Κινητό κατά Γουτεμβέργιου

Ημέρα ήταν ζεστή. Ο ήλιος, βαρύς, κατακάθιζε την κάψα του πάνω στην πυρωμένη πόλη. Στα βαγόνια του μετρό, ο αέρας πνιγηρός απ’ την πολυκοσμία. Με απροθυμία συγχρωτιζόταν προσωρινά το στριμωγμένο πλήθος. Εκείνη, ασάλευτη, σαν χειροδεμένη σε χαλύβδινη μαγική εστία, δεν σήκωνε τα μάτια από το ανοιχτό βιβλίο. Οχι συνήθης εικόνα. Την κοιτώ. «Κι εγώ διαβάζω», μου γνέφει διπλανός μου, «μάλλον ακούω· audiobook. Κι όταν κάθομαι, e-book». Μια άδηλη κυμαινόμενη μειοψηφία;

Διεθνώς, το βιβλιόφιλο κοινό συρρικνώνεται. Ανάμεσα στο βιβλίο της καλπάζουσας κοσμογονικής ύλης και στο κινητό των ταχέως εναλλασσόμενων κόσμων, το χέρι επιλέγει το δεύτερο. Λέξεις ρέουν πάνω στις οθόνες, σπάνια είναι αράδες βιβλίων, συχνότερα είναι συνομιλίες, ειδήσεις, ιστορίες, μηνύματα, άρθρα, μαζί με εικόνες, μιμίδια, βίντεο, εμότζι… Η τάση καθόδου της βιβλιοανάγνωσης συνοδοιπορεί με την άνοδο της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της αλγοριθμικής προώθησης διαδικτυακού περιεχομένου, της κουλτούρας της «δευτερογενούς προφορικότητας». Γιατί να διαβάσεις ένα βιβλίο γεωπολιτικής ανάλυσης όταν μπορείς να ακούσεις ένα podcast γεωπολιτικής ανάλυσης; Οπως γράφει o Τζόσουα Ρόθμαν στο New Yorker, «το Διαδίκτυο πάει να κλείσει την “παρένθεση του Γουτεμβέργιου”, την περίοδο των τυπωμένων κειμένων, προσφέροντας στην ανθρωπότητα ένα πιο ελεύθερο, αποκεντρωμένο, διαλογικό σύστημα επικοινωνίας». Συνταρακτικά πολυεπίπεδο, συναρπαστικά πολυπλοκότερο εκείνου στην απαρχή του πολιτισμού, όταν τα έπη απαγγέλλονταν, ύστερα τα λογοτεχνικά έργα διαβάζονταν μεγαλόφωνα στην ομήγυρη, μέχρι που θριάμβευσε το βιβλίο και η ατομική σιωπηρή ανάγνωση.

Δεν είναι ότι αφαιρείται –ακόμη– χρηστική αξία από το τυπωμένο βιβλίο. Είναι ότι η έκρηξη της πληροφορίας στην ψηφιακή εποχή αναδομεί τις εγκεφαλικές λειτουργίες τροποποιώντας τη φύση του διαβάσματος. Γινόμαστε ολοένα πιο επιδέξιοι στη σάρωση κειμένων, στην επεξεργασία σύντομων πληροφοριών, στην ταχεία αναζήτηση περιεχομένου και ολοένα λιγότερο πρόθυμοι να εμβαθύνουμε στα κείμενα. Είναι μια δεξιότητα επιβίωσης. Πρέπει να επιλέξουμε τι θα συγκρατήσουμε από τον ωκεανό των πληροφοριών – και να το κάνουμε γρήγορα. Ομως αυτή η νέα ικανότητα έχει κόστος, λένε οι νευροεπιστήμονες. Οι νευρωνικές οδοί εμβάθυνσης στον γραπτό λόγο –και μαζί σύγκρισης, κρίσης, ενσυναίσθησης– αποδυναμώνονται. Ταυτόχρονα ελαττώνεται η ανάγκη για έλεγχο και εξασθενεί η κριτική σκέψη, καθώς οι αλγόριθμοι των κοινωνικών δικτύων παρέχουν ασταμάτητα έτοιμο το προσφιλές σύνολο ιδεών που ενστερνιζόμαστε.

Τα ψηφιακά εργαλεία αλλάζουν τη φύση της ανάγνωσης και μειώνουν την αίγλη της τυπωμένης σελίδας.

Δεν ήρθε το τέλος του τυπωμένου βιβλίου· 1.300 και πλέον είναι οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι, 863 συστηματικοί και 472 αυτοεκδότες (ΟΣΔΕΛ). Και αυξανόμενη η ετήσια παραγωγή τίτλων – άνω των 12.000 (11.592 τίτλοι σε πρώτη έκδοση και 1.210 σε επανέκδοση, το 2022). Από αυτούς οι 2.000, ηλεκτρονικών βιβλίων. Οι ψηφιακές πλατφόρμες ανάγνωσης, πεδία πλανητικής διασύνδεσης, διευρύνουν τις κατηγορίες των αναγνωστών και τον ορισμό της ανάγνωσης. Ομως –επανέρχεται το ερώτημα– πόσο εμβαθύνουμε;

Το διά της τεχνητής νοημοσύνης πάντρεμα προφορικών και έντεχνων κειμένων, διαλόγων, απόψεων, σχολίων τροποποιεί τις συντεταγμένες του γραπτού λόγου, που διαβάζεται όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και από μηχανές. Συναισθηματικά αμέτοχες, εξαπλουστεύουν δύσκολα έργα και κάνουν περιλήψεις βιβλίων – από το πρωτότυπο απομένει ο αναδιαταγμένος πυρήνας του. Θα γίνουμε έτσι σοφότεροι; Κάτοχοι της πεμπτουσίας αριστουργημάτων που θα έμεναν αδιάβαστα; Το ζήτημα είναι ότι οι μηχανές δεν έχουν κίνητρα. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Οδηγούνται με βάση τη δική μας παιδεία. Οσο αυτή θα ρηχαίνει από την ευκολία της αυτοματοποίησης και της συντόμευσης έργων, τόσο θα φτωχαίνει ο παραγόμενος λόγος, θα κινδυνεύει να χαθεί η μαγεία του αναλλοίωτου καλοδουλεμένου κειμένου.

Η πολυδιάσπαση είναι η συνήθης αντίδραση όταν χίλια πράγματα απαιτούν ταυτόχρονα την προσοχή μας. Το διάβασμα κινείται αντίθετα προς αυτόν τον κατακερματισμό της σκέψης. Είναι μια πνευματική και ηθική άσκηση συγκέντρωσης, η πιο συγκινητική, η πιο βαθιά, η πιο καθηλωτική εμπειρία. Ομως, στην εποχή της στιγμιαίας επικοινωνίας, πόσοι μπορούν να διαβάσουν με αυτόν τον τρόπο; Μάλλον οι λιγότεροι. Αρκούν για να διαφυλάξουν τη συλλογική μνήμη, τον άυλο ιστό από ιδέες, παραδόσεις, πεποιθήσεις, τον απαραίτητο για την πολιτισμική επιβίωση των κοινοτήτων; Να διασώσουν το όχημα με το οποίο οι πολιτισμοί διασχίζουν τα πελάγη του χρόνου; Ισως.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση