7ος Πανελλήνιος Μαθητικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Πετρούπολης και… 3η ΘΕΣΗ

2015-05-08 09.28.02Η μαθήτρια του σχολείου μας, Καραμουσλή Βάια, της Α’ τάξης, πήρε μέρος στον 7ο Πανελλήνιο Μαθητικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Πετρούπολης με το διήγημα ”Ο Επισκέπτης” και κατέλαβε την 3η θέση!!!

 

Ο Επισκέπτης

Πριν από πόση ώρα είχε πέσει για ύπνο; Ήταν, δεν ήταν κανένα τρίωρο κι όμως κάτι την είχε ξυπνήσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί βέβαια τι ήταν, και τότε μόνο το συνειδητοποίησε. Άκουσε κάτι να σπάει, ίσως ήταν το ποτήρι της μητέρας της όταν κατέβηκε να πιεί νερό στην κουζίνα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε ένα βράδυ αυτά τα δεκαεπτά χρόνια της ζωής της να μην πηγαίνει η μητέρα της τη νύχτα στην κουζίνα. Ο πατέρας της και η ίδια την πείραζαν γι’ αυτό κάθε φορά που μαζεύονταν όλοι το επόμενο πρωί:

-Μαμά, σαν να άκουσα κάτι περίεργους θορύβους χτες το βράδυ από την κουζίνα, έλεγε με στόμφο και ειρωνεία.

-Μάλλον είχαμε ‘επισκέπτες’, απαντούσε η μητέρα της περιπαικτικά. Μη φοβάσαι, παίρνουν ό,τι θέλουν και μετά φεύγουν.

Μόλις όμως πήγε να την ξαναπάρει ο ύπνος σαν χαστούκι της ήρθε η συνειδητοποίηση της κατάστασης. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα χέρια της βρέθηκαν στο στόμα της για να κρατήσει το ουρλιαχτό που ανέβαινε στο λαιμό της. Αυτή η περίεργη αίσθηση, όταν είσαι σίγουρος ότι κάτι δεν πάει καλά, την κατέκλυσε. Γλίστρησε αθόρυβα από το κρεβάτι και ελαφροπατώντας  έφτασε στο τέλος του διαδρόμου στο δωμάτιο των γονιών της. Όπως το είχε φανταστεί, η μητέρα της έλειπε. Ήρεμα σκούντηξε τον πατέρα της ώσπου να ξυπνήσει.

-Τι τρέχει Ζωή; Τι έπαθες, τη ρώτησε γεμάτος αγωνία.

-Η μαμά λείπει και νομίζω πως έχουμε ‘επισκέπτες’, του είπε ανήσυχη.

Χωρίς να χάσει λεπτό ο πατέρας της φόρεσε τις παντόφλες του και πήρε το όπλο από το συρτάρι. Ως πρώην αστυνομικός γνώριζε πώς να χειρίζεται τέτοιες καταστάσεις. Απλά θα ήταν πιο δύσκολο γνωρίζοντας ότι αυτό εδώ ήταν το σπίτι του.

-Πληκτρολόγησε το νούμερου της άμεσης δράσης και μην το καλέσεις αν δεν σιγουρευτούμε πως υπάρχουν κλέφτες μέσα στο σπίτι, την συμβούλεψε και κατέβηκε τις σκάλες προς την κουζίνα.

Πώς μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα τα χέρια; Ήταν στη φύση της να ανακατεύεται, ιδιαίτερα αν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται σε κίνδυνο κάποιος αγαπημένος της. Γι’ αυτό και αυτή κατέβηκε σιωπηλά την σκάλα έχοντας το ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι, έτοιμη να πατήσει το κουμπί για να καλέσει την αστυνομία και τότε τον άκουσε:

-Άφησε το όπλο στο τραπέζι και απομακρύνσου.

Ήξερε ποιος ήταν ή μάλλον καλύτερα ήξερε ποιος δεν ήταν, δεν ήταν η μητέρα της επειδή η φωνή ήταν αντρική και σίγουρα δεν ήταν του πατέρα της, απευθυνόταν όμως σε εκείνον. Ώρα για δράση, σκέφτηκε και αποσύρθηκε στην αποθηκούλα κάτω από την σκάλα για να τηλεφωνήσει. Ήταν απολύτως ήρεμη, ο πατέρας της την είχε μάθει, μαζί με άλλα πράγματα, να ελέγχει τα συναισθήματα της σε περιπτώσεις πανικού. Αφού έκανε το τηλεφώνημα, προσπάθησε να παραμείνει ήρεμη και να σκεφτεί καθαρά. Πώς μπορούσε να βοηθήσει τους γονείς της; Λογικά το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να κάτσει εκεί μέσα και να περιμένει την αστυνομία. Σχεδόν το είχε αποφασίσει όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός… και μετά από λίγο ο δεύτερος. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. Τι στο καλό; Κάποιος της έκανε πλάκα* όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι που κάποιος αρρωστημένος νους της είχε στήσει. Σίγουρα μετά από λίγο θα άνοιγε την πόρτα η μητέρα της, θα της τα εξηγούσε όλα και έπειτα θα γελούσαν όλοι μαζί. Όμως, ΟΧΙ!!! Όλα ήταν αληθινά και αυτή έπρεπε να κάνει κάτι. Άρπαξε τον τηλεφωνικό κατάλογο που είχε το τραπεζάκι του διαδρόμου έξω από την αποθήκη και προχώρησε προς την κουζίνα. Ο τηλεφωνικός κατάλογος τώρα ήταν ένα κυλινδρικό, συμπαγές ρόπαλο, ικανό να κάνει όση ζημιά θα έκανε ένα ξύλινο, άμα χτυπούσες το κεφάλι κάποιου με αυτό. Στάθηκε έξω από την πόρτα, σίγουρη για τον εαυτό της* άλλωστε αυτό της μάθαιναν όλα αυτά τα χρόνια* πώς να επιβιώνει, πώς να αντιδρά και να διαχειρίζεται σωστά την αδρεναλίνη που εκκρίνει το ανθρώπινο σώμα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Υπολόγισε από τους αμυδρούς ήχους που έκανε ο ‘επισκέπτης’ ότι βρισκόταν μπροστά απ’ το τραπέζι, πίσω σχεδόν από την πόρτα. Άγγιξε το πόμολο, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε καν το κατάλαβε. Μπήκε μέσα και χωρίς δισταγμό κοπάνησε το αυτοσχέδιο ρόπαλο στο πίσω μέρος του κρανίου του άγνωστου άντρα τόσο δυνατά, που τον άφησε αναίσθητο, πριν να προλάβει να αντιδράσει. Ύστερα πήρε το όπλο του και το πέταξε από το παράθυρο με όλη της τη δύναμη. Καθώς τον άκουσε να βογκάει, χωρίς καθυστέρηση άρπαξε την μπερέτα του πατέρα της από το τραπέζι και τον σημάδεψε. Τα χέρια της έτρεμαν στην προσπάθειά της να πάρει μια απόφαση για το αν θα τον σκοτώσει ή θα του χαρίσει την ζωή, ό,τι δηλαδή αυτός δεν έκανε για τους γονείς της. Το μυαλό της ζητούσε εκδίκηση, ήθελε να πληρώσει για αυτό που έκανε. Όμως οι ίδιοι τι θα ήθελαν; Θα ήθελαν η κόρη τους να περάσει έστω και λίγα χρόνια στην φυλακή για να πάρει εκδίκηση για το θάνατό τους; Θα ήθελαν να έχει τύψεις που αφαίρεσε μια ζωή; Θα ήθελαν να την «δουν» να μετατρέπεται σε ένα τέρας; Όχι. Τα αιμόφυρτα σώματά τους, που τώρα τα πρόσεχε για πρώτη φορά, ήταν αγκαλιασμένα μπροστά από την εξώπορτα που οδηγούσε στον πίσω κήπο, της οποίας η κλειδαριά είχε αχρηστευτεί μετά την είσοδο του διαρρήκτη. Μόλις άρχισε να συνέρχεται, την είδε, σηκώθηκε αργά, αν και κάπως ζαλισμένος, κρατώντας ψηλά τα χέρια του.

-Ήρεμα. Δεν θες να το κάνεις αυτό, της είπε καθησυχαστικά.

-Με βλέπεις να κάνω τίποτα; Απλώς σιγουρεύομαι πως δεν θα το σκάσεις πριν έρθει η αστυνομία. Πήρα την απόφαση να σου χαρίσω την ζωή και να είμαι γενναιόδωρη μαζί σου, ακόμα κι αν… κόμπιασε.

-Ακόμα κι αν αφάνισα τους γονείς σου, συμπλήρωσε χαιρέκακα.

Τότε ήταν που τον πυροβόλησε στο γόνατο.

-Μάθε να μιλάς, γιατί η δεύτερη στοχεύει το κεφάλι σου, του απάντησε χωρίς να δείξει ότι ήταν αναστατωμένη.

Μετά από λίγο οι σειρήνες των περιπολικών ήχησαν και όλα ήταν πλέον παρελθόν, αφήνοντας την να παρασυρθεί στην δίνη των ζοφερών συναισθημάτων που καταπίεζε τόση ώρα…

Η άρνηση του «είναι» της να βιώσει τον αβάσταχτο πόνο, αυτή η ευτυχής δικλείδα ασφαλείας, την ξύπνησε, ενώ η μητέρα της την καλημέριζε με το πιο γλυκό φιλί που της έδωσε ποτέ…