Ο χρόνος και η φθορά στην ποίηση του Καβάφη

Ο Στέλιος Ράμφος για τον Αλεξανδρινό

ο-χρόνος-και-η-φθορά-στην-ποίηση-του-καβ-563362591

«Σαν αφθαρσία μέσα μας. Ο χρόνος του Καβάφη» τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου που κυκλοφορεί εντός αυτής της εβδομάδας από τις εκδόσεις Αρμός.

Οπως σημειώνει ο συγγραφέας στο προοίμιο: «Το βιβλίο περιλαμβάνει, συμμορφωμένες σε κείμενα, τις σημειώσεις τριάντα διαλέξεων για τον Καβάφη στο Ιδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, κατά τη διάρκεια του 2023, ενενήντα χρόνια από τον θάνατό του και προς τιμήν του.

»Με έτρωγε το ερώτημα πώς γίνεται όταν διαβάζουμε Καβάφη να συγκινούμαστε αλλά να μην καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί, οπότε με την ευκαιρία των διαλέξεων προσπάθησα να απαντήσω. Στάθηκα στο ζήτημα του χρόνου, όχι σαν θεωρητική αντίληψι του Καβάφη αλλά σαν δομικό στοιχείο των ψυχικών του παραστάσεων και της ποιητικής του, παράγοντα μιας εσωτερικής διατάσεως που πηγάζει από την “ιδέα” κάθε ποιήματος, παραμερίζοντας τα λυρικά συναισθήματα με προέλευσι ποικίλες εικόνες και εντυπώσεις. Εξ ου και η πυκνή διασταύρωσι παρατηρήσεων ή αυτοσχολίων του στις εκ μέρους μου αναγνώσεις των ποιημάτων.

»Το στοίχημα που έβαλε και κέρδησε ο Καβάφης ήταν η εσωτερική θέασι της ζωής με υπόβαθρο την σκέψι. Η οικουμενική αναγνώρισι του έργου του οφείλεται σε μια πεζότητα μεταπλασμένη από τον χρόνο του έργου του σε λεπτότητα που δεν την παίρνει ο άνεμος».

Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο.

Ο χρόνος και η φθορά στην ποίηση του Καβάφη-1

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Χθὲς περπατῶντας σὲ μιὰ συνοικία

ἀπόκεντρη, πέρασα κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι

ποὺ ἔμπαινα σὰν ἤμουν νέος πολύ.

Ἐκεῖ τὸ σῶμα μου εἶχε λάβει ὁ Ἔρως

μὲ τὴν ἐξαίσια του ἰσχύν.

Καὶ χθὲς

σὰν πέρασ’ ἀπ’ τὸν δρόμο τὸν παληό,

ἀμέσως ὡραΐσθηκαν ἀπ’ τὴν γοητεία τοῦ ἔρωτος

τὰ μαγαζιά, τὰ πεζοδρόμια, ἡ πέτρες,

καὶ τοῖχοι, καὶ μπαλκόνια, καὶ παράθυρα·

τίποτε ἄσχημο δὲν ἔμεινεν ἐκεῖ.

Καὶ καθὼς στεκόμουν, κ’ ἐκύτταζα τὴν πόρτα,

καὶ στεκόμουν, κ’ ἐβράδυνα κάτω ἀπ’ τὸ σπίτι,

ἡ ὑπόστασίς μου ὅλη ἀπέδιδε

τὴν φυλαχθεῖσα ἡδονικὴ συγκίνησι.

Περπατῶντας», «πέρασα», «στεκόμουν», «ἐκύτταζα», «ἐβράδυνα», ὅλα τοῦτα τὰ παρατατικὰ ῥήματα ὀρθώνονται ἀπέναντι στὸ δεδομένο, τὸν ἐμπειρικὸ ἀγωγὸ τῆς μνήμης, τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο «ἔμπαινε» ὁ ποιητὴς σὰν ἦταν νέος καὶ εἶχε λάβει ἐκεῖ τὸ σῶμα του ὁ Ἔρως μὲ τὴν ἐξαίσια του ἰσχύν.

Τὰ εἰκοσιπέντε σχεδὸν χρόνια ποὺ χωρίζουν τὴν κατακλεῖδα τοῦ σχολίου στὸν ῾Ράσκιν ἀπὸ τὸ ποίημα, βεβαιώνουν ὅτι ἡ μεταμόρφωσι τοῦ κόσμου ἀπὸ τὰ δουλεμένα αἰσθήματα ἦταν κάτι σὰν ἔμμονη ἰδέα τοῦ Καβάφη. Ἰδέα μὲ αἰσθητικὲς προεκτάσεις, καθὼς ἀνάγει σὲ πρωταγωνιστικὸ παράγοντα τοῦ καβαφικοῦ τρόπου τὴν κατάστασι, ποὺ ἐξηγεῖ τὴν πυκνὴ παρουσία τῶν οὐσιαστικῶν καὶ τῶν ῥημάτων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιδεικτικὴ ἀπουσία τῶν τυπικῶν ἐπιθέτων στὰ ἔργα του.

Τὸ ποίημα καταγράφει τὴν χρονικὴ στιγμή (Χθές) ὁπότε ὁ ποιητὴς περπατῶντας σὲ μιὰ συνοικία ἀπόκεντρη, περνᾷ κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ σύχναζε πολὺ νέος καὶ εἶχε καταλάβει τὸ σῶμα του γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἡδονικὴ ἐξουσία (ἰσχύς) τοῦ ἔρωτα. Καὶ χθές, ἐπαναλαμβάνει ἐμφατικά, μπαίνοντας στὸν δρόμο ποὺ ὡδηγοῦσε στὸ σπίτι, μεταμορφώθηκε τὸ πᾶν, ἀμέσως ὡραΐσθηκαν ἀπ’ τὴν γοητεία τοῦ ἔρωτος (ἀπὸ τὸ αἴσθημα ποὺ ἐκλύει ἡ διεγερμένη μνήμη) τὰ μαγαζιά, τὰ πεζοδρόμια, οἱ πέτρες, οἱ τοῖχοι, τὰ μπαλκόνια, τὰ παράθυρα τὰ ὁποῖα, ἂν καὶ εὐτελῆ καθ’ ἑαυτά, εἶχαν μετουσιώσει σὲ καλλονὴ τὴν αἰσθητικὴ οὐδετερότητα ἕως ἀσχήμια τους. Μάλιστα σὰν κοντοστάθηκε καὶ κοίταζε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, ἔνοιωσε νὰ διαπερνᾷ τὴν ὑπόστασί του κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ὑλικότητά της, νὰ πάλλεται ἀπὸ τὴν ἔντασι τῆς ἡδονῆς ποὺ χρόνια τώρα ἡ μνήμη διατηροῦσε ζωντανὴ ἐπάνω του, σὰν φύλακας ἀκοίμητος τοῦ χρόνου – ἑνὸς χρόνου ὁ ὁποῖος περνᾷ μέν, ἀλλὰ δὲν χάνεται.

Δημιουργεῖ λοιπὸν ὁ Καβάφης ὡρισμένη κατάστασι –καὶ κατ’ ἐπέκτασιν διάθεσι– ὅπου τὸ ὑποκείμενο τοῦ ποιήματος ξαναβρίσκει τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο εἶχε γνωρίσει ἐρωτικὲς ἐξάρσεις, μιὰ συγκυρία ἀποκαλυπτικὴ τῆς θέσεώς του στὸν κόσμο καὶ στὸν χρόνο. «Καθίστημι» θὰ πῇ ἑδραιώνομαι, ἐνῷ τὸ ἀφῃρημένο του οὐσιαστικό, «ἡ κατάστασι», σημαίνει τὴν σταθερὴ τάξι, τὸ καθεστώς, μιὰ σχέσι μὲ τὸν χῶρο ἡ ὁποία ψυχικὰ προεκτείνεται σὲ σχέσι μὲ τὸν χρόνο. Ὁ Καβάφης περιγράφει τὴν ἴδια τὴν «κατάστασι», ἀλλὰ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν λέξι ἐπειδὴ θέλει νὰ καταθέσῃ τὸ βίωμα καὶ νὰ κρατήσῃ τὴν σκέψι.

Ἀξιοπρόσεκτο στὴν «κατάστασι» τοῦ ποιήματος εἶναι ἡ παράστασί της. Ἡ παράστασι διαθέτει ἀφ’ ἑαυτῆς ῥηματικὴ ἐνέργεια ἡ ὁποία ὑποκαθιστάμενη στὸ ἐπίθετο ἀναβαθμίζει τὸ πρόχειρο καὶ κοινότοπο σὲ οὐσιῶδες. Ἡ μνημονικὴ εἰκόνα συνδέει τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις μὲ τὸν χρόνο, τὶς τρέπει δηλαδὴ σὲ ψυχικὲς ποὺ δένονται μὲ τὸ συναίσθημα. Ἔτσι, κυριευμένη ἡ σκέψι ἀπὸ τὴν γοητεία, τὴν μαγγανεία τοῦ ἔρωτα, ὡραΐζει μεταμορφωτικὰ τοὺς δρόμους, τὰ πεζοδρόμια, τὰ μπαλκόνια, τὰ παράθυρα, τὰ τρέπει σὲ συμβολισμοὺς τοῦ χρόνου ποὺ ἀναγεννοῦν τὰ βιώματα, κάτι ἀνέφικτο ἐὰν ἦταν ἀφ’ ἑαυτῶν «ὡραῖα». Ὁ χρόνος τοῦ ποιήματος (χθές) ἑνώνει ἐπάνω του τοὺς ἀπόηχους τῆς μνήμης καὶ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀφαιρεῖ τὴν φθορὰ τῆς χρήσεως ἀπὸ τὸν ὑλικὸ χῶρο. Ὑπόκειται σὲ φθορὰ τὸ ἀμνημόνευτο, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἰσοπεδώνει ὁ χρόνος, ἐνῷ ἡ μνήμη τῶν περασμένων σὰν βίωμα, διαρκεῖ.

ο-χρόνος-και-η-φθορά-στην-ποίηση-του-καβ-563024155
Στὸ ποίημα ὁ Καβάφης ἐκχωρεῖ τὴν συγκίνησι, ἀναγνωρίζει πηγὴ τῆς συγκινήσεως τὴν ὄσμωσι τῶν πραγμάτων μὲ τὸν χρόνο, ὅπως περνᾷ στὴν σκέψι καὶ στὸ αἴσθημα. «Περπατῶντας», «πέρασα», «στεκόμουν», «ἐκύτταζα», «ἐβράδυνα», ὅλα τοῦτα τὰ παρατατικὰ ῥήματα ὀρθώνονται ἀπέναντι στὸ δεδομένο, τὸν ἐμπειρικὸ ἀγωγὸ τῆς μνήμης, τὸ σπίτι στὸ ὁποῖο «ἔμπαινε» ὁ ποιητὴς σὰν ἦταν νέος καὶ εἶχε λάβει ἐκεῖ τὸ σῶμα του ὁ Ἔρως μὲ τὴν ἐξαίσια του ἰσχύν. Τώρα τὸ αἰσθητὸ σπίτι μὲ τὴν πόρτα του γυρίζουν σὲ βίωμα, τὸ ὁποῖο σὰν ῥεῦμα ἠλεκτρικὸ μεταδίδει τὴν ἡδονικὴ συγκίνησι ποὺ φύλασσε ἡ μνήμη στὴν σύνολή του ὑπόστασι, στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα. Γιατὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα ἦσαν ἡ αἰτία τῶν στεκόμουν κ’ ἐκύτταζα «τὴν πόρτα» καὶ στεκόμουν κ’ ἐβράδυνα «κάτω ἀπ’ τὸ σπίτι», στοιχείων καθαρὰ ὑλικῶν τὰ ὁποῖα ἀφύπνιζαν μὲ τὴν ἀναβιωμένη εἰκόνα τους στὸν ἐκστατικὸ περιπατητὴ τὴν φυλαχθεῖσα ἡδονικὴ συγκίνησι. Ἡ μνήμη ἀναβαπτίζει τὸ οἰκεῖο καὶ καθημερινὸ διατηρῶντας τὴν ἀμεσότητά του στὴν ἐσωτερικὴ πραγματικότητα μὲ τὴν συγκίνησι ποὺ προκαλεῖ ὡς διάρκειά του. Διάρκεια εἶναι ἡ πληρότης τοῦ χρόνου ἀπὸ τὶς τροπές του, ἀντίθετα πρὸς τὶς καθηλώσεις του. Ἐξ οὗ καὶ στὴν «ἀπόκεντρη συνοικία» τῆς περιγραφῆς ὁ χῶρος ἀπὸ λιμνασμένος μεταρσιώνεται σὲ χρόνο ἀνατάσεως.

Στὸ ποίημα πρωταγωνιστεῖ ἡ μνημονικὴ συνθήκη σὰν πνευματικὴ κατάστασι, ὄχι σὰν ἐνθύμησι τῆς «ἡδονικῆς συγκινήσεως». Δὲν ἐνδιαφέρουν τὰ ἀλλοτινὰ συμβάντα ὡς γεγονότα, ἀλλὰ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀφ’ ἑαυτῶν διαρκοῦν στὸν «ὡραϊσμὸ» τοῦ ἀπὸ παλιὰ γνωρίμου περιβάλλοντος, ὡραϊσμὸ ὁ ὁποῖος ἐπέχει θέσι ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου. Δὲν εἶναι πιὰ ὁ χῶρος ἐκεῖνο ποὺ ἡ μνήμη του ὑπερτερεῖ, εἶναι ἡ χρόνωσί του στὴν διάρκεια τοῦ αἰσθήματος ὡς συγκινήσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περιδιάβασι τοῦ περιπατητῆ παίζει ἀσήμαντο ῥόλο στὴν μετέωρη, τὴν κατ’ εὐφημισμόν δρᾶσι τοῦ ποιήματος – διαμορφώνει τὸ πολὺ ἕνα πλαίσιο γιὰ τὴν ἔκλυσι τοῦ αἰσθήματος. Ὅλα ὑπηρετοῦν τὴν μορφοπλαστικὴ ἔκφρασι τοῦ αἰσθήματος, ποὺ ἀναχωνεύει μέσα του ῥεμβαστικὰ τὸ ἐμπειρικό. Ἡ μνήμη ὡς βιωμένος χρόνος διαπερνᾷ τὰ πράγματα καὶ ἀναγεννᾶται μαζί τους διαρκῶς· ἡ ἐνέργεια τοῦ ποιήματος περνᾷ στὸ πεδίο τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του ἀντὶ νὰ ἀτενίζῃ τὰ αἰσθητά, τὰ ὁραματίζεται. Κοιτάζοντας τὴν πόρτα ὁ περιπατητὴς ποιητὴς «στεκόταν» καὶ «ἐβράδυνε», καθυστεροῦσε κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐνῷ ἡ ὕπαρξί του σύνολη «ἀπέδιδε», παλλόταν στὴν μνημονικὴ ἡδονικὴ συγκίνησι ποὺ τὸν κυρίευε σὰν δυνατὸ νέο παρόν.

 

Ἐδῶ θὰ ἀνοίξω μία παρένθεσι γιὰ ἐκεῖνα τὰ «ῥεμβαστικὰ» καὶ τὰ «ὁραματίζεται» ποὺ συνυπάρχουν μὲ τὰ «ὀνειρεύομαι», «ὀνειρεμένος», «ὀνειρώδης», «ὀπτασία» στὰ ποιήματα τοῦ Καβάφη καὶ ἀντιστοιχοῦν στὸ ἀμέσως ὡραΐσθηκαν τοῦ ποιήματός μας. Θὰ σταθῶ στὸ ποίημα «Γιὰ νά ‘ρθουν», δημοσιευμένο τὸ 1920 σὲ μονόφυλλο, χαρακτηριστικὸ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλεξανδρινὸς συσχετίζει τὸν ὁραματισμὸ μὲ τὴν ἔλευσι τῶν εἰκόνων τοῦ Ἔρωτος.

Ο χρόνος και η φθορά στην ποίηση του Καβάφη-2
Φωτ. SHUTTERSTOCK

ΓΙΑ ΝΑ ‘ΡΘΟΥΝ

Ἕνα κερὶ ἀρκεῖ. Τὸ φῶς του τὸ ἀμυδρὸ

ἁρμόζει πιὸ καλά, θά ‘ναι πιὸ συμπαθὲς

σὰν ἔρθουν τῆς Ἀγάπης, σὰν ἔρθουν ἡ Σκιές.

Ἕνα κερὶ ἀρκεῖ. Ἡ κάμαρη ἀπόψι

νὰ μὴ ἔχει φῶς πολύ. Μέσα στὴν ρέμβην ὅλως

καὶ τὴν ὑποβολή, καὶ μὲ τὸ λίγο φῶς –

μέσα στὴν ρέμβην ἔτσι θὰ ὁραματισθῶ

γιὰ νά ‘ρθουν τῆς Ἀγάπης, γιὰ νά ‘ρθουν ἡ Σκιές.

Καὶ πάλι τὸ περιβάλλον τῆς ἐρωτικῆς συγκινήσεως, ἀλλὰ σὰν ψυχικὸ κλῖμα, ὄχι σὰν ἐποπτεία κάποιας ἐξωτερικῆς πραγματικότητος. Ἐδῶ ἡ πρόκλησι τῶν ἐρωτικῶν εἰκόνων δὲν εἶναι μνημονική, εἶναι πρόσκλησι παραστάσεων ποὺ δημιουργοῦνται ἐπὶ τούτοις. Γι’ αὐτὸ καὶ συνδέεται μὲ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου (ἡ κάμαρη) καὶ τὸν παρόντα χρόνο (ἀπόψι), χρόνο τῆς προσωπικῆς διαθέσεως. Τώρα τὴν θέσι τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας παίρνει ἕνα κερὶ ποὺ ἀρκεῖ γιὰ τὸ ζητούμενο, κερὶ μὲ ἀμυδρὸ φῶς, κατάλληλο γιὰ νὰ δεξιωθῇ τὶς ἐρωτικὲς φαντασιώσεις (τὶς Σκιὲς τῆς Ἀγάπης). Τὸ ἡμίφως τοῦ κεριοῦ προκαλεῖ κατάλληλη ἀτμόσφαιρα, τὸ αἴσθημα ἐκεῖνο ποὺ ὡς ὁραματισμός, ῥέμβη καὶ ὑποβολὴ ἀπηχεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ὀνειροπόλου. Ὅπως τὸ φῶς ἐλαττώνεται, αὐξάνει ἡ μετοχὴ τῆς σκέψεως, ποὺ ἐλλείψει καθαρῶν εἰκόνων προσφεύγει στὴν φαντασία καὶ γίνεται ὁραματισμός. Ὁ ὁραματισμὸς δὲν εἶναι ἀναζωπύρωσι τῆς μνήμης, ὡστόσο ὑποκινεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἐνέργεια. Κι ἐδῶ τὴν θέα διαπερνᾷ ἕνα αἴσθημα, ὁ ῥεμβαστὴς βλέπει μὲ τὰ μάτια τοῦ βιωμένου ἐρωτικοῦ αἰσθήματος, δημιουργεῖ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸ ὅποιο ἐρωτικό του ἀντικείμενο μὲ πρώτη ὕλη τὸ αἴσθημά του γι’ αὐτό. Ἀντὶ νὰ ἀνακαλῇ μία πραγματικότητα μνημονικῶν εἰκόνων, δημιουργεῖ μία πραγματικότητα βάσει τοῦ ἰδεατοῦ ἢ τοῦ δυνητικοῦ. Πνεῦμα ἡ μνήμη, πνεῦμα τὸ ἰδεατό.

Βιωματικὸ καὶ ἐμπειρικὸ ἐναλλάσσονται, ὅπως βεβαιώνει τὸ ἀμέσως ὡραΐσθησαν, δηλωτικὸ μιᾶς χρονικῆς πληρότητος στὴν ὁποία ζωντανεύει ὑπὸ ὅρους «ἡδονικῆς συγκινήσεως» τὸ πολυκαιρισμένο περιβάλλον μὲ τὸ «ἀγενὲς ὑλικὸ» τοῦ δρόμου, τῶν μαγαζιῶν, τῶν μπαλκονιῶν καὶ τῶν παραθύρων. Πρόκειται γιὰ τοπίο φθαρμένο ἀπὸ τὰ χρόνια, ποὺ ἀναγεννᾶται στὸν καινούργιο χρόνο τῆς μνημονικῆς συγκινήσεως. Ἑπομένως τὸ ὑποκειμενικὸ στοιχεῖο εἶναι ὁπωσδήποτε παρὸν στὴν καβαφικὴ ποίησι, ἀλλὰ δὲν ἔγκειται σὲ ἔκφρασι ψυχολογικῆς ἐντάσεως, ἔγκειται στὴν πληρότητα τοῦ αἰσθήματος ποὺ δημιουργεῖ ἡ μνήμη ὡς ὕλη πιὰ τῆς ὑποστάσεώς του. Δὲν δεσπόζουν ἁπλῶς ἐκ νέου τὰ πράγματα, ὅπως νόμιζε ὁ Δημήτρης Νικολαρεΐζης, ἀλλὰ ἡ μετάλλαξί τους σὲ συγκίνησι.

_____________________________________________________________________________________________

Κεντρική φωτό: «Με έτρωγε το ερώτημα πώς γίνεται όταν διαβάζουμε Καβάφη να συγκινούμαστε αλλά να μην καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί», γράφει στο προοίμιο του βιβλίου «Σαν αφθαρσία μέσα μας. Ο χρόνος του Καβάφη» ο Στέλιος Ράμφος. Το βιβλίο, που κυκλοφορεί εντός αυτής της εβδομάδας από τις εκδόσεις Αρμός, περιλαμβάνει, συμμορφωμένες σε κείμενα, τις σημειώσεις τριάντα διαλέξεων που έγιναν για τον ποιητή στο Ιδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, κατά τη διάρκεια του 2023, ενενήντα χρόνια από τον θάνατό του και προς τιμήν του. Κάτω, άποψη του σπιτιού του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια. [Αρχείο Καβάφη / Ίδρυμα Ωνάση]

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση