Φιλία, μια απαιτητική τέχνη

Κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή, εδώ στο νησί, για ανάγνωση εφημερίδων, πέφτω σε κάποιο άρθρο για την επιδημία της μοναξιάς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις λόγο για την απομόνωση συντάσσοντας ένα κείμενο για άλλο θέμα, χωρίς καν να χρειαστεί να αναφέρεις ότι η κοινωνική απομόνωση αυξάνει κατά 25% το ρίσκο κάποιος να πεθάνει από αυτήν την επόμενη δεκαετία. Διαβάζω για τον εθισμό στα κινητά και στις εφαρμογές που λειτουργούν σαν καταπακτή για τις κοινωνικές συναναστροφές, για το περιοριστικά υψηλό κόστος διαβίωσης, για τα υψηλά ποσοστά διαζυγίων, για τα εξίσου υψηλά ποσοστά όσων, νέων, επιλέγουν τη μη τεκνοποίηση αλλά και το υψηλό πλέον προσδόκιμο ζωής, ένας θρίαμβος ιατρικός που δεν έχει συνυπολογίσει πως μοιάζει μια μακριά διαδρομή χωρίς συντροφιά.

Κι αν όλα αυτά τα αντιστρέφαμε, θα μπορούσαμε κάλλιστα να διαβάζουμε για την άλλη όψη του νομίσματος, τις επαφές και τη φιλία, που αφενός είναι πιο ευχάριστα, αφετέρου ίσως θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο γιατί στο εξής θα βασιζόμαστε για υποστήριξη, όλο και παραπάνω, στη μικρή κοινότητα των φίλων μας. Αυτά σκεφτόμουν παρατηρώντας τα δύο άκρα, την ηλικιακή ομάδα που βρίσκεται ο έφηβος γιος μου και την όγδοη δεκαετία που διανύουν οι γονείς μου. Οι τελευταίοι έχουν διαπιστώσει την ευαλωτότητα του ανθρώπινου σώματος, έχουν αποχαιρετίσει φίλους και η σιωπή, ό,τι μένει, είναι σπαρακτική. Αποκαρδιωτική είναι επίσης η αντικατάσταση των φίλων από την τεχνητή νοημοσύνη, η τελευταία τάση, όπως ενημερώνομαι από τους δεκαπεντάχρονους. Η μοναξιά και των δύο ηλικιακών ομάδων είναι μοιραία, αν και όχι το ίδιο ραγδαία. Οι «φίλοι» της ΑΙ αυξάνουν τη μοναξιά, καθώς ούτε τα chatbots, ούτε, ακόμη, τα παιδιά έχουν προλάβει να αναπτύξουν μυς, τους συναισθηματικούς μυς, που απαιτούν η επαφή και η συνομιλία με πραγματικούς ανθρώπους.

Και η γνώση της συνομιλίας είναι τόσο βασική, θα μου πείτε, αλλά καθόλου δεδομένη. Σύμφωνα με την έρευνα του περιοδικού «Τhe week», το ένα τέταρτο των οικογενειών δεν μιλούν μεταξύ τους στα γεύματα. Και ένα απίθανο 77% τοποθετεί το κινητό τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι την ώρα του γεύματος. Και αυτά, φανταστείτε, είναι τα πορίσματα από τις οικογένειες με τα κοινά γεύματα. Η συνομιλία εξασκείται ακόμη και με τους αγνώστους που διασταυρωνόμαστε στη καθημερινότητά μας. Ενώ συνήθως εστιάζουμε στις «στενές σχέσεις», οι ψυχολόγοι επιμένουν να μην υποτιμάμε ακόμη και την «ελάχιστη κοινωνική διάδραση», που είναι ικανή να προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση. Το βάθος των συζητήσεων και το βάθος των σχέσεων, το έχω διασταυρώσει, δεν πάνε πάντα χέρι χέρι, υπάρχουν σύντομες κουβέντες με περίσσεια αυθεντικότητα και έμπλεες νοήματος.

Ο αυθορμητισμός για μια σύντομη τυχαία συνομιλία είναι μια καλή επικοινωνιακή άσκηση, κάποιες φορές χρειάζεται να «ακούμε» όχι για να απαντήσουμε, απλώς για να «καταλάβουμε». Είναι μια ταπεινή υπόμνηση ότι υπάρχει, εκεί έξω, εκτενής εσωτερικός κόσμος και διαφορετικές οπτικές γωνίες. Είναι και μια καλή υπενθύμιση για το πώς μοιάζουμε εκτός πλαισίου και αφιλτράριστα. Χρειαζόμαστε όμως το βαθύτερο δέσιμο, τις φιλίες και τους οικογενειακούς δεσμούς. Την οικογένεια τη βρίσκεις και προϋποθέτει αρκετή καλή τύχη και κάμποση υπομονή, κατά την άποψή μου. Τους φίλους δεν τους βρίσκεις, τους κάνεις. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να δώσω έναν ορισμό της φιλίας. Είναι περισσότερο ένστικτο, αίσθηση, τόνος, ρυθμός.

Μεταξύ των παραπάνω ηλικιακών ομάδων που ανέφερα, η ζωή συμβαίνει. Αλλάζουμε χώρες, αλλάζουμε συντρόφους, αλλάζουμε αντικείμενο εργασίας. Ερχονται αναποδιές, απώλειες, ξαφνικοί θάνατοι. Τα κοινωνικά μοτίβα, στη Δύση, μεταβάλλονται. Οι ζωές μας έχουν πάψει να οργανώνονται αποκλειστικά γύρω από την ιδέα της πυρηνικής ομάδας, οι οικογένειες όλο και συρρικνώνονται ή ζουν μακριά, τα διαζύγια αυξάνονται και οι φίλοι παίρνουν τον ρόλο των βιολογικών μελών μιας οικογένειας. Και έτσι, αυτό που μας απομένει είναι οι πιο φιλελεύθερες των δεσμών, οι φιλίες.

Η πραγματική συμφωνία που κάνουμε με τους φίλους μας είναι μια δέσμευση προθυμίας, ακόμη κι αν έχουμε απογοητεύσει, ακόμη κι αν έχουμε απογοητευθεί, να συνεχίζουμε με μικρές πράξεις να προσπαθούμε.

Διάβασα κάτι που μου άρεσε και σας το μεταφέρω. «Οι φιλίες μας έχουν έναν ξεχωριστό ρόλο ανάμεσα στις υπόλοιπες στενές μας σχέσεις. Ο γάμος και η οικογένεια είναι θεσμικές σχέσεις θωρακισμένες από όρκους, υποχρεώσεις, οικονομικές και νομικές συνδιαλλαγές. Αλλες σχέσεις, μεταξύ φοιτητών και καθηγητών ή μεταξύ αφεντικών και υπαλλήλων είναι οριοθετημένες από κάποιους κανόνες. Οι φιλίες δεν είναι έτσι. Οι υποχρεώσεις δεν είναι ξεκάθαρες, οι ευθύνες ασαφείς».

Δεν υπάρχει προσχέδιο φιλίας, δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση, δεν υπάρχει πλάνο. Δεν γνωρίζουμε ούτε πότε ξεκινούν, ούτε πότε θα βαθύνουν, ούτε πότε τροποποιούνται, ούτε πότε φθίνουν χάνοντας τη ζωντάνια τους. Η κάθε φιλία είναι τόσο ιδιαίτερη, που πρέπει να εφεύρουμε τον τρόπο από την αρχή, απαιτεί επένδυση, προσοχή, χρόνο αλλά και τόση –άπειρη– εμπιστοσύνη. Είναι ένα βήμα στο άγνωστο με ό,τι αυτό φέρνει, υποσχέσεις και ελπίδα, καθήκοντα και ενοχές.

Η πραγματική συμφωνία που κάνουμε με τους φίλους μας είναι μια δέσμευση προθυμίας, ακόμη κι αν έχουμε απογοητεύσει, ακόμη κι αν έχουμε απογοητευθεί, να συνεχίζουμε με μικρές πράξεις να προσπαθούμε. Οχι να είμαστε τέλειοι φίλοι, αλλά επαρκώς παρόντες φίλοι. Είναι μια άσκηση επικοινωνίας προφανώς, αλλά και μια διαδικασία διαπραγμάτευσης με τον εαυτό μας, που μετατοπίζεται, μαθαίνει και μεταμορφώνεται.

Η Σιμόν Βέιλ είχε γράψει ότι η φιλία δεν είναι για να την αναζητούμε, να την ονειρευόμαστε, να την επιθυμούμε, είναι για να την εξασκούμε.

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Σύμβολο ειρηνικής αντίστασης κατά του κομμουνισμού

Ο ιερέας Γέρζι Ποπιελούσκο, σκληρός επικριτής του δικτατορικού καθεστώτος της Πολωνίας, δολοφονήθηκε από άνδρες της Ασφάλειας

Στις 31 Οκτωβρίου 1984, μια είδηση συγκλόνισε την Πολωνία, που από τρία χρόνια βρισκόταν υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου: ο ιερέας Γέρζι Ποπιελούσκο βρέθηκε νεκρός, δολοφονημένος από τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος. Ποιος ήταν ο ιερέας εκείνος και πώς και γιατί «έπρεπε» να πεθάνει;

Σύμβολο ειρηνικής αντίστασης κατά του κομμουνισμού-1
29.7.1984. Ο Ποπιελούσκο έπειτα από μια «Λειτουργία για την πατρίδα».  [ASSOCIATED PRESS]

Ο Ποπιελούσκο γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο 1947 και αφού τελείωσε το σχολείο, φοίτησε στο ιερατικό σεμινάριο της Βαρσοβίας. Μεταξύ 1966 και 1968 υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του σε μια ειδική μονάδα, σκοπός της οποίας ήταν να αποτρέψει τους νέους άνδρες από το να γίνουν ιερείς. Κάθε ιερέας, από τη στιγμή που θα έμπαινε στο ιεροδιδασκαλείο μέχρι τον θάνατό του, αντιμετωπιζόταν ως εχθρός του κομμουνιστικού συστήματος και πράκτορας ενός ξένου κράτους, του Βατικανού. Μέσα στο υπουργείο Εσωτερικών υπήρχε ειδική διεύθυνση, το λεγόμενο Τμήμα 4, που ήταν αφιερωμένη στην παρακολούθηση της Καθολικής Εκκλησίας. Η σκληρή και ταπεινωτική μεταχείριση την οποία υπέστη δεν είχε καμία επίδραση στις πεποιθήσεις του Ποπιελούσκο, αφού, μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας του, συνέχισε τις σπουδές του. Ωστόσο, οι επανειλημμένες τιμωρίες που υπέστη για την επιμονή του να μη γίνει λαϊκός επηρέασαν την υγεία του για το υπόλοιπο της ζωής του.

Εμπρακτη υποστήριξη της Αλληλεγγύης

Ο Ποπιελούσκο χειροτονήθηκε ιερέας από τον καρδινάλιο Στέφαν Βισίνσκι τον Μάιο του 1972. Ως νεαρός κληρικός υπηρέτησε αρχικά κοντά στη Βαρσοβία από το 1972 έως το 1975 και στη συνέχεια σε διάφορες ενορίες της πόλης, οι οποίες περιελάμβαναν αρκετούς εργάτες, καθώς και φοιτητές. Η καθοριστική στιγμή για την πολιτικοποίησή του ήρθε το 1980, όταν άρχισε να τελεί τις λεγόμενες «Λειτουργίες για την πατρίδα» στην ενορία του Αγίου Στανισλάου Κόστκα, σε ένα προάστιο της Βαρσοβίας. Οι λειτουργίες αυτές έγιναν σύμβολο πνευματικής αντίστασης κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος, προσελκύοντας χιλιάδες ανθρώπους που αναζητούσαν ελπίδα και ηθική υποστήριξη από τις διώξεις που υφίσταντο, καθιστώντας έτσι τον Ποπιελούσκο γνωστό σε έναν πολύ ευρύτερο κύκλο πέραν της «στενής» ενορίας του.

Σύμβολο ειρηνικής αντίστασης κατά του κομμουνισμού-2
Eνα τεράστιο πλήθος, που σύμφωνα με διαφορετικές εκτιμήσεις ήταν μεταξύ 250.000 και 1.000.000 Πολωνών, παρακολούθησε την κηδεία του Ποπιελούσκο στις 3 Νοεμβρίου 1984. [ASSOCIATED PRESS]

Τον επόμενο χρόνο, ο Ποπιελούσκο προσκολλήθηκε στο εργατικό κίνημα, προσφέροντας ηθική συμπαράσταση στους απεργούς της Χαλυβουργίας της Βαρσοβίας. Στη συνέχεια συνδέθηκε με εργάτες και συνδικαλιστές του κινήματος της Αλληλεγγύης που αντιτάχθηκαν στο κομμουνιστικό καθεστώς, και έγινε ο εφημέριος της οργάνωσης. Ο Ποπιελούσκο άρχισε να οργανώνει και υλική φιλανθρωπική βοήθεια για οικογένειες των οποίων μέλη είχαν φυλακιστεί. Ως σθεναρός αντίπαλος του καθεστώτος, τα κηρύγματά του συνδύαζαν τις θρησκευτικές κατηχήσεις με πολιτικά μηνύματα, επικρίνοντας την κομμουνιστική κυβέρνηση, εκφράζοντας την αλληλεγγύη του προς τους πολιτικούς κρατούμενους και παρακινώντας τον κόσμο να διαμαρτυρηθεί. Αυτές οι λειτουργίες χαρακτηρίστηκαν τότε ως «δύο ώρες ελευθερίας». Το βασικό μήνυμα που εξέπεμπε ήταν ότι «το θεμελιώδες ζήτημα για την απελευθέρωση του ανθρώπου και του έθνους είναι η υπέρβαση του φόβου».

Σύμβολο ειρηνικής αντίστασης κατά του κομμουνισμού-3
Ο καταγόμενος από την Πολωνία Πάπας Ιωάννης Παύλος αποτίνει φόρο τιμής στον τάφο του Γέρζι Ποπιελούσκο. [ASSOCIATED PRESS]

Αυτό το κήρυγμα ευθυγραμμιζόταν με τη διακήρυξη του Πάπα Ιωάννη Παύλου κατά την πρώτη επίσκεψή του ως Ποντίφικα στην Πολωνία το 1978, κατά την οποία είχε συμβουλεύσει δημοσίως το καθολικό εκκλησίασμα «μη φοβάστε» (υπονοώντας το κομμουνιστικό καθεστώς). Την περίοδο του στρατιωτικού νόμου (μετά τον Δεκέμβριο του 1981), η Καθολική Εκκλησία ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να εκφράσει σχετικώς ανοιχτά τη διαμαρτυρία της, καθώς η τακτική τέλεση της Θείας Λειτουργίας παρείχε ευκαιρίες για δημόσιες συγκεντρώσεις στις εκκλησίες.

Στις «Λειτουργίες για την πατρίδα», το βασικό μήνυμα που εξέπεμπε ο Ποπιελούσκο ήταν ότι «το θεμελιώδες ζήτημα για την απελευθέρωση του ανθρώπου και του έθνους είναι η υπέρβαση του φόβου».

Τα κηρύγματα του Ποπιελούσκο μεταδίδονταν τακτικά από το Radio Free Europe (Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη) και έτσι έγιναν γνωστά σε όλη την Πολωνία για την ασυμβίβαστη στάση τους κατά του καθεστώτος. Μεταξύ 1982 και 1984, ο Ποπιελούσκο έκανε 26 «Λειτουργίες για την πατρίδα» στην ενορία του στη Βαρσοβία. Η δραστηριότητά του είχε μεγάλο αντίκτυπο και στις αρχές ασφαλείας του καθεστώτος, που τον στιγμάτισαν ως έναν από τους πλέον «επικίνδυνους» αντιπάλους. Χαρακτηριστικά, οι «Λειτουργίες για την πατρίδα» αναφέρονταν τότε ως «συνεδρίες μίσους» από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Η δημοτικότητα των λειτουργιών αυξανόταν από μήνα σε μήνα, όπως και η δυσαρέσκεια του Κομμουνιστικού Κόμματος για τον νεαρό ιερέα. Στην Αρχιεπισκοπή της Βαρσοβίας και προσωπικά στον αρχιεπίσκοπο Γιόζεφ Γκλεμπ ασκήθηκε πίεση για να τον φιμώσουν. Ακολούθησε και κρατική καταστολή, καθώς πράκτορες παρακολουθούσαν συχνά τις λειτουργίες για να κρατούν σημειώσεις για το περιεχόμενο των κηρυγμάτων του και να παρατηρούν ποιοι παρευρίσκονταν σε αυτές.

Προηγήθηκαν τρεις προσπάθειες εξόντωσής του

 

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Η αξία της μελέτης των Αρχαίων Ελληνικών

Εδώ και αρκετές δεκαετίες επανέρχεται στην εκπαιδευτική πολιτική διαρκώς η συζήτηση σχετικά με το πόσο επίκαιρη είναι η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη σημερινή εποχή και ειδικότερα κατά πόσον τα πανεπιστήμια, που λειτουργούν με οικονομοτεχνικά κριτήρια, μπορούν να επωμιστούν την οικονομική επιβάρυνση να εκπαιδεύουν σε ακριβά εκπαιδευτικά ιδρύματα φοιτητές και φοιτήτριες που θα δυσκολευτούν να βρουν δουλειά στον τομέα των σπουδών τους ή να συμβάλουν τουλάχιστον με ουσιαστικό τρόπο στην κοινωνία και στο κρατικό οικοδόμημα. Σε τι ωφελεί η εκμάθηση μιας «νεκρής γλώσσας» κατά τον 21ο αιώνα;

Οι υπέρμαχοί της υποστηρίζουν ότι πρέπει κανείς να σπουδάσει Αρχαία Ελληνικά, ώστε να είναι σε θέση να διαβάσει τα κείμενα του Ομήρου και του Πλάτωνα από το πρωτότυπο ή διότι οι γνώσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματικής βοηθούν στην εκμάθηση άλλων γλωσσών. Αλλά ποιος από εμάς διαβάζει όντως τον Ομηρο, τον Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη από το πρωτότυπο;

Ακόμη, είναι πραγματικά πειστικό το επιχείρημα περί λειτουργικότητας της εκμάθησης στην εποχή των αυτόματων μεταφραστικών εφαρμογών, μιας γενικευμένης κακής χρήσης της γλώσσας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μιας τάσης προς την επικράτηση μιας αγγλόφωνης μονοκρατορίας;

Τα Αρχαία Ελληνικά είναι μια δύσκολη γλώσσα με ιδιαίτερα πλούσιο λεξιλόγιο και τεράστια ποικιλομορφία. Οποιος θέλει να κατανοήσει αρχαία ελληνικά κείμενα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια και να αφιερώσει πολύ χρόνο στην ετυμολογία, στο μέτρο, στη γραμματική, στο γλωσσικό ύφος και σε πολλά ακόμη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ασχοληθεί μόνο με τη γλώσσα, αλλά και να εντρυφήσει στην καθημερινότητα της Αρχαίας Ελλάδας, να γνωρίσει και να κατανοήσει το ευρύτερο πλαίσιο της Ιστορίας και του πολιτισμού.

Μέσα από αυτή την επίπονη γνωστική διαδικασία, που συνεπάγεται μια βαθιά ενασχόληση με τη γλώσσα και τον πολιτισμό, οι σπουδαστές εντυπώνονται τους συσχετισμούς και τις λεπτομέρειες της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού και ως εκ τούτου αποκτούν μια καλή γνώση των θεμελίων της ευρωπαϊκής Ιστορίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτή η γνώση έχει για μένα προσωπικά πολύ πρακτικά πλεονεκτήματα εδώ στην Ελλάδα: Για παράδειγμα, με βοηθάει το γεγονός ότι έχω εμπεδώσει το ιστορικό υπόβαθρο του ελληνικού τοπίου. Επίσης, δεν κάνω λάθη στην ορθογραφία της νεοελληνικής γλώσσας.

Είναι κυρίως ό,τι απορρέει από τη γνώση αυτή: η επιθυμία για πραγματικό διάλογο και η ακλόνητη πίστη στη νίκη του καλύτερου επιχειρήματος, η αυτοπεποίθηση για τον προσδιορισμό της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας.

Αλλά και πέρα από την Ελλάδα, η γνώση της αρχαιότητας με βοηθάει να κατανοήσω καλύτερα το κοινωνικό πλαίσιο και τις λειτουργίες, για παράδειγμα, του θεάτρου, του πανεπιστημίου και των δημοκρατικών θεσμών και να αντιληφθώ καλύτερα τις διαχρονικές κοινές γραμμές που υπάρχουν στην Ευρώπη μας. Ακόμη και για ζητήματα καινοτομίας και συνεργασίας με τους γείτονές μας μαθαίνω από την Αρχαία Ελλάδα: όπως ο Θεόδωρος ο Σάμιος και ο Ροίκος κατασκεύασαν το Ηραίο της Σάμου αντλώντας τεχνικές γνώσεις από την Αίγυπτο, έτσι και οι Αραβες μετέφρασαν από τον 9ο αιώνα στη Βαγδάτη το σύνολο της ελληνικής επιστημονικής βιβλιογραφίας στα αραβικά.

Αυτό που προσωπικά θεωρώ το μεγαλύτερο επίτευγμα των μακροχρόνιων σπουδών μου στην ελληνική γλώσσα, δεν είναι η τεράστια γνώση που απέκτησα από την ανάγνωση ποιητών και στοχαστών, των οποίων οι ιδέες καθόρισαν τον κόσμο μας έως τη σημερινή εποχή και θα συνεχίζουν να τον καθορίζουν και στο μέλλον. Είναι κυρίως ό,τι απορρέει από τη γνώση αυτή: η αποστροφή για την ιδέα πως πρέπει να αντιδρούμε άμεσα σε κάθε νέα είδηση, η πεποίθηση ότι η γαλήνη, η καλά μελετημένη ενέργεια και η στρατηγική υπομονή οδηγούν πιο εύκολα στον στόχο, η επιθυμία για πραγματικό διάλογο και η ακλόνητη πίστη στη νίκη του καλύτερου επιχειρήματος, η αυτοπεποίθηση για τον προσδιορισμό της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας και τέλος το αίσθημα εσωτερικής υπερηφάνειας και ικανοποίησης για τα μεγάλα πολιτιστικά επιτεύγματα της Ελλάδας για την Ευρώπη.

Μάθετε Αρχαία Ελληνικά!

*Ο κ. Αντρέας Κιντλ είναι πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα.

Καθορισμός εξεταστέας ύλης για τα μαθήματα των Α’, Β’ και Γ’ τάξεων Γενικού Λυκείου που εξετάζονται γραπτώς στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 2025-2026.

https://www.esos.gr/arthra/95070/i-exetastea-yli-ton-mathimaton-b-kai-g-taxeon-genikoy-lykeioy-proagogikon-kai



Λήψη αρχείου

Το Σπήλαιο του Πλάτωνα: Μια απίστευτα επίκαιρη παραβολή

Αρχικη / Αποψεις

https://www.skai.gr/

Η παραβολή του σπηλαίου, όπως παρουσιάζεται στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα, αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές, διαχρονικές, φιλοσοφικές αλληγορίες όλων των εποχών

Του ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΛΙΟΥ

10:04, 28.08.2025

Η παραβολή του σπηλαίου, όπως παρουσιάζεται στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα, αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές, διαχρονικές, φιλοσοφικές αλληγορίες όλων των εποχών, καθώς η ερμηνεία της απασχολεί το πνεύμα και την κριτική σκέψη των φιλοσόφων και των εραστών της φιλοσοφίας ανά τους αιώνες. Δικαιολογημένα, αφού τα αλληγορικά νοήματα της παραβολής εκφράζουν θεμελιώδη ζητήματα της ζωής, με σημαντικότερα την προσωπική αφύπνιση και βελτίωση και τη μετάβαση του ανθρώπου από την άγνοια στη γνώση, από την ψευδαίσθηση στην αλήθεια και από το σκοτάδι στο φως.

Στην παραβολή του σπηλαίου ο Πλάτωνας φαντάζεται μια ομάδα ανθρώπων που ζουν, από τη γέννησή τους αλυσοδεμένοι στο βάθος μιας σκοτεινής σπηλιάς μακριά από την είσοδό της που είναι ανοιχτή προς το φως. Οι δεσμώτες δεν μπορούν να κοιτάξουν πίσω τους και αντικρίζουν μόνο έναν τοίχο μπροστά τους, επάνω στον οποίο βλέπουν σκιές ανθρώπων, οι οποίοι περνούν πίσω τους, ανάμεσα στις πλάτες τους και σε μια εστία φωτιάς που καίει διαρκώς.

Οι σκιές είναι η μόνη πραγματικότητα που οι αλυσοδεμένοι γνώρισαν στη ζωή τους. Κάποια στιγμή, ένας από τους δεσμώτες απελευθερώνεται από τις αλυσίδες και βγαίνει έξω από το σπήλαιο. Στην αρχή τυφλώνεται από το άπλετο φως του ήλιου, αλλά σταδιακά αρχίζει να βλέπει καθαρά τον πραγματικό κόσμο. Αντιλαμβάνεται τότε ότι οι σκιές που έβλεπε ήταν απλώς μεγεθυμένα είδωλα ανθρώπων και ότι η πραγματική αλήθεια της ζωής βρίσκεται έξω από το σπήλαιο. Όταν επιστρέφει για να ενημερώσει τους υπόλοιπους δεσμώτες, εκείνοι δυσπιστούν, τον αμφισβητούν και τον χλευάζουν, αρνούμενοι να αποποιηθούν τις ψευδαισθήσεις τους.

Η ερμηνεία της παραβολής εμπεριέχει πολύ ενδιαφέροντα αλληγορικά νοήματα: Η σπηλιά συμβολίζει τον κόσμο της άγνοιας, των αισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και της πλάνης. Οι δεσμώτες είναι οι άνθρωποι που ζουν περιορισμένοι, δέσμιοι των συνηθειών, των προκαταλήψεων, των ψευδαισθήσεων και των επιφανειακών γνώσεών τους.

Οι σκιές στον τοίχο αντιπροσωπεύουν τις φαντασιώσεις και τις ψευδαισθήσεις που θεωρούμε ως αληθινές, ενώ η φωτιά μια περιορισμένη πηγή φωτός που αρδεύει αυτές τις ψευδαισθήσεις και τις παραπλανητικές μας αντιλήψεις.

Η έξοδος από τη σπηλιά συμβολίζει την πορεία της προσωπικής μας αφύπνισης, μέσω της γνώσης, της παιδείας και της αναζήτησης της αλήθειας, την πορεία, δηλαδή, από το σκοτάδι στο φως. Το άπλετο φως του ήλιου, που αρχικά τυφλώνει τον απελευθερωμένο δεσμώτη, αντιπροσωπεύει τις ιδέες της γνώσης και της απόλυτης αλήθειας. Ο δεσμώτης, που απελευθερώνεται και επιστρέφει για να αφηγηθεί την πραγματική αλήθεια στους άλλους, είναι ο άνθρωπος που κατέχει την πραγματική γνώση και αλήθεια και αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, άρνηση και εχθρότητα από τους πλανεμένους δεσμώτες.

Τα αλληγορικά νοήματα της παραβολής του σπηλαίου είναι σήμερα επίκαιρα περισσότερο από ποτέ, για πολλούς τομείς της ζωής μας. Εκπαίδευση, παιδεία, προσωπική βελτίωση, κοινωνία, πολιτική και Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν τις δικές τους Σπηλιές. Η αλαζονεία, η εγωπάθεια, οι ψευδαισθήσεις, οι προκαταλήψεις, ο εγωιστικός ατομισμός, η έλλειψη παιδείας και η αντικοινωνική συμπεριφορά είναι οι αλυσίδες και οι αντανακλάσεις τους οι σκιές στον τοίχο.

Η γνώση, η παιδεία, η αυτογνωσία και ο αυτοέλεγχος είναι τα βασικά υλικά με τα οποία ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να απελευθερωθεί από τις αλυσίδες του. Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η δημιουργικότητα, η ταπεινή κοινωνική συμπεριφορά και ο σεβασμός του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος είναι, επίσης, βασικά εργαλεία για τη διάρρηξη των αλυσίδων του.

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Φάρος της Αλεξάνδρειας: Η ιστορία ενός από τα επτά θαύματα του κόσμου

Η ιστορία του εμβληματικού Φάρου της Αλεξάνδρειας, ενός από τα επτά θαύματα του κόσμου

Φάρος της Αλεξάνδρειας: Η ιστορία ενός από τα επτά θαύματα του κόσμου

Η 8η Αυγούστου 1303 είναι σύμφωνα με τους μελετητές η ημέρα της αρχής του τέλους του Φάρου της Αλέξανδρειας. Σεισμός στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προκάλεσε την ημέρα εκείνη σημαντικές φθορές, σ’ ένα από τα Επτά Θαύματα του κόσμου, που έστεκε στο ύψος του, των 120 περίπου μέτρων από το 279 π.Χ.

Σύμφωνα με την Ειρήνη Βενιού και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 29ης Ιουνίου 2015:

«Η ονομασία “φάρος” προέκυψε από την ονομασία ενός μικρού νησιού –πλέον χερσόνησος –στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, επάνω στο οποίο τον 3ο αι. π.Χ. χτίστηκε ο (…) Φάρος της Αλεξάνδρειας».

Όπως γράφουν η Χαρά Κιοσσέ και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 27ης Οκτωβρίου 1996: «O Φάρος της Αλεξάνδρειας κτίστηκε στο ανατολικό άκρο της ομώνυμης νήσου 50 χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης. Βασίλευε ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος, ο οποίος ανέθεσε στον Κνίδιο αρχιτέκτονα Σώστρατο την κατασκευή ενός φάρου που έμελλε να θαμπώσει τον αρχαίο κόσμο.

»Ήταν το 279 π.Χ. και τότε περίπου κατασκευάστηκε και το Επταστάδιον για να ενωθεί η στεριά με το νησί. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο Φάρος, (…) λειτουργούσε ως την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Αραβες, τον 7ο αιώνα».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.10.1996, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Αλεξάνδρεια

Όπως αναφέρουν η Χαρά Κιοσσέ και «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 3ης Μαΐου 1998, «από τις 34 Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος η πρώτη, η πιο ξακουστή, ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ηταν μια στενή λωρίδα γης που εκτεινόταν κατά μήκος της βόρειας ακτής της Αφρικής ανάμεσα στη Μεσόγειο και στη λίμνη Μαρεώτιδα.

»Ηταν δημιούργημα ενός ονειροπόλου μαθητή του Αριστοτέλη, ο οποίος προσπάθησε να εφαρμόσει σε αυτήν τα διδάγματα του δασκάλου του για την ιδανική πόλη. Ο Αλέξανδρος ήταν μόλις 23 ετών όταν μαζί με τον ρόδιο αρχιτέκτονά του Δεινοκράτη και δύο μηχανικούς του στρατού χάραξε με αλεύρι τα όρια της πόλης που θα έφερε το όνομά του και που έμελλε να γίνει μία από τις λαμπρότερες πόλεις της Μεσογείου.

»Ο Αλέξανδρος πέθανε προτού κτισθεί η πόλη που ίδρυσε και που με τα χρόνια έγινε έδρα της διοίκησης και των μεγάλων δημόσιων υπηρεσιών αλλά και πόλη πολεμιστών, υπαλλήλων και εμπόρων.

»Ο Φάρος φώτιζε τη θάλασσα, το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη την πνευματική ζωή των ανθρώπων της και από το λιμάνι της φορτώνονταν τα εμπορεύματα για τα άλλα λιμάνια της Μεσογείου, που κανένα τους όμως δεν είχε τη λάμψη και τη ζωντάνια αυτής της κοσμοπολίτικης πόλης».

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 3.7.1954, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Η δομή του Φάρου

Όπως αναφέρει το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» στο τεύχος της 3ης Ιουλίου 1954:

«Δώδεκα χρόνια χρειάστηκαν για να χτισθή το έβδομο αυτό θαύμα της αρχαίας τέχνης και αρχιτέκτων του ήταν ο Σώστρατος από την Κνίδα.

»Φαρδύς στο κάτω μέρος, εστένευε προς τα επάνω και είχε συνολικό ύψος 120 μέτρα. Απετελείτο από τρία μέρη. Το πρώτο, με βάσι τετραγωνική, χτισμένο με τέλεια εφαρμοσμένες πέτρες, έφτανε ως τη μέση του όλου κτίσματος.

»Το δεύτερο μέρος είχε οκταγωνική βάσι και μικρότερη διάμετρο εις τρόπον ώστε ν’ αφήνη έναν εξώστη ολόγυρα. Στις γωνίες του εξώστη υπήρχαν αγάλματα τριτώνων, που είχαν σάλπιγγες στα στόματά τους, τις οποίες κρατούσαν με τα δεξιά τους χέρια.

»Το τρίτο μέρος ήταν κυλινδρικό και είχε ακόμα μικρότερη διάμετρο ώστε ν’ αφήνη κι αυτό εξώστην και στην κορυφή του ήταν στημένο το άγαλμα του Ποσειδώνα με την τριαίνα στο αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξιό έδειχνε το πέλαγος. Στην κορυφή του αγάλματος άναβαν φωτιά, που η ανταύγεια της τη νύχτα και ο καπνός της ημέρα ωδηγούσαν τους ναυτιλλομένους, σε ακτίνα 45 περίπου χιλιομέτρων.

Η κατασκευή

»Το οικοδόμημα ήταν χτισμένο πάνω στο νησάκι Φάρος, που ευρίσκεται στο στόμιο του λιμένος της Αλεξάνδρειας, είχε δε πολλά πατώματα. Στις διάφορες αίθουσες που υπήρχαν στα πατώματα ωδηγούσαν σκάλες τόσον τεχνικά φτιαγμένες και με τέτοια ελαφρά κλίσι, ώστε ν’ ανεβαίνουν και ζώα φορτωμένα ως την κορυφή του κτίσματος.

»Για την κατασκευή του Φάρου ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά (…) και τη δαπάνη κατέβαλε εξ ολοκλήρου ο Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος. Εξωτερικώς είχε επίστρωμα από ασβεστοκονίασμα και ο Λουκιανός αναφέρει ότι ο Σώστρατος, αποβλέποντας στην υστεροφημία, έγραψε πάνω στις πέτρες του κτιρίου επίγραμμα με τ’ όνομά του, ενώ στο επίχρισμα έγραψε άλλο επίγραμμα με τ’ όνομα του Πτολεμαίου.

Φθορές και αναστηλώσεις

»Όταν, με τον καιρό, έπεσε το επίχρισμα, έμεινε μόνον τ’ όνομα του Σώστρατου στο κτίριο. Οι σεισμοί, η θάλασσα και ο χρόνος έβλαψαν τον Φάρο. Το 500 μ.Χ., επί Αναστασίου, έγιναν επισκευές, όταν όμως άρχισε να χάνη το λιμάνι τη μεγάλη του σημασία, κατέρρευσε σιγά – σιγά και τα υλικά του χρησίμευσαν για άλλα έργα».

Σύμφωνα με «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 27ης Οκτωβρίου 1996, «μια σειρά από σεισμούς, που άρχισαν τον 4ο μ.Χ. αι., συνετέλεσε στη σταδιακή καταστροφή του Φάρου και φαίνεται πως μετά από κάθε σεισμό οι Αλεξανδρινοί επισκεύαζαν τα τμήματα που είχαν πέσει.

»Μια σειρά από σεισμούς, που άρχισαν τον 4ο μ.Χ. αι., συνετέλεσε στη σταδιακή καταστροφή του Φάρου και φαίνεται πως μετά από κάθε σεισμό οι Αλεξανδρινοί επισκεύαζαν τα τμήματα που είχαν πέσει. Μια από τις σοβαρότερες αναστηλώσεις έγινε από Άραβες το 874, όταν επισκευάστηκε ο θόλος που επιστέγαζε την κορυφή.

»Όταν όμως αργότερα εγκαταλείφθηκε ο Μέγας Λιμένας και η Αλεξάνδρεια έχασε την εμπορική της ισχύ, αφέθηκε ο πύργος να καταρρεύσει και οι Αλεξανδρινοί έπαιρναν τις πέτρες του για να χτίζουν τη μεσαιωνική πόλη.

Ο Φάρος σε Αλεξανδρινό νόμισμα του 2ου αι.

Το τέλος

»Η τελική καταστροφή ήρθε με τον σεισμό του 1324 όταν κατέρρευσε και το χαμηλότερο τετράγωνο τμήματο. Έναν αιώνα αργότερα, ο εμίρης Καΐτ- Μπέη έκτισε, με ό,τι είχε απομείνει από το αρχαίο υλικό, το όμορφο φρούριο που ορθώνεται σήμερα στη θέση που άλλοτε ήταν ο Φάρος.

Η Αλεξάνδρεια θα ακολουθούσε την «πορεία» του φάρου της.

«Δεν ήταν μόνον ο Φάρος. Ολόκληρη η λαμπρή πόλη των Πτολεμαίων με το φημισμένο Μουσείο της και τη Βιβλιοθήκη, με τις πλατείες, τα πάρκα και τα αμέτρητα μνημεία και τους ναούς, έμελλε να ακολουθήσει την ίδια μοίρα.

»Μετά τους Έλληνες, ήρθαν οι Ρωμαίοι, μετά οι Βυζαντινοί, οι Άραβες. Το Μουσείο, η Βιβλιοθήκη, τα αμέτρητα μνημεία της χάνονταν το ένα μετά το άλλο, άλλοτε από σεισμούς και άλλοτε από τις ξένες εισβολές και πολύ συχνά από τους ίδιους τους κατοίκους που χρησιμοποιούσαν τις αρχαίες πέτρες σαν οικοδομικό υλικό. Και καθώς η θάλασσα ανέβαινε, η πόλη βυθιζόταν αργά στην άμμο και στη λήθη. Ώσπου ξεχάστηκε».

Βαράγγοι, οι «Βίκινγκς του Βυζαντίου» και προστάτες των ανακτόρων

08.08.202511:29

Βαράγγοι, οι «Βίκινγκς του Βυζαντίου» και προστάτες των ανακτόρων

Μια νέα προσέγγιση στους «Βίκινγκς της Ανατολής» φιλοδοξεί να αναδιατάξει την ιστορική πρόσληψη των Βαράγγων του Βυζαντίου

Οι Βάραγγοι ήταν μια “αχαρτογράφητη ομάδα” λαών είναι η εναρκτήρια παρατήρηση του βιβλίου Οι Βάραγγοι (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας Σβέριρ Γιάκομπσον.

Μονάδα του βυζαντινού στρατού από τον 10ο αιώνα, υπεύθυνοι ασφαλείας των ανακτόρων, «άνθρωποι του Βορρά», Βίκινγκς, Σκανδιναβοί, Ρως, Άγγλοι, «Εγκλινοβάραγγοι», «πελεκοφόροι», όπως ήταν γνωστοί από τα τσεκούρια που αποτελούσαν τον κύριο οπλισμό τους, συνιστούν τακτική, αν και ασαφή ως προς τη σύνθεσή της, παρουσία στις πηγές από τον 10ο ως τον 15ο αιώνα.

Στη συμβατική ιστοριογραφία συγκροτούν ένα από τα βυζαντινά τάγματα, δύναμης 4.000-6.000 ανδρών αρχικά, με επικεφαλής τον ακόλουθο, αξιωματικό της τάξης των σπαθαροκανδιδάτων. «Λαός άγριος και ανελέητος», «ένα έθνος που κατατάσσεται στα ανδράποδα», με «γλώσσα σαν τρικυμισμένη θάλασσα» κατά τον Πατριάρχη Φώτιο που παραθέτει ο Γιάκομπσον, η πρώτη εμφάνισή τους ταυτίζεται με τους Ρως και την επιδρομή τους στην Κωνσταντινούπολη το 860.

«Τα πιο αισχρά πλάσματα του Θεού» λόγω των σεξουαλικών τους ηθών και της αδιαφορίας τους για την ιδιωτικότητα, σύμφωνα με τον άραβα διπλωμάτη Ιμπν Φαντλάν, θα συνάψουν σταδιακά εμπορικές σχέσεις, θα δεχθούν ιεραποστόλους, θα εκτιμηθούν για τις πολεμικές τους αρετές, θα συγκροτηθούν σε στρατιωτικό σώμα.

Τον 11ο αιώνα το όνομα «Βάραγγοι» εκφράζει το σκανδιναβικό στοιχείο, μια «Βαραγγική Φρουρά» υφίσταται από τα χρόνια του Βασιλείου Β΄, το εθνωνύμιο προσδιορίζει τα βασίλεια της Νορβηγίας και της Δανίας: ο διασημότερος Βάραγγος των βυζαντινών κειμένων, ο «Αράλτης» (Χάραλντ Σίγουρδαρσον), «γιoς του βασιλιά της Βαραγγίας», προβαίνει σε μεγάλα ανδραγαθήματα την περίοδο των Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνα και Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου, τιμάται με υψηλά αξιώματα και επιστρέφει στην πατρίδα του για να ανέλθει στον νορβηγικό θρόνο.

Τις ψηφίδες αυτές που μοιάζουν να συνθέτουν μια μάλλον άρτια εικόνα, παρά τα αναπόφευκτα κενά της, θεωρεί ο ισλανδός ιστορικός ότι θα πρέπει να επανεξετάσουμε ιστοριογραφικά.

Η μεγάλη αφήγηση

Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα τη στόχευση του Σβέριρ Γιάκομπσον θα πρέπει να έχει υπόψη του τη μελέτη του γλωσσολόγου, συγγραφέα και διευθυντή της Βασιλικής Βιβλιοθήκης της Κοπεγχάγης Σίγκφους Μπλόνταλ.

Η εικοσιπενταετής έρευνα του ισλανδού μελετητή που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το θάνατό του, το 1950, κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1970 με τον τίτλο The Varangians of Byzantium (εκδ. Cambridge University Press) και θεωρείται ως σήμερα το βασικό έργο αναφοράς για το αντικείμενο.

Ο Μπλόνταλ αναλύει εξονυχιστικά τις βυζαντινές πηγές, τις πληροφορίες των οποίων συμπληρώνει με την προσφυγή στο εκτεταμένο πρωτογενές υλικό λατινικών και σκανδιναβικών κειμένων και τη μαρτυρία ρουνικών επιγραφών, προκειμένου να αποτυπώσει τη διαδρομή των Βαράγγων ως μισθοφορικής στρατιωτικής δύναμης από τον 10ο αιώνα ως το 1453. «Σημαντική και ρηξικέλευθη», κατά τον Γιάκομπσον, η έρευνα αυτή ακολουθεί το πρότυπο του ιστορικισμού του 19ου αιώνα και του Λέοπολντ φον Ράνκε – την ανασύσταση των γεγονότων «όπως πραγματικά συνέβησαν».

Ως αποτέλεσμα «συγκροτήθηκε μια μεγάλη αφήγηση, σαν ψηφιδωτό, καθώς πολλά ετερογενή στοιχεία συνδυάστηκαν για να σχηματίσουν ένα μεγαλύτερο σύνολο». Η συμπλήρωση της εικόνας με αρχαιολογικά ευρήματα τον 20ό αιώνα δεν έθιξε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Μπλόνταλ.

Πρόθεση του Γιάκομπσον είναι ακριβώς να απομακρυνθεί από την οπτική της αναζήτησης της τεκμηρίωσης γεγονότων στις αφηγήσεις μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στο πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο της συνθεσής τους, τα κίνητρα και τη διαμόρφωση των μεσαιωνικών σκανδιναβικών ταυτοτήτων που αποκαλύπτουν.

Η προσέγγισή του εστιάζει στις αναπαραστάσεις από την οπτική της «πολιτισμικής μνήμης» όπως την όρισε ο γερμανός πολιτισμικός ιστορικός Γιαν Ασμαν: «Το σώμα των επαναλαμβανόμενων κειμένων, εικόνων και τελετουργιών που προσιδιάζουν σε κάθε κοινωνία και κάθε εποχή, η καλλιέργεια των οποίων χρησιμεύει στο να παγιώνει και να μεταδίδει την αυτοεικόνα αυτής της κοινωνίας».

Με αυτό το σκεπτικό το δεύτερο μέρος του βιβλίου διαμορφώνεται ως αντικατοπτρισμός του πρώτου. Αν στην αρχή βλέπουμε τους Ρως και τους Βαράγγους μέσα από τις βυζαντινές και τις αραβικές πηγές, στη συνέχεια τους αντικρίζουμε με τη μορφή τους στα σκανδιναβικά τεκμήρια: πρώιμες ισλανδικές σάγκα του 13ου αιώνα όπως η Morkinskinna ή η Σάγκα των κατοίκων των Ορκνεϊ περιγράφουν μια πιο αποσπασματική εκδοχή.

Στοιχεία για αδιάλειπτη παρουσία των Βαράγγων στο Βυζάντιο επί αιώνες υπάρχουν, στα κείμενα όμως επικρατούν άλλα μοτίβα. Ηγεμόνες φέρονται να ταξιδεύουν στην Κωνσταντινούπολη, να συνδέονται με υπηρεσία με τον αυτοκράτορα και να αφήνουν το στίγμα της παρουσίας τους όπως ο Νορβηγός Σίγουρδουρ: «Αφησε τα πλοία του εκεί ως μνημείο της επίσκεψής του» μνημονεύει η νορβηγική Historia de antiquitate regum Norwangiensium.

Τυχοδιώκτες που επιστρέφουν επιδεικνύουν δώρα που φανερώνουν τη γενναιοδωρία του αυτοκράτορα και την εκτίμηση για τις στρατιωτικές τους ικανότητες. Πρόσωπα όπως ο νορβηγός ιεραπόστολος βασιλιάς Ολαφ Τρίγκβασον που φέρεται να είχε μείζονα ρόλο στον εκχριστιανισμό των βόρειων περιοχών επιδιώκεται να συνδεθούν με το Βυζάντιο.

Και ο πρίγκιπας Εϊρικ στη Σάγκα του Εϊρικ του Ταξιδευτή κατηχείται από τον αυτοκράτορα στο τρισυπόστατο της χριστιανικής θεότητας, συζητεί μαζί του «για τα χαρακτηριστικά των εθνών του κόσμου, για τις θάλασσες και τις μακρινές χώρες, […] για οχιές και φτερωτούς δράκους και κάθε λογής ζώα και πουλιά» και στο τέλος βαφτίζεται μαζί με τους συνοδούς του.

Το βλέμμα από τον Βορρά

Η αποδόμηση του πρότερου μοντέλου αποδίδει διαφορετικές σταθερές. Για τον Γιάκομπσον αυτό που αναδύεται είναι η αρχική μορφή των Ρως και των Βαράγγων ως «Άλλων», άγριων, πρωτόγονων αλλά και με έμφυτες αρετές, η ταύτιση των Βαράγγων στα βόρεια έπη με τη γενναιότητα και την πίστη, η ομαλή σχέση μεταξύ του σκανδιναβικού κόσμου και του Βυζαντίου, η απήχηση της εξουσίας και του σεβασμού που ενέπνεε ο αυτοκράτορας, ο σταδιακός προσδιορισμός μιας ειδικής σχέσης.

Πρόκειται για ένα βλέμμα από τον Βορρά αντί για ένα βλέμμα από την Κωνσταντινούπολη, για μια ανάγνωση που εντοπίζει θραύσματα γεγονότων εκεί που η προηγούμενη αποδεχόταν μια πλήρη εικόνα τους, για απόηχους και αντηχήσεις της ιστορικής αλήθειας.

Θα πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη εδώ η υφή των πηγών: τα βυζαντινά κείμενα του Φώτιου, του Ιωάννη Σκυλίτζη, του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ή τα αραβικά χρονικά και ταξιδιωτικά έργα προέρχονται από διακριτές παραδόσεις σε σχέση με τις ισλανδικές σάγκα, παραδόσεις με διαφορετική προοπτική και στοχοθεσία.

Τοποθετώντας τις πρώιμες σκανδιναβικές πηγές απέναντί τους η αναθεωρητική μελέτη του Σβέριρ Γιάκομπσον προσφέρει μια πολύτιμη συμπληρωματική ματιά στον κόσμο των Βαράγγων.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ

ΕΤΟΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
445 π.Χ. Ο Λυσίας γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν γιος του Κέφαλου του Συρακόσιου, (μέτοικος, ασπιδοποιός) → χάρη στην ευπορία του και τη γνωριμία του με εξέχοντες πνευματικούς άνδρες της Αθήνας  έδωσε σωστή αγωγή και επιμελημένη μόρφωση στα παιδιά του.

 

430 π.Χ ·       Πεθαίνει ο Κέφαλος.

·       Ο Λυσίας, σε ηλικία τότε 15 ετών, αναχώρησε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Πολέμαρχο για τους Θουρίους, αποικία στην Κάτω Ιταλία.

 

430-413π.Χ. Εκεί ο Λυσίας σπούδασε τη ρητορική κοντά στους Συρακόσιους ρητοροδιδασκάλους Τεισία και Νικία, μαθητές του ονομαστού Κόρακα.
412-11 π.Χ. Επιστροφή στην Αθήνα ύστερα από επανάσταση του δήμου των Θουρίων και την επικράτηση της μερίδας των Λακωνιζόντων.
411-404 π.Χ. Ειρηνική και άνετη διαβίωση στην Αθήνα. Ενασχόληση με τη ρητορική, είτε γράφοντας λόγους είτε διδάσκοντας.
Το 404 π.Χ. Εγκαθίδρυση στην Αθήνα της αρχής των Τριάκοντα

·       Ο αδελφός του Πολέμαρχος θανατώθηκε χωρίς δίκη,

·       το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του δημεύτηκε

·       και ο ίδιος δραπέτευσε στα Μέγαρα υποστηρίζοντας από εκεί τους δημοκρατικούς με χρήματα, μισθοφόρους και όπλα.

403 π.Χ. Επάνοδος της δημοκρατίας

ο Θρασύβουλος πρότεινε με ψήφισμα να δοθεί στον Λυσία και σε όσους μετοίκους βοήθησαν εξόριστους Αθηναίους το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Το ψήφισμα του Θρασύβουλου ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους  και ο Λυσίας έμεινε μέχρι τέλους ισοτελής ( με απαλλαγή από το μετοίκιο, χωρίς το δικαίωμα του ἐκλέγειν και ἐκλέγεσθαι.) .

 

403-380 π.Χ. Ασχολήθηκε και πάλι με τη ρητορική, όχι όμως ως ρητοροδιδάσκαλος αλλά ως λογογράφος. Με την ιδιότητά του αυτή συνέγραφε επ’ αμοιβή δικανικούς κυρίως λόγους για λογαριασμό των πελατών του, τους οποίους οι ίδιοι εκφωνούσαν στα δικαστήρια.

Ο Λυσίας εκφώνησε στο δικαστήριο μόνο τον λόγο Κατά Ερατοσθένους, με τον οποίο καταγγέλλει τον Ερατοσθένη, έναν των Τριάκοντα, ως πρωταίτιο για τον θάνατο του αδελφού του Πολέμαρχου.

 

380 π.Χ. Θάνατος του Λυσία.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΑ

  • Ο Λυσίας υπήρξε πολυγραφότατος.
  • Ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία και με τα τρία είδη του ρητορικού λόγου,
    • ελάχιστα με το συμβουλευτικό, (σώζεται ο «Περί της Πολιτείας»)
    • περισσότερο με το επιδεικτικό ή πανηγυρικό (σώζονται δυο επιδεικτικοί, «ο Επιτάφιος» και ο «Ολυμπιακός»)
    • και κατ’ εξοχήν με το δικανικό (οι δικανικοί λόγοι, κατηγορικοί ή απολογητικοί, αναφέρονται σε ποικίλες υποθέσεις δημόσιες ή ιδιωτικές.)

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Το έργο του Λυσία έχει σημαντική ιστορική αξία.

Περιεχόμενο:

  • Παρέχει πολύτιμες γνώσεις για την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Αθήνας την περίοδο από το τέλος του Πελοποννησιακού μέχρι και του Κορινθιακού πολέμου (404-393 π.Χ.) ειδικότερα δε για την εποχή των Τριάκοντα.
  • Οι δικανικοί του λόγοι με την ποικιλία των υποθέσεων φωτίζουν την ιδιωτική, κοινωνική και οικονομική ζωή των Αθηναίων της περιόδου αυτής και αποτελούν πολύτιμο βοήθημα για τον μελετητή της αττικής δικονομίας και του δικαίου γενικότερα.

Αισθητική αξία του έργου.

Οι λόγοι του Λυσία χαρακτηρίζονται

  • από τεχνική αρτιότητα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό.
  • από απόλυτη πειθαρχία στους κανόνες της ρητορικής τέχνης.
  • συντομία, η περιεκτικότητα και ποικιλία των προοιμίων·
  • σαφήνεια, γλυκύτητα και φυσικότητα της διήγησης·
  • πειστικότητα της απόδειξης, που ο ρήτορας πετυχαίνει με τη δεξιότητά του στον χειρισμό των εντέχνων πίστεων, δηλ. των λογικών επιχειρημάτων, του ήθους και του πάθους·
  • το μέτρο και η χάρη του επιλόγου αποτελούν τις κυριότερες αρετές στη διάρθρωση των λόγων του.
  • Το σημαντικότερο όμως χαρακτηριστικό της τέχνης του Λυσία είναι η ηθοποιία. Ο ρήτορας πετυχαίνει να προσαρμόσει τον λόγο του στην προσωπικότητα του πελάτη του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι ο λόγος φέρει την προσωπική σφραγίδα του ομιλητή και όχι του επαγγελματία λογογράφου.

 

Ύφος

  • Η απλότητα
  • η καθαρή και ακριβής έκφραση,
  • η βραχυλογία που συνίσταται στη σύντομη και περιεκτική φράση, αποτελούν τις βασικότερες αρετές του λυσιακού ύφους και συνθέτουν τη μεγαλύτερη αρετή του, την χάριν.

Δίκαια λοιπόν ο Λυσίας χαρακτηρίζεται ως ο διαπρεπέστερος λογογράφος της αρχαιότητας και το έργο του μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας.

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (Εισαγωγή του Ρητορικού λόγου β΄Λυκείου)

 

Α’. Η ΦΥΣΙΚΗ ΡΗΤΟΡΕΙΑ

Έμφυτο χάρισμα του λόγου: κάποιος άνθρωπος διαθέτει φυσική ευγλωττία με την οποία μπορεί εύκολα να γοητεύσει και να πείσει.

Στα ομηρικά έπη

Ο Όμηρος θεωρεί την ευγλωττία σπάνιο θεϊκό χάρισμα όπως είναι η ομορφιά και η σύνεση.

Ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να διαπρέπει με τον λόγο στην αγορά όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να είναι δηλαδή μύθων τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ (Ἰλ. I, 443). Η Ομηρική «ἀγορή» (η συνέλευση) είναι «κυδιάνειρα», δοξάζει δηλαδή τους άνδρες όπως και η μάχη.

Παράδειγματα:

  • ο γηραιός Νέστωρ, ο «λιγύς Πυλίων ἀγορητής, τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή» (που απ’ τη γλώσσα του έτρεχε η φωνή γλυκύτερη απ’ το μέλι). Ἰλ. Α, 248-249
  • ο ασήμαντος Θερσίτης τον οποίον γελοιογραφεί ο Όμηρος στο Β της Ιλιάδος (στ. 212-277).

Από τον Νέστορα στον Περικλή        

Στην ποίηση: ο Σόλων και ο Πίνδαρος

Στα ιστορικά έργα: σε αγορεύσεις ιστορικών προσώπων στο έργο του Ηροδότου.

Το δημοκρατικό πολίτευμα ως κύριος παράγοντας καλλιέργειας της έμφυτης ρητορικής ικανότητας:

η «ἰσηγορία» (ισότητα στο δικαίωμα του λόγου), έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς να αξιοποιήσουν το φυσικό τους τάλαντο.

Σπουδαίοι φυσικοί ρήτορες:

  • ο Θεμιστοκλής
  • ο Περικλής (σχέση με τους σοφιστές → ίσως είχε και κάποιες θεωρητικές γνώσεις ρητορικής τεχνικής)

Β’. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΡΗΤΟΡΕΙΑΣ

Διαφορά μεταξύ φυσικής ευγλωττίας και συστηματικής ρητορικής→ απαιτεί ακριβή γνώση των κανόνων («ἐπιστήμην») και άσκηση («μελέτην»).

          Σικελία μετά το 466 π.Χ.: κατάλυση των τυραννικών → επικράτηση  των δημοκρατικών πολιτευμάτων → αστικές δίκες για την ανάκτηση περιουσιών που είχαν σφετερισθεί οι τύραννοι → ανάπτυξη της δικανικής ρητορείας.

Ο Συρακόσιος Κόραξ και ο επίσης Συρακόσιος μαθητής του Τ(ε)ισίας :

  • προχώρησαν στη διαίρεση του ρητορικού λόγου σε μέρη
  • και στη χρήση των «εικότων», των πιθανών δηλ. λογικών επιχειρημάτων, στην υποστήριξη των δικαστικών υποθέσεων.
  • Συγγραφή (μάλλον από τον Τισία) του πρώτου εγχειριδίου ρητορικής με τον τίτλο «Τέχνη».
  • «Τέχνη» προφανώς χαρακτηρίζεται η ρητορική, κάτι που θα αμφισβητήσει αργότερα η αυστηρή Πλατωνική κριτική.

Γ’. ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ

Η Αθήνα από τα μέσα περίπου του 5ου αιώνα π.Χ γίνεται το επίκεντρό της ρητορικής.

Αίτια:

  1. Το δημοκρατικό πολίτευμα και οι λαϊκές συνελεύσεις και τα δικαστήρια.
  2. Ο χαρακτήρας των Αθηναίων: πολυλόγοι και φιλόλογοι.
  3. Το μέγεθος της πόλεως
  4. Οι σοφιστές, περιφερόμενοι διδάσκαλοι ανώτερης παιδείας. Πολλοί απ’ αυτούς, όπως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος, εδίδασκαν κάποια στοιχεία Γραμματικής και τεχνικής του λόγου.

Ο Γοργίας ο Λεοντίνος που έφθασε στην Αθήνα το 427 π.Χ. άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην εξέλιξη της ρητορικής, αφού

  • καλλιέργησε την πολιτική και ιδιαίτερα την επιδεικτική ρητορεία.
  • μελέτησε τη σημασία που έχει η τρέχουσα πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική συγκυρία, η κατάλληλη δηλ. για κάθε λόγο περίσταση, ο «καιρός».

Η ρητορική του, με τα λεγόμενα «γοργίεια» σχήματα, είχε σκοπό να καταπλήξει και να γοητεύσει προσεγγίζοντας τα όρια του ποιητικού λόγου.

Η κριτική που ασκήθηκε στη ρητορική κυρίως από τον Πλάτωνα στους διάλογους του «Γοργίας» και «Φαῖδρος», είχε ως βάση την επίδραση που άσκησαν σε αυτή οι σοφιστές.

Κύρια σημεία:

  1. ο Γοργίας, όπως και οι περισσότεροι σοφιστές, αρνείται ότι υπάρχει αντικειμενική γνώση και επομένως αντικειμενική αλήθεια και ηθική.
  2. Ο Πρωταγόρας είχε διατυπώσει την άποψη ότι για κάθε ζήτημα υπάρχουν δύο λόγοι (απόψεις) αντίθετοι μεταξύ τους με την απαίτηση να είναι και οι δύο συγχρόνως εξίσου αληθινοί («δισσοί λόγοι»).
  3. Η ρητορική δεν στοχεύει στα αληθινά και τα δίκαια, στα «εἰκότα», δηλαδή τα πιθανά, τα αληθοφανή, φθάνει να συμφέρουν τον ρήτορα ή τον πελάτη του.

Αποτέλεσμα: οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για να στρεψοδικούν στα δικαστήρια και να δημαγωγούν στις συνελεύσεις.

          Ο Πλάτων

  • αρνείται να χαρακτηρίσει επιστήμη ή τέχνη τη ρητορική,
  • πιστεύει ότι είναι απλώς μια εμπειρία, μια ικανότητα, ένα όργανο μόνον απάτης, αφού ο ρήτορας δεν έχει γνώση («ἐπιστήμην»), αλλά γνώμη μονάχα («δόξαν») για το θέμα με το οποίο τυχόν ασχολείται.

Η απάντηση του Ισοκράτη:

  • επικρίνει βέβαια τα τεχνάσματα των επαγγελματιών της ρητορικής,
  • τονίζει την παιδευτική αξία της διδασκαλίας της η οποία στηριγμένη στην πείρα της πραγματικότητας, μπορεί να επιτύχει στην πράξη ένα ευρύτερο παιδευτικό αποτέλεσμα.
  • Αυτή τη γενική πνευματική καλλιέργεια, την αγωγή που έχει πρακτικούς πολιτικούς στόχους, καταρτίζοντας ανθρώπους της δράσεως, ο Ισοκράτης την ονομάζει «φιλοσοφίαν».

 

 

Ε’. ΤΑ ΕΙΔΗ TOΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΕΙΔΗ Συμβουλευτικοί Δικανικοί Επιδεικτικοί (πανηγυρικοί – επιτάφιοι).

 

Ορισμός Είναι λόγοι πολιτικοί που εκφωνούνται στις συνελεύσεις του λαού. Είναι οι εκφωνούμενοι στα δικαστήρια (κατηγορίες ή απολογίες ) και αφορούν πράξεις που τελέστηκαν στο παρελθόν. Είναι οι εκφωνούμενοι σε διάφορες εορτές και συγκεντρώσεις.
Σκοπός Μ’ αυτούς παρέχονται συμβουλές για το μέλλον. Ο ρήτορας προτρέπει ή αποτρέπει τον λαό με σκοπό την επίτευξη του συμφέροντος ή την αποφυγή πολιτικών σφαλμάτων.

 

Έχουν σκοπό την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου με βάση τον νόμο και το αίσθημα του δικαίου.

 

Με αυτούς εγκωμιάζονται ή επικρίνονται πράξεις και πρόσωπα του παρόντος Ο ρήτορας ζητεί συγχρόνως να επιδείξει τη ρητορική του δεινότητα, υπηρετώντας συχνά και κάποιες πολιτικές σκοπιμότητες.
Τόπος όπου εκφωνούνται Στην Αθήνα οι πολιτικές αγορεύσεις γίνονταν ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.  Εκφωνούνται στο  αρχαιότερο δικαστήριο στην Αθήνα, τον  Άρειο Πάγο,

στη Βουλή ή και στην Εκκλησία του Δήμου.

Το κυριότερο όμως δικαστήριο του Αθηναϊκού κράτους ήταν η Ηλιαία.

Οι επιτάφιοι λόγοι εκφωνούνται στο δημόσιο «σήμα» (νεκροταφείο) στον Κεραμεικό, όπου τιμητικά θάπτονταν οι νεκροί των πολέμων. Οι πανηγυρικοί στον χώρο όπου επιτελούνταν γιορτές ή τελετές.

 

 

Σημαντικότερος ρήτορας ο Δημοσθένης ο Λυσίας ο Ισοκράτης

 

Εκκλησία του Δήμου      

  • Αποφάσιζε για τα πιο σοβαρά θέματα του κράτους, όπως η κήρυξη πολέμου, η υπογραφή ειρήνης, η σύναψη και διάλυση συμμαχιών, η ψήφιση νόμων, τα δημόσια οικονομικά κ.λπ.
  • Δικαίωμα λόγου και ψήφου είχαν σ’ αυτήν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες από το εικοστό έτος της ηλικίας τους.
  • Η Εκκλησία συνεδρίαζε κανονικά σαράντα φορές τον χρόνο, αλλά και εκτάκτως, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις.
  • Χώρος των συνεδριάσεων ήταν συνήθως η Πνύκα και κάποτε η Αγορά ή το θέατρο του Διονύσου.
  • Μετά τις αγορεύσεις αποφάσιζαν ψηφίζοντας συνήθως με ανάταση των χεριών («χειροτονία»).
  • Οι ρήτορες είχαν απόλυτη ελευθερία συμβουλής και μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή, ακόμη και αν δεν ασκούσαν δημόσιο λειτούργημα.

Η Ηλιαία:

  • ένα δικαστήριο ενόρκων, του οποίου μέλη μπορούσαν να γίνουν, μετά από κλήρωση, όλοι οι άνω των τριάντα ετών γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες.
  • Την Ηλιαία αποτελούσαν 6.000 δικαστές («Ἡλιασταί») από τους οποίους οι 1000 ήσαν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 401, 501, κ.λπ. δικαστών ανάλογα με τη σοβαρότητα της δίκης. Ο περιττός αριθμός απέκλειε την περίπτωση ισοψηφίας.
  • Οι δικαστές ελάμβαναν ως δικαστική αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα.
  • Ο χρόνος των αγορεύσεων περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την «κλεψύδρα».
  • Η ψηφοφορία ήταν μυστική.

Οι λογογράφοι

  • Αυτοί ήσαν έμπειροι δικανικοί ρήτορες που, με το αζημίωτο φυσικά, έγραφαν τα κείμενα των λόγων τα οποία ήσαν υποχρεωμένοι οι διάδικοι να αποστηθίσουν και να απαγγείλουν στο δικαστήριο.
  • έπρεπε να γνωρίζουν όχι μόνον τους νόμους, αλλά και την ψυχολογία των λαϊκών δικαστών, οι οποίοι ήταν απλοϊκοί Αθηναίοι πολίτες χωρίς νομικές γνώσεις, ώστε να τους επηρεάζουν προς το συμφέρον των πελατών τους.

ΣΤ’. ΤΑ ΜΕΡΗ TOΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΤΑ ΜΕΡΗ TOΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ Θέση στον ρητορικό λόγο Περιεχόμενο – χαρακτηριστικά

 

Σκοπός

 

Προοίμιον

 

 

 

Πρόθεσις

στην αρχή του ρητορικού λόγου Ενημέρωση του ακροατή επί του θέματος να εξασφαλίσει την εύνοια και την προσοχή του ακροατή
μετά το προοίμιο σύντομη έκθεση του θέματος.

 

Διήγησις Αποτελεί το πρώτο τμήμα του κύριου μέρους του λόγου

κυρίως και όχι πάντοτε στους δικανικούς λόγους, σπανίως δε στους συμβουλευτικούς.

·  εκθέτει τα σχετικά με το θέμα γεγονότα τα οποία κρίνει ότι είναι άγνωστα στον ακροατή είτε ανεπαρκώς ή εσφαλμένως γνωστά.

·   σαφήνεια και πειστικότητά

·   τονίζει τα ευνοϊκά στοιχεία, μειώνει τη σημασία όσων είναι ασύμφορα για την υπόθεση

·   προβάλλει τη χρηστότητα του ήθους του ή την κακοήθεια του αντιπάλου.

 

Πίστις (απόδειξη) το ουσιαστικότερο μέρος του ρητορικού λόγου Παρατίθενται

οι αποδείξεις:

άτεχνες (αντικειμενικά πειστήρια που δεν οφείλονται στην τεχνική δεξιότητα του ρήτορα)

έντεχνες (εκείνες που ο ίδιος ο ρήτορας επινοεί)

Να πεισθεί το ακροατήριο:

«πειθούς δημιουργός» ή ως τέχνη «του ἰδεῖν τὰ ὑπάρχοντα πιθανὰ περὶ ἕκαστον» (δηλ. τα πειστικά επιχειρήματα για κάθε ζήτημα).

Επίλογος Στο τέλος του λόγου συντομότατη ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων του λόγου η ανάμνηση, και η παθοποιία που καταλήγει σε προτροπή ή αποτροπή.

Έντεχνες αποδείξεις είναι εκείνες που ο ίδιος ο ρήτορας επινοεί.

Αυτές είναι:

  1. Τα ενθυμήματα:
  • βραχυλογικοί συνήθως συλλογισμοί οι οποίοι, δίδουν συνήθως πιθανά, αλλά και ασφαλή κάποτε συμπεράσματα, με βάση τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται.
  • Η βραχυλογία του ενθυμήματος υπηρετεί την κομψότητα του λόγου, την οικονομία του χρόνου και δεν εκνευρίζει τον ακροατή.
  • Τα ενθυμήματα στηρίζονται σε γενικά παραδεκτές απόψεις και τρόπους σκέψεως που ονομάζονται «κοινοί τόποι» (κοινόχρηστα επιχειρήματα).
  1. Τα παραδείγματα. Είναι ιστορικά (πραγματικά) ή πλαστά (παραβολές). Είναι βέβαια ενδείξεις μόνον. Η αποδεικτική τους αξία στηρίζεται στην ομοιότητα ή την αναλογία προς αυτό που ζητείται να αποδειχθεί.
  2. Οι γνώμες. Είναι αποφθέγματα για ζητήματα γενικού χαρακτήρα. Η αποδεικτική τους αξία εξαρτάται από τον βαθμό που αναγνωρίζονται γενικώς ως ορθές ή από το κύρος αυτού που τις έχει διατυπώσει.
  1. Τα ήθη.
  • Ήθος του ρήτορα: προβάλλει την εικόνα του ως έντιμου ανθρώπου και πολίτη, οι λόγοι του γίνονται έτσι πειστικότεροι, αφού είναι λογικό οι άνθρωποι να εμπιστεύονται τους φρόνιμους και ενάρετους.
  • Ήθος του αντιπάλου: προσπαθεί να μειώσει ηθικά τον αντίπαλο και έτσι να εξουδετερώσει την πειστικότητα των επιχειρημάτων του.
  • Ήθος του ακροατή: φροντίζει να γίνει συμπαθής στους ακροατές επαινώντας π.χ. τους προγόνους των, κολακεύοντας αυτούς τους ίδιους ή δικαιολογώντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους.

Αυτή η ηθοποιία (ρήτορα, αντιπάλου, ακροατή) ασκούσε μεγάλη επίδραση στο ακροατήριο και απαντάται σε όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου.

  1. Τα πάθη.

ο ρήτορας, προσπαθεί να διεγείρει στις ψυχές των ακροατών του τα πάθη (τα συναισθήματα) που τον συμφέρουν ή να μεταγγίσει τα πάθη που κυριαρχούν στη δική του ψυχή, δηλ. οργή, φιλία, μίσος, φόβο, οίκτο, ντροπή, φθόνο κ.λπ. (παθοποιία).

Ο συναρπαστικός πατριωτισμός της οικογένειας Αντετοκούνμπο

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Λατρεύω τον Θανάση Αντετοκούνμπο. Κάνω σαν χαζή μαζί του. Εχω πάει στο γήπεδο μόνο και μόνο για να τον δω από μακριά. Και για μια περίοδο είχα μπει στη λαγουδότρυπα του να παρακολουθώ σχεδόν ό,τι έκανε, ακόμη κι αν ήταν διαφήμιση οδοντόκρεμας (αυτό, εντάξει, μου πέρασε). Ο Θανάσης κι εγώ έχουμε την ίδια ηλικία και σχεδόν καμία άλλη ομοιότητα. Αυτός ζει κάτι που στο χωριό μου θα λέγαμε «ζωάρα», με ιδιωτικά τζετ και λεφτά και πολλές προπονήσεις. Εγώ ταξιδεύω στην πτήση της γραμμής, ζω στο νοίκι και με το ζόρι βγάζω λίγα χιλιόμετρα στο τρέξιμο για λόγους υγείας.

Ωστόσο, το πράγμα δεν ήταν πάντα τόσο άνισο. Ο Θανάσης ξεκίνησε από χαμηλά και έχτισε μία καριέρα με σκληρή δουλειά και συγκινητική, αδάμαστη επιμονή. Μεγάλωσε στα Σεπόλια χωρίς τίποτα. Μεγάλος αδελφός του Γιάννη και γιος μιας μάνας που τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Στήριξε την οικογένεια. Σ’ ένα κουραστικά ρατσιστικό και κομπλεξικό μέρος, τ’ αδέλφια δεν έχασαν το χαμόγελό τους. Ούτε η μαμά.

Ο Κώστας Αντετοκούνμπο γεννήθηκε το 1997 στην Ελλάδα. Πήρε την ελληνική ιθαγένεια μόλις το 2016 κι ενώ η διεθνής καριέρα του Γιάννη είχε ξεκινήσει κι η χώρα μπορούσε πια να είναι περήφανη γι’ αυτά τα παιδιά που μέχρι πρότινος δεν θεωρούσε πολίτες της. Η ίδια χώρα, αρκετά χρόνια μετά, κατασυκοφαντεί όσους θέλουν να χτίσουν μια ζωή εδώ ερχόμενοι απ’ αλλού.

Ο Γιάννης, με το τεράστιο χαμόγελό του, κάθε καλοκαίρι ζει το όνειρο στην Ελλάδα όπου επιστρέφει, πλούσιος και επιτυχημένος, επειδή είναι το σπίτι του και ολοφάνερα αγαπάει τον τόπο. Με συγκινεί η ιδέα πως ένας πρώην φτωχός κάτοικος Αθηνών ζει έτσι – σπανίως η ζωή προσφέρει τέτοιες ανατροπές στην πλοκή. Κι ενώ συνήθως η επίδειξη πλούτου στις διακοπές μάς υπενθυμίζει τις κραυγαλέες εισοδηματικές ανισότητες στις οικονομίες που πλαισιώνουν τη ζωή μας, οι αναρτήσεις του Γιάννη από τις πολυτελείς βόλτες του με σκάφος στην Ελλάδα έχουν κάτι από θεϊκή δικαιοσύνη (νομίζω δεν θα σταματήσω ποτέ να χαίρομαι που μιλάει αγγλικά με ακομπλεξάριστη ελληνική προφορά).

Η οικογένεια Αντετοκούνμπο επενδύει συστηματικά, υλικά και συναισθηματικά, στη χώρα, ενώ η παρουσία της στην εθνική ομάδα μπάσκετ σηκώνει την ομάδα ψηλά. Νομίζω χρειαζόμαστε περισσότερους τέτοιους Ελληνες. Αυτό το είδος του ήσυχου πατριωτισμού που υποδηλώνει μια χώρα λιγότερο κομπλεξική, φοβική, κλειστή και ομοιογενή. Λιγότερο βαρετή και φτωχή σε εμπειρίες, ταλέντα ή τρόπους θέασης του κόσμου. Μια χώρα που όσοι τη βλέπουν δεν λένε «Θεέ μου, τι κόλαση», αλλά ζηλεύουν, παθαίνουν κοκομπλόκο και σκέφτονται «μακάρι να ζούσα κι εγώ εκεί, σ’ αυτό το μέρος!».

Ωστόσο, η χώρα, όπως και στο παρελθόν (βλ. 2015), επενδύει στην ιδέα πως όποιος δεν θέλει μπορεί να φύγει. Επενδύει στην αναγκαιότητα ή στο συναίσθημα αντί να επενδύσει στους ανθρώπους της (τους οποίους ανεξαρτήτως χρώματος διώχνει συστηματικά προς πλουσιότερες και λιγότερο ομοιογενείς μητροπόλεις). Υπονοείται, έτσι, δυστυχώς, πως ο τύπος πατριωτισμού που την ενδιαφέρει, τουλάχιστον σε επίπεδο οργανωμένης πολιτείας, είναι ο φθηνός εθνικισμός της παράνοιας που, κατά κανόνα, δεν οδηγεί σε πνευματικό και υλικό πλούτο, αλλά σε φτώχεια, μιζέρια και διαρροή εγκεφάλων.

Πέρσι, σχεδόν τέτοιον καιρό, επισκέφτηκα στην Αθήνα την έκθεση space of togetherness (διοργάνωση ΝΕΟΝ), που διερευνούσε το ζήτημα των μετακινήσεων και της συνύπαρξης. Σε μία εγκατάσταση βίντεο, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου καλλιτεχνικού εγχειρήματος Afrogreeks, μιλούσαν Αφροέλληνες. Κάποιοι μάλιστα αμφισβητούσαν τη σημασία του όρου – προτιμούσαν σκέτο Ελληνας ή Ελληνας από τη Νιγηρία.

Αυτό που με συγκίνησε δεν ήταν η ζωή τους στην Κυψέλη ή η επισφαλής συνθήκη τους με τη γραφειοκρατία, τα ταξιδιωτικά έγγραφα, την ιθαγένεια κ.λπ. Αυτά τα γνώριζα, και μου είχαν ήδη φέρει ντροπή στο παρελθόν. Ο τρόπος που μιλούσαν ελληνικά, όμως, αυτό μου προσέφερε δονήσεις ευχαρίστησης, καθώς ξεδιπλωνόταν το βίντεο όπου διάφοροι άνθρωποι έλεγαν με χιούμορ και επιμονή την ιστορία τους. Ενιωθα τη γλώσσα ν’ απλώνει για να σκεπάσει την εμπειρία τους και τη χώρα να γίνεται κάτι μεγαλύτερο, πιο συναρπαστικό.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση