“Αναφορές στην βυζαντινή υμνολογία- υμνογραφία (Hymnography) ως πηγής φιλολογικού και ιστορικού είδους ” της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων (διετές μεταπτυχιακό δίπλωμα βυζαντινής ιστορίας από το Α.Π.Θ.)
Παράλληλα με το συγκεκριμένο είδος των αμιγώς ιστορικών πηγών, υπάρχει χριστιανική ποίηση σε μορφή ύμνων κατά την πρώιμη και τη μέση βυζαντινή περίοδο (2ος-11ος αι.), χωρίς να είναι υμνογραφία σε λατρευτική χρήση, σε συγγραφείς όπως οι Κλήμης Αλεξανδρεύς, Μεθόδιος Ολύμπου, Απολλινάριοι (πατέρας και γιος), Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Συνέσιος Κυρήνης, Νόννος ο Πανοπολίτης, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Γεώργιος Πισίδης, Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Ένα παράδειγμα ύμνου (μη λατρευτικού) που δεν είναι υμνογραφία:
Συμεών Νέος Θεολόγος (949-1022), ύμνος 57 (εκδ. Κambylis)
Τοῦ αὐτοῦ τετράστιχα τὸν πρὸς θεὸν αὐτοῦ ἐντεῦθεν δεικνύοντα ἔρωτα.
πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ (15)
πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
πῶς ἀνέχῃ, πῶς βαστάζεις,
πῶς εὐθὺς οὐκ ἀποδίδως;
πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων
βλέπεις πάντων τὰ πρακτέα; (20)
πῶς μακρὰν ἡμῶν τυγχάνων
καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;
δὸς ὑπομονὴν σοῖς δούλοις,
μὴ καλύψῃ τούτους θλῖψις.
Βασικές παράμετροι που αφορούν την εξέλιξη της υμνογραφίας:
– Οι απαρχές της βρίσκονται στη αρχαία υμνογραφία σε προσωδιακά μέτρα, τους ευχαριστιακούς ύμνους της αρχαϊκής υμνογραφίας, τους ύμνους σε αιρετικά και απόκρυφα κείμενα και τη χρήση τους σταδιακά στη λατρευτική πράξη. Πολλές φορές πρότυπα στην έμπνευση και το θέμα αποτελούν ύμνοι από τα βιβλικά κείμενα, ειδικά την Παλαιά Διαθήκη.
– Η καθιέρωση των τριών μεγάλων ομάδων ύμνων από την περίοδο ακμής της υμνογραφίας (κοντάκιο, κανόνας και ο μεγάλος πλούτος-ποικιλία από μεμονωμένες κατηγορίες τροπαρίων, όπως απόστιχα, καθίσματα, δοξαστικά, κλπ.) στη λατρεία, κυρίως κατά την περίοδο αμέσως πριν και κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες
– Οι παράγοντες προσωδιακό μέτρο που σχεδόν εξασθενεί, ο ρυθμός που παίζει ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στη βάση του αριθμού των συλλαβών και του τονισμού τους, δηλαδή ρυθμικές ενότητες με ίσο αριθμό συλλαβών και τόνο στην ίδια συλλαβή (ισοσυλλαβία και ομοτονία).
– Ο παράγοντας μουσική και η θεωρία της τονής: πολλές φορές ο ρυθμός, ειδικά στο κοντάκιο, εξαρτάται από τους μουσικούς χρόνους και όχι από τη μακρότητα-βραχύτητα και τον επιτονισμό των συλλαβών.
Κύρια υπο-είδη της υμνογραφίας υπήρξαν το κοντάκιο και ο κανόνας.
Το κοντάκιο (ο όρος):
– Γένεση μέσα από την επίδραση της λογοτεχνίας των ανατολικών επαρχιών του πρώιμου Βυζαντίου (συριακή προέλευση;)
– Σύνολο στροφών (οίκων) με προοίμιο-α, κοινή την τελευταία φράση (εφύμνιο) σε κάθε οίκο και με ακροστιχίδα (μία φράση που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα του κάθε οίκου, π.χ. Τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὕμνος, ή και αλφαβητικά όπως στον Ακάθιστο)
– Γλώσσα σχετικά απλή και προσβάσιμη σε ένα πιο ευρύ κοινό
– Μέτρο, μουσική: μικρή επίδραση από τα αρχαία μέτρα· κυρίαρχος ο ρυθμός στη βάση της θεωρίας της τονής, καθώς και την ισοσυλλαβία και την ομοτονία· ιδιόμελα (με δική τους μουσική) και προσόμοια (μουσικές διασκευές που ακολουθούν τη μουσική άλλων προτύπων)
– Θέματα: βιβλικά, αγιολογικά, περιστασιακά (έκτακτα)
– Περίοδος ακμής του οι αιώνες 6ος και 7ος
– Βασικός ποιητής των κοντακίων υπήρξε ο Ρωμανός ο Μελωδός.
– Το πιο γνωστό κοντάκιο είναι αυτό του Ακαθίστου Ύμνου που είναι σε χρήση μέχρι σήμερα.
Το κοντάκιο του Ακαθίστου:*
– Η ονομασία Ακάθιστος και οι διάφορες απόψεις για την πατρότητα και την χρονολόγησή του, οι οποίες διίστανται αποδίδοντάς τον από συγγραφείς όπως τον Ρωμανό, τον πατριάρχη Σέργιο των αρχών του 7ου αι., τον Γεώργιο Πισίδη, μέχρι τον Κοσμά τον Μελωδό των μέσων του 8ου αι., και τον πατριάρχη Φώτιο (9ος αι.)
– 3 προοίμια: το αρχικό (Τὸ προσταχθὲν …), και τα δύο μεταγενέστερα (Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ και Οὐ παυόμεθα …)
– 24 οίκοι: με αλφαβητική ακροστιχίδα από το Α ως το Ω
– Οίκοι Α έως Μ: με βιβλικό περιεχόμενο
– Οίκοι Ν έως Ω: με δογματικό περιεχόμενο
*Δείτε το σχετικό αρχείο που περιέχει το ολόκληρο το κοντάκιο του Ακαθίστου, όπως και τις δύο επόμενες διαφάνειες με τα δύο προοίμιά του.
Kοντάκιο Ακαθίστου (τέλη 5ου-8ος αι.),
(εκδ. Christ-Paranikas 1871): το α΄ προοίμιο
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει
ἐν τῇ σκηνῆ τοῦ <Ἰω>σὴφ σπουδῇ ἐπέστη
ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ·
«Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς
χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί·»
ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου λαβόντα δούλου μορφὴν
ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι·
«Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.»
Kοντάκιο Ακαθίστου (τέλη 5ου-8ος αι.),
(εκδ. Christ-Paranikas 1871): το α΄ προοίμιο
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει
ἐν τῇ σκηνῆ τοῦ <Ἰω>σὴφ σπουδῇ ἐπέστη
ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ·
«Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανοὺς
χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί·»
ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ σου λαβόντα δούλου μορφὴν
ἐξίσταμαι κραυγάζων σοι·
«Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε.»
Kοντάκιο Ακαθίστου (τέλη 5ου-8ος αι.),
(εκδ. Christ-Paranikas 1871): το β΄ προοίμιο
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, θεοτόκε·
ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοι·
“Χαῖρε, νύμφη ἀνύμφευτε”.
Ρωμανός ο Μελωδός
– Βίος: γεννιέται στα τέλη 5ου/αρχές 6ου αι. – πεθαίνει μετά το 555 μ.Χ.
– Την εποχή του αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518) πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη.
– Γράφει δεκάδες κοντάκια (89 γνήσια με βάση τη χειρόγραφη παράδοση), βιβλικά, αγιολογικά, περιστασιακά με βάση το περιεχόμενό τους, ενώ πολλά άλλα αμφισβητούμενα παραδίδονται κάτω από το ονομά του, χίλια στον αριθμό (!), κατά το συναξάρι του.
Ρωμανός ο Μελωδός, κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, 10 (εκδ. Grosdidier de Matons)
Ἡ παρθένος σήµερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει
ἄγγελοι µετὰ ποιµένων δοξολογοῦσι,
µάγοι δὲ µετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι
δι᾿ ἡµᾶς γὰρ ἐγεννήθη
παιδίον νέον, Ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Αξίζει από τα κοντάκια του Ρωμανού να σχολιάσουμε συγκεκριμένα αποσπάσματα π.χ. από το κοντάκιο 49 … εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν …*
* Τα σχετικά χωρία που υπάρχουν στις διαφάνειες, τονίζονται σε μπλε χρώμα στα σημεία που το νόημά τους έχει ιδιαίτερη σημασία για την επικαιρότητα της εποχής σύνθεσής τους.
Επίσης σε μέρος από το κοντάκιο 49 … εἰς τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν …, τονίζεται η διάκριση ανάμεσα στη θύραθεν και τη χριστιανική σοφία.
… (14.) Μεγάλα ἦν καὶ φρικτὰ τὰ γεγονότα πάντα, καὶ φρένας πάντων ἱστᾷ·
πλησθέντες γὰρ ἐξαίφνης τοῦ πνεύματος πάντες
προσωμίλουν τοῖς ἀκούουσιν ὡς ἤκουον,
τοῖς Ῥωμαίοις οὐχ ὡς βάρβαροι, Πάρθοις ὡς ὅμοιοι
καὶ τοῖς Μήδοις ὡς ἴδιοι· (5)
τοῖς Ἐλαμίταις εὔλαλοι ὤφθησαν τρανῶς,
τοῖς Ἀραβίοις γνώριμοι γέγοναν εὐθύς,
Ἀσιανοῖς καὶ Φρυγίοις εὔδηλοι καὶ τρανόλαλοι,
καὶ πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐφθέγγοντο ὡς τούτοις ἐδίδου
τὸ πανάγιον πνεῦμα. (10)
(15.) Ἀλλ’ ὅτε εἶδον αὐτοὺς γλώσσαις λαλοῦντας πᾶσιν οἱ πανταχόθεν ἐκεῖ,
ἐξίσταντο βοῶντες· «Τί βούλεται τοῦτο;
Γαλιλαῖοι οἱ ἀπόστολοι ὑπάρχουσιν,
καὶ πῶς ἄρτι, καθὼς βλέπομεν, πᾶσι τοῖς ἔθνεσι
πατριῶται γεγόνασιν; (5)
Πότε κατεῖδεν Αἴγυπτον Πέτρος ὁ Κηφᾶς;
Πότε Ἀνδρέας ᾤκησε μέσην ποταμῶν;
Οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου πόθεν εἶδον Παμφυλίαν;
Πῶς ταῦτα γνωρίσωμεν; Πῶς εἴπωμεν; Ἦ πάντως ὡς θέλει
τὸ πανάγιον πνεῦμα.» (10)
(16.) Νῦν γέγοναν σοφισταὶ οἱ ἀγρευταὶ τὸ πρώην· νῦν ῥήτορες καὶ τρανοὶ
οἱ πρὶν κατὰ τὰς ὄχθας τῶν λίμνων ἑστῶτες·
οἱ τὸ πρῶτον καταρράπτοντες τὰ δίκτυα
νῦν πλοκὰς ῥητόρων λύουσιν καὶ εὐτελίζουσιν
ἁπλουστέρῳ τῷ ῥήματι· (5)
ἕνα γὰρ λόγον λέγουσιν ἀντὶ πολλῶν,
ἕνα θεὸν κηρύττουσιν οὐ μετὰ πολλῶν·
τὸ ἓν ὡς ἓν προσκυνοῦσιν, ἀκατάληπτον πατέρα,
υἱὸν ὁμοούσιον, ἀμέριστον καὶ ὅμοιον τούτοις
τὸ πανάγιον πνεῦμα. (10)
(17.) Οὐκοῦν ἐδόθη αὐτοῖς πάντων περιγενέσθαι δι’ ὧν λαλοῦσι γλωσσῶν;
Καὶ τί φιλονεικοῦσιν οἱ ἔξω ληροῦντες;
Τί φυσῶσι καὶ βομβεύουσιν οἱ Ἕλληνες;
Τί φαντάζονται πρὸς Ἄρατον τὸν τρισκατάρατον;
Τί πλανῶνται πρὸς Πλάτωνα; (5)
Τί Δημοσθένην στέργουσι τὸν ἀσθενῆ;
Τί μὴ νοοῦσιν Ὅμηρον ὄνειρον ἀργόν;
Τί Πυθαγόραν θρυλλοῦσι τὸν δικαίως φιμωθέντα;
Τί δὲ μὴ προστρέχουσι πιστεύοντες οἷς ἐνεφανίσθη
τὸ πανάγιον πνεῦμα; … (10)
Αντίστοιχες συνδηλώσεις φέρει η υμνογραφία και σε μεταγενέστερα έργα, όπως το παρακάτω τροπάριο της ποιήτριας Κασιανής (περ. 800-860) από το δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων, που ανακαλεί ξεκάθαρα τη συνείδηση ενότητας της αυτοκρατορίας από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου τον 4ο αι. μέσα από την ενοποιητική δύναμη του χριστιανισμού, παράλληλα με αυτή της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ξεκάθαρα ανακαλεί το αντίστοιχο χωρίο από τον Ευσέβιο Καισαρείας (260-339/40 μ.Χ.).
Όταν ο Αύγουστος έγινε μόνος αυτοκράτορας στη γη, έπαψε η πολυαρχία των ανθρώπων, και όταν εσύ έγινες άνθρωπος από την Αγνή (Παρθένο), καταργήθηκε η πολυθεΐα των ειδώλων. Οι πόλεις (όλες) μέσα στον κόσμο μπήκαν κάτω από μία βασιλεία, και τα έθνη (όλα)-οι ξένοι λαοί πίστεψαν σε μία βασιλεία του Θεού (σε έναν Θεό). Απογράφηκαν οι λαοί με το διάταγμα του Καίσαρα, πήραμε οι πιστοί το όνομά (τον τίτλο) μας από το όνομα του Θεού (χριστιανοί), εσένα του Θεού μας που έγινες άνθρωπος. Μεγάλο είναι το έλεός σου (η φιλανθρωπία σου), δόξα σε σένα.
… ἐπειδὴ παρῆν ὁ Χριστὸς τοῦ θεοῦ, περὶ οὗ πάλαι διὰ τῶν προφητῶν ἀνείρητο· “ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης” καί· “συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ’ ἔθνος μάχαιραν καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν,” ἀκόλουθα ταῖς προρρήσεσιν ἐπηκολούθει τὰ ἔργα. πᾶσα μὲν αὐτίκα περιῃρεῖτο πολυαρχία Ῥωμαίων, Αὐγούστου κατὰ τὸ αὐτὸ τῇ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιφανείᾳ
μοναρχήσαντος. ἐξ ἐκείνου δὲ καὶ εἰς δεῦρο οὐκ ἂν ἴδοις, ὡς τὸ πρίν, πόλεις πόλεσι πολεμούσας οὐδ’ ἔθνος ἔθνει διαμαχόμενον οὐδέ γε τὸν
(5.) βίον ἐν τῇ παλαιᾷ συγχύσει κατατριβόμενον. καίτοι πῶς οὐκ ἄξιον θαυμάζειν ἐπιστήσαντα, τί δή ποτε τὸ μὲν παλαιόν, ὅτε τῶν ἐθνῶν ἁπάντων κατετυράννουν οἱ δαίμονες καὶ πολλή τις ἦν τῶν ἀνθρώπων ἡ περὶ αὐτοὺς θεραπεία, πρὸς αὐτῶν τῶν θεῶν, αὐτῶν ἐξοιστρούμενοι ἐπὶ τοὺς κατ’ ἀλλήλων ἐξεμαίνοντο πολέμους (ὡς τοτὲ μὲν Ἕλληνας αὐτοῖς Ἕλλησι, τοτὲ δ’ Αἰγυπτίους Αἰγυπτίοις, καὶ Σύρους Σύροις, Ῥωμαίους τε Ῥωμαίοις πολεμεῖν, ἀνδραποδίζεσθαί τε ἀλλήλους καὶ κατατρύχειν ταῖς πολιορκίαις (ὥσπερ οὖν αἱ περὶ τούτων δηλοῦσι τῶν παλαιῶν ἱστορίαι), ἅμα δὲ τῇ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν εὐσεβεστάτῃ καὶ εἰρηνικωτάτῃ διδασκαλίᾳ τῆς μὲν πολυθέου πλάνης καθαίρεσις ἀπετελεῖτο, τὰ δὲ τῆς τῶν ἐθνῶν διαστάσεως παῦλαν αὐτίκα παλαιῶν κακῶν ἀπελάμβανεν; …
(Ευσέβιος Καισαρείας, Die Praeparatio evangelica ,1.4.4.1-5.12)
– Δοξαστικό Μεγάλης Τρίτης (Κασιανής, 9ος αι.)
– Ασματικόν Μεγάλου Σαββάτου (Γεωργίου Ακροπολίτου, 13ος αι.)
Δόξα … Καὶ νῦν … Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. δ’. Ποίημα Κασσιανής Μοναχής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἴστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μετάφραση προηγούμενου τροπαρίου:
Κύριε (Θεέ μου), η γυναίκα που έχει πέσει σε πολλές αμαρτίες, όταν ένιωσε τη θεότητά σου (ότι είσαι Θεός), ανέλαβε το έργο της μυροφόρας και με θρήνους σου φέρνει μύρα πριν την ταφή σου, λέγοντας: «Αλλοίμονο σε μένα, που η νύχτα είναι η πρόσκληση (πειρασμός) για μια ζωή ακόλαστη, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς φεγγάρι, ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου τις πηγές των δακρύων μου, εσύ που με τα σύννεφα μεταφέρεις (διοχετεύεις) το νερό της θάλασσας. Σκύψε στους στεναγμούς της καρδιάς (μου), εσύ που χαμήλωσες τους ουρανούς με την απερίγραπτη συγκατάβασή (ταπείνωσή) σου. Θα φιλήσω ξανά και ξανά τα πόδια σου, και πάλι θα τα σκουπίσω με τις πλεξούδες των μαλλιών μου· τα ίδια πόδια που όταν η Εύα άκουσε τον δυνατό τους πάταγο το δειλινό, στον Παράδεισο, κρύφτηκε από τον φόβο. Τα πλήθη των αμαρτιών μου και την άβυσσο των αποφάσεων (σχεδίων) σου, ποιός θα τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστα σωτήρα μου; Μη με εγκαταλείπεις, τη δούλη σου, εσύ που έχεις αμέτρητη συμπόνια.»
ᾈσματικὸν Γεωργίου τοῦ Ἀκροπολίτου
Τὸν Ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγὲν τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸν ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδε ξενίζειν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ ὁρῶσα νεκρωθέντα ἐβόα· ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ Ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ Σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Μετάφραση προηγούμενου τροπαρίου:
Όταν ο Ιωσήφ (ο από Αριμαθαίας) είδε τον ήλιο να έχει κρύψει τις ακτίνες του, και το καταπέτασμα του ναού να έχει ραγίσει με το θάνατο του Σωτήρα (Χριστού), πήγε στον Πιλάτο και θερμά τον ικετεύει λέγοντας: «Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που από βρέφος σαν ξένος έχει απ’ τον κόσμο ξενέψει. Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που οι πατριώτες του τον μισούν και τον σκοτώνουν ως ξένο. Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που παραξενεύομαι να τον βλέπω (να πεθαίνει), τον ξένο με τον θάνατο (τον Θεό). Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που γνωρίζει να θάλπει (φιλοξενεί) τους φτωχούς και τους ξένους. Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που οι Εβραίοι από φθόνο τον αποξένωσαν απ’ τον κόσμο. Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο, να τον κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν έχει που να γείρει το κεφάλι. Δώσ’ μου αυτόν τον ξένο που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα του σπάραζε: ‘Γιέ μου και Θεέ μου, αν και πληγώνονται (καίγονται) τα σπλάγχνα μου και σπαράσσει η καρδιά μου, να σε βλέπω νεκρό, έχοντας θάρρος (πίστη) στην Ανάστασή σου σε δοξάζω-υμνώ.’» Μ’ αυτά τα λόγια λοιπόν παρακαλώντας τον Πιλάτο ο σεβάσμιος (Ιωσήφ) παίρνει το σώμα του Σωτήρα, και αφού με φόβο (δέος) το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα, το απέθεσε σε τάφο, Εσένα που σε όλους δίνεις την αιώνια ζωή και την απέραντη αγάπη (συμπόνια) σου.