Η εισβολή του τανκ
Έτσι, πριν τα μεσάνυκτα της Παρασκευής προς το Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973 άρχισε η δεύτερη φάση της επιχείρησης καταστολής. Δεκάδες άρματα μάχης και ένοπλα τμήματα καταδρομέων κινήθηκαν προς το Πολυτεχνείο. Για περισσότερες από δύο ώρες τα οδοφράγματα κρατούσαν τα τεθωρακισμένα μακριά από το Πολυτεχνείο. Όλο εκείνο το διάστημα λάμβαναν χώρα σε δεκάδες σημεία της πόλης σκληρές οδομαχίες πάνοπλων αστυνομικών και ΚΥΠατζήδων με διαδηλωτές οπλισμένους με οικοδομικά υλικά. Ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου έκανε συνέχεια εκκλήσεις για ιατρικό και φαρμακευτικό υλικό, καθώς και για ασθενοφόρα: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Κάνουμε έκκληση σ’ όλους τους γιατρούς της Αθήνας να σπεύσουν αμέσως. Να σπεύσουν αμέσως. Να σπεύσουν αμέσως στα νοσηλευτικά ιδρύματα. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη χειρουργείων. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη χειρουργείων. Αυτή τη στιγμή πληροφορούμεθα ότι αστυνομικοί πυροβολούν τα λάστιχα των αυτοκινήτων και ρίχνουν δακρυγόνα σε ασθενοφόρα. Αυτό το καταδικάζει κάθε άνθρωπος. Είναι εγκληματικό, είναι απάνθρωπο. Τα αυτοκίνητα έρχονται να σώσουν αγωνιστές, να σώσουν ανθρώπους που θυσιάζουν το αίμα τους, που το αίμα τους τιμιέται με τον αγώνα τους. Ο αγώνας τους είναι ιερός. Θυσιάζονται για να αποτινάξουν τον αμερικανικό ζυγό…».
Γύρω στις δύο τη νύχτα του Σαββάτου τα άρματα μάχης και οι καταδρομείς, πεζοναύτες και αλεξιπτωτιστές, μετά από σκληρές μάχες κατάφεραν να διασπάσουν τον συμπαγή προστατευτικό κλοιό που είχαν δημιουργήσει οι διαδηλωτές γύρω από το Πολυτεχνείο και να φτάσουν στην πύλη του. Η στιγμή η συγκλονιστική. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες έδιναν άοπλοι άνισες μάχες με τον πάνοπλο μηχανισμό καταστολής που είχε σαφή διαταγή «όπου είναι απαραίτητο βαράτε στο ψαχνό», όπως αποκαλύφθηκε από τις παγιδευμένες επικοινωνίες της αστυνομίας.
Την ίδια στιγμή που σε όλες τις γειτονιές οι καμπάνες χτυπούσαν και τα εκατομμύρια των Αθηναίων κρατούσαν την ανάσα τους μπροστά στα ραδιόφωνά τους, η φωνή του εκφωνητή Δημήτρη Παπαχρήστου έδινε με δραματικό τόνο την ιστορική διάσταση εκείνου του έπους: «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Έλληνες, τα τανκς αυτή τη στιγμή έχουν στραφεί με τις μπούκες των κανονιών τους προς το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές έχουν ξεκουμπώσει τα πουκάμισά τους και δείχνουν τα στήθια τους, το μόνο όπλο που έχουν μπροστά στα τανκς… Έλληνες, ακόμη το Πολυτεχνείο είναι ελεύθερο και αγωνιζόμαστε. Τα στήθια μας είναι προτεταμένα στα πολυβόλα και στα τεθωρακισμένα που βρίσκονται μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου… Έλληνες, πρέπει να μάθετε την αλήθεια. Πρέπει να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λεύτερα, πως τα παιδιά θα σας ζήσουν ελεύθερα, πως τα παιδιά σας θα ζήσουν γιατί πιστεύουν στην προκοπή αυτού του τόπου… Ο ελληνικός λαός μάχεται και αγωνίζεται. Πρέπει όλοι οι Έλληνες να μάθουν αυτό το ανεπανάληπτο που γίνεται αυτή τη στιγμή, αυτό που δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα, να πολεμάνε άοπλα τα τέκνα της, τα παιδιά σας. Αν δεν σας ξυπνήσει αυτή η θυσία μας, αν δεν συλλογισθείτε αυτόν τον αγώνα μας, θα χαθεί η Ελλάδα μας, θα σβήσει αυτή η όμορφη, τρισένδοξη χώρα μας, που λατρεύουμε, που λατρεύουμε όλοι, που θέλουμε την προκοπή της. Θέλουμε η ίδια, ο λαός της να καθορίζει την τύχη της, να φτιάχνει το μέλλον της, να ζει ανεξάρτητη, να ζει ελεύθερη, ο λαός να κυβερνά».
Όταν πια τα τανκς και οι καταδρομείς βρίσκονται μπροστά στο Πολυτεχνείο, δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, εργαζόμενοι και μαθητές, που είχαν πλημμυρίσει ασφυκτικά το προαύλιο του Πολυτεχνείου, άρχισαν να φωνάζουν με πάθος “Είσαστε αδέρφια μας”, “Όχι αδερφικό αίμα”, “Λαός, στρατιώτες, ενωμένοι ενάντια στη χούντα” και άλλα συναφή. Τα συνθήματα αντανακλούσαν την ένταση της στιγμής, αλλά και την ελπίδα ότι θα μπορούσαν οι στρατιώτες να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των εξεγερμένων. Στην ίδια γραμμή κινούνταν και ο ραδιοσταθμός: «Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο. Ελληνικά στρατευμένα νιάτα, ο λαός που βρίσκεται μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο σάς περιμένει. Δεν σας κρατάει καμία κακία. Ξέρει ότι δεν φταίτε εσείς για την εντολή που πήρατε. Ξέρει ότι οι καρδιές σας είναι κοντά στις δικές μας καρδιές. Στρατευμένα νιάτα που βρίσκεστε αυτή τη στιγμή στους δρόμους της Αθήνας, ξέρετε πολύ καλά πως λαός είναι μαζί σας. Ξέρουμε πολύ καλά πως οι καρδιές σας είναι μαζί μας… Αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια στρατιώτες, πώς είναι δυνατόν να πυροβολήσετε τ’ αδέλφια σας, να χυθεί ελληνικό αίμα, όλοι μας πιστεύουμε στη λεφτεριά… Αγωνιζόμαστε όλοι ενάντια στη χούντα. Πιστεύουμε ότι οι φαντάροι θα αγκαλιαστούν με τους φοιτητές μας, θα κρατήσουμε μέχρι το πρωί και όταν έρθει το πρωί η νίκη είναι δική μας. Θα νικήσουμε γιατί είμαστε αποφασισμένοι να νικήσουμε, να ρίξουμε τη δικτατορία, να ανατρέψουμε τη χούντα. Είμαστε άοπλοι, το μόνο όπλο μας είναι η αγάπη μας για την πατρίδα, για την προκοπή της πατρίδας μας, η αγάπη μας για τη λευτεριά. Έλληνες, Έλληνες πρέπει να μάθετε την αλήθεια, πρέπει να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λέφτερα! Όχι αδελφικό αίμα, όχι αδελφικό αίμα. Λαός και στρατός ενωμένοι στον αγώνα ενάντια στη χούντα. Τη χούντα που έξι χρόνια τυραννούσε τον βασανισμένο ελληνικό λαό».
Παρά τη δύναμη που είχαν αυτά τα μηνύματα δεν ήταν σε θέση να ανατρέψουν την κατάσταση. Τα στρατιωτικά τμήματα που κατέβηκαν στο Πολυτεχνείο ήταν ειδικές δυνάμεις, εκπαιδευμένες σε αυστηρή ιεραρχία και πειθαρχία. Γενικά ο στρατιώτης δεν εγκαταλείπει τη θέση του, επειδή κάτι τέτοιο σ’ εκείνες τις συνθήκες θα ισοδυναμούσε με βαρύτατη καταδίκη, εάν όχι με επί τόπου εκτέλεση. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, άλλωστε, δεν είχε τις προϋποθέσεις για την επιτόπου βίαιη ανατροπή της χούντας, έστω κι αν αυθόρμητα ακούστηκαν κάποια τέτοια συνθήματα. Εκτός όλων των παραπάνω, οι στρατιώτες που εστάλησαν στο Πολυτεχνείο δεν είχαν τη δυνατότητα να ακούνε το “Εδώ Πολυτεχνείο”.
Το φοιτητικό κίνημα, καθότι άοπλο, ναι μεν δεν ήταν σε θέση να ανατρέψει τη χούντα, αλλά ήταν σε θέση να ανατρέψει τον ελιγμό της πολιτικοποίησης του δικτατορικού καθεστώτος, που είχαν δρομολογήσει Παπαδόπουλος-Μαρκεζίνης. Και αυτό έπραξε, γεγονός που έκλεισε τη μοναδική διέξοδο της δικτατορίας, με αποτέλεσμα να την εγκλωβίσει σε βαθιά απομόνωση και κρίση, η οποία καθημερινά υπέσκαπτε τα θεμέλιά της. Αυτόν ακριβώς τον στόχο είχε ιστορικά η εξέγερση του Νοέμβρη, στόχο που επέτυχε απόλυτα.
Τρεις το πρωί του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973, το τανκ όρμησε στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου και την έριξε κάτω μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, στην οποία ακούγονταν πυροβολισμοί, το κροτάλισμα πολυβόλων, οι κραυγές τραυματισμένων και ο ήχος της μετακινούμενης μάζας. Με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, του κέντρου της εξέγερσης, άρχισε η τρίτη φάση της επιχείρησης καταστολής, η οποία περιλάμβανε τη διάλυση με όπλα και πολλές φορές με τεθωρακισμένα των εκατοντάδων οδοφραγμάτων και διαδηλώσεων, οι οποίες συνεχίζονταν όλη τη νύχτα, όλη την ημέρα του Σαββάτου μέχρι και την Κυριακή. Το Σάββατο στις 11:00 π.μ. κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα για την άμεση καταστολή των εξεγερμένων πολιτών, οι οποίοι δεν σταματούσαν να κατεβαίνουν κατά χιλιάδες από τις γειτονιές στο κέντρο.
Όταν το άρμα μάχης βρέθηκε μπροστά στην πύλη του Πολυτεχνείου με τον προβολέα του να φωτίζει απόκοσμα το πλημμυρισμένο από εξεγερμένους προαύλιο, μία απέραντη σιωπή απλώθηκε στον χώρο. Ο Κώστας Λαλιώτης είχε μεταβεί στην πύλη. Από το εσωτερικό τηλέφωνο που υπήρχε στο φυλάκιο της πύλης επικοινώνησε με τη Συντονιστική Επιτροπή. Σήκωσα εγώ το τηλέφωνο. Μου είπε ότι ο επικεφαλής αξιωματικός τού ζήτησε να βγει έξω για να διαπραγματευτούν. Του απάντησα να μη βγει, επειδή έτσι κι αλλιώς θα εισβάλουν, και ότι κατεβαίνω αμέσως και εγώ. Δεν με άκουσε. Πήδηξε από τα κάγκελα, τον συνέλαβαν και κατέληξε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου τον βασάνισαν άγρια. Αν μη τι άλλο, η πράξη του ήθελε πολλή γενναιότητα.
Εντωμεταξύ, εγώ εγκατέλειψα την αίθουσα της Συντονιστικής Επιτροπής στο κτίριο της Αρχιτεκτονικής σε κατευθύνθηκα με πολλή δυσκολία, λόγω του πλήθους, προς την πύλη της Πατησίων. Πριν προλάβω καν να την προσεγγίσω, είδα το τανκ να ορμάει και να ρίχνει την πύλη. Εκεί ήταν η Πέπη Ρηγοπούλου (μετέπειτα καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), η οποία υπέστη συντριπτικά κατάγματα στα πόδια και είναι θαύμα πώς κατάφερε να αποθεραπευτεί. Σε λίγο είδα έναν αξιωματικό ακολουθούμενο από πάνοπλους καταδρομείς, οι οποίοι εφ’ ενός ζυγού διείσδυαν στο πλήθος. Βρισκόμουν δίπλα στη δίοδο που είχαν ανοίξει στο πλήθος και έβλεπα τα πρόσωπα. Χωρίς ίχνος υπερβολής, οι στρατιώτες έτρεμαν, ορισμένοι μόλις που συγκρατούσαν τα δάκρυά τους. Προφανώς, τους είχαν πει ότι θα καθαρίσουν το Πολυτεχνείο από κομμουνιστές που το είχαν καταλάβει, αλλά όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους συνομηλίκους τους εξεγερμένους, που τους αποκαλούσαν “αδέλφια μας”, έπαθαν σοκ.
Ο επικεφαλής αξιωματικός της διμοιρίας των καταδρομέων που είχε διεισδύσει από τη δεξιά πλευρά της πύλης, ανεβαίνοντας προς την Αρχιτεκτονική, είχε προτεταμένο το πιστόλι του και έτυχε κάποια στιγμή να το κολλήσει στα πλευρά μου, ενώ φώναζε απειλητικά στους συγκεντρωμένους να κατευθυνθούν προς την έξοδο. Φρόντισα σιγά σιγά να μετακινηθώ προς το κέντρο του ανθρωπίνου ποταμιού που είχε δημιουργηθεί και κατευθυνόταν προς την έξοδο, ώστο το πιστόλι να φύγει από τα πλευρά μου! Ήταν τόσο το πλήθος, που κάποια στιγμή σήκωσα τα πόδια μου, τέντωσα τα χέρια μου και το πλήθος ήταν τόσο πυκνό που με μετέφερε!
Ελικόπτερα εντόπισαν τις διαδηλώσεις και έστειλαν εκεί τα τεθωρακισμένα και την ένοπλη αστυνομία, η οποία δεν δίστασε να πυροβολεί άοπλους διαδηλωτές ακόμα και άσχετους περαστικούς. Εκείνες τις ώρες έπεσαν οι περισσότεροι νεκροί και τραυματίες από σφαίρες, ενώ χιλιάδες ήταν οι συλληφθέντες. Η θυσία εκείνη όχι μόνο δεν πήγε χαμένη, αλλά αντιθέτως αποσταθεροποίησε πλήρως το δικτατορικό καθεστώς. Το υποχρέωσαν να ταμπουρωθεί πίσω από τον στρατιωτικό νόμο και την απροσχημάτιστη τρομοκρατία, τα μόνα μέσα που του είχαν απομείνει για να κρατηθεί στη ζωή. Η μοίρα του, όμως, είχε ήδη προδιαγραφεί. Η κατάρρευσή του ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.
Ας παρεμβάλω μία ακόμη προσωπική μαρτυρία. Μόλις το ανθρώπινο ποτάμι βρέθηκε από την κεντρική πύλη (το ίδιο έγινε και στην πύλη της Στουρνάρη) οι στρατιωτικοί μάς κατηύθυναν προς τα δεξιά, προς την πλευρά της Τοσίτσα, λέγοντάς μας κάποιοι καταδρομείς ότι στη Στουρνάρη ήταν η αστυνομία. Πράγματι, το ανθρώπινο ποτάμι ανέβηκε μαζικά την Τοσίτσα, αλλά στην οδό Τοσίτσα και Ζαΐμη μία διμοιρία αστυνομικών με προτεταμένα αυτόματα, είχε κλείσει τον δρόμο. Και τότε, από το πουθενά είδα τους περισσότερους που έτρεχαν δίπλα μου να βγάζουν από τα μπουφάν τους κρυμμένα ξύλα και με αποφασιστικότητα να συνεχίζουν τον δρόμο κατευθείαν προς τους πάνοπλους αστυνομικούς. Δεν είχαν, άλλωστε, και δυνατότητα υποχώρησης, αφού ερχόταν από πίσω πλήθος, που τους ωθούσε μπροστά. Δεν γνωρίζω εάν πρόθεση των αστυνομικών ήταν να πυροβολήσουν, αλλά λίγο πριν το ανθρώπινο ποτάμι πέσει πάνω στην αστυνομική δύναμη ο επικεφαλής αξιωματικός τη διέταξε να αποσυρθεί γρήγορα γρήγορα. Έτσι αποφεύχθηκε ένα λουτρό αίματος όχι μόνο εξεγερμένων αλλά και αστυνομικών. Εάν πυροβολούσαν, κάποια στιγμή θα έρχονταν σε επαφή με το πλήθος, το οποίο θα τους κατακρεουργούσε.
Ανεβαίνοντας το ανθρώπινο ποτάμι την Τοσίτσα και τη συνέχειά της, στην οδό Ερεσού, ολοένα και αραίωνε, αφού πολλοί κατέφευγαν σε πολυκατοικίες ή σε γύρω δρόμους. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις περισσότερες πολυκατοικίες άκουγες τον χαρακτηριστικό ήχο ότι μπορούσες να ανοίξεις την πόρτα για να μπεις. Προφανώς, κάποιος από κάποιο διαμέρισμα πατούσε συνεχώς το κουμπί για να μπορεί όποιος ήθελε να βρει καταφύγιο στην πολυκατοικία. Εγώ προτίμησα να ανέβω μέχρι την Ασκληπιού, όπου ήταν το σπίτι του συναδέλφου του Φοίβου Αρβανίτη. Όταν βρέθηκα μέσα, η μητέρα του με ρωτούσε με αγωνία για τον γιο της. Της είπα ότι τον είχα δει λίγες ώρες πριν, αλλά δεν ήξερα τι έγινε στη συνέχεια.
Ήμουνα τρεις νύχτες άυπνος και τόσο κουρασμένος, που έπεσα σ’ έναν καναπέ και ξεράθηκα στον ύπνο. Όπως μου είπαν το επόμενο μεσημέρι που με το ζόρι ξύπνησα, ο πατέρας του συναδέλφου μου είχε προσπαθήσει να με ξυπνήσει, σηκώνοντάς με ακόμα και όρθιο, αλλά ματαίως! Οι οικοδεσπότες παρέμεναν σε μεγάλη αγωνία, αφού δεν είχαν μάθει τίποτα ακόμα και τον γιο τους. Εκτελώντας την επιθυμία μου, ο πατέρας του με έβαλε στο αυτοκίνητό του, θυμάμαι ένα Πεζό 204, και μέσω της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με πήγε στα Άνω Ιλίσια, όπου ήταν το δώμα που νοίκιαζα. Η Λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν γεμάτη διαλυμένα οδοφράγματα (κατεστραμμένα λεωφορεία και παρατημένα αυτοκίνητα), αστυνομικά οχήματα και τα θωρακισμένα. Ελάχιστα Ι.Χ. κινούνταν, ενώ από τους γύρω δρόμους ακουγόταν πυροβολισμοί. Όπως συνειδητοποίησα αργότερα, η διαδρομή εκείνη ήταν πολύ επικίνδυνη, αφού κάποιοι έχασαν τη ζωή τους και περισσότεροι τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς σε εκείνες ακριβώς τις ώρες.
Όταν έφτασα στο σπίτι μου, έβαλα σε μία τσάντα τα τελείως αναγκαία και εγκατέλειψα όλα τα φοιτητικά υπάρχοντά μου για πάντα. Δεν επέστρεψα ποτέ και βεβαίως δεν τα ξαναείδα. Ήξερα ότι εκείνες τις ώρες η ασφάλεια και η EΣA δεν είχαν χρόνο να πραγματοποιούν εισβολές σε σπίτια, αλλά ήταν δεδομένο πως τις αμέσως επόμενες ημέρες θα το έκαναν. Όπως διαπίστωσα κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο του 1973, πολύ κοντά στο σπίτι μου έμενε και ο αντισυνταγματάρχης Νίκος Χατζηζήσης, διοικητής του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δεν ήμουν, λοιπόν, καθόλου ασφαλής στο σπίτι εκείνο. Με τα πόδια και με πολλή προσοχή, λοιπόν, κατέφυγα σ’ ένα φιλικό σπίτι στο Παγκράτι και από εκεί πέρασα στην παρανομία.
Σταύρος Λυγερός, Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, Μία ξεχασμένη κατάθεση, εκδόσεις Πατάκη
❦