Τρώγοντας μπέργκερ σε μια σπηλιά

Φιλοσοφικοί διάλογοι με χιούμορ και… Big Mac

ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
Πλατωνικοί διάλογοι
ή γιατί στο σπήλαιο
κάνουν όλοι πάρτι
εκδ. Πατάκης, 2023, σελ. 256

«Ημουν έτοιμος να δαγκώσω το ζουμερό Big Mac που μόλις είχα παραλάβει όταν η Μαριάνθη, απ’ το βάθος της κουζίνας, είπε:

“Το ξέρεις ότι η πραγματικότητα είναι μια ψευδαίσθηση;”

“Ποιος το λέει αυτό;” είπα.

“Ο Δαλάι Λάμα” είπε.

“Το χάμπουργκερ πάντως που κρατάω στα χέρια μου είναι αληθινό” είπα.

Κεντρικός άξονας των «Πλατωνικών διαλόγων» είναι η απουσία επικοινωνίας στις διαπροσωπικές σχέσεις.

“Και πώς είσαι σίγουρος ότι δεν το ονειρεύεσαι;” είπε.

“Τι εννοείς;” είπα».

Τρώγοντας μπέργκερ σε μια σπηλιά-1Ο φιλοπερίεργος αναγνώστης που θέλει να δει τι θα γίνει τελικά με το μπέργκερ, τη Μαριάνθη και τον Δαλάι Λάμα, ας διαβάσει το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού «Πλατωνικοί διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι»· εκτός του ότι θα ικανοποιήσει την περιέργειά του σχετικά με τον εν λόγω διάλογο, θα απολαύσει εξαιρετικής ποιότητας χιούμορ στο σύνολο του βιβλίου, που διαρθρώνεται σε πέντε μέρη και περιλαμβάνει συνολικά 67 κείμενα, τα περισσότερα εκ των οποίων διαλογικά, μεταξύ αυτών –ενταγμένοι οργανικά στο βιβλίο– δύο διάλογοι του Ρώσου συγγραφέα Ντμίτρι Πρίγκοφ (1940-2007) και τέσσερα ποιήματα της Βρετανίδας ποιήτριας Κάρολ Αν Ντάφι (γενν. 1955), μεταφρασμένα από τον Βλαβιανό.

Κεντρικός άξονας των «Πλατωνικών διαλόγων» είναι η απουσία επικοινωνίας στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ασυνεννοησία, οι παράλληλοι μονόλογοι, εντέλει η αδυναμία επικοινωνίας αποτελούν συχνό μοτίβο της λογοτεχνίας και, διόλου τυχαία, αγαπημένο θέμα συγγραφέων που κατατάσσονται στα είδη του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας – ας αναφέρουμε εδώ «Το αριστερό χέρι του σκοταδιού» της Ούρσουλα Λε Γκεν (1969) και, κυρίως, το «Σολάρις» του Στανίσλαβ Λεμ (1961). Ο ίδιος ο Βλαβιανός σημειώνει στο βιβλίο πως η διαλογική φόρμα οφείλεται αφενός στον Πλάτωνα και αφετέρου στη συστηματική ανάγνωση του Τζέιμς Τέιτ (1943-2015), που έχει «το πιο ανατρεπτικό χιούμορ από όλους τους μεταμοντέρνους Αμερικανούς ποιητές».

Ο διάλογος, απόσπασμα του οποίου προτάσσεται, και τον οποίο χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα της όλης σύνθεσης του Βλαβιανού, καταπιάνεται με ένα από τα προαιώνια ερωτήματα της φιλοσοφίας – και τα αγαπημένα του Πλάτωνα: Τι είναι πραγματικότητα και τι ψευδαίσθηση; Τι είναι «αλήθεια;». Το ερώτημα αυτό απηύθυνε και ο Πόντιος Πιλάτος στον Ιησού, χωρίς να λάβει απάντηση, σε μια παράξενη και πολυσυζητημένη αποκοπή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου (37-38): «Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ».

Ο αφηγητής του Βλαβιανού αρχικά πιστεύει σε μια απολύτως απτή πραγματικότητα –εν προκειμένω το ζουμερό και λαχταριστό Big Mac–, πλην όμως υποκύπτει στη διαλεκτική της Μαριάνθης και φαίνεται να κλονίζεται. Η Μαριάνθη επιχειρηματολογεί υπέρ της αντίληψης ότι η πραγματικότητα συνιστά ψευδαίσθηση με τρόπο λογικό – προτείνει μάλιστα ένα πείραμα (σταματά εδώ η αναφορά στην πλοκή, προκειμένου να αποφευχθεί το spoiler).

Αντίφαση

Στον διάλογο μπορούμε να εντοπίσουμε μια αντίφαση καθαρά πλατωνική. Στο σημείο αυτό, ας θυμηθούμε την αντίληψη του Πλάτωνα περί αλήθειας γενικά (την παραβολή με τη σπηλιά, τους αντικατοπτρισμούς και τον «πραγματικό» κόσμο των ιδεών), η οποία συνδέεται και με τη στάση του απέναντι στην ποίηση και στους ποιητές. Ο Πλάτων ακολουθεί λίγο-πολύ την τότε κρατούσα αντίληψη περί ποιητικής έμπνευσης: ότι δηλαδή ο ποιητής «ενθουσιάζεται» με την ετυμολογική έννοια της λέξης, γίνεται δηλαδή «ένθους», κοινώς μπαίνει ο θεός μέσα του, συνεπώς ο ίδιος δεν είναι παρά το «δοχείο», το medium που μεταφέρει στους ανθρώπους θείο λόγο. Ως εκ τούτου, πάντοτε σύμφωνα με τον Πλάτωνα (και σε αντίθεση με προγενέστερους στοχαστές, που έβλεπαν ιερότητα σε αυτή τη διαδικασία «ενθουσιασμού»), ο ποιητής δεν κάνει και πολύ σπουδαία δουλειά –και, ως εκ τούτου, δεν έχει θέση στην Πολιτεία του– γιατί η ποίηση δεν προέρχεται από το λογικό του, από το πνεύμα του· ο ποιητής απλώς μεσολαβεί. Αν κάνουμε ένα άλμα ετών μέχρι τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, έχουμε μια εντελώς αντίστροφη περιγραφή της έμπνευσης: σε ένα δοκίμιό του για το περίφημο ποίημά του «Raven» –το «Κοράκι»–, ο Πόε αναλύει τη διαδικασία της δημιουργίας με τρόπο εξαιρετικά «πεζό» και διαδικαστικό, αποδίδοντας πλήρως το έργο στην πρόθεση και άρα στη λογική του ποιητή, και αποκλείοντας εντελώς κάθε έννοια «έμπνευσης». Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες στον πρόλογο της «Αναφοράς του Μπρόντι» εντοπίζει με ενδιαφέρουσα αντίφαση στη σύγκριση των δύο θέσεων. Γράφει: «…προτιμώ τη θεωρία του Πλάτωνα περί Μούσας από τον Πόε, ο οποίος υποστήριξε –ή, ίσως, προσποιήθηκε πως υποστηρίζει– ότι η σύνθεση ενός ποιήματος είναι έργο της διάνοιας. Δεν παύει να με εκπλήσσει το γεγονός ότι ο κλασικός ποιητής στήριζε μια ρομαντική θεωρία, ενώ ένας ρομαντικός ποιητής ενστερνίστηκε μια κλασική θεωρία».

Εμμένοντας στην απόφαση να μην αποκαλύψουμε τι απέγινε το ζουμερό Βig Μac, δεν θα αναφέρουμε ποια θέση παίρνει ο αφηγητής και ποια η Μαριάνθη, ούτε αν κάποιος από τους δύο διαλεγόμενους πείθεται από τον άλλο. Θα περιοριστούμε στην προειδοποίηση πως ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει μια παράδοξη μετατόπιση στην επιχειρηματολογία τους, ανάλογη με την αντίφαση που εντοπίζει ο Μπόρχες συγκρίνοντας τις θέσεις του Πλάτωνα και του Πόε για την ποιητική έμπνευση· ίσως έτσι αναρωτηθεί με ποιον από τους δύο συνομιλητές ταυτίζεται (και το ίδιο ισχύει για το σύνολο των διαλόγων), μόνο και μόνο «για να διαπιστώσει εντέλει», όπως σημειώνει ο Δημήτρης Καλοκύρης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ότι ο ίδιος «δεν είναι παρά ο συγγραφέας του πλατωνικού εαυτού του».

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση