Ο εκ Μονάχου λατινιστής Wilfried Stroh εξέδωσε ένα βιβλίο με τον προβοκατόρικο τίτλο «Η Λατινική πέθανε − ζήτω η Λατινική» −για γλωσσολογικό-φιλολογικό έργο σχεδόν μπεστσέλερ! Με ορμή που συνεπαίρνει τάσσεται υπέρ της χρήσης των λατινικών ως προφορικής γλώσσας. Όταν μιλάμε για τη Λατινική ή την Αρχαία Ελληνική, γίνεται συνήθως λόγος περί «νεκρών γλωσσών». Όμως τι σημαίνει αυτό αλήθεια; Είναι η Λατινική πραγματικά νεκρή γλώσσα; Πότε μια γλώσσα είναι κλινικά νεκρή; Ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, ή μπορούμε να προσπαθήσουμε να της εμφυσήσουμε νέα ζωή;
Για να βρούμε μια λογική απάντηση, θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι οι γλώσσες μπορούν να «ζουν» με διάφορους τρόπους. Πρωτογενώς οι γλώσσες ζουν σε προφορική μορφή. Μεταδίδονται από τους γονείς και άλλα πρόσωπα αναφοράς στην επόμενη γενιά, και δη με φυσικό τρόπο –όχι άκοπα, όχι χωρίς προσπάθεια και λάθη, όμως χωρίς συστηματική διδασκαλία. Απαραίτητη καθίσταται μια συστηματική μαθησιακή διαδικασία όταν ο στόχος είναι η κατάκτηση των κοινωνικών δεξιοτήτων της ανάγνωσης και της γραφής. Εντός γραπτού πλαισίου οι γλώσσες αποκτούν μια δευτερογενή μορφή ύπαρξης, δεν ζουν μόνο ως μέσο προφορικής επικοινωνίας εντός μιας κοινότητας, αλλά αναπτύσσουν μιαν ανεξάρτητη, δική τους ζωή με νέους νόμους. Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι η κατά βάση διαφορετική σχέση με τη διάσταση του χρόνου: ο προφορικός λόγος χάνεται αμέσως, παραμένει σε ύπαρξη μόνο για όσον καιρό τον θυμόμαστε· ο γραπτός λόγος αντιθέτως είναι δυνητικά αιώνιος –όσο ο φορέας γραφής παραμένει άφθαρτος, αντέχει στον χρόνο απεριόριστα. Πεθαίνοντας, η γλώσσα χάνει μια από τις σημαντικότερες ιδιότητές της: τη μεταβλητότητα. Η προφορική πρωτογενής γλώσσα βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση: προφορά, γραμματική και λεξιλόγιο μεταβάλλονται ασταμάτητα σε τέτοιο βαθμό, που μετά από μερικές γενιές ή μερικούς αιώνες η κατανοησιμότητα διακόπτεται. Από τη Μεσαιωνική Γερμανική, χωρίς διδασκαλία, δεν καταλαβαίνουμε παρά μόνο ψήγματα. Από τη δε Παλαιογερμανική τίποτα. Οι γραπτώς καταγεγραμμένες γλώσσες δεν αλλάζουν. Αυτό μπορεί κανείς να το μετατρέψει σε πλεονέκτημα: οι γλώσσες αποκτούν τρόπον τινά αιώνια ζωή. Μπορεί, όμως, κανείς να το δει και αρνητικά: παύουν να εξελίσσονται, γίνονται άκαμπτες. Όταν μια γλώσσα έχει χαραχτεί σε πέτρα, γίνεται άφθαρτη σαν την πέτρα· αυτό όμως επίσης σημαίνει ότι απολιθώνεται.
H ιδιαιτερότητα των γλωσσών εκείνων που συνήθως αποκαλούμε νεκρές είναι η επιβίωσή τους στη δευτερογενή μορφή ύπαρξης της γραπτής γλώσσας. Κανείς πλέον δεν μιλάει την κλασική Λατινική ως μητρική. Ως γραπτή γλώσσα όμως επιβιώνει, η επιρροή της ως γλώσσας των λογίων και ως φορέα πολιτισμού εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα. Η παράδοση αυτή ουδέποτε διακόπηκε. Στο επίπεδο της προφορικής πρωτογενούς γλώσσας οι σημερινές ρωμανικές γλώσσες είναι οι άμεσοι συνεχιστές της Δημώδους Λατινικής της αρχαιότητας −μια αδιάσπαστη γενεαλογική αλυσίδα οδηγεί από τη γλώσσα της αρχαίας Ρώμης ή της Πομπηίας στις γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στο Παρίσι, στη Μαδρίτη ή στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Φυσικά, η Γαλλική, η Ισπανική ή η Πορτογαλική απομακρυνόμενες από τη λατινική τους κοιτίδα πλέον δεν αναγνωρίζονται, ακριβώς λόγω της μεταβλητότητας, η οποία αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό των ζωντανών γλωσσών. Η γραπτή Λατινική της κλασικής περιόδου, ωστόσο, μέσω της αδιάκοπης παρουσίας της στις σχολικές αίθουσες, στη λογοτεχνία και στην εκκλησιαστική λειτουργική γλώσσα ανέπτυξε μια δική της, ανεξάρτητη ύπαρξη, η οποία δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό της ως «νεκρής».
Γλώσσες που απώλεσαν την πρωτογενή προφορικότητά τους, αλλά εξακολουθούν να καλλιεργούνται ως γραπτές γλώσσες, συνήθως χαρακτηρίζονται «κλασικές». Τέτοιες κλασικές γλώσσες σφραγίζουν ολόκληρους πολιτισμικούς κύκλους. Νεκρές είναι μόνο ως πρωτογενείς προφορικές γλώσσες· στη δευτερογενή τους μορφή ύπαρξης ως γραπτών γλωσσών συνεχίζουν να ζουν. Μια τέτοια γλώσσα για παράδειγμα είναι η κλασική Σανσκριτική στον ινδικό πολιτισμό. Το ότι καλλιεργείται από μια χούφτα διανοουμένων και προφορικά δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το γεγονός ότι η γλώσσα των Ουπανισάδων και του Καλιντάσα εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να επιδρά στις σύγχρονες ινδικές γλώσσες και πληθώρα όρων της σύγχρονης ζωής αντλούνται σε νέα μορφή από την παλαιότερη γλώσσα, όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς με την Λατινική και την Ελληνική. Οι κλασικές γλώσσες δεν είναι πραγματικά νεκρές. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Εβραϊκής. Η γλώσσα της Βίβλου περί το 200 π.Χ. σίγησε ως πρωτογενής προφορική γλώσσα, ως φορέας πολιτισμού όμως αποτελούσε για περισσότερο από δύο χιλιετίες αναπόσπαστο κομμάτι της στοιχειώδους μόρφωσης κάθε αγοριού εβραϊκής καταγωγής. Στη μεσαιωνική Ισπανία η Εβραϊκή γνώρισε λαμπρή λογοτεχνική άνθηση, κάτι που ωστόσο δεν οδήγησε στη χρήση της ως προφορικής πρωτογενούς γλώσσας. Αυτό πραγματοποιήθηκε μόλις την ογδοηκοστή δεκαετία του 19ου αιώνα με τις συνειδητές ενέργειες των σιωνιστών εποίκων στην Παλαιστίνη: από τη μια μέρα στην άλλη αποφασίστηκε να μιλούν μόνο εβραϊκά. Δευτερογενώς η Εβραϊκή πάντα διατηρούνταν ζωντανή. Μόνο έτσι κατέστη δυνατόν να αναβιώσει και πρωτογενώς μετά από περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια. Σήμερα αποτελεί την ισχυρή και διαρκώς εξελισσόμενη μητρική γλώσσα εκατομμυρίων Εβραίων.
Οι γλώσσες ζουν και πεθαίνουν με διάφορους τρόπους. Όσο μια κλασική γλώσσα καλλιεργείται σε γραπτή μορφή, ουσιαστικά δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται νεκρή. Μόνο όταν κανείς πλέον δεν γνωρίζει και δεν καλλιεργεί μια γλώσσα, είναι πραγματικά νεκρή, όπως επί παραδείγματι η Αρχαία Αιγυπτιακή ή η Ακκαδική. Για τις γλώσσες αυτές δεν υπήρχε πλέον καμία γνώση· μόνο όταν αποκρυπτογραφήθηκαν τα ιερογλυφικά και η σφηνοειδής γραφή κατέστη δυνατόν να καταλάβουμε τα σωζόμενα τεκμήρια. Ακόμα «πιο νεκρές» −αν μου επιτρέπεται ο όρος αυτός− είναι οι γλώσσες που σίγησαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους κανένα γραπτό μνημείο. Σήμερα πολλές γλώσσες πεθαίνουν μια για πάντα, εξαφανίζονται από τη μνήμη της ανθρωπότητας χωρίς κανένα ίχνος. Ένας τέτοιος γλωσσικός θάνατος αποτελεί μη αναστρέψιμη απώλεια.
πηγή: σχόλιο (αρ.209) σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο μπλογκ του Ν. Σαραντάκου. Αρχική δημοσίευση στα γερμανικά εδώ.
❦