Από δόξα και θάνατο (Μέλπω Αξιώτη)

Προϊόν διπλής ενοχής, η παρούσα ανάρτηση έρχεται μετά από έξι περίπου μήνες σιωπής. Δεν θα ’θελα να επεκταθώ στις αιτίες αυτής της σιωπής, διόλου άσχετες πάντως με τα τεκταινόμενα στο χώρο της παιδείας. Ας μείνω στη διπλή ενοχή: το πρώτο σκέλος της  έχει να κάνει με την εγκατάλειψη του ιστολογίου, το οποίο μπορώ να πω ότι το αισθάνομαι πια σαν κομμάτι του εαυτού μου. Ξεκίνησα δυο τρία ιστολόγια μετά το παρόν αλλά ποτέ δεν ήταν το ίδιο και τα εγκατέλειψα. 2250363bΊσως να είναι ο χρόνος που διέθεσα σε αυτό, ίσως η οικειότητα με το χειρισμό του, ίσως τέλος το ότι πραγματικά μου άρεσαν πολλές από τις αναρτήσεις μου εδώ, καθώς τις βλέπω τώρα με την απόσταση του χρόνου. Κάτι σαν τον πρώτο έρωτα που δυσκολεύεσαι να τον ξεπεράσεις – και εδώ δεν υπάρχει λόγος να τον ξεπεράσεις. Το δεύτερο σκέλος της ενοχής σχετίζεται με το θέμα της ανάρτησης, το απόσπασμα με τίτλο “Από δόξα και θάνατο” από το μυθιστόρημα Ο εικοστός Αιώνας της Μέλπως Αξιώτη στο εγχειρίδιο των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄Γυμνασίου. Για να πω την αλήθεια διόλου δε μου άρεσε το πώς το δίδαξα. Είχα συνεχώς την αίσθηση ότι πολλά μου διαφεύγουν και η τάξη δεν ανταποκρίνονταν όπως συνήθως. Αποφάσισα συνεπώς να επανέλθω στο κείμενο  ώστε να επανορθώσω (όσο γίνεται) διαδικτυακά ό,τι δε δούλεψε στην τάξη.

Η Μέλπω Αξιώτη, με έντονα μοντερνιστικό έως και υπερρεαλίζοντα (συζητήσιμο πάντως αυτό) λόγο κατέχει, κυρίως με το μυθιστόρημά της Δύσκολες Νύχτες, μια σημαντικότατη θέση στις ιστοριογραφίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από την άλλη δεν είναι και η ευκολότερη στην ανάγνωση πεζογράφος, με αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα γνωστή πέρα από από τους φιλολογικούς κύκλους. Λόγος λαϊκός, συχνά συνειρμικός, έντονα αυτοβιογραφικός είναι τα χαρακτηριστικά που επισημαίνει ο Mario Vitti (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 398-399) για τις Δύσκολες Νύχτες: Η Αξιώτη ενεργοποιεί ένα λόγο που άλλοτε είναι παιδικός, άλλοτε προφορικός και λαϊκός, για να προβάλει μνήμες του απώτερου παρελθόντος της. Οι μνήμες παρουσιάζονται σε μια αλληλουχία εντελώς ελεύθερη, συνειρμική. Γεγονότα και αισθήματα βρίσκονται σε μια διαδοχή ανεξάρτητη από οποιαδήποτε χρονική τάξη. Η Αξιώτη απορρίπτει τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης, ρίχνοντας το βάρος στην αυθόρμητη εκφορά του προφορικού λόγου: αξιοποιεί την παραδοσιακή περιουσία της λαϊκής προφορικότητας (λαϊκή σοφία, παροιμιακές εκφράσεις, αυτόματες διαδικασίες), ενώ παράλληλα αφήνεται στους ρυθμούς της εσωτερικής της συγκινησιακής ροής δημιουργώντας ανακόλουθα, ελλειπτικά σχήματα, εμβόλιμες φράσεις. Στην ίδια γραμμή έχει επινοήσει δύο άλλα βιβλία, τη συλλογή ποιημάτων Σύμπτωση (1938) και το αφήγημα Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940): έργα τα οποία υποχρέωσαν την κριτική να μιλήσει για υπερρεαλιστική τεχνική σύνθεσης. Εξίσου ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το έργο της Αξιώτη μπορεί να βρει ο υποψιασμένος (ή…ενοχικός, όπως ο γράφων) φιλόλογος στο ΠΟΘΕΓ και στο ΚΕΓ , απ’ όπου δανείστηκα και το παράθεμα του Vitti.

0001

Συννεφόλεξο με λέξεις του κειμένου. Αφαιρέθηκαν άρθρα, προθέσεις, σύνδεσμοι, επιρρήματα καθώς και αντωνυμίες. Χρησιμοποιήθηκε το εξαιρετικό Tagxedo (http://www.tagxedo.com)

Αντιγράφω επίσης την αναλυτική βιογραφία της από την σελίδα του ΕΚΕΒΙ στο οποίο επίσης υπάρχει και εκτενής εργογραφία της Αξιώτη (το ΕΚΕΒΙ όπως όλοι γνωρίζουμε ήταν υπεύθυνο για την οικονομική καταστροφή του τόπου και γι’ αυτό του έβαλαν λουκέτο)
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973)
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. 177048B7F6030628EC951035FE5FC1B9Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε, εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό “Μυκονιάτικα Χρονικά” του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, τον Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες.364651 Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με τον Ναζίμ Χικμέτ. [στη φωτογραφία αριστερά] Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.

Το απόσπασμα “Από δόξα και θάνατο” προέρχεται από το μυθιστόρημά της Εικοστός Αιώνας (1946). Μέχρι τώρα οι απόπειρες να διαβάσω κάτι από Μέλπω Αξιώτη είχαν αποδειχθεί άκαρπες. Οι Δύσκολες Νύχτες δε μου είχαν αρέσει καθώς έκρινα ότι η επιμονή στα αυτοβιογραφικά στοιχεία γινόταν συχνά ανούσια όπως και η ελλειπτικότητα και η προσαρμογή της αφήγησης στην οπτική του παιδιού. Βέβαια τότε (καμιά εικοσαριά και πλέον χρόνια πίσω) η εξοικείωσή μου με το μοντέρνο μυθιστόρημα ήταν σημαντικά μικρότερη αλλά γενικά οι πρώτες εντυπώσεις μένουν και επιμένουν. Αν πάντως υπήρχε κάτι που σταθερά θαύμαζα και θαυμάζω στην Μέλπω Αξιώτη, είναι η συνέπεια στις ιδεολογικές της αρχές. ChakkasΕίναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις στο λογοτεχνικό μικρόκοσμο της βαλκανικής μας επαρχίας που δεν έκανε, κατά τον Μάριο Χάκκα, το ένα και μόνο κουτσό βηματάκι που θα της επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι της. Τα “κουτσά βηματάκια” (εσχάτως αποκαλούνται κωλοτούμπες) που σε συντονίζουν με το ρυθμό των εμβατηρίων είναι πάμπολλα στο χώρο αυτό, κανόνας άλλωστε και όχι εξαίρεση για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι παρήγορο ότι η κακή κατάσταση της υγείας της συντόμευσε τον βιολογικό της κύκλο, απαλλάσσοντάς την από το να ζήσει τα θλιβερά γεγονότα της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και να δει τις οβιδιακές μεταμορφώσεις πολλών πρώην συντρόφων της. Ενίοτε η αμνησία λειτουργεί ευεργετικά για τον ασθενή, όπως και ο θάνατος βέβαια.

Το κείμενο του σχολικού εγχειριδίου μου κίνησε το ενδιαφέρον. Τα δυο επεισόδια που περιλαμβάνει η αφήγηση  – μνήμες της ηρωίδας, της Πολυξένης – είναι ιδιαίτερα ακριβή και ζωντανά, η αφήγηση ρέει και δε σκαλώνει πουθενά, οι εικόνες βρίσκουν τις αισθήσεις άμεσα. Πρόβλημα για τους μαθητές η συνεχής κίνηση από το παρόν σε διαφορετικά σημεία του παρελθόντος και ξανά πίσω. Πρόκειται για ανάδρομες αφηγήσεις – μνήμες, οι οποίες φωτίζουν σιγά σιγά το παρελθόν της Πολυξένης. Ακολουθούν στο έργο μια υποτυπώδη χρονολογική σειρά  αλλά είναι συχνά ελλειπτικές και με χρονικά χάσματα που καλύπτονται από πολύ συνοπτικές αφηγήσεις. Πρόβλημα επίσης και η μεγάλη ταχύτητα με την οποία οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, συχνά με ασύνδετο σχήμα έτσι που στην ίδια περίοδο συσσωρεύονται τρεις και τέσσερις εικόνες – μαγευτικό για τον έμπειρο αναγνώστη, δύσκολο για τον μαθητή Γυμνασίου. Είναι σημεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα στη διδασκαλία αλλιώς ο μαθητής θα δυσκολευτεί πολύ στην κατανόηση του κειμένου και φυσιολογικά θα χάσει το ενδιαφέρον του. Με μια πρώτη αναζήτηση συνάντησα πολλές αξιόλογες προσεγγίσεις του αποσπάσματος στο διαδίκτυο, κάποιες από τις οποίες παραθέτω στο φάκελο της ανάρτησης (εννοείται πάντα με αναφορά στο blog του δημιουργού). Διαβάζοντάς τες συγκριτικά πρόσεξα κάποιες διχογνωμίες, κυρίως για χρονολογική σειρά των γεγονότων και τους χαρακτηρισμούς στα πρόσωπα. Το πρόβλημα της αποσπασματικότητας στο μυθιστόρημα είναι πάντοτε παρόν: ο διδάσκων πρέπει να γνωρίζει την υπόθεση όσο γίνεται καλύτεραmarc-chagall-blue-donkey-oil-painting γιατί και το πιο “βολικό” απόσπασμα κάπου θα απαιτεί εποπτεία του συνόλου. Και να σημειώσουμε ότι ο Εικοστός Αιώνας δεν είναι από τα μυθιστορήματα με την απόλυτα σφιχτή δομή και στενή αλληλεξάρτηση προσώπων και γεγονότων. Πάντως πολλά “πρέπει” μαζεύονται για τον φιλόλογο που, όπως συχνά λέω, έχει μετατραπεί σε υποζύγιο του σχολείου…

Έψαξα μάταια να αγοράσω το βιβλίο, είναι εξαντλημένο. Τελικά το βρήκα και μέσα στα Χριστούγεννα το διάβασα – το έχω βρει τώρα και σε ψηφιακή μορφή. Άξιζε τον κόπο από πολλές πλευρές. Δε μοιάζει ιδιαίτερα με τις Δύσκολες Νύχτες : εδώ γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ένα ενιαίος αφηγηματικός κορμός. Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, μια υποτυπώδης αλλά ευδιάκριτη χρονολογική σειρά από τη γέννηση της Πολυξένης ως την εκτέλεσή της που δίνεται με τη μορφή αναδρομών στο παρελθόν (κάποτε συνειρμικά συνδεδεμένων όπως στο απόσπασμα) και με αφετηρία την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεση της ηρωίδας. Διατηρούνται επίσης στοιχεία αυτοβιογραφίας και ο βιωματικός χαρακτήρας του αφηγηματικού υλικού. Και τέλος το έργο κουβαλάει την μάλλον ενοχλητική στάμπα του “στρατευμένου”

Βέβαια δεν είναι ο χαρακτηρισμός και τόσο άδικος· ορισμένα από τα παραπάνω στοιχεία που το διαφοροποιούν από τις Δύσκολες Νύχτες (κάποια χρονολογική σειρά, λιγότερο ιδιωματικός λόγος) δείχνουν μια διάθεση συμμόρφωσης με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που αναζητά όλο και πιο “ευθύγραμμα” κείμενα, με ευκολία στην κατανόηση και έντονο διδακτισμό. Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κόκορης (Δημήτρης Κόκορης, Όψεις των σχέσεων της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στο Μεσοπόλεμο (1927-1936), Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1999, σελ 59):

Οι θεμελιώδεις άξονες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αποτελούν τις ράγες της λογοτεχνικής δημιουργίας και κριτικής, ανιχνεύονται εμφανώς στα κείμενα των Γκόρκι και Ζντάνοφ και συνοψίζονται στα παρακάτω σημεία:
α) Κατεύθυνση της λογοτεχνικής πρακτικής από την ιδεολογία του μπολσεβικισμού. Η τέχνη πρέπει να είναι ετεροκαθοριζόμενη. Η προτεραιότητα δίδεται στην πολιτική και στην ιδεολογία που απορρέει από αυτήν.balias
β) Απόρριψη όχι απλώς της αστικής κοινωνίας, αλλά και του αστικού πολιτισμού, άρα και της αστικής λογοτεχνίας.
γ) Αποκατάσταση της αξίας της λαϊκής δημιουργίας. Οι καλλιτέχνες οφείλουν να εγκύψουν στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του λαού.
δ) Στη λογοτεχνία πρέπει να αποτυπώνεται η επαναστατική εξέλιξη της πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα απλώς να απεικονίζεται φωτογραφικά.
ε) Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι παιδευτικός, αποβλέπει στη διαπαιδαγώγηση της μάζας και ιδεολογικά διαπλαστικός. Απαραίτητο είναι να προβάλλεται το μοντέλο του “θετικού ήρωα”.
στ) Η μορφή των λογοτεχνικών έργων επιβάλλεται να είναι απλή, ώστε να γίνονται κατανοητά από το λαό τα σοσιαλιστικά μηνύματα της λογοτεχνίας.

Στην παραπάνω κατεύθυνση (θετικός ήρωας) και τα πρόσωπα του κειμένου: τα περισσότερα ξεκάθαρα και μονοδιάστατα θετικά, άλλα πάλι πρόσωπα-ρόλοι, π.χ βιομήχανος, πατέρας, παραμάνα-λαϊκή γυναίκα, λίγα και δευτερεύοντα τα αρνητικά. Τα θετικά πρόσωπα είναι όλα πλην του πατέρα επώνυμα, τα αρνητικά και τα πρόσωπα-ρόλοι όλα ανώνυμα. Ελάχιστες έως ανύπαρκτες οι ψυχογραφικές προσεγγίσεις, καμιά επιμονή στο πώς διαμορφώνονται ιδεολογικά οι ήρωες, επιλογές ζωής και θανάτου μοιάζουν αυτονόητες στην αφήγηση. Για παράδειγμα ποτέ δεν καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι ωθεί την βασική ηρωίδα, την Πολυξένη να συνταχθεί ήδη από τη δικτατορία του Μεταξά με τους κομμουνιστές, ενώ κοινωνικά ανήκει μάλλον στη μεσοαστική τάξη. Προφανώς παίζει ρόλο ο έρωτάς της με τον Αιμίλιο αλλά και αυτός ακόμη ελάχιστα προβάλλεται ενώ κυριαρχεί η παράνομη δράση της Πολυξένης. Η ιδεολογική επίσης ταυτότητα της Πολυξένης παραμένει σε όλο το κείμενο υποτυπώδης και οι προσεγγίσεις της στα γεγονότα δείχνουν τις περισσότερες φορές εξαιρετικά απλοϊκές – είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς λ.χ ότι η ηρωίδα στο απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου, οργανωμένη ήδη πέντε ή έξι χρόνια στο ΚΚΕ, συνειδητοποιεί μόλις τον Μάρτιο του 1943 τη διαφορά κόσμων ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον δωσίλογο στρατηγό. [ediτ 13-10-2022:  ίσως άδικη παρατήρηση; η ανάγκη να παρουσιαστεί όχι μόνο παραστατικά μέσω της εικόνας αλλά και ρητά μέσα από τη σκέψη της Πολυξένης το κοντράστ των δύο κόσμων που οδεύουν ταχύτατα σε ανοιχτή σύγκρουση  είναι τέτοια που η συγγραφέας θα παραβλέψει τέτοιες λεπτομέρειες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ο παιδευτικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας είναι πολύ ισχυρός και επιβάλλει σε κάποιες περιπτώσεις να κατονομάζονται και τα αυτονόητα]΄ Κάποιες φορές και ο λόγος της Πολυξένης (κυρίως όταν καταγράφονται σκέψεις της Macedonia 04061967ή όταν χρησιμοποιείται ελεύθερος πλάγιος λόγος) θυμίζει έντονα την παιδικότητα του Δύσκολες Νύχτες – για την ακρίβεια μιας από τις τρεις τουλάχιστον αφηγηματικές φωνές που συνυπάρχουν στο έργο εκείνο. Και σίγουρα είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν ωφελεί ή βλάπτει το έργο η προσθήκη του τελευταίου κεφαλαίου, μετά το θάνατο της Πολυξένης, με την εικόνα του πατέρα και του Αιμίλιου στη φυλακή μετά τα Δεκεμβριανά. Είναι καλογραμμένο μεν και με ξεκάθαρο ιδεολογικό μήνυμα αλλά από άποψη δομής δίνει την αίσθηση του ξένου σώματος, καθώς το έργο είναι χτισμένο γύρω από την Πολυξένη.

Από την άλλη πάλι αξιοσημείωτες είναι και οι αρετές του έργου. Ο λόγος της Μέλπως Αξιώτη διατηρεί μεν πολλά από τα στοιχεία του λαϊκού λόγου αλλά διακρίνεται μια διάθεση εξομάλυνσης προς τον καθημερινό λόγο, έχοντας εγκαταλείψει το δύστροπο ιδιωματικό λόγο που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τις Δύσκολες Νύχτες. Χωρίς να λείπουν οι μεγάλες περίοδοι λόγου με παρατακτική κυρίως σύνδεση, τον τόνο δίνουν (και προκαλούν τις εντυπώσεις) οι υπερβολικά σύντομες περίοδοι λόγου με κοφτές φράσεις και έμφαση στα ρήματα. Μοιάζει συχνά το κείμενο με καταγραφή κινηματογραφικών εικόνων όπου η κάμαρα αεικίνητη γυρνά ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα. Σε δυνατές εικόνες του βιβλίου (και είναι κάμποσες) η τεχνική αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα πετυχημένη. Η αυτοβιογραφικότητα υπάρχει και στον Εικοστό Αιώνα, όμως έχω την εντύπωση πως και λιγότερο εξόφθαλμη είναι και λιγότερο κουραστική (δεν επιμένω πάντως, είναι περισσότερο προσωπική εντύπωση). Επίσης προφανώς έχουμε να κάνουμε με βιωματικό υλικό αλλά το θετικό είναι ότι λογοτεχνική του αποτύπωση είναι υψηλού επιπέδου και ότι, παρά τις όποιες παραχωρήσεις της Μέλπως Αξιώτη στους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το κείμενο απέφυγε τον σκόπελο του ρηχού διδακτισμού αλλά και του ανούσιου χρονικού. Τέλος, πιο συμβατική και ελεγχόμενη η αφήγηση σε σχέση με τον χειμαρρώδη έως παραληρηματικό σε αρκετές περιπτώσεις λόγο στις Δύσκολες Νύχτες.

leukwma25Το απόσπασμα του σχολικού εγχειριδίου περιλαμβάνει δυο μνήμες της Πολυξένης με τη μορφή ανάδρομων αφηγήσεων που καταγράφουν δυο διαφορετικά επεισόδια της Κατοχής: το συσσίτιο των καλλιτεχνών και την πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Στον άξονα της κύριας αφήγησης (άξονας για ολόκληρο το έργο πλην της τελευταίας ενότητας) το βράδυ της 9ης προς 10η Μαΐου 1944 πριν την εκτέλεση της Πολυξένης. Οι δυο αφηγήσεις συνδέονται συνειρμικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, φανερώνοντας έμμεσα και μια διάθεση σύγκρισης: όχι απαραίτητα μόνο μιας αντιηρωϊκής και μιας ηρωικής συμπεριφοράς αλλά ίσως και μιας ηττοπαθούς διάθεσης στην πρώτη αφήγηση που όμως μεταβάλλεται ένα χρόνο μετά σε γενναία και αγωνιστική στάση απέναντι στον κατακτητή στη δεύτερη. Το κύριο πρόβλημα ωστόσο στα δυο αυτά επεισόδια είναι οι χρονικοί δείκτες που περιλαμβάνουν.

Όπως σημείωσα ήδη το έργο έχει έντονο βιωματικό και συχνά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.Τα γεγονότα που περιγράφονται στο απόσπασμα είναι ιστορικά γεγονότα αλλά δεν είναι ιστορία: είναι λογοτεχνία. Η μεταφορά του βιωματικού υλικού στο χώρο της λογοτεχνίας ως πρώτη ύλη του λογοτεχνικού λόγου δεν γίνεται, τις περισσότερες φορές, χωρίς απώλειες σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα. Άλλωστε, άλλες οι ανάγκες της ιστορίας και άλλες της λογοτεχνίας· η πρώτη εστιάζει στην ακρίβεια των γεγονότων, η δεύτερη στις εντυπώσεις από τα γεγονότα. Έτσι λοιπόν οι χρονικοί δείκτες του κειμένου παρουσιάζουν κάμποσα προβλήματα και δεν έχω δει ούτε δυο προσεγγίσεις στο απόσπασμα που να συμφωνούν συνολικά. Χρειάστηκε να διαβάσω και να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το έργο για να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα – επαρκή ή όχι θα το κρίνει ο αναγνώστης.

sisitioΠρώτος χρονικός δείκτης του αποσπάσματος είναι το συσσίτιο των καλλιτεχνών. Με βάση το κείμενο το πρώτο επεισόδιο-ανάδρομη μνήμη διαδραματίζεται στην πρώτη συγκέντρωση για το συσσίτιο (2η παράγραφος του αποσπάσματος). Το συσσίτιο καλλιτεχνών ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1941 στη «Στέγη Καλλιτεχνών» αρχικά για άπορους καλλιτέχνες και σύντομα μεταφέρθηκε, αρχές Σεπτέμβρη του 1941, σε αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου για όλους τους καλλιτέχνες, μια και η πείνα είχε αρχίσει να γίνεται πολύ έντονη. Προφανώς λοιπόν δεν είναι ακριβώς η πρώτη συγκέντρωση· άλλωστε στο κείμενο μιλά για χειμώνα και για τέλος του Φλεβάρη στις δυο πρώτες παραγράφους. Τα συνεργεία όμως που μοίραζαν προκηρύξεις οργανώνονται τον Οκτώβρη του 1941 – ίσως και νωρίτερα, μέσα στον Σεπτέμβρη, πάντως όχι πιο αργά όπως φαίνεται και από τις μαρτυρίες εδώ. Συνεπώς η εντύπωση που κάνει στην Πολυξένη η εμφάνιση του παράνομου τύπου ανταποκρίνεται στην εκδοχή ότι το επεισόδιο σχετίζεται με την πρώτη διανομή συσσιτίου

Παράνομος τύπος 1941. Από το ψηφιοποιημένο αρχείο του ΑΣΚΙ

Τέλος, με δεδομένο ότι η Πολυξένη τον είχε ύστερα τρία χρόνια, η Πολυξένη, στον κόρφο της. Τον παράνομο εκείνο τύπο (στην 7η παράγραφο) μέχρι τη σύλληψη και εκτέλεσή της, το συσσίτιο δε μπορεί να ξεφεύγει χρονικά από το 1941 – εκτός αν η φράση τον παράνομο εκείνο τύπο δεν εννοεί ειδικά τις προκηρύξεις της ημέρας εκείνης αλλά γενικά αντιστασιακές προκηρύξεις. Συμπέρασμα: στο επεισόδιο της διανομής συσσιτίου στους καλλιτέχνες, αν και μεταφέρεται λίγο-πολύ η ατμόσφαιρα των πρώτων συγκεντρώσεων, εισάγονται ταυτόχρονα εικόνες από μεταγενέστερες με σκοπό τη δραματοποίηση, την ενίσχυση των εντυπώσεων του αναγνώστη (πχ η εικόνα της πρώτης παραγράφου με το κρύο και τις ψείρες – οι ψείρες εμφανίστηκαν σε ευρεία κλίμακα αρχές του 1942 κυρίως εξαιτίας της έλλειψης σαπουνιού).

 

palamaskΟ δεύτερος χρονικός δείκτης περιλαμβάνεται στο δεύτερο επεισόδιο-ανάδρομη αφήγηση και βρίσκεται στη φράση Δε χάθηκαν όπως τότε, σ’ εκείνη την κηδεία που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Η αναφορά προφανώς σχετίζεται με την κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943. Η κηδεία εκείνη υπήρξε μια σιωπηλή διαδήλωση ενάντια στη γερμανική Κατοχή και την κυβέρνηση δοσιλόγων, με αποκορύφωμα το ποίημα του Σικελιανού αλλά δεν είχε ούτε τον δυναμισμό ούτε τη συντροφικότητα και μαζικότητα εκείνης της 5ης Μαρτίου του 1943.

Τρίτος κατά χρονική σειρά δείκτης η απεργία και η πορεία ενάντια στην πολιτική επιστράτευση στις 5 Μαρτίου 1943. Το γεγονός αυτό καλύπτει ολόκληρο το δεύτερο επεισόδιο του αποσπάσματος και η περιγραφή του είναι ακριβέστατη, όπως μπορεί κανείς να εξακριβώσει από σχετικές μαρτυρίες (χρήσιμο και το οπτικό υλικό εδώ). Αναφέρονται η παρουσία των εξόριστων (μπροστά τους με τη σημαία ο Αιμίλιος, ο σύντροφος της Πολυξένης που τον βλέπει για πρώτη φορά μετά την απόδρασή του από την εξορία) και των αναπήρων. epistratefsi1943Και πάλι αξιοθαύμαστη η λιτότητα, η ταχύτητα (θυμίζει εδώ όσο πουθενά αλλού κινηματογραφική κάμερα) αλλά και η ζωντάνια της αφήγησης που μέσα σε λιγότερο από 450 λέξεις καταφέρνει να χωρέσει δεκάδες εικόνες και συναισθήματα με μια υποδειγματική χρήση της γλώσσας και με αριστοτεχνική εναλλαγή μικροπερίοδου και μακροπερίοδου λόγου/παρατακτικής σύνδεσης αλλά και σχεδόν μηδενική χρήση υποτεταγμένου λόγου. Το απόσπασμα αυτό είναι από τα καλύτερα σημεία του μυθιστορήματος και η συγκεκριμένη επιλογή των συντακτών του σχολικού βιβλίου είναι εξαιρετικά επιτυχής.

Η εκτέλεση της Πολυξένης δεν υπάρχει στο απόσπασμα αλλά προοικονομείται στα λόγια της Πολυξένης: Δεν πειράζει, είπε η Πολυξένη, σάμπως θα μου ξαναχρειαστεί το χέρι μου; Αύριο δε θα υπάρχω. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πότε είναι το “αύριο”. Φαίνεται από αναφορές στο κείμενο ότι η εκτέλεση γίνεται Μάιο, άρα πρόκειται για τον Μάιο του 1944 (τρία χρόνια μετέφερε πάνω της η Πολυξένη τον παράνομο τύπο με τον οποίο τη συνέλαβαν). Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι γίνεται δυο μέρες μετά την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών – σχεδόν όλοι φυλακισμένοι από την εποχή του Μεταξά – την 1η Μαΐου 1944. Στη σελίδα 133 του βιβλίου που περιγράφεται η εκτέλεση των διακοσίων γράφει: Είδαν και την Πρωτομαγιά προχτές. Το φονικό. Η Πολυξένη καθώς οδηγείται στον θάνατο θυμάται τις εικόνες που έβλεπε από το γυναικείο θάλαμο με τους μελλοθάνατους να φεύγουν από το Χαϊδάρι για την Καισαριανή τραγουδώντας. Και πράγματι, στις 3 Μαΐου 1944 εκτελούνται 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Όμως στην περιγραφή της εκτέλεσης στη σελίδα 134 μιλά για δέκα γυναίκες: Δέκα γυναίκες ακούσαν τ’ όνομά τους. Η εκτέλεση των δέκα γυναικών έγινε τη 10η Μαΐου 1944. nikosglezosΚαι κατά πάσα πιθανότητα αυτή είναι και η σωστή ημερομηνία γιατί στο πρόσωπο της Πολυξένης η Μέλπω Αξιώτη (στο χρονογράφημά της “Χερ Ντοκτόρ” δημοσιευμένο στα Ελληνικά Γράμματα ανάμεσα 1945-1946) απεικονίζει κάποια χαρακτηριστικά μιας φίλης της, της Μάρως Μάστρακα (αρκετά μεγαλύτερης ωστόσο ηλικιακά από την Πολυξένη) που εκτελέστηκε τη 10η Μαΐου 1944 έχοντας κάνει την ίδια διαδρομή με την Πολυξένη: από την Ασφάλεια στους Γερμανούς και από εκεί στο Χαϊδάρι. Μάλιστα και το σπασμένο χέρι της Πολυξένης που δένει στραβά μέσα στη φυλακή ταιριάζει στην παραπάνω εκδοχή καθώς δηλώνει ότι μεσολαβεί αρκετός χρόνος ανάμεσα στη σύλληψη και εκτέλεση της Πολυξένης όπως και της Μάρως Μάστρακα. Επίσης το “προχτές” μπορεί και να σημαίνει “τις προάλλες” ή “πριν λίγες μέρες”, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί κυριολεξία. Πάντως εδώ η σύγχυση είναι δικαιολογημένη γιατί πολλά κείμενα που γράφονται αμέσως μετά την Κατοχή και στις τότε ανώμαλες συνθήκες (βέβαια και πότε ήταν ομαλές οι συνθήκες στον τόπο τούτο;) γράφονται από μνήμης χωρίς πρόσβαση σε αρχεία και καταλόγους ούτε και ελέγχονται απόλυτα για την ακρίβειά τους. Και αλλού ο αριθμός των εκτελεσμένων γυναικών την ίδια αυτή ημέρα (10 Μαΐου) διαφέρει, άλλωστε όλο το Μάιο του 1944 δεν έπαψαν οι εκτελέσεις. Υποψιάζομαι τέλος ότι η μείξη των δύο ημερομηνιών δεν είναι τυχαία καθώς από τη μια η εκτέλεση της Πολυξένης πρέπει να δείχνει ως συνέχεια εκείνης των διακοσίων συντρόφων της (και άρα όσο γίνεται πιο κοντά σε αυτή) ενώ από την άλλη πρέπει να αποδοθεί ο φόρος τιμής στη Μάρω Μάστρακα. Κλείνω τις παραπάνω (σχολαστικές ομολογουμένως) παρατηρήσεις με μια αμοιβή για τον υπομονετικό αναγνώστη: μια χρονογραμμή που κατασκεύασα με την παρατήρηση ότι για τον Σεπτέμβριο του 1941 μπήκε μια τελείως συμβατική ημερομηνία. Κρίμα που δε μπορώ να την ενσωματώσω στη σελίδα, υπάρχουν περιορισμοί του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου στη χρήση του iframe. https://www.timetoast.com/timelines/1063651

Ως συνήθως δεν θα σχολιάσω ολόκληρο το απόσπασμα, άλλωστε υπάρχουν πολύ καλές δουλειές συναδέλφων που το κάνουν αυτό σχολαστικά.

Επιλέγω μόνο κάποιες λεπτομέρειες. Η εικόνα των εξαθλιωμένων καλλιτεχνών που συνωστίζονται και φωνάζουν στο συσσίτιο καθώς και εξαναγκασμένη συναδέλφωση των μέχρι πρότινος ακατάδεχτων και σνομπ πνευματικών ανθρώπων δείχνει πολύ περισσότερα απ’όσα συνήθως προβάλλονται ως ερμηνεία. Προφανώς και υπάρχει ειρωνεία και μάλιστα σκληρή ιδίως στις φράσεις: Ήρθανε γεροντάκια, που τα είχε λησμονήσει ο κόσμος και ο χάροντας. Ήρθανε νέες περσινές, κουκουλωμένες με μποξά. Ήτανε χτεσινές δόξες, που ακούμπησαν σε μια γωνιά και ρούφηξαν τον ντενεκέ δημόσια, μπροστά σ’ όλους, δεν είχανε υπομονή να τον πάνε σπίτι τους. Ήτανε κάποιοι που δεν έδειχναν την παλάμη τους σ’ άνθρωπο, και την άπλωναν τώρα γυρεύοντας ψωμί, ψωμί. Κι έκοψαν μερικοί καταμεσής το στίχο, για να έρθουν, κι όσοι ως τώρα εξέρονταν μόνο μες στα χαρτιά, βλέπονταν στο πρόσωπο. Το είχε προσέξει και ο Καρυωτάκης και το στηλίτευσε στην – πικρή πάντως – σάτιρά του [Όλοι μαζί]

Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.

Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις

ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.

Ένα ακόμα συννεφάκι με τις λέξεις της ανάρτησης πάνω στο πρόσωπο της Μέλπως Αξιώτη. Κράτησα κυρίως ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα. Χρησιμοποίησα και πάλι το Tugxedo

Όμως κάπου εδώ βρίσκονται και τα όρια αυτής της ερμηνείας. Δεν έχει σκοπό η συγγραφέας να εξευτελίσει τους καλλιτέχνες. Στόχος της είναι να προβάλλει την εξαθλίωση και τον εξευτελισμό του ανθρώπου από την πείνα και το κρύο: Κολλούσαν ψείρα και θερμότητα, ο ένας απ’ τον άλλον. Άλλωστε μια εικόνα σαν εκείνη με το τενεκεδάκι για τον μεγάλο Σικελιανό μόνο θλίψη προκαλεί: «Άγγελος Σικελιανός». Ήτανε το πρώτο όνομα. Μια γυναίκα προχώρησε, ξεσκέπασε τον ντενεκέ, της έριξαν δυο κουταλιές. Ήτανε το φαΐ του. Του Άγγελου Σικελιανού. Η αίσθηση που δίνουν οι δυο τελευταίες προτάσεις είναι της λύπης, της πίκρας. Αλλά μέσα στην αθλιότητα υπάρχει και ο σπόρος του αγώνα με τον παράνομο τύπο να διανέμεται χέρι με χέρι. Ο παράνομος τύπος γίνεται το μέσον για το συνειρμικό πέρασμα από το επεισόδιο του συσσιτίου στο παρόν της Πολυξένης στη φυλακή καθώς με αυτόν πάνω της τη συλλαμβάνουν, τη βασανίζουν και τη φυλακίζουν. Αμέσως μετά ακολουθεί το δεύτερο επεισόδιο το οποίο συνδέεται πολλαπλά με το πρώτο. Κυρίως αντιθετικά: οι εξαθλιωμένοι και ηττημένοι καλλιτέχνες στο πρώτο επεισόδιο, οι αποφασισμένοι και ξεσηκωμένοι άνθρωποι του λαού στο δεύτερο (εξόριστοι, ανάπηροι, φτωχόκοσμος από τις προσφυγικές συνοικίες, φοιτητές). Εικόνα αθλιότητας στην πρώτη, εικόνα αγωνιστικότητας και παλμού στη δεύτερη.Rizos02071945 Ατομισμός ή συντροφικότητα εξαναγκασμένη και υπό το κράτος της πείνας στην πρώτη, αλληλεγγύη, αλληλοϋποστήριξη και κοινό υψηλό φρόνημα στη δεύτερη με το όραμα του κοινού αγώνα. Νεκροί από την πείνα τον χειμώνα 41, νεκροί από σφαίρες του κατακτητή την άνοιξη του 43. Από την άλλη υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες στα αρνητικά πρότυπα: ο πρόεδρος στην πρώτη ενότητα με την έπαρση και τον αυταρχισμό της εξουσίας που του δίνει η διανομή του συσσιτίου, ο στρατηγός με τα σκυλιά στη δεύτερη, αδιάφορος και αμέτοχος στο λαϊκό αγώνα. Πιστεύω ότι εδώ βρίσκεται και η πιο δυνατή εικόνα του αποσπάσματος καθώς η Πολυξένη κοιτάζει – κορυφαία η περιγραφή – με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο τον δοσίλογο στρατηγό που γυρνά με τα σκυλιά του, ασυγκίνητος για το αίμα που χύνεται πιο πέρα, και βλέπει το χάος που χωρίζει εχθρούς και φίλους. Βλέπει τον εμφύλιο που πλησιάζει γοργά.

Επίλογος: η Καταχνιά του Χρήστου Λεοντή
Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια

Στον φάκελο [https://app.box.com/s/aymorpqnf9d70ztvr3jubsq4qv8aqot5] της ανάρτησης κάποια (χρήσιμα) άρθρα για την Μέλπω Αξιώτη, τη ζωή και το έργο της τρία εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίντεο για τον Αντιστασιακό τύπο, την πορεία ενάντια στην επιστράτευση και το Εποχές και Συγγραφείς για την συγγραφέα. Επίσης υλικό για τη συμμετοχή των καλλιτεχνών στην αντίσταση και δυο κείμενα για την 5η Μαρτίου 1943. Λίγο φύρδην μίγδην όλα αλλά θα τα συμμαζέψω αργότερα. Μικρό δώρο το Θυσιαστήριο της Λευτεριάς που εκδόθηκε Μάη του 1945 και το κατέβασα από τον εξαιρετικό ιστότοπο XYZ Contagion

Ένα σχόλιο στο “Από δόξα και θάνατο (Μέλπω Αξιώτη)

  1. Μαργαρίτα

    Πολύ καλή ανάλυση σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό απόσπασμα για τα “υποζύγια” του σχολείου.

    φοβερό το κλείσιμο με ενα αναπάντεχο δωρο!!!!
    Μ Π Ρ Α Β Ο !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Τα σχόλια είναι κλειστά.