Γιώργος Κρανιδιώτης

πηγή κειμένου: Αντίφωνο

Η αρχαιοελληνική και η χριστιανική θεώρηση της επίγειας ζωής, του θανάτου και της μεταθανάτιας κατάστασης του ανθρώπου παρουσιάζουν, κατ΄ αρχήν, θεμελιώδεις διαφορές. Εν τούτοις, από τη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση, προέκυψαν, στην πορεία του χρόνου, βασικές αντιλήψεις, που διεπότισαν το Δυτικό άνθρωπο.

Στη ραψωδία λ της ομηρικής Ὀδύσσειας, την ονομαστή Νέκυια, αναφαίνονται τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο. Ο Άδης είναι ένας ἀτερπὴς (λυπηρός) χῶρος[1]ένας ἠερόεις (σκοτεινός) ζόφος[2]όπου οι ψυχές των νεκρών κατοικούν ως εἴδωλα[3](φαντάσματα), εἴκελα σκιῇ ἢ καὶ ὀνείρῳ[4] (ομοιώματα σκιάς ή ονείρου). Ο Αχιλλέας, στους παρηγορητικούς λόγους του Οδυσσέα, απαντά: «βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν»[5](μετάφραση: «θα προτιμούσα να είμαι πάνω στη γη και να δουλεύω με μισθό σε άλλον, άνδρα άκληρο, που να μην έχει μεγάλο βιος, παρά να βασιλεύω σε όλους τους αφανισμένους νεκρούς»).

Στον Όμηρο, η άνευ όρων κατάφαση της επίγειας ζωής και η απαξίωση της μεταθανάτιας κατάστασης συνδυάζονται με το ηρωικό ιδεώδες. Καλός θάνατος είναι ο ένδοξος θάνατος στο πεδίο της μάχης. Ο ομηρικός ήρωας δέχεται το θάνατο ως αναπόσπαστο επιστέγασμα της ηρωικής ζωής και, συνάμα, ως αναπόφευκτο κακό, από το οποίον ούτε οι θεοί μπορούν να τον σώσουν. Πολλές φορές, προγιγνώσκει το μοιραίο τέλος του (όπως ο Αχιλλέας), αλλά βαδίζει προς αυτό αδιαμαρτύρητα, με γενναιότητα, ενδιαφερόμενος, κυρίως, για την υστεροφημία του[6].

Κατά την αρχαϊκή και κλασσική περίοδο, εποχή διαμόρφωσης και ακμής της πόλεως, το ομηρικό ηρωικό ιδεώδες τροποποιείται ουσιωδώς, για να προσαρμοσθεί στο αξιακό σύστημα της καινούριας πολιτειακής θέσμισης. Ο άνθρωπος είναι, πλέον, πολίτης. Τουτέστιν, η ατομική του υπόσταση ορίζεται και νοηματοδοτείται από την ένταξη και ενεργό συμμετοχή του σε μια πολιτική κοινότητα. Η δε προσωπική του ύπαρξη και ευδοκίμηση είναι αδιαχώριστες από την επιβίωση και ευημερία της πόλης. Η αυταπάρνηση και η αφοσίωση ολόκληρης της ζωής του πολίτη στα κοινά συμφέροντα της πατρίδας συνιστούν την πρωτίστη αρετή του. Καλός θάνατος είναι, και πάλι, ο θάνατος στον πόλεμο· αλλά, το ατομικιστικό και ανταγωνιστικό υπόβαθρο του ομηρικού ηρωικού ιδεώδους έχει εκτοπισθεί από τη συλλογικότητα.  Ο άνθρωπος πεθαίνει ευτυχισμένος, όταν πέφτει, μαχόμενος με αυτοθυσία, εντός των γραμμών της φάλαγγας, μαζί με τους συμπατριώτες του, υπερασπιζόμενος μέχρις εσχάτων τις πατρογονικές εστίες[7].

Τα παραπάνω συμπυκνώνονται, με απαράμιλλη γλαφυρότητα, στο θαυμάσιο διάλογο μεταξύ του Σόλωνος και του Κροίσου, τον οποίο διηγείται ο Ηρόδοτος. Ο Αθηναίος σοφός, ερωτηθείς από το βασιλέα της Λυδίας ποίος είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, από όσους είδε, κατά τις μακρές περιπλανήσεις του, υποδεικνύει τον Τέλλο τον Αθηναίο:  «Τέλλῳ … τελευτὴ τοῦ βίου λαμπροτάτη ἐπεγένετο· γενομένης γὰρ Ἀθηναίοισι μάχης πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας ἐν Ἐλευσῖνι, βοηθήσας καὶ τροπὴν ποιήσας τῶν πολεμίων ἀπέθανε κάλλιστα, καί μιν Ἀθηναῖοι δημοσίῃ τε ἔθαψαν αὐτοῦ τῇ περ ἔπεσε καὶ ἐτίμησαν μεγάλως»[8] (μετάφραση: «Στον Τέλλο … το τέλος της ζωής υπήρξε λαμπρότατο· διότι, όταν έγινε μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, αφού έσπευσε σε βοήθεια και έτρεψε τους εχθρούς σε φυγή, πέθανε με τον καλύτερο θάνατο. Και οι Αθηναίοι τον έθαψαν, δημοσία δαπάνη, στο σημείο όπου έπεσε, και τον τίμησαν πάρα πολύ»).

Μάλιστα, η υπέρ της πατρίδος ανδραγαθία στους πολέμους αποτελεί μία κοινωνική αρετή που δικαιώνει τους θανόντες, καλύπτοντας τα ατομικά τους ελαττώματα και τις βλάβες που, ιδιωτικά ο καθένας, προξένησαν στην πόλη.Τούτο υποστηρίζει ο Περικλής στον Επιτάφιο: «καγρ τος τλλα χεροσι δκαιον τν ς τος πολμους πρ τς πατρδος νδραγαθαν προτθεσθαι: γαθγρ κακν φανσαντες κοινς μλλον φλησαν κ τν δων βλαψαν»[9] [μετάφραση: «διότι, και για αυτούς που στα άλλα (στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής τους) υπήρξαν κακοί, είναι δίκαιο να προτάξουμε (να προκρίνουμε ως σπουδαιότερη), την υπέρ της πατρίδος ανδραγαθία στους πολέμους: γιατί, με αγαθό αφανίζοντας το κακό, ωφέλησαν την πατρίδα, μετέχοντας στην κοινή δράση, περισσότερο απ’ ό,τι την έβλαψαν ιδιωτικά, λόγω των ατομικών τους κακιών»].