Δεν υπάρχει χρονιά να μη μας έχει επισκεφθεί αμυγδαλιά στο σχολείο
Ετσι λοιπόν τα κλαδάκια που έφερε η Παναγιώτα φέτος, έγιναν αφορμή για ένα ημερήσιο project
Ενας αγαπημένος μύθος ζωντάνεψε στην αυλή του σχολείου με θεατρικό παιχνίδι. (ίσως η μοναδική φορά δεν έχω φωτογραφίες, δυστυχώς)
Η ΦΥΛΛΙΣ: Η Φυλλίς ήταν μία από τις θυγατέρες του βασιλιά της Θράκης, Σίθωνα. Μητέρα της Φυλλίδος ήταν η Νύμφη Μενδιής ή Αγχινόη. Σύμφωνα με μία άλλη αναφορά, ο πατέρας της Φυλλίδας ονομαζόταν Λυκούργος και ήταν επίσης βασιλιάς της Θράκης.
Ο ΔΗΜΟΦΩΝ: Ο Δημοφών [Δημοφόων < δῆμος (λαός) + φόως (φως, λάμψη), “το φως του λαού, αυτός που φωτίζει το λαό του”], ήταν μυθικός βασιλιάς των Αθηνών, γιος του Θησέα και της Αίθρας ή [κατά το Διόδωρο] της Αμαζόνας Αντιόπης. Όταν, ο πολιτικός αντίπαλός του Θησέα, Μενεσθέας, απόγονος του Ερεχθέα, κατά τη διάρκεια απουσίας του Θησέα στον Άδη, κατέλαβε την εξουσία του στην πόλη, ο Θησέας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, στέλνοντας τον Δημοφώντα και τον αδελφό του Ακάμαντα στην Εύβοια, στον βασιλιά Ελεφήνορα. Αργότερα ο Δημοφών κι ο αδελφός του μαζί με το βασιλιά της Εύβοιας εξεστράτευσαν κατά της Τροίας [Τρωικός Πόλεμος]. Μάλιστα ο Δημοφών ήταν από τους λιγοστούς άνδρες που εισήλθαν στο Δούρειο Ίππο.
Ο μύθος που ζωντάνεψε στην αυλή μας :
” Ο ΓΑΜΟΣ ΔΗΜΟΦΩΝΤΑ – ΦΥΛΛΙΔΟΣ: Επιστρέφοντας από την Τροία στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου, ο Δημοφών έφτασε στους Βισάλτες στη Θράκη, ίσως εξαιτίας κάποιας θαλασσοταραχής. Στην ακρογιαλιά εκείνη έπαιζε μια παρέα κοριτσιών. Ανάμεσά τους ήταν και η πριγκιποπούλα Φυλλίδα. Ο Δημοφώντας, επικεφαλής των ναυτών, ζήτησε από τα κορίτσια να μην φοβούνται. Οι άνδρες έψαχναν απλά μια πηγή για να γεμίσουν με νερό τα άδεια τους δοχεία. Η βασιλοπούλα, γοητευμένη από τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού Δημοφώντα και εμπιστευόμενη το ένστικτό της, κάλεσε τους στρατιώτες στο παλάτι όπου τους φιλοξένησαν με τιμές. Η πριγκιποπούλα γοητεύτηκε από την στάση και το παράστημα του Δημοφώντα. Μα και κείνος δεν έμεινε αδιάφορος από την χάρη και την ομορφιά της κόρης. Ο Έρωτας δεν άργησε να έλθει. Ήταν φλογερός και αμοιβαίος. Τον γάμο των δυο νέων ευλόγησε ο βασιλιάς Σίθωνας εκτιμώντας το ήθος και την ευγενική καταγωγή του γαμπρού του. Τίμησε δε την ένωση αυτή με πλούτη και γη από το βασίλειο του φροντίζοντας να μην λείψει τίποτα από τους νεόνυμφους. Μάλιστα η Φυλλίδα, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, απέκτησε από τον γάμο αυτό δύο αγόρια. Ο Δημοφών, ωστόσο, έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα για να βοηθήσει τον πατέρα του στους αγώνες κατά των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά, πριν φύγει, ορκίστηκε στη Φυλλίδα πως θα επέστρεφε γρήγορα κοντά της. Η Φυλλίδα τον ξεπροβόδισε μέχρι τις Εννέα Οδούς (την μεταγενέστερη Αμφίπολη), όπου του έδωσε ένα ιερό κουτί, που του είπε πως ήταν της θεάς Ρέας, το οποίο αυτός δεν έπρεπε να ανοίξει παρά μόνο όταν θα έχανε την ελπίδα να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του. Ο Δημοφών δεν μπόρεσε να επιστρέψει γρήγορα στην Αθήνα, διότι φεύγοντας από τη Θράκη, μια τρικυμία τον παρέσυρε στην Κύπρο.
ΦΥΛΛΙΣ ΚΑΙ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ: Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, η Φυλλίδα είχε απλώς αρραβωνιαστεί τον Δημοφώντα κι εκείνος έμεινε για πάντα πιστός σ’ αυτήν και δεν λησμόνησε ποτέ την υπόσχεσή του να επιστρέψει κοντά της. Όταν τελικά μπόρεσε να επιστρέψει στη Θράκη για να τη συναντήσει και να την παντρευτεί, ήταν δυστυχώς ήδη πολύ αργά. Η Φυλλίδα, απογοητευμένη από την καθυστέρηση του Δημοφώντα, είχε πεθάνει από τον καημό της και μάλιστα είχε μεταμορφωθεί σε αμυγδαλιά, που έμενε όλο το χρόνο χωρίς φύλλα. Όμως, ο Δημοφών δεν μπορούσε μακριά από την αγαπημένη του. Αγνοώντας τις νουθεσίες φίλων και συγγενών να παραμείνει μέχρι να ανοίξει ο καιρός, εκείνος, που είχε πλέον επιστρέψει στην Αθήνα, ξεκίνησε μες στην καρδιά του χειμώνα το ταξίδι της επιστροφής. Για μέρες περπατούσε μες στον βοριά, το κρύο και το χιόνι ώσπου έφτασε στη Θράκη. Αναζητώντας την αγαπημένη του έφτασε στο σημείο του αποχαιρετισμού. Εκεί ακριβώς είδε να στέκεται ένα ψηλό ξεραμένο δέντρο χωρίς καρπούς και φύλλα. Ο νέος κατάλαβε τι είχε συμβεί και βγάζοντας μια κραυγή πόνου με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε σφιχτά τον ξερό κορμό σαν να αγκάλιαζε το σώμα της αγαπημένης του. Και τότε σαν από θαύμα, ζωή πλημμύρισε το άψυχο ξύλο και τα γυμνά κλαδιά του δέντρου στολίστηκαν με πανέμορφα μικρά λευκά άνθη που ανέδυαν μια υπέροχη, ευωδία.”
Παραλλαγές του μύθου
Η ΑΡΑ [ΚΑΤΑΡΑ]: Μια άλλη παραλλαγή, λέει ότι μετά από αρκετό καιρό η Φυλλίδα, απελπισμένη από το γεγονός ότι ο σύντροφός της δεν επέστρεφε, πήγε στο σημείο όπου τον είχε αποχαιρετήσει, στους Εννέα Δρόμους, κι εκεί καταράστηκε τον άπιστο, όπως πίστευε, άνδρα της και στη συνέχεια κρεμάστηκε σε ένα δέντρο. Από τότε, το δέντρο στο οποίο κρεμάστηκε ή ίσως και όλα τα δέντρα της περιοχής, από τη θλίψη τους για το φριχτό τέλος της Φυλλίδας, δεν κρατούσαν ποτέ τα φύλλα τους. Το ίδιο συνέβαινε και με τα δένδρα που οι γονείς της φύτεψαν στον τάφο της. Στο μέρος που θάφτηκε, λέει μια άλλη παραλλαγή, φύτρωσε μια αμυγδαλιά, που άνθισε μόνο, στα τέλη κάποιου χειμώνα, όταν ο Δημοφώντας, ξαναπέρασε από εκεί. Στο μεταξύ, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, ο Δημοφών, μετά από καιρό, βέβαιος πια ότι δεν επρόκειτο να γυρίσει στη Φυλλίδα, άνοιξε το κουτί που αυτή του είχε δώσει και τότε είδε ένα όραμα που τον συνεπήρε κάνοντάς τον να ιππεύσει το άλογό του και, καλπάζοντας ορμητικά, να πέσει, κατά λάθος, επάνω στο σπαθί του που φορούσε και να σκοτωθεί, ενώ οι δικοί του άνθρωποι εγκαταστάθηκαν, πλέον, οριστικά στην Κύπρο.
Η ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΚΑΜΑ: Σε πολλές παραλλαγές του μύθου αντί για τον Δημοφώντα πρωταγωνιστεί ο αδελφός του, Ακάμας. Στην Κύπρο, μάλιστα, υπάρχει ακρωτήριο με το όνομα Ακάμας, ενώ πόλη με το όνομα Ακαμάντιον υπήρχε στη Φρυγία.
ΠΗΓΕΣ – ΣΧΟΛΙΑ: Η ιστορία αυτή εμφανίζεται στο δεύτερο βιβλίο του έπους «Ηρωίδες» του Ρωμαίου ποιητή Οβίδιου, αλλά και σε έργο του ποιητή Καλλιμάχου. Αξίζει να σημειωθεί πως η αρχαία ονομασία «Εννέα Οδοί» για την Αμφίπολη, προέρχεται από τον μύθο της Φυλλίδας, η οποία λέγεται ότι είχε πάει εννέα φορές στην ακτή, περιμένοντας την επιστροφή του Δημοφώντα.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ: Είναι πολύ πιθανό η ιστορία να πλάστηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα από τους Αθηναίους, για λόγους πολιτικούς. Συγκεκριμένα, το 437 π.Χ., οι Αθηναίοι έδιωξαν τους Ηδωνούς που κατοικούσαν τότε στις Εννέα Οδούς, αποίκησαν την πόλη και την μετονόμασαν σε Αμφίπολη, οπότε και επινόησαν ένα μύθο που να αποδεικνύει ότι η χώρα αυτή συνδεόταν με την Αθήνα ήδη από τους μυθικούς χρόνους. Λίγο αργότερα, ο ρήτορας Αισχίνης χρησιμοποίησε τον ίδιο μύθο για να αντικρούσει το βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο, που διεκδικούσε την Αμφίπολη. Ενώ η κατάρα της Φυλλίδας προς τον Αθηναίο Δημοφώντα, στο συγκεκριμένο σημείο, τις Εννέα Οδούς, αποτυπώνει πιθανώς σε ενός είδους “κατάρα” που βάραινε τους Αθηναίους γιατί στα μέρη αυτά ηττήθηκαν πολλές φορές!
Και ένας αγαπημένος ζωγράφος μας ξαναεπισκέφθηκε διαφορετικός αυτή τη φορά!
Για την ιστορία …
Στις 31 Ιανουαρίου του 1890, ενώ βρισκόταν στην Arles της Γαλλίας, ο Βίσεντ βαν Γκογκ έλαβε ένα γράμμα από τον αδερφό του Τεό. Του έγραφε πως είχε αποκτήσει τον πρώτο του γιο και μάλιστα τον είχε ονομάσει Βίνσεντ όπως εκείνον.
Τα δυο αδέρφια ήταν πολύ δεμένα. Η χαρά του Βίνσεντ ήταν πολύ μεγάλη και για να την εκφράσει ζωγράφισε ένα από τα αγαπημένα του θέματα: ανθισμένα κλαδιά με φόντο τον καταγάλανο ουρανό. Ονόμασε τον πίνακα « ανθισμένη αμυγδαλιά » και θα τον δώριζε στο ζευγάρι για να τον κρεμάσει πάνω από το κρεβάτι του.
Η επιλογή της αμυγδαλιάς δεν ήταν τυχαία. Την επέλεξε ως σύμβολο της νέας ζωής που μόλις άνθιζε και την άνοιξη που θα έφερνε ο ερχομός της.
Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο Vincent van Gogh στο Amsterdam.
Ενα ανθάκι αμυγδαλιάς πόσο μοιάζει με του Βίνσεντ;
Ενα κλαδάκι;
Τα πολλά κλαδάκια που μας έφερε η Παναγιώτα στο ποτήρι
ήταν αφορμή να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά υλικά για μία κατασκευή.
Και να αρχίσει να δουλεύει η πρώτη ομάδα!
Πως θα σταθεί το κλαδάκι μας; Διάφορες προτάσεις ακούστηκαν: εφημερίδα γυριστή( όπως στην ελιά), χαρτόνι, ξύλο, σύρμα! Επιλέξαμε το σύρμα για προφανείς λόγους!
Η κυρία το σύρμα, τα παιδιά την εφημερίδα.
Η πέτρα μας προσφέρει ρίζες!
Η δεύτερη ομάδα ήθελε να φτιάξει ολοκληρο δέντρο.
Ζωγραφίζουμε λοιπόν κόβοντας και ατλακολ-ώντας!
Χρησιμοποιήσαμε σπάγγο και φελιζόλ συσκευασίας για ανθάκια
Η τρίτη ομάδα καταπιάστηκε με άλλα πράματα!
O Vincet ζωγραφισε αμυγδαλιές και σε διαφορετικά χρωματικά … φόντα!
Και έτσι επέλεξε και αυτή η ομάδα φελλοτυπώματα εμπνευσμένα από την “κόκκινη” αμυγδαλιά του!
Η τέταρτη ομάδα φελλοτυπώματα εμπνευσμένα από την πρώτη “γαλάζια” αμυγδαλιά του!
Δείτε πως εξελίχθηκαν τα πράγματα…
η “κόκκινη” αμυγδαλιά
η “γαλάζια” αμυγδαλιά
το δέντρο μας
Και τα τρισδιάστα κλαδάκια μας.
Χάντρες και λευκό σκοινάκι άνθισαν τα κλαδιά!
Και εδώ φτιάξαμε μια … ζωντανή νεκρή φύση!
Και εδώ κάτι πιο … ελληνικό!
ΚΑι εδώ λίγες πληροφορίες για τον ζωγράφο από το biblionet
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, 30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν ολλανδός ζωγράφος. Την περίοδο της ζωής του, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φαβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική. Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο πρωτότοκος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα. Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη. Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιλλέ (Jean-Francois Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αντβέρπης, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης. Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του -επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης- στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισάρο, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα “Έναστρη νύχτα” και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο “Κόκκινο αμπέλι” αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του. Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισάρο. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ. Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του, που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914). Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερους από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα.