Χωσιά του κυρ-Θανάτου
«ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»
Ο φονευθείς τρομοκράτης, εις μίαν εκδήλωσιν
απελπισίας και απογνώσεως, ηρνήθη να εξέλθη
του κρησφυγέτου του και να παραδοθή, προετίμησε
δε αντάξιον της δειλίας και της ανανδρίας του θάνατον.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
3 Μαρτίου 1957
Τα γένια φόρεσε καλά να μην του πέφτουν.
Αστέρι χαμηλώνει, βάνει
του φεγγαριού λαδάκι να μη στραβοπατά.
Ο ιατρός αγγίζει το ποδάρι.
«Γρηγόρη, να προσέχεις, η πληγή αγριεύει».
Αυτός χαμογελά: Και θα ξυπνήσω
το κάθε φοβισμένο κύτταρο αντρειοσύνης.
Ο ιατρός μετρούσε το σφυγμό του χρόνου
με τα παλιά χρειαζούμενα. Μα κείνος
με το μακρύ του τον ξεπροβοδάει
ποδάρι ώσμε την άκρη του κυπαρισσιού.
Σαν θα πεθάνω, είπε, μη με θάψετε.
Και του ᾽δειξε τις πλάκες των χεριών.
Σ᾽ αυτές είναι γραμμένες οι εντολές.
Και τις σηκώνει πέρα απ᾽ το βουνό.
Θα δείτε και θα μάθετε πολλά.
Και τις χορεύει σ᾽ ακατάφλεκτες πλεξούδες.
Ξεκάρφωσε το στήθος του απ᾽ τον τοίχο
του ταπεινού κελιού, μαντάρει την ψυχή
με μια μεγάλη σακοράφα· δύσκολοι καιροί.
Ξετείχιστες κραυγές, σαν αστακοί στρατιώτες
μαζί τους κουβαλούν φορεία και φέρετρα.
Κοπέλι του μοναστηριού στην ταραχή του σπάνει
την πιο μεγάλη γυάλα του γλυκού.
Δυο ταπεινά μερμήγκια συνεχίζουν
να σέρνουν στις δαγκάνες τους σπόρο του πεπονιού.
Ο ήρωάς μας τώρα ξημερώνει
με τέσσερις συντρόφους σε σπηλιά.
Ο πιο ζωγράφος λάφια κάνει και λαμπρούς
αργυροδόξαρους παλαιολιθικούς.
Σε τούτη ως είναι ξαπλωμένος την Καπέλα
Σιξτίνα νιώθει το πινέλο σαν αξίνα.
Ο δεύτερος μισοερειπωμένα
λόγια κι επιγραφές περί θανάτου.
Ο τρίτος έχει κιόλας μαραθεί·
θωρεί που τόνε περιφέρουν
με λάβαρα, σημαίες οι πιο δικοί.
Ο τέταρτος «κι αν είναι να πεθάνουμε…»
Τον αντισκόβει: Βγείτε απ᾽ τη σπηλιά.
Το φως απέξω, τα ζουζούνια, οι πεταλούδες,
τ᾽ αυριανό στεφάνι πλέκουν της πατρίδας
(ακέρια σώματα χρειάζονται γι᾽ αυτό).
Θ᾽ ανταμωθούμε καρποφόρα μέρα.
Τώρα δουλειά μοναχική. Και πρέπει να πεθάνω.
Τα λόγια σάρκα να γενούν και τα χλωρά κλωνάρια
να μπολιαστούν απ᾽ το λαιμό κι από το γόνατό μου.
Ο σπόρος βλάστησε, Ματρόζο, σ᾽ τα ᾽λεγα σαν ήρθες
νεκρόν απ᾽ τη σπηλιά για να με σύρεις.
Σε στείλαν οι δειλοί. Και συ διαλέγεις
να δοκιμάσεις άλλη μια φορά.
Κάποια στιγμή με δακρυγόνα μάτια
μου ζήτησες φωτιά. Θα ᾽χεις καιρό, σου κράζω,
ν᾽ ανάψεις το τσιγάρο σου στον άλλο κόσμο.
Κι ως τρέχουν αυλακιές ποτάμια της μπενζίνας
τα φιδωτά κορμιά, πυροδοτείται η κρύπτη
μ᾽ εμπρηστικά φτερά βομβών από ψηλά.
Παράξενο! Την ίδια μέρα η αδερφή μου
θωρώ που εκράταε από κείνα τα χαρτιά
τα τρομοκρατικά, που ρίξανε οι Εγγλέζοι
απ᾽ ελικόπτερο πάνω απ᾽ τη Λύση.
Το σχήμα παρουσίαζε δυο νεκροκεφαλές,
χωριάτικες καρέκλες αδειανές
και μιαν επιγραφή: ΜΠΑΡ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ.
Ας το φυλάξουμε, σαν έρθει, να γελάσει.
Κείνη την ώρα μπαίνουν σαν φονιάδες,
σαν αλειτούργητοι ο παπάς κι ο κύρης μου.
Η λύπη τους ασήκωτη: «Εσκοτώσαν τον».
«Αδύνατον», ψιθύρισε η γυναίκα μου,
«δεν το πιστεύω», είπε η αδερφή μου.
Από τα χέρια επέσαν τους οι νεκροκεφαλές
καθώς του Άδη το κατώφλι εδρασκελούσα.
Κι η μάνα μου: «Ας έσει τες ευτζές μου.
Καλλύττερα που δεν επαραδόθηκεν
τζαι δεν τον πιάσαν ζωντανόν τζαι δεν αξιωθήκαν
να δούσιν την μορφήν του· πάλε θα τον εσκοτώνναν.
Παρά φυλακισμένον τζαι βασανισμένον, Δόξα Σοι».
Γρικώντας τούτα εχαμογέλασα
και τη μαντίλα εγώ της έδεσα
που είχε χαμαί γλιστρήσει
κι έφυγα ανεγνώριστος.
Έντεκα πετρωμένες ώρες καθυστέρησα.
Ο χρόνος έβγαζε καπνό· καμένο το ρολόι,
δεν περπατούν οι δείκτες, κάτι στάλωσε.
Σπρώχνω με γόνα. Οσμίζομαι σε τρίστρατο
χωσιά του κυρ-Θανάτου. Ήθελα πριν δώσω
στο χέρι μου εντολή «Θανάτου εκτέλεση»
να σιγουρέψω για την ενοχή του.
Έτσι τον γέλασα· μου φάνηκε είδα
την έμορφη γυναίκα του ασπροεντυμένη
και τα καλά της μοίρας της να κυματίζει,
τραγούδι γύρω γύρω από το σώμα της
και περασμένα στο μετάξι αισθήματα.
Πώς κελαδούσε το φεγγάρι! Κι η καρδιά μου
εφτά χιλιόμετρα… Η αυγή ροδίζει.
Σβήνω το φως, να ιδώ καλύτερα…
Δεν πρόφθασε.
Στον ανυπόμονο η ελευθερία
λάμπει σαν άστρο που κρατεί ένα κόκαλο
που λάμπει σαν ακοίμητη λαμπάδα
που έχει τ᾽ όνομα γραμμένο στη φωτιά.
Ολόκληρος θωριέται κι αντηχεί
στη λάσπη τ᾽ ανθοστόλιστο διαμάντι
στην έξοδό του απ᾽ τον πνιγμό.
Χωρίς την όψη του το μήλο δε γουρμάζει,
ο άνεμος αδειάζει από ψωμί νερό,
πέφτουνε καταγής οι τελευταίες μας λέξεις.
Μάρτης 1987
*Από την ποιητική συλλογή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη Μεθιστορία (Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 59-63).
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Η σύνθεση του εκτενούς αφηγηματικού ποιήματος ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 1987, ύστερα από πολύχρονη κυοφορία κατά δήλωσιν του ίδιου του Χαραλαμπίδη. Το ποιητικό κείμενο αποκαθιστά την ιστορική αλήθεια ανατρέποντας τον κατασκευασμένο λόγο, την είδηση που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο καθ’ υπόδειξιν της αποικιοκρατικής κυβέρνησης την ημέρα του θανάτου του Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και ήρωας του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα των ετών 1955-1959, γεννήθηκε στο (νυν κατεχόμενο) χωριό Λύση Αμμοχώστου στις 22 Φεβρουαρίου 1928 και βρήκε φρικτό τέλος (απανθρακώθηκε) στο κρησφύγετό του κοντά στη μονή Μαχαιρά, τα ξημερώματα της Κυριακής 3ης Μαρτίου 1957, ύστερα από πολύωρη μάχη με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις.