζουν με όνειρο και όνειρα βιώνονται ως πραγματική εμπειρία.

Με βάση αυτή την τελευταία παρατήρηση μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το παράδοξο του ποιήματος (και η γοητεία του ποιήματος), το όνειρο που δεν είναι όνειρο, δεν είναι παράδοξο εάν υπάρχει ο Έρωτας. Η πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της ερωτικής επιθυμίας μυθοποιείται, χάνει ό,τι δεν ενδιαφέρει τα ερωτικά υποκείμενα και διατηρεί μόνο τις λεπτομέρειες που  χαράζουν και φωτίζουν την εμπειρία όπως το φως στην πλατεία του Delft που θυμίζει πίνακα του Vermeer. Η αίσθηση του χρόνου γίνεται εντελώς υποκειμενική και συρρικνώνεται σε μια νύχτα τόσο έντονη σε συναίσθημα που μπορεί να συμπεριλάβει όλον τον Χρόνο πριν και μετά. Και ταυτόχρονα, μέσα από τη διαδικασία μυθοποίησης που προαναφέρθηκε, η ίδια αυτή νύχτα παύει να είναι όνειρο ή πραγματικότητα αλλά μένει σε ένα μετέωρο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δύο καταστάσεις τόσο που συχνά τα ερωτικά υποκείμενα δε μπορούν να ξεδιαλύνουν μέσα τους αν πραγματικά έζησαν ή όχι τις στιγμές που έχουν στο νου τους. Και δεν είναι ισχύει μόνο για τις ερωτικές νύχτες αλλά για και για πολλές ακόμα στιγμές με ένταση ερωτική, ακόμα και μιας συνομιλίας σε μια λουσμένη από απογευματινό φως πλατείας. Στο Delft ή κάπου αλλού.

 

Σημειώσεις – Μανόλης Αναγνωστάκης «Ο ουρανός»

«Ο ουρανός» ( από τη συλλογή Ο Στόχος)

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι.

Το ποίημα από τη συλλογή Ο Στόχος (1970). Είναι ένα από τα ελάχιστα ερωτικά (;) ποιήματα του Αναγνωστάκη ο οποίος έγραφε (παραθέτω το απόσπασμα για να δούμε συνολικά τη σκέψη του): «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Αναγνωστ.ΒιβλιοθηκηΣυνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη.Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας” και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει και η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει»[1].
Εγώ συνεχίζω να τον θεωρώ πολιτικό ποιητή που λόγω συνθηκών καταπίεσε το ερωτικό του στοιχείο και το αφήνει μόνο να ξεπροβάλει που και που όπως εδώ. Βέβαια και εδώ το ερωτικό στοιχείο περνά ξώφαλτσα (;) από το πολιτικό αλλά πολύ διακριτικά, πρέπει να προσέξει κανείς το τελευταίο πίσω από την καθαρά ερωτική σκηνοθεσία.

Τρεις ενότητες: Μία κεντρική 9 στίχων συν δύο στίχοι διαχωρισμένοι (το σχήμα του χωριστού από το σώμα του ποιήματος τελικού στίχου ή δύο τελικών στίχων σε αρκετά ποιήματα της συλλογής όπως το “If”, “Ποιητική”, “Απολογία νομοταγούς”, “Επίλογος” και αλλού). Το μέτρο θα μπορούσε να θεωρηθεί ιαμβικό αλλά με τόσους παρατονισμούς και ποικιλία στον αριθμό συλλαβών τελικά μια τέτοια θεώρηση θα ήταν τολμηρή. Πρώτο ενικό πρόσωπο το οποίο μεταπίπτει από τον τρίτο στίχο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο ποίημα – το τελευταίο ως δυικός αριθμός.

Στην πρώτη ενότητα διακρίνουμε δυο άνισες υποενότητες: η πρώτη με τους δύο πρώτους στίχους και η δεύτερη με την επίσκεψη στο δάσος. Στην πρώτη το ποιητικό υποκείμενο ζητά από την αγαπημένη του να πιάσει τα χέρια της και να ψηλαφίσει τον σφυγμό της. Αυτή η αβρή και λεπτή χειρονομία που είναι τόσο κοινή σε ένα ερωτευμένο ζευγάρι δείχνει επίσης την ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να νιώσει τη ζωντανή παρουσία της αγαπημένης και ταυτόχρονα να στηριχτεί πάνω της. Ένας άνθρωπος ζωντανός που να τον αγαπά σε ένα δάσος ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στην Κατοχή τον Εμφύλιο και όσο ακολούθησαν. Και το δάσος αυτό ζητά από την αναγκωστάκης3αγαπημένη του να επισκεφθούν νοερά στη συνέχεια. Εκεί έχουν χαράξει, όπως οι ερωτευμένοι από χρόνια τα ονόματα: Ν’ αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα // Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει // Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα. Και στο παρελθόν ο ποιητής προσπάθησε να μιλήσει για τα ιερά ονόματα όμως ήταν και τότε τόσο δύσκολο…
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τί ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλησαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει […]

Επιστρέφοντας στο ποίημα που μελετάμε, βλέπουμε ότι όλη η εικονοποιία παραπέμπει σε ρομαντικό περίπατο. Δάσος με μεγάλα δέντρα, ονόματα χαραγμένα που τα διαβάζει το ζευγάρι με κάποια νοσταλγία. Μόνο που κάποια στοιχεία μας οδηγούν να πιστέψουμε ότι δεν είναι μόνο τα δικά τους μόνο ονόματα, άσχετα αν τα έχουν οι ίδιοι χαράξει. Τα ονόματα χαρακτηρίζονται ιερά, κάτι που θα μπορούσε βέβαια από μόνο του να παραπέμπει στην ιερότητα του αγνού έρωτα αλλά δεν πρόκειται μόνο για τα δύο ονόματα των εραστών γιατί παρακάτω ακολουθεί το Να τα συλλαβίσουμε μαζί // Να τα μετρήσουμε ένα ένα // Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι προφανές ότι τα ονόματα είναι πολλά και διαφορετικά (τα μετράνε ένα ένα), τα συλλαβίζουν μαζί – δεν τα διαβάζουν, τα συλλαβίζουν, τα ανακαλούν στη μνήμη. Είναι όπως είδαμε ιερά και έτσι το ζευγάρι τα συλλαβίζει και τα μετρά σαν προσευχή: Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή. Είναι ένα δάσος σκοτωμένων φίλων όπως έγραφε ο Σεφέρης στον “Τελευταίο Σταθμό“:
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας

Εδώ η εικόνα είναι εναργέστερη ωστόσο δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ο Αναγνωστάκης δανείζεται την εικόνα από τον Σεφέρη  – ίσως μόνο την ιδέα καθώς όπως προαναφέρθηκε η όλη εικονοποιία στον Αναγνωστάκη είναι εντελώς διαφορετική. Η όλη ερωτική – ρομαντική ατμόσφαιρα δε μοιάζει (φαινομενικά) να βαραίνει διόλου στο ποίημα, παραμένει ως το τέλος σχεδόν η ίδια, πρέπει να προσέξει κανείς τις λεπτομέρειες για να υποψιαστεί τι σημαίνει το δάσος. Οριακά θα μπορούσε κάποιος να δει στη δεύτερη ενότητα στον στίχο Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός. το ότι δεν Αναγν2είναι ένα κοινό δάσος κάτω από τον ουρανό, είναι ίσως πάνω στον ουρανό (με βάση την λαϊκή πεποίθηση ότι οι νεκροί ανεβαίνουν στον ουρανό) και αυτό εξηγεί τον τίτλο που θα περίμενε κανείς να είναι «Το Δάσος». Και φυσικά Δεν περνούν αποδώ ξυλοκόποι. που είναι αυτονόητο εφόσον το δάσος δεν είναι πραγματικό αλλά συμβολικό αλλά και κάτι περισσότερο: Η μνήμη των νεκρών δεν γίνεται να ξεριζωθεί, να κοπεί, να διαγραφεί από κανέναν ξυλοκόπο, την εξουσία που θα επιχειρήσει να διαγράψει (damnatio memoriae ) με διάφορους τρόπους τη μνήμη τους. Όπως το έγραψε ο Σεφέρης: ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν. Αναπαλλοτρίωτη παραμένει η ανθρώπινη μνήμη όταν πρόκειται για πράγματα που μας χαράζουν, για φίλους που χάθηκαν άδικα μέσα σε πόλεμο, για ονόματα πάνω σε δέντρα – πόσα ονόματα ακόμη και ζευγαριών στα δέντρα, πόσες μνήμες χαμένων φίλων που πρέπει κάποιοι να κρατήσουν, ιερές, ανακαλώντας τις σαν προσευχή. Ένα ποίημα τύποις ερωτικό με ένα ισχυρό αν και δυσδιάκριτο υπόστρωμα μνήμης και ατομικής και πολιτικής ηθικής: Διότι όπως έγραψε και ο φίλος Τίτος (Πατρίκιος) του ποιητή:

Οφειλή
Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σαν να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή των άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

[1] Συνέντευξη του ποιητή στον Μισέλ Φάις στις 4 και 9 Νοε. 1992, δημοσιεύτηκε με τον τίτλο Μονόλογος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2011

Σημειώσεις – Κ.Π.Καβάφης “Ο Γενάρης του 1904”

Ο Γενάρης του 1904  (Κ.Π.Καβάφη, Ανέκδοτα)

A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

Στα Ανέκδοτα του Κ.Π .Καβάφη (τώρα: Κρυμμένα) μαζί με άλλα δύο ερωτικά ποιήματα επίσης ανέκδοτα, επίσης με τίτλο τον μήνα και χρόνο πρώτης γραφής που προηγούνται: Ο Σεπτέμβρης του 1903 και Ο Δεκέμβρης του 1903. Υπάρχει άλλο ένα ποίημα με παρόμοιο, πολύ πιο ακριβή ωστόσο, τίτλο και με διόλου ερωτικό περιεχόμενο, πάλι στα Ανέκδοτα. Πρόκειται για το 27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. που τυπικά περιγράφει τον θρήνο της μάνας για την άδικη θανάτωση του παιδιού της, ουσιαστικά όμως είναι πολιτική καταγγελία για τη στάση των Άγγλων Kavafis Genarisαποικιοκρατών και αυτονόητα έμεινε ανέκδοτο. Στο υπόλοιπο Καβαφικό έργο με τίτλο «Μέρες» και χρονολογία υπάρχουν συνολικά πέντε ποιήματα, όλα ερωτικά. Μέρες του 1896, Μέρες του 1901, Μέρες του 1903, Μέρες του 1908, Μέρες του 1909, ’10, και ’11. Σε κάθε περίπτωση η χρονολόγηση ενός ποιήματος στον τίτλο οδηγεί σχεδόν πάντα σε ερωτικό ποίημα τουλάχιστον όταν η χρονολογία αφορά την σύγχρονη εποχή.

Δύο στροφές με τέσσερις και πέντε στίχους αντίστοιχα. Ιαμβικό μέτρο με διαφορετικό, όχι σταθερό, αριθμό συλλαβών ανά στίχο. Ομοιοκαταληξίες επίσης άτακτες στιχ 1-2-5, 3-6, 4-8, 7-9. Γλώσσα και ορθογραφία τυπική καβαφική. Πρωτοπρόσωπος λόγος, εκμυστηρευτικός, βιωματικός, αυτοδιηγητικός θα λέγαμε με αφηγηματικούς όρους.

Δυο νοηματικές ενότητες που ταυτίζονται με τις στροφικές. Στην πρώτη η νοσταλγική αναπόληση των ερωτικών στιγμών και λόγων του παρελθόντος. Στη δεύτερη η απελπισία από τη διάλυσης της οπτασίας, η απώλεια, η μοναξιά. Η πρώτη στροφή αρχίζει με μια επιφωνηματική πρόταση που, αν κρίνουμε από το υπόλοιπο περιεχόμενο της στροφής, εκφράζει μια ελαφρά ηδονική ευχαρίστηση καθώς το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί στη μνήμη του περασμένες στιγμές εκείνες τες στιγμές με το αγαπημένο πρόσωπο. Προσέχουμε την σκηνοθεσία ανάκλησης της μνήμης των ερωτικών στιγμών: νύχτες, κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου. Υποτυπώδης σε σχέση με αυτήν του Καισαρίωνα δεκατέσσερα χρόνια μετά αλλά αρκετά παραστατική και υποβλητική ιδίως με την παρήχηση του άλφα στον πρώτο στίχο και όλη την αίσθηση μάκρους που αυτή δημιουργεί καθώς και την ομοιοκαταληξία πρώτου και δεύτερου στίχου του Γενάρη αυτουνού – ξαναπλάττω με τον νου. Η αποτελεσματικότητα της ανάκλησης φαίνεται ξεκάθαρα στο ρήμα σ’ ανταμώνω, δηλαδή το αγαπημένο πρόσωπο ζωντανεύει τόσο που το ποιητικό υποκείμενο ακούει τα λόγια του, πρώτα και τελευταία – συνεπώς έχει υπάρξει χωρισμός ή μεγάλη απόσταση ανάμεσα στους δύο. Ανακεφαλαιώνοντας: οι νύχτες του συγκεκριμένου Γενάρη (1904) λειτουργούν ως σκηνοθεσία για νοερή ανάπλαση συγκεκριμένων ερωτικών στιγμών του ποιητικού υποκειμένου τόσο έντονα που το ερωτικό πρόσωπο που ανακαλείται μέσα από τη μνήμη ζωντανεύει και ακούγονται τα λόγια των εραστών, τα τελευταία και τα πρώτα (πιθανότατα τα τελευταία να προτάσσονται σε σχέση με τα πρώτα για μετρικούς λόγους αλλά πιστεύω ότι τα τελευταία είναι ίσως τα πιο επώδυνα και πιο κοντά στη μνήμη του χωρισμού ή της απομάκρυνσης, γι’ αυτό και μπαίνουν πρώτα).

Ως τώρα η όλη διαδικασία ανακατασκευής μέσω της μνήμης του παρελθόντος παραμένει ήπια γλυκόπικρη με το πικρό του χωρισμού να βρίσκεται κρυμμένο μέσα στην ηδονική ανάκληση των ερωτικών στιγμών και λόγων. Κάτι που αλλάζει ριζικά στη δεύτερη στροφή καθώς ο πρώτος στίχος του ποιήματος επαναλαμβάνεται όχι ως ηδονική αναπόληση: A οι νύχτες αλλά ως απελπισία: Απελπισμένες νύχτες καθώς η ζωντανή, σχεδόν απτή οπτασία που έπλασε η σκηνοθεσία του ποιητικού υποκειμένου το εγκαταλείπει και αυτό επιστρέφει στη μοναξιά του: σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο… Και η απελπισία επιτείνεται καθώς η διαδικασία της φθοράς, της διάλυσης της οπτασίας είναι ταχύτατη όπως την καταγράφει με μια ακόμα ουσιαστικά επιφωνηματική πρόταση που έχει τυπικά τη μορφή ερωτηματικής – ανήμπορο, ρητορικό ερώτημα: Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική — που καταλήγει (προσέχουμε την παύλα που επιβάλλει την συνεχή σχεδόν ανάγνωση και τονίζει την βιαστική, την ταχύτατη εξαφάνισή της οπτασίας που τόσο δύσκολα κατασκευάστηκε) kavafis153σε μια απαρίθμηση του κάθε κομματιού της που χάνεται ένα προς ένα και κλιμακωτά, από τις λεπτομέρειες προς τα πιο χαρακτηριστικά που μένουν τελευταία: πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·

Δυο παρατηρήσεις: Πρώτα η τετραπλή επανάληψη του ρήματος πάνε μοιάζει να αδυνατίζει λίγο με το μάκρος της τον στίχο καθώς θα αρκούσε μια παράταξη μόνο των πραγμάτων που εξαφανίζονται: δέντρα, δρόμοι, σπίτι, φώτα· ωστόσο από την άλλη επιβεβαιώνει και επιτείνει δραματικά το αίσθημα της απελπισίας που είναι και το ζητούμενο. Να προσέξουμε και πόσο απότομα κόβεται η απαρίθμηση με την άνω τελεία στο τέλος του στίχου για να ακολουθήσει μετά την κλιμάκωση το μείζον, η μορφή, Και έπειτα η μορφή που δεν πάει αλλά σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου. Τα ρήματα προσπαθούν εδώ να αποδώσουν, πέρα από την απελπισία της απώλειας, την προσπάθεια που καταβάλλει το ποιητικό υποκείμενο να κρατήσει τουλάχιστον τη μορφή του ερωτικού συντρόφου στη μνήμη. Η μορφή σβήνει σταδιακά και χάνεται και αυτό δε γίνεται όπως τα υπόλοιπα που φεύγουν απλώς γρήγορα και σχεδόν χωρίς αντίδραση του ποιητικού υποκειμένου. Και φυσικά εξαιρετικός ο έναρθρος επιθετικός προσδιορισμός που ακολουθεί τη μορφή που σβήνει: η μορφή σου η ερωτική. Πόσο κερδίζει το ποίημα από το επίθετο ερωτική που μπαίνει μόνο του στο τέλος του ποιήματος αντί να χαθεί ανάμεσα σε άρθρο και το ουσιαστικό και φωτίζει έτσι και ανασημασιοδοτεί για άλλη μια φορά ερωτικά ολόκληρο το ποίημα, ολόκληρο τον σπαραγμό από τον χαμένο έρωτα που δε γυρνά. Ποτέ δε γυρνά και η αναπόληση, όσο ζωντανή και να είναι, καταλήγει φτωχό υποκατάστατο.

Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων

00120001«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του  χρόνια
να με φέρει ξανά— την εμορφιά του, την αγάπη του.

»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το ποίημα παρέμεινε ανέκδοτο. Ούτε με την παρούσα προσέγγιση έγινα σοφότερος – αντίθετα ενισχύθηκε η πεποίθησή μου ότι άδικα εξορίστηκε. Ωστόσο γενικά ο ποιητής εξόρισε αρκετά ερωτικά ποιήματα (όπως λχ το εκπληκτικό Μισή ώρα ) μάλλον όχι για λόγους ποιητικής αρτιότητας και πιθανότατα αυτή είναι η εξήγηση.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Η χαμένη Υπερβόρειος”

Γιάννης Ρίτσος Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα

Η χαμένη Υπερβόρειος

Το μάθαμε καλά πώς Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
                                                 Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία ἡ χώρα απ’ όπου μας ερχότανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τούς θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
                                                  Και τώρα αναρωτιόμαστε
πού τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τα’ άρμα του που το ‘σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τούς γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;

Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ἤ μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
                                                          Καρλόβασι, 7.VI. 69

Η εκτόπιση του Ρίτσου στο Καρλόβασι της Σάμου το 1968-1969 συμπίπτει χρονικά και με τις σοβαρές εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα που προαναφέραμε. Είναι, δυστυχώς για τον Ρίτσο, όπως και για πολλούς ανθρώπους της Αριστεράς, η εποχή των μεγάλων διαψεύσεων. Και η μεγαλύτερη διάψευση προέρχεται από τη χώρα που ενέπνεε το επαναστατικό τους όραμα. Το κλίμα αυτό, και την αντίστοιχη αίσθηση, απηχεί το ποίημα “Η χαμένη Υπερβόρειος”, από τις Επαναλήψεις Γ΄ […]
Η διακειμενική λειτουργία του μύθου των Υπερβορείων και της χώρας εγκατοίκησής τους στο ποίημα παραπέμπει στην “Ελληνική Μυθολογία” του Ζαν Ρισπέν (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου), όπου αναφέρονται τα εξής: «Είταν μια περιοχή μυθική, ένα είδος επίγειου παράδεισου, που η ελληνική φαντασία τον τοποθετούσε πέρα από κάθε εξερεύνηση, πίσω από τα Ριπαία όρη, που και αυτά υποχωρούσαν όσο προχωρούσαν οι γεωγραφικές γνώσεις. Εκεί βασίλευε αιώνια άνοιξη και από κει προέρχονταν οι κύκνοι και τα ορτύκια. Ένας μύθος αναφέρει πως, μόλις γεννήθηκε ο Απόλλων, οι Υπερβόρειοι είχαν στείλει δύο κόρες, την Υπερόχη και τη Λαοδίκη, να φέρουν στο θεό τα πρωτόλεια των καρπών τους. Σ᾽ αυτήν τη χώρα πήγαινε κάθε χρόνο ο Απόλλων να περάσει πολλούς μήνες… Μερικές αγγειογραφίες παρουσιάζουν το θεό να ταξιδεύει καθισμένος είτε σε κύκνο είτε σε γρύπα παίζοντας τη λύρα”.
Τα Ριπαία όρη ήταν μια φανταστική οροσειρά, την οποία οι νεότεροι γεωγράφοι ταύτιζαν με τα όρη που βρίσκονταν δυτικότερα των Ουραλίων, την οροσειρά της Ρωσίας. Η “χαμένη Υπερβόρειος” στο ποίημα του Ρίτσου είναι, το 1969 που γράφεται το ποίημα, η Σοβιετική Ένωση. Η απογοήτευση, πάντως, για τον Ρίτσο δεν είναι οριστική, η αίσθηση της συνέχειας είναι αυτή που κρατά ζωντανή την ελπίδα. Η ελπίδα για τη δημιουργία κάτι καινούργιου εξακολουθεί να υπάρχει και ο ποιητής στην τελευταία στροφή φαίνεται να κρατά έναν ανοικτό λογαριασμό με το μέλλον.
(Πηγή: Μιχάλης Άνθης «Ο Γιάννης Ρίτσος και η κρίση της ελληνικής αριστεράς την περίοδο 1968-1969»
(Αυγή – Αναγνώσεις)

Το ποίημα ανήκει στις Επαναλήψεις. Σειρά τρίτη (1969). Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντίπαλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν—, αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». Στις Επαναλήψεις, λοιπόν, έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ (Προκοπάκη, 1981: 60). Το ποίημα ανατρέπει έναν από τους πλέον αινιγματικούς μύθους, που είναι αυτός του Υπερβόρειου Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, η Υπερβορεία ήταν η χώρα που επισκεπτόταν κάθε χειμώνα ο Απόλλωνας με το ιπτάμενο άρμα του. Την άνοιξη επέστρεφε και πάλι στη Δήλο και τους Δελφούς. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Λητώ καταγόταν από μια φανταστική χώρα του μακρινού Βορρά, που βρισκόταν πέρα από τα Ριπαία Όρη. Όταν πλησίαζε η στιγμή της γέννησης του Απόλλωνα, πήγε στη Δήλο συνοδευόμενη από τις δυο Υπερβόρειες παρθένες, Άργη και Ώπι. Άλλες δυο παρθένες, η Λαοδίκη και η Υπερόχη, μετέφεραν τα θεϊκά αντικείμενα που θα βοηθούσαν τη Λητώ να γεννήσει. Οι Υπερβόρειες Παρθένες θεωρούνταν τροφοί του θεού και έμειναν για πάντα στη Δήλο. Στο τέλος του φθινοπώρου, όταν ο θεός ήταν έτοιμος να φύγει για την μακρινή χώρα, έψελναν ύμνους που είχαν θλιμμένο τόνο. Τραγουδούσαν την αποδημία του Απόλλωνα στην Υπερβορεία. Την άνοιξη τραγουδούσαν κλητικούς ύμνους, δηλαδή καλούσαν τον θεό να επιστρέψει από την πολύμηνη απουσία του, και γιόρταζαν την επιδημία του θεού. Ο Απόλλωνας ερχόταν πάνω σε ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι και κρατούσε στο χέρι του τη λύρα και τη δάφνη. Στους Δελφούς τιμούσαν την επιστροφή του με τη γιορτή των Θεοφανίων.
(Πηγή: Πυξίς)

Έχουμε ξαναδεί αρκετά ποιήματα από τις Επαναλήψεις. Κοινό χαρακτηριστικό τους η αξιοποίηση του αρχαίου μύθου σε μια μυθική μέθοδο που θυμίζει αρκετά την αντικειμενική συστοιχία του Έλιοτ και του Σεφέρη αν και ο Ρίτσος είναι αρκετά πιο άμεσος, ευθύγραμμος και χρησιμοποιεί πιο ελεύθερα τον μύθο. Τα σχετικά με τον μύθο του Υπερβόρειου Απόλλωνα τα περιέχει αναλυτικά το δεύτερο παράθεμα.
12Η στροφική μορφή του ποιήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τυπικά αποτελείτο από δύο άνισες στροφικές ενότητες: η πρώτη με 17 στίχους και η δεύτερη με μόλις 5. Ωστόσο η ενότητα της πρώτης διακόπτεται οπτικά στον πέμπτο και ενδέκατο στίχο που ξεκινούν στα μισά της σειράς και σηματοδοτούν χωριστές υποενότητες: στίχοι 1-4 η ανυπαρξία της Υπερβορείας παρά τις αρχικές αμφιβολίες, στίχοι 5-10 εμφατική και οριστική επιβεβαίωση της ανυπαρξίας, στίχοι 11-17 ερωτήματα, αίσθημα ματαιότητας, αμφισβήτηση της ύπαρξης του Απόλλωνα του ίδιου. Η δεύτερη ενότητα πάλι διατηρεί ίχνη αισιοδοξίας μέσα στην θλίψη της διάψευσης (τα οποία όμως υπονομεύονται αριστοτεχνικά)

Δεν υπάρχει Υπερβόρειος: ο αφηγητής το δηλώνει εξ αρχής σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, στο όνομα όλων που πίστεψαν ότι έχει γίνει πραγματικότητα ο σοσιαλισμός, ότι όντως κάπου υλοποιήθηκε όπως τον ονειρευτήκαν πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές πέρα από τα Ουράλια όρη, στη Σοβιετική Ένωση. Ναι κάθε φορά ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων, μετακινούσαν όλο και πιο πέρα τα όρια καθώς το όραμα της ιδεατής πατρίδας του σοσιαλισμού απομακρύνονταν όλο και περισσότερο ιδίως μετά τον Εμφύλιο και την σχετικά υποτονική στήριξη στης ΣΕ στον Δημοκρατικό Στρατό (πολύ μικρότερη από τις προσδοκίες του κόσμου) αλλά και τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956 [άσχετα αν τότε ο Ρίτσος δικαιολόγησε τη σοβιετική εισβολή] και μετέπειτα της Τσεχοσλοβακίας το 1968. Είναι αλήθεια ότι τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα διατηρούσαν ακόμα πίστη στο όραμα της ΣΕ ως πατρίδας του σοσιαλισμού, ωστόσο μετά το 1968 όλα σχεδόν πήραν αποστάσεις από την εισβολή των Σοβιετικών και ήδη από το Φεβρουάριο του 1968 (πριν την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968) και το ΚΚΕ είχε διασπαστεί.

Αινιγματικό παραμένει το πότε είναι το Σήμερα βεβαιώθηκε στην δεύτερη υποενότητα καθώς δεν μπόρεσα να βρω ιστορικά κάτι που να επιβεβαιώνει την έμφαση του Σήμερα την ίδια χρονιά ή προηγούμενες. Πιθανότατα πρέπει να το δεχτούμε χωρίς κάποια αντιστοίχιση. Πάντως ο μύθος έχει οριστικά καταρρεύσει: σκέτη φαντασία. Και όλα που συνδέονται με τη μυθική εκείνη χώρα: κύκνοι και ορτύκια, οι κόρες που ετοιμάζουν τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, δώρα στους θεούς για τον ερχομό της Άνοιξης.13 Σημειώνουμε την ιδιαίτερα όμορφη εικόνα με τις σεμνόπρεπες κόρες Λαοδίκη και Υπερόχη να τυλίγουν τα δώρα σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί. Μυθική όμως η Υπερβορεία, μυθική και η πατρίδα του σοσιαλισμού.
Στην τρίτη υποενότητα τα ερωτήματα που προκύπτουν από την κατάρρευση του μύθου μπαίνουν πιεστικά: Πού αποδημεί λοιπόν κάθε χειμώνα ο Απόλλωνας και το θαυμαστό του άρμα (και πάλι η περιγραφή του άρματος εξαιρετική αν και οι γρύπες και οι κύκνοι δεν συνυπάρχουν σε άρμα του Απόλλωνα. Οι γρύπες υπάρχουν σε αγγείο που απεικονίζει την επιστροφή του Απόλλων από τους Υπερβορείους ενώ οι κύκνοι σε άλλο όπου κρατά και τη χρυσή του λύρα). Και σε αντίθεση με τη λαμπρή εικόνα του Απόλλωνα υπάρχουμε και εμείς που μήνες και μήνες περιμένουμε κατά τον Μάρτη τον γυρισμό του συντάσσοντας μέσα στο κρύο τούς γιορτινούς του παιάνες. Προσέχουμε: για άλλη μια φορά το εμείς, τη μεγάλη διάρκεια της αναμονής (μήνες και μήνες) αλλά και τη ματαιότητά της (μάταια), τις δυσκολίες (μέσα στο κρύο) και για πρώτη φορά το έργο των πιστών του θεού: τη σύνθεση του γιορτινού παιάνα του. Νομίζω ότι είναι ξεκάθαροι οι συμβολισμοί με τους πιστούς που συνθέτουν μάταια μέσα στον χειμώνα γιορταστικό παιάνα σε έναν θεό που δεν θα επιστρέψει. Δεν υπάρχει Υπερβορεία, δεν υπάρχει η σοσιαλιστική πατρίδα. Μάταιη η αναμονή της επιστροφής, της νίκης του σοσιαλισμού, μάταιοι οι παιάνες, μάταιες οι θυσίες και οι αγώνες, Και για πρώτη φορά μπαίνει τελεία μέσα σε υποενότητα και ακολουθεί ξεχωριστά το καίριο, βασανιστικό όσο και αναπάντητο ερώτημα: Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει; Μήπως δεν υπάρχει πια ούτε σοσιαλισμός; Μήπως έχουν χαθεί και οι ιδέες;

Στη δεύτερη στροφή πάντως οι πιστοί του Απόλλωνα θα συνεχίσουν τη δουλειά τους. Ας μην υπάρχει Υπερβορεία, ας αμφιβάλλουν ίσως και για τον ίδιο τον Απόλλωνα. Ο παιάνας πρέπει να ολοκληρωθεί έστω και αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως // βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα.14 Υπάρχει μια φαινομενική αισιοδοξία εδώ: οι αγώνες συνεχίζονται έστω και με κενό στο όνομα (της Υπερβορείας ή του Απόλλωνα; Τη Σοβιετικής Ένωσης ή του σοσιαλισμού συνολικά; Μετέωρο μένει το τι εννοεί με το όνομα ιδίως όταν έχει φτάσει να αμφιβάλλει για τον ίδιο τον Απόλλωνα και τη λύρα του). Πάντα μπορεί να βρεθεί κάτι νέο και να προστεθεί έστω και την τελευταία ώρα. Πάντα μπορεί να υπάρξει κάτι νέο που θα εμπνεύσει τους ανθρώπους τους στους αγώνες τους για δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα, για την Άνοιξη. Ωστόσο κρίνω ότι οι δυο τελευταίοι στίχοι πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του, // μικρότερος ἤ μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο κρατούν μια αιχμή για τους πιστούς του Απόλλωνα-σοσιαλισμού: ο παιάνας-αγώνας τους είναι χτισμένος πάνω σε συγκεκριμένα καλούπια, αρχές και κανόνες (μέτρο) και δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν να δεχτούν κάτι καινούργιο που μπορεί να μην τους ταιριάζει (αριθμός συλλαβών). Δεν είναι ακριβώς αισιόδοξο το μήνυμα: μια γενιά περίμενε τον Απόλλωνα από την Υπερβόρεια και συνέθετε τον παιάνα γι’αυτόν. Θα μπορέσει να χωρέσει τον ίδιο παιάνα με τα ίδια μέτρα σε νέο θεό ή σε νέα Υπερβορεία; Δύσκολο, αν κρίνω από μένα, Και ο ποιητής το ήξερε, σαφώς καλύτερα.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος “Το μοναχικό άροτρο”

W.B.Yeats, «Η Δευτέρα Παρουσία»
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν

Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη·
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται·
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους. […]
 (Ουίλιαμ Γιέιτς (W.B.Yeats, 1865)   Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, εκδ.Ίκαρος 1965)

Γιάννης Ρίτσος – Το μοναχικό άροτρο
Όλα ήταν θεσπισμένα, κατοχυρωμένα, λογικά επεξεργασμένα,                                                     1
μπορείς να πεις κι ανθρώπινα. Παίζαν το ρόλο τους και οι εκκλησίες του Δήμου·
προστάτευε το δίκιο η Αθηνά· — παρούσα η ίδια, αν και αόρατη, πάντα
προήδρευε στις συνεδριάσεις του Άρειου Πάγου· κι αν οι ψήφοι
μοιράζονταν στα δυο ίσα κι ίσα, τότε η πλάστιγγα της δικαιοσύνης                                               5
έγερνε προς το μέρος του κατηγορούμενου.
                                          Καλές μέρες περάσαμε —
σαν ψέματα μοιάζουν κι ηχούν· — υπήρξαν τάχα; δεν υπήρξαν; — μήπως
τα ονειρευτήκαμε απλώς; — μη κι η συχνή τα αλλοίωσε αναπόληση
σε βροχερά φθινοπωριάτικα λιογέρματα;                                                                                              10
                                          Σαν γιορτάζαμε τ’ όργωμα,
καθώς σκυμμένος ο ιερέας χάραζε το πρώτο αυλάκι στα ριζά της Ακρόπολης,
όμορφα λόγια απάγγελνε: «Ποτέ φωτιά και νερό μην αρνηθείς σε κανένανε.
Ποτέ δρόμο στραβό μη δείξεις σ’ όποιον σε ρωτήσει. Νεκρόν άταφο
μην αφήσεις ποτέ. Μη σκοτώσεις τον ταύρο που σέρνει τ’ αλέτρι».                                               15

Όμορφα λόγια, αλήθεια· — μόνο λόγια· και στην πράξη, σαν τώρα και τότε,                                
η φωτιά για του γειτόνου τα σπαρτά και το νερό για την πλημμύρα,
κι ο ταύρος με τις κόκκινες ταινίες να κοχλάζει στο καζάνι του κλέφτη.

Μόνο τ’ αλέτρι, καταμόναχο, (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο)
οργώνει ακόμη τον άγονο αγρό με τις μολόχες και με τ’ άγρια κρίνα.                                            20
                                                                                                         Λέρος, 18.X.68

Αντιγράφω από την πολύτιμη πάντα Πυξίδα
Το ποίημα ανήκει στις Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη (1968), που γράφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου. Στις Επαναλήψεις το μυθολογικό ή ιστορικό προσωπείο θα λειτουργήσει τριπλά: για την καταγγελία του αντιπάλου, για την έκφραση της κρίσης, για την κριτική στους οικείους. Έτσι, οι Επαναλήψεις, παρ’ όλη την παραβολική τους μορφή —μάλλον ακριβώς χάρη σ’ αυτήν—, αναφέρονται πιο συγκεκριμένα σε «πρόσωπα και γεγονότα». Στις Επαναλήψεις, λοιπόν, έχουμε τη μυθολογική κάλυψη, την παραβολή, αλλά και την παρουσία του ιστορικού τοπίου πιο έντονη από ποτέ (Προκοπάκη, 1981: 60). Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι γιορτές της αρχαίας Αθήνας δίνουν το έναυσμα στον ποιητή για να παραβάλει το αρχαίο παρελθόν με το παρόν.

Και πάλι από τις Επαναλήψεις το ποίημα (έχουμε ήδη αναφερθεί στη συλλογή αρκετές φορές ως τώρα με τελευταία εδώ) . Όχι αμιγώς μυθολογικό καθώς οι αρχαίοι μύθοι περνούν ως ευδιάκριτες αναφορές μέσα στο ποίημα και σύμφωνα με την τυπολογία του Δ.Μ.Μαρωνίτη [Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Μύθος και ποίηση», περ. Εντευκτήριο, τχ. 60 (Ιαν.-Μαρτ. 2003)] πρόκειται για ένα μάλλον αρχαιόθεμο ποίημα ή σε σχέση με το ποσοστό μύθου που περιλαμβάνει εν μέρει μυθικό (άλλα που ο μύθος καλύπτει το σύνολο του ποιήματος ο Μαρωνίτης τα ονομάζει εν όλω μυθικά). Από την άλλη ο παραβολικός του χαρακτήρας περιορίζει κάθε άμεση συσχέτιση με τη σύγχρονη για το ποίημα ιστορική πραγματικότητα. Ένα τυπικό ποίημα για τη συλλογή καθώς: α) για άλλη μια φορά έχουμε ένα ανώνυμο προσωπείο που μιλά σε πρώτο πληθυντικό (κυριαρχεί στη συλλογή) εκφράζοντας ένα συλλογικό βίωμα. β) το προσωπείο έχει το ρόλο του κορυφαίου ενός χορού και σχολιάζει στο όνομα του τελευταίου το πανάρχαιο δράμα στο οποίο ο χορός συμμετέχει εκών άκων χωρίς να μπορεί να αλλάξει πολλά· δεν είναι ήρωες, πολύ συχνά στη συλλογή γίνονται Ελπήνορες, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. γ) κυριαρχεί το θέμα της ανατροπής μιας τάξης πραγμάτων, του θρυμματισμού ενός κέντρου που μπορεί να μην ήταν τέλειο αλλά στο εγγύς παρελθόν παρείχε στο συλλογικό υποκείμενο του ποιήματος μια σταθερότητα και μια ασφάλεια σε σχέση με το χάος και την αβεβαιότητα της τρέχουσας κατάστασης. annis Ritsos 1.5.1909 11.11.1990 by Babis Zafiratos 29.4.2016 IVΑς αφήσουμε για το τέλος την προσπάθεια να εντοπίσουμε τι ήταν αυτό το κέντρο – κάποιες σκέψεις έχω ήδη κάνει σε άλλα ποιήματα της συλλογής που έχω σχολιάσει – και ας προσέξουμε το αίσθημα απογοήτευσης και φθοράς που διαπερνά τη συλλογή ολόκληρη. Αλλά βέβαια, τι να συζητάμε, ειδικά για το 1968: Λέρος, Οκτώβρης του 68 το ποίημα. Εξορία για άλλη μια φορά και διάσπαση του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 68, Άνοιξη της Πράγας, Μάης του 68 στη Γαλλία. Τα πάντα γίνουνται κομμάτια· το κέντρο δεν αντέχει.

Τα κέντρα βάρους του ποιήματος κρατούν ο μύθος της ίδρυσης του Αρείου Πάγου από την Αθηνά  που τον γνωρίζουμε από τις Ευμενίδες του Αισχύλου και της πρώτης απόφασής του, αθωωτικής για τον Ορέστη με την ψήφο της προεδρεύουσας Αθηνάς και η τελετουργία των ιερών Αρότρων στον ιερό αγρό βόρεια της Ακρόπολης (με το όνομα βουζύγιον) με την αναφορά στις κατάρες (βουζύγειαι αραί) του ιερέα που όμως εδώ έχουν τη μορφή προτροπής και όχι κατάρας. Τρίτο, τελευταίο και αινιγματικό ως προς τον συμβολισμό του κέντρο, το άροτρο που συνεχίζει μόνο του (μόνο του;) το όργωμα στη χέρσα γη.

Εμφανείς είναι οι τρεις νοηματικές περιοχές του ποιήματος από την ισάριθμη κατανομή των άνισων σε στίχους (15-3-2) στροφών. Προφανής επίσης με τους στίχους να αρχίζουν στο μισό της σειρά) και η διαίρεση της πρώτης στροφικής ενότητας σε τρεις υποενότητες με 6,4,5 στίχους αντίστοιχα  με τη μεσαία να διακόπτει παρεμβάλλοντας τα σχόλιά του του αφηγητή τη ροή των αναδρομών που ξεκινούν στην πρώτη και ολοκληρώνονται στη τρίτη,

Η πρώτη υποενότητα ξεκινά με τρεις μετοχές και ένα επίθετο που χαρακτηρίζουν το όλα – αόριστο αρχικά, σταδιακά ξεκαθαρίζει το περιεχόμενό του. Ας δούμε πρώτα τους προσδιορισμούς αυτούς χωρίς να ξεχνάμε ότι εξ αρχής δηλώνεται ότι ήταν – και άρα δεν είναι ή έχουν έστω κάπως μεταβληθεί: θεσπισμένα, κατοχυρωμένα, λογικά επεξεργασμένα, // μπορείς να πεις κι ανθρώπινα.
Θεσπισμένα, άρα βάσει νόμων ή παράδοσης. Κατοχυρωμένα, άρα αναμφισβήτητα (ίσως και λόγω εμπειρίας αιώνων) και πλήρως αποδεκτά από τους πολίτες. Λογικά επεξεργασμένα άρα δουλεμένα από τους πολίτες με τροποποιήσεις και βελτιώσεις. Μπορείς να πεις κι ανθρώπινα, άρα παρά την απολυτότητά τους και την αυστηρότητά τους κοντά στις ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες.
Ήδη το Όλα μοιάζει να ξεκαθαρίζει: πρόκειται για ένα σύστημα νόμων και παραδόσεων, ένα σύστημα πολιτιστικών συντεταγμένων που ο χρόνος και οι πολίτες μέσα στους αιώνες είχαν φέρει σχεδόν στα μέτρα τους και ένιωθαν ασφάλεια μέσα σε αυτές. Και σε κάθε περίπτωση κάλυπταν επαρκώς τη βασική και μέγιστη ανθρώπινη ανάγκη για την οποία υπάρχει μια πολιτεία, τη δικαιοσύνη. Διότι περί δικαιοσύνης γίνεται η αναφορά στις εκκλησίες του Δήμου και ακόμα περισσότερο περί δικαιοσύνης η αναφορά στην Αθηνά που προστατεύει το δίκιο – και μάλιστα η εικόνα δίνεται παραστατικά με την αθέατη Αθηνά να προεδρεύει στον Άρειο Πάγο και να χαρίζει την αθωωτική ψήφο σε περίπτωση ισοψηφίας, όπως ακριβώς στις Ευμενίδες του Αισχύλου. Προσέχουμε τις τρεις άνω τελείες που συγκρατούν τη ροή του λόγου αφήνοντας, μαζί με την διευκρινιστική παύλα το βάρος στα κυρίαρχα ρήματα: Παίζαν (το ρόλο τους) , προστάτευε (το δίκιο) , προήδρευε, (κι αν οι ψήφοι) μοιράζονταν, έγερνε (προς το μέρος του κατηγορούμενου). Το πλέγμα της απονομής δικαιοσύνης στην πόλη  – ξεκάθαρα πια η αρχαία Αθήνα – στηριζόταν σε θεσμούς ανθρώπινους (Εκκλησίες του Δήμου) αλλά και με θεϊκή καταγωγή (Άρειος Πάγος), σε παρουσίες ανθρώπινες αλλά και θεϊκές (Αθηνά), ορατές αλλά και αόρατες, στην ιστορία αλλά και σε μύθους ιερούς όπως αυτός της δίκης του Ορέστη στον Άρειο Πάγο. Οι δύο αυτοί πυλώνες απονομής δικαιοσύνης όπως παρουσιάζονται αναλυτικά  στους στίχους 2-6 επεξηγούν πλήρως  τους στίχους 1-2 που αναφέρονται στις ιδιότητες του αρχικού Όλα και χτίζουν μια εικόνα ασφάλειας και σταθερότητας την οποία εν πολλοίς εγγυάται (ας θυμηθούμε τις μετοχές θεσπισμένα και κατοχυρωμένα) ο ιερός μύθος. Και εδώ, όπως και παρακάτω στην τελετή που έλκει την καταγωγή της από τον μύθο του Βουζύγη, ο μύθος στο ποίημα λειτουργεί για να καταδείξει τη θεϊκή προέλευση θεσμών και τελετών της δημόσιας ζωής και κατά συνέπεια προσπορίζει κύρος, σοβαρότητα και ισχύ σε αυτές. Δε λειτουργεί αυτόνομα αλλά ως δομικό στοιχείο της πάλαι ποτέ ευνομούμενης πολιτείας. .jpgΜια ακόμα παρατήρηση: ο χρόνος του ποιήματος, αόριστος βέβαια όπως ταιριάζει στον συνολικά παραβολικό του χαρακτήρα, είναι αυτός της ιστορίας και όχι του μύθου. Αν και τελικά δε μοιάζει να έχει αυτό ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή ακόμα και για ποιήματα όπως ο «Θεμιστοκλής» με πιο ξεκάθαρες και συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές που κυριαρχούν στο ποίημα (αρχαιόμυθα κατά Μαρωνίτη)

Μια ευνομούμενη πολιεία που όμως δεν υπάρχει πια όπως υπαινίσσεται η δεύτερη υποενότητα. Το ποιητικό υποκείμενο διακόπτει – μοιάζει σα να ολοκληρώνει και να ανακεφαλαιώνει – τις αναφορές του στο παρελθόν με την αξιολόγησή τους Καλές μέρες περάσαμε την οποία όμως διαδοχικά υπονομεύει όλο και περισσότερο στους επόμενους στίχους 8-10: μοιάζουν με ψέματα – υπήρξαν στα αλήθεια – μήπως τα ονειρευτήκαμε. Για να επιστρέψει σε πιο ρεαλιστικές σκέψεις: μήπως τα αλλοίωσε (=εξιδανικεύει) η αναπόληση // σε βροχερά φθινοπωριάτικα λιογέρματα; Δε μπορεί παρά να προσέξει ο αναγνώστης για άλλη μια φορά τη συνεχή, αριστοτεχνική χρήση της παύλας μαζί με την άνω τελεία και τα διαδοχικά ερωτήματα που κλιμακώνονται σχεδόν αγχωτικά από το σαν ψέματα έως το απλώς. Είναι κομβική για το ποίημα αυτή η δεύτερη υποενότητα. Φανερώνει μέσα από το λόγο του ποιητικού υποκειμένου πόσο διαφέρει το παρόν από το παρελθόν, τόσο που μοιάζει το τελευταίο σα να μην υπήρξε ή (και αυτό είναι ίσως χειρότερο) η εξοικείωση με την αρνητική τρέχουσα πραγματικότητα να οδηγεί σε σκέψεις ότι η νοσταλγία του παρελθόντος οφείλεται στην εξιδανίκευσή του. Ταυτόχρονα μοιάζει να κλείνει οριστικά το παρελθόν αλλά αφήνει πάντως μετέωρο το ζήτημα της δικαιοσύνης που θα επανέλθει με την τελετή των ιερών αρότρων στην τρίτη υποενότητα στο επίπεδο όχι των επίσημων θεσμών αυτή τη φορά αλλά σε εκείνο των ατομικών πρακτικών στην καθημερινή ζωή. Και σε επίπεδο οικονομίας του ποιήματος εισάγει το μείζον θέμα του αρότρου που, όπως δείχνει και ο τίτλος του ποιήματος, είναι το σύμβολο στο οποίο συγκεντρώνονται οι επιμέρους συνιστώσες του ποιήματος.

Την τρίτη υποενότητα καλύπτει εξ ολοκλήρου η τελετουργία των ιερών αρότρων (άροτροι ιεροί) σε ένα από τα ιερά χωράφια, αυτό στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης (βουζύγιον) την οποία εκτελούσε ιερέας από το γένος των Βουζύγων, ευγενών με καταγωγή από τον μυθικό ήρωα Βουζύγη. Το εντυπωσιακό στην τελετουργία είναι η αναπαραγωγή (σε ευθύ λόγο μάλιστα) των βουζύγιων αρών, το σημείο της τελετουργίας όπου ο ιερέας καταριόταν όποιον δε σεβόταν τον ξένο, τον νεκρό, το ζώο που εργάζεται στο άροτρο. Ο ευθύς λόγος παρέχει την απαραίτητη σοβαρότητα και υποβλητικότητα μαζί με το χάραγμα του πρώτου αυλακιού στην όλη τελετή τονίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη τήρησης κανόνων δικαίου στην πράξη. Αλλά εδώ δεν έχουν την φοβέρα της κατάρας αλλά τη μορφή προτροπής· αυστηρής ίσως (τριπλή επανάληψη του ποτέ) όμως προτροπής. Kratiras2Οι δύο πρώτες προτροπές (στίχοι 13-14) αναφέρονται στη φιλοξενία, τον σεβασμό στον ξένο (: …«Ποτέ φωτιά και νερό μην αρνηθείς σε κανένανε. // Ποτέ δρόμο στραβό μη δείξεις σ’ όποιον σε ρωτήσει) η τρίτη στον σεβασμό στους νεκρούς (Νεκρόν άταφο// μην αφήσεις ποτέ) και η τέταρτη στο σεβασμό του ζώου του σέρνει το άροτρο (Μη σκοτώσεις τον ταύρο που σέρνει τ’ αλέτρι). Όλες οι προτροπές αυτές (όμορφα λόγια τα χαρακτηρίζει ο αφηγητής σχολιαστής, το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο) ολοκληρώνουν σε επίπεδο ατομικής συμπεριφοράς το αίσθημα της δικαιοσύνης που διέπει την πολιτεία: σεβασμός στον ξένο, στο νεκρό και στο ζώο που εργάζεται δίπλα στον γεωργό. Δεν αρκούν οι επίσημοι θεσμοί και η συλλογική ηθική θεσπισμένη και κατοχυρωμένη από θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους· πρέπει και σε ατομικό επίπεδο να κατέβει το αίσθημα της δικαιοσύνης, σε πράγματα απλά και καθημερινά. Προσέχουμε και πάλι την παρουσία του μύθου από τον οποίο κατάγεται η τελετουργία και δίνει το απαραίτητο βάρος στον επιτελεστικό χαρακτήρα των αρών-προτροπών όπως ακριβώς είδαμε με τον μύθο της ίδρυση του Άρειου Πάγου και την αόρατη παρουσία της Αθηνάς (εδώ ο ήρωας Βούζυγος είναι παρών μέσω του ιερέα που κατάγεται από τη γενιά του).

 Η δεύτερη στροφική ενότητα ανατρέπει το ειδυλλιακό παρελθόν (χωρίς καμία έκπληξη πάντως για τον αναγνώστη καθώς έχουν προηγηθεί οι στίχοι 7-10 που δήλωσαν ρητά ότι οι καλές μέρες πέρασαν). Και ενώ ξεκινά με εμφατική (αλήθεια) επανάληψη-επιβεβαίωση του χαρακτηρισμού όμορφα λόγια τον αναιρεί αμέσως κοφτά και βίαια: Όμορφα λόγια, αλήθεια· — μόνο λόγια· Και πάλι οι άνω τελείες και η παύλα χτίζουν έναν κοφτό και απότομο λόγο, αυτή τη φορά αποδίδοντας ένα έντονο αίσθημα πίκρας που παρακάτω προσδιορίζεται μέσω παραδειγμάτων. Ας σημειώσουμε πρώτα δύο παρατηρήσεις: την αντίθεση Όμορφα λόγια vs στην πράξη αλλά και το σαν τώρα και τότε που υποδηλώνει ότι στην πράξη οι προτροπές έμεναν μόνο ευχές (ή κατάρες) χωρίς αντίκρισμα και στο παρελθόν όπως και τώρα. Ακολουθούν τα αποκαρδιωτικά παραδείγματα: η φωτιά για του γειτόνου τα σπαρτά και το νερό για την πλημμύρα, // κι ο ταύρος με τις κόκκινες ταινίες να κοχλάζει στο καζάνι του κλέφτη. Τα στοιχεία της φύσης, η φωτιά και το νερό αντί για προσφορά και φιλοξενία στον διαβάτη γίνονται όργανα καταστροφής του γείτονα και ο ίδιος ο ιερός ταύρος της τελετής καταλήγει στο καζάνι του κλέφτη. Είναι έντονη η πικρία  απογοήτευση για την ανθρώπινη φύση που ενώ θεσπίζει για αιώνες νόμους και τελετές και ιερούς μύθους, στην πράξη αναιρεί τα πάντα καταφεύγοντας στην αδικία, την κλοπή και την ασέβεια.

Μπορεί σε όλες τις εποχές στην πράξη να μη λειτουργούσαν πολλά αλλά η εικόνα που καταγράφει το ποιητικό υποκείμενο στο τώρα είναι ακόμα πιο θλιβερή. Όπως ακριβώς οι θεσμοί της Εκκλησίας του Δήμου και του Αρείου Πάγου ανήκουν πια σε ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, έτσι και οι τελετή των ιερών αρότρων και της σποράς έχει χαθεί πια. Άγονος παραμένει ο αγρός γεμάτος αγριόχορτα. Όμως κάτι έχει μείνει: Μόνο τ’ αλέτρι, καταμόναχο, (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο) // οργώνει ακόμη τον άγονο αγρό με τις μολόχες και με τ’ άγρια κρίνα. Το αλέτρι, όργανο μια πανάρχαιας τελετουργίας, συνεχίζει μόνο του, χωρίς βόδια και ζευγολάτη να οργώνει το χωράφι που δεν υπάρχει πια. Εντελώς μόνο του (τονίζεται διπλά με τα επίθετα μόνο και πιο εμφατικά με το καταμόναχο). Σύμβολο ενός τυπικού που επαναλαμβάνεται μηχανικά, αυτόματοποιημένα, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς καν τους ανθρώπους και ζώα που θα έδιναν νόημα σε αυτό (ιερέα, πιστούς, ταύρος) και θα το συνέδεαν με έναν κύκλο κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής στην πόλη και με τον κύκλο των γεωργικών εργασιών. Σε ένα πολύ πιο σκοτεινό ποίημα του Σαχτούρη μέσα στον Εμφύλιο, την «Αποκριά» διακρίνουμε μια παρόμοια εικόνα:
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει

Ας μείνει μόνο η ελάχιστη, μέσα σε παρενθέσεις, ελπίδα: (μπορεί κι από αόρατο χέρι οδηγημένο). Οι θεοί, αόρατοι πάντα (αόρατη και η Αθηνά στον στίχο 3) μπορεί να παρακολουθούν τις ανθρώπινες πράξεις και να κρατούν το τυπικό οδηγώντας το αλέτρι. Θα παρέμβουν άραγε να αποκτήσει ξανά η τελετή περιεχόμενο όπως η Αθηνά επεμβαίνει στην ισοψηφία; Μένει ανοιχτό το ερώτημα.

Ανοιχτοί και οι γενικότεροι συμβολισμοί. Ποια τάξη διαλύθηκε; Ποιες πράξεις έχουν πάψει πια να έχουν νόημα και απέμειναν κενή τελετουργία; Αρκετά αόριστα όλα, ωστόσο τον Ιούνιο του 69 στο ποίημα «Η χαμένη Υπερβόρειος» θα μιλήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια και για το τι χάθηκε – αν χάθηκε οριστικά – και για τελετουργίες χωρίς (πιθανόν) περιεχόμενο παρά μόνο με την ελπίδα παλιννόστησης του Απόλλωνα. Παραπέμπω για μελέτη στο άρθρο του Μιχάλη Άνθη «Ο Γιάννης Ρίτσος και η κρίση της ελληνικής αριστεράς την περίοδο 1968-1969» και υπόσχομαι να επανέλθω με το παραπάνω ποίημα.

Σημειώσεις – Τίτος Πατρίκιος “Ο νέος ερευνητής”

Τίτος Πατρίκιος – Ο νέος ερευνητής (Η αντίσταση των γεγονότων, εκδ, Κέδρος, 2000)

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Όταν αποχαιρέτησα…»
[…}  Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Καρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στήνονταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί

Πώς να εξηγήσω πιο απλά τί ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμη με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλησαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει […]
                                              Από τη συλλογή Συνέχεια 2 (1956)

Είναι σίγουρα ένα «δύσκολο» ποίημα. Δεν είναι στρυφνό ή δυσπρόσιτο, απαιτεί όμως να γνωρίζει ο αναγνώστης τα τι και πώς της εγχώριας αριστεράς: την ιστορία της, τα πάθη αλλά και τα λάθη της, τους αγώνες και τα αδιέξοδα, τη δόξα και την Νέος Ερευνητής3αθλιότητα, την ατομική αυτοθυσία και τον κομματικό κυνισμό, την αγνή και πρόθυμη προσφορά των πολλών αλλά και την ιδιοτέλεια κάποιων άλλων, λίγων μεν αλλά όχι τόσο λίγων όσο θα θέλαμε. Θα μπορούσα να πω και άλλα πολλά, γνωστά σε όσους τα έχουν ζήσει είτε στο πετσί τους στους δύσκολους καιρούς είτε με τη μεταπολίτευση από τη μικρή ή μεγάλη εμπλοκή τους στο «χώρο» (κατά την τότε ορολογία). Θα μπορούσα· ωστόσο υπάρχει η επιφυλλίδα του Δ.Ν. Μαρωνίτη στο Βήμα (Μάρτιος του 2001, κοντά στην έκδοση της συλλογής του Τίτου Πατρίκιου) που συμμαζεύει και οριοθετεί όλα όσα παραθέτω άναρχα και άτακτα παραπάνω. Αντιγράφω μόνο ένα μικρό κομμάτι που είναι εξαιρετικά χρήσιμο για να μπει κάποιος στο πνεύμα του ποιήματος: Μπορεί λοιπόν το λάθος της Αριστεράς, μετά μάλιστα τη διάσπασή της στα χρόνια της δικτατορίας, να οφείλεται στην ιδεοληψία της πως καθόριζε αυτή τη ροή των γεγονότων, χωρίς να υποπτεύεται ότι αργά ή γρήγορα θα αποδεικνυόταν μάλλον το αντίστροφο: ότι δηλαδή τα ίδια τα γεγονότα θα επικαθόριζαν την πραγματική αξία των ιδεοληπτικών επιλογών της. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι αυτή η υπεροψία στιγμάτισε, μετά την κατοχική αντίσταση, τόσο την εμφυλιακή περιπέτεια της Αριστεράς μας όσο και προπαντός το μεταπολιτευτικό της αδιέξοδο.
Και να υπογραμμίσω ότι ο τίτλος ολόκληρης της συλλογής προκύπτει από μια φράση του ποιήματος: η αντίσταση των γεγονότων. Αντιγράφω και πάλι από την ίδια επιφυλλίδα του Μαρωνίτη: Φράση που σκανδαλίζει, όχι μόνο γιατί μεταφέρει την αντίσταση από τα δρώντα υποκείμενα στα ίδια τα δρώμενα, αλλά και επειδή στην ουσία ενοχοποιεί άλλως πως τους δρώντες, θύτες και θύματα της τραγικής αυτής ιστορίας: τους αποδίδει δηλαδή την ευθύνη ότι παρέβλεψαν τη ροή των γεγονότων, κατά κάποιον τρόπο τα εξεβίασαν, προκαλώντας την εκδικητική τους αντίσταση.

Ας δούμε λοιπόν το ποίημα, σκανδαλισμένοι, ενοχλημένοι ή και ψύχραιμοι, ανάλογα με το πόσο αντιστάθηκαν μέσα στον καθένα μας τα γεγονότα· πέρα από το μακροσκοπικό πλάνο του ιστορικού γίγνεσθαι, υπάρχει και το μικροσκοπικό πλάνο της ατομικής πρόσληψης των γεγονότων, διαφορετική στον καθένα μας. Ο τίτλος άλλωστε καλύπτει και τα δύο πλάνα, και τις δύο θεάσεις των γεγονότων.FB IMG 1668296291813 Για τον Τίτο Πατρίκιο και το ποιητικό του έργο έχουμε ήδη πει κάποια πράγματα εδώ

Ο νέος ερευνητής είναι μικρός στην ηλικία (νέος), έχει ασήμαντη ή έστω περιορισμένη βιωματική πρόσληψη των γεγονότων που προφανώς θα προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από δεύτερο ή τρίτο χέρι. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε έναν νέο άνθρωπο που μεγάλωσε μέσα στη μεταπολίτευση και πιθανότατα όχι την πρώιμη. Δεν ξέρει τι θα πει παρανομία, συνωμοτικοί κανόνες, έχει διαβάσει απλώς τι ήταν η Ειδική Ασφάλεια. Πιθανόν να σπαζοκεφάλιασε με την υπόθεση της Προσωρινής Διοίκησης και ποιοι ήταν αθώοι και ποιοι προδότες (και αν δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει τώρα η κατάσταση, ας φανταστούμε το τότε…). Είναι όμως ερευνητής, μελετά τα γεγονότα, προσπαθεί να τα ερμηνεύσει και σε αυτήν την προσπάθεια ίσως η ηλικία του και η καθαρή ματιά απέναντι στα γεγονότα να είναι πλεονέκτημα. Ίσως πάντα. Γιατί  – πιστεύω – τα γεγονότα αντιστέκονται πάντα και σε όλες τις ερμηνείες. Ακόμα και σε αυτές που περιλαμβάνουν την ίδια την αντίσταση των γεγονότων.

Το ποίημα εκτείνεται σε  τέσσερις ευδιάκριτες στροφές, εννιάστιχες οι δύο πρώτες. εφτάστιχη και πεντάστιχη η τρίτη και τέταρτη αντίστοιχα. Ψυχρό και αστόλιστο από μεταφορές και παρομοιώσεις το ύφος του ποιήματος, λόγος αφτιασίδωτος και τελεσίδικα πεζολογικός θα πρόσθετα εγώ· γνώριμα τα χαρακτηριστικά αυτά στον ποιητικό λόγο του Πατρίκιου. Επιπλέον, στο ποίημα αυτό κυριαρχεί η βία (είτε ως άμεση ποινή από τον εχθρό είτε ως έμμεση αλλά εξίσου οδυνηρή πρακτική ελέγχου των ατόμων από το ίδιο το κόμμα) και συνεπώς ο ποιητικός λόγος, μετρημένος και ploumpidis allagi 0λιτός, ταλαντώνεται ανάμεσα στην ψύχραιμη και ψυχρή διαπίστωση και την διακριτική αλλά ευδιάκριτη καταγγελία.

Στην πρώτη στροφή κυριαρχούν και απαριθμούνται αντιφατικές συμπεριφορές, ατομικές ή και συλλογικές, που όμως εκκινούν από την ίδια αφετηρία: αφοσίωση, λατρεία, θαυμασμός, οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις. Ωστόσο κάθε περίπτωση είναι διαφορετική: η αφοσίωση στην πίστη μπορεί να οδηγεί είτε στον θάνατο είτε σε υλικά κέρδη, ανάλογα με το άτομο. Επιπλέον ακόμα και ολοκληρωτικές μεταστροφές, από τα ίδια άτομα δεν είναι ασυνήθιστες:  Η λατρεία και ο θαυμασμός μπορούσαν να μετατραπούν σε μίσος και αποστροφή αντίστοιχα. Ακόμα χειρότερα: Αποφάσεις ανέκκλητες βαρύγδουπες ανατρέπονταν μέχρι και από τους ίδιους δικαστές. Αξίζει να προσέξουμε τη  λατρευτικού τύπου ορολογία που χρησιμοποιείται για αμιγώς πολιτικά φαινόμενα: αφοσίωση, πίστη, λατρεία που παραπέμπουν περισσότερο σε θρησκεία παρά σε πολιτική τοποθέτηση και υπαινίσσονται μια δογματική και κλειστή προσέγγιση μιας πολιτικής θεωρίας. Όπως προαναφέρθηκε δεν είναι εύκολο για τον νέο ερευνητή να καταλάβει από την απόσταση την χρονική που τον χωρίζει με τα γεγονότα το γιατί ούτε βέβαια και να εντρυφήσει στην κάθε περίπτωση. Η μελέτη περίπλοκων ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων, ιδίως για ένα κόμμα που βρισκόταν σε κατάσταση παρανομίας για σχεδόν μισό αιώνα δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτεί εξαιρετικές γνώσεις για την εποχή και τους ανθρώπους.Mpelogiannis9 Όμως ο νέος ερευνητής του ποιήματος προσπαθεί: πάλι και πάλι (Εξέταζε και πάλι από την αρχή) από την αρχή ψάχνει να βρει τους λόγους που οδηγούν στις παράλογες σε πρώτη ματιά αντιθέσεις σε συμπεριφορές που προαναφέρθηκαν. Και κάπου τελικά η επιμονή του τον δικαιώνει.

Αν στην πρώτη στροφή κυριαρχεί η απορία του νέου ερευνητή για τις τραγικές και καταστροφικές αντιφάσεις και μεταστροφές των πρωταγωνιστών του δράματος της ιστορίας, στη δεύτερη ο ερευνητής αρχίζει πλέον να διακρίνει τους μηχανισμούς που τις δημιουργούν. Και αν στην πρώτη στροφή προβάλλονται οι αντιθέσεις εξαρτημένες όλες από το ρήμα εξέταζε (και πάλι από την αρχή) που προτάσσεται, εδώ το ρήμα εξάρτησης είναι το διέκρινε (τώρα τους μηχανισμούς). Ομοίως η απαρίθμηση συνεχίζεται αλλά εδώ αφορά τις αλλοιώσεις που επιφέρουν οι κομματικοί μηχανισμοί ελέγχου πάνω στη ζωή και στις ιδέες των μελών με κομβικό ρήμα το αλλάζανε. Οι ιδέες γίνονται κούφιες και ηχηρές ρητορείες : από ιδέες στρεβλώνονται σε ρητορική των ιδεών, λόγια ηχηρά και άδεια. Και όχι μόνο αυτό: οι φιλικές έξοδοι (συνταίριασμα των φίλων) αλλοιώνονται σε υπό παρακολούθηση συναντήσεις (αστυνομευμένες συνευρέσεις) αλλά ακόμα και ο έρωτας (τα αγκαλιάσματα των ερωτευμένων) ξεπέφτει σε πράξη υπολογισμού και σκοπιμότητας (ασκήσεις γυμναστηρίου) προφανώς με κομματική εντολή. Mpelogiannis11Τώρα πια έχει γίνει αρκετά έμπειρος  – κομβικό ρήμα εδώ το ξεχώριζε – καθώς ήδη στις φωτογραφίες της νέας εποχής, που θα έφερνε την ελπίδα, τη κοινωνική αλλαγή τα στίγματα του γήρατος: την ταχύτατη φθορά, τις στρεβλώσεις ενός εξουσιαστικού μηχανισμού, τον αυταρχισμό, την παθολογική καχυποψία και την αδιαφάνεια. Κορυφώνεται στη στροφή αυτή η υπόκωφη ένταση του ποιητικού λόγου που γίνεται  καταγγελία για τον κομματικό παραλογισμό που στο όνομα της ασφάλειας ξέπεσε αρχικά στην μυστικοπάθεια και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε απόλυτο έλεγχο και καταπίεση πάνω στη ζωή των μελών του κηλιδώνοντας με στίγματα του γήρατος το νέο και άφθαρτο που εκπροσωπούσε.

Τα έχει λοιπόν καταφέρει αρκετά καλά ο νέος ερευνητής στο να προσδιορίσει αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές εντοπίζοντας τους μηχανισμούς ελέγχου που τις υπαγόρευσαν και τελικά καταδίκασαν σε πρόωρη φθορά και θάνατο την ελπίδα που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι αν ως τώρα κατάφερε να βρει απαντήσεις, σκοντάφτει – αυτονόητα θα έλεγα και επιπλέον λόγω της ηλικίας του – στο ζήτημα των συναισθημάτων. Για τις τρεις κατηγορίες ανθρώπων απέναντι στη θυσία, στο θάνατο για τις ιδέες τους του λείπουν τα συναισθήματα και οι σκέψεις τους. Πώς μπορεί ένα άνθρωπος, νέος και μισό αιώνα σχεδόν μετά τα γεγονότα να μπει στην ψυχολογία εκείνου που οδηγείται με ψηλά το κεφάλι στη θυσία χωρίς να λογαριάζει όσα αφήνει πίσω; Ή πάλι να συναισθανθεί εκείνον που, σπάει. λυγίζει, φοβάται τον θάνατο και αγωνίζεται μάταια να τον αποφύγει; Και ακόμα περισσότερο πώς μπορεί να καταλάβει πώς νιώθουν αυτοί που είχαν αναλάβει να στείλουν τους άλλους στο θάνατο (να θυσιάζουν και να αρχειοθετούν ανθρώπους  – ευρηματικό και ιδιαίτερα πικρό το αρχειοθετούν που τονίζει μαζί με το θυσιάζουν τον κυνικό και γραφειοκρατικό χαρακτήρα που απέκτησε ο κομματικός μηχανισμός, παιδιά του οποίου είναι όσοι αναλαμβάνουν τα απεχθή αυτά καθήκοντα, Η ιστορική έρευνα μπορεί να προτείνει εξηγήσεις και να κατασκευάσει ερμηνευτικά μοντέλα για τα πάντα, ωστόσο αυτό που μένει πάντα απέξω είναι οι άνθρωποι και η εσωτερική τους περιπέτεια μπροστά στη θυσία. Ό,τι δε μπορεί να αναπαράξει η ιστορία, το επιχειρεί η λογοτεχνία· για τις τρεις στάσεις απέναντι στη θυσία (αποδοχή, μάταιη προσπάθεια διαφυγής, εκτέλεση εντολών και ληξιαρχική καταχώριση) μπορεί κανείς να διαβάσει τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και θα καταλάβει όσα η έρευνα άφηνε ως τώρα κατά μέρος – εσχάτως πάντως αυτό δείχνει να αλλάζει με την προφορική ιστορία. Ειδικότερα για την τρίτη κατηγορία, των κομματικών στελεχών που αναλαμβάνουν να θυσιάζουν και να αρχειοθετούν ανθρώπους να θυσιάσουν υπάρχει το εξαιρετικό βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ Το μηδέν και το άπειρο με τον βασικό ήρωα, τον Ρουμπάσωφ, να αναστοχάζεται πάνω σε όσους θυσίασε στο όνομα του κόμματος (ακόμα και την αγαπημένη του Άρλοβα) πριν έλθει η δική του σειρά.

Ήταν λοιπόν όλα αυτά ένα ακόμα παιγνίδι της ιστορίας μέσα στον φθίνοντα εικοστό αιώνα – προσέχουμε την φράση ψυχορραγάει ακόμα που κρατά, έστω και μεταφορικά, τη συνέχεια με το θανατικό που προηγήθηκε; Ή μήπως είναι η αντίσταση των γεγονότων; Αντιγράφω πάλι από την επιφυλλίδα του Μαρωνίτη: MARONITISΠεριττεύει ίσως να πω ότι το ερμηνευτικό εφεύρημα της αντίστασης των γεγονότων, που το επικαλείται ο νέος ερευνητής στο ομότιτλο ποίημα, καθόλου δεν σημαίνει ιδεολογική και πολιτική μοιρολατρία· σημαίνει όμως, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά του Πατρίκιου, απεγκλωβισμό της Αριστεράς από το σχήμα του κλειστού κύκλου και αποδοχή του σχήματος της ανοιχτής σπείρας. Είναι λοιπόν η αντίσταση των γεγονότων το σύνολο των λανθασμένων εκτιμήσεων και αδιέξοδων πρακτικών που οδήγησαν τελικά σε ιδεολογικό τέλμα και διαλυτικά φαινόμενα. Και κλείνοντας τις παρατηρήσεις, πάλι με ενάργεια και ακρίβεια εξηγεί ο Μαρωνίτης: Μπορεί λοιπόν το λάθος της Αριστεράς, μετά μάλιστα τη διάσπασή της στα χρόνια της δικτατορίας, να οφείλεται στην ιδεοληψία της πως καθόριζε αυτή τη ροή των γεγονότων, χωρίς να υποπτεύεται ότι αργά ή γρήγορα θα αποδεικνυόταν μάλλον το αντίστροφο: ότι δηλαδή τα ίδια τα γεγονότα θα επικαθόριζαν την πραγματική αξία των ιδεοληπτικών επιλογών της. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι αυτή η υπεροψία στιγμάτισε, μετά την κατοχική αντίσταση, τόσο την εμφυλιακή περιπέτεια της Αριστεράς μας όσο και προπαντός το μεταπολιτευτικό της αδιέξοδο. SkitsaProtypo 7 1Έτσι η αριστερή ιδεολογία και πρακτική εξελίχθηκαν σε αριστερή ρητορεία, με ελάχιστο πια, ή και μηδενικό, πολιτικό αντίκρισμα.

Δε διαφωνώ, συνολικά τουλάχιστιν· τα γεγονότα συχνά μας ξεπερνούν, η ιστορία περιγελά εκτιμήσεις, σχεδιασμούς και προσδοκίες, ιδίως όταν πηγάζουν από ένα κλειστό, υπεροπτικό,  αυτοαναφορικό και ιδεολογικά περιχαρακωμένο χώρο. Όμως τελικά, χωρίς ούτε από μένα διάθεση μοιρολατρίας, υπάρχουν σίγουρες επιλογές στο ιστορικό γίγνεσθαι; Σίγουρες ερμηνείες που μπορούν να προεξοφλήσουν τα μελλούμενα; Ή μήπως τελικά έχει δίκιο ο Ηράκλειτος: «Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων· παιδός η βασιλείη»
Ίσως πράγματι να έχει δίκιο και τελικά τα γεγονότα να αντιστέκονται τόσο στην πρόβλεψη όσο και στην ερμηνεία τους. Ίσως τελικά να ισχύει η απόλυτη τυχαιότητα και η επιτυχία ή αποτυχία των εκτιμήσεων και αγώνων να κρίνεται από απολύτως τυχαίους παράγοντες. Όμως το ήθος δεν είναι υπόθεση της τύχης. Ζητήματα πολιτικού ήθους καταγράφει ο Τίτος Πατρίκιος μέσα από τα μάτια και τη γραφομηχανή του νέου ερευνητή, Όσο και αν η εμμονή στις παθογένειες αδικεί στο σύνολό της την υπόθεση της πίστης, όσο κι αν πλησιάζει επικίνδυνα σε ιδεολογικό μηδενισμό το ποίημα παραμένει τελικά πάνω στο δρόμο του φαινομένου που ο Δ.Ν.Μαρωνίτης ονόμασε «πολιτική και ποιητική ηθική» στο ομώνυμο βιβλίο του για τους πολιτικούς ποιητές της Α΄μεταπολεμικής γενιάς· τον δύσκολο δρόμο που πρέπει να βαδίσει ο πολιτικός ποιητής για να επιτύχει σύζευξη ανάμεσα στις ιδεολογικές ή/και κομματικές επιταγές από τη μια και την αξιοπρέπεια και αξιοπιστία της τέχνης του από την άλλη.

Σημειώσεις – Γιάννης Ρίτσος, «Η Άρτεμις»

Η Άρτεμις
Απέραντα θλιμμένη φαίνεται η θεά, παρόλη της τη δόξα —

θλιμμένη και συχνά στρυφνή η Καλλίστη· — τί της λείπει τάχα;
παντού οι βωμοί της λάμπουν, σε λιμάνια, δάση, πολιτείες·
ο Ιππόλυτος για τα στεφάνια της δρέπει άνθη σ’ έρημα λιβάδια
όπου κανένα ζώο δε βόσκει, μόνο η μέλισσα ιερά βομβίζει·
σ’ εκείνην οι μελλόνυμφες προσφέρουν τις ωραίες τους ζώνες
και τις πλεξούδες των μαλλιών τους. Οι ποιητές ακούραστα συλλέγουν
τα πιο εξαίσια επίθετα για τ’ όνομά της.
                                            Γιατί τότε
αυτή η κατήφεια κι η οργή κι οι μεγάλες αναίτιες τιμωρίες
των Αλωαδών, του Ακταίωνα, του Ωρίωνα, του Βουφάγου
και της δύστυχης Νιόβης;
                              Ίσως ο Άδωνις κάτι θα μπορούσε
να πει γι’ αυτό, αν στα πλήγματα του αγριόχοιρου δεν είχε υποκύψει,
κι ίσως οι εξήντα νύμφες της που λούζονται μαζί της στα ποτάμια
να ξέρουν κάτι, ή κάτι ν’ άκουσαν η Πότνια των Θηρών να ψιθυρίζει
στον ύπνο της, τις νύχτες του καλοκαιριού, καθώς πλαγιάζει
μόνη της πάντα στο κρεβάτι της, υπτία· κι ανοιχτά τα γόνατά της
έξω από το σεντόνι φέγγουνε σαν κρίνα κάτω απ’ τη σελήνη.
                                                                                                Καρλόβασι, 12.VΙ.69
(Γιάννης Ρίτσος. 1972. Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.)

Οι τρεις σειρές της σειράς Επαναλήψεις (Α΄ 1963-1965, Β΄ 1968, Γ΄ 1969) περιέχουν, ιδίως στις Επαναλήψεις Β΄ και Γ΄, σχεδόν αποκλειστικά ποιήματα στα οποία ο αρχαιοελληνικός μύθος (αλλά και η αρχαία ιστορία) χρησιμοποιούνται σταθερά αν και όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Δεν θα εφεσίαςεπιμείνω περισσότερο στο ζήτημα της χρήσης του αρχαιοελληνικού μύθου από τον Γιάννη Ρίτσο, εκτενέστατο κεφάλαιο στις μελέτες για τον ποιητή με πολύ μεγάλη βιβλιογραφία που καλύπτει όμως περισσότερο συλλογές όπως η Μαρτυρίες (Α΄ 1957-1963, Β΄ 1964-1965, Γ΄ 1961-1967) και η Τέταρτη διάσταση (α΄ έκδ. 1972). Θα κρατήσω ενδεικτικά από την τεράστια, επαναλαμβάνω, βιβλιογραφία μόνο:

1. από την υποενότητα Νόστος στην ενότητα Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας το καλογραμμένο, περιεκτικό και ιδιαίτερα χρήσιμο εισαγωγικό σημείωμα της Μαρίας Ακριτίδου Τα Αρχαιόθεμα του Ρίτσου και την κατατοπιστική βιβλιογραφία του παρατίθεται.

2. Τις διαδοχικές φάσεις παρουσίας του αρχαίου μύθου στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (Αλεξάνδρα Ζερβού, «Ο αρχαίος μύθος και η “στρατευμένη” ποίηση του καιρού μας —με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου—». Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, επιμ. Δ. Κόκορης. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σ. 185-186):

Η παρουσία του μύθου στην ποίηση του Ρίτσου σημειώνει τρεις διαφορετικές φάσεις. Στην πρώτη (1939-1959) έχει τη μορφή του ποικίλματος, του περίτεχνου στολιδιού που διαλέγει ο μαθητής του Παλαμά.[…] Την περίοδο απ’ τα 1959 ως τα 1975 οι αρχαίοι μύθοι προσφέρουν τον καμβά για να συντεθούν τα πολύστιχα ποιήματα του Ρίτσου: «Το νεκρό σπίτι» (1959), «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» (1960), «Φιλοκτήτης) (1963-1965), «Ορέστης» (1962-1966), «Μαρτυρίες Β΄» (1964-1971), «Τειρεσίας» (1965-1970), «Περσεφόνη» (1966-1971), «Ισμήνη» (1967-1969), «Αίας» (1968), «Επαναλήψεις» (1967-1970), «Χρυσόθεμη» (1969), «Αγαμέμνων» (1966-1970), «Ελένη» (1970), «Επιστροφή της Ιφιγένειας» (1971-1972), «Φαίδρα» (1974-1975).
Σπάνια ο ποιητής αντλεί τη γνώση του για το μύθο από αρχαίο κείμενο. Εξαίρεση αποτελούν οι «Μαρτυρίες» και οι «Επαναλήψεις», όπου οι ομηρικές αναφορές φτάνουν ώς την παράφραση, ειδικά της οδυσσειακής μετάφρασης του Εφταλιώτη. Από το 1975 και μετά υπάρχει μια πολυσημία μυθικών συμβόλων. Οι μύθοι παρουσιάζονται εξαιρετικά πολυάριθμοι και με αποσπασματική μορφή διάσπαρτοι σ’ ολόκληρο το έργο.

  1. Την ορολογία του Δ.Ν.Μαρωνίτη [Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Μύθος και ποίηση», περ. Εντευκτήριο, τχ. 60 (Ιαν.-Μαρτ. 2003)] για τα ποιήματα που αξιοποιούν την αρχαιοελληνική ιστορία και τον αρχαιοελληνικό μύθο καθώς και τις λεπτές διακρίσεις στα μυθικά ποιήματα:

    […] Τρεις βασικοί τρόποι συμπεριφοράς των μυθολογικών ποιημάτων αναγνωρίζονται στην προκειμένη περίπτωση: η ταυτοσημία, η ετεροσημία και η παρασημία. Η ταυτοσημία, συντηρητική κατά βάση μέθοδος, σέβεται τόσο τα θεματικά όσο και προπαντός τα ιδεολογικά συστατικά του προτύπου, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν προσθέτει νέα ή και εσωτερικά στοιχεία στο αρχαίο μυθολογικό έρεισμα. Αντίθετα, η ετεροσημία, αντιρρητική ή και ανατρεπτική μέθοδος, αντιστέκεται στο πρότυπο ποίημα, αμφισβητώντας ή και αντιστρέφοντας θεματικά, ηθολογικά, σημασιολογικά, υφολογικά και ιδεολογικά σήματά του. Τέλος, η παρασημία, μετριοπαθέστερη συγκριτικώς μέθοδος, βρίσκεται κάπου στη μέση, επιχειρώντας αδιόρατες διά γυμνού οφθαλμού μεταλλαγές, σημαντικές ωστόσο, και στα πέντε προηγούμενα επίπεδα. Επιμένοντας στον μεγάλο μάστορη του είδους, στον Καβάφη, προτείνω: ως παράδειγμα ταυτοσημίας τους «Τρώες»· ετεροσημίας την πασίγνωστη «Ιθάκη»· παρασημίας «Τα άλογα του Αχιλλέως». […]

Το παραπάνω μυθολογικό ποίημα του Ρίτσου τυπικά εμπίπτει στην κατά Μαρωνίτη ταυτοσημική συμπεριφορά καθώς τίποτα δε φανερώνει ότι αποκλίνει από την εικόνα της Άρτεμης, τις ιδιότητες και τις πράξεις της όπως τα γνωρίζουμε από τη μυθολογία. Ωστόσο εκτιμώ ότι οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι ανατρέπουν ριζικά τη συντηρητική αυτή προσέγγιση παρασημαίνοντας διακριτικά και υπαινικτικά (όπως ακριβώς ορίζει ο Μαρωνίτης την παρασημία) το τακτοποιημένο και ακριβές μυθολογικά ποιητικό περιεχόμενο. Παραπέμπω ήδη μέσα στο ποίημα σε διαδικτυακές πηγές που τεκμηριώνουν την ακρίβεια των μυθολογικών αναφορών και θα επιχειρήσω να καταδείξω στη συνέχεια ταακταίων2 παρασημικά στοιχεία του ποιήματος. Σημειώνω επίσης ότι για τις πηγές του Ρίτσου στις σχετικές μυθολογικές αναφορές «αρκεί να σημειώσουμε ότι βασική, αν και όχι μοναδική, πηγή για την κατεξοχήν αρχαιόμυθη συλλογή του Ρίτσου Επαναλήψεις, Β΄, υπήρξε η Ελληνική Μυθολογία του J. Rispen μαζί με τα ομηρικά κείμενα της βιβλιοθήκης του στη Σάμο, τα οποία είχε στη διάθεσή του μόνο μετά τη πρώτη γραφή των Επαναλήψεων Β΄ στο στρατόπεδο κρατουμένων της Λέρου» (Μαρία Ακριτίδου «Τα αρχαιόθεμα του Ρίτσου. Εισαγωγή: Για τη συγκρότηση της αρχαιόθεμης ανθολογίας»)

Τρεις κύριες νοηματικές μονάδες, γραμμικά ως προς το νοηματικό περιεχόμενο τοποθετημένες και διακριτές ως (περίπου) στροφές συνθέτουν το ποίημα. Όπως όλα τα ποιήματα στις Επαναλήψεις χαρακτηρίζεται από λιτότητα εκφραστικών μέσων, μακροσκελείς στίχους με συστηματικούς διασκελισμούς, σχεδόν πεζολογία που όμως (πάλι συνηθισμένο στις Επαναλήψεις) υπονομεύεται από έναν υπόγειο λυρισμό που εδώ ξεπροβάλλει στους τελευταίους στίχους και πιστοποιεί τη γνησιότητα του ποιητικού χαρακτήρα του κειμένου.

Η πρώτη στροφική ενότητα ( στ. 1-8) καταγράφει με απορία την αντίθεση ανάμεσα στη μόνιμη θλίψη αλλά και ιδιόρρυθμη συμπεριφορά (στρυφνή) της θεάς και την ομόθυμη και καθολική λατρεία της που περιγράφεται εκτεταμένα (στ. 3-8), Η δεύτερη ενότητα (στ, 9-12) θέτει ρητά το ερώτημα: που οφείλεται η κατήφεια της θεάς που γίνεται συχνά οργή με τα τραγικά μυθολογικά παραδείγματα που παρατίθενται. Η τρίτη (στ. 14-19) πιθανολογεί σχετικά με το ποιοι θα μπορούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα χωρίς να μπορεί να δώσει οριστικές απαντήσεις αλλά και χωρίς να αφήνει το ερώτημα εντελώς αναπάντητο.

Ήδη από τον πρώτο στίχο δίνεται το θεματικό κέντρο του ποιήματος θλίψη της θεάς # δόξα της θεάς (Απέραντα θλιμμένη φαίνεται η θεά, παρόλη της τη δόξα). Προσέχουμε το επίθετο απέραντα με το οποίο ξεκινά το ποίημα που εξ αρχής αποδίδει την ένταση της θλίψης. Cornelis Holsteyn Venus and Amor Mourning the Death of AdonisΤο επίθετο θλιμμένη επαναλαμβάνεται στον δεύτερο στίχο (θλιμμένη και συχνά στρυφνή η Καλλίστη) που αναπτύσσεται μέσα σε παύλες οι οποίες εκτελούν πολλαπλό ρόλο: υπογραμμίζουν τη θλίψη της θεάς με το θλιμμένη, φωτίζουν εμφατικά την ιδιορρυθμία της (συχνά στρυφνή) και τέλος ενισχύουν την ειρωνική αντίθεση ανάμεσα στα επίθετα θλιμμένη και στριφνή και το λατρευτικό επίθετο Καλλίστη. Οι στίχοι που ακολουθούν ως το τέλος της ενότητας εξαρτώνται από το ερώτημα που τίθεται πλέον ρητά στον δεύτερο στίχο: τί της λείπει τάχα; και καταγράφουν αναλυτικά με παραδείγματα τη λατρεία της θεάς, τόσο εκτεταμένη και τόσο σταθερή που δεν αιτιολογεί τον δύστροπο χαρακτήρα της: οι βωμοί της παντού (στ.3), λιβάδια ιερά δικά της και στεφάνια από τον Ιππόλυτο (στιχ. 4-5), αφιερώματα από τις μελλόνυμφες και ύμνοι από τους ποιητές (στιχ, 6-8).

Στη δεύτερη ενότητα, καθώς έχει αποκλειστεί στην πρώτη ενότητα κάθε λόγος που θα αιτιολογούσε την αρνητική συμπεριφορά της θεάς, επιστρέφει εμφατικά με τη μορφή ερωτήματος (Γιατί τότε) το θέμα της θλίψης αν και εδώ αναπτύσσεται όχι τόσο η θλίψη (κατήφεια) όσο ο στρυφνός χαρακτήρας (οργή) της θεάς που μάλιστα οδηγεί σε μεγάλες αναίτιες τιμωρίες – το επίθετο αναίτιες είναι χαρακτηριστικό όπως και το δύστυχη για την Νιόβη – που καταγράφονται ενδεικτικά (ο κατάλογος στη μυθολογία είναι σαφώς μεγαλύτερος) στους στίχους 11-12: των Αλωαδών, του Ακταίωνα, του Ωρίωνα, του Βουφάγου // και της δύστυχης Νιόβης. Τόσο τα παραδείγματα λοιπόν όσο και τα επίθετα που προαναφέρθηκαν δημιουργούν μια έντονα αρνητική εικόνα για τη θεά που επιδεικνύει μια ιδιαίτερα βίαια και σκοτεινή συμπεριφορά η οποία δεν εξηγείται με κανέναν τρόπο.

Λίγοι πραγματικά θα μπορούσαν πιθανόν να εξηγήσουν αυτή τη συμπεριφορά και η τρίτη ενότητα επιχειρεί να τους παρουσιάσει: Ίσως ο Άδωνις : Ίσως ο Άδωνις κάτι θα μπορούσε // να πει γι’ αυτό, αν στα πλήγματα του αγριόχοιρου δεν είχε υποκύψει. Γιατί όμως ο Άδωνις; Επειδή ο θάνατός του συσχετίζεται με την Αρτέμιδα αλλά χωρίς άλλες εξηγήσεις πέρα (πιθανόν) από κάποια ζήλεια της θεάς για την ομορφιά του που μοιράζονταν η Αφροδίτη και η Περσεφόνη. Ίσως πάλι οι νύμφες που την ακολουθούν κάτι να είδαν ή άκουσαν:
κι ίσως οι εξήντα νύμφες της που λούζονται μαζί της στα ποτάμια
να ξέρουν κάτι, ή κάτι ν’ άκουσαν η Πότνια των Θηρών να ψιθυρίζει
στον ύπνο της, τις νύχτες του καλοκαιριού, καθώς πλαγιάζει
μόνη της πάντα στο κρεβάτι της, υπτία· κι ανοιχτά τα γόνατά της
έξω από το σεντόνι φέγγουνε σαν κρίνα κάτω απ’ τη σελήνη.
Τυπικά το ποίημα κλείνει χωρίς καμία απάντηση στο ερώτημα της δεύτερης στροφικής ενότητας για τον σκοτεινό και βίαιο χαρακτήρα της θεάς. θηρώνΩστόσο η εικόνα της που διαγράφεται στους στίχους 15-19 αφήνει κάποια περιθώρια για πιθανές απαντήσεις – πιθανές ωστόσο πάντα – πέρα από τα δεδομένα του μύθου. Πότνια των Θηρών ονομάζεται η θεά, κυρίαρχο λατρευτικό επίθετο που εδώ τονίζει τον κυνηγετικό (βίαιο) αλλά και μοναχικό της χαρακτήρα. Ακολουθεί η διακριτικά ερωτική σκηνοθεσία: καλοκαίρι (προσέχουμε το μόνη της πάντα που τονίζει τη μοναξιά του παρθενικού της βίου), και η ύπτια στάση με τα γόνατα ανοιχτά έξω από το σεντόνι φέγγουνε σαν κρίνα κάτω απ’ τη σελήνη. Ό,τι αρνείται η θεά στο σώμα της και ξεσπά για εκτόνωση σε σκληρές τιμωρίες πάνω στους θνητούς, το ίδιο το σώμα το αποζητά στον ύπνο, όταν οι άμυνές του χαλαρώνουν: λόγια μέσα στον ύπνο και η στάση του σώματος που παραπέμπει έντονα σε ερωτική επαφή η οποία όμως εάν κάπου ολοκληρώνεται είναι  – ίσως – μόνο στο όνειρο καθώς η αγνότητά τηε και στον ύπνο ακόμα είναι συμβολικά παρούσα: τα γόνατα της θεάς, ανοιχτά και σε ύπτια στάση, εικόνα με σαφή ερωτικά συμφραζόμενα, φέγγουν σαν κρίνα κάτω από τη σελήνη: όμορφα μεν και ερωτικά αλλά σαν κρίνα, σύμβολα της αγνότητας.

Η θλίψη, ο δύστροπος και βίαιος χαρακτήρας της θεάς και η οργή της που ξεσπά στους θνητούς δείχνει τελείως αντίθετη με την καλοκαιρινή ερωτική της εικόνα και η αντίθεση αυτή είναι και το κλειδί για τη στάση της. Εγκλωβισμένη σε έναν ρόλο απόλυτης παρθενίας στα πλαίσιακαι Έρως 1761 – Pompeo Batoni του οποίου αναλαμβάνει να τιμωρήσει σκληρά όσους τον αμφισβητούν και όσες τον παραβιάζουν ενώ ορκίστηκαν σε αυτόν, είναι κατά βάθος δυστυχισμένη καθώς η ερωτική επιθυμία περνά μέσα από τον ύπνο της, εκεί που η πανοπλία του συνειδητού είναι άχρηστη, και τη βασανίζει. Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας οδηγεί τη θεά σε σκληρόκαρδη, άδικη και συχνά παράλογη συμπεριφορά καθώς δε μπορεί να διαφύγει από το ρόλο της. Θεοί και άνθρωποι κινούνται μέσα στα μέτρα που τους έχουν τεθεί:  Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα, ει δε μη, Ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν  όπως έγραφε ο Ηράκλειτος. Η Άρτεμις δε μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα που της ορίστηκαν. Μόνο στον ύπνο και πάλι ίσως.

Γίνεται φανερή από τα παραπάνω η κατά Μαρωνίτη παρασημική συμπεριφορά του ποιήματος, Οι αλλαγές που επιχειρεί ο ποιητής στον αρχαίο μύθο είναι πρακτικά μηδενικές καθώς σε ολόκληρο το ποίημα όλες ARTEMIS SLEEPING by Aristomenis Tsolakis.οι αναφορές είναι άψογα τεκμηριωμένες μυθολογικά. Εκεί που η εικόνα της θεάς όπως μας την παραδίδει ο μύθος δείχνει να γίνεται ασαφέστερη είναι στους τελευταίους τέσσερις στίχους όπου η σκληρή και άτεγκτη θεά δείχνει πολύ πιο συμπαθής, σχεδόν ερωτική. Οι στίχοι αυτοί ναι μεν δεν αμφισβητούν ρητά και άμεσα το παραδεδομένο μυθολογικό υλικό ωστόσο εισάγουν υπαινικτικά, με την ποιητική ερωτική σκηνοθεσία και μόνο, μια πιθανή ηθολογική διαφοροποίηση στην Αρτέμιδα του μύθου που ταυτόχρονα οδηγεί και σε μια πιθανή σημασιολογική διαφοροποίηση στα δεδομένα του ποιήματος. Πιθανή πάντα· όχι δεδομένη ούτε καν εμφανή όπως ακριβώς απαιτεί η παρασημία ως τρόπος συμπεριφοράς στα μυθολογικά ποιήματα.