Η κρίση των Ιμίων, η σοβαρότερη από πολλών ετών που διετάραξε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει μια ουσιώδη διαφορά από τις περιστασιακές αναφλέξεις της θερμοκρασίας στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις οποίες με ελαφρότητα χαρακτηρίζουμε κρίσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για τουρκικές δραστηριότητες που αποσκοπούν στην υπόμνηση και υπογράμμιση πάγιων θέσεων της Αγκυρας και δεν αποτελούν καμιά ιδιαίτερη εξέλιξη στις σχέσεις Αθηνών – Αγκυρας.
Η κρίση των Ιμίων (η οποία έφτασε στο αποκορύφωμά της στις 30 και 31 Ιανουαρίου του 1996) συνιστούσε μια ποιοτική μεταβολή στις κατά καιρούς επιδεινώσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από τη μια μεριά, αποτελούσε για πρώτη φορά μια ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής εδαφικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένου νησιωτικού εδάφους. Αμφισβήτηση που έχει πολύ μεγαλύτερη πρακτική σημασία από εκείνη του εύρους τού – άυλου – εναέριου χώρου ή της μη υπό αξιοποίηση υφαλοκρηπίδος. Ακόμη και το θέμα του εύρους των χωρικών υδάτων έχει ήσσονα σημασία.
Διότι στην περίπτωση των χωρικών υδάτων η τουρκική προσπάθεια έγκειται στην προσπάθεια αποτροπής επεκτάσεως της ελληνικής κυριαρχίας επί θαλάσσιας περιοχής. Στην περίπτωση των Ιμίων η τουρκική επιδίωξη ήταν η μείωση του εύρους του ελληνικού εδάφους, αρχικά στην περιοχή των Ιμίων και μετά, ό,τι μπορέσουμε να αρπάξουμε. Και στο κάτω-κάτω στην περίπτωση των χωρικών υδάτων, παρά τις προπαγανδιστικές περιστασιακές κορόνες, η Τουρκία έχει, πιστεύω, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάς δεν πρόκειται να προχωρήσει στη μονομερή επέκτασή τους, όσο και αν για προφανείς λόγους δεν πρόκειται να το παραδεχθεί δημόσια.
Από την άλλη μεριά, η κρίση των Ιμίων αποτέλεσε πλέον μονόδρομο για την τουρκική στάση. Η πολιτική που επεξεργάστηκε η Αγκυρα και προκάλεσε την κρίση – γιατί οι τουρκικοί ισχυρισμοί περί απροβλέπτου και μη επιδιωχθείσης κρίσεως δεν είναι παρά παραμύθια για πολύ μικρά παιδιά – αποτέλεσε πλέον και το πλαίσιο για την όλη περαιτέρω πολιτική της συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας στον χώρο του Αιγαίου. Μπορεί η κρίση να μην είχε τα επιδιωχθέντα, τότε, από την Τουρκία αποτελέσματα. Η πολιτική όμως αυτή προδιέγραψε και την όλη μετέπειτα στάση της Τουρκίας. Περί αυτών, όμως, αργότερα.
Αξίζει τον κόπο να αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες που επικρατούσαν τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα όταν η κρίση στα Ιμια διαμορφώθηκε και ξέσπασε. Μια τέτοια μελέτη της καταστάσεως έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει την πάγια αρχή ότι η Τουρκία σπανιότατα ενεργεί εν θερμώ και ότι περιμένει την κατάλληλη στιγμή για την εκδήλωση των πολιτικών – ή στρατιωτικών – πρωτοβουλιών της.
Την άνοιξη του 1995 η Ελλάς είχε άρει τις αντιρρήσεις της σε ό,τι αφορούσε τη σύναψη Συμφωνίας Τελωνειακής Ενώσεως μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Τουρκίας. Σε αντάλλαγμα εξασφάλισε από τους εταίρους την προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας της Κύπρου. Η εκτίμηση που επικρατούσε στους κύκλους των επαϊόντων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν ότι μπορούσαμε να προσβλέπουμε σε μια μακρά περίοδο υφέσεως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μια και το πιο πρόσφατο σημείο τριβής – οι ελληνικές αντιρρήσεις – είχε εκλείψει. Η κατασκευή αυτή θα ήταν λογική αν η ετέρα πλευρά ήταν η Σουηδία. Για μία, όμως, χώρα σαν την Τουρκία, βασική αρχή της οποίας στις διεθνείς της σχέσεις είναι «τα δικά μου είναι δικά μου, τα δικά σου υπόκεινται σε διαπραγμάτευση», αυτή η θεωρία ήταν υπερβολικά, για μην πω επικίνδυνα, αισιόδοξη.
Υπήρξε όντως μια ύφεση μετά την άρση των ελληνικών αντιρρήσεων. Αυτή όμως αφορούσε περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ των Αθηνών και διαφόρων κατ’ ιδίαν κρατών της ΕΕ. Τα κράτη αυτά ήθελαν πάση θυσία να προωθηθεί η Συμφωνία της Τελωνειακής Ενώσεως, με την ελπίδα – η οποία ως γνωστόν πεθαίνει τελευταία, κυρίως μεταξύ των εθελοτυφλούντων – ότι η Αγκυρα θα ικανοποιείτο με όσα θα κέρδιζε μέσω της Συμφωνίας αυτής και θα εγκατέλειπε την επιδίωξή της να καταστεί πλήρες μέλος της ΕΕ. Συνεπώς, έβλεπαν με ιδιαίτερη ενόχληση την αρνητική ελληνική στάση, η οποία, νόμιζαν, αποστερούσε την Ευρώπη ενός σχετικά ανέξοδου μέσου ικανοποιήσεως της Αγκυρας. Το ότι τα ανωτέρω αποτελούσαν όνειρα φθινοπωρινής νυκτός προέκυψε σαφέστατα από τα λεχθέντα του τότε υφυπουργού Εξωτερικών κ. Οϊμέν. Σε δείπνο της ισπανικής προεδρίας επί τη ολοκληρώσει της διαδικασίας εγκρίσεως της Τελωνειακής Ενώσεως, ο ανωτέρω, απαντών στα συγχαρητήρια των παρισταμένων, αφού μας ευχαρίστησε, πρόσθεσε «και τώρα ξεκινάμε το επόμενο στάδιο, την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη». Η έκφραση στα πρόσωπα των παρισταμένων θα άξιζε να είχε απαθανατιστεί…
Οι καθαυτό ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν παρουσίασαν καμιά ουσιαστική μεταβολή κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της άρσεως των ελληνικών αντιρρήσεων για την προώθηση της Συμφωνίας Τελωνειακής Ενώσεως και την επικύρωση αυτής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν υπήρξε κάποια μεταβολή, αυτή ήταν για το χειρότερο, με την παρασχεθείσα εξουσιοδότηση από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην τουρκική κυβέρνηση να κάνει χρήση παντός μέσου σε περίπτωση επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων – το περίφημο casus belli. Ταύτα, επ’ ευκαιρία της επικυρώσεως από την Ελληνική Βουλή της Συμβάσεως περί του Δικαίου της Θαλάσσης.
Το 1995 η Αθήνα δεν ήθελε να πολυασχολείται με τα ελληνοτουρκικά. Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και κυρίως οι σχέσεις με την πΓΔΜ απορροφούσαν όλο το ενδιαφέρον. Παράλληλα, η βαθμιαία επιδείνωση της υγείας του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και η αναπόφευκτη αποστασιοποίησή του από τα τρέχοντα θέματα είχαν ως αποτέλεσμα την προϊούσα ημιπαράλυση του κυβερνητικού μηχανισμού, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του υφισταμένου συγκεντρωτικού πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος διακυβερνήσεως του ελληνικού κράτους.
Θεωρητικώς, η Τουρκία θα έπρεπε να έχει αντίστοιχα κυβερνητικά προβλήματα. Οι τελευταίες εκλογές δεν είχαν δώσει την πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και οι έδρες ήταν λίγο-πολύ ισάριθμα μοιρασμένες μεταξύ των κομμάτων της κυρίας Τσιλέρ (DYP), του Γιλμάζ (Anavatan) και του διαδόχου και εκφραστού του κεμαλικού κατεστημένου CHP, αρχηγός του οποίου τη στιγμή εκείνη ήταν ο Μπαϊκάλ. Το αβυσσαλέο μίσος που χώριζε Τσιλέρ – Γιλμάζ δυσχέραινε εξαιρετικά κάθε προσπάθεια συνεργασίας των δύο αυτών κομμάτων -που είχαν κοινές καταβολές – και συνεπώς ο Μπαϊκάλ ήταν ο λογικός σύμμαχος του ενός ή του άλλου. Εκείνη τη στιγμή πρωθυπουργός ήταν η κυρία Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών ο Μπαϊκάλ. Συνασπισμός αβέβαιος και ασταθής, με την προοπτική των εκλογών να πλανάται πάνω από το τουρκικό πολιτικό στερέωμα.
Η Τουρκία όμως, όπως και πολλά άλλα κράτη – αλλά όχι η Ελλάς – έχει το προτέρημα να διαθέτει καλά οργανωμένη και εν πολλοίς ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση δημόσια διοίκηση και συνεπώς ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε αποτελεσματικά ακόμη και σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας. Ακόμη δε περισσότερο σε θέματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής, όπου, έν πάση περιπτώσει, η κατά περίπτωσιν κυβέρνηση δεν είναι παρά ο διεκπεραιωτής ειλημμένων ήδη από το σύνολο της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της χώρας αποφάσεων.
Η κρίση των Ιμίων άρχισε τελείως σαν υπόθεση ρουτίνας πριν από τις ημέρες των Χριστουγέννων. Ενα τηλεγράφημα από το υπουργείο μάς πληροφορούσε ότι ένα τουρκικό εμπορικό σκάφος είχε εξοκείλει στη νησίδα Ιμια και είχε αρνηθεί τη βοήθεια ελληνικού σκάφους να το ρυμουλκήσει, επικαλούμενο ότι η νησίδα όπου είχε εξοκείλει ήταν τουρκικό εθνικό έδαφος. Το υπουργείο ζητούσε να φέρουμε τη δύστροπη συμπεριφορά του κυβερνήτη εις γνώσιν των τουρκικών Αρχών και να τους ζητήσουμε να δώσουν οδηγίες στο τουρκικό σκάφος να δεχθεί τη βοήθειά μας για να μη διαλυθεί από την εποχική κακοκαιρία και έχουμε θύματα.
Διερωτώμαι τι θα είχε γίνει αν αφήναμε το σκάφος έρμαιο στα κύματα του Νοτίου Αιγαίου χειμωνιάτικα. Πιθανότατα θα έστελνε η Τουρκία πλέον ένα ρυμουλκό, για να προκαλέσει δική μας αντίδραση, στην οποία θα απαντούσε επικαλούμενη δική της κυριότητα. Το σχέδιο ήταν πολύ καλά στημένο.
Αυτά όμως είναι θέματα που τα σκέπτεται κανείς κατόπιν εορτής. Τη στιγμή εκείνη θέλαμε απλώς να ξεμπερδεύουμε με μια υπόθεση ρουτίνας – όπως τη βλέπαμε. Πρώτα απ’ όλα όμως είχαμε την ανθρώπινη περιέργεια να δούμε πού είναι η νησίδα αυτή. Ο ναυτικός ακόλουθος δήλωσε άγνοια, κατέβασε τους χάρτες του και με αρκετή δυσκολία εντόπισε τις δύο κουκκίδες που αποτελούσαν το σύμπλεγμα των Ιμίων.
Εξοπλισμένος με τις γεωγραφικές αυτές γνώσεις, ο σύμβουλος πρεσβείας κ. Κουγιού πήγε στο τμήμα αερο-ναυτιλιακών υποθέσεων του τουρκικού υπουργείου για να ζητήσει από τον τμηματάρχη να ειδοποιήσουν το σκάφος να δεχθεί τη βοήθειά μας. Ο κ. Banguoglu, άριστος γνώστης των θεμάτων του, με προϋπηρεσία στην Αθήνα, απήντησε ότι οι τουρκικές Αρχές ήταν εν γνώσει του θέματος, ότι θα ειδοποιούσαν τον κυβερνήτη να δεχθεί ελληνική βοήθεια και πρόσθεσε ότι, πάντως, οι νησίδες αποτελούσαν τουρκικό έδαφος. Ο κ. Κουγιού αντέταξε ότι ήταν ελληνικές, αλλά η συζήτηση δεν είχε συνέχεια μια και ο συνομιλητής μας δεν επέμεινε.
Το πράγμα θα μπορούσε να είχε μείνει εκεί αν από τουρκικής πλευράς η όλη ιστορία δεν ήταν προκατασκευασμένη. Η υπόθεση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να αφεθεί να παρέλθει χωρίς να ξεσπάσει κρίση. Συνεπώς, λίγες μέρες αργότερα, μας περιήλθε από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών μια ρηματική διακοίνωση που έλεγε λίγο-πολύ τα εξής – τέτοιες διατυπώσεις δεν ξεχνιούνται:
«Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκικής Δημοκρατίας παρουσιάζει τις προσρήσεις του στην πρεσβεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και αναφερόμενο στην πρόσφατη συζήτηση μεταξύ των κ.κ. Κουγιού και Banguoglu περί του σκάφους …., επιθυμεί να επιβεβαιώσει ότι οι εν λόγω νησίδες αποτελούν τουρκικό έδαφος και είναι εγγεγραμμένες στο κτηματολόγιο (σ.σ. στην Τουρκία κτηματολόγιο υπάρχει από την οθωμανική εποχή) της επαρχίας Μαγνησίας υπ’ αριθ. …. και ….».