Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951). Πηγή: Βιβλιονέτ

 

Από τους πρώτους που ο Μιχαηλίδης1 ζήτησε συνεργασία ήμουν κι εγώ. Και του υποσχέθηκα ένα μεγάλο διήγημα για το πρώτο τεύχος. Ήταν ο «Έρως Εσταυρωμένος», το δράμα της Στέλλας Βιολάντη. Εκείνο τον καιρό, είχε συμβεί κάτι τέτοιο σ’ ένα αστικό αθηναίικο σπίτι: ψιθυριζόταν πως έν’ από τα κορίτσια αυτού του σπιτιού δεν πέθανε από αρρώστια, όπως είπαν, παρ’ από την κακομεταχείριση που της έκαναν οι γονείς της και τ’ αδέρφια της, επειδή επέμενε να πάρει κάποιον που αγαπούσε. Ήξερα πως στην Πάτρα, λίγο παλιότερα, έν’ άλλο δυστυχισμένο κορίτσι πέθανε φυλακισμένο, για την ίδια αιτία, στη σοφίτα του πατρικού σπιτιού. Τέτοια, τον παλιό καιρό, ήταν συνηθισμένα και στη Ζάκυνθο. Υπήρχαν αστικά, κι αριστοκρατικά ακόμα σπίτια, που όταν ένα ερωτευμένο κορίτσι, με κάποια θέληση, τολμούσε ν’ αντισταθεί στους γονείς που εννοούσαν να το παντρέψουν με άλλον, υπόφερε μαρτύρια. Απ’ όλ’ αυτά, που μου τα θύμισε το περιστατικό που είπα, μου ήρθε η ιδέα να πλάσω μια ανάλογη ζακυνθινή ιστορία. Για το σκληρό πατέρα, τον Παναγή Βιολάντη, είχα μοντέλο κάποιον Ζακυνθινό που ήξερα. Και για τη μητέρα, την υποταγμένη τέλεια στη θέληση του αντρός της, και για την καλή θεία Νιόνια, και για τον κακό αδερφό, και για το δειλό και άπιστο Χρηστάκη Ζαμάνο, βρήκα μοντέλα στις ζακυνθινές μου αναμνήσεις. Μόνο για το κορίτσι δεν είχα. Πώς έπρεπε να είναι η ηρωίδα μου; ποιον τύπο ταίριαζε να της δώσω;Συνεχίστε την ανάγνωση

.jpg

πηγή: περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ, τχ. 10 (1963)

 

Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ

ΙΣΤΟΡΕΙ Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ ΣΠΑΘΑΡΗΣ

 

Γνωστός για την τέχνη του και έξω από την Ελλάδα, ο παλιός, καλός καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης έγινε ακόμα πιο γνωστός με τ’ «Απομνημονεύματά» του, που για το γνήσιο λαϊκό τους ύφος εγκωμιάστηκαν από κορυφαίους πνευματικούς μας ανθρώπους. Τελευταία έγραψε για το «Θέατρο» μερικά ακόμα κομμάτια απ’ τη ζωή και την τέχνη του.

 

Στο σπίτι μου, το καλοκαίρι που έπαιζα Καραγκιόζη, όλα πήγαιναν καλά γιατί το εισιτήριο το είχα μια πεντάρα, κι όσο έπαιζα τόσο περισσότερος κόσμος ερχότανε, κι οι 10 πεντάρες που μάζευαν γινότανε 20, 30 και τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα 50 και 60. Μόλις έφευγε το καλοκαίρι, εγώ σκεφτόμουνα τι καλύτερα σαράγια και καραγκιόζηδες να φτιάξω κ’ έπαιρνα πάντα για παρέα τον αχώριστο φίλο και γείτονά μου το Χρήστο Κουμούση, που του ’χαν κολλήσει το παρατσούκλι «κουρέλας», γιατ’ ήτανε φτωχόπαιδο σαν και μένα κ’ η μάνα του ξενόπλενε σαν τη δική μου.

Συνεχίστε την ανάγνωση