Μανάδες, «καλά να πάθετε»…
Μάνα, µητέρα, μαμά. Οι λέξεις περιγράφουν κάτι που όλοι οι άνθρωποι στη Γη μπορούν να συσχετίσουν με τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μητέρα. Ακόμα και όσοι την έχασαν, ακόμα και όσοι δόθηκαν για υιοθεσία. Η λέξη μητέρα όμως στις εποχές που διανύουμε είναι μια λέξη διφυής και διφορούμενη. Από τη μια η εξιδανικευμένη, η μητέρα στο πρόσωπο της Παναγίας, η καρτερική, δοτική, που δίνει το αίμα και το σώμα της για τη ζωή του παιδιού της. Από την άλλη, η μητέρα που χρεώνεται στο ασυνείδητο των κοινωνιών όλα τα δεινά. Ο άνθρωπος ευκολότερα συγχωρεί τον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά η μάνα θα στέκει πάντα ως αγκάθι αν κάτι δεν πήγε καλά. Γιατί οι προσδοκίες στο πρόσωπό της είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με το φορτίο που αντέχει να κουβαλήσει μια γυναίκα που γίνεται μητέρα. Και από την άλλη, βρίσκεται με κάθε τρόπο στο στόχαστρο, συνειδητό ή ασυνείδητο, νομικό, κοινωνικό, ανδρών και γυναικών. Φαντασιακά η μητέρα εξιδανικεύεται, κοινωνικά η μητέρα πού στέκεται; Αυτό πραγματεύεται η Zακλίν Ρόουζ στη μελέτη της με τίτλο «Mothers» από τις εκδόσεις Faber and Faber. Οπως επίσης βλέπουμε αντίστοιχα τη θέση της μητέρας στην κοινωνία στην εξαιρετική σειρά «Maid» στο Netflix.
Πολλοί θεωρούν ότι το θέμα «μητρότητα» είναι εξαντλημένο. Μερικά θέματα άλλωστε είναι ήδη φορτισμένα πριν καλά καλά ξεκινήσει η συζήτηση, άλλωστε είναι πιο δύσκολο να μιλήσουμε για κάτι που –θέλουμε δεν θέλουμε– μας αγγίζει όλους και φέρνει στο επίκεντρο τη δική μας ζωή. Για αιώνες τα θέματα της δημόσιας συζήτησης τα επέβαλαν άνδρες. Και εμείς οι γυναίκες, σε όσες επιτρεπόταν να συμμετέχουν ισότιμα, χειροκροτούσαν και κουνούσαν το κεφάλι ταυτιζόμενες με ό,τι είναι σημαντικό για τους άνδρες. Πόσες συζητήσεις δεν έχουμε παρακολουθήσει για τον πόλεμο; Για τις χαμένες πατρίδες; Για τα οικονομικά; Ακόμα και για την πολιτική, αλλά με τους όρους που επιβάλλει η αρσενική σκέψη. Γιατί η πολιτική ασκείται ακόμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, σίγουρα υπάρχουν και άλλοι. Είναι δύσκολο όμως να βάλουμε όλα αυτά τα θέματα στο τραπέζι και να τα συζητήσουμε με ειλικρίνεια από τη σκοπιά της μητρότητας. Γιατί οι περισσότεροι θα πουν: τι σχέση έχει η μητρότητα με όλα αυτά;
Δεν είναι καθόλου ξένο το βίωμα ότι πάρα πολλές εταιρείες προσ-λαμβάνουν γυναίκες ρωτώντας τις εάν σκοπεύουν να γίνουν σύντομα μητέρες.
Η ηρωίδα στο «Maid» είναι μια ταλαιπωρημένη μητέρα που βρίσκει εναντίον της όλο το κοινωνικό και νομικό σύστημα. Την τιμωρούν μέσα από την ακαμψία του συστήματος οι πάντες και μαζί και το παιδί της. Η Ζακλίν Ρόουζ επιχειρεί –και τα καταφέρνει– να ανοίξει σε βάθος όλα αυτά τα ζητήματα μέσα από τη θεώρηση που έχουν οι κοινωνίες για τη μητρότητα. Πώς διαμορφώνονται οι σύγχρονες κοινωνίες; Πώς αντιμετωπίζει η Δύση τη μητρότητα; Πώς αντιμετωπίζει τις μητέρες που έρχονται από χώρες που πλήττονται; Τι θέση φανταζόμαστε ότι έχει η μητέρα και ποια τελικά στις πράξεις είναι η πραγματική της θέση; Γιατί συνεχίζουν οι μητέρες να είναι τόσο εξουθενωμένες; Γιατί συνεχίζουν να είναι ανικανοποίητες; Και πώς το αντιμετωπίζει αυτό η κοινωνία; Επί παραδείγματι, ένας από τους πρώτους νόμους του Τόνι Μπλερ το 1997 στη Μεγάλη Βρετανία ήταν να κόψει το επίδομα στις ανύπαντρες μητέρες. Διότι όταν δεν βγαίνουν τα νούμερα η μητρότητα είναι ιδιωτικό γεγονός, και όταν κινδυνεύει μια χώρα με γήρανση τα προσεχή χρόνια, τότε γίνεται ένα θέμα που μας αφορά όλους.
Πώς εργάζεται μια γυναίκα πριν να γίνει μητέρα και τι απαιτήσεις έχει η εταιρεία αφού γίνει μητέρα; Δεν είναι καθόλου ξένο το βίωμα ότι πάρα πολλές εταιρείες προσλαμβάνουν γυναίκες ρωτώντας τις εάν σκοπεύουν να γίνουν σύντομα μητέρες ή τις απολύουν όταν πλησιάζει η ώρα της μητρότητας. Επίσης, ο ιδιωτικός τομέας είναι εξαιρετικά απαιτητικός και ζητάει από τις γυναίκες που έγιναν μητέρες να επιστρέψουν σύντομα στην εργασία, αδιαφορώντας για το τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά. Είναι σαν να τιμωρούνται όσες αποφάσισαν να φέρουν παιδιά στον κόσμο. Οι σύγχρονες κοινωνίες κρατούν σε απόσταση τις δύο όψεις της μητρότητας. Από τη μια συνεχίζουν να φαντασιώνονται ότι η υγεία των ανθρώπων, ψυχική και βιολογική, εξαρτάται από αυτή τη μητέρα, από την άλλη όταν εκείνη γίνεται αδύναμη η κοινωνία βγάζει το μένος πάνω της. Σαν να μην μπορεί να αντέξει το συλλογικό ασυνείδητο την ευαλωτότητα της μητέρας. Εχουμε ανάγκη από τη μητέρα να μας προστατεύει αλλά αδυνατούμε ως κοινωνία να προστατεύσουμε τη μητέρα. Δεν είναι τυχαίο πώς αντιμετωπίζουμε τις γυναίκες πρόσφυγες, ή τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες το παιδί τους. Το ζούμε και στο παρόν με τον νόμο της συνεπιμέλειας, έναν νόμο προς τη λάθος κατεύθυνση, που δεν κοιτάζει στην ουσία το πρόβλημα.
Οπως πολύ εύστοχα γράφει η Ζακλίν Ρόουζ: «Μας τρομάζει η μητρότητα γιατί μας θυμίζει ότι εξαρτιόμαστε από μια γυναίκα». Η μητέρα ως φορτισμένο πρόσωπο μας υπενθυμίζει ότι πριν από εκείνη δεν υπήρχαμε. Βάζει ένα φρένο στην αχαλίνωτη παντοδυναμία, ένα όριο που κρατάει την αλαζονεία στο κατώφλι πριν να κοιτάξει η μητέρα στα μάτια το παιδί της. Γιατί δεν αντιμετωπίζει η Δύση την ευαλωτότητα της μητέρας; Αντιθέτως, σε ταραγμένους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, οι ευάλωτοι είναι οι πιο εύκολοι στόχοι του μίσους. Είναι σαν να λέει η κοινωνία «καλά να πάθεις». Δεν είναι τυχαίο ότι οι μητέρες περιμένουν πώς και πώς να μεγαλώσουν και να φύγουν τα παιδιά τους. Αυτά τα παιδιά ως τι τα εκτοξεύουν στην κοινωνία; Ως αστέρια; Ή ως βέλη;
Και όλοι αυτοί που παίρνουν αποφάσεις για τις τύχες των λαών, αναρωτιέμαι ποια ήταν η μητέρα τους; Και τι σχέση είχαν μαζί της;
Οι νέες μάχες στον πόλεμο των φύλων
Το πλειοψηφικό ποσοστό πασχίζει να βεβαιώσει το υπερισχύον γυναικείο βάρος. Ομως αυτό δεν αποτυπώνεται στην πραγματική ζωή, μόνο στην ετήσια έκδοση του περιοδικού Time με τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο… Οι 54 εξ αυτών είναι γυναίκες.
Επελέγησαν πρόσωπα παγκοσμίως γνωστά: Κάμαλα Χάρις, Μέγκαν Μαρκλ, Λιζ Τσέινι, Κέιτ Γουίνσλετ, Σκάρλετ Γιόχανσον, Μπίλι Αϊλις, Μπρίτνεϊ Σπίαρς, Σιμόν Μπάιλς, Ναόμι Οζάκα… Αλλά και λιγότερο διάσημα, όμως εξέχοντα: πολιτικοί (Μάματα Μπάνερτζι, Στέισι Εϊμπραμς), οικονομολόγοι (Νγκόζι Οκόντζο-Ιουεάλα), ακτιβίστριες (η Αφγανή Μαχμπούμπα Σεράτζ, η Χιλιανή Ελίζα Λονκόν Αντίλεο, η Παλαιστίνια Μούνα Ελ-Κούρντ), ερευνήτριες (Ροσέλ Βαλένσκι, Αντι Ουταρίνι, Λίντια Μοράβσκα, Κάταλιν Κάρικο), περιβαλλοντολόγοι, υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, σχεδιάστριες διαστημικών σκαφών και τεχνητής νοημοσύνης, κυνηγοί αρχαιοκαπήλων, πυλώνες της οικονομίας αφρικανικών φυλών, διευθύντριες πολυεθνικών, επιχειρηματίες, εικαστικοί καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, τραγουδοποιοί, συγγραφείς, σεναριογράφοι, δημοσιογράφοι…
Μοιάζει σαν να έχουν κερδίσει, μετά 200 χρόνια μαχών, οι γυναίκες τον πόλεμο των φύλων. Ομως όχι. Σε 136 χρόνια, υπολογίζει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ότι θα καλυφθεί το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων· σε 268 χρόνια στην οικονομία, σε 146 στην πολιτική (μόνο το 26,1% των κοινοβουλευτικών εδρών και το 22,6% των υπουργικών θέσεων παγκοσμίως κατέχουν γυναίκες), σε 14 στην εκπαίδευση. Μεγάλες οι ανισότητες στη χρηματοδότηση της καινοτομίας, μικρή η συμμετοχή στους τομείς αιχμής – στο cloud computing οι γυναίκες αποτελούν το 14% του εργατικού δυναμικού, στη μηχανική υπολογιστών το 20%, στα δεδομένα και στην τεχνητή νοημοσύνη το 32%. Οι γυναίκες εξακολουθούν να υφίστανται την αρσενική μεροληψία, τον μισογυνισμό, τα στερεότυπα, τις σεξιστικές συμπεριφορές, τις παρενοχλήσεις, τις κακοποιήσεις, τα φονικά – περίπου 50 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους λόγω ενδοοικογενειακής βίας κάθε εβδομάδα στην Ε.Ε.
Ομως να που το κατακερματισμένο φεμινιστικό κίνημα με τις δεκάδες συγκρουόμενες αποχρώσεις, το οποίο ψυχορραγεί δυο-τρεις δεκαετίες τώρα στη σκιά του μεταφεμινισμού, σήμερα αναβαπτίζεται παντού – σε ΗΠΑ, Χιλή, Πολωνία, Ελλάδα, Τουρκία… Και οικοδομεί, παρά τις διαφωνίες και τους διχασμούς, συμπράξεις και συνασπισμούς ενάντια σε δομικές αδικίες και κοινούς εχθρούς. Σε αναγεννημένες μισαλλοδοξίες και υπερσυντηρητισμούς. Πριν από 50 χρόνια οι φεμινίστριες θεωρούσαν την πορνογραφία ως το ιδεολογικό έδαφος εκπαίδευσης της ανδρικής υπεροχής («η πορνογραφία είναι η θεωρία και ο βιασμός η πρακτική», δήλωνε το 1974 η Ρόμπιν Μόργκαν). Σήμερα, η πορνογραφία είναι ακόμη εκεί – το δημοφιλέστατο pornHub γαλουχεί και νουθετεί. Το ολιγοετές #MeToo, θαλερό ρεύμα αντίστασης.
Επειτα, πολλά κορίτσια σήμερα επιλέγουν τις σπουδές φύλου (gender studies), τη μελέτη των έμφυλων ρόλων, σε αναζήτηση ατομικών, αλλά και συλλογικών ταυτοτήτων όταν διαπιστώνουν, όπως έλεγε η Τζούλιετ Μίτσελ το 1971, ότι η «ατομική υπόθεση είναι μια κοινωνική κατάσταση και ως εκ τούτου ένα πολιτικό πρόβλημα». Και κάπου εκεί ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχει μία και μόνο «γυναικεία εμπειρία», αλλά πολλές, που επηρεάζονται από κοινωνικές, φυλετικές, θρησκευτικές πραγματικότητες, από το αν είναι κάποια cis (από την ίδια μεριά) ή trans (από την άλλη μεριά), straight ή gay, από το πώς τοποθετούνται απέναντι στην εξουσία, στην τεχνολογία, στον κίνδυνο, στην ελευθερία, στην αγάπη, στην επιθυμία. Και ενίοτε κατηγορούν τις μητέρες τους, οι οποίες έζησαν τον μύθο της εξίσωσης, ότι δεν έκαναν αρκετά.
Χτίζουν το τέταρτο πολυφωνικό φεμινιστικό κύμα, προϊόν μιας φλογερής ανασύνθεσης, που πολεμά τον μεταφεμινισμό, ξεγυμνώνει τη λειψή ισότητα, φανερώνει την ένταση της καταπίεσης και της βίας (πρώτο κύμα, μέσα 18ου έως αρχές 20ού, δεύτερο κύμα, 1960 έως 1980, τρίτο κύμα, 1980 έως σήμερα). Αποτελεί μια νέα τομή στο πώς οι νέοι αντιλαμβάνονται τις έννοιες θηλυκότητα και αρρενωπότητα, που ορίζουν κάθε φορά οι κοινωνίες, την απαγκίστρωση του κοινωνικού φύλου από το βιολογικό, τη νεανική αποπολιτικοποίηση και την καλπάζουσα κοινωνική σύγχυση, τα εθνικά και τα παγκόσμια δεινά.
Η πορεία διαφαίνεται μακριά και δεν είναι διόλου γραμμική: γυναικεία κεκτημένα ακυρώνονται από φονταμενταλισμούς, υπερεθνικισμούς, νεοφασισμούς και ακραίους λαϊκισμούς. Ομως μέσα από τα βαριά σύννεφα των νέων σκοταδισμών διαφαίνονται μερικές λαμπερές γυναικείες αχτίδες.