Ακέραιος και ανυποχώρητος χαρακτήρας, υπερασπίστηκε πάντοτε θαρραλέα τις φιλελεύθερες ιδέες και την πιστή εφαρμογή των κανόνων του Συντάγματος. Η θέσπιση της αρχής της δεδηλωμένης-θεμελιώδης κοινοβουλευτική κατάσταση- αποτελεί παράδειγμα των δημοκρατικών αρχών του.
Έχοντας ως εφόδια ευφυΐα, εργατικότητα, εντιμότητα, δημιούργησε ένα πρότυπο πολιτικού άνδρα που έκτοτε αποτελεί το υπόδειγμα εκείνων των συναδέλφων του που πράγματι φιλοδοξούν να υπηρετήσουν την πατρίδα αλλά και των απλών πολιτών που σε αυτόν αναγνωρίζουν πως πρέπει να είναι οι ηγέτες του.
Ο Τρικούπης προσπάθησε να αλλάξει τα πάντα. Την κοινοβουλευτική λειτουργία, τη δημόσια διοίκηση, τα οικονομικά, το στράτευμα, τη διπλωματική εικόνα της χώρας και προπαντός να επεκτείνει τα γεωγραφικά της όρια, απελευθερώνοντας αλύτρωτα εδάφη.
Φιλόδοξος στόχος της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη στάθηκε η οικονομική ανάπτυξη, την οποία ο ίδιος θεωρούσε καθοριστική για την πρόοδο της χώρας σε όλους τους τομείς. Τα έργα υποδομής δεν αφορούσαν μόνον τα μεγάλα δημόσια έργα, αλλά επεκτείνονταν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, στις δραστικές μεταρρυθμίσεις της κρατικής μηχανής μέρος των οποίων ήταν η καθιέρωση αυστηρών κριτηρίων στην πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων όπως και η εξάλειψη των πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων.
Μια ακόμη ενδεικτική πτυχή των πολλαπλών προσόντων του είναι οι σημαντικές του επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική. Η συμβολή του στις διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα, το Κρητικό θέμα κατά την περίοδο 1866-1869, η προσάρτηση της Θεσσαλίας αποτελούν απτά δείγματα των διπλωματικών του ικανοτήτων.
Επτά φορές πρωθυπουργός, άλλα κατόρθωσε και άλλα όχι. Όμως όλα τα ονειρεύτηκε, όλα τα σχεδίασε. Πολλές οι ελπίδες, πολλά εκείνα που δεν πραγματοποιήθηκαν. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε τον πατριωτισμό, τις ικανότητες και την αρετή του.
Οι αληθινοί χαρισματικοί ηγέτες- και όχι οι ιδιοτελείς με το καταστρεπτικό για τα έθνη τους ταλέντο του λαοπλάνου- χρησιμοποιούν τα προσόντα τους για να υπηρετήσουν το γενικότερο καλό, την ανύψωση των λαών και με αυτοθυσία αναλώνονται στο μεγάλο καθήκον τους. Σε αυτούς ανήκει ο Τρικούπης και σε αυτά συνιστάται ότι αποτελεί πρότυπο πολιτικού.
Αυτού του είδους χαρισματικοί ηγέτες δεν εμφανίζονται συχνά. Η τιμή με την οποία περιβάλλεται η μνήμη του, υπογραμμίζει τη σπάνη των δικών του προτερημάτων, του ήθους και της αρετής του.
Χρονολόγιο Χαρίλαου Τρικούπη.
1832: Γέννηση του Χαρίλαου Τρικούπη στο Ναύπλιο, στις 11 Ιουλίου. Γιός του Σπυρίδωνος Τρικούπη, πρώτου πρωθυπουργού της Ελλάδος μετά την Επανάσταση του 1821 και της Αικατερίνης, αδερφής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης.
1834: Εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα. Γυμνασιακές σπουδές με καθηγητές τους Γεώργιο Γεννάδιο και Γρηγόριο Παπαδόπουλο. Στη συνέχεια εγγράφεται στη Νομική Σχολή. Μετά την αποφοίτησή του συνεχίζει τις σπουδές του στη Γαλλία.
1856: Διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου Παρισίων. Εντάσσεται στο Διπλωματικό Σώμα. Γραμματέας στην Πρεσβεία του Λονδίνου, όπου ο πατέρας του υπηρετεί ως πρεσβευτής.
1862: Επιτετραμμένος επικεφαλής της πρεσβείας, μετά την ασθένεια και αποχώρηση του πατέρα του. Εκλέγεται πληρεξούσιος της Ελληνικής Κοινότητας του Λονδίνου.
1863: Με την ιδιότητα του πληρεξουσίου μετέχει στην Συντακτική Εθνοσυνέλευση που συνέρχεται στην Αθήνα.
1864: Επικυρώνεται (17 Μαρτίου) η Συνθήκη της Ενώσεως των Επτανήσων. Ο Τρικούπης διακρίνεται για τις διπλωματικές ικανότητές του.
1865: Παραίτηση από τη διπλωματική υπηρεσία. Εκλέγεται (4 Μαΐου) βουλευτής Μεσολογγίου.
1866: Υπουργός Εξωτερικών (18 Δεκεμβρίου) στην κυβέρνηση Αλεξ. Κουμουνδούρου. Προσωπική του επιτυχία η υπογραφή Συμφώνου συνεργασίας με τη Σερβία.
1867: Παραιτείται (20 Δεκεμβρίου), όπως και η κυβέρνηση μετά από διαφωνία με το βασιλιά Γεώργιο υποστηρίζοντας την Κρητική Επανάσταση.
1868: Ιδρύει μαζί με τους Κ. Λομβάρδο και Α. Πετιμέζα το «Πέμπτο Κόμμα».
1869: Αποτυγχάνει στις εκλογές του Μαΐου.
1871: Πεθαίνει στην Αίγινα (15 Ιουλίου) η μητέρα του. Αποδέχεται την πρόταση του Κουμουνδούρου να αναλάβει τη θέση του πρεσβευτή στην Τουρκία αλλά η τουρκική κυβέρνηση αρνείται να επικυρώσει το διορισμό του.
1873: Πεθαίνει στο Μεσολόγγι (12 Φεβρουαρίου) ο πατέρας του.
1874: Κατά τη συνταγματική κρίση που δημιουργείται δημοσιεύει στην εφημερίδα «Καιροί» του Γ. Κανελλίδη τα δυο περίφημα άρθρα του «Τις πταίει» και «Παρελθόν και Ενεστώς» επικρίνοντας τις βασιλικές επεμβάσεις με αποτέλεσμα να προφυλακισθεί.
1875: Του ανατίθεται ο σχηματισμός κυβερνήσεως εξάμηνης διάρκειας (27/4-15/10), με σκοπό τη διενέργεια εκλογών. Στις εκλογές αποτυγχάνει αλλά καθιερώνεται η αρχή της δεδηλωμένης, επιστέγασμα των αγώνων του για την εύρυθμη συνταγματική λειτουργία.
1877: Υπουργός Εξωτερικών (26 Μαΐου) στην οικουμενική κυβέρνηση του ναυάρχου Κ. Κανάρη. Υποστηρίζει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο ώστε να διεκδικήσουμε εθνικά εδάφη μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου.
1878: Παραίτηση της κυβέρνησης Κανάρη. Ματαίωση της αποστολής του Τρικούπη τον Ιούλιο στο συνέδριο του Βερολίνου ως εκπροσώπου της χώρας μετά από πίεση της Ρωσίας. Στη θέση του διορίζεται ο Θ. Δηλιγιάννης. Ορκίζεται πρωθυπουργός (21 Οκτωβρίου) αλλά πέντε ημέρες αργότερα παραιτείται.
1879: Επιτυχία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αξιωματική αντιπολίτευση το κόμμα Τρικούπη.
1880: Ορκίζεται πρωθυπουργός (10 Μαρτίου) μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Κουμουνδούρου. Παραμένει στην εξουσία επί επτάμηνο (13 Οκτωβρίου). Στο διάστημα αυτό καταργεί το φόρο της Δεκάτης στα δημητριακά και μειώνει τη στρατιωτική θητεία από τρία χρόνια σε ένα.
1881: Το κόμμα του πλειοψηφεί στις εκλογές της 20ής Δεκεμβρίου.
1882: Αναλαμβάνει πρωθυπουργός ( 3 Μαρτίου). Πρώτη μακρά διακυβέρνηση- 3 χρόνια, 1 ½ μήνα- και αρχή μεγάλων έργων υποδομής και εκσυγχρονισμού της χώρας.
1885: Η κυβέρνηση καταψηφίζεται στις εκλογές (7 Απριλίου), πληρώνοντας βαρύ πολιτικό κόστος που δημιουργήθηκε από τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Πρωθυπουργός ορκίζεται ο Δηλιγιάννης.
1886: Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη καταρρέει. Ο Τρικούπης επανέρχεται στην πρωθυπουργία (9 Μαΐου). Εισάγει την ευρεία εκλογική περιφέρεια και μειώνει τον αριθμό των βουλευτών από 245 σε 150.
1887: Κερδίζει τις εκλογές (4 Ιανουαρίου). Δεύτερη μεγάλη δημιουργική περίοδος. Σύναψη δανείου 35 εκ. φράγκων, παραγγελία τριών καταδρομικών. Φιλόδοξο ανορθωτικό πρόγραμμα της οικονομίας.
1890: Ηττάται στις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου.
1891: Υποβάλλεται εναντίον του (14 Μαρτίου) κατηγορία ως υπευθύνου οικονομικών ατασθαλιών που αργότερα θα κριθεί ανυπόστατη. Από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο επισκέπτεται ευρωπαϊκές και βαλκανικές πρωτεύουσες επιτυγχάνοντας σημαντικές διπλωματικές επαφές.
1892: Αναλαμβάνει και πάλι πρωθυπουργός (10 Ιουνίου) μετά την αποπομπή του αντιπάλου του Θ. Δηλιγιάννη και τη βραχύβια κυβέρνηση υπό τον κ. Κωνσταντόπουλο.
1893: Απομακρύνεται της εξουσίας (3 Μαΐου) έπειτα από διαφωνία με το βασιλέα Γεώργιο και την απαίτηση ξένων κεφαλαιούχων να μην επικυρωθεί σύμβαση δανείου μέσω της Βουλής. Επανέρχεται -τελευταία φορά- στην πρωθυπουργία (30 Οκτωβρίου). Απέλπιδες προσπάθειες να διασώσει την οικτρή οικονομική κατάσταση. Το Δεκέμβριο αναγγέλλει στη Βουλή την πτώχευση, όταν το κράτος αδυνατεί να εκπληρώσει τους όρους των ξένων πιστωτών.
1894: Προσπάθειες να περισωθεί η οικονομία, σκληρές διαπραγματεύσεις με τους αλλοδαπούς δανειστές ενώ οι σχέσεις με το Στέμμα χειροτερεύουν.
1895: Παραιτείται (12 Ιανουαρίου) όταν σε αντικυβερνητική διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον νόμου που επέβαλε φόρο επί των οικοδομών συμμετείχε ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Κατά τις εκλογές (16 Απριλίου) που διεξάγονται σε κλίμα ιδιαίτερα αρνητικό για την πολιτική του, το κόμμα του αποδοκιμάζεται πλήρως και ο ίδιος αποτυγχάνει να εκλεγεί ακόμη και στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Μεσολόγγι, όπου εκλέγεται ο Μιλτιάδης Γουλιμής. Συνολικά ο Χ. Τρικούπης διετέλεσε πρωθυπουργός επί 10 χρόνια, 9 μήνες και 13 ημέρες. Αποσύρεται επισήμως από την πολιτική (19 Απριλίου) και στις 5 Μαΐου αναχωρεί στο εξωτερικό. Έπειτα από σύντομη παραμονή στο Μαρίενμπαντ εγκαθίσταται στις Κάννες.
1896: Εκλέγεται σχεδόν παμψηφεί βουλευτής στην επαρχία Βάλτου κατά τις αναπληρωματικές εκλογές (17 Μαρτίου) ύστερα από υποψηφιότητα που κατέθεσαν πολιτικοί του φίλοι. Είναι η τελευταία πικρή ικανοποίηση του μεγάλου πολιτικού. Λίγες ημέρες αργότερα, το Σάββατο 30 Μαρτίου στις έξι και μισή το απόγευμα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στις Κάννες, ο Χαρίλαος Τρικούπης αφήνει την ύστατη πνοή του. Σκληρή μοίρα και άδικη αμοιβή ενός ικανού και έντιμου Έλληνα. Στις 9 Απριλίου η σορός του μεταφέρεται στην Αθήνα και δυο ημέρες μετά κηδεύεται στο Α΄ Νεκροταφείο. Ο λαός τον αποχαιρετά με ειλικρινή και βαθύτατη θλίψη.
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία έπαιξε μεγάλο ρόλο στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίζει και σήμερα να είναι σημαντική στην πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων καθώς διαμόρφωσε τη μυθολογία τους και τη θέαση και προσέγγιση του κόσμου τους.
Ο άνθρωπος πάντα ένιωθε την ανάγκη να πιστεύει σε μια ανώτερη, θεϊκή δύναμη. Ο Δωδεκαθεισμός ήταν η θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Μέσω της θρησκείας αυτής οι άνθρωποι της αρχαίας Ελλάδος μπορούσαν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν. Ο Αρχαίος πολιτισμός αναπτύχθηκε πολύ εξαιτίας της θρησκείας. Οι άνθρωποι άρχιζαν να χτίζουν ναούς, να φτιάχνουν αγάλματα, τοιχογραφίες προς τιμή των θεών που μερικές από αυτές σώζονται ως σήμερα. Όλα αυτά αποτελούν ταυτότητα για τον Έλληνα αφού πολλοί ξένοι έρχονται στην χώρα μας και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και για τα αρχαία αντικείμενα που σχετίζονται με αυτήν, σώζονται και αποτελούν μεγάλα έργα τέχνης.
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία βοήθησε όχι μόνο τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους σημερινούς αφού μεγάλο μέρος του τουρισμού και της οικονομίας της Ελλάδος στηρίζεται στην αρχαιότητα και στην κληρονομιά που άφησε σε μας ( μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι ). Βέβαια, έχουν γραφεί πολλά βιβλία για την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, φιλοσοφικού και διδακτικού περιεχομένου. Σε όλη την γη διαβάζονται είτε από ενδιαφέρον είτε για μάθηση και εμβάθυνση στον αρχαίο πολιτισμό είτε από απλή περιέργεια. Πολλές ταινίες εξάλλου έχουν παιχθεί στον παγκόσμιο κινηματογράφο που αφορούν την Αρχαία Ελλάδα, την θρησκεία της και τους ήρωές της.
Δες την συνέχεια: https://www.e-telescope.gr/spirituality/ancient-greek-religion
Στις αρχές του Μάρτη, ο ίδιος ο Μπενίτο Μουσολίνι έφτασε στην Αλβανία για να παρακολουθήσει από κοντά τις επιχειρήσεις.
Κύριος στόχος, η διάσπαση του μετώπου σε μια γραμμή έξι χιλιομέτρων, από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι. Την επιχείρηση είχε αναλάβει το όγδοο ιταλικό σώμα στρατού, που έριξε στη μάχη τέσσερις μεραρχίες και δυο τάγματα μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρεία. Απέναντι τους, η πρώτη ελληνική μεραρχία που πολεμούσε συνεχώς, χωρίς σταμάτημα, από την αρχή της εκστρατείας. Η πολυδιαφημισμένη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών ξέσπασε στις 9 του Μάρτη του 1941 σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Στις 26 του Μάρτη ο απολογισμός ήταν τραγικός . Δώδεκα ιταλικές μεραρχίες με άφθονα εφόδια είχαν ριχτεί σε έξι πεινασμένες και ξεθεωμένες ελληνικές και δεν πήραν ούτε σπιθαμή εδάφους.
Μεγάλη συμβολή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε η χώρα μας. Πιο γνωστή στο ευρύ κοινό, η ελληνοιταλική σύγκρουση και η Μάχη της Κρήτης (Επιχείρηση Ερμής). Ένα περιστατικό ηρωικό από το ελληνοαλβανικό μέτωπο που δεν είναι τόσο πολύ διαδεδομένο, διαδραματίστηκε κατά την διάρκεια της “Εαρινής Επίθεσης” των Ιταλών.
«Το εν λόγω ύψωμα βρίσκεται περί τα 20χιλ βόρεια της Κλεισούρας. Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα, που κατέλαβε ο Ελληνικός Στρατός κατά τους χειμερινούς αγώνες, που προηγήθηκαν, κλειδί της όλης τοποθεσίας, στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Η παραμονή σε ελληνικά χέρια του υψώματος αυτού καταδίκαζε κάθε προσπάθεια των Ιταλών. Η αρχή της ιταλικής επίθεσης έγινε νωρίς το πρωί της 9ης Μαρτίου, με σφοδρή δράση του πυροβολικού με όλμους και αεροπορικό βομβαρδισμό των ελληνικών θέσεων.
Στο διάστημα από 9 έως 11 Μαρτίου 1941, πενήντα Τρικαλινοί θυσιάστηκαν ηρωικά, υπερασπιζόμενοι το ύψωμα. Η τρίτη μέρα βρίσκει το 5° σύνταγμα Τρικάλων να έχει χάσει 586 άνδρες, περίπου τη μισή του δύναμη. Τρικαλινός ήταν ο πρώτος νεκρός στρατιώτης ονόματι Τσιαβαλιάρης Βασίλειος, Τρικαλινός ήταν και ο πρώτος νεκρός αξιωματικός ονόματι Νικόλαος Γεωργούλας».
Ένας τιτάνιος αγώνας διεξήχθη στο ύψωμα 731 (υψόμετρο) κατά την «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών στα μέσα Μαρτίου 1941, προκειμένου οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις με την παρουσία του ίδιου δικτάτορα Μουσολίνι -μετά από τέσσερις μήνες πόλεμο – να δρέψουν μία νίκη κατά της Ελλάδας και να κατέβουν μαζί με τις ναζιστικές δυνάμεις των Γερμανών «νικητές» στην Αθήνα! Το 731 όμως, ανέτρεψε τα σχέδια του(ς). Στο ύψωμα αυτό, καθώς και στα γειτονικά υψώματα, πολέμησαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος της 1ης Μεραρχίας πού κατάγονταν κυρίως από την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα.
Η Ιστορία για το 731 γράφει:
“Επί 7 ημέρες, ως τις 15 Μαρτίου η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά, αλλά απέκρουσε τα κύματα των επιτιθέμενων αντιπάλων. Οι επιθέσεις και αντεπιθέσεις άρχιζαν με πυκνό κανονιοβολισμό που κατέσκαβε τα υψώματα, για να καταλήξουν σε συμπλοκές, όπου το λόγο είχαν η χειροβομβίδα και η λόγχη. Το ύψωμα 731, μεταξύ Αώου και Άψου, έμεινε θρυλικό. Ως τις 19 Μαρτίου, μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν κατά του υψώματος 731 όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το «731», όπως έμεινε γνωστό στην πολεμική ιστορία και των δύο αντιπάλων, υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα υψώματα ολόκληρου του παγκοσμίου πολέμου”. (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1978, τόμος ΙΕ, σελ.441-442).
Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης, πολεμιστής του 1940, γράφει:
“Ξημερώνει η 10 Μαρτίου 1941 ,ημέρα Δευτέρα, και το πυροβολικό του Καβαλλέρο ξαναρχίζει. Ξαναρχίζει από την Τρεμπεσίνα, με πείσμα διπλό, γιατί η πρώτη μέρα χάθηκε κι αυτό είναι άσχημο για μιαν επίθεση, που πρέπει να το πετύχει στις πρώτες ώρες της.
Το κανονίδι τώρα απλώνεται ανατολικά, στο 731. Είναι τέτοιο που μόνο με τους θρυλικούς βομβαρδισμούς του Βερντέν, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να παραβληθεί. Τ’ ακούει και ζαρώνει περίτρομη η ψυχή του ανθρώπου. Τα ελληνικά πυρά της έκοψαν την ορμή, ως που το μεσημέρι οι Ιταλοί ενισχυμένοι με νέες δυνάμεις, ξανάρχισαν, όμως, το πεζικό κατόρθωσε με μόνα τα δικά του να σπάσει το πρώτο κύμα του εχθρού. Στις 6 τ’ απόγεμα οι Ιταλοί άνοιγαν μεγάλη φωτιά κατά του 731. Χίμηξαν ύστερα με ταυτόχρονη προσπάθεια να το υπερκεράσουν από τη δημοσιά, ενώ έπιαναν και να βομβαρδίζουν την Τρεμπεσίνα. Ήταν η έβδομη επίθεσή τους για το 731. Το ύψωμα έμπαινε πια, ζωσμένο με φλόγες στο θρύλο” (Άγγελος Τερζάκης, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941, Αθήναι 1964, σελ.177-178).
Στο προσωπικό χειρόγραφο ημερολόγιο του Ταγματάρχη (τότε) Δημήτριου Κασλά, από το Πουρί Ζαγοράς, Διοικητή του ΙΙ (2ου) Τάγματος του 5ου Συντάγματος Τρικάλων, που με τους στρατιώτες του υπερασπίστηκε το ύψωμα 731, αναφέρει:
“(Ημέρα πρώτη: Κυριακή 9η Μαρτίου 1941, «έναρξις της επιθέσεως»)
(Πρωινές ώρες): Την 06:30 ώραν ήρξατο τρομακτικόν και καταιγιστικόν πυρ του εχθρικού Πυροβολικού και όλμων. Η πρώτη ομοβροντία μιας βαρέως Πυροβολαρχίας ερρίφθη ακριβώς την 06:30 ώραν επί του υψώματος 731, όπου ο Σταθμός Διοικήσεώς μου ήτο το σύνθημα της ενάρξεως της βολής.
Ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με αυξάνουσαν έντασιν. Σμήνη αεροπλάνων ρίπτουν συνεχώς τα φορτία των επί των υψωμάτων 731 και 717. Το ύψωμα 731, όπου το Τάγμα μου, σείεται συνεχώς, σκόνη, φωτιά και καπνός, η ατμόσφαιρα είναι βαρειά, δύσκολα αναπνέει κανείς από τα αέρια των εκρήξεων, κόλασις πυρός, μας περιβάλλαν καπνοί και αι φλόγες, δεν ημπορούμε να διακρίνουμε τι γίνεται εις απόστασιν 10 μέτρων. Το ύψωμα 731 ήτο δασωμένον με δέντρα ύψους 4-5 μέτρων, εντός διώρου έμεινε γυμνόν. Τα συρματοπλέγματά μας κατεστράφησαν, τα χαρακώματα ισοπεδώθηκαν, οι στρατιώται καλύπτονται εις τας οπάς των οβίδων και αγωνίζονται απεγνωσμένα να επανορθώσουν τας ζημίας, ιδίως να προστατεύσουν τα πολυβόλα και οπλοπολυβόλα από την καταστροφήν, από τις πέτρες και χώματα που εγείροντο από τας εκρήξεις. Τα υπάρχοντα επί του υψώματος 731 δύο πυροβόλα των 6,5 και αντιαρματικός ουλαμός των 37 κατεστράφησαν ολοτελώς.
Περί την 07:30 ώραν κατόρθωσα να επικοινωνήσω τηλεγραφικώς δια λίγα λεπτά με τον Συνταγματάρχην Κετσέαν, επίσης μετά του Διοικητού του Συγκροτήματος Συνταγματάρχου Γεωργούλα Ν., οι οποίοι αγωνιούσαν να πληροφορηθούν την κατάστασίν μας. Με ερώτησαν εάν οι άνδρες του Τάγματος κρατούν τας θέσεις των, τους απάντησα ότι οι Λόχοι ευρίσκονται εις τας θέσεις των. Μου διεβίβασεν την εξής Διαταγήν γραπτήν. «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων, Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
……………Του απήντησα ότιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί.
Περί την 8ην ώραν το Πυροβολικόν του εχθρού ήρχισε να επιμηκύνη την βολήν του εις τα μετόπισθεν του Τάγματος και την 08:30 έπαυσεν την βολήν του επί των υψωμάτων 731 και 717. ΄Ητο φανερόν πλέον ότι θα ήρχιζεν η επίθεσις των Ιταλών. Διέταξα τους Λόχους να ετοιμάσουν τα αυτόματα και να μη βάλουν από μεγάλας αποστάσεις, παρά μόνον όταν οι Ιταλοί θα έφθαναν εις ωρισμένα σημεία του εδάφους που υπεδείχθησαν επί τόπου εις απόστασιν περίπου 200 μέτρων.
Περί την 09:30 ώραν οι Ιταλοί χρησιμοποιούντες τας δεξιά του 5ου Λόχου βαθείας γραμμάς πλησιάζουν επικινδύνως και προσεγγίζουν τα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα. Αρχίζει πλέον ο αγών διά της χειροβομβίδος. Οι Ιταλοί δοκιμάζουν με τρόμον και φωνάς τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των αμυντικών μας χειροβομβίδων.
(Μεσημέρι): Την μεσημβρίαν προσπαθούν οι Ιταλοί να επαναλάβουν την επίθεσίν των, αλλά ευθύς ως αναπτύσσονται καθηλούνται και διασκορπίζονται από το Πυροβολικό και τα Πολυβόλα μας.
(Απόγευμα): Το απόγευμα και ενώ μέχρι της στιγμής εκείνης τα εχθρικά πυρά είχον αραιωθή, εκσπά και νέα επίθεσις μετά σφοδρού βομβαρδισμού, εφ’ ολοκλήρου του τομέως της Ι Μεραρχίας και ανασκάπτεται πάλιν το έδαφος από το πυροβολικόν και τας βόμβας αεροπλάνων. Οι στρατιώται περιμένουν να πλησιάσουν τα εχθρικά τμήματα πεζικού, τα παραλαμβάνουν με τα αυτόματα και τα αποδεκατίζουν με επιτυχείς ριπές και όταν ο εχθρός χρησιμοποιή τας βαθείας γραμμάς και προσεγγίζει τα χαρακώματα, επιτίθενται διά της χειροβομβίδος και της λόγχης.
Οι Ιταλοί όμως δεν παραιτούνται. Δοκιμάζουν διά μία ακόμα φοράν, προτού νυκτώση, να διασπάσουν τας γραμμάς μας επί του υψώματος 731.Και η προσπάθεια αυτή αποκρούεται σε σοβαροτάτας απωλείας.
(Βράδυ): Η νύκτα μας βρίσκει όλους εξηντλημένους σωματικώς. Είμεθα όλη την ημέραν νηστικοί. Εν τούτοις κανείς δεν θέλει να φάγη. Έχουμε άφθονο κονιάκ. Οι Λόχοι δεν ζητούν ψωμί αλλά χειροβομβίδας αμυντικάς και σκαπανικά εργαλεία. Καθ’ όλην την νύκτα οι ημιονηγοί του Τάγματος, οι αφανείς αυτοί ήρωες επηγαινοερχόνταν εις τον σταθμόν εφοδιασμού διά να μας φέρουν εκατοντάδας φορτίων χειροβομβίδων, πυρομαχικών και λοιπών εφοδίων.
(Ημέρα δεύτερη: Δευτέρα 10 Μαρτίου 1941).
(Πρωινές ώρες): «Την 7ην πρωινήν ήρχισε πάλιν το ιταλικόν πυροβολικόν. Εις τας 9 ώρα αρχίζει η Ιταλική επίθεσις. Αυτήν την ημέραν κατευθύνεται προς το αριστερόν μας διά να υπερφαλαγγίσουν το 731 εκ του αριστερού. Οι Ιταλοί κινούνται με μυρίας προφυλάξεις, τους καταλαμβάνει πρώτον το Πυροβολικόν μας και τους αποδεκατίζει. Το Πυροβολικόν των Ιταλών προσπαθεί να υποστηρίζει την κινουμένην φάλαγγα. Οι Ιταλοί προχωρούν κατά διαδοχικά κύματα με προφανή σκοπόν να καταλάβουν οπωσδήποτε το 731, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τας απωλείας των. Οι Ιταλοί φθάνουν εις απόστασιν από 50-100 μ. από την γραμμήν αντιστάσεως. Διά να εξαπατήσουν τους στρατιώτας μας υψώνουν λευκά μανδίλια, προς στιγμήν υπέθεσαν ότι επρόκειτο να παραδοθούν. Αντελήφθην εκ πρώτης στιγμής ότι επρόκειτο περί απάτης. Επενέβην αμέσως, διέταξα έντασιν των πυρών διά χεροβομβίδων και τοπικήν αντεπίθεσιν. Οι Στρατιώται κραυγάζοντες την περίφημον πολεμικήν ιαχήν «αέρα» διά της λόγχης και των χειροβομβίδων αιφνιδιάζουν τους Ιταλούς, οι οποίοι αρχίζουν να τρέχουν προς τα οπίσω, μεταβαλόντες την υποχώρησίν των εις πανικόβλητον φυγήν. Η επίθεσις των συνετρίβη.
(Μεσημέρι): Ολίγον προ της μεσημβρίας διεξάγεται νέα προσπάθεια εις το ίδιο σημείον παρά Ιταλών κατόπιν πάλιν προπαρασκευής διά σφοδρού βομβαρδισμού και η επίθεσις αύτη συνετρίβη προ του ακαμάτου ηρωισμού των Λόχων, διά της λόγχης, μέχρι την 12:30 ώραν τρέπομεν εις νέαν άτακτον φυγήν τους Ιταλούς.
(Απόγευμα): … Εις τας 06:30 αρχίζει βομβαρδισμός επί των υψωμάτων 731 και 717 και μετ’ ολίγον νέα επίθεσις των Ιταλών και κατά των δύο πλευρών του υψώματος 731, δηλαδή εναντίον και των δύο Λόχων μου. Και η επίθεσις αυτή απεκρούσθη με βαρυτάτας απωλείας διά τον εχθρόν.
(Βράδυ): Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτας προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας.
Και η δευτέρα ημέρα της επιθέσεως έκλεισε με την απόλυτον διατήρησιν των θέσεών μας επί του υψώματος 731, καθώς επίσης και το δεξιά μου ΙΙΙ Τάγμα επί του υψώματος 717″.
Η «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών απέτυχε. Ο Μουσολίνι έφυγε ταπεινωμένος. Το ύψωμα 731 έγινε δόξα και το όνομά του γράφτηκε στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη: «731».
Η ανιδιοτελής τους θυσία ας μας ωθήσει μέσα στην τύρβη της βαριάς μας καθημερινότητας να αναλογιστούμε: τιμή σ’ όσους κρατούνε Θερμοπύλες, κι ας ξέρουν πως οι βάρβαροι στο τέλος θα διαβούνε…
Η ηρωική αντίσταση των Συμπολιτών μας Ελλήνων στο Ύψωμα 731 είναι μεγάλης, απροσμέτρητης σημασίας, τόσο σε Πανελλήνιο όσο και σε τοπικό επίπεδο. Οι ήρωες αυτοί έκαναν στην εντέλεια το καθήκον τους προς την πατρίδα. Κι ήταν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, απλοί, καθημερινοί, ταπεινοί άνθρωποι του λαού. Το γεγονός αυτό καταξιώνει με τρόπο απόλυτα ηθικό τη θυσία των υπερασπιστών του Υψώματος 731.
Όπως, μάλιστα, συγκινημένος, δηλώνει ο σημαιοφόρος του 5ου Συντάγματος στο σχετικό ντοκιμαντέρ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων, η έννοια της εκπλήρωσης του καθήκοντος προς την πατρίδα δεν εξαγοράζεται ούτε ανταλλάσσεται , για τους αγνούς πατριώτες εκείνης της ηρωικής γενιάς, με θέσεις και διορισμούς στο δημόσιο. Είναι εξόχως αποστομωτική η μαρτυρία του, η μαρτυρία ενός ανθρώπου που μέσα στη φωτιά και τη δίνη του πολέμου, μέσα στη φτώχεια, τη στέρηση και την πείνα, μέσα σε συνθήκες ταπεινωτικές, σχεδόν άθλιες, δεν έχασε στιγμή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και περηφάνια του.
Ακούγοντας, κυριολεκτικά και νοερά τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, αυτών που βίωσαν στο πετσί τους τα ηρωικά ιστορικά γεγονότα, συνειδητοποιούμε πως το Ύψωμα 731, χαραγμένο στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, είναι συνώνυμο της Δόξας, αριθμός – σύμβολο του ηρωισμού του απλού, καθημερινού ανθρώπου: των ηρώων που περπατούν ακόμη στα σκοτεινά όταν τους καταπίνει η λήθη της ιστορίας. Ας τους θυμόμαστε, αρνούμενοι να υποκύψουμε στη λήθη αυτή, ως φωτεινά μετέωρα στο στερέωμα της Σύγχρονης, πρόσφατης Ιστορίας μας.
Νοερά τους αντικρίζουμε στις ράχες και στα κορφοβούνια της Πίνδου να περπατούν στα σκοτεινά και να καταυγάζουν με το εσωτερικό τους φως τη δική μας, σημερινή σκοτεινιά… Ας εμπνευστούμε όλοι από την ηρωική τους θυσία σε έργα προόδου, ειρήνης, δικαιοσύνης, τιμώντας όσους κρατούνε Θερμοπύλες, κι ας ξέρουν πως οι βάρβαροι στο τέλος θα περάσουν.
Η λέξη Μυστήριο σημαίνει το απόρρητο, το μυστικό και προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «μυείν» που σημαίνει κλείνω.
Ο Μύστης-μυσταγωγός ασκώντας τη μυστική λατρεία προς το θείο προσβλέπει στην ένωση, στη συνοχή της κοινότητας των μυημένων, ανώτερων πνευματικά ανθρώπων. Οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, ως φυσικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις ανθρώπων, μέσω της Δήμητρας, της χθόνιας θεότητας της γης και του Άδη-θανάτου, αποκαλύπτονται στους μυημένους. Η Γη ως μήτηρ με αγροτικό χαρακτήρα και γονιμότητα συμπυκνώνει τη ζωή και το θάνατο, την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς ως φυσικού και μεταφυσικού φαινομένου.
Η προέλευση των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι προελληνική, πελασγική ή μυκηναϊκή. Για πρώτη φορά τέλεση μυστηρίων εντοπίζεται στη Βοιωτία. Οι Αχαιοί και οι Ίωνες υιοθέτησαν και αφομοίωσαν χθόνιες θεότητες ενώ οι Ευμολπίδες, το βασιλικό γένος της Ελευσίνας, υπήρξαν από τους πρώτους Ιεροφάντες, Κήρυκες και δαδούχους των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Οι Αθηναίοι ήταν βέβαια αυτοί που «απογείωσαν» τα Ελευσίνια Μυστήρια συντελώντας στην απώτατη ακμή τους. Από την εποχή του απογείου του 5ου αι. μ.Χ. και της αίγλης της τυρρανίδας των Πεισιστρατιδών, πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι οδήγησαν την Αθήνα σε μια πνευματική ηγεμονία άνευ προηγουμένου. Το Ψήφισμα του Περικλή περί κατάργησης της προσόδου στα Ελευσίνια Μυστήρια απάλειψε τον ελιτίστικο χαρακτήρα τους, αφού έτσι τα προηγούμενα χρόνια ήταν προορισμένα μόνο για υψηλές «εισόδους». Το «άνοιγμα», όμως, των Μυστηρίων σε όλους εκτός των μη ομιλούντων την Ελληνική (π.χ. Πέρσες) τα καθιστά χαμηλότερης πνευματικής ποιότητας.
Τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες και θεωρούνταν Πανελλήνια Γιορτή. Κάθε Φθινόπωρο, κατά τις αρχές του Οκτωβρίου, από την εποχή της Τυραννίδας των Πεισιστρατιδών κατά το απόγειο του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τελούσαν τα Ελευσίνια Μυστήρια μεταφέροντας τα ιερά αντικείμενα σε κίστη (καλάθι) από την Ελευσίνα στην Αθήνα και το αντίστροφο. Ο Άρχων Βασιλεύς στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς πρωτοστατούσε στην κάθαρση με αλμυρό νερό και αργότερα στην πορεία στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Στην στάση του Κηφισού οι αισχρολογίες και τα άσεμνα αστεία αποτελούσαν τον προάγγελο της μυστηριακής τελετουργίας του Τελεστηρίου: η εναλλαγή σκότους και φωτός που συνάδει με την αρχιτεκτονική δόμηση του κτιρίου, τα δρώμενα για τη Μητέρα, την Κόρη και τον Πλούτωνα (όπως αναπαριστώνται κυρίως σε αρχαία έργα τέχνης) που συμβολίζουν τον ιερό γάμο ζωής και θανάτου, ώθησαν τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, άλλους αρχαίους και χριστιανούς συγγραφείς καθώς και νεότερους μελετητές, όπως τον Φουκάρ και τον Νόακ , να υποθέσουν τη χρήση μηχανημάτων προς εντυπωσιασμό κατά την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Τα έντονα αυτά θεατρικά στοιχεία καθώς και οι ισχυροί συμβολισμοί ( στάχυς του αδύτου, μύηση, Τελετή, Εποπτεία) θα προσφέρουν αργότερα στο Χριστιανισμό, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Ιππόλυτου, χριστιανού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. , ιδεολογικό περιεχόμενο συμβατό με αυτό των Ελευσινίων: θερισμός=θάνατος/ελπίδα=προσδοκία ανάστασης. Βέβαια, με την έλευση και τελειωτική επικράτηση του Χριστιανισμού και την Εσχατολογική του Διδασκαλία τα Ελευσίνια Μυστήρια έλαβαν χαρακτήρα περισσότερο τελετουργικό και αποστεωμένο.
Η λέξη Μυστήριο σημαίνει το απόρρητο, το μυστικό και προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «μυείν» που σημαίνει κλείνω. Ο Μύστης-μυσταγωγός ασκώντας τη μυστική λατρεία προς το θείο προσβλέπει στην ένωση, στη συνοχή της κοινότητας των μυημένων, ανώτερων πνευματικά ανθρώπων. Οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής, ως φυσικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις ανθρώπων, μέσω της Δήμητρας, της χθόνιας θεότητας της γης και του Άδη-θανάτου, αποκαλύπτονται στους μυημένους. Η Γη ως μήτηρ με αγροτικό χαρακτήρα και γονιμότητα συμπυκνώνει τη ζωή και το θάνατο, την εναλλαγή του φωτός και της σκιάς ως φυσικού και μεταφυσικού φαινομένου.
Η προέλευση των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι προελληνική, πελασγική ή μυκηναϊκή. Για πρώτη φορά τέλεση μυστηρίων εντοπίζεται στη Βοιωτία. Οι Αχαιοί και οι Ίωνες υιοθέτησαν και αφομοίωσαν χθόνιες θεότητες ενώ οι Ευμολπίδες, το βασιλικό γένος της Ελευσίνας, υπήρξαν από τους πρώτους Ιεροφάντες, Κήρυκες και δαδούχους των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Οι Αθηναίοι ήταν βέβαια αυτοί που «απογείωσαν» τα Ελευσίνια Μυστήρια συντελώντας στην απώτατη ακμή τους. Από την εποχή του απογείου του 5ου αι. μ.Χ. και της αίγλης της τυρρανίδας των Πεισιστρατιδών, πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι οδήγησαν την Αθήνα σε μια πνευματική ηγεμονία άνευ προηγουμένου. Το Ψήφισμα του Περικλή περί κατάργησης της προσόδου στα Ελευσίνια Μυστήρια απάλειψε τον ελιτίστικο χαρακτήρα τους, αφού έτσι τα προηγούμενα χρόνια ήταν προορισμένα μόνο για υψηλές «εισόδους». Το «άνοιγμα», όμως, των Μυστηρίων σε όλους εκτός των μη ομιλούντων την Ελληνική (π.χ. Πέρσες) τα καθιστά χαμηλότερης πνευματικής ποιότητας.
Τα Μεγάλα Μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες και θεωρούνταν Πανελλήνια Γιορτή. Κάθε Φθινόπωρο, κατά τις αρχές του Οκτωβρίου, από την εποχή της Τυραννίδας των Πεισιστρατιδών κατά το απόγειο του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι τελούσαν τα Ελευσίνια Μυστήρια μεταφέροντας τα ιερά αντικείμενα σε κίστη (καλάθι) από την Ελευσίνα στην Αθήνα και το αντίστροφο. Ο Άρχων Βασιλεύς στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς πρωτοστατούσε στην κάθαρση με αλμυρό νερό και αργότερα στην πορεία στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα. Στην στάση του Κηφισού οι αισχρολογίες και τα άσεμνα αστεία αποτελούσαν τον προάγγελο της μυστηριακής τελετουργίας του Τελεστηρίου: η εναλλαγή σκότους και φωτός που συνάδει με την αρχιτεκτονική δόμηση του κτιρίου, τα δρώμενα για τη Μητέρα, την Κόρη και τον Πλούτωνα (όπως αναπαριστώνται κυρίως σε αρχαία έργα τέχνης) που συμβολίζουν τον ιερό γάμο ζωής και θανάτου, ώθησαν τον Αριστοφάνη, τον Πλάτωνα, άλλους αρχαίους και χριστιανούς συγγραφείς καθώς και νεότερους μελετητές, όπως τον Φουκάρ και τον Νόακ , να υποθέσουν τη χρήση μηχανημάτων προς εντυπωσιασμό κατά την τέλεση των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Τα έντονα αυτά θεατρικά στοιχεία καθώς και οι ισχυροί συμβολισμοί ( στάχυς του αδύτου, μύηση, Τελετή, Εποπτεία) θα προσφέρουν αργότερα στο Χριστιανισμό, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Ιππόλυτου, χριστιανού συγγραφέα του 2ου αι. μ.Χ. , ιδεολογικό περιεχόμενο συμβατό με αυτό των Ελευσινίων: θερισμός=θάνατος/ελπίδα=προσδοκία ανάστασης. Βέβαια, με την έλευση και τελειωτική επικράτηση του Χριστιανισμού και την Εσχατολογική του Διδασκαλία τα Ελευσίνια Μυστήρια έλαβαν χαρακτήρα περισσότερο τελετουργικό και αποστεωμένο.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων: “Το συνεχές της ελληνικής αφήγησης μέσα από μνήμες βυζαντινής αγιολογίας: οι βίοι των αγίων ως συνεκτικό στοιχείο λόγιου και λαϊκού πολιτισμού στην βυζαντινή κοινωνία”
τους «πρόδιδε» ποτέ. Γι’ αυτό οι πατέρες φρόντιζαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Τα παιδιά, μετά από τα έξι
ή επτά τους χρόνια πήγαιναν στα σχολεία για να μάθουν τα πρώτα τους γράμματα που ονομάζονταν Προπαιδεία των μαθημάτων και πιο συχνά Ιερά Γράμματα, επειδή οι
δάσκαλοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης ήταν οι πιο πολλοί κληρικοί και μοναχοί και δίδασκαν το αλφάβητο, τον συλλαβισμό, την ανάγνωση και τη γραφή μέσα από
εκκλησιαστικά, ως επί το πλείστον, κείμενα. Οι μαθητές διδάσκονταν, μ’ αυτή τη μεθοδολογία, στοιχεία γραμματικής, αριθμητική, αρχαία ιστορία, μυθολογία, ωδική
και θρησκευτικά. Εκείνος που δίδασκε τα πρώτα στοιχεία καλούνταν στοιχευτής ή γραμματιστής κι εκείνος που δίδασκε αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», λεγόταν
ψηφιστής.
Για τον μελετητή μιας κοινωνίας, τωρινής ή παρελθούσας, η μνήμη αποτελεί εργαλείο και πεδίο έρευνας, μέσον δηλαδή, και στόχο της μελέτης του. Ακόμη και η ατομική μνήμη δεν είναι απλώς μια μνήμη προσωπική. Οι μνήμες που συγκροτούν την ταυτότητά μας και μας παρέχουν ένα πλαίσιο για τη σκέψη και τη δράση μας δεν είναι μονάχα δικές μας· τις έχουμε μάθει, τις έχουμε «δανειστεί» και τις έχουμε, κατά κάποιον
τρόπο, κληρονομήσει μέσα από τις οικογένειες, τις κοινότητες και τις πολιτισμικές παραδόσεις μας.
Η ιστορία καθεαυτή αποτελεί προϊόν και πηγή κοινωνικής μνήμης. Η απόπειρα να ορίσουμε τον ρόλο της κοινωνικής μνήμης αναφορικά με την ανάπλαση του παρελθόντος και την
κατανόησή του συνιστά μια επίπονη ενασχόληση.
Μέσα από τη μελέτη των Βυζαντινών Συναξαρίων, των Βίων των αγίων και άλλων συναφών κειμένων, μπορεί να καταδειχθεί
η διαπλοκή της προφορικότητας (λαϊκών αφηγήσεων) με τα γραπτά αγιολογικά κείμενα της πρώιμης και μέσης βυζαντινής περιόδου, μέσω της ανάλυσης και κωδικοποίησης των μοντέλων δράσης ηρώων και της αντίστοιχης ανάλυσης του τρόπου δράσης των αγίων-ηρώων των βίων και των Συναξαρίων
(αγιολογικών κειμένων). Εκεί, υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η δυνατότητα να προκύψουν πρωτότυποι και ενδιαφέροντες παραλληλισμοί, οι οποίοι θα φανερώσουν, σε πολλαπλά επίπεδα ιδεολογίας και κουλτούρας, (εν γένει πολιτισμού), τις
«συνέχειες» που υφίστανται ανάμεσα στον προφορικό-λαϊκό πολιτισμό και στον γραπτό- «λόγιο» πολιτισμό.
Το γεγονός ότι από την αρχαία Ελλάδα δεν μας έχει διασωθεί κανένα γνήσιο λαϊκό αφήγημα ούτε λαϊκή παράδοση, οδήγησε πριν από αρκετά χρόνια στη διατύπωση της θεωρίας, πως ο αρχαίος ελληνικός λαός ήταν από τους λίγους εκείνους λαούς,
ίσως και ο μόνος, που μέσα στον κόσμο του δεν είχε λαϊκούς θρύλους. Είναι αλήθεια πως η γραπτή παράδοση των Ελλήνων απέφυγε να δώσει την προσήκουσα σημασία στη λαϊκή δημιουργία και φαίνεται παράλληλα να μην ενδιαφέρθηκε και
πάρα πολύ να τη διασώσει. Στην παραπάνω όμως ασταθή θεωρία της παντελούς έλλειψης παραμυθιών, αντιτίθεται η άφθονη παρουσία λογοποιητικών θεμάτων στις ηρωικές παραδόσεις, γεγονός που αποτελεί αδιαφιλονίκητη
απόδειξη, ότι οι αρχαίοι Έλληνες και μύθους-θρύλους είχαν και λογοποιίες διέθεταν, οι οποίες μεταβιβάστηκαν στους βυζαντινούς μέσω των μαρτυρολογίων, συναξαρίων και των βίων των αγίων της πρώιμης, μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου.
Πολλές προφορικές λαϊκές διηγήσεις, στα βασικά τους στοιχεία δομής και περιεχομένου, ιχνηλατούνται στα αγιολογικά κείμενα ως πλέγμα, ιστός και καμβάς του ξετυλίγματος της υπόθεσης-ιστορίας του βίου ενός αγίου. Αυτή η διάσταση προκύπτει απ’ τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων της πρώιμης βυζαντινής περιόδου σε σχέση με την ελληνική αρχαιότητα και κυρίως σε σχέση με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους.
Αυτού του είδους η οπτική γωνία καθορίζει και το θέμα μελέτης: ο κεντρικός άξονας γύρω απ’ τον οποίο επικεντρώνεται η ανάλυση είναι ακριβώς η προφορικότητα, λαϊκότητα των αγιολογικών κειμένων που, είτε γράφτηκαν είτε αναφέρονται στην πρωτοχριστιανική- πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο (2ος-10ος αι. μ. Χ.), και τα οποία παρουσιάζουν κοινά σημεία αναφοράς με πανάρχαιους κι αρχαίους θρύλους.
Άλλωστε, το μεγαλείο της κλασσικής ηθικής, κατά τον Έρασμο είναι, ήταν και θα εξακολουθεί να είναι τεράστιο: «Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να ονομάσει κοσμικό κάτι που τρέφει την ευσέβεια και οδηγεί στην τελειοποίηση της ψυχής. Γι’ αυτή τη βελτίωση η πρώτη θέση ανήκει δικαιωματικά στην Αγία
Γραφή. Κι όμως πολλές φορές μου συμβαίνει να ανακαλύπτω λόγους αρχαίων συγγραφέων…των οποίων η καθαρότητα, η αγιότητα και, θα μπορούσα να πω, η θεία προέλευση, μου δημιουργούν τέτοια εντύπωση, ώστε δεν μπορώ να μην πιστέψω ότι το χέρι τους είχε σαν οδηγό το Θεό. Άλλωστε το πνεύμα του Χριστού βρίσκεται στα αρχαία κείμενα περισσότερο απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε». (Εράσμου-Συνομιλίες).
Η χριστιανική θρησκεία προήλθε από την Παλαιστίνη. Αλλά γρήγορα δέχτηκε την ελληνιστική επίδραση και με την
εργασία των χριστιανών διανοητών της Αλεξάνδρειας -του Κλήμεντος και του Ωριγένη- ο χριστιανισμός απέκτησε τα πολιτικά και πολιτιστικά του δικαιώματα στον ελληνικό κόσμο.
Ίσως, ο παράγοντας της πολιτισμικής βυζαντινής ταυτότητας που αξίζει να καταλάβει την πρώτη θέση είναι η πεποίθηση ότι η αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα θελήσεως του Θεού και ότι
προστατεύονταν απ’ Αυτόν και τον Υιόν του. Είναι αυτή η πεποίθηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξηγεί την εμμονή στην παράδοση, τον συντηρητικό «επαναστατισμό» στο Βυζάντιο. Το καθεστώς, που καθιερώθηκε απ’ τον Κωνσταντίνο και συνεχίστηκε απ’ τους διαδόχους του, φτάνει στην εποχή των εικονοκλαστών όπου δέχτηκε την αμφισβήτηση της
αυτοκρατορικής αυθεντίας, που εγέρθηκε απ’ τους μοναχούς, οι οποίοι ζητούσαν μεγαλύτερη ελευθερία για την Εκκλησία.
Στη συνταγματική θεωρία της αυτοκρατορίας δεν αναγνωρίζονταν κληρονομικά δικαιώματα επί του θρόνου, αν και κατά καιρούς συγγενικά συναισθήματα μπορούσαν
να έχουν μεγάλη επίδραση. Όταν κατά τη μακεδονική δυναστεία αυτό το συναίσθημα έφερε στο θρόνο ένα αφοσιωμένο στη μελέτη αυτοκράτορα, ένας συνεργάτης του εκτελούσε εκείνα τα στρατιωτικά καθήκοντα, που αποτελούσαν μέρος του αυτοκρατορικού φορτίου. Αυτό το μεγάλο βάρος των υποχρεώσεων, που επιβάλλονταν στον αρχηγό -η υπευθυνότητα για την υλική και πνευματική ευτυχία των υπηκόων του- διαμόρφωσε το βυζαντινό αυτοκρατορικό ιδεώδες και αυτό το ιδεώδες κατευθύνει αναγκαστικά τον κυρίαρχο ηγεμόνα: Μπορεί να τον κάνει άλλο άνθρωπο.
Εξαιρετικά δαπανηρή, υπερβολικά συντηρητική στις μεθόδους της, συχνά διεφθαρμένη, παρ’ όλα αυτά, η αυτοκρατορική διοικητική μηχανή ήταν, φαίνεται, ικανή: συνέχιζε να λειτουργεί
με τη δική της συσσωρευτική ορμή κινήσεως που απέκτησε.
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι κατά Χριστόν «μωροί» -εκείνοι που υπέφεραν την περιφρόνηση του κόσμου εμφανιζόμενοι στο κοινό ως ανόητοι, για να πάρουν επάνω
τους μέρος από το φορτίο της ταπεινώσεως, που είχε οδηγήσει τον Κύριό τους στο Σταυρό- και αυτοί επίσης είχαν τα ρητά τους, που δικαίωναν τον τρόπο ζωής τους: «το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί», «η σοφία του κόσμου τούτου
μωρία παρά τω Θεώ εστί».
Στο σημείο αυτό είναι υποχρεωμένος κανείς να ρωτήσει: Πώς ζούσαν οι Βυζαντινοί; Ήταν η ερώτηση, στην οποία ο R.Byron ζήτησε να απαντήσει στο νεανικό του έργο «Το Βυζαντινό Επίτευγμα». Ένα κεφάλαιό του το τιτλοφόρησε «Η
χαρούμενη ζωή». Αυτό είναι μια σοβαρή παραποίηση. Όσο περισσότερο κανείς μελετά τη ζωή του Βυζαντίου, τόσο κατανοεί το βάρος των φροντίδων, που το τυραννούσαν. Ο φόβος, που προκαλούσε ο άτεγκτος φοροεισπράκτορας, ο τρόμος, από την αυθαίρετη τυραννία του αρχηγού του κράτους, η αδυναμία του χωρικού, μπροστά στην άπληστη επιθυμία του δυνατού για αρπαγή της γης, η επαναλαμβανόμενη απειλή βαρβαρικής εισβολής καθιστούσαν τη ζωή μια επικίνδυνη υπόθεση. Και
εναντίον των κινδύνων που την απειλούσαν, μόνο υπερφυσική βοήθεια -η βοήθεια του αγίου, του μάγου ή του αστρολόγου- μπορούσε να την σώσει. Και είναι τιμή του που ο βυζαντινός κόσμος έκανε συνείδησή του τη φιλανθρωπία και ζήτησε να
ελαφρώσει τα βάρη της ζωής, θεμελιώνοντας νοσοκομεία για τους ασθενείς, τους λεπρούς και τους αδύνατους, κτίζοντας ξενοδοχεία για τους οδοιπόρους και τους ξένους, γηροκομεία για τους γέρους, οίκους μητρότητας για τις γυναίκες, καταφύγια για τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και τους πτωχούς, ιδρύματα με γενναιοδωρία ενισχυόμενα οικονομικώς από τους ιδρυτές τους, οι οποίοι με γραπτούς κανονισμούς ρύθμιζαν με λεπτομέρειες τις
κατευθύνσεις διοικήσεως αυτών των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Πρέπει κανείς να στραφεί προς τη ζωή των αγίων και όχι προς τους αυλικούς ιστορικούς, αν θα ήθελε να περιγράψει τις συνθήκες ζωής του Βυζαντίου. Και επειδή η ζωή
ήταν ανασφαλής και επικίνδυνη, εύκολα αναπτύσσονταν καχυποψίες και εκρήξεις βίας και η σκληρότητα ήταν η φυσική συνέπεια. Η Ευρώπη του αιώνα μας θα έπρεπε να κάνει ευκολότερη την κατανόηση των βασάνων του βυζαντινού κόσμου. Δεν θα αντιληφθούμε ποτέ σ’ όλη την έκταση το μέγεθος των αυτοκρατορικών επιτευγμάτων, αν δεν έχουμε μάθει σε ορισμένο βαθμό την τιμή, με την οποία αυτά τα επιτεύγματα πραγματοποιούνταν.
Ο επιστημονικός διάλογος γύρω από τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων παρουσιάζει ιδιαίτερη ανάπτυξη τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Η προσέγγιση των αγιολογικών κειμένων είναι ιδιαίτερα γόνιμη όταν αυτά αντιμετωπίζονται ως
γνήσια προϊόντα της εποχής τους κι όχι σαν στείρα διδακτικά και ηθικολογικά κατασκευάσματα. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο εντοπισμός και η ερμηνεία των ιστορικών στοιχείων των βίων των αγίων. Τα κείμενα αυτά αποτελούν, πραγματικά, θησαυρό πληροφοριών για διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής των βυζαντινών στη μακραίωνη περίοδο που αποκαλούμε βυζαντινή.Βίοι αγίων με πρότυπο το βίο του Μεγάλου Αντωνίου
τον 4ο αι. γράφονται, με μικρότερη ή μεγαλύτερη συχνότητα κατά περιόδους, σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή. Οι βίοι, λόγω του ηθικοπλαστικού τους χαρακτήρα, απηχούν και διαμορφώνουν αξίες και κοινωνικά στερεότυπα. Κατά
συνέπεια αποκαλύπτουν συλλογικές νοοτροπίες στον ερευνητή, αφού ο μεγάλος αριθμός τους εξασφαλίζει ένα δείγμα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό, τουλάχιστον ποσοτικά.
Η αρχική συγγραφική εκδοχή ενός βίου-αγιολογικού κειμένου τροποποιείται μέσα στους αιώνες γιατί οι αντιγραφείς
του είναι συνήθως απρόσεκτοι ή καταγράφουν τις παρατηρήσεις τους στο περιθώριο του κειμένου ή αντίθετα αισθάνονται ότι αυτό είναι ένα έργο τέτοιας ευσέβειας και ιερότητας που είναι αδύνατον ν’ αγγίξουν, έστω και λίγο, τροποποιώντας την,
την αρχική του αφήγηση. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κείμενα των βίων σώζονται σε αρκετά διαφορετικές εκδοχές σ’ Ανατολή και Δύση και οι μεγάλοι συγγραφείς βίων και μαρτυρολογίων του 5ου, 6ου και 7ου αιώνα προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές
τις διαφορετικές εκδοχές και να εισαγάγουν στο τελικό τους κείμενο και την παραμικρή λεπτομέρεια που τυχόν έβρισκαν ν’ αναφέρεται στις πηγές τους.
Μελετώντας τα αγιολογικά κείμενα των πρώιμων, μέσων και ύστερων βυζαντινών χρόνων αποδελτίωσα σωρεία πληροφοριών οι οποίες φωτίζουν, από πολλές απόψεις, το πολύπτυχο μιας πολύπλοκης, αντιφατικής και «μεταβατικής» κοινωνίας όπως η κοινωνία της βυζαντινής περιόδου. Οι ίδιες οι πληροφορίες με την ιδιόμορφη φύση τους κατευθύνουν το
μελετητή στον εντοπισμό βασικών θεματικών περιοχών προς ανάλυση και μελέτη.
Παρακάτω αναφέρω τις βασικές αυτές θεματικές περιοχές με σκοπό τη σφαιρική κατόπτευση της φύσης του υλικού μου δηλαδή των αγιολογικών κειμένων.
Η Ελληνική αρχαιότητα (τέχνη, θρύλοι, μύθοι, παραδόσεις, συγκροτημένη μυθολογία, ναοί κ.ά. πολιτισμικά στοιχεία) όπως συναντάται στα αγιολογικά κείμενα. Η στάση των κειμένων αυτών απέναντί της: α) πάντα αρνητική επιφανειακά
β) όμως πέρα από την επιφάνεια, στο βάθος των πραγμάτων, η αρχαία ελληνική σκέψη, ο πολιτισμός, η μυθολογία και η παράδοση διεμβολίζουν τα αγιολογικά κείμενα και επιβιώνουν μέσω αυτών: πολλά στοιχεία της ελληνικής αρχαιότητας ιχνηλατούνται στα Μαρτυρολόγια και στα Συναξάρια και εν γένει τους βίους των αγίων της βυζαντινής εποχής.
Έμφαση στους αρχαίους θρύλους και μύθους που «περνούνε» στα αγιολογικά κείμενα, είτε αυτούσιοι είτε σε παραλλαγές.(ελαφρώς παραλλαγμένοι).
Πλούσιοι και φτωχοί μάρτυρες και άγιοι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Κοινωνικά στρώματα και
θρησκεία, σχέση άλλοτε ανάλογη και άλλοτε αντίστροφη.
Φανατισμός και μισαλλοδοξία: διατάραξη οικογενειακών δεσμών και σχέσεων. Ιδεολογίες, θρησκευτικές ιδεολογίες
ιδίως, και θρησκείες αποδεικνύονται, σε πολλές περιπτώσεις αυτής της κρίσιμης μεταβατικής περιόδου των πρώτων
χριστιανικών αιώνων (χρόνων), ισχυρότερες απ’ τη συγγένεια του αίματος: γονείς προδίδουν τα παιδιά τους και το αντίστροφο πράγμα που οδηγεί σε χαλάρωση του κοινωνικού ιστού και της οικογενειακής αλληλεγγύης.(βία, φόβος, καχυποψία).
Υπερβολές στους αριθμούς των προσηλυτισθέντων στο Χριστιανισμό.
Θαύματα: αντανάκλαση των ατομικών και κοινωνικών αναγκών(π.χ. θεραπείες μεταδοτικών ασθενειών όπως η λέπρα κ.τ.λ.).
Πρώτα σημάδια ανόδου του Χριστιανισμού-αγιότητα και εξουσία. Μεταστροφή ηγεμόνων στο Χριστιανισμό: αρχή
αυτοκρατορικής προστασίας προς την καινούρια, προηγουμένως διωκόμενη απηνώς, θρησκεία και βαθμιαία καθιέρωσή της ως μοναδικής επίσημης θρησκείας του κράτους.
Ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες για τόπους, ταξίδια (δρομολόγια), ναούς, μοναστήρια, αυτοκράτορες, ηγεμόνες και εν γένει πρόσωπα και πράγματα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου,
λιγότερο γνωστά από άλλες πηγές.
Αντιλήψεις, ιδέες, στάσεις για τα δύο φύλα (άνδρα-γυναίκα) σε σχέση με την αγιότητα.
πλούσιοι γαιοκτήμονες με μεγάλη μόρφωση (θύραθεν παιδεία), δούλοι κ.τ.λ.
Αιρέσεις και καταπολέμησή τους (Οικουμενικές Σύνοδοι).
Προφορικότητα-προφορικός πολιτισμός και διαπλοκή τους με τα αγιολογικά κείμενα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου.
Με την επίσημη αποδοχή του χριστιανισμού ασκητές και αργότερα Επίσκοποι, διδάσκαλοι και άλλοι, θεωρήθηκαν
άγιοι υπό τον τίτλο του ομολογητού και του ιατρού των ψυχών, εφόσον κήρυτταν και δίδασκαν την ορθή πίστη. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει άγιος σε πλήρη απομόνωση απ’ τη χριστιανική κοινότητα: έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτός ως ενσάρκωση της αγιότητας απ’ την κοινότητα και αργότερα ν’ αναγνωριστεί επίσημα απ’ τις εκκλησιαστικές αρχές.
Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, πρέπει να τονιστεί πως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καθιέρωση και στην εδραίωση της λατρείας των αγίων λειψάνων. Οι γυναίκες ως πιστές χριστιανές και ταυτόχρονα ως φορείς της αρχαίας μεσογειακής κοινωνικής παράδοσης αναλάμβαναν σημαντικές υπευθυνότητες κατά την ταφή και την κηδεία του νεκρού. Οι χριστιανές γυναίκες
της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ενεπλάκησαν απ’ την αρχή στενά στη διαδικασία της εξεύρεσης και της κατασκευής ιερών για τα λείψανα των μαρτύρων. Και ενώ αυτή τους η δραστηριότητα μειωνόταν απ’ τον αυξημένο επισκοπικό έλεγχο στη λατρεία
των λειψάνων, οι γυναίκες των αυτοκρατορικών και αργότερα κι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών θα συνέχιζαν επί μακρόν να εξασκούν σημαντική επιρροή στη σύσταση και ίδρυση καινούργιων χριστιανικών προσκυνημάτων.
Πραγματικά δύο απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις αγίων λειψάνων στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο αποδίδονται σε γυναίκες, αφού ως τα χρόνια του Αμβροσίου Μεδιολάνων (+397 μ.Χ.), η μητέρα του Κων/νου Αγία Ελένη (+330 μ.Χ.) ανακάλυψε τα απομεινάρια του Τιμίου σταυρού στο Γολγοθά, ενώ η αυτοκράτειρα Πουλχερία επέβλεψε την ανακάλυψη των λειψάνων των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας το 451. Οι γυναίκες επίσης συγκαταλέγονται στους πιο αφοσιωμένους πανηγυριστές των ιερών χριστιανικών γιορτών που συρρέουν μαζικά στα ιερά των αγίων.
Η λατρεία των σημαντικών μαρτύρων και αγίων, είτε πανχριστιανική είτε τοπική, έλαβε με το χρόνο καθορισμένη μορφή περιλαμβάνοντας ανάγνωση αποσπασμάτων από το βίο του μάρτυρα-αγίου και μεγαλοπρεπείς τελετουργίες και
πομπές περιφοράς των αγίων λειψάνων τους. Ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες είχαν υιοθετήσει μια σειρά εορτών μνημόνευσης των αγίων και προσευχής για τη
μεσολάβησή τους στο Θεό. Λειτουργικά ημερολόγια και Μηναία συνδεόμενα με περιφέρειες, μοναστήρια και μοναχικά τάγματα διασώζονται αρκετά σε μεσαιωνικά λειτουργικά χειρόγραφα, ιδιαίτερα σε μαρτυρολόγια και συλλογές-συναξάρια αγιογραφικών αναγνωσμάτων.
Η λέξη Συναξάριον παράγεται από τη λέξη σύναξη. Στη γλώσσα της Εκκλησίας η λέξη σύναξη σημαίνει τη συνάθροιση των πιστών στο ναό προς τιμήν κάποιου αγίου. Στις συνάξεις αυτές οι Χριστιανοί από πολύ παλιά διάβαζαν κείμενα που μιλούσαν για τη ζωή των αγίων. Τα κείμενα αυτά πήραν σιγά-σιγά την ονομασία Συναξάρια. Βέβαια, οι συγκεντρώσεις των πιστών στους ναούς γίνονται και για να τιμηθούν διάφορα γεγονότα από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας. Γίνονται επίσης για να τιμηθούν οι άγγελοι, οι ευρέσεις και οι επανευρέσεις ιερών λειψάνων, διάφορα γεγονότα και υποθέσεις από
την εκκλησιαστική ιστορία και γενικά το σχέδιο της θείας «οικονομίας». Στο παρελθόν σε κάθε τέτοια περίσταση το Συναξάριο διαβαζόταν ανάμεσα στις ωδές των κανόνων. Στα βιβλία της Εκκλησίας μετά το Κοντάκιο, τον Οίκο και το Μηνολόγιο με τους στίχους ακολουθεί συνήθως ένα υπόμνημα σε πεζό λόγο που μιλάει για την υπόθεση της εορτής. Το υπόμνημα αυτό είναι το Συναξάριο. Δεν πρόκειται για πλήρη βιογραφία του αγίου ή λεπτομερή έκθεση της υποθέσεως της εορτής. Είναι
σχεδόν μια περιληπτική αναφορά όλων αυτών. Ακόμη και όταν είναι κάπως εκτεταμένο, το Συναξάριο δεν εξαντλεί πλήρως την εορταζομένη υπόθεση. Τα Συναξάρια περιέχουν πολλές αλήθειες της πίστεως. Δεν είναι όμως δογματικά κείμενα με την αυστηρή σημασία του όρου και, φυσικά, δεν αρκούν μόνο αυτά για
την πνευματική ωφέλεια των πιστών.
Στη συνέχεια ακολουθούν δύο λόγια για τον συγγραφέα των συναξαρίων, τον βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο. Για το βυζαντινό λόγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο οι πληροφορίες μας σχετικά με τη ζωή του είναι ελάχιστες. Για τα πρώτα χρόνια του δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα. Οι σύγχρονες μ’ αυτόν φιλολογικές ή άλλες πηγές σιωπούν. Κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του συνάγονται
μόνο από τα έργα του. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα γνωστά στοιχεία έζησε μετά το και μέχρι το 1330 μ. Χ. Έμεινε για πολύ καιρό στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόταν συχνά στο ναό της Αγίας Σοφίας και στη βιβλιοθήκη που υπήρχε εκεί.
Στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Migne P.G. τ. 145,609) διαφαίνεται η πληροφορία ότι διαβιούσε στις εγκαταστάσεις του ναού της Αγίας Σοφίας και ότι εκεί εργάσθηκε για τη συγγραφή των έργων του. Από τον κώδικα 79 της Βοδλιανής
βιβλιοθήκης της Οξφόρδης αντλούμε την πληροφορία ότι χρημάτισε και πρεσβύτερος του ναού της Αγίας Σοφίας. Ο Βατικανός κώδικας 182, φ. 1 μας δίνει την πληροφορία ότι ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος έγινε και μοναχός, και πήρε το μοναχικό όνομα Νείλος. Αυτό όμως δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Πάντως, αν έγινε αυτό, θα πρέπει να συνέβη περί τα τέλη του βίου του.
Το συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο σε έκταση. Διακρίθηκε ως
ιστορικός, ως εξηγητής των Γραφών, των Πατέρων και των υμνογράφων, ως ποιητής εκκλησιαστικών ύμνων και επιγραμμάτων, ως αγιολόγος και λειτουργιολόγος. Η
πολυμέρεια του είναι εκπληκτική. Βέβαια, σε ένα έργο με τέτοια έκταση δεν είναι εύκολο να συναντήσουμε εξαντλητική έρευνα και συστηματική εργασία. Όμως παρά τις οποιεσδήποτε ελλείψεις του ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος είναι ένας από
τους πιο αξιόλογους συγγραφείς των αρχών του 14ου αιώνος.
Τα έργα του διαιρούνται από τους ειδικούς μελετητές σε:
Μεγάλο μέρος του έργου του παραμένει ακόμη ανέκδοτο. Από τα εκδομένα πολλά έχουν εκδοθεί στην Patrologia Graeca του J.P.Migne τ. 145-147, αλλά βρίσκονται και σε άλλες εκδόσεις συλλογικά ή μεμονωμένα.
Σύντομος πρόλογος των Συναξαρίων του Ξανθοπούλου εις τα Συναξάρια του Τριωδίου.(Σήμερα έχουμε σαν ξεχωριστά βιβλία το Τριώδιο και το Πεντηκοστάριο. Παλαιότερα ήταν ένα βιβλίο και χωριζόταν σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος λεγόταν Τριώδιον Κατανυκτικόν και το δεύτερο Τριώδιον των Ρόδων ή Πεντηκοστάριον).
«Συναξάρια γραμμένα από το Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο για τις επίσημες εορτές του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Αναφέρονται σε κάθε μια από αυτές, για το πώς ξεκίνησαν, γιατί είναι έτσι σήμερα και για ποιο λόγο θέσπισαν αυτές
τις εορτές οι θεοφόροι Πατέρες μας, μαζί με κάποιες σχετικές παρατηρήσεις. Αρχίζουν από την Κυριακή του Τελώνου και
Φαρισαίου και καταλήγουν στην Κυριακή των Αγίων Πάντων. Στην ακολουθία του Όρθρου πρέπει πρώτα να διαβάζεται το Συναξάριο του Μηναίου και έπειτα το αρμόδιο από τα παρόντα».
Ο Συναξαριστής που αποτελεί έργο του Διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας Μαυρικίου, κυκλοφορούσε σε χειρόγραφες συλλογές
και ήταν γραμμένες σε γλώσσα αρχαΐζουσα, γι’ αυτό και δύσκολη για τους χριστιανούς της τουρκοκρατίας. Γι’ αυτό το λόγο ανέλαβε την μετάφρασή του «εκ του Ελληνικού εις την καθ’
ημάς κοινοτέραν διάλεκτον ο σοφός ανήρ, Μάξιμος ο Μαργούνιος Επίσκοπος Κυθήρων». Βέβαια δεν περιορίσθηκε μόνο στη μετάφραση, αλλά εργάσθηκε και κριτικά επάνω στα κείμενα, τα οποία αποκατέστησε, διόρθωσε, πλάτυνε, αναπλήρωσε τις ελλείψεις τους, σαφήνισε τα δυσνόητα και ομόρφυνε με διάφορες υποσημειώσεις, τις οποίες άντλησε απ’ τις ανεξάντλητες γνώσεις του. Αλλά, το σημαντικότερο, αποκάθαρε τον Συναξαριστή από όσα περιείχε «εναντία τη θεία
γραφή και απίθανα παρά τω ορθώ λόγω και τοις κριτικοίς…», γιατί δεν υπήρχε άλλο βιβλίο της Εκκλησίας «τόσον άτακτον και ανεπιμέλητον, ωσάν ο Συναξαριστής». Η έκδοση περατώθηκε το 1819 και φυσικά σε λίγο διάστημα εξαντλήθηκε. Μια Τρίτη έκδοση σε δύο τόμους έγινε το 1868 από το τυπογραφείο
του Χ.Νικολαϊδου Φιλαδελφέως, ο οποίος προσάρμοσε κάπως το λεκτικό ιδίωμα «προς τα εν κοινή χρήσει κατά τους καθ’ ημάς χρόνους». Επίσης τον Συναξαριστή του 1868 επανεξέδωσε ο εκδότης κ. Σπανός σε φωτοτυπία.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει για τους βίους των Αγίων σε επιστολή του (επιστολή α΄): «οι βίοι των μακαρίων ανδρών ανάγραπτοι παραδεδομένοι, οίον εικόνες τινές έμψυχοι της κατά Θεόν πολιτείας, τω μιμήματι των αγαθών έργων πρόκεινται. Και τοίνυν, περί όπερ αν έκαστος ενδεώς έχοντος εαυτού αισθάνεται, εκείνω προσδιατρίβων, οίον από τινος κοινού ιατρείου, το πρόσφορον ευρίσκει τω αρρωστήματι φάρμακον».
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου βασίστηκε στους χειρόγραφους Συναξαριστές των σημαντικότερων Μονών του Αγίου Όρους: του Παντοκράτορα, του Πρωτάτου, των Μονών Διονυσίου και Κουτλουμουσίου. Και όπως
γράφει ο ίδιος ο Νικόδημος ο Αγιορείτης «ου μόνον δε ταύτα, αλλ’ επιμελήθημεν να προσθέσωμεν εν τη μεταφράσει ημών ταύτη, και τας χρονολογίας εις κάθε αγίου Συναξάριον, όσας δηλαδή εδυνήθημεν να εύρωμεν. Ομοίως και τας ονομασίας των
τόπων και πόλεων, καθώς δηλαδή τώρα ονομάζονται οι εν τοις Συναξαρίοις αναφερόμενοι τόποι και πόλεις, προς σαφήνειαν και κατάληψιν περισσοτέραν των αναγινωσκόντων. Ουχί δε πάσας τας ονομασίας επροσθέσαμεν, αλλ’ όσας ηδυνήθημεν να εύρωμεν».
Επίσης συνεχίζει: «επειδή δε πολλοί από τους εν τοις Συναξαρίοις
περιεχομένους αγίους, έχουσι και βίους κατά πλάτος, μεταφρασμένους εις το απλούν και περιεχομένους εις τον Δαμασκηνόν, εις το Εκλόγιον, εις το νέον Εκλόγιον, εις τον Παράδεισον, εις τον νέον Παράδεισον, εις άλλα βιβλία. Δια τούτο επιμελήθημεν και εσημειώσαμεν εις το τέλος κάθε Συναξαρίου των τοιούτων αγίων, εις ποίον βιβλίον εκ των ανωτέρω
ευρίσκεται ο κατά πλάτος βίος αυτών. Αλλά και τους Ελληνικούς βίους των ανωτέρω αγίων, και τους συγγραφείς αυτών, και μάλιστα Συμεών τον Μεταφραστήν, εσπουδάσαμεν να σημειώσωμεν, και εν ποίοις ιεροίς μοναστηρίοις του αγίου Όρους
ευρίσκονται, προς είδησιν των φιλολόγων, καλώς ειδότες, ότι ουκ άχαρίς εστι παρ’ αυτοίς μία τοιαύτη είδησις».
Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει στις επιστολές του αξιομνημόνευτες απόψεις για τους βίους των αγίων: «Ώσπερ οι ζωγράφοι, όταν από εικόνων εικόνα γράφωσι, πυκνά προς το παράδειγμα βλέποντες, τον εκείθεν χαρακτήρα προς το εαυτών
σπουδάζουσι μεταθείναι φιλοτέχνημα. Ούτω δη τον εσπουδακότα εαυτόν πάσι τοις μέρεσι της αρετής
απεργάσασθαι τέλειον, οιονεί προς αγάλματα κινούμενα και έμπρακτα, τους βίους των αγίων αποβλέπειν, και το εκείνων αγαθόν, οικείον ποιείσθαι δια μιμήσεως».
Κατά το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και τους επιμέρους βίους των αγίων του Συμεών του Μεταφραστή, ολόκληρη η κοινωνική κλίμακα αγιοποιείται εκπροσωπούμενη από εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων-αγίων: Πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι, μοναχοί, παρθένοι μοναχοί, βασιλείς,
αυτοκράτειρες, βασιλομήτορες, αρχόντισσες, φτωχοί άνθρωποι του λαού, όλοι, ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική τους θέση έχουν τη δυνατότητα να αγιοποιηθούν, ανάλογα με το ύψος της αρετής στο οποίο έχουν φτάσει. Επίσης την ίδια δυνατότητα αγιοποίησης, σε σχέση με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν, άνδρες και γυναίκες, των κατωτέρων λαϊκών τάξεων: γαιοκτήμονες, γεωργοί, τσαγκάρηδες, σκυτοτόμοι, όλοι, παντρεμένοι και ανύμφευτοι, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο,
μπορούν να μετέχουν της αγιότητας: «Δυνατόν και σφόδρα δυνατόν, και γυναίκας έχοντας την αρετήν μετιέναι, εάν θέλωμεν. Πώς; Εάν έχοντες γυναίκα ως μη έχοντες ώμεν. Εάν μη χαίρωμεν επί κτήσεσιν. εάν τω κόσμω χρώμεθα, ως μη καταχρώμενοι. Οι δε τινες ενεποδίσθησαν από γάμου ιδέτωσαν, ότι ουχ ο γάμος
εμπόδιον, αλλ’ η προαίρεσις η κακώς χρησαμένη τω γάμω. Επεί ουδέ ο οίνος ποιεί την μέθην, αλλ’ η κακή προαίρεσις, και το πέραν του μέτρου χρήσθαι. Μετά συμμετρίας τω γαμώ χρώ, και πρώτος εν τη βασιλεία έση, και πάντων απολαύσεις των αγαθών».
Όπως ωραία διατύπωσε ο βυζαντινολόγος Cyril Mango στο βιβλίο του «Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», «όλες οι αυτοκρατορίες πάντοτε κυβέρνησαν μια πληθώρα λαών και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν αποτέλεσε εξαίρεση». Τα έθνη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, αν και μεταξύ τους υπήρχε κοινή αποδοχή του κυρίαρχου ελληνόφωνου και χριστιανικού πολιτισμού της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση να ακολουθούν
διαφορετικούς δρόμους και να επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω των ξεχωριστών πολιτιστικών στοιχείων (κυρίως της γλώσσας) που μοιράζονταν. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή του Ιουστινιανού,
όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, παραδίδεται ως χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων. Όμως η προφανής και αποδεδειγμένη διαπλοκή των βυζαντινών αγιολογικών κειμένων με στοιχεία λογοτεχνικής προφορικότητας και λαϊκών, προφορικών, μυθικών παραδόσεων, από την άλλη, αποκαλύπτει με ενάργεια και
καθαρότητα τον τρόπο που η λογοτεχνική δημιουργία, γραπτή και προφορική, ενοποιείται στο πρώιμο Βυζάντιο: το γεγονός αυτό αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτισμική πρωτοτυπία, αφού με εσωτερικά, λεπτά νήματα, οι δυο ομόρριζες συνιστώσες της λογοτεχνικής δημιουργίας, προφορική λογοτεχνική παράδοση και γραπτή λογοτεχνική παραγωγή συνδέουν με άρρηκτους δεσμούς την αρχαία ελληνική λαϊκή και λόγια σκέψη και φιλοσοφία με την αντίστοιχη χριστιανική-βυζαντινή.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Oσίου Πατρός ημών Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ.1-6, εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη». Θεσσαλονίκη, 1989.
A.J. Greimas, Structural Semantics. An Attempt at a Method. Translated by McDowell, R. Schleifer and A. Velie, University of Nebraska Press, Lincoln and London, 1983, pp. 197-211.
Ζακυθηνού, Δ .Α. Η βυζαντινή αυτοκρατορία 324-1071, 1969.
Vasiliev, A. A .Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 324-1453 (μετάφραση Δημοσθ. Σαβράμη), 1954 Ν.Δ.Σακκάς.
Άμαντου, K. I. Εισαγωγή εις την βυζαντινήν ιστορίαν: Το τέλος του αρχαίου κόσμου και η αρχή του μεσαίωνος. Αθήναι: Ίκαρος, έκδ. Β 1950.
Άμαντου, Κ. Ι. Ιστορία του βυζαντινού κράτους. Αθήναι: Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, έκδ. Β., τόμ. Α΄1953, τόμ. Β΄1957.
Άμαντου, Κ. Ι. Η ελληνική φιλανθρωπία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Αθήνα, τόμ. 35, 1923.
Κονιδάρη, Γ. Η Ελληνική Εκκλησία ως πολιτιστική δύναμις εν τη Ιστορία της Χερσονήσου του Αίμου. Αθήναι: 1948.
Κονιδάρη, Γ. Εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος από της ιδρύσεως των Εκκλησιών αυτής υπό του Αποστόλου Παύλου μέχρι σήμερον. (έκδοσις 2α). Αθήναι, 1966.
Krumbacher, K. Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας (εισαγωγή Ν.Τωμαδάκη, μετάφρασις Γ.Σωτηριάδου) Αθήναι: Πάπυρος, 1964.
Λογοθέτου, Κ. Η φιλοσοφία των Πατέρων και του μέσου αιώνος. Τόμοι δύο, Αθήναι: 1930-1933.
Ostrogorsky, G.A. Geschichte des byzantinischen Staates, εκδ. Γ΄1963 (Γαλλική μετάφραση Histoire de l’ etat byzantin. Paris, 1956, Αγγλική μετάφραση, υπό J.Hussey με τον τίτλο History of
the byzantine State. Oxford: Blackwell, έκδ.Β΄1968, Αμερικανική έκδοση, New Brunswick-New Jersey, 1957).
Τζόουνς, Α.Μ. Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης. Αθήναι: Γαλαξίας, 1962 (μετάφραση εκ της Αγγλικής).
Walter J. Ong, Προφορικότητα και εγγραματοσύνη, μετ. Κ. Χατζηκυριάκου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
Μελέτες για την Ιστορία του Βυζαντίου απ’ την Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογο-ιστορικό:
Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος -10ος αιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (σελ. 46
Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11ο ως τον 15ο αι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361).
Thomas Head, The Cult of the Saints and their Relics. Hunter
College and the Graduate Center.
Beck, Hans-Georg, Kirche und Theologische Literatur im Byzantinischen Reich (Munich, 1959).
Η πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα ως την Αναγέννηση. – Β. Ασημομύτης- Γ. Γρυντάκης- Θ.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή