Ενώ η ανασφάλεια τυλίγει τη χώρα και οι τριγμοί στα θεμέλιά της πολλαπλασιάζονται, το αίτημα του διαλόγου εξακολουθεί να κυριαρχεί. Εκφράζεται ως επιθυμία και ως πρακτική, ως απαίτηση και ως προϋπόθεση. Έτσι η κυβέρνηση -αλλά και η αντιπολίτευση- υπόσχονται διάλογο παντού, και οι πάντες απαιτούν διάλογο. Από ένα μακρινό λοιπόν παρελθόν αυταρχικής διακυβερνήσεως, η χώρα έχει εισέλθει εδώ και χρόνια σε μια νέα εποχή: εκείνη του διαλόγου.
Δεν μπορεί ασφαλώς να αμφισβητηθεί ότι ο διάλογος αποτελεί απαραίτητο στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η διαδικασία όμως και οι κανόνες του παραμένουν στον τόπο μας θολά. Στη θολή αυτή εικόνα διακρίνονται, επειδή επαναλαμβάνονται περιοδικά, κάποιες κατηγορίες διαλόγου. Η καταγραφή τους εδώ δεν έχει φιλοσοφική σημασία· ευκολύνει απλώς τη διερεύνηση του φαινομένου.
Σε μια πρόχειρη λοιπόν κατάταξη, μια πρώτη κατηγορία αποτελεί ο γενικευμένος ή αόριστος διάλογος. Το είδος αυτό του διαλόγου χαρακτηρίζεται από μεγάλη ασάφεια, τόσο ως προς τους συμμετέχοντες όσο και ως προς τους στόχους του. Παρά την ένταση μάλιστα, που εμφανίζει κατά καιρούς, κανένας δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμά του. Γι’ αυτό και ως επί το πλείστον ανταλλάσσονται όχι επιχειρήματα, αλλά εκθέσεις ιδεών.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο λεγόμενος «κοινωνικός διάλογος». Αρχίζει πάντοτε με κυβερνητική πρωτοβουλία, αλλά εν πολλοίς συνεχίζεται ερήμην της. Ακόμα και οι διαλεγόμενοι είναι ακαθόριστοι και οι προθέσεις τους άγνωστες: Να είναι άραγε οι εργατικές ενώσεις; ο αρμόδιος υπουργός; ο σύνδεσμος βιομηχανιών; οι λεγόμενοι «φορείς»; Μόνον πάντως η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να είναι ένας αποφασιστικός και σταθερός συνομιλητής. Ενώ όμως ο «διάλογος» ελάχιστα λαμβάνει σοβαρά υπόψη την παρουσία της, εκεί προσκρούουν συνήθως οι οικονομικές διεκδικήσεις του.
Στη δεύτερη κατηγορία διαλόγου -που θα αποκληθεί εδώ διάλογος-προπέτασμα- τα αιτήματα είναι μόνον οικονομικά, και μάλιστα συντεχνιακής μορφής. Καλύπτονται όμως από αναφορές στο γενικό συμφέρον και συγκινητικές επικλήσεις για το μέλλον της χώρας. Κατά περίπτωση λοιπόν αναφέρονται στις ανάγκες της περίθαλψης, στην κρατική διοίκηση, στα θέματα της καθημερινότητας. Η συμπαθής συνδικαλιστική τάξη, που κινητοποιείται απαιτώντας «διάλογο», φαίνεται έτσι να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το καλό μας. Οι δραματικές εκκλήσεις της όμως ατονούν ως διά μαγείας, ευθύς ως γίνουν αποδεκτά τα οικονομικά αιτήματα, που παραμένουν πάντοτε στο ημίφως. Ας σημειωθεί επίσης ότι η συμπαθής τάξη, που κινητοποιείται, είναι εν μέρει υπεύθυνη για τα δεινά που περιγράφει.
Ο τηλεοπτικός διάλογος συνιστά την τρίτη κατηγορία διαλόγου, και μια νεότερη κατάκτηση της δημοκρατικής μας ζωής. Έχοντας μάλιστα αποκτήσει μεγάλη επιρροή, υπονομεύει θεσμούς παραδοσιακούς, που στην ιδέα του διαλόγου και της κριτικής στηρίζουν την ύπαρξή τους: τη Βουλή των Ελλήνων, για παράδειγμα. Ενώ τα διεξαγόμενα στη Βουλή σπάνια ελκύουν την προσοχή των πολιτών, οι διάλογοι στην τηλεόραση, είτε μέσω παραθύρων, είτε σε άνετες πολυθρόνες και τραπέζια, έχουν μεγάλη απήχηση. Δεν είναι μάλιστα σπάνιες οι φορές που επιλύονται, μέσω των παραθύρων, και πιεστικά προβλήματα. Ένας συνήθως περιδεής υπουργός υποχρεώνεται να συναντηθεί με τους διαμαρτυρόμενους στην οθόνη σε μια τελική αποφασιστική φάση του «διαλόγου». Το ερώτημα, γιατί τόσο καιρό δεν είχε δεχθεί τα αιτήματα, που αίφνης τού φαίνονται λογικά, δεν έχει λάβει ποτέ πειστική απάντηση.
Η εικόνα, ωστόσο, δεν έχει μόνον αρνητικά στοιχεία. Συχνά η τηλεόραση, αλλά ιδίως το ραδιόφωνο, λειτουργούν ως κύτταρα πραγματικής δημοκρατίας. Αποτελούν έτσι το καταφύγιο του πολίτη, που αισθάνεται αδύναμος να διαπεράσει την κρατική αδράνεια και την αδικία. Υπουργοί και αρμόδιοι που κρύβονται ή αδιαφορούν υποχρεώνονται να διαλεχθούν μαζί του. Αυτό που προκαλεί ανησυχία, είναι ο παραγωγικός χρόνος των ιθυνόντων: διότι ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους φαίνεται να αναλίσκεται σε διαξιφισμούς στα ερτζιανά ή στις τηλεοπτικές μας οθόνες.
Ένα άλλο είδος διαλόγου, που θα αποκληθεί διάλογος χαρακωμάτων, κατέχει επίσης δεσπόζουσα θέση στην ελληνική ζωή. Το περίεργο αυτό είδος ενδημεί εκεί όπου η κοινωνική σύγκρουση είναι ήδη μεγάλη και οι συνέπειές της δυσβάστακτες. Ανάμεσα ωστόσο στις κραυγές και στην κοινωνική αναστάτωση, εξακολουθεί πάντοτε να κυκλοφορεί το αίτημα του διαλόγου. Και ενώ κανείς δεν γνωρίζει αν και πότε ο διάλογος είχε αρχίσει, η κυβερνητική εξουσία επιμένει ότι αυτός έχει ήδη εξαντληθεί. Αυτό το είδος διαλόγου μοιάζει σαν να ακούγονται στα χαρακώματα αμέριμνα τραγούδια ενώ γύρω σφυρίζουν οι οβίδες και βρυχώνται οι ερπύστριες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αγροτικές κινητοποιήσεις, που περιοδικώς αποκαλούνται και «μπλόκα» των τρακτέρ. Η χώρα παραλύει ή, κατά μία άλλη, έκφραση κόβεται στα δύο. Μέσα στην πολεμική αυτή ατμόσφαιρα, οι αγρότες ζητούν διάλογο με τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος και τον προσφέρει αφειδώς, αν τα τρακτέρ αποσυρθούν. Συνήθως πάντως κανείς δεν γνωρίζει ποιο υπήρξε το αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων. Οι υποσχέσεις των αρμοδίων εστιάζουν όχι στην αλλαγή πολιτικής αλλά στην αφθονία μελλοντικού διαλόγου. Ιστορική εξαίρεση σημειώθηκε στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Το έπαθλο ήταν ακριβώς 500 εκατομμύρια ευρώ -πώς άραγε υπολογίστηκε;- και ο ταραχώδης διάλογος αφορούσε μόνο τον τρόπο διανομής.
Χάρις ωστόσο στη σύγχρονη τεχνολογία, αργά αλλά σταθερά αναδύεται ένα νέο είδος διαλόγου: εκείνος του διαδικτύου. Εδώ κάποια χαρακτηριστικά του ελληνικού διαλόγου οδηγούνται στην αποθέωσή τους: η θεματολογία είναι απεριόριστη, σκοπός δεν υπάρχει ούτε προκαθορισμένο τέλος· ακόμα και η ταυτότητα των διαλεγομένων είναι συνήθως άγνωστη. Ο διάλογος μέσω του διαδικτύου έχει την αυθεντικότητα του παλιού καφενείου. Ενώ μάλιστα διατηρεί μια άκρα δημοκρατικότητα, δεν υποκρίνεται καθόλου ότι επιλύει εθνικά προβλήματα.
Εκείνο πάντως το είδος του διαλόγου που αποτελεί εθνική εμμονή, και φαίνεται να έχει πάντοτε μεγάλη απήχηση, είναι ο διάλογος για την παιδεία. Το γεγονός ότι έχουμε ζήσει άπειρες μορφές του διαλόγου, αλλά η παιδεία διαρκώς χειροτερεύει, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν. Ο διάλογος για την παιδεία έχει πάντως ένα αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό: Διαπερνά και αντλεί από όλα τα άλλα είδη διαλόγου. Είναι, κατά περίπτωση, διάλογος χαρακωμάτων -αρκεί να θυμηθεί κανείς τις αέναες φοιτητικές ή μαθητικές κινητοποιήσεις- είναι διάλογος-προπέτασμα, γενικευμένος αλλά και τηλεοπτικός διάλογος. Πρόσφατα μάλιστα ζούμε μια νέα μορφή του: τον διάλογο από μηδενική βάση. Υπήρξε μεγάλη διαφωνία για την ερμηνεία της ιστορικής αυτής φράσεως, αυτό όμως δεν εμπόδισε τον διάλογο να αρχίσει. Την πρωτοκαθεδρία του μάλιστα διεκδίκησαν δύο αξιόλογοι συνάδελφοι, που κατέφυγαν ήδη σε δημόσιο διάλογο για το θέμα. Όσο για την υπόλοιπη διαδικασία, δεν εμφανίζει εκπλήξεις: Κάποια κόμματα συμμετέχουν, για να αποχωρήσουν αργότερα, άλλα πάλι αποχώρησαν από την αρχή. Ενώ οι φορείς της εκπαίδευσης -δάσκαλοι, καθηγητές, πρυτάνεις- ζυγίζουν με εσωτερικό διάλογο τις αντιδράσεις τους. Δύσμοιρη Παιδεία! Τα λόγια αφθονούν, τα νομοθετήματα, επίσης. Άλλα πράγματα λείπουν. Από ό,τι φαίνεται μάλιστα, θα λείπουν για πολύ.
Υπάρχει λοιπόν μια αναμφισβήτητη κυριαρχία του διαλόγου στον εθνικό μας βίο. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν δεδομένη. Στην ψυχοσύνθεσή μας, αντίθετα, είναι βαθιά ριζωμένη η αδυναμία μας να ακούσουμε: Ο Έλληνας συνήθως δεν προσέχει τι λέει ο συνομιλητής του. Είναι πεπεισμένος εξ αρχής για το δικό του δίκιο, τα επιχειρήματα του άλλου δεν τον αφορούν, ακόμα και αντικειμενικά στοιχεία ή αριθμοί παραμερίζονται προκειμένου να υποστηριχθεί μια δεδομένη θέση. Αν η ψυχοσύνθεση αυτή διαμορφώθηκε από τις ιστορικές μας περιπέτειες ή από μια παιδεία λειψή, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Δεν είναι έτσι περίεργο, ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού διαλόγου συνίσταται από παράλληλους μονόλογους. Αν αναλογιστεί κανείς ότι τη φιλοσοφική όσο και διανοητική αξία του διαλόγου δίδαξαν οι παλαιοί Έλληνες, το γεγονός προκαλεί ασφαλώς μελαγχολία.
Οι επιφυλάξεις, όμως, που αφορούν την κυριαρχία του διαλόγου στην εθνική μας ζωή, δεν σταματούν εδώ. Υποτίθεται ότι η επιδίωξη του διαλόγου είναι πάντοτε η «συναίνεση». Είναι μια λέξη με ωραίο και δημοκρατικό περιεχόμενο, που συναρτάται όμως άμεσα με το ποιοι καλούνται να συναινέσουν και για ποιο θέμα. Συνήθως η συμφωνία γίνεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, ενώ το γενικό συμφέρον απουσιάζει. Ο διάλογος χρησιμεύει έτσι ως πρόσχημα για να παραπέμπονται πιεστικά προβλήματα στις ελληνικές καλένδες, για να αντικαθίσταται η ανάγκη πρωτοβουλιών από ασαφείς διαδικασίες. Στο νοητό λοιπόν τραπέζι του διαλόγου, τις θέσεις των συνομιλητών με την «εξουσία» καταλαμβάνουν συνήθως οι «φορείς» -ένας ελληνικός νεολογισμός- και οι διάφοροι «εκπρόσωποι», των οποίων μάλιστα οι κομματικές συμπάθειες γίνονται γρήγορα εμφανείς. Υπάρχει λοιπόν εξ αρχής μια μεγάλη απουσία: Στους συνομιλητές δεν περιλαμβάνεται η ανεξάρτητη και τολμηρή φωνή, απουσιάζει συνήθως ο πολίτης χωρίς εισαγωγικά, δεν καλείται όποιος βλέπει τα πράγματα με μια άλλη προοπτική. Δεν συμμετέχει ο νέος επιστήμονας που ψάχνει εναγωνίως απασχόληση, ο τηλεθεατής που αναζητά την ποιότητα, το θύμα -άνθρωπος ή τοπίο- που υφίσταται τον τουριστικό μας εκχυδαϊσμό, ο Έλληνας που αισθάνεται εξόριστος στην ίδια του τη χώρα.
Κοντολογίς, απουσιάζουν από τον διάλογο οι έννοιες που θα έδιναν στην πορεία του τόπου διαφορετικό περιεχόμενο: οι ποιοτικές παράμετροι, η φωνή του ήθους και της αγωνίας, οι ριζικές τομές στα χρόνια και χρονίζοντα. Η χώρα μας έχει παραδοθεί στον διάλογο, έχω όμως την πικρή αίσθηση ότι έπαυσε τώρα και καιρό να συνομιλεί με τον εαυτό της.
Ο κ. Γιώργος Γραμματικάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συγγραφέας
[εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 6 Μαρτίου 2009]
❦