ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (κείμενο – μετάφραση)

ph08

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 514Α – 515Α          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴνἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ

ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας,

ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ

πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ

ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ

τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, πaρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα,

ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.

῾Ορῶ, ἔφη.

῞Ορα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους

σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας

καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα,

οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων.

῎Ατοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους.

῾Ομοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ·

  ~ Μετά από αυτά λοιπόν, παρομοίασε με τέτοια εικόνα τη δική μας φύση σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία.Φαντάσου δηλαδή, ανθρώπους σαν σε υπόγεια κατοικία που μοιάζει με σπηλιά, έχοντας την είσοδο ανοιχτή προς το φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς,

σ΄ αυτήν να βρίσκονται από παιδιά, αλυσοδεμένοι και στα πόδια και στους αυχένες, ώστε να μένουν ακίνητοι και να βλέπουν μόνο μπροστά τους, ενώ να μη μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους κυκλικά εξαιτίας των αλυσίδων, ακόμη να λάμπει για αυτούς από ψηλά και από μακριά φως από φωτιά που καίει πίσω τους και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες να υπάρχει πάνω (στην επιφάνεια της γης) δρόμος, δίπλα στον οποίο φαντάσου ένα μικρό τοίχο χτισμένο απέναντι, όπως ακριβώς στήνονται από τους θαυματοποιούς τα παραπετάσματα της σκηνής μπροστά από τους ανθρώπους, πάνω από τα οποία δείχνουν τα τεχνάσματά τους.

~ Τα φαντάζομαι, είπε.

  ~ Φαντάσου λοιπόν, ανθρώπους να μεταφέρουν δίπλα σε αυτόν το μικρό τοίχο κάθε είδους κατασκευάσματα που προεξέχουν από το τοιχάκι και αγάλματα και άλλα ομοιώματα πέτρινα και ξύλινα και από κάθε είδους υλικό κατασκευασμένα και, όπως είναι φυσικό, άλλοι από αυτούς που τα κρατούν να μιλάνε και άλλοι να σιωπούν.

 ~ Αλλόκοτη εικόνα, είπε, παρουσιάζεις και αλλόκοτους δεσμώτες.

 ~ Όμοιους με εμάς, είπα εγώ.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 519Β – D          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶνπροειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους

ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι,

μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ

ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα

πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ,

τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;

᾿Αληθῆ, ἔφη.

῾Ημέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε

βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα

ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν

καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες

ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται.

Τὸ ποῖον δή;

Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν

καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν πaρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε

σπουδαιότεραι.

      Τι λοιπόν (πιστεύεις) ; Αυτό εδώ δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και αναγκαίο συμπέρασμα με βάση όσα έχουν ειπωθεί στο παρελθόν, ότι δηλαδή ούτε οι απαίδευτοι και όσοι δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια θα ήταν ποτέ δυνατό να κυβερνήσουν ικανοποιητικά μια πόλη, ούτε εκείνοι που αφήνονται ελεύθεροι να απασχολούνται μέχρι το τέλος της ζωής τους με την παιδεία, οι πρώτοι γιατί δεν έχουν στη ζωή τους έναν ορισμένο σκοπό, στον οποίο σκοπεύοντας πρέπει να κάνουν ανεξαιρέτως όλα όσα τυχόν κάνουν και ιδιωτικά και δημόσια, ενώ οι δεύτεροι, επειδή δεν θα αναμιχθούν ποτέ με την θέλησή τους σε πρακτικά ζητήματα, γιατί νομίζουν ότι, αν και είναι ακόμη ζωντανοί είναι εγκατεστημένοι στα νησιά των μακαρίων;     Αλήθεια, είπε.

     Λοιπόν, είπα εγώ, το δικό μας έργο είναι, εμείς που είμαστε οι ιδρυτές της πολιτείας να εξαναγκάσουμε τα εξαιρετικά πνεύματα να στραφούν προς τη μάθηση εκείνου που προηγουμένως αναγνωρίσαμε ότι είναι το ανώτερο να δουν, δηλαδή το αγαθό και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό και όταν ανεβούν και δουν καλά-καλά να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα τους επιτρέπεται.

     Ποιο δηλαδή;

     Το να μένουν συνεχώς εκεί, είπα εγώ, και να μην θέλουν να κατεβαίνουν πάλι κοντά σ’ εκείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζονται τους κόπους και τις τιμές που έχουν καθιερώσει εκείνοι είτε κατώτερες είτε ανώτερες είναι.

 

 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ 519D-520Α          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
῎Επειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρονζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;

᾿Επελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο

μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει,

ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρ-

μόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως.

᾿Αληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ.

Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ’ ἀδικήσομεν

τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν.

     Μα πώς; Τι είπες; Θα τους αδικήσουμε, είπε, και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατόν σ’ αυτούς να ζουν καλύτερα;     Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει τούτο, πώς δηλαδή μέσα σε μια πόλη θα ευτυχήσει μια μόνο οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, αλλά ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει αυτό σε όλη την πόλη, ενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντάς τους να μεταδίδει ο ένας στον άλλο την ωφέλεια, που ο καθένας τους μπορεί να προσφέρει στο κοινό και ο ίδιος διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες στην πόλη όχι για να τον αφήνει να στρέφεται όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος με σκοπό τον δεσμό που φυλάσσει την πόλη ενωμένη.

     Αλήθεια λες, είπε, πραγματικά το λησμόνησα.

     Σκέψου λοιπόν, Γλαύκων, είπα, ότι δεν θα αδικήσουμε αυτούς που γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας , αλλά θα τους πούμε δίκαια πράγματα, αν τους αναγκάζουμε να φροντίζουν για τους άλλους και να τους φυλάνε.    

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση