Ο Βενιζέλος, ο Βλάχος, οι «καθαροί» Ελληνες και οι «ξάδελφοι»

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ

«Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται από την προσφυγικήν αγέλην», έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος στις 16 Ιουλίου 1928 στην «Καθημερινή» για να προσθέσει αμέσως στη συνέχεια ότι η Αθήνα έπαυσε να είναι πλέον η πόλη μόνον των «καθαρών Ελλήνων αλλά και των προσφύγων»

Ο Βενιζέλος, ο Βλάχος, οι «καθαροί» Ελληνες και οι «ξάδελφοι»

«Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται από την προσφυγικήν αγέλην», έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος στις 16 Ιουλίου 1928 στην «Καθημερινή» για να προσθέσει αμέσως στη συνέχεια ότι η Αθήνα έπαυσε να είναι πλέον η πόλη μόνον των «καθαρών Ελλήνων αλλά και των προσφύγων». Διατύπωση οικτρή και άσπλαχνος για περίπου ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους, θύματα του μεγαλοϊδεατισμού του Ελευθερίου Βενιζέλου, και φυσικά της ατολμίας της κυβερνήσεως του Δημητρίου Γούναρη να αναθεωρήσει μία πολιτική που θεωρούσε εσφαλμένη. Ο μόνος που περιέγραψε με απόλυτη ακρίβεια το ανέφικτο του εγχειρήματος της εκστρατείας στη Μικρά Ασία ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, όταν αρνήθηκε την πρόταση του πρωθυπουργού Γούναρη και των στενότατων συνεργατών του να αναλάβει επικεφαλής των επιχειρήσεων. Ηταν πλέον πάρα πολύ αργά.

Ο Γεώργιος Βλάχος δεν είχε ενεργό ανάμειξη σε πρώτη φάση. Οταν ο Βενιζέλος με την υποστήριξη των Δυνάμεων της Αντάντ εγκατεστάθη στην εξουσία εκ νέου, εξορίσθηκε αρχικώς στη Σκύρο και στη συνέχεια στη Σκόπελο λόγω της αντιβενιζελικής αρθρογραφίας του.

Με την επιστροφή του στην Αθήνα το 1918 είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία και επιδίωξε να επιστρέψει εκ νέου στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όπου είχε διορισθεί το 1904. Η αίτησή του απερρίφθη για λόγους πολιτικούς από τον Βενιζέλο, που όμως αργότερα υποστήριξε πως είχε άγνοια του όλου θέματος. Κατόπιν τούτου προέκυψε η «Καθημερινή», το πρώτο φύλλο της οποίας εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1919, κάτω από συνθήκες αυστηρότατης λογοκρισίας, με κενά –στο πρωτοσέλιδο άρθρο του Γεωργίου Βλάχου– εκείνων των τμημάτων που είχε διαγράψει η λογοκρισία.

Στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Γεωργίου Βλάχου συγκρούονταν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις. Ο προπάππους του Γεωργίου, Σταύρος Βλάχος, γεννημένος στην Αθήνα το 1802, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 ως μέλος της Φρουράς των Αθηνών, υπερασπιστής του Φρουρίου της πόλεως, μέλος της Δημογεροντίας. Το 1843 είχε εκλεγεί αντιπρόσωπος στην Εθνοσυνέλευση που εξεπόνησε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος. Το όραμα και η προσπάθεια της εποχής εκείνης, που υποστηριζόταν από τους φιλέλληνες της Ευρώπης, ήταν η δημιουργία νέου κράτους κατά το πρότυπο της κλασικής Αθήνας του Περικλέους. Και αυτό σήμαινε αποκάθαρση της φυλής από το «μίασμα» των επιρροών που είχε επικαθίσει στους Ελληνες στη διάρκεια των αιώνων.

Το άρθρο της 19ης Ιουλίου

Πιστός σε αυτή την οικογενειακή και «εθνική» παράδοση, έγραψε ο Γεώργιος Βλάχος σε άρθρο του στις 19 Ιουλίου 1928, τα εξής προσβλητικά και άκρως απαράδεκτα αναφερόμενος στην απόφαση των Συντηρητικών να περιλάβουν κάποιους πρόσφυγες στα ψηφοδέλτιά τους: «Ας είναι αδελφοί και ξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και θέλησιν πολιτών ελευθέρων –πράγμα το οποίον δεν θα συμβεί ποτέ– τότε θα δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως εκλέξιμοι».

Στο άλλο άκρο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ενθουσιώδης, παρορμητικός, ευφυής δίχως αμφιβολία, σε μόνιμη διέγερση μετά την επαναστατική του δράση στην Κρήτη και των πληγμάτων που είχε καταφέρει κατά της μοναρχίας, οραματίσθηκε την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην εδαφική της μορφή. Ιδεολογικό πυρήνα για το εγχείρημά του ο Βενιζέλος αναζήτησε και βρήκε στη Μεγάλη Ιδέα του Ιωάννη Κωλέττη, όπως την είχε διατυπώσει στην πρώτη Εθνοσυνέλευση σε μια προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Και αυτό σε μία εποχή που ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον προώθησε και επέτυχε τη διάλυση δύο Αυτοκρατοριών – των Αψβούργων και των Οθωμανών.

Και έτσι οδηγηθήκαμε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκρίζωση ενάμισι εκατομμυρίου προσφύγων. Ηταν η πρώτη μείζων εθνοκάθαρση στην ιστορία της νεότερης Ευρώπης. Στον ισοπεδωτικό προσδιορισμό του «πρόσφυγα» περιελήφθησαν κατηγορίες ανθρώπων με διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικές συνήθειες αιώνων. Αλλοι όμως οι Σμυρνιοί, άλλοι οι Πόντιοι, άλλοι οι Θρακιώτες, και τέλος άλλοι οι τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Ρωμιοί της Καππαδοκίας και των άλλων γειτονικών περιοχών της Αυτοκρατορίας, που ανταλλάχθηκαν υποχρεωτικά κατόπιν επιμονής του Βενιζέλου. Τουρκόσπορους τους έλεγαν χλευαστικά οι παλαιοελλαδίτες.

Και επιβίωσαν παρ’ όλα αυτά και πρόκοψαν. Οχι διότι γνώριζαν από τον Βυζαντινό Κριτόβουλο τον Ιμβριο πως οι ασκούντες την εξουσία «περιπλανιώνταν ως αιώνιοι αλήτες από έθνος σε έθνος και από τόπο σε τόπο». Αλλά για κάτι πρακτικότερο και απλούστερο. Αλλοτε ήταν ο Οθωμανός Σουλτάνος, κατόπιν ο Βασιλέας των Ελλήνων, πάντοτε η Εκκλησία του τόπου όπου ζούσαν. Ηταν η τέχνη της προσαρμογής και φυσικά των αποστάσεων.

Ηταν τα χρόνια εκείνα των άκρων, του Διχασμού, του αβυσσαλέου μίσους, των ολεθρίων πολιτικών παθών. Σε αυτό το κλίμα κινούνταν, έζησε και αρθρογραφούσε ο Βλάχος και φυσικά δεν ήταν ο μόνος. Αυτό που σήμερα θεωρείται και είναι χυδαία υπερβολή και προσβολή απαράδεκτη, ήταν τρόπος ζωής και εκφράσεως. Ηταν οι ίδιοι ταυτοχρόνως και θύματα και θύτες. Νομίσαμε πως όλα αυτά είχαν περάσει. Δεν είναι η μόνη ούτε η τελευταία λανθασμένη εκτίμηση…

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση