Ιστορία Β΄ Γυμνασίου (3) – Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Ο Μέγας Κωνσταντίνος κρατά μακέτα της Κωνσταντινούπολης (μωσαϊκό από την Αγία Σοφία)

 

Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

 

Βασικά σημεία

 

Μέτρα του Κωνσταντίνου Α΄ για την ανόρθωση του κράτους 
  • Όρισε ότι άλλοι αξιωματούχοι θα έχουν πολιτικά και άλλοι στρατιωτικά καθήκοντα (χώρισε την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία).
  • Έθεσε σε κυκλοφορία χρυσό νόμισμα.
  • Αναγνώρισε τη χριστιανική θρησκεία και την έκανε ισότιμη με τις άλλες θρησκείες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
  • Ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, ένα ισχυρό διοικητικό κέντρο στα ανατολικά.
Ίδρυση και φυσιογνωμία της Κωνσταντινούπολης [1]
Ο Κωνσταντίνος προχώρησε στην ίδρυση της Νέας Ρώμης ή  Κωνσταντινούπολης (330) για τους εξής λόγους:

  • Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ήταν πιο ανεπτυγμένο πληθυσμιακά και οικονομικά από το δυτικό.
  • Οι χριστιανοί, τους οποίους υποστήριξε, ήταν περισσότεροι στα ανατολικά, αλλά και οι θρησκευτικές συγκρούσεις πιο έντονες εκεί.
  • Για την καλύτερη άμυνα του κράτους: από τη νέα πόλη μπορούσε να ελέγχει καλύτερα τις κινήσεις των Γότθων και των Περσών στον Δούναβη και στον Ευφράτη αντίστοιχα.
Η θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου 1. Μετά τη νίκη του επί του Μαξέντιου (312) μετέφερε το Χριστόγραμμα από τα στρατιωτικά λάβαρα στα νομίσματά του και υποστήριξε με νόμους τους Χριστιανούς.

2. Εξέδωσε το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313): εξίσωσε τον Χριστιανισμό με τις άλλες θρησκείες του Ρωμαϊκού Κράτους.

3. Συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) στη Νίκαια.

 

 

Παράθεμα:

Σε ποια θρησκεία πίστευε ο Κωνσταντίνος; Ο ιστορικός Georg Ostrogorsky εξηγεί:

Λίγα ζητήματα προκάλεσαν τόσο ατέρμονες και ζωηρές συζητήσεις στην ιστορική έρευνα και έλαβαν τόσο αντιφατικές απαντήσεις, όσο το πρόβλημα των σχέσεων του Κωνσταντίνου με τον χριστιανισμό. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν θρησκευτικά αδιάφορος και ότι υποστήριζε το χριστιανισμό από καθαρά πολιτικούς λόγους. Άλλοι πιστεύουν στην ειλικρινή μεταστροφή του και δέχονται ότι αυτή αποτέλεσε τον αποφασιστικό λόγο για την αλλαγή της θρησκευτικής πολιτικής τής αυτοκρατορίας. Έχουν προβληθεί πολλά επιχειρήματα και για τις δύο αυτές ερμηνείες. Πραγματικά είναι δυνατό να θεμελιώσει κανείς την άποψη, ότι ο Κωνσταντίνος προσχώρησε στον χριστιανισμό από πεποίθηση, ενώ άλλα επιχειρήματα επιτρέπουν την υπόθεση ότι έμεινε πιστός στις αρχαίες εθνικές παραδόσεις. Τέλος υπάρχουν ενδείξεις, που οδηγούν στον συνδυασμό των δύο αντιφατικών υποθέσεων. Οπωσδήποτε η πολιτική σκοπιμότητα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη στάση του Κωνσταντίνου. Είχε γίνει σε όλους φανερό, ακόμη και στον πιστό συνεργάτη του Διοκλητιανού, Γαλέριο, ότι εκείνος είχε χρεωκοπήσει με την τακτική των διωγμών και ότι η μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας προς την Ανατολή δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την εχθρική στάση απέναντι στον χριστιανισμό. Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος είχε πλούσια θρησκευτικά βιώματα στη ζωή του, πού σχετίζονται τόσο με τον χριστιανισμό όσο και με τις εθνικές θρησκείες, και επομένως δεν μπορεί να σταθεί η κατηγορία ή ο έπαινος ότι ήταν θρησκευτικά αδιάφορος. Δεν πρέπει ακόμη να λησμονηθεί ότι η θρησκευτικά ανήσυχη εποχή στην οποία έζησε ήταν εποχή θρησκευτικού συγκρητισμού, έτσι που η ταυτόχρονη προσκόλληση σε περισσότερες θρησκείες ήταν τότε κάτι εντελώς φυσιολογικό. Το αργότερο το 312 ο Κωνσταντίνος αναζήτησε την προστασία του Θεού των χριστιανών και από τότε υποστήριζε σταθερά και με διαρκώς μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον χριστιανισμό. Ωστόσο, τούτο δε σημαίνει ότι ήταν αποκλειστικά αφιερωμένος σ’ αυτόν, ότι είχε διαρρήξει κάθε δεσμό με τις εθνικές παραδόσεις, και ότι υπήρξε χριστιανός στο βαθμό που ήταν αργότερα οι βυζαντινοί διάδοχοι του. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν αρνήθηκε να υποστηρίξει εθνικά θρησκευτικά έθιμα, και ότι ακόμη και ο ίδιος τηρούσε μερικά απ’ αυτά, όπως μαρτυρεί η έντονη προσκόλλησή του στη λατρεία του θεού Ήλιου. Η θεώρηση του χριστιανισμού ως της μόνης και αποκλειστικής θρησκείας ήταν εντελώς ξένη και αδιανόητη στον αιώνα του θρησκευτικού συγκρητισμού, και φυσικά και στον «πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα». Πέρασε πολύς χρόνος ώσπου να επικρατήσει το πνεύμα της αποκλειστικότητας στο θρησκευτικό χώρο και ο ρωμαϊκός κόσμος να αποδεχθεί τον χριστιανισμό ως τη μόνη θρησκεία, πού κατέχει την απόλυτη αλήθεια και αποκλείει κάθε άλλη διδασκαλία ως αίρεση. Φυσική βέβαια συνέπεια της νέας πολιτικής που χάραξε ο Κωνσταντίνος ήταν να καταλάβει η χριστιανική πίστη μονοπωλιακή θέση στη ρωμαιο-βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτό όμως έγινε αρκετά αργότερα […]. Πάντως όχι μόνο ο Κωνσταντίνος αλλά και οι διάδοχοί του ως το 379 διατήρησαν τον τίτλο του Pontifex Maximus [2].

Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. 1, σσ. 105-6

 

Σημειώσεις:

[1] Το παλαιορωσικό Χρονικό για την Πολιορκία και την Άλωση της Πόλης είναι έργο του 15ου αιώνα (δες την πηγή στη σελ.7). Γραμμένο από τον Νέστορα Ισκέντερη, χριστιανό που πολέμησε στις τάξεις του τουρκικού στρατού, συνιστά μια αποκαλυπτική μαρτυρία για την πολιορκημένη και μετέπειτα λεηλατημένη Κωνσταντινούπολη. [Δείτε εδώ την παρουσίαση του βιβλίου από την ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου]

[2] Ο Pontifex Maximus ή Ύπατος Ποντίφηκας είναι τίτλος που δήλωνε τον αρχιερέα του αρχαίου ρωμαϊκού Συλλόγου των Ποντιφήκων (Collegium Pontificum). Ήταν ο πιο σημαντικός θρησκευτικός τίτλος της αρχαίας Ρωμαϊκής θρησκείας, σταδιακά όμως περιέλαβε περισσότερες πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες. «Ύπατος Ποντίφηξ», ή απλά «Ποντίφηκας», ονομάζεται σήμερα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γνωστός και ως «Πάπας».

 

 

Θέλω κι άλλο!