Καθορισμός εξεταστέας ύλης για το έτος 2026 για τα μαθήματα που εξετάζονται πανελλαδικά για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποφοίτων Γ ́ τάξης Ημερήσιου Γενικού Λυκείου και Γ ́ τάξης Εσπερινού Γενικού Λυκείου



Λήψη αρχείου

Ο Πλάτων, το θρίλερ στις Συρακούσες και η «Πολιτεία»

Το νέο βιβλίο του μεταφρασμένου και στα ελληνικά James Romm παρακολουθεί την πολυετή και αμφιλεγόμενη εμπλοκή του Πλάτωνα με το τυραννικό καθεστώς της ελληνικής πόλης-κράτους στη Σικελία.

Εικονογράφηση που απεικονίζει τον Πλάτωνα να επισκέπτεται τον Διονύσιο τον Νεότερο στις Συρακούσ

ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ που έχει τίτλο “Plato and the Tyrant: The Fall of Greece’s Greatest Dynasty and the Making of a Philosophic Masterpiece” («Ο Πλάτωνας και ο τύραννος: Η πτώση της μεγαλύτερης δυναστείας της Ελλάδας και η δημιουργία ενός φιλοσοφικού αριστουργήματος»), ο Αμερικανός καθηγητής κλασσικής φιλολογίας James Romm (βιβλία του οποίου για τον Σενέκα και τον Ηρόδοτο έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά) επαναφέρει τη γήινη διάσταση του μεγάλου φιλόσοφου της αρχαιότητας. Όπως σημειώνει, ο άνθρωπος Πλάτων και η φιλοσοφία του έχουν «συγχωνευτεί» τόσο στη λαϊκή όσο και στην ακαδημαϊκή φαντασία. «Μια αιθέρια φιγούρα έχει πάρει μορφή, ένας πλατωνικός Πλάτωνας», γράφει χαρακτηριστικά. Στόχος του είναι να διαλύσει αυτόν τον μύθο του «πλατωνικού Πλάτωνα» εμβαθύνοντας στη ζωή του ανθρώπου, με όλα τα ελαττώματα και τα λάθη της. Το κεντρικό θέμα του Ρομ είναι η μνημειώδης συμβολή του Πλάτωνα στην πολιτική θεωρία με το έργο του «Πολιτεία». Στα τμήματα φιλοσοφίας, αυτό το αριστούργημα μελετάται συχνά απομονωμένο από το πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε. Όμως, όπως δείχνει ο Ρομ στο βιβλίο του, η σκέψη του Πλάτωνα ήταν σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από την πολυετή εμπλοκή του με το τυραννικό καθεστώς της ελληνικής πόλης-κράτους των Συρακουσών.

Στις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ., πολλές από τις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας είχαν αρχίσει να γίνονται δημοκρατίες. Οι Συρακούσες, που βρίσκονταν στη νοτιοανατολική Σικελία, ήταν μια ιδιαίτερη εξαίρεση: Στην εξουσία βρισκόταν ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, ένας ισχυρός και αυταρχικός άνδρας που εκμεταλλευόταν τους φόβους των πολιτών για το γειτονικό βασίλειο της Καρχηδόνας προκειμένου να δικαιολογήσει τις δικτατορικές πολιτικές του. Ο Πλάτων επισκέφθηκε την αυλή του τυράννου τη δεκαετία του 380 π.Χ. και φαίνεται ότι τον πρόσβαλε με κάποιο τρόπο, υπονοώντας πιθανώς ότι δεν ήταν ενάρετος ηγέτης. Οι αφηγήσεις για την επακόλουθη αναχώρηση του Πλάτωνα διαφέρουν – ορισμένοι σχολιαστές φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο Διονύσιος πούλησε ως σκλάβο τον Πλάτωνα ως τιμωρία για την αυθάδειά του. Το βέβαιο είναι ότι ο Πλάτων επέστρεψε στην Αθήνα, προηγουμένως όμως είχε δημιουργήσει έναν βαθύ δεσμό με τον γαμπρό του βασιλιά, τον Δίωνα.

«Στις Συρακούσες», παραδέχεται ο Ρομ, ο Πλάτωνας «έκανε ηθικούς συμβιβασμούς» και «διέπραξε σφάλματα κρίσης». Αλλά γιατί αυτό να αποτελεί δυσφήμιση; Μήπως δείχνει απλώς ότι είναι δυνατόν να είμαστε ταυτόχρονα αξιαγάπητα ανθρώπινοι και συγχρόνως να έχουμε την πρόθεση να ξεπεράσουμε τους ανθρώπινους περιορισμούς μας μέσω της φιλοσοφίας;

Όταν ο γιος του Διονυσίου του πρεσβύτερου, Διονύσιος ο νεότερος, ανέλαβε την εξουσία το 367 π.Χ., ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα στις Συρακούσες για να διδάξει φιλοσοφία στον νέο ηγεμόνα. Στην αρχή, ο Πλάτων πίστευε ότι η αποστολή του ήταν πολλά υποσχόμενη, αλλά τα πράγματα δεν άργησαν να στραβώσουν: Ένα χρόνο μετά την άφιξη του Πλάτωνα, ο Δίωνας εξορίστηκε, υποτίθεται για συνεργασία με κατασκόπους στην Καρχηδόνα. Μετά την εξορία του φίλου του, γράφει ο Ρομ, «ο Πλάτωνας διαπίστωσε ότι η δική του θέση στην αυλή γινόταν ιδιαίτερα επισφαλής καθώς όσοι υποπτεύονταν τον Δίωνα, υοποτεύονταν και στον Πλάτωνα πιστεύτοντας ότι οι δύο άνδρες συνωμοτούσαν για να εκθρονίσουν τον Διονύσιο».

Πλάτων να επισκέπτεται τον Διονύσιο τον Νεότερο στις Συρακούσες
Το εξώφυλλο του βιβλίου Plato and the Tyrant: The Fall of Greece’s Greatest Dynasty and the Making of a Philosophic Masterpiece

Ο Πλάτωνας επέστρεψε στην Αθήνα λίγο μετά την αναχώρηση του Δίωνα, αλλά επέστρεψε στις Συρακούσες για άλλη μια φορά το 361 π.Χ., κατόπιν εντολής του Διονυσίου του Νεότερου. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί δραματικά κατά την απουσία του: ο Διονύσιος γινόταν όλο και πιο ασταθής και διψασμένος για εξουσία, και οι συγκρούσεις με τον φιλόσοφο που είχε διορίσει η αυλή του συμβαίνανε με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Παρά τις προσπάθειές του, ο Πλάτωνας απέτυχε να πείσει τον πρώην μαθητή του για τα πλεονεκτήματα της φιλοσοφίας και της εγκράτειας, και σύντομα εγκατέλειψε τις Συρακούσες, αφήνοντας τον Δίωνα να πολεμήσει τον Διονύσιο (και ακολούθως αρκετούς άλλους διεκδικητές της εξουσίας) για τον έλεγχο της πόλης. «Η είσοδός του στην πρακτική φιλοσοφία ήταν μια κολοσσιαία αποτυχία», καταλήγει ο Ρομ.

Γιατί επέστρεψε στις Συρακούσες ο Πλάτωνας; Σύμφωνα με τον Ρομ, ήταν αφοσιωμένος στην πραγμάτωση της θεωρίας που ανέπτυξε στην «Πολιτεία», την οποία έγραφε καθώς ταξίδευε μεταξύ Αθήνας και Συρακουσών. Ένας από τους κεντρικούς ισχυρισμούς του βιβλίου είναι ότι η ιδανική πολιτεία συνδυάζει ένα αυταρχικό κράτος με έναν φιλοσοφικά φωτισμένο ηγέτη. Όπως εξηγεί στο κείμενο το φερέφωνο του Πλάτωνα, δηλαδή ο χαρακτήρας του Σωκράτη, «μόνο αν οι φιλόσοφοι γίνουν βασιλιάδες στις πόλεις, ή αν αυτοί που τώρα ονομάζονται βασιλιάδες και ηγεμόνες ασκήσουν πραγματικά και πλήρως τη φιλοσοφία… θα υπάρξει παύση των προβλημάτων για τις πόλεις ή, νομίζω, και για το ιδιο το ανθρώπινο γένος».

Υπάρχουν διαφωνίες για σχεδόν όλα όσα σχετίζονται με τα ταξίδια του Πλάτωνα στις Συρακούσες, από την αιτία θανάτου του Διονυσίου του Πρεσβύτερου (πιθανώς από φυσικά αίτια, πιθανώς δολοφονία, πιθανώς προϊόν δηλητηρίασης από αλκοόλ) μέχρι τους δεσμούς του Πλάτωνα με τον Δίωνα (οι οποίοι μπορεί να ήταν ή να μην ήταν ρομαντικοί). Υπάρχουν ακόμη και φήμες ότι ο Διονύσιος ο Νεότερος ήταν ερωτευμένος με τον Πλάτωνα και εξόρισε τον Δίωνα από ζήλια. Το βιβλίο του Ρομ είναι συνεπώς ένα είδος διανοητικού θρίλερ: τα ερμηνευτικά πυροτεχνήματα του καταδεικνύουν τον βαθμό στον οποίο το έργο του μελετητή μπορεί να μοιάζει με αυτό του ντετέκτιβ.

«Στις Συρακούσες», παραδέχεται ο Ρομ, ο Πλάτωνας «έκανε ηθικούς συμβιβασμούς» και «διέπραξε σφάλματα κρίσης». Αλλά γιατί αυτό να αποτελεί δυσφήμιση; Μήπως δείχνει απλώς ότι είναι δυνατόν να είμαστε ταυτόχρονα αξιαγάπητα ανθρώπινοι και συγχρόνως να έχουμε την πρόθεση να ξεπεράσουμε τους ανθρώπινους περιορισμούς μας μέσω της φιλοσοφίας; «Ποτέ μην αγγίζετε τα είδωλά σας: η επιχρυσωμένη τους επιφάνεια θα κολλήσει στα δάχτυλά σας», είχε γράψει κάποτε ο Φλομπέρ. Μερικές φορές όμως ίσως είναι πιο σοφό (καθώς και πιο γόνιμο φιλοσοφικά) να σπρώχνουμε τα είδωλά μας από τα βάθρα τους, κι ας λερώσουμε τα χέρια μας.

Με στοιχεία από The Washington Post

Τι κάνει έναν καθηγητή άριστο; – Διάλογος στο «Βήμα»

21/06/2025

Με αφορμή το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας, οι Θεοδόσης Π. Τάσιος, /Μ/αρία Ευθυμίου και Βασίλης Κάλφας συζητούν για τον καλό δάσκαλο

Τη διάρκεια μιας συζήτησης που ξεκινά με την ανάγκη οριοθέτησης της παρεξηγημένης αριστείας, ο πολυπράγμων ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 96 ετών σήμερα, Θεοδόσης Π. Τάσιος, κοιτάζει με το χαρακτηριστικό περιπαικτικό βλέμμα του τους συνομιλητές του, την ιστορικό Μαρία Ευθυμίου και τον φιλόσοφο Βασίλη Κάλφα (αμφότεροι ομότιμοι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης αντίστοιχα) και σκαρφίζεται τον τέλειο ορισμό της έννοιας: «Δεν υπάρχει κανένα σύστημα που δεν θέλει να επιβιώσει. Και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει, ξέρετε, είναι να γίνεται διαρκώς καλύτερο απ’ ό,τι ήταν πριν» λέει.

Η συνάντηση οργανώνεται με αφορμή τη φετινή επιλογή του καθηγητή ή καθηγήτριας ΑΕΙ που θα βραβευθεί από την επιτροπή «σοφών» που εκπροσωπούν το περίφημο Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας, το οποίο θεσπίστηκε από το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ) στη μνήμη των πανεπιστημιακών Βασίλη Ξανθόπουλου και Στέφανου Πνευματικού, δολοφονηθέντων το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου του 1990 στο Ηράκλειο Κρήτης, την ώρα που επιτελούσαν το λειτούργημά τους.

Μαρία Ευθυμίου: «Το Βραβείο Ξανθόπουλου – Πνευματικού δίδεται κάθε χρόνο σε έναν άριστο συνάδελφό μας. Και αγωνία μας, φυσικά, πάντα είναι να είναι πραγματικά άριστος διδάσκαλος ο επιλεγείς».

Βασίλης Κάλφας: «Εχουμε αρκετές υποψηφιότητες κάθε χρόνο, αλλά θεωρούμε ότι ισχύουν και όλες οι παλαιότερες. Το βραβείο πάντως φέτος θα δοθεί στις ανθρωπιστικές σπουδές».

Β.Κ.: «Κατά τη γνώμη μου, πάντως, δεν γίνεται να είναι κάποιος καλός δάσκαλος αν δεν είναι καλός επιστήμονας στον τομέα του».

Θ.Τ.: «Το αντίστροφο όμως;».

Β.Κ.: «Το αντίστροφο γίνεται κατά κόρον».

Θ.Τ.: «Μπορείς να είσαι θαυμάσιος επιστήμονας και να είσαι κακός δάσκαλος; Ναι, σαφέστατα!».

Μ.Ε.: «Στον κανονισμό μας υπάρχει μια ωραία διατύπωση επ’ αυτού. Ποιος είναι ο καλός δάσκαλος, ο καλός καθηγητής; Αυτός που είναι αφοσιωμένος, που εμπνέει τον φοιτητή, που τον οδηγεί σε καινούργια πεδία. Που τον συμπαρασύρει στη χαρά της γνώσης. Και επίσης που είναι ο ίδιος πρότυπο. Γιατί ο καθηγητής δεν είναι μόνο δάσκαλος γνώσεων, είναι και δάσκαλος ήθους. Και στάσης ζωής».

Θ.Τ.: «Πάντως, στο βρετανικό σύστημα υπάρχει η φράση «Πρόσεχε, δάσκαλε! Εσύ είσαι το ζωντανό πρότυπο». Πρότυπο για τον μαθητή, για τον φοιτητή. Η διδασκαλία είναι θέμα ηθικό, είναι θέμα προτεραιοτήτων, θέμα αξιών. Θα πρέπει να αισθάνεσαι ηδονή από το ότι ο φοιτητής θα κερδίσει. Να μοιραστείς την ηδονή του άλλου.

Και αυτή η ηδονή να είναι συγκρίσιμη με την ηδονή της επιστημονικής ανακάλυψης, για να σε τραβήξει ώστε να προετοιμάσεις σωστά το μάθημα. Να σκέφτεσαι: έχω, στην πραγματικότητα, δυο ωρίτσες μέσα στο αμφιθέατρο. Τι να χωρέσει; Πρέπει να ξέρω τι θα πω ακριβώς, πώς θα το πω. Πότε θα αλλάξω ύφος, πότε θα πω το ανέκδοτο, πότε θα κάνω ερωτήσεις αφύπνισης. Ολο αυτό είναι βαρύ, απαιτητικό. Θέλει ώρες προετοιμασίας, θέλει κέφι, θέλει ταλέντο. Αυτά τα προφανή, όμως, δεν είναι γνωστά στον κόσμο και ενδεχομένως να μην είναι γνωστά και μέσα στα πανεπιστήμια, τολμώ να πω».

Β.Κ.: «Πολλοί ρωτούν αν το να είσαι καλός δάσκαλος μαθαίνεται».

Μ.Ε.: «Εγώ δεν πιστεύω ότι μαθαίνεται. Νομίζω ότι το να διδάσκεις είναι ροπή, είναι έρωτας. Είναι αυτό που λέγανε οι αρχαίοι ότι τίποτα δεν γίνεται χωρίς έρωτα. Και είναι μια συνεχής αναμέτρηση με τον εαυτό σου. Οταν μπαίνεις σε μια αίθουσα, είτε με λίγα είτε με περισσότερα άτομα, επικοινωνείς συνέχεια με αυτά. Παρακολουθείς τα μάτια τους παρακολουθώντας, ταυτοχρόνως, και τον εαυτό σου, ώστε να αντιληφθείς πότε δεν κατάλαβαν καλά. Και να σκέφτεσαι: «Στάσου! Να το πω αλλιώς! Πώς να τους κερδίσω;». Αυτό δεν μπορεί να σου το διδάξει κανένας. Είσαι μόνος στο παιχνίδι μέσα στο γήπεδο. Και πρέπει να σου αρέσει, αλλιώς μπορεί να γίνει βασανιστήριο».

Β.Κ.: «Η διδασκαλία δεν είναι μόνο υποχρέωση. Λέμε, «πρέπει να κάνεις καλά τη δουλειά σου» και εννοούμε να χαίρεσαι να κάνεις αυτή τη δουλειά. Και εμείς είμαστε πραγματικά τυχεροί γιατί έχουμε κάνει το χόμπι μας δουλειά. Υπάρχουν κάποιοι ωστόσο που δεν ενδιαφέρονται για το μάθημα υποστηρίζοντας ότι η έρευνα είναι αυτή που έχει την κυρίως σημασία, όχι η διδασκαλία. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για δασκάλους που «τους έχει ξεβράσει η τάξη». Δεν είναι εύκολο να μπεις σε μια τάξη, είτε είναι δημοτικό είτε είναι πανεπιστήμιο, να κάνεις σωστά τη δουλειά σου και να πάρεις χαρά».

Θ.Τ.: «Να πάρεις χαρά! Αυτό είναι το βασικό! Και αυτό βέβαια είναι αριστοτελικό. Να αποκαλύψω εδώ κάτι. Οταν ο κ. Κάλφας συνταξιοδοτήθηκε, μου είπε σε μια ιδιωτική μας συνομιλία «όλα καλά τώρα, αλλά, βρε παιδί μου, μου λείπει. Μου λείπει η επαφή με τους φοιτητές«. Αν δεν παίρνεις χαρά από αυτό, κόψε το σβέρκο σου και πήγαινε να πεις «παιδιά, εγώ δεν κάνω για αυτή τη δουλειά«».

Β.Κ.: «Πάντως να πούμε εδώ πως υπάρχουν συνάδελφοι που χαίρονται να «κόβουν» τους φοιτητές ή φοιτήτριες στις εξετάσεις και δεν αντιλαμβάνονται ότι αν κόψεις το 90% των φοιτητών και φοιτητριών σου, εσύ έκανες λάθος, εσύ φταις. Κάτι στο μάθημά σου δεν πήγε καλά».

Μ.Ε.: «Δεν είναι απλό το θέμα αυτό. Γιατί υπάρχει και η άλλη πλευρά: οι καθηγητές που δεν είναι καθόλου αυστηροί είτε γιατί λαϊκίζουν είτε διότι δεν θέλουν να έχουν πολλά γραπτά την επόμενη περίοδο – οπότε βαθμολογούν περισσότερο από όσο αξίζουν τους φοιτητές τους.

Οσο δε η παιδεία – η πρωτοβάθμια και, κυρίως η δευτεροβάθμια – παύει να είναι απαιτητική τόσο και οι καθηγητές και καθηγήτριες των πανεπιστημίων παραλαμβάνουν άτομα τα οποία έχουν μεγάλα κενά και δεν μπορούν να προσαρμοσθούν στις νέες πραγματικότητες. Και που, εξ αυτού, δεν μπορεί παρά να κοπούν στις εξετάσεις. Το ότι στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παίρνουν συχνά υψηλούς βαθμούς χωρίς να το αξίζουν, αυτό έχει δημιουργήσει παρανόηση στο μυαλό των νεαρών παιδιών. Πιστεύουν ότι είναι επαρκείς, χωρίς ωστόσο ποτέ να αναμετρηθούν με την επάρκεια ή την ανεπάρκειά τους».

Β.Κ.: «Αυτά, πράγματι, είναι προβλήματα που επηρεάζουν και τη δικιά μας δουλειά. Το δημοτικό σχολείο είναι, νομίζω, σε καλό επίπεδο. Ο άρρωστος, κατά τη γνώμη μου, είναι η μέση παιδεία, και αυτό το υφίσταται τελικά το πανεπιστήμιο. Και, δεύτερον, υπάρχουν πανεπιστήμια διαφορετικών ταχυτήτων: άλλα που είναι σε υψηλό επίπεδο και άλλα που δεν έχουν πια καθόλου φοιτητές. Ειδικά για πολλά επαρχιακά τμήματα η πρόβλεψή μου είναι ότι σε λίγο θα κλείσουν.

Εδώ θέλω να συμπληρώσω ότι είναι έγκλημα στην Ελλάδα η εγκατάλειψη της επαγγελματικής εκπαίδευσης με το κλείσιμο των ΤΕΙ, την ίδια ώρα που, βάσει έρευνας, μεγάλος αριθμός των εισερχομένων στα πανεπιστήμια δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να σπουδάσουν, παρά το κάνουν αυτό απλά για την κοινωνική καταξίωση. Στην αγορά εργασίας ωστόσο υπάρχουν δουλειές που χρυσοπληρώνονται, αν και δεν είναι πανεπιστημιακού επιπέδου. Οποιος έχει ψάξει να βρει τεχνίτη για οποιαδήποτε δουλειά το γνωρίζει. Το να στέλνουμε στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει ένα παιδί που δεν αγαπάει τα γράμματα δεν έχει κανένα νόημα».

Θ.Τ.: «Επιτρέψτε μου εδώ να παρέμβω επειδή το θέμα με αγγίζει προσωπικά καθώς είμαι, από δεκαετίες, αγωνιστής της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Και συνυπογράφω αυτά που είπε ο κ. Κάλφας. Βέβαια πρέπει να πω ότι τα ΤΕΙ, εδώ και πολύ καιρό, είχαν πάψει να έχουν τον ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκαν και είχαν γίνει οιονεί πανεπιστήμια.

Επομένως, είναι ηλίθιοι όπως φαίνεται (ειρωνικά) οι Γερμανοί, οι οποίοι στηρίζουν το 40% της εκπαίδευσής τους στις επαγγελματικές σχολές – με την υποστήριξη, μάλιστα, όλων των αριστερών κομμάτων της χώρας. Διότι στην Ελλάδα είχαμε και τούτο το περίεργο: η δήθεν Αριστερά (διότι υπάρχει η πραγματική Αριστερά και η δήθεν Αριστερά) για χρόνια ήταν κατά της επαγγελματικής εκπαίδευσης και υπέρ του ότι πρέπει να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια όλοι οι νέοι. Επρόκειτο για πολιτική μυωπία και ημιμάθεια, την οποία πληρώνει ο λαός υπέρ του οποίου υποτίθεται ότι αγωνίζονταν οι ανεύθυνες εκείνες φωνές».

Μ.Ε.: «Στην Ελλάδα, ως κοινωνία, το είχαμε πάντως πάντα αυτό το αίτημα, «να μάθει γράμματα το παιδί»».

Θ.Τ.: «Εάν ο στόχος είναι η οικονομική βελτίωση του λαού και η ανάπτυξη της χώρας, τότε η λύση δεν είναι να σπουδάσεις φιλόλογος και να μη βρίσκεις δουλειά, αλλά να αποκτήσεις μια ρωμαλέα επαγγελματική μόρφωση σε δημόσια σχολή. Ας πάρουν γενναίες αποφάσεις οι πολιτικοί και ας δοθεί ένα χρονικό διάστημα για να προαχθεί η ιδέα της επαγγελματικής μόρφωσης, και η κοινωνική αποδοχή θα ακολουθήσει».

Μ.Ε.: «Για να επιστρέψουμε στο βραβείο μας, να πούμε ότι αυτό το βραβείο έχει κύρος, έχει κρατηθεί ψηλά. Και η αφετηρία του είναι ιερή. Θα μου πείτε, έτσι κι αλλιώς είναι ιερό, αφού έχει τέτοιο περιεχόμενο και τέτοιον στόχο. Αλλά, επειδή θεσπίσθηκε στη μνήμη δύο διδασκόντων που έχασαν τη ζωή τους, τα μέλη της αρχικής επιτροπής που είχε συσταθεί – επιστήμονες υψηλοτάτου επιστημονικού και ηθικού επιπέδου – αισθάνθηκαν ότι είχαν μια ιερή αποστολή.

Ετσι αισθανόμαστε κι εμείς σήμερα. Και αυτό νομίζω ότι μας βοηθάει στο έργο μας. Γιατί κάθε φορά που πρέπει να αποφασίσεις σε ποιον από τους πολλούς άριστους θα δώσεις το βραβείο, αναμετριέσαι με τον εαυτό σου, με τα κριτήριά σου. Με τα οράματά σου. Με το βαθύτερο νόημα της έννοιας «διδασκαλία» για την οποία βραβεύεις».

Θ.Τ.: «Θέλω εδώ να πω ότι εκείνοι οι οποίοι, τελικά, δεν επιλέγονται για το βραβείο δεν σημαίνει ότι απέτυχαν. Αυτό ρητώς γράφεται – και τηρείται – μέσα στην επιτροπή. Γιατί, πολλές φορές, οι διαφορές μεταξύ των προτεινομένων είναι μικρές καθώς πρόκειται για λεπτή και περίπλοκη κρίση ποιοτήτων πολλαπλών επιπέδων. Αρα σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν έχω πέντε πολύ καλούς προτεινόμενους και διαλέξω έναν, οι τέσσερις έχουν αποτύχει. Καθόλου!».

Μ.Ε.: «Εγώ νομίζω ότι οι κοινωνίες αδιόρατα, πολλές φορές όχι εκπεφρασμένα, δημιουργούν κλίμακα δικών τους αξιών για το τι είναι μέτριο, τι λίγο, τι πολύ, τι άριστο, τι ξεχωριστό. Και από εκεί και πέρα, σιωπηλά αλλά σταθερά, δημιουργείται η έννοια της αριστείας. Που φαίνεται στα δύσκολα: όταν αναζητάς τον καλύτερο γιατρό για ένα σοβαρό σου θέμα υγείας, τον καλύτερο δικηγόρο για ένα σοβαρό σου νομικό ζήτημα, τον καλύτερο μηχανικό για μία σου κατασκευαστική ανάγκη…. Ρωτάς πολλούς και οι απαντήσεις συγκλίνουν, τελικά, σε λίγα, ελάχιστα ονόματα. Αυτοί, συνεπώς, θεωρούνται από την κοινωνία οι άριστοι. Οι καλύτεροι».

Β.Κ.: «Νομίζω πως πιο σημαντικό είναι να ασχοληθεί ο κόσμος με πράγματα που του αρέσουν στη ζωή του και όχι με την τυπική αριστεία, δηλαδή το ποιος πήρε τον καλύτερο βαθμό – που δεν ενδιαφέρει, πρακτικά, κανέναν. Οπότε καλύτερα θα ήταν να μπορούσαμε εμείς, ως δάσκαλοι, να προσανατολίσουμε – ειδικά οι δάσκαλοι των μικρότερων ηλικιών του δημοτικού – τα παιδιά σε πράγματα που αγαπάνε. Τότε θα είχαμε λύσει, νομίζω, και το θέμα της αριστείας».

Θ.Τ.: «Και τι είναι ο άριστος; Ο υπερθετικός τού καλός. Του καλύτερος. Καλύτερος όμως από ποιον ή από τι ή από πότε ή γιατί; Ερωτήματα εγκάρσια προς την κλίμακα καλός, καλύτερος, άριστος. Ως προς τι; Γιατί; Από ποιον κ.τ.λ.

Ας μείνουμε στο μαθησιακό κομμάτι. Εγώ νομίζω ότι ο αρνητικός σχολιασμός ξεκίνησε από μια παρερμηνεία που είχε γίνει, προ ετών, εν σχέσει με τις εξετάσεις που επιβάλλονται σε πολύ μικρές ηλικίες. Και, πράγματι, εξετάσεις σε μικρές ηλικίες δεν είναι παιδαγωγικά σωστές, όμως σε σχετικώς μεγαλύτερες ηλικίες δεν πρέπει να αποκλείονται διότι είναι δοκιμές κοινωνικού βίου.

Δεν υπάρχει κανένα σύστημα που δεν θέλει να επιβιώσει. Και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει, ξέρετε, είναι να είναι καλύτερο απ’ ό,τι ήταν πριν. Το να μην εξελίσσεσαι είναι η αρχή του θανάτου σε όλα τα φυσικά – επομένως και στα κοινωνικά και στα μαθησιακά συστήματα.

Είναι εύλογο να υπάρχει μια διάθεση του μαθητή να είναι καλύτερος από τον εαυτό του. Τώρα, αν είναι καλύτερος από τον άλλον, αυτό εγώ προσωπικώς δεν θα το θεωρούσα αναγκαίο. Αρα, αν η αριστεία έγκειται εις το να παίρνω μεγαλύτερο βαθμό από τον διπλανό μου, δεν νομίζω ότι βοηθάει και πολύ. Αλλά αν παίρνω συνεχώς υψηλότερους βαθμούς από αυτούς που έπαιρνα μέχρι χθες και εάν και το σύστημα της βαθμολόγησης είναι ακριβές και αξιόπιστο, τότε αυτό αποτελεί εξωτερική αναγνώριση μιας πορείας την οποία ένδον θέλω να ακολουθήσω και που πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να το κάνουν.

Το ότι πολλά παιδιά σήμερα όχι μόνο δεν ακούνε αυτόν τον λόγο, αλλά φαίνεται ότι ακούνε άλλον λόγο, αυτό συνιστά οξύτατο εθνικό πρόβλημα. Αντί για το ερώτημα «τι γνώμη έχουμε για την αριστεία» πρέπει να ρωτήσουμε «τι γνώμη έχουμε για την εχθρότητα προς την κατεύθυνση της αριστείας». Και είναι βαρύ εάν η εχθρότητα προς την αριστεία συμπαρασύρει, στους απαιτητικούς καιρούς μας, νέους ανθρώπους».

Η κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι ιστορικός, ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της επιτροπής του ΙΤΕ για το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας εις μνήμην Β. Ξανθόπουλου – Στ. Πνευματικού.

Ο κύριος Βασίλης Κάλφας είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ο κύριος Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Τη συζήτηση επιμελήθηκε η Μάρνυ Παπαματθαίου.

Η Μικρασιατική Καταστροφή με τα μάτια ενός στρατιώτη – Οι μύθοι που καταρρίπτει

05.06.202504:49

ΤΟ ΒΗΜΑ

Η Μικρασιατική Καταστροφή με τα μάτια ενός στρατιώτη – Οι μύθοι που καταρρίπτει

Η τελευταία φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η κατάρρευση και η Καταστροφή με τα μάτια του στρατιώτη Ιωάννη Μαργαριτόπουλου

Κυκλοφόρησε τον Μάρτιο στη σειρά Ιστορία / testimonianza των εκδόσεων Ο Μωβ Σκίουρος η μαρτυρία του Ιωάννη Μαργαριτόπουλου για τη στρατιωτική θητεία του με τίτλο Με μια χαρά.

Ο Ιωάννης Μαργαριτόπουλος (1902-1940), θεσσαλός αγρότης από τη Βαμβακού (Κάτω Δερεγκλί) Φαρσάλων, κατατάχθηκε τον Οκτώβριο του 1921 στο σώμα του Ιππικού και συμμετείχε στη β´ φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Με μια χαρά. Η στρατιωτική θητεία του Ιωάννη Μαργαριτόπουλου, Μικρά Ασία και Ελλάδα 1921–1924

Επιμέλεια – εισαγωγή Δημήτρης Παναγιωτόπουλος και Αλέξανδρος Μακρής

Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2025,σελ. 216, τιμή 16 ευρώ

Η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα. Η αφήγησή του αποτελεί μια ακτινογραφία των εξελίξεων της τελευταίας φάσης της πολεμικής δεκαετίας 1912-1922 και των αμέσως επόμενων ταραγμένων χρόνων, ως την ανακήρυξη της Β´ Ελληνικής Δημοκρατίας (1924). Το γεγονός ότι ο συγγραφέας έλαβε ανώτερη παιδεία όντας απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής Βόλου ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τη συγκρότηση και την αξία της συγγραφής του (όπως και το ότι έλαβε τον βαθμό του λοχία).

Ο Ιωάννης Μαργαριτόπουλος εξιστορεί τα γεγονότα με τρόπο άμεσο και ανεπιτήδευτο. Η ακρίβεια και η καθαρή ματιά του βασίζονται στο ημερολόγιο που κρατούσε όσο υπηρετούσε ως έφεδρος στο Ιππικό. Ο συγγραφέας μένει στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς πλατειασμούς και περιττές λεπτομέρειες. Σκοπός του είναι να δώσει στον αναγνώστη τη γενική εικόνα βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα προσωπικά του βιώματα, σαν ένας νέος Ξενοφώντας και έγκριτος πολεμικός ανταποκριτής.

Οι μαρτυρίες (οργανικό κομμάτι της Προφορικής Ιστορίας) βεβαίως πρέπει να διαβάζονται προσεκτικά, με κριτικό βλέμμα, καθώς περιέχουν υποκειμενικές κρίσεις και προσωπικά συναισθήματα. Η ανάγνωσή τους δεν υποκαθιστά την επιστημονική ιστορία και την αρχειακή έρευνα, αλλά τη συμπληρώνει και την εμπλουτίζει, προκειμένου να σχηματίσουμε μια πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη εικόνα για το παρελθόν. Το στοιχείο αυτό επισημαίνουν και οι επιμελητές στην αναλυτική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή τους, η οποία συμπληρώνει την εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση.

Καταρρίπτοντας μύθους

Το όλο βιβλίο του Μαργαριτόπουλου διαβάζεται απολαυστικά, απνευστί, και αποτελεί ένα πραγματικό κόσμημα («μαργαριτάρι») στη μακρά πλειάδα των προσωπικών αφηγήσεων (μαρτυριών, αναμνήσεων, απομνημονευμάτων, ιστορικών μελετών κ.λπ.) που άφησαν πίσω τους οπλίτες και αξιωματικοί της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο ιστορικός πρέπει να σταθεί σε ορισμένα σημεία με ειδικό βάρος και ξεχωριστή σημασία: Ο αφηγητής επιβεβαιώνει ότι η τουρκική αντεπίθεση της 13ης Αυγούστου 1922 δεν αναμενόταν από κανέναν στην ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας.

Ο Μαργαριτόπουλος μάλιστα βίωσε την τουρκική κίνηση αντιπερισπασμού στην κοιλάδα του Μαιάνδρου λίγες ημέρες πριν από τη γενική αντεπίθεση στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο ίδιος δεν πίστευε ότι το ελληνικό μέτωπο θα κατέρρεε αλλά θα συμπτυσσόταν στο ύψος της Φιλαδέλφειας. Τεκμηριώνεται επομένως για άλλη μια φορά ότι ο τουρκικός αιφνιδιασμός ήταν πλήρης.

Η μαρτυρία του Μαργαριτόπουλου καταρρίπτει επίσης μια σειρά από μύθους που στοιχειώνουν ακόμη τον νου των Ελλήνων (Μικρασιατών στην καταγωγή και μη) και δηλητηριάζουν τη δημόσια συζήτηση για την Καταστροφή του 1922. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας επιβεβαιώνει ότι ο ελληνικός στρατός υποχωρώντας κάλυψε την αποχώρηση των αμάχων ομογενών και εν γένει των χριστιανών, όπως συνέβη, λ.χ., στον μεγάλο συγκοινωνιακό κόμβο του Ουσάκ όπου κατοικούσαν πολυάριθμοι Ελληνες Ορθόδοξοι και Αρμένιοι.

Οι αξιωματικοί έδιδαν προτεραιότητα στα γυναικόπαιδα πριν επιβιβαστούν οι ίδιοι στα τρένα που οδηγούσαν στη Σμύρνη. Το δεύτερο σημείο στο οποίο οφείλουμε να σταθούμε είναι η άρνηση των ελλήνων κατοίκων της Σμύρνης και των γύρω κωμοπόλεων (Κορδελιού, Μπουρνόβα, Μενεμένης, Κασαμπά, Αλατσάτων κ.λπ.) να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία. Οι Σμυρνιοί δεν φαντάζονταν ποτέ ότι οι Τούρκοι θα τους κακομεταχειρίζονταν, αντιθέτως πίστευαν ότι είχαν τον τρόπο «να τους κάνουν καλά» (σ. 117), κι ένιωθαν μάλιστα ανακουφισμένοι που οι έλληνες πολεμιστές έφευγαν οριστικά από εκεί.

Είναι πράγματι (άγνωστο εν πολλοίς) γεγονός ότι οι Σμυρνιοί υποδέχθηκαν τη στρατιά του Κεμάλ με τα εξαπτέρυγα, θεωρώντας ότι έτσι επιστρέφουν στο οθωμανικό status quo ante. Η (με τα σημερινά μάτια και το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης) αφέλειά τους οφείλεται στο ότι η πόλη της Σμύρνης και η ευρύτερη περιοχή της (σαντζάκι) δεν έγιναν στόχος του ανθελληνικού διωγμού το 1914, που έπληξε κυρίως την αγροτική ενδοχώρα του βιλαετίου της.

Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Ιωάννη Μαργαριτόπουλου για την άρνηση των Σμυρνιών να φύγουν φαίνεται από το ότι ο ίδιος αναφέρεται με κάθε ειλικρίνεια στις βιαιοπραγίες που διέπραξαν οι έλληνες στρατιώτες (πυρπολήσεις πόλεων, χωριών και οικισμών, βιασμούς, αθρόες θανατώσεις τούρκων αμάχων κ.ά.) κατά την πορεία της υποχώρησής τους από το μέτωπο.

Εξαιρετικές επίσης είναι οι επισημάνσεις του για την αδημονία της Στρατιάς του Εβρου για επίθεση στη Θράκη τον Μάιο του 1923 και την απογοήτευση που ένιωσαν οι στρατιώτες της όταν δεν δόθηκε ποτέ το σύνθημα της προέλασης. Τα υπόλοιπα όμως τα αφήνουμε στο κριτικό μάτι του αναγνώστη…

Ο κ. Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ.

Πώς διαβάζουμε τους κλασικούς

23.05.202518:00

Ο Κωνσταντίνος Τσαλακός αναλύει τους τρεις τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συνομιλήσουμε με τα «μεγάλα» βιβλία του παρελθόντος, ιδιαίτερα στην εποχή του «θρυλούμενου τέλους της παγκοσμιοποίησης»

Στο ντοκιμαντέρ «A Library for the Word» o ιταλός σκηνοθέτης Νταβίντε Φεράριο προσφέρει στον θεατή μια μοναδική ξενάγηση στην προσωπική βιβλιοθήκη ενός από τους σημαντικότερους ευρωπαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Καθώς ο κινηματογραφικός φακός ακολουθεί για περίπου ένα λεπτό έναν φαλακρό άνδρα που κρατά στο χέρι του ένα βιβλίο να περπατά με ταχύ βήμα από ένα δωμάτιο στο άλλο, αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ότι σχεδόν κάθε σπιθαμή των τοίχων του διαμερίσματος είναι, στην κυριολεξία, ασφυκτικά κατειλημμένη από βιβλία τοποθετημένα σε ράφια και βιβλιοθήκες.

Η προσωπική βιβλιοθήκη του θρυλικού σημειολόγου, φιλοσόφου και συγγραφέα Ουμπέρτο Εκο αποτελείτο από 50.000 βιβλία (για τους λάτρεις των στατιστικών, πάντως, ο σχεδιαστής μόδας Καρλ Λάγκερφελντ εξακολουθούσε να προηγείται με 300.000 τόμους στην προσωπική του βιβλιοθήκη). Ενα μεγάλο μέρος δε εξ αυτών ήταν συγγράμματα των λεγόμενων «κλασικών». Οταν συνήθιζαν να τον ρωτούν αν έχει διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία απαντούσε ως εξής: «Είναι ανόητο να νομίζει κανείς ότι πρέπει να διαβάσει όλα τα βιβλία που αγοράζει. Είναι επίσης ανόητο να ασκεί κριτική σε εκείνους που αγοράζουν περισσότερα βιβλία από όσα θα μπορούσαν ποτέ να διαβάσουν. Είναι σαν να λες ότι πρέπει να χρησιμοποιήσεις όλα τα μαχαιροπίρουνα, τα ποτήρια, τα κατσαβίδια ή τα τρυπάνια που έχεις, πριν αγοράσεις καινούργια». Αντιθέτως, έλεγε ο Εκο, πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα βιβλία διαφορετικά. Για παράδειγμα, ως φάρμακα: «Αντιλαμβανόμαστε ότι είναι καλό να έχουμε πολλά στο σπίτι, αντί για λίγα. Οταν θέλει κάποιος να αισθανθεί καλύτερα, πηγαίνει στο «συρτάρι με τα φάρμακα» και διαλέγει ένα βιβλίο. Οχι στην τύχη, αλλά το σωστό βιβλίο για εκείνη τη στιγμή».

Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής και η απαιτητική καθημερινότητα μας στρέφουν συχνά προς άλλου είδους «φάρμακα», περισσότερο εύπεπτα και συνήθως ψηφιακά. Οταν δε καταφέρνουμε να βρούμε τον χρόνο για να διαβάσουμε κάτι σε βάθος, κατά γενική ομολογία προτιμάμε κάποια από τις τελευταίες κυκλοφορίες, παρά κάτι παλαιότερο. Γιατί άλλωστε να διαβάσει κανείς τους κλασικούς και όχι κείμενα που θα του επιτρέψουν να κατανοήσει καλύτερα όσα εξελίσσονται γύρω του εκείνη τη στιγμή; Η απάντηση μοιάζει προφανής. Ή μήπως όχι; Μπορεί άραγε ένα κλασικό έργο, που γράφτηκε σε μια εντελώς άλλη εποχή από τη δική μας, να έχει να μας πει περισσότερα πράγματα για την τωρινή κατάσταση από ό,τι ένα βιβλίο που γράφτηκε πρόσφατα; Μπορεί το κλασικό να είναι πιο επίκαιρο από το συγκαιρινό;

Για να απαντήσει κάποιος με βεβαιότητα στο ερώτημα θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες μιας από τις σημαντικότερες διαχρονικά μεθοδολογικές αντιπαραθέσεις στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών, που έχει ακριβώς να κάνει με το ζήτημα της ανάγνωσης: Πώς διαβάζουμε τα κείμενα του παρελθόντος;

Οι θιασώτες της λεγόμενης ιστορικιστικής σχολής, από τη μια μεριά, υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης ενός κλασικού κειμένου θα καταστεί ατελέσφορη, χωρίς την ανασύσταση του διανοητικού πλαισίου της εποχής στην οποία γράφτηκε. Για να το πούμε απλά, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε έργα σαν τον Αμλετ του Σαίξπηρ, λένε, χωρίς να γνωρίζουμε τα ζητήματα, σημαντικά ή επουσιώδη, που απασχολούσαν την Αγγλία του 16ου και του 17ου αιώνα, και στα οποία απαντά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έμμεσα ή άμεσα, το κείμενο. Οποιος, για παράδειγμα, δεν είναι εξοικειωμένος με την αγωνία και την αβεβαιότητα που προκαλούσε το ζήτημα της διαδοχής της Βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας, με το γεγονός ότι ο Σαίξπηρ και ο θίασός του υποστήριζαν ως διάδοχο του θρόνου τον Ιάκωβο, γιο της Βασίλισσας της Σκωτίας Μαρίας Στιούαρτ, αλλά κυρίως με τη «λεπτομέρεια» ότι τον Μάιο του 1566 η τελευταία παντρεύτηκε τον κόμη Μπόθβελ, ο οποίος μόλις τρεις μήνες πριν είχε δολοφονήσει βιαίως τον σύζυγό της και πατέρα του Ιάκωβου, δεν μπορεί να αντιληφθεί γιατί ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας αρνείται να λάβει μια ξεκάθαρη θέση στην πλοκή του έργου αναφορικά με το αν η μητέρα του Αμλετ ήταν ή όχι συμμέτοχος στον φόνο του πατέρα του.

Στον αντίποδα, συναντάμε τους οπαδούς μιας περισσότερο άχρονης προσέγγισης, οι οποίοι βάζουν σε δεύτερη μοίρα την ιστορική πλαισίωση και διαβάζουν τα ίδια κείμενα στη βάση της προτεσταντικής προελεύσεως ιδέας ότι ο αναγνώστης είναι «μόνος με τη Γραφή». Εξετάζουν, δηλαδή, τα κείμενα υπό το πρίσμα του κατά πόσο αυτά απαντούν πειστικά και επαρκώς σε μια σειρά από θεμελιώδη, αιώνια ερωτήματα που αφορούν διαχρονικά την ανθρώπινη συνθήκη, όπως το νόημα της ζωής ή το καλό πολίτευμα. Ετσι, για παράδειγμα, η Πολιτεία του Πλάτωνα ή τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, παρότι γράφτηκαν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από τις δικές μας, μπορούν να μας παράσχουν συγκεκριμένες απαντήσεις, τη θεωρία του φιλοσόφου-βασιλέα ή τη θεωρία της μεσαίας τάξης ως ρυθμιστή του χρηστού πολιτεύματος, τις οποίες μπορούμε να μεταφέρουμε αυτόχρημα και άνευ επιφυλάξεως στις κοινωνίες και την πολιτική οργάνωση του σήμερα.

Αν στην πρώτη εναλλακτική τα κλασικά κείμενα είναι αδύνατο να μας μιλήσουν στο σήμερα, καθώς η χρονική διαφορά του τότε και του τώρα δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί με κανέναν τρόπο, στη δεύτερη εναλλακτική η χρονική διαφορά σχεδόν καταργείται, αφού η ανάγνωση και η ερμηνεία ενός κειμένου προϋποθέτει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο αυτό να είναι φορέας μιας αιώνιας αλήθειας, την οποία μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτούσια εδώ και τώρα.

Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη εναλλακτική, σαφώς πιο ενδιαφέρουσα, καθώς επιμένει στη δύναμη που έχει ένα έργο να προκαλεί αναζητήσεις, και όχι να προσφέρει έτοιμες απαντήσεις. Σύμφωνα με αυτήν, ένα κείμενο είναι πάντοτε τοποθετημένο χρονικά και τοπικά, φέρει πάντοτε το ίχνος της εποχής του, τα σημάδια των πρωταγωνιστών και των προβλημάτων που τη σφράγισαν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αυτό που το καθιστά κλασικό είναι ότι με κάποιον τρόπο καταφέρνει και υπερβαίνει την εποχή του, όχι διότι αποκαλύπτει αιώνιες αλήθειες, αλλά διότι δημιουργεί ένα σύμπαν ερωτημάτων που θρέφουν και ξαναθρέφουν τη σκέψη. Ο Μακιαβέλι, ο Μαρξ, ο Προυστ, ο Μάρκες ή ο Κάφκα εξακολουθούν να μας μιλούν σήμερα, υπό μια έννοια σαν να ήταν συγκαιρινοί μας, διότι τα έργα τους σηματοδοτούν «μια διερώτηση που επεκτείνεται πέρα από τα συμπεράσματα στα οποία φαίνεται να κατέληξαν», όπως λέει ο γάλλος φιλόσοφος Κλωντ Λεφόρ. Μέσα από τα έργα τους, αναδύονται προβληματισμοί και διανοητικές προκλήσεις, που οι εκάστοτε απαντήσεις που ίδιοι έδωσαν δεν μπορούν να επικαλύψουν ολοκληρωτικά.

Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η πλειονότητα των λεγόμενων «κλασικών» έγραψε σε εποχές αβεβαιότητας και μεγάλων μεταβάσεων. Σε εποχές ανακατατάξεων, μετασχηματισμών και ανατροπών. Οταν το παλιό υποχωρούσε, αλλά το νέο ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση, ενώ παράλληλα και αλληλοαποκλειόμενα σενάρια ήταν εξίσου ευλογοφανή. Υπό αυτή την έννοια, ένα μέρος του γόνιμου πνευματικού σκιρτήματος που μας προκαλούν έχει να κάνει και με αυτή την οικειότητα της αναμέτρησης με το άγνωστο και το αδάμαστο, που εμποτίζει τη γραφή τους.

Και η δική μας εποχή, η εποχή του «θρυλούμενου τέλους της παγκοσμιοποίησης», είναι άλλωστε αναμφίβολα μια εποχή βαθιάς και πολύπλευρης μετάβασης. Από τη γεωπολιτική και τη γεωοικονομία μέχρι την τεχνολογία, την κλιματική αλλαγή και την εργασία. Ο προβληματισμός γύρω από τη σημασία της ανάγνωσης των κλασικών θα μπορούσε εδώ να γεννήσει ένα αιχμηρό αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα: Δίπλα στο άγχος του συνεπαρμένου από τις εξελίξεις πολίτη – «Τι να διαβάσω για να καταλάβω τι συμβαίνει;» –, ο πονηρός αναγνώστης θα προσέθετε μια διαφορετική απορία: «Ποιος από τους συγγραφείς που δημοσιεύουν σήμερα διαθέτει τα απαραίτητα γνωρίσματα για να γίνει κλασικός;». Αν ζούσε ο Εκο, πιθανότατα θα απαντούσε με μια φράση σαν την ακόλουθη: «Ο χρόνος θα δείξει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου».

Κρήτη: 300 βυζαντινοί ναοί έρχονται στο προσκήνιο χάρη σ’ έναν κρητικό φωτογράφο

Ο χανιώτης Μάνος Παπαδομανωλάκης έκανε 650 χιλιόμετρα σε μία ημέρα για να φωτογραφίσει έναν βυζαντινό ναό στην άλλη άκρη του νησιού υπό καταρρακτώδη βροχή. Μιλάει στο ΒΗΜΑ για το πρότζεκτ του και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.

Κρήτη: 300 βυζαντινοί ναοί έρχονται στο προσκήνιο χάρη σ’ έναν κρητικό φωτογράφο

Οι καιρικές συνθήκες πρέπει να είναι αντίξοες. Χειμώνας βαρύς, συννεφιά πηχτή, βροχή καταρρακτώδης, κρύο τσουχτερό. Αυτές ήταν οι «προϋποθέσεις» του Μάνου Παπαδομανωλάκη για να ξεχυθεί σε κάθε χωριό της Κρήτης προκειμένου να εντοπίσει και να φωτογραφίσει τους βυζαντινούς ναούς του νησιού.

Με τον τρόπο αυτό θέλησε να υπερτονίσει τον μυστηριακό χαρακτήρα τους και να προσδώσει στην ιερότητά τους.

«Νιώθω δέος όταν μπαίνω σε έναν ναό ξέροντας πως στο ίδιο ακριβώς σημείο στεκόταν πριν από 800 χρόνια ένας ζωγράφος για να φτιάξει τις τοιχογραφίες», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Μάνος Παπαδομανωλάκης θέλοντας να τονίσει την ιστορική αξία των βυζαντινών ναών της Κρήτης.

Με ένα αρχείο 2,500 φωτογραφιών, στόχος κι όνειρό του είναι κάποια στιγμή να μπορέσει να δημιουργήσει ένα φωτογραφικό λεύκωμα που θα αποτελέσει κληρονομιά για τις επόμενες γενιές.

Η σχέση σας με τη φωτογραφία ξεκινάει πολλά χρόνια πίσω;

Είμαι επαγγελματίας φωτογράφος από το 2005, αλλά με τη φωτογραφία ασχολούμαι τα τελευταία 35 χρόνια, από 18 χρόνων. Ξεκινούσαμε με φίλους για πεζοπορίες ανά την Κρήτη και φωτογραφίζαμε ό,τι μας προκαλούσε ενδιαφέρον.

Η επιθυμία να φωτογραφίσω τις βυζαντινές εκκλησίες της Κρήτης δεν γεννήθηκε τώρα. Τη διετία 1998-2000 ξεκίνησα, τότε με μια αναλογική Nikon με ασπρόμαυρο φιλμ, να φωτογραφίζω τις βυζαντινές εκκλησίες του νομού Χανίων. Με τον καιρό βγήκα κι εκτός του νομού μου.

Μάνος Παπαδομανωλάκης

Βυζαντινός Ναός Αγίου Γεωργίου στις Μένιες Χερσόνησος Ροδοπού, Κρήτη.

Το έχετε γυρίσει το νησί.

Η Κρήτη είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο νησί και πραγματικά αν δεν προσπαθήσεις να το γυρίσεις, δεν καταλαβαίνεις το μέγεθός του. Είμαι 53 ετών και ακόμα δεν έχω καταφέρει να δω όλα τα μέρη της. Να φανταστείτε ότι για το πρότζεκ αυτό σε μια ημέρα χρειάστηκε να κάνω 650 χιλιόμετρα.

Επιλέγετε οι φωτογραφίσεις των εκκλησιών να γίνονται μόνο τον χειμώνα; Γιατί αυτό;

Χειμώνα, με βαριά συννεφιά και με καταρρακτώδη -πολλές φορές- βροχή. Δεν θα δείτε ούτε μια φωτογραφία βυζαντινής εκκλησίας με λιακάδα. Με τον τρόπο αυτό θέλησα να προσδώσω ένα δραματικό στοιχείο, ένα μυστήριο στη φωτογραφία, παρόλο που η απόφασή μου αυτή δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τη διαδικασία.

Μάνος Παπαδομανωλάκης

Η «Χωστή Παναγία» βρίσκεται σε λόφο που δεσπόζει στην περιοχή Μαράθι Ακρωτηρίου Χανίων. Εκεί σώζεται ταφικό υπόγειο των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που χρησιμοποιείται σήμερα ως ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου (Παναγία η «Χωστή»- εξαιτίας της υπόγειας μορφής του).

Πόσο εύκολο ήταν να τις εντοπίσετε;

Είναι πάρα πολύ μεγάλη η δυσκολία της εύρεσης, διότι οι περισσότερες εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε αγροτικές τοποθεσίες. Να ξέρετε ότι το 80%-90% των βυζαντινών μνημείων της Κρήτης είναι τοποθετημένα στην ύπαιθρο, ενώ τα ενετικά βρίσκονται εντός των πόλεων. Για αυτόν τον λόγο βλέπουμε τρομερής ιστορικής αξίας βυζαντινές εκκλησίες σε χωριά που δεν τα γνωρίζει κανείς.

Να σας γυρίσω στο ‘98. Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον και σας τράβηξε στις βυζαντινές εκκλησίες;

Να σας πω την αλήθεια, επειδή το έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές, μια συγκεκριμένη απάντηση δεν υπάρχει. Δεν μπορώ να βρω μια απάντηση. Είναι κάτι το οποίο βγαίνει από μέσα σου, το νιώθεις, το αισθάνεσαι.

Σημαντικός τοιχογραφικός διάκοσμος στον βυζαντινό ναό του Προφήτη Ηλία στην γειτονιά Τραχινιάκος του χωριού Καντάνου Σελίνου, με αγιογραφίες, οι οποίες χρονολογούνται στον 14ο αιώνα. Οι τοιχογραφίες αποδίδονται στον διάσημο αγιογράφο της δυτικής Κρήτης, τον Ιωάννη Παγωμένο.

Μάνος Παπαδομανωλάκης

Ο Βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου στον Αρτό Ρεθύμνου είναι μικρός, μονόχωρος και καμαροσκέπαστος, όπως και οι περισσότεροι Βυζαντινοί ναοί της κρητικής υπαίθρου. Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει όμως είναι οι σημαντικές τοιχογραφίες στο εσωτερικό του που χρονολογούνται στο 1401 και ακολουθούν την σχολή της Κωνσταντινούπολης.

Κι αυτό γιατί η φωτογραφία είναι συναίσθημα. Πρέπει να το νιώσεις για να το αποτυπώσεις. Κάπως έτσι συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Αυτό που με εξιτάρει περισσότερο -εκτός από αυτό που αισθάνομαι όταν μπαίνω μέσα στον ναό- είναι η ιστορική αξία και η παλαιότητα των τοιχογραφιών.

Μου προκαλεί δέος να σκέφτομαι ότι στον ίδιο χώρο βρισκόταν πριν από 800 χρόνια ένας ζωγράφος που δούλευε την τοιχογραφία που βλέπουν τα μάτια μου.

Το επώνυμό σας παραπέμπει σε κάτι εκκλησιαστικό. Υπάρχει όντως σύνδεση;

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Πολιτική Ορθότητα: Ποινικοποιώντας τις λέξεις

Τα τελευταία χρόνια, ακούω όλο και πιο έντονα τη συζήτηση σχετικά με την πολιτική ορθότητα και τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, ενώ παράλληλα την εμφάνισή τους κάνουν και άλλες έννοιες, που στο παρελθόν φάνταζαν τουλάχιστον αστείες, όπως η «αυτολογοκρισία». Η αλήθεια είναι, πως πριν μερικά χρόνια ελάχιστοι θα έπαιρναν μία τέτοια συζήτηση στα σοβαρά, αφού υποτίθεται πως ζούμε σε έναν προοδευτικό και δημοκρατικό –δυτικό– κόσμο, που τα ζητήματα ελευθερίας, έκφρασης αλλά και αυτά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα έχει λύσει…

Σήμερα, όμως, αυτά τα οποία θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα «δεδομένα», αμφισβητούνται. Πώς, όμως, μία τέτοια συζήτηση μπορεί να αφορά άμεσα τους νέους; Αρκεί να αντιληφθεί κανείς το γεγονός ότι οι νέοι σήμερα, κατηγορούνται για έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικότητας, ακόμη και για ανιαρό χιούμορ.

Όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να διαφωνούμε για το πού βρίσκονται τα όρια στη σάτιρα, στην κριτική και στην έκφραση της δυσαρέσκειας, πώς είναι δυνατόν να απορούμε με την εμφάνιση όρων, όπως αυτόν της «αυτολογοκρισίας»; Ακόμη και να μην μας έχει πει κάποιος ότι δεν είναι «πολιτικώς ορθό» να πούμε κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο, σίγουρα έχουμε βρεθεί στη θέση να σκεφτούμε μια δεύτερη φορά το πώς θα διατυπώσουμε μία σκέψη ή αν θα πούμε ακριβώς αυτό που σκεφτόμαστε, υπό το φόβο μήπως προσβάλλουμε.

Βέβαια, η διατύπωση πως η έννοια της πολιτικής ορθότητος συνδέεται άμεσα με την λογοκρισία και την αφαίρεση του δημοκρατικού δικαιώματος κάθε ανθρώπου να λέει ευθέως τα «πιστεύω» και τις απόψεις του, ενδεχομένως να διακατέχεται από κάποια υπερβολή. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι σχετίζεται με τον περιορισμό του αυθορμητισμού και του θάρρους της έκφρασης της προσωπικής βούλησης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους νέους.

Όταν έχουμε φτάσει στο σημείο να διαφωνούμε για το πού βρίσκονται τα όρια στη σάτιρα, στην κριτική και στην έκφραση της δυσαρέσκειας, πώς είναι δυνατόν να απορούμε με την εμφάνιση όρων, όπως αυτόν της «αυτολογοκρισίας»;

Σαφώς, η πολιτική ορθότητα ούτε ήρθε ξαφνικά εξ ουρανού, ούτε έχει άμεσο στόχο να φιμώσει την ελευθερία του λόγου και να πληγώσει τα δημοκρατικά αισθήματα των «δυτικών» λαών, παρότι έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί για τους παραπάνω λόγους από πολιτικούς, δημόσια πρόσωπα και δημαγωγούς. Αντιθέτως, η πολιτική ορθότητα αποτελεί απόρροια των κοινωνικών αγώνων, στους οποίους εξάλλου πρωτοστατούν οι νέοι, για την καταπολέμηση των ανισοτήτων, την απόκτηση ίσων δικαιωμάτων και την καταπολέμηση των στερεοτύπων.

Είναι, όμως, δυνατόν να επιτευχθούν όλα αυτά με την «ποινικοποίηση» των λέξεων και την αναδιαμόρφωση της γλώσσας ή μήπως, τελικά, έχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα; Θεωρούμε σωστό να πούμε σε ένα μικρό παιδί να μην λέει κάποιον «χοντρό» ή «κοντό», αλλά ποτέ δεν του είπαμε για τις ίδιες έννοιες τις λέξεις «λεπτός» και «ψηλός». Ένα μικρό παιδί, που αναπτύσσεται νοητικά, δύσκολα θα αντιληφθεί το μήνυμα, το οποίο θέλουμε να του μεταδώσουμε με την απαγόρευση της χρήσης της λέξης «χοντρός». Το πιθανότερο είναι να ερμηνεύσει την ίδια την λέξη ως κάτι κακό, τη στιγμή που θεωρεί τη λέξη «λεπτός» ως μία «φυσιολογική» λέξη, αφού κανένας δεν του απαγόρευσε να την χρησιμοποιεί. Ουσιαστικά, δεν θα καταλάβει το ότι δεν πρέπει να κρίνουμε κάποιον από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του, απεναντίας είναι πιθανότερο να ενοχοποιήσει την έννοια της παχυσαρκίας, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι διακρίσεις και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί, αφού η απαγόρευση χρήσης της λέξης στην εκφορά του λόγου δεν συνεπάγεται και αποκλεισμό της σκέψης.

«Θεωρούμε σωστό να πούμε σε ένα μικρό παιδί να μην λέει κάποιον «χοντρό» ή «κοντό», αλλά ποτέ δεν του είπαμε για τις ίδιες έννοιες τις λέξεις «λεπτός» και «ψηλός»».

Πέρα, όμως, από τα λανθασμένα μηνύματα, που ενδέχεται να εκπέμπει η πολιτική ορθότητα, η υπερβολή και η εμμονή στην αναζήτηση της «πολιτικώς» πιο ορθής λέξης, για την περιγραφή των σκέψεων και της βούληση του ατόμου μακροπρόθεσμα και σταδιακά, αποτελεί απειλή όχι μόνο για την γλώσσα, η οποία οδηγείται διαρκώς στην συρρίκνωση και την απλούστευση, αλλά και το – ήδη καταπονημένο– δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι άλλωστε γνωστό ό,τι από αρχαιοτάτων χρόνων οι δημαγωγοί, που ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία μόνο από προσωπικές φιλοδοξίες, αποκτούσαν λαϊκό έρεισμα μέσω της παραποίησης των λέξεων και των νοημάτων τους.

Έχουμε, λοιπόν, το δικαίωμα να εκφραζόμαστε χωρίς όρια και φραγμούς, να προσβάλουμε και να υβρίζουμε ελεύθερα τους συνανθρώπους μας,να φανατίζουμε με τον λόγο μας και να δυναμιτίζουμε τον δημόσιο λόγο με εμπρηστικές δηλώσεις και ακρότητες;

Προφανώς, όχι.

Αντιθέτως, οφείλουμε να σεβόμαστε κάθε συνάνθρωπό μας, τις ιδιαιτερότητές του, αλλά και τις απόψεις του και τις επιλογές, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με αυτές. Όμως, δεν πρέπει να οδηγούμαστε και στο άλλο άκρο, αφού καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις διαφορετικές απόψεις και τις πεποιθήσεις του, ακόμη και ν’ ασκεί τη κριτική του κάνοντας σχόλια, αρκεί ο τρόπος με τον οποίο τα εκφράζει όλα αυτά, να ανταποκρίνεται στον τρόπο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή να είναι τρόπος πολιτισμένος και να μην εμπεριέχει εμμονή, μίσος και φανατισμό.

*Ο Εμμανούλη Μαστιαχιάδης είναι μαθητής στην Εράσμειο Πρότυπο Ελληνογερμανική Σχολή και το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του σχολείο «Αποχρώσεις», η οποία συμμετείχε στον 1ο Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμό Σχολικών Εφημερίδων «Το ΒΗΜΑ των Μαθητών».

Εκπαίδευση: Γιατί τα παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο

Μηχανισμός θα επιχειρεί να κατανοήσει τους λόγους που μαθητές διακόπτουν την εκπαίδευση

Ο τελευταίος και πιο δύσκολος στόχος απομένει στην Ελλάδα στην προσπάθεια για ίση πρόσβαση όλων των μαθητών στην εκπαίδευση και την εξάλειψη της μαθητικής διαρροής. Η χώρα μας έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μαθητικής διαρροής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο οφείλεται σε παιδιά Ρομά και μεταναστόπουλα.

«Η αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής αποτελεί κορυφαία μας προτεραιότητα. Είναι ένα πολυπαραγοντικό και σύνθετο φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει δυσανάλογα τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Παρά την πρόοδο της τελευταίας πενταετίας, νέες κοινωνικοοικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες –με κυριότερη την πανδημία– επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα της παρακολούθησης και πρόληψης του φαινομένου», δηλώνει στην «Κ» η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη, εξαγγέλλοντας ότι σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) θα δημιουργηθεί, με χρηματοδότηση ΕΣΠΑ, σύγχρονος μηχανισμός που δεν θα καταγράφει μόνο τους μαθητές που διακόπτουν τη φοίτησή τους, αλλά θα κατανοεί τους λόγους της διακοπής.

Καλή επίδοση

Ειδικότερα, η Ελλάδα καταγράφει τη δεύτερη χαμηλότερη επίδοση σχολικής διαρροής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με 3,7% των νέων ηλικίας 18-24 ετών να έχουν εγκαταλείψει πρόωρα την εκπαίδευση και κατάρτιση, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 9,5%. Πρώτη η Κροατία (2%), η Πολωνία (3,7%) και η Ιρλανδία (4%) και η χώρα μας έχουν ήδη πετύχει –και ξεπεράσει– τον στόχο της Ε.Ε. για μείωση κάτω από 9% έως το 2030. Αντίθετα χώρες όπως η Ρουμανία (16,6%), η Ισπανία (13,7%), η Γερμανία (12,8%) και η Ουγγαρία (11,6%) δίνουν ακόμη μάχη.

Εκπαίδευση: Γιατί τα παιδιά εγκαταλείπουν το σχολείο-1

Το ΙΕΠ συντονίζει το έργο του μηχανισμού, έχοντας ήδη επεξεργαστεί πρωτογενή δεδομένα από το 2019-2020 και το 2023-2024. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα διαγράμματα που παρουσιάζει η «Κ», τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα ακόλουθα:

• Δημοτικό: Σε γενικές γραμμές, τα ποσοστά διακοπής φοίτησης εμφανίζονται μειωμένα το σχολικό έτος 2023-2024 σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, γεγονός που μαρτυρεί σταθεροποίηση και βελτίωση στην παραμονή των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

• Γυμνάσιο: Τα μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής φοίτησης καταγράφονται στην Α΄ Τάξη, κυρίως στα σχολικά έτη 2019-2020 και 2022-2023. Ακολουθεί η Β΄ Τάξη με μέγιστο ποσοστό διακοπής 0,41% το 2022-2023. Ωστόσο, όπως και στο Δημοτικό, τα ποσοστά μειώθηκαν το 2023-2024, υποδηλώνοντας θετική εξέλιξη.

• Γενικά Λύκεια: Στα Γενικά Λύκεια, η Α΄ Τάξη παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά διακοπής φοίτησης, με μέγιστο 0,71% το 2022-2023. Η Β΄ και Γ΄ Τάξη ακολουθούν με σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά, δείχνοντας ότι το πρόβλημα είναι πιο έντονο στο πρώτο έτος της λυκειακής εκπαίδευσης.

• Επαγγελματικά Λύκεια: Η κατάσταση στα ΕΠΑΛ είναι πιο σύνθετη. Τα μεγαλύτερα ποσοστά διακοπής εμφανίζονται στην Α΄ Τάξη, με μέγιστο το 2,07% το 2022-2023. Η Β΄ και Γ΄ Τάξη έχουν σαφώς χαμηλότερα ποσοστά, τα οποία δείχνουν την ανάγκη για στοχευμένη στήριξη στους νέους που εισέρχονται στην επαγγελματική εκπαίδευση.

«Είναι ένα πολυπαραγοντικό και σύνθετο φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει δυσανάλογα τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες», δηλώνει στην «Κ» η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη.

«Καθώς τηρείται η ανωνυμία των μαθητών κατά τη συλλογή των στοιχείων, δεν μπορεί να είναι ξεκάθαρο το προφίλ όσων εγκαταλείπουν το σχολείο», παρατηρεί στην «Κ» ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Σπύρος Δουκάκης.

Ωστόσο, με δεδομένο ότι το ποσοστό μαθητικής διαρροής στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλό, θεωρείται ότι αυτό οφείλεται στις δυσκολίες και στις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα παιδιά Ρομά και οι μετανάστες. Ακριβή στοιχεία για τα παιδιά Ρομά στα σχολεία δεν είναι διαθέσιμα, ενώ περίπου 26.000 αλλοδαποί μαθητές 5 έως 17 ετών μαθαίνουν γράμματα στα σχολεία της χώρας μας.

Βάσεις δεδομένων

Οπως τονίζει ο κ. Δουκάκης, «η διαφορά ανάμεσα στην οριστική διακοπή φοίτησης και τη διακοπή λόγω προσωρινών παραγόντων είναι κεντρική στον σχεδιασμό, καθώς καθορίζει την αποτελεσματικότητα των μέτρων στήριξης που θα εφαρμοστούν».

Ετσι, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο του έργου θα δημιουργηθούν ασφαλείς και αξιόπιστες βάσεις δεδομένων, οι οποίες θα συγκεντρώνουν και θα αναλύουν όλα τα σχετικά στοιχεία, υποστηρίζοντας την έγκαιρη παρέμβαση και τη χάραξη αποτελεσματικών πολιτικών. Παράλληλα, θα εκπονηθούν μελέτες, οι οποίες θα αποτυπώνουν με ακρίβεια πώς κινείται κάθε μαθητής από το νηπιαγωγείο μέχρι και την είσοδό του στην αγορά εργασίας.

Η ηθική σκευή που εξασθενεί

Αλλες κοινωνίες, και όχι η δική μας, ωρίμασαν και πορεύθηκαν για τις χρυσές πολιτικά δεκαετίες της ∆ύσης μέσα από τον ηθικό σεβασμό του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίστασης των λαών

Αλλες κοινωνίες, και όχι η δική μας, ωρίμασαν και πορεύθηκαν για τις χρυσές πολιτικά δεκαετίες της ∆ύσης μέσα από τον ηθικό σεβασμό του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίστασης των λαών. Είτε ως η μεγάλη αντιφασιστική νίκη, στοιχείο μνήμης της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, είτε για την Κεντροδεξιά ως η νίκη κατά της ανθρώπινης βαρβαρότητας και ως η νίκη επί του ναζιστικού δικαίου της φυλής και του αίματος, ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε μια νέα βαθύτατη ηθική επί της οποίας δομήθηκε το σύνολο των κοινωνικών, ανθρωπίνων, ακόμη και εργασιακών δικαιωμάτων που χαρακτήρισαν την έννοια Δύση, από το 1945 έως τις ημέρες μας.

Hδη από το 1989 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της, η ηθική ιστορική σκυτάλη της Δύσης δείχνει, χρόνο με τον χρόνο, να καθίσταται όλο και πιο αδύναμη. Ο παντοδύναμος αλλά και παντογνώστης (θεωρητικά) οικονομικός καπιταλισμός, χωρίς κανένα φρένο γεννημένο από την αντίληψη της ιστορίας, κινείται εδώ και περισσότερο από τρεις δεκαετίες απελευθερωμένος από το «αντίπαλον δέος» του πάλαι ποτέ «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Του καταπιεστικού πολιτεύματος που παρά την απολύτως απάνθρωπη λειτουργία του και παρά τη μέγιστη παραγωγή φόβου στους υπηκόους του, εξακολουθούσε έως την κατάρρευσή του να απειλεί πολιτικά και ίσως ιδεολογικά τη Δύση.

Ανάγκασε(;) τη Δύση ο «υπαρκτός» σοσιαλισμός να φροντίσει για το κοινωνικό κράτος, για την ασφαλή δημόσια υγεία και παιδεία στους λαούς της, που στέναξαν μαζί με τους Εβραίους της Ευρώπης από τον ναζισμό και από τη βαρβαρότητα του γνήσιου αίματος που με καταστροφικό φανατισμό επέβαλε.

Ωστόσο ο σεβασμός στη συμμαχική νίκη, κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν ίσχυσε στη Δύση μόνο λόγω του φόβου της Αριστεράς. Iσχυσε κυρίως λόγω της γενιάς εκείνων των ηγετών της Δύσης που βίωσαν και χειρίστηκαν για τους λαούς τους τη φρίκη του πολέμου. Ντε ΓκωλΤσώρτσιλΑντενάουερ και πολλοί ακόμη έδωσαν τη σκυτάλη μεταξύ άλλων στον Μιτεράν, στον Κολ, ακόμη και στον πρεσβύτερο Μπους. Ηγέτες που παράλληλα με τον Ψυχρό Πόλεμο φρόντισαν με εκπαιδευτική ηθική να διαμορφώνουν στους λαούς τους την (αυτο)πεποίθηση ότι δομήθηκαν ηθικά από τη νίκη του 1945. Τη νίκη σε έναν πόλεμο που προφανώς δεν δύναται να συγκριθεί με κανέναν άλλον, αφού κριτήριο δεν ήταν η εδαφική επέκταση αλλά και η ριζική καταστροφή ανθρώπων «άλλου» αίματος.

Οι εξετάσεις της Ιστορίας – Η ιστορία, είτε με κεφαλαίο γιώτα, είτε με μικρό γιώτα, δεν μας περνάει από εξετάσεις. Θεωρεί δυστυχώς τις γνώσεις μας δεδομένες και πάει παρακάτω δημιουργώντας ζυμώσεις, εξελίξεις, γεγονότα και κυρίως νοοτροπίες σε επάλληλες στρώσεις, συχνά χωρίς κενό μεταξύ τους.

Για δεκαετίες οι συζητήσεις για το εάν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στην Ευρώπη στις 8 Μαΐου κατά τους Δυτικούς ή στις 9 Μαΐου κατά τους Σοβιετικούς, κυριαρχούσαν επί ενός δεδομένου ηθικού κόμβου. Τις τελευταίες δεκαετίες ο εορτασμός στη Δύση κόπασε. Σταδιακά εκλείπει ως ηθική σκευή των μαθητών. Καθίσταται αδύναμου ενδιαφέροντος, στοιχείο ενός αδιάφορου παρελθόντος.

Οι κοινωνίες της Δύσης, λόγω του πολιτισμού που ίσχυε σε αυτή, μεγάλωναν ηλικιακά με αφετηρία τις (συχνότατες) αρετές του παρελθόντος τους. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί σε οικογένειες που διαχειρίζονται το παρελθόν τους με ειλικρίνεια. Η ιστορία του κοινωνικού πλαισίου που ζούμε δεν είναι «άλλη» μία σκέψη. Είναι μια δεδομένη τομή και μια αφετηρία που ανανεώνεται διαρκώς, φθάνει να μη θεωρούμε ότι το παρελθόν δεν χρήζει φροντίδας. Ευτυχώς ή δυστυχώς για κάποιους, χρήζει και παραχρήζει φροντίδας και μέριμνας.

Η αξία της νίκης – O σεβασμός στη συμμαχική νίκη ίσχυσε κυρίως λόγω της γενιάς εκείνων των Δυτικών ηγετών που παράλληλα με τον Ψυχρό Πόλεμο φρόντισαν με εκπαιδευτική ηθική να δια- μορφώνουν στους λαούς τους την (αυτο)πεποίθηση ότι δομήθηκαν ηθικά από τη νίκη του 1945.

Η ιστορία, είτε με κεφαλαίο γιώτα, είτε με μικρό γιώτα, δεν μας περνάει από εξετάσεις. Θεωρεί δυστυχώς τις γνώσεις μας δεδομένες και πάει παρακάτω δημιουργώντας ζυμώσεις, εξελίξεις, γεγονότα και κυρίως νοοτροπίες σε επάλληλες στρώσεις, συχνά χωρίς κενό μεταξύ τους.

Η πολιτική τείνει να καλλιεργήσει τις δικές της –και επ’ ωφελεία της– νοοτροπίες. Το ζούμε καθημερινά σε μια Δύση που με δική της πρωτοβουλία αποϊστορικοποιείται, αναρωτώμενη διαρκώς γιατί αποσαθρώθηκαν τα θεμέλιά της που απαξίωσε και πυροβόλησε η ίδια.

Μάθαμε, παρά αυτά που μας έλεγαν όταν η Δύση νίκησε πολιτικά τη Σοβιετία, ότι δυστυχώς η αγορά δεν απορρυθμίζεται προς όφελος των πολιτών. Αυτοί είναι πλέον πελάτες και η αγορά τους αντιμετωπίζει μόνον ως τέτοιους και όποιος αντέξει σε ένα μέλλον απολύτως αχαρτογράφητο…

Μήπως όμως δεν είναι μόνον οι πολιτικοί (της αγοράς) που απαξιώνουν τη δημόσια μνήμη, αλλά και οι ιστορικοί την παραβλέπουν έχοντας ως κριτήριο μόνο το εσωτερικό της συντεχνίας τους;

Κάπως, πάντως, η δημόσια μνήμη χρειάζεται ανανέωση της γλώσσας της, αλλιώς οι πολιτικές διαφωνίες θα δώσουν τη θέση τους σε καταστροφικούς πολέμους, κι εμείς θα νομίζουμε ότι είναι το ίδιο.

*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

Το παράδοξο της ελληνικής μνήμης

Αντώνης Κλάψης

Την εβδομάδα που πέρασε οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης γιόρτασαν την ογδοηκοστή επέτειο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γηραιά Ηπειρο, το οποίο υπήρξε το αποτέλεσμα της άνευ όρων παράδοσης της ναζιστικής Γερμανίας. Μάλιστα σε πολλές από αυτές, η επέτειος της λήξης του πολέμου αποτελεί επίσημη ημέρα εθνικής μνήμης ή δημόσια αργία.

Οχι όμως στην Ελλάδα, όπου κανένας εορτασμός δεν γίνεται με αφορμή την ολοκλήρωση του πιο καταστροφικού πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα. Αντίθετα, στην πατρίδα μας γιορτάζουμε το ξεκίνημα της ελληνικής συμμετοχής στην ένοπλη σύρραξη, το οποίο προέκυψε εξαιτίας της εκδήλωσης της ιταλικής επίθεσης τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου.

 

Συνέχεια ανάγνωσης

«1984»: Η προειδοποίηση του Τζορτζ Όργουελ για τον σύγχρονο κόσμο

«1984»: Η προειδοποίηση του Τζορτζ Όργουελ για τον σύγχρονο κόσμο

Πώς το 1984 του Όργουελ διαμόρφωσε τη σύγχρονη συζήτηση για εξουσία και ελευθερία

Στις 8 Ιουνίου 1949, κυκλοφορεί στο Λονδίνο το «1984», το εμβληματικό μυθιστόρημα του Τζορτζ Όργουελ που έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα τη σύγχρονη πολιτική σκέψη και κουλτούρα.

Ο Όργουελ, παρακολουθώντας τις μεταπολεμικές εξελίξεις, εμπνέεται από τον σταλινισμό και προειδοποιεί για έναν εφιαλτικό κόσμο, όπου η καταστολή δεν είναι πια μόνο σωματική, είναι νοητική.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της δυστοπίας έπαιξε η βιωματική του εμπειρία στον Ισπανικό Εμφύλιο, όπου βίωσε την καταστολή, τη λογοκρισία και τη διαστρέβλωση της αλήθειας στο εσωτερικό της ίδιας της αριστεράς, καθώς και η μελέτη της ναζιστικής προπαγάνδας και των μηχανισμών ελέγχου των ανθρώπων που βασίζονταν στον φόβο και την παραπληροφόρηση.

Ο ήρωάς του είναι ο Γουίνστον Σμιθ, ένας απλός υπάλληλος που παλεύει – μάταια – να διαφυλάξει την ατομικότητα και την αλήθεια μέσα σε έναν κόσμο απόλυτης κυριαρχίας και παραπληροφόρησης.

Ο Όργουελ επινόησε όρους, όπως «Μεγάλος Αδελφός», doublethink, newspeak, thoughtcrime, που ενσωματώθηκαν στο παγκόσμιο λεξιλόγιο και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα για να περιγράψουν μορφές ελέγχου και χειραγώγησης.

Σε αντίθεση με πολλά μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας το «1984» ήταν μια προειδοποίηση που απευθυνόταν τόσο στο παρόν του Ψυχρού Πολέμου (1947-1991) όσο και στο μέλλον. Για πολλούς, θεωρείται μια αλληγορική απεικόνιση ενός παρόντος που ζούμε ήδη.

«Έργο αιχμής»

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 3ης Μαρτίου 2002, πενηντατρία χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του μυθιστορήματος, αφιέρωσε ένα από τα κείμενα της εβδομαδιαίας στήλης «Ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης» στο «1984», παρουσιάζοντας γιατί το έργο του Όργουελ εξακολουθεί να είναι «έργο αιχμής»:

«Σε αντίθεση με τα έργα επιστημονικής φαντασίας που γερνούν σχετικά γρήγορα, το βιβλίο του Όργουελ εξακολουθεί να λειτουργεί σαν προειδοποίηση για τον κόσμο που ζούμε και για εκείνον που έρχεται.

»Πολιτικό μανιφέστο κατά του ολοκληρωτισμού, ελεγεία της χαμένης ελευθερίας, αλληγορία των πολιτικών μύθων του Ψυχρού Πολέμου, όπως και αν το ονομάσει κανείς, παραμένει έργο αιχμής.

Η πολιτική και γλωσσική εφεύρεση του Όργουελ

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση