«Συμπεράσματα από τη μελέτη των αγιολογικών κειμένων» της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.
Τα αγιολογικά κείμενα είναι χρήσιμα για την ανίχνευση ζητημάτων που σχετίζονται με την προφορικότητα ως συστατικού στοιχείου του γραπτού λόγου, ή με την κατά μόνας ανάγνωση και αντίστοιχα την απαγγελία ως μέσα μετάδοσης γνώσης και μηνυμάτων στη συγκεκριμένη κοινωνία. Η εικόνα, για παράδειγμα, του ανθρώπου που διαβάζει σιωπηλά ή του αντιγραφέα που αντιγράφει από άλλο χειρόγραφο κι όχι καθ’ υπαγόρευση, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη Δύση, όπου η τομή τοποθετείται στον 12ο αιώνα. Στους Βίους εντοπίζουμε συχνά σκηνές, που σε συνδυασμό με την εικονογραφία μπορεί να φωτίσουν περισσότερο τη μορφή του βυζαντινού αναγνώστη.
Τα αγιολογικά κείμενα είναι δηλαδή χρήσιμα για τη μελέτη του σπουδαίου προβλήματος της διαπλοκής του γραπτού και του προφορικού πολιτισμού στο Βυζάντιο. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν χωρά ολόκληρο στα όρια της δικής μου έρευνας.
Τελικά, το περιεχόμενο -των περισσοτέρων Βίων της Μέσης βυζαντινής περιόδου- στόχευε στην ανάδειξη του μοναστικού ιδεώδους και οι Βίοι, ως κείμενα, προορίζονται να λειτουργήσουν καταρχήν στο εσωτερικό της Εκκλησίας, και κυρίως των Μοναστηριών. Λαμβάνοντας, μάλιστα, υπ’ όψιν, το κλίμα του ατομικισμού που διέκρινε το βυζαντινό μοναχισμό, μπορούμε να πούμε πως οι Βίοι λειτουργούσαν ως συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των μοναχών, που είχαν έτσι κοινή αναφορά στον ιδρυτή του μοναστηριού τους. Τα αγιολογικά κείμενα αποτελούσαν, επομένως, συστατικό στοιχείο της μοναστικής κουλτούρας. Μάλιστα, το γεγονός ότι μέσα από τους Βίους αναδεικνύεται η σημασία της εγγραματοσύνης των μοναχών, φανερώνει πως οι εν δυνάμει αναγνώστες αυτών των κειμένων ήταν, πρωτίστως, συγκεντρωμένοι στα μοναστήρια. Βέβαια, και οι λαικοί διάβαζαν ή άκουγαν άλλους να διαβάζουν τα κείμενα αυτά και το πιθανότερο είναι ότι οι λαικοί, που ως ακροατές έρχονταν σε επαφή με τους Βίους, ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους τα διάβαζαν κατά μόνας.
Αναμφισβήτητα, όμως, ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας των Βίων στόχευε κυρίως στους μοναχούς αλλά και στους λαικούς. Η Εν. Patlagean διαπίστωσε πως η «συναλλαγή» των αγίων με όλα τα κοινωνικά στρώματα πιστοποιεί πως τα αγιολογικά κείμενα απευθύνονταν στο σύνολο της βυζαντινής κοινωνίας. Απ’ την άλλη μεριά, ένας απ’ τους σημαντικότερους στόχους, άμεσος ή έμμεσος, της συγγραφής ενός Βίου είναι η «στρατολόγηση» μοναχών από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ένα συμπέρασμα δεν αποκλείει το άλλο.
Υπό αυτό το πρίσμα οι Βίοι, ως κείμενα προπαγανδιστικά του μοναστικού τρόπου ζωής, αποκτούν αξία για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του Βυζαντίου, επειδή ανακαλούν μοντέλα και κώδικες συλλογικής συμπεριφοράς και συστήματα αναπαραστάσεων που η ίδια η βυζαντινή κοινωνία είχε διαμορφώσει και η Εκκλησία τα χρησιμοποίησε και στη συνέχεια τα επηρέασε κατά κάποιο βαθμό και κατά έναν ορισμένο τρόπο.
Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και ορισμένους αγίους στο Βυζάντιο είναι στενές και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζονται αποκρυπτογράφηση. Η πολιτική εξουσία, στο πρόσωπο του αυτοκράτορα και των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων, συνδέεται με την επίσημη Εκκλησία, δηλ. τον Πατριάρχη, τους επισκόπους, τον κλήρο και τους μοναχούς. Και οι μεν και οι δε, δηλ. και οι δύο μορφές εξουσίας, πολιτική και θρησκευτική, προσπαθούν να προσεταιριστούν το λαό.
………………………………………………………….
Οι πολύποκες αυτές αλληλεξαρτήσεις ιχνηλατούνται σε αρκετούς βίους της μεσοβυζαντινής περιόδου.
Οι άγιοι της Μέσης βυζαντινής περιόδου κατάγονται απ’ όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας (Ασίας και Ευρώπης), προέρχονται απ’ όλη την κλίμακα των κοινωνικών στρωμάτων (ανωτέρων και κατωτέρων), αν και πλειοψηφούν οι άγιοι που προέρχονται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα, και ασκούν πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα. Άλλοι άγιοι είναι στρατιωτικοί, άλλοι γιατροί, άλλοι γεωργοί, άλλοι τεχνίτες, άλλοι δάσκαλοι, είτε είναι αρχοντικής, είτε ταπεινής καταγωγής. Στη χορεία των Βυζαντινών αγίων της Μέσης περιόδου εντάσσονται άνθρωποι κάθε επαγγέλματος, κάθε τέχνης, κάθε μορφώσεως που ασκούν την αγιότητά τους πότε στην έρημο ως ασκητές, πότε σε μονές κοντά σε κώμες ως κοινοβιάτες μοναχοί, πότε στις πόλεις ως σαλοί ή ως μοναχοί σε μονές της Κων/πολης.
Τα αγιολογικά κείμενα υπήρξαν, επί αιώνες ολόκληρους, ένα από τα σπουδαιότερα και προσφιλέστερα είδη της βυζαντινής γραμματείας. Γράφονταν κυρίως για τους μοναχούς, με σκοπό να διαβάζονται στα μοναστήρια, κατά τις διάφορες ακολουθίες, ή και στην κοινή τράπεζα κατά την ώρα του φαγητού. Ο βιογράφος, συνήθως κάποιος μοναχός ανώνυμος, εξαίροντας τα έργα και τα κατορθώματα των ηρώων και αθλητών της χριστιανικής πίστης, καθώς και των οσίων και ασκητών της Εκκλησίας, θέλει με τον τρόπο αυτό να παραδειγματίσει και να φρονηματίσει το ακροατήριό του ή το αναγνωστικό του κοινό και να το παρακινήσει να μιμηθεί τις πράξεις των αγίων ανδρών και γυναικών, που παρουσιάζει και εξυμνεί.
Ο βασικός λοιπόν στόχος των κειμένων αυτών είναι εποικοδομητικός και ψυχωφελής. Η διάδοσή τους όμως υπήρξε ευρύτατη και δεν περιορίστηκε μόνο στις τάξεις των μοναχών και του κλήρου, αλλά επεκτάθηκε σε όλα τα στρώματα της τότε κοινωνίας, της οποίας, προφανώς, ικανοποιούσε τις προτιμήσεις και τις θρησκευτικές και πνευματικές γενικότερα ανησυχίες και αναζητήσεις.
Τα αγιολογικά κείμενα, εκτός από τη θρησκευτική και θεολογική σημασία τους, έχουν και άλλη γενικότερη αξία ως γραμματειακά είδη φιλολογικά και λογοτεχνικά, αλλά και ως πολύτιμες και, πολλές φορές, μοναδικές πηγές πληροφοριών για την εκκλησιαστική ιστορία, για την ιστορία των μονών και του ορθόδοξου μοναχισμού, αλλά και για πολιτικοκοινωνικά ή στρατιωτικά γεγονότα, για προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ή και της «θύραθεν»(κοσμικής) παιδείας, για πολιτικούς άρχοντες και αξιωματούχους.
………………………………………………………………………………………..
Οι περισσότεροι βιογράφοι και συναξαριογράφοι των αγίων δεν ενδιαφέρονται να δηλώσουν το όνομά τους, αφού κύριο μέλημά τους είναι να παρουσιάσουν στο πλήρωμα της Εκκλησίας και να απαθανατίσουν την ενάρετη βιοτή, τα παλαίσματα, τις ανδραγαθίες και τα κατορθώματα των ηρώων και αθλητών της χριστιανικής πίστης για παραδειγματισμό, φρονηματισμό και μίμηση. Η «άκρα» ταπείνωση και η αφοσίωση στο σκοπό που υπηρετούν με τη συγγραφή τους, τους κρατάει μακριά από κάθε λογής κοσμική φιλοδοξία και ματαιοδοξία και έχει ως αποτέλεσμα να προτιμούν πολλές φορές την ανωνυμία και τη σιγή γύρω από το πρόσωπό τους……