“Επιλογές” (Διήγημα)
Από τη μαθήτρια της Α΄ Τάξης Καραμουσλή Βάια…
Τα πνευμόνια του έκαιγαν στην αναζήτησή τους για οξυγόνο. Οι χτύποι της καρδιάς του επιταχύνονταν όλο και περισσότερο, ωσ
ότου ανέβηκε στην επιφάνεια της πισίνας του σχολικού γυμναστηρίου. Ένας από τους καλύτερους κολυμβητές στην τάξη του, τοπικός πρωταθλητής και υποψήφιος για υποτροφία κολύμβησης σε ένα από τα καλύτερα κολέγια του εξωτερικού. Έκανε τουλάχιστον πέντε ώρες προπόνηση την ημέρα και μόλις είχε τελειώσει για σήμερα. Συνηθισμένος στην ησυχία που είχαν τα αποδυτήρια εκείνη την ώρα, του φάνηκε παράξενο που άκουγε κάποιον να φωνάζει. Επιτάχυνε το βήμα του και βρέθηκε μπροστά σε κάτι που δεν περίμενε να συναντήσει ποτέ. Κάποιος ήταν δεμένος χειροπόδαρα σε μια ξύλινη καρέκλα, ολόγυμνος… και μάλιστα αυτός ο κάποιος ήταν ένας από τους συμμαθητές του.
-Στράτο, τι έπαθες τον ρώτησε τρομαγμένος, ενώ του έβγαζε το μαντήλι που κάλυπτε τα μάτια του.
Το μικροκαμωμένο του σώμα έδειχνε αδύναμο και τραύματα είχαν δημιουργηθεί στα σημεία που ήταν δεμένος. Τον έλυσε και του έδωσε κάποια από τα ρούχα που κρατούσε στο ντουλάπι του.
-Ποιος σου το έκανε αυτό, τον ξαναρώτησε γεμάτος θυμό αυτή τη φορά.
-Πάνο, δεν είναι τίποτα, απάντησε φοβισμένα και έσκυψε το κεφάλι του.
-Τίποτα το λες εσύ αυτό; Σε είχαν δεμένο σε μια καρέκλα, γυμνό και σε τραβούσαν φωτογραφίες, οι οποίες ήδη θα είναι ανεβασμένες στο διαδίκτυο! Και γιατί; Επειδή κάποιοι νοητ
ικά καθυστερημένοι, για να το θέσω ευγενικά, που έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους προσπαθούν να ικανοποιήσουν τον αχόρταγο εγωισμό της ύπαρξής τους, φώναζε αγανακτισμένα, ενώ έκοβε βόλτες μπροστά από το σκαμνάκι που είχε καθίσει ο Στράτος.
-Τέλος πάντων, ας θεωρήσουμε το θέμα λήξαν και σε παρακαλώ, μην το πεις σε κανέναν, είπε τρομοκρατημένα καθώς ετοιμαζόταν να φύγει.
-Εγώ δεν θα το πω σε κανέναν. Τα θέμα είναι όμως πως όλοι θα το ξέρουν, ομολόγησε προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό του.
«Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται» και όπως αποδεικνυόταν αυτή δεν θα ήταν καθόλου καλή μέρα. Το βουητό από τους ψιθύρους στους διαδρόμους ήταν τόσο έντονο, που ακόμα και στις ίδιες τις μέλισσες θα ήταν ανυπόφορο. Έπρεπε να βρει ποιος ή ποιοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό που έγινε την προηγούμενη μέρα και να λάβει κάποια μέτρα. Δεν μπορούσε να τον αφήσει απροστάτευτο.
-Εε Στράτο, περίμενε, του φώναξε καθώς τον πρόφτασε στο διάδρομο. Θέλω να μου πεις ονόματα.
-Πάνο, σου εξήγησα ένα αστείο ήταν μόνο. Τίποτα άλλο, δήλωσε λυπημένα και κατευθύνθηκε στις τουαλέτες των αγοριών.
-Και εγώ αστειεύομαι με την παρέα μου, αλλά δεν τους γδύνω και τους τραβάω φωτογραφίες, είπε καθώς άνοιγε την πόρτα από το αποχωρητήριο.
Η συνάντηση ήταν μοιραία.
-Βρε, βρε καλώς τον. Ξέρεις πόσο διάσημος έγινες μετά από τη χάρη που σου κάναμε, είπε ειρωνικά ένα από τα αγόρια που βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο απευθυνόμενο στον Στράτο.
-Ώστε εσύ, είσαι ο υπαίτιος για τα χθεσινά γεγονότα στα αποδυτήρια, δήλωσε ο Πάνος και μπήκε προστατευτικά μπροστά από τον Στράτο. Σε περίμενα πιο κτηνώδη για να πω την αλήθεια, έλεγε καθώς τον έδειχνε ολόκληρο από την κορφή ως τα νύχια, και ίσως λίγο πιο έξυπνο, αλλά τι να κάνουμε, ο καθένας πρέπει να βασίζεται σε αυτά που έχει, ομολόγησε σαρκαστικά.
-Παιδιά ηρεμήστε, είπε και εμπόδισε τους δύο πιο ογκώδεις φίλους του, που ακουμπούσαν τόση ώρα στον τοίχο, από το να του επιτεθούν. Ο Πάνος από εδώ δεν θέλει να αρχίσει καβγά, έτσι δεν είναι;
-Γιατί να αρχίσω καβγά; Δεν είπα κανένα ψέμα, παρά μόνο την αλήθεια, είπε καθώς τον πλησίασε βλέποντας τον να αρχίζει να θυμώνει. Ξέρεις ποιο είναι το πιο αστείο πράγμα σε άτομα σαν κι εσένα; Προσπαθείτε να δείξετε πως είστε κάποιοι, αλλά στην πραγματικότητα η δειλία σας και η ανοησία σας αποτελούν αυτό για το οποίο είστε «διάσημοι», τελείωσε εκπνέοντας τα τελευταία λόγια του στο πρόσωπο του.
-Και μόλις στέρεψε η ευγένειά μου, είπε και παράτησε την προσπάθεια να σταματήσει τους φίλους του.
-Δεν γνώριζα ότι κατέχεις κάτι τόσο πολύτιμο όσο η ευγένεια, συνέχισε προκαλώντας τον. Όσο για τους γορίλες που διοικείς καλύτερα θα ήταν να τελειώνουμε από εδώ, επειδή όσο πιο γρήγορα πάμε στον διευθυντή τόσο πιο γρήγορα θα αποβληθείτε, το λιγότερο. Ααα, και να μην ξεχάσω: «Ποιό είπαμε είναι το ονοματάκι σου;» ρώτησε περιπαιχτικά.
Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες και τα μάτια του πετούσαν φλόγες από το θυμό που έβραζε μέσα του. Παρόλα αυτά ψέλλισε το όνομά του, προτού ξαναβρεί την ψυχραιμία του και αποχωρήσει από τις τουαλέτες.
-Εμείς Στρατάκο μου, θα τα ξαναπούμε, χωρίς τον κηδεμόνα σου την επόμενη φορά, δήλωσε ενώ έφευγε.
Ο Πάνος ξεφύσησε με ανακούφιση.
-Λοιπόν, ένα είναι σίγουρο, ατιμάζει το όνομα Αχιλλέας.
-Σου είπα να μην ανακατευτείς, τι δεν κατάλαβες, τον ρώτησε ο Στράτος νευριασμένος.
-Και τι περίμενες να κάνω; Να παραμείνω αμέτοχος και να σε αφήσω στο έλεος του Θεού ή καλύτερα, στο έλεος του Αχιλλέα; Θα πάμε στον διευθυντή και όλα θα τακτοποιηθούν.
-Όχι, όχι δεν καταλαβαίνεις. Όλα θα γίνουν χειρότερα. Αν αυτό που έπαθα θεωρείς ότι ήταν το χειρότερο, τότε γελιέσαι οικτρά. Απλώς σταμάτα να ασχολείσαι μαζί μου και μην μου δημιουργείς περισσότερα προβλήματα από όσα ήδη έχω. Σε ευχαριστώ για τη βοήθεια σου και τα ρούχα σου, είπε και του τα παρέδωσε, όμως θα τα καταφέρω μόνος μου, τόνισε καθώς έφευγε.
Οι μέρες κυλούσαν όλο και πιο ανυπόφορες και τα τραύματα του Στράτου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, σωματικά και ψυχικά. Μελανιές, κοψίματα στα χέρια, σχισμένα χείλη, που τα δικαιολογούσε σαχλά λέγοντας πως έπεφτε με το ποδήλατο ή ότι κόπηκε όταν ετοίμαζε μεσημεριανό. Το πιο απαίσιο, όμως, ήταν αυτό το βασανισμένο και λυπημένο βλέμμα που είχαν υιοθετήσει τα μάτια του. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, έπρεπε αυτοί οι τρεις ανεγκέφαλοι να δημοσιεύουν τα ‘κατορθώματα’ τους στο διαδίκτυο. Το δίλημμα που του τέθηκε ήταν μηδαμινό και τεράστιο ταυτόχρονα. Πώς μπορούσε να αφήσει έναν άνθρωπο να υποφέρει με αυτόν τον τρόπο; Πώς μπορούσε όμως και να αψηφήσει τις επιθυμίες του; Γιατί οι άλλοι δεν έκαναν κάτι γι’ αυτό; Μήπως και ο ίδιος έπρεπε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους; Αναπάντητες ερωτήσεις που στροβιλίζονταν στο κεφάλι του και δεν του επέτρεπαν καμία διέξοδο ώσπου να τις απαντήσει. Τελικά η απόφαση πάρθηκε. Θα πήγαινε την επόμενη μέρα να μιλήσει με τον Διευθυντή με την ελπίδα πως όλα θα έβαιναν καλώς. Όμως πρώτα έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τον Στράτο. Τι περίμενε ότι θα γινόταν αν τους άφηνε να του συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο; Τι ήταν αυτό που τον κρατούσε από το να αναφέρει τα συμβάντα σε κάποιον υπεύθυνο;
Η ώρα ήταν ήδη οχτώ το βράδυ όταν δοκίμασε να τον πάρει τηλέφωνο, αλλά στον μόνο που μπορούσε να μιλήσει ήταν ο τηλεφωνητής. Πόση ώρα θα του έπαιρνε να φτάσει στο σπίτι του; Όχι, δεν ήταν μακριά, το πολύ είκοσι λεπτά με τα πόδια. Σίγουρα θα ήταν λιγότερο με το αυτοκίνητο* εξάλλου δεν ήταν ώρα αιχμής για να έχει κίνηση στους δρόμους. Δεν απείχε πολύ από το σπίτι όταν του τηλεφώνησε η κοπέλα του.
-Πάνο, μου είπες να σε ειδοποιήσω άμα ανεβάσουν κι άλλο βίντεο, είπε η κοπέλα προσπαθώντας να μην τον αναστατώσει. Αυτή τη φορά όμως είναι σε ζωντανή μετάδοση, δήλωσε επιφυλακτικά.
Οι αρθρώσεις του χεριού με το οποίο κρατούσε το τιμόνι άσπρισαν εξαιτίας της δύναμης που ασκούσε πάνω τους καθώς προσπαθούσε να κρατήσει τον χείμαρρο κοσμητικών επιθέτων που βρίσκονταν στην άκρη της γλώσσας του.
-Μπορείς να καταλάβεις, πού μπορεί να βρίσκεται, ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, αφότου ξέσπασε στην κόρνα του αυτοκινήτου.
-Είναι στο κολυμβητήριο του σχολείου, έλεγε όλο και πιο επιφυλακτικά.
-Πώς το καλό μπήκαν μέσα, φώναξε από θυμό και έκανε αναστροφή για να κατευθυνθεί προς τα εκεί.
-Θυμάσαι την προηγούμενη εβδομάδα που μου είπες πως είχες χάσει τα κλειδιά που σου είχε δώσει ο γυμναστής για να κάνεις προπονήσεις εκεί; Τα έψαχνες για τρεις μέρες, πριν τα βρεις μέσα στο σάκο σου. Έχω την εντύπωση πως δεν τα έχασες απλώς, δήλωσε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Πάνο, πριν κλείσεις… Πρόσεχε, παρακάλεσε θλιμμένα.
-Πάντα, την καθησύχασε γλυκά και έκλεισε το τηλέφωνο.
Τα λάστιχα στρίγγλισαν καθώς σταμάτησε έξω από το γυμναστήριο. Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε με δύναμη. Τα βήματα του σταθερά, γρήγορα και θορυβώδη κάλυψαν άμεσα την απόσταση που τον χώριζε από το πεζοδρόμιο μέχρι την είσοδο. Το θέαμα που αντίκρισε όταν μπήκε ήταν αναμενόμενο. Για άλλη μια φορά ο Στράτος βρισκόταν δεμένος σε μια καρέκλα με πρόσφατες μελανιές στο πρόσωπο, ενώ οι άλλοι τρεις τον ζάλιζαν με ασυναρτησίες.
-Αν είναι να τον κρατάς εδώ, τουλάχιστον κάντο με πρωτότυπο τρόπο, μονολόγησε περιπαιχτικά και τους πλησίασε ήρεμα.
-Σε περιμέναμε ξέρεις, δήλωσε ο Αχιλλέας.
-Ελπίζω να μην καθυστέρησα πολύ.
-Κάθε άλλο, ήρθες πιο γρήγορα από ό,τι φανταζόμουν, ομολόγησε και έσβησε την κάμερα. Ξέρεις από την πρώτη στιγμή ήξερα πως θα αποτελούσες πρόβλημα για την διασκέδασή μας, γι’ αυτό αποφασίσαμε να σου δώσουμε μια θέση στο παιχνίδι. Είτε θα είσαι με τους νικητές, είπε και έδειξε τον εαυτό του και τους φίλους του, είτε με τους ηττημένους, επισήμανε δείχνοντας τον Στράτο.
-Συγγνώμη πνίγομαι στις υποχρεώσεις τον τελευταίο καιρό. Ίσως κάποια άλλη στιγμή, χαμογέλασε ειρωνικά και κατευθύνθηκε να βοηθήσει τον φίλο του.
-Μάλλον θα έπρεπε να βάλουμε και την κοπέλα σου στο μικρό μας παιχνίδι. Ε παιδιά, τι λέτε;
Μόλις είχε ξεπεράσει τα όρια. Όση οργή είχε δημιουργηθεί από την συσσώρευση του θυμού του, τώρα ήταν η ώρα να απελευθερωθεί. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε μια τελευταία προσπάθεια να ηρεμήσει, όμως ήταν πια πολύ αργά. Σε δευτερόλεπτα βρέθηκε πάνω από τον Αχιλλέα με τα γόνατα στους ώμους του για να τον συγκρατούν και τα χέρια του να καταλήγουν με γροθιές πάνω στο πρόσωπό του. Μέσα στο χάος που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό του, δεν πρόσεξε πως κανείς δεν τον σταμάτησε* μόνο όταν άκουσε τον παφλασμό συνήλθε. Οι φίλοι του Αχιλλέα, αντί να τον σταματήσουν ή να τον χτυπήσουν ή έστω να κάνουν κάτι σε αυτόν, πήραν το Στράτο δεμένο με την καρέκλα και τον πέταξαν στην πισίνα. Η αδρεναλίνη έτρεχε μέσα στις φλέβες του με ταχύτατους ρυθμούς κάνοντας τον να βουτήξει στο νερό για να σώσει τη ζωή του φίλου του. Με δυσκολία έλυσε τα σχοινιά και τον έβγαλε στην επιφάνεια.
-Ευχαριστώ, ψέλλισε ο Στράτος πιάνοντας την άκρη της πισίνας.
-Δεν κάνει τίποτα, είπε λαχανιασμένος και βγήκε από το νερό. Θα κάθεστε και θα κοιτάτε ή θα πάρετε τηλέφωνο κανένα ασθενοφόρο, ρώτησε ήρεμα και βιαστικά τους άλλους δύο που βρίσκονταν πάνω από τον αναίσθητο φίλο τους, καθώς κατευθυνόταν προς τα εκεί.
Εκείνοι αμέσως έκαναν αυτό που είπε και απομακρύνθηκαν από τον Αχιλλέα. Πώς είχε αφήσει τον εαυτό του να παρεκτραπεί κατ’ αυτόν τον τρόπο; Έσκυψε πάνω από το σώμα του και αφουγκράστηκε την αναπνοή του. Όλο το πρόσωπο του θύματός του ήταν γεμάτο αίματα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο ίδιος είχε κάνει κάτι τέτοιο σε άνθρωπο, όποιος κι αν ήταν αυτός. Κανένας δεν αξίζει τέτοια συμπεριφορά. Τι είχε κάνει; Τι είχε αφεθεί να κάνει; Γιατί δεν το σταμάτησε; Έγινε ίδιος με ό,τι προσπαθούσε να πολεμήσει, με ό,τι απεχθανόταν. Καταπάτησε τα πιστεύω, τις αρχές και τις αξίες του. Πρόδωσε τον ίδιο του τον εαυτό. Η αυτοδικία δεν μπορεί ποτέ να είναι η λύση. Τώρα πια το είχε συνειδητοποιήσει καλά αυτό. Έπρεπε να είχε μιλήσει στους καθηγητές πολύ νωρίτερα… Είδε τα δάχτυλά του, σχεδόν αυθύπαρκτα και αυτόβουλα, να πληκτρολογούν το τηλέφωνο του Διευθυντή. Τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει…

