Ο άγνωστος διωγμός χριστιανών στη Νιγηρία

Πρώτος με ειδοποίησε Νιγηριανός χριστιανός, μέλος της εκκλησίας της Πεντηκοστής. Είναι διευθυντής οργάνωσης, η οποία κηρύττει την προσέγγιση μεταξύ των χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων, που μοιράζονται τη χώρα. Είναι 36 ετών και επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του για λόγους ασφαλείας, ενώ θυμίζει λίγο τον Μπαράκ Ομπάμα, χάρη στη γοητευτική και «εύκαμπτη» ειρωνεία του.

«Γνωρίζετε τους Φουλάνι;» με ρώτησε κατά την πρώτη μας συνάντηση ο συνομιλητής μου, μιλώντας άπταιστα και λίγο τραγουδιστά αγγλικά, όπως συνηθίζει η νιγηριανή ελίτ. «Επισήμως είναι ποιμένες της εθνότητας των Πελ, με καταγωγή από την περιοχή του Σαχέλ, οι οποίοι διέφυγαν από την υπερθέρμανση του πλανήτη και κατευθύνθηκαν προς τον νότο με τα κοπάδια τους, αναζητώντας νέα βοσκοτόπια. Στην πραγματικότητα, είναι ισλαμιστές νέου τύπου, με σχέσεις με την οργάνωση Μπόκο Χαράμ. Η έκθεση Global Terrorism Index τους τοποθετεί στην τέταρτη θέση παγκοσμίως των πλέον αιμοσταγών τζιχαντιστών, πίσω από το Ισλαμικό Κράτος, τους Ταλιμπάν και την Μπόκο Χαράμ. Σκοτώνουν δε χριστιανούς με τέτοιο πάθος και σε τέτοια κλίμακα, που ακόμη και οι χριστιανοί της Ανατολής δεν έχουν βιώσει. Αν δεν με πιστεύετε, ελάτε. Σας εξορκίζω, κρίνετε από μόνος σας, ελάτε», λέει ο συνομιλητής μου.

Εχω ακούσει για την Μπόκο Χαράμ, όπως είναι φυσικό. Αυτή η σέχτα φανατικών του θεού, που έχει οχυρωθεί στα βορειοανατολικά της χώρας, στα βουνά και στα δάση της πολιτείας Μπόρνο, μου είναι γνωστή. Δεν γνώριζα, όμως, για τους Φουλάνι και έφυγα έτσι για τη Νιγηρία.

Ταξίδεψα στο Γκοντογκόντο, στην πολιτεία Καντούνα, στο κέντρο της χώρας, όπου κατέγραψα τη μαρτυρία νεαρής και πολύ όμορφης ιεροκήρυκα της εκκλησίας της Πεντηκοστής, της Τζουμάι Βίκτορ. Η Τζουμάι έχει ένα χέρι, αλλά όταν στέκεται λίγο παράμερα, η αναπηρία της δεν φαίνεται. Ηταν 15 Ιουλίου, θυμάται η Τζουμάι. Οι Φουλάνι εισέβαλαν νύχτα στο χωριό της καβάλα σε μοτοσικλέτες με μακριές σέλες, κατάλληλες για τρεις αναβάτες, ουρλιάζοντας «Αλαχού Ακμπάρ». Εκαψαν τα σπίτια. Σκότωσαν τα τέσσερα παιδιά της, μπροστά στα μάτια της. Οταν ήλθε η σειρά της και οι ένοπλοι είδαν ότι είναι έγκυος, άρχισαν να συζητούν: κάποιοι δεν ήθελαν να τη δουν να ξεκοιλιάζεται και αποφάσισαν να της «στερήσουν» ένα χέρι, κόβοντάς το με ματσέτα, όπως στον χασάπη. Πρώτα της έκοψαν τα δάχτυλα, μετά το χέρι και έφτασαν μέχρι τον ώμο, ενώ ο τελευταίος της ομάδας παραπονέθηκε ότι δεν του είχε μείνει τίποτα. Διηγήθηκε την ιστορία της πολύ γρήγορα, χωρίς θυμό, κοιτάζοντας αλλού, λες και είχε χάσει το πρόσωπό της, εκτός από το χέρι της. Ο αρχηγός του χωριού της, που μεταφράζει τα λόγια της, δυσκολεύεται να μιλήσει από τους λυγμούς, ενώ μόλις η Τζουμάι σιωπά, ένα δάκρυ κυλάει στο δικό του μάγουλο.

Πήγα στο Αντάν, έδρα της πολιτείας Καγκόρο στα βόρεια, όπου κατέγραψα την ιστορία μιας άλλης γυναίκας, της Λίντια Ντέιβιντ, που επέζησε από άλλη σφαγή. Το πρωινό εκείνο της 15ης Μαρτίου, φήμες κυκλοφόρησαν ότι οι Φουλάνι κινούνταν στα περίχωρα. Ο σύζυγός της ετοιμαζόταν να ανεβεί σε κοντινό λόφο, μαζί με άλλους άνδρες για να παρακολουθήσουν τις κινήσεις των ισλαμιστών. Ενώ η Λίντια ετοιμαζόταν για την εκκλησία, ο άνδρας της της είπε να τρέξει να κρυφτεί στην αδελφή της, στο γειτονικό χωριό. Λίγο αφότου έφθασε εκεί, την πρώτη νύχτα, ξύπνησε από τα σφυρίγματα των σκοπών. Αφού πετάχτηκε έξω από το σπίτι, είδε ότι όλα καίγονταν γύρω της. Προσπάθησε να διαφύγει, αλλά ένας Φουλάνι βρέθηκε μπροστά της. Οι τζιχαντιστές ήταν παντού. Μία φωνή της μίλησε στη γλώσσα της. «Από εδώ πρέπει να περάσεις. Ο δρόμος είναι ελεύθερος! Ελα!» είπε η φωνή. Νιώθοντας εμπιστοσύνη στο σωτήρα της, βγήκε από την κρυψώνα της και προχώρησε προς τον άνθρωπο αυτό.


Πυρπολημένο σπίτι χριστιανικής οικογένειας στην πόλη Κάνο. «Θα περιμένουμε, όπως συνήθως, να ολοκληρωθεί η καταστροφή για να συγκινηθούμε;», αναρωτιέται ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. EPA/ONOME OGHENE

Βασανιστήρια

Ο δήθεν σωτήρας της έκοψε τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού, της χάραξε το σβέρκο με τη ματσέτα του και την πυροβόλησε εξ επαφής. Νομίζοντας ότι τη σκότωσε, την περιέλουσε με βενζίνη και άναψε φωτιά. αλλά η Λίντια σώθηκε, σαν από θαύμα και επέστρεψε στο χωριό της. Οι Φουλάνι, όμως, είχαν επιτεθεί εκεί το προηγούμενο βράδυ, για να το ισοπεδώσουν και να σκοτώσουν 72 ανθρώπους, μεταξύ τους και τον σύζυγο της Λίντια.

Είδα στο Ντακού, κοντά στο Τζος, πρωτεύουσα των χριστιανικών περιοχών, σε ένα τοπίο πράσινων κοιλάδων που ενθουσίασαν τους Βρετανούς αποικιοκράτες, λεηλατημένη εκκλησία με τη σκεπή της να έχει καταρρεύσει και από το σταυρό της να έχει απομείνει λίγη στάχτη.

Είδα μία άλλη εκκλησία, άθικτη αυτή τη φορά, στην έξοδο της Τζος, με κορίτσια ντυμένα στα άσπρα που φορούσαν μαντίλες. Ενας άνδρας βγήκε και μου φώναξε να φύγω, λέγοντάς μου ότι δεν έχω καμία δουλειά εκεί. Μιλούσε αγγλικά και στη σύντομη συζήτησή μας πρόλαβε να μου πει ότι είναι Τούρκος, μέλος δικτύου «θρησκευτικής αλληλοβοήθειας», χρηματοδοτούμενο από το Κατάρ με στόχο τη δημιουργία ισλαμικών σχολών «μαντρασά» για τα κορίτσια των Φουλάνι.

 

Η τακτική τους: νύχτα χτυπούν τα χωριά

Τριγύρισα εκείνη την ημέρα με συνοδεία έμπιστων αστυνομικών και κατόπιν συμβουλής αξιωματούχων της γειτονικής πολιτείας, ολόκληρη ζώνη της κεντρικής Νιγηρίας. Σε αυτήν, οι δρόμοι έχουν καταστραφεί, οι γέφυρες ανατινάχθηκαν, τα σπίτια γκρεμίστηκαν, ενώ ανάμεσα στα ερείπια μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμη ίχνη περασμένης ζωής, αλλά και σημάδια αίματος. Τα δένδρα είναι λιγοστά, τα χωράφια έχουν εγκαταλειφθεί και τα καλαμπόκια σαπίζουν στους αγρούς, καθώς δεν υπάρχει καμία –χριστιανική– ψυχή τριγύρω ή ακόμη και εάν υπάρχει είναι πολύ τρομοκρατημένη για να ασχοληθεί με γεωργικές εργασίες. Στον ορίζοντα βλέπω τα κοπάδια των Φουλάνι, που βόσκουν ειρηνικά, αφού οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν. Οταν πλησιάζουμε, ένοπλοι βοσκοί μας κάνουν νόημα να φύγουμε, αρνούμενοι να μιλήσουν.

Ακόμη και ο επίσκοπος του Τζος έπεσε τρεις φορές θύμα ζωοκλοπής. Την τέταρτη, οι Φουλάνι τον έσυραν στο εσωτερικό του σπιτιού του και ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν, όταν αποφάσισαν να του χαρίσουν τη ζωή, αφού είχε πέσει στα γόνατα και είχε αρχίσει να προσεύχεται υψηλόφωνα με κλειστά μάτια. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ελικοπτέρου είχε διώξει τους επίδοξους εκτελεστές του. Ολες οι διηγήσεις με κάνουν να πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μεθοδική εθνική και θρησκευτική κάθαρση.


Λειτουργία στη χριστιανική, καθολική εκκλησία του Αγίου Καρόλου στην πόλη Κάνο. A.P./BEN CURTIS

Οι Φουλάνι φθάνουν συνήθως νύχτα. Είναι ξυπόλυτοι, ενώ αν δεν έχουν μοτοσικλέτες, δεν τους ακούει κανείς να πλησιάζουν τα χωριά. Καμιά φορά, ένας σκύλος μπορεί να αρχίσει να γαβγίζει, ενώ άλλες φορές ο σκοπός του χωριού μπορεί να ηχήσει συναγερμό. Η άφιξή τους συνοδεύεται από ποδοβολητό αλόγων, σύννεφα σκόνης, άγριες φωνές, λες και θέλουν να εμψυχώσουν ο ένας τον άλλο. Πριν προλάβουν οι κάτοικοι να οχυρωθούν, οι Φουλάνι έχουν εισβάλει στα σπίτια, χτυπώντας με τις ματσέτες, αναζητώντας εγκύους, πυρπολώντας, λεηλατώντας, βιάζοντας. Δεν σκοτώνουν απαραίτητα όλους τους κατοίκους. Σε κάποια δεδομένη στιγμή, σταματούν. Απαγγέλλουν ευκαιριακό στίχο από το κοράνι, συγκεντρώνουν τα φοβισμένα ζώα και φεύγουν όπως ήρθαν, πολύ γρήγορα, αφήνοντας τους νεκρούς τριγύρω τους. Πρέπει να μείνει κάποιος ζωντανός για να διηγηθεί. Χρειάζονται μάρτυρες για να πιστοποιήσουν ότι οι Φουλάνι είναι ικανοί για όλα και δεν φοβούνται κανέναν, παρά μόνο τον θεό.

Στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα Αμπούτζα, 17 ηγέτες της χριστιανικής κοινότητας ήρθαν να με συναντήσουν. Κάποιοι είχαν ταξιδέψει πολλές ημέρες σε ασφυκτικά γεμάτα ταξί ή λεωφορεία. Ορισμένοι καθυστέρησαν, έχοντας να αντιμετωπίσουν μπλόκα στους δρόμους των πολιτειών Γιομπέ και Ανταμάουα, που βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ολοι τους έφθασαν με ένα ή δύο επιζήσαντες των σφαγών. Τα 40 θύματα, άνδρες και γυναίκες, συναισθάνονταν τη σοβαρότητα της στιγμής, ενώ κάποιοι έφεραν μαζί τους ένα στικ USB, μία χειρόγραφη έκθεση και ο τρίτος, ένα ντοσιέ φωτογραφιών με λεζάντες και ημερομηνίες. Τα πειστήρια αυτά θα μου παραδώσουν, σαν να ήταν μηνύματα στον ωκεανό, χωρίς να με γνωρίζουν, ελπίζοντας όμως ότι θα γίνω ο αγγελιαφόρος του πόνου τους. Παραλαμβάνω τις ηχογραφήσεις, διαβάζω τα έγγραφα. Νιώθω να ασφυκτιώ υπό το βάρος των ελπίδων και της αποστολής που μου αναθέτουν.

Οι μαρτυρίες

Παίρνοντας τον λόγο ο ένας μετά τον άλλο, οι επιζήσαντες της κόλασης επιβεβαιώνουν τη μέθοδο δράσης, που περιέγραψε ο επίσκοπος του Τζος. Ολοι τους έχουν απλανές βλέμμα, που μοιάζει να λέει ότι έχουν πεθάνει, παρότι οι άνθρωποι τους αντιμετωπίζουν σαν ζωντανούς. Οι διηγήσεις τους προσθέτουν μία ακόμη πινελιά στο σκηνικό της φρίκης. Οι τεμαχισμένες σοροί γυναικών. Ο μουγγός, από τον οποίο ζητούν να αλλαξοπιστήσει, πριν τον πετσοκόψουν με ματσέτες. Το κοριτσάκι που στραγγάλισαν με την αλυσίδα του Σταυρού του. Κάθε φορά, η κοινοτοπία της φρίκης των πράξεων αυτής της εθνότητας βοσκών, που ανήκουν και αυτοί «στης Γης τους κολασμένους». Να φταίει άραγε, το κάλεσμα για προσευχή των εξτρεμιστών ισλαμιστών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που πολλαπλασιάζεται κάθε φορά που πυρπολείται ένας χριστιανικός ναός; Ο προαιώνιος ιμπεριαλισμός της εθνότητας των Πελ ή μήπως η φυσική αγριότητα του ανθρώπου, που δεν χάνει ευκαιρία να επανεμφανιστεί με αφορμή τη δεισιδαιμονία;

Συνειδητοποιώ ότι οι Φουλάνι διεξάγουν πραγματικό πόλεμο, ενώ αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για μία διευρυμένη Μπόκο Χαράμ, απομακρυσμένη από την παραδοσιακή της βάση και ριζωμένη πλέον στις γεωργικές κοινότητες της βόρειας Νιγηρίας. Η Μπόκο Χαράμ αυτή έχει διασχίσει τα σύνορα και σπέρνει παντού τον θάνατο. Αμερικανός εθελοντής μου μιλάει για «σχολές εκπαίδευσης» στην πολιτεία Μπόρνο, για εθελοντές Φουλάνι. Ενας άλλος μου λέει ότι στην πολιτεία Μπαουτσί εντοπίστηκαν εκπαιδευτές της Μπόκο Χαράμ, που μάθαιναν στους Φουλάνι τον χειρισμό των όπλων, για να εγκαταλείψουν επιτέλους τις ματσέτες. Οι Φουλάνι, όμως, δεν έχουν σύνορα, είναι η Μπόκο Χαράμ, που δεν βρίσκεται πια περιχαρακωμένη σε γεωγραφικά περιορισμένο κρησφύγετο, για να στραφούν εναντίον κάθε άπιστου –χριστιανού ή μουσουλμάνου– στη Νιγηρία και πέρα από αυτή στο Τσαντ, στον Νίγηρα και στο Καμερούν.

Συχνά στα χωριά δυτικά του Τζος, στον δρόμο προς το Καφαντσάν, ζήτησα να δω τον οπλισμό που διαθέτουν οι πολιτοφυλακές των χωριών. Πρόκειται για τόξα και σφεντόνες, για μαχαίρια, ξύλα, πέτρες και ακόντια, δερμάτινα καμτσίκια. Οι κάτοικοι πρέπει στο μεταξύ να κρύβουν ακόμη και τον πρωτόγονο αυτό οπλισμό! Οταν ο στρατός καταφθάνει μετά τις επιθέσεις, οι στρατιώτες λένε στους κατοίκους ότι τα όπλα είναι παράνομα και κατάσχονται.

«Θάψτε τους χωρίς πλάκες και σταυρούς»

Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν φυλάκια του στρατού σε μικρή απόσταση. Οι στρατιώτες, όμως, δεν βοήθησαν τους κατοίκους, ή ήρθαν μετά τη μάχη, ή προσποιήθηκαν ότι δεν έλαβαν εγκαίρως τα μηνύματα SMS που τους καλούσαν σε βοήθεια, ή ότι είχαν διαταγές να μην κινηθούν. «Πώς αλλιώς θα γινόταν;» είπε εξοργισμένος ο οδηγός μας καθώς η αυτοκινητοπομπή μας αναχωρούσε με κατεύθυνση το Ντάκου και την καμένη του εκκλησία. Ο στρατός είναι συνένοχος με τους Φουλάνι. Πηγαίνουν χέρι χέρι. Πριν από λίγα χρόνια, μετά μια επίθεση στο Μπιέι είχαν βρει έως και στρατιωτική στολή και ταυτότητα σε ένα θάμνο.

«Και πώς να εκπλαγούμε;» υπερθεμάτισε ο Νταλιόπ Σαλομόν Μουαντιρί, ένας από τους λίγους δικηγόρους της περιοχής που υπερασπίζονται τα θύματα. Οι αξιωματικοί στο γενικό επιτελείο των νιγηριανών ενόπλων δυνάμεων είναι Φουλάνι. Ο πυρήνας της κυβέρνησης καταλαμβάνεται από Φουλάνι. Και ο πρόεδρος Μπουχάρι –αυτό το αφρικανικό μείγμα Ερντογάν και Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, που αντέχει χάρη στη στήριξη της Αγκυρας, του Κατάρ και των Κινέζων– είναι και αυτός Φουλάνι.

Αυτή η συνενοχή επιβεβαιώνεται στην επαρχία Ριγιόμ, όπου δολοφονήθηκαν τέσσερις εκτοπισμένοι καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι χωρικοί γνωρίζουν τους δράστες. Η αστυνομία τούς έχει ταυτοποιήσει. Ολος ο κόσμος ξέρει ότι μετά την επίθεση βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Φας, δύο χιλιόμετρα πιο πέρα. Αλλά τελούν υπό την προστασία του Αρντός, του τοπικού εμίρη των Φουλάνι, έτσι δεν συνελήφθη κανείς.

Επιβεβαιώνεται και στην επαρχία Μπάσα, όπως μας λέει ο Σαντέι Αμπντού. Αυτή τη φορά, ο στρατός ήρθε για να προειδοποιήσει ότι υπήρχε κίνδυνος. Εδωσαν στα γυναικόπαιδα εντολή να μπουν στο σχολείο και όταν το έκαναν, ένας απ’ αυτούς πυροβόλησε στον αέρα, σαν να δίνει σήμα. Από μακριά ακούστηκε άλλη ριπή, σαν απάντηση. Λίγα λεπτά αργότερα, αφού οι στρατιώτες είχαν φύγει για να εντοπίσουν, όπως είπαν, τους επιτιθέμενους, αυτοί εμφανίστηκαν, πήγαν κατευθείαν στην τάξη, άνοιξαν πυρ και σκότωσαν τους πάντες.


Διαμαρτυρία κατοίκων κατά τη μαζική κηδεία θυμάτων των Φουλάνι στην πόλη Μακούρντι. A.P.

Πήγα και στο Κβι, πιο νότια, στον τάφο τριών νέων. Το δράμα εκτυλίχθηκε την 20ή Απριλίου, όταν μια ομάδα χωρικών απέκρουσε με ξύλα επίθεση των Φουλάνι. Αντί να κυνηγήσει τους δράστες, η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις αυτούς νέους, μαζί με δεκατέσσερις γείτονές τους με την κατηγορία της «άσκησης βίας εις βάρος ατόμων άλλης κοινότητας».

Οι δεκατέσσερις επανεμφανίστηκαν αρκετά σύντομα, με σημάδια από τα βασανιστήρια της αστυνομίας. Αλλά οι τρεις ήταν άφαντοι.

Λίγες ημέρες πριν φθάσω, το χωριό έμαθε την αλήθεια. Τους τρεις τούς χώρισαν από τους υπόλοιπους, τους σκότωσαν και έδωσαν τις σορούς τους στο νοσοκομείο ΕCWA της Τζος. Επί εβδομάδες, οι φοιτητές της ιατρικής έκαναν μαθήματα ανατομίας στα διαμελισμένα πτώματά τους, που φυλάσσονταν στη φορμόλη και στον πάγο. «Κάντε τους ό,τι θέλετε», είπε ο υπεύθυνος της αστυνομίας όταν παρέδωσε στους συγχωριανούς τους ό,τι είχε απομείνει από τις τρεις σορούς. «Θάψτε τους χωρίς πλάκες και σταυρούς, το απαγορεύει ο Αρντός».

Ο πλανόδιος με τα πορτρέτα Ερντογάν και Λάντεν 

Είδα κι εγώ Φουλάνι. Την πρώτη φορά κατά τύχη. Ημουν μόνος με τον Ζιλ Ερτσόγκ και ένα διερμηνέα, χωρίς φρουρά, στο Τογιότα που μας πήγαινε στο Γκοντονγκόντο. Φθάσαμε σε μια κατεστραμμένη γέφυρα και αναγκαστήκαμε να περάσουμε το ποτάμι με τα πόδια. Ανεβαίνοντας την πλαγιά, πέσαμε σε μπλόκο, που αποτελείτο από ένα τεντωμένο σχοινί και ένα υπόστεγο στο οποίο λαγοκοιμούνταν δύο ένοπλοι. «Δεν περνάτε, εδώ είναι η γη των Φουλάνι, ιερή γη του βασιλιά μας Ουσμάν νταν Φοντιό – λευκοί απαγορεύονται». Αυτή η ανάμνηση του Φοντιό, που με τις κατακτήσεις του, πριν από δύο αιώνες, ίδρυσε το χαλιφάτο του Σοκότο στη γη των Πελ και των Χάουσα, νόμιζα ότι είχε επιβιώσει μόνο στον Βορρά της χώρας. Προφανώς όχι, γιατί βρισκόμασταν πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα. Αυτό το όνειρο της ανασύστασης ενός ισλαμικού κράτους πάνω στα πτώματα ανιμιστών, χριστιανών και μουσουλμάνων που αντιστέκονται στη ριζοσπαστικοποίηση έχει απήχηση μέχρι εδώ.

Τη δεύτερη φορά, ήταν στις παρυφές της Αμπούτζα. Ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο, φθάσαμε σε ένα χωριό που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτά που είχαμε δει στις περιοχές των χριστιανών. «Τι κάνετε εδώ;» μας λέει ένας έφηβος που εμφανίστηκε από το πουθενά φορώντας μπλουζάκι με αγκυλωτό σταυρό, ενώ εμείς παριστάνουμε ότι ενδιαφερόμαστε για τις καλλιέργειες κόκκινου πιπεριού. «Επωφελείστε επειδή είναι Παρασκευή και είμαστε στο τζαμί για να κατασκοπεύσετε τις γυναίκες μας; Αυτό απαγορεύεται από το Κοράνι». Του λέω ότι ο αγκυλωτός σταυρός είναι και αυτός αντίθετος με τη διδασκαλία του Κορανίου. Νιώθει για λίγο ντροπή και εν συνεχεία αρχίζει μια διάλεξη για το πώς «με την εξαίρεση των κακών ψυχών», που «μισούν τους μουσουλμάνους», κατά τα άλλα «όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια».

Μια άλλη φορά, στο Λάγος στο νότιο άκρο της χώρας, άρχισα να αναζητώ Φουλάνι πρόθυμους να μιλήσουν. Πήγα στην άκρη της τελευταίας γειτονιάς, σε ένα μέρος στο οποίο φθάνεις ύστερα από ώρες περπάτημα ή από ώρες αναμονής στα γιγάντια μποτιλιαρίσματα που παραλύουν την πόλη, τα λεγόμενα «go-slow». Είμαι με τρεις νέους χριστιανούς αγγλικανούς, που γλίτωσαν από μια σφαγή στα κεντρικά της χώρας και ζουν σε στρατόπεδο εκτοπισμένων. Παριστάνουν ότι ήρθαν να αγοράσουν ένα ζωντανό για μια οικογενειακή γιορτή και ενώ παζαρεύουν ένα κριάρι με λευκά κέρατα εγώ μιλάω με μια ομάδα Φουλάνι που κατάγονταν από την επαρχία Τζιγκάουα, στα σύνορα με τον Νίγηρα.

Δεν κατάλαβα πολλά για το πώς έφθασαν ώς το Λάγος, αλλά ήταν εύκολο να εκφράσουν τη χαρά που ένιωθαν επειδή βρίσκονταν στην πόλη και μπορούσαν, όπως τους είπε ο εμίρης τους, «να βουτήξουν το Κοράνι στη θάλασσα». «Υπάρχουν υπερβολικά πολλοί χριστιανοί στο Λάγος» διαμαρτύρεται ο Αμπντάλα με ύφος ελαφρώς απειλητικό. «Οι χριστιανοί είναι σκύλοι, γιοι σκύλων. Λέτε χριστιανοί, αλλά εμείς λέμε προδότες γιατί πήραν τη θρησκεία των λευκών. Εδώ δεν έχει χώρο για μιαρούς φίλους των λευκών». Γύρω του, οι βοσκοί και ο πλανόδιος που έρχεται να μου πουλήσει πορτρέτα του Ερντογάν και του Μπιν Λάντεν, θεωρούν ότι οι χριστιανοί στο τέλος θα φύγουν και η Νιγηρία, αν θέλει ο Θεός, θα ελευθερωθεί.

Το συμπέρασμα

Επειτα από όλα αυτά μπορούμε ακόμη να αποδώσουμε τη βία στους προαιώνιους πολέμους μεταξύ διαφορετικών φυλετικών ομάδων; Φαντάζομαι σίγουρα ότι θα υπήρξαν, ως απάντηση, βιαιότητες εναντίον των φυλών Πελ και Χάουσα. Ομως στο τέλος του ταξιδιού μου στη Νιγηρία, έχω τη φρικτή αίσθηση ότι γύρισα στο 2007, όταν οι απεσταλμένοι του Χαρτούμ έσπερναν τον θάνατο στο Νταρφούρ, ή πριν απ’ αυτό, στο νότιο Σουδάν, όταν ο θάνατος του Τζον Γκαράγκ δεν είχε πυροδοτήσει ακόμη ολοκληρωτικό πόλεμο των ισλαμιστών απέναντι στους χριστιανούς. Ή ακόμη νωρίτερα στη Ρουάντα, εκείνες τις ημέρες της άνοιξης του 1994, που κανένας δεν ήθελε να πιστέψει ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η τρίτη γενοκτονία του 20ού αιώνα. Θα αφήσουμε την Ιστορία να επαναληφθεί στη Νιγηρία; Θα περιμένουμε, όπως συνήθως, να ολοκληρωθεί η καταστροφή για να συγκινηθούμε; Θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια την ώρα που η ισλαμιστική διεθνής (υπό περιορισμό στην Ασία, σε αναδίπλωση στην Ευρώπη, ηττημένη στη Συρία και στο Ιράκ) ανοίγει ένα νέο μέτωπο στην απέραντη αυτή γη, στην οποία συνυπάρχουν εδώ και αιώνες τα τέκνα του Αβραάμ; Αυτό είναι το διακύβευμα του ταξιδιού στην καρδιά του νιγηριανού ζόφου. Αυτό είναι το νόημα της έκκλησης «SOS Χριστιανοί της Νιγηρίας», που απευθύνω σήμερα στον κόσμο.

* Ο κ. Μπερνάρ-Ανρί Λεβί είναι Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση