Παρόλα αυτά, όπως σωστά παρατηρεί ο Α. Διομήδης,δεν αποκλείεται η ύπαρξη και προγενέστερων ληστρικών, σλαβικών επιδρομών, όπως ίσως δε και μεμονωμένων εγκαταστάσεων, ιδίως απ’ το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα, οπότε αρχίζουν οι Σλαβικές προσπάθειες προς αποικισμό της Βαλκανικής.
Ενδιαφέρουσα γι’ αυτό είναι η άποψη του καθηγητού Ν. Βέη σε άρθρο του στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, όπου υποστηρίζει ότι όντως έλαβε χώρα αραβική και σλαβική επιδρομή στην Πελοπόννησο κατά το 589, χωρίς όμως εγκατάσταση των επιδρομέων, όπως υποστηρίχτηκε.
Είναι εύλογο ότι τέτοιες ασήμαντες επιδρομές με απλό ληστρικό χαρακτήρα, οι οποίες άλλωστε ήταν άπειρες στον αριθμό, απέφευγαν να τις αναφέρουν πολλές φορές οι βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι ή δεν είχαν καν λάβει γνώση τους. Μερικές φορές, όμως, αυτές οι επιδρομές άφηναν πίσω τους σε απομονωμένες περιοχές μερικά βαρβαρικά κατάλοιπα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αφομοιώνονταν απ’ τους γύρω πληθυσμούς. Έτσι, άλλες φορές πάλι και οι Βυζαντινοί από μόνοι τους προέβαιναν είτε σε μεμονωμένες εγκαταστάσεις βαρβάρων αιχμαλώτων πολέμου ως δουλοπάροικων σε ελληνικά κτήματα, είτε και σε ομαδικές μεταφορές και εγκαταστάσεις βαρβαρικών πληθυσμών. Πολλές φορές ακόμη, λάμβαναν χώρα, ειρηνικά, σποραδικές μετακινήσεις βαρβαρικών κτηνοτροφικών πληθυσμών προς αναζήτηση βοσκών στις αραιοκατοικημένες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Με όλους αυτούς τους τρόπους ή με ορισμένους μόνο από αυτούς, είναι πιθανό ότι έλαβαν χώρα και στην Πελοπόννησο σλαβικές εγκαταστάσεις και πριν ακόμη τη μεγάλη σλαβική κάθοδο των μέσων του 8ου αιώνα. Οι εγκαταστάσεις αυτές στις οποίες, προφανώς, οφείλεται η μνεία της Πελοποννήσου απ’ τον Άγιο Βιλλιβάρδο ως sclavinia terra (728), μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι κατά το μεγαλύτερό τους μέρος είχαν αρχίσει ήδη να εξελληνίζονται κατά την εποχή της λοιμικής νόσου (746), οπότε άλλωστε είναι πιθανό ότι εκμηδενίστηκαν από το λοιμό όπως και μεγάλο μέρος των υπολοίπων αγροτικών συνοικισμών της Χερσονήσου.
Οι σλαβικές επιδρομές αρχίζουν κυρίως στα νότια του Δούναβη και στις κυρίως ελληνικές χώρες απ’ το β΄ τέταρτο του 6ου αιώνα επί Ιουστινιανού και συνεχίζονται επί των διαδόχων του μέχρι το Φωκά και τον Ηράκλειο, μόνο όμως επί του τελευταίου μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη συστηματικής εγκατάστασης εντεύθεν του Δουνάβεως. Είναι πιθανό ότι επί Ιουστινιανού, Τιβερίου και Μαυρικίου παρέμειναν σποραδικά, εδώ κι εκεί, σλαβικοί πληθυσμοί, όπως διαφαίνεται απ’ τα λεγόμενα του Προκοπίου, του Μενάνδρου και του Ιωάννη Εφέσου, στους οποίους, όμως, στη συνέχεια της αφήγησής τους επίσης διαφαίνεται ότι πρόκειται, κατ’ ουσία, για πρόσκαιρες κι όχι μόνιμες εγκαταστάσεις.
Απ’ το α΄ τέταρτο του 7ου αιώνα αρχίζει κυρίως η εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική, συνεχίζεται καθ’ όλο τον 7ο αιώνα και κατά τα μέσα του 8ου αιώνα λαμβάνει χώρα η μεγάλη Σλαβική αποίκιση της Πελοποννήσου, η οποία άλλωστε δεν είναι και η τελευταία, σε σχέση μ’ αυτήν σλαβική επιχείρηση. Κατά το α΄ μισό του 10ου αιώνα επακολουθεί, επί Ρωμανού Λεκαπηνού, και άλλη σλαβική επιδρομή στην Πελοπόννησο του Τσάρου Σαμουήλ, κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα επί του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.
Η αφομοίωση και ο εκβυζαντινισμός των Σλάβων της Βαλκανικής πρέπει να ιδωθεί και να μελετηθεί σε σχέση με την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική απέναντί τους. Το σύστημα της ενισχύσεως του φθίνοντος πληθυσμού κάποιας περιφέρειας με εποικισμούς, εκούσιους ή ακούσιους και βίαιους, αποτέλεσε στο Βυζάντιο πρόχειρο μέσο δημογραφικής πολιτικής. Είναι πιθανό ότι οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν επιτόπιες κινήσεις των σλαβικών φύλων και διευκόλυναν, ίσως, σε μερικές περιπτώσεις την μονιμότερη εγκατάστασή τους. Όμως όσοι υποστηρίζουν, μονόπλευρα και αποκλειστικά, ότι οι σλαβικές εγκαταστάσεις γίνονταν ειρηνικά και μάλιστα ευνοήθηκαν εξαρχής απ’ το κράτος, βρίσκονται μακριά απ’ την ιστορική αλήθεια. Οι μακροί αγώνες που προηγήθηκαν των εποικισμών, η ηρωική άμυνα της Θεσσαλονίκης, τα σαφή δείγματα των καταστροφών, των δηώσεων και των ανατροπών μαρτυρούν εύγλωττα για το αντίθετο.
Εναντίον των σλαβικών φύλων της Μακεδονίας, εξεστράτευσε για πρώτη φορά ο Κώνστας Β΄, το 656-657: «επεστράτευσεν πολλούς και υπέταξεν», εγκαινιάζοντας έτσι την πολιτική της επέμβασης του βυζαντινού κράτους στις σκλαβηνίες, που θα συνεχιστεί τα κατοπινά χρόνια. Όμως η πολιτική της βυζαντινής αυτοκρατορίας απέναντι στους Σλάβους ενεργοποιείται σημαντικά μετά το 681. Μετά την εμφάνιση της βουλγαρικής απειλής, το κράτος απέβλεψε στην αφομοίωση του ξένου στοιχείου, κυρίως με ανταλλαγές πληθυσμών, με παραχωρήσεις κλήρου έναντι στρατιωτικών υπηρεσιών, αλλά και με βίαια μέτρα, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη.
Η εκστρατεία που έκανε ο Κωνσταντίνος Δ΄ εναντίον των Στρυμονιτών και των Ρυγχίνων, προκλήθηκε απ’ το γεγονός ότι αυτοί διενεργούσαν πειρατείες έξω απ’ τον Ελλήσποντο, ζωτική εμπορική και στρατηγική περιοχή της αυτοκρατορίας. Αυτή η εκστρατεία στάθηκε δυνατή, γιατί μόλις είχε λήξει ένας επτάχρονος πόλεμος των Βυζαντινών με τους Άραβες, στα πρόθυρα της πρωτεύουσας. Αργότερα θα γίνουν κι άλλες αυτοκρατορικές εκστρατείες εναντίον των Σκλαβηνιτών της Μακεδονίας, καθώς παίρνονται και διάφορα μέτρα με στόχους την αριθμητική μείωση του σλαβικού στοιχείου και την αύξηση του ελληνικού. Αυτή η συνεχής στροφή της προσοχής του Βυζαντίου προς τη Βαλκανική και ειδικότερα προς τη Μακεδονία, οφειλόταν όχι τόσο σε κάποιες κατά διαστήματα εξεγέρσεις της μιας ή της άλλης σκλαβηνίας -άλλες φορές το κέντρο δεν επενέβαινε ούτε όταν οι Σλάβοι χτυπούσαν τη Θεσσαλονίκη- όσο στο νέο παράγοντα, που ήταν η γειτνίαση των Βουλγάρων.
Λίγα χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Δ΄, εξεστράτευσε εναντίον των σκλαβηνιών της Μακεδονίας ο Ιουστινιανός Β΄ το 688, αφού προηγουμένως απώθησε τους Βουλγάρους στη Θράκη. Ήδη το 687/88 μετέφερε δυνάμεις ιππικού απ’ τη Μικρά Ασία στη Θράκη, με σκοπό, όπως λέει ο Θεοφάνης «τους τε Βουλγάρους και τας Σκλαυϊνίας αιχμαλωτίσαι». Επικεφαλής του στρατού αυτού, άρχισε το έτος 688/89 μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σλάβων. Μετά τη σύγκρουση με τους Βουλγάρους κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη «πολλά πλήθη των Σκλάβων …παραλαβών».
Η πορεία της εκστρατείας αυτής διαφωτίζει στο έπακρο την κατάσταση που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια. Για να φθάσει δηλαδή ο αυτοκράτορας απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκε να συγκροτήσει ένα στρατό ειδικά για το σκοπό αυτό και να διασχίσει μια περιοχή όπου υπήρχαν αρκετοί Σλάβοι. Η προέλασή του στη Θεσσαλονίκη θεωρήθηκε μεγάλη πολεμική επιτυχία. Αντίσταση συνάντησε εκ μέρους ορισμένων Σκλαβηνιών μεταξύ Έβρου και Στρυμόνα, ενώ άλλες παραδόθηκαν ειρηνικά στον αυτοκράτορα. Κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη ο Ιουστινιανός Β΄ δώρισε μια αλυκή στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Οι αιχμάλωτοι και μερικοί απ’ εκείνους τους Σλάβους, που συνθηκολόγησαν, μεταφέρθηκαν στο θέμα Οψικίου, στη Βιθυνία, με την ιδιότητα των γεωργών – στρατιωτών. Ο Ιουστινιανός έδειξε εύνοια στους Σλάβους αυτούς κι αποκάλεσε μάλιστα το στρατιωτικό σώμα που σχημάτισε απ’ αυτούς «λαόν περιούσιον». Η μεταφορά Σλαβικών πληθυσμών της Βαλκανικής στη Μικρά Ασία απέβλεπε στην ελάττωση του σλαβικού στοιχείου της Μακεδονίας, Θράκης και των ομόρων περιοχών, και ταυτόχρονα στην ενίσχυση του αγροτικού πληθυσμού του μικρασιατικού χώρου. Το κράτος καινοτόμησε στον τρόπο που οργάνωσε το μετοικισμό. Επέτρεψε να διατηρήσουν οι έποικοι την εθνική ομοιογένεια, για να μην αισθάνονται ξένοι στο νέο κοινωνικό και θρησκευτικό τους περιβάλλον, αλλά διασκόρπισε τις εγκαταστάσεις τους σε μεγάλη έκταση για ν’ αποτρέψει τις δυνατότητες συντονισμένης επαναστατικής εξέγερσης εκ μέρους τους.
Στα πλαίσια της προσπάθειας για την ένταξη των Σλάβων στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου, ο Ιουστινιανός Β΄ εμπιστεύθηκε σε Σλάβους τις κλεισούρες του Στρυμόνα για να τις προστατεύουν εναντίον των Βουλγάρων. Πρόκειται για τους Σμολένους ή Σμολεάνους, που ως τότε κατοικούσαν ανατολικά απ’ το Νέστο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας είδαν τους Βουλγάρους ως εχθρούς. Έτσι δέχονται ν’ αναλάβουν απ’ τη βυζαντινή διοίκηση αποστολές συναφείς με την άμυνα της Μακεδονίας εναντίον των Βουλγάρων.
Στους επόμενους χρόνους η βυζαντινή εξουσία δεν ανέχθηκε από μέρους των Σλάβων επαναστατικές κινήσεις. Αντιμετώπιζε τέτοιου είδους κινήματα στέλνοντας στρατιωτικά σώματα για την καταστολή τους (Κωνσταντίνος Ε΄- 759, λογοθέτης του οξέως δρόμου Σταυράκιος – 782-83). Οι Σλάβοι της Μακεδονίας και της Πελοποννήσου, και στις δύο περιπτώσεις νικήθηκαν και υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν νέο ετήσιο φόρο.
Νέα φάση εποικιστικής πολιτικής εγκαινιάζεται στις αρχές του 9ου αιώνα απ’ τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄ και φαίνεται ότι συνδέεται με την ανανέωση των βουλγαρικών επιθέσεων. Αναφέρεται, πράγματι ότι ο αυτοκράτωρ διέταξε να μεταφερθούν στις σκλαβηνίες του βυζαντινού κράτους βυζαντινοί υπήκοοι απ’ όλα τα θέματα. Η διαταγή, (που ο ιστορικός Θεοφάνης εντάσσει στις λεγόμενες «κακώσεις» του Νικηφόρου Α΄, δηλαδή σε διάφορα δραστικά και γι’ αυτό επαχθή εποικιστικά, οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα που απέβλεπαν στην εξυγίανση της αυτοκρατορικής οικονομίας), όριζε μικρή προθεσμία, από τον Σεπτέμβριο του 809 ως το Πάσχα του 810, και επέβαλλε την αναγκαστική εκποίηση της ακίνητης περιουσίας εκείνων που ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν. Η διαταγή εκτελέστηκε, παρά τους κλαυθμούς και οδυρμούς των θιγομένων. Στις σκλαβηνίες, όπου εγκαταστάθηκαν οι έποικοι, έλαβαν γαίες με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Σοβαρές ενδείξεις πείθουν ότι το μέτρο αυτό αφορούσε κυρίως το μακεδονικό και θρακικό χώρο και απέβλεπε στην πύκνωση του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής, με στόχο την αποτελεσματική ενίσχυση της άμυνας εναντίον των Βουλγάρων. Πράγματι, λίγο αργότερα, κατά την τρίτη δεκαετία του 9ου αιώνα και οπωσδήποτε πριν απ’ το 836, μαρτυρείται η ύπαρξη θέματος Θεσσαλονίκης. Το γεγονός είναι χαρακτηριστικό της προόδου της αφομοίωσης των σλαβικών φύλων στη Μακεδονία. Η ίδρυση του θέματος προϋποθέτει εσωτερική γαλήνη και ειρήνευση. Πράγματι, η προσοχή του θεματικού στρατού αναμένεται ότι θα είναι αποκλειστικά στραμμένη στους εξωτερικούς εχθρούς, απερίσπαστη από εσωτερικές ταραχές ανυπότακτων στοιχείων. Οι στρατιώτες του θέματος που είχαν λάβει κλήρο απ’ τον αυτοκράτορα ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, θα ήταν ασφαλώς αυτοί που εποικίστηκαν απ’ τον Νικηφόρο Α΄ στις μακεδονικές σκλαβηνίες. Όμως, σύμφωνα με τις Βυζαντινές συνήθειες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκαν και νομιμόφρονες Σλάβοι.
Ο P. Lemerle δίνει, εδώ ακριβώς, τη μεγαλύτερη προσοχή του, σ’ αυτή την άλλη όψη της αντίστασης του Βυζαντίου που λαμβάνει χώρα πίσω απ’ τα σύνορά του και στο εσωτερικό των εδαφών του: την οργάνωση των θεμάτων για την αντιμετώπιση δύσκολων ή επικίνδυνων καταστάσεων. Αυτή η βαθιά μεταρρύθμιση στην επαρχιακή διοίκηση δεν έγινε την ίδια χρονική στιγμή σ’ όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ακολούθησε μια πορεία ανάλογη με την εμφάνιση του κινδύνου. Και μπορεί να πει κανείς ότι η δημιουργία των θεμάτων της Βαλκανικής σημειώνει σημαντικά βήματα προς τον «επανελληνισμό» της Χερσονήσου.
Το πρώτο θέμα που δημιουργείται στην Ευρώπη είναι το θέμα της Θράκης. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, αφού πρώτα αναφέρεται στην εποχή κατά την οποία δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη, συνεχίζει γράφοντας:
«Αλλά, αφού ο απαίσιος λαός των Βουλγάρων έφτασε και εγκαταστάθηκε στο Δούναβη, ο βασιλιάς εγκατέστησε σ’ αυτή την περιοχή θέμα με στρατηγό λόγω των επιδρομών των Σκυθών και των Βουλγάρων».
Το θέμα της Θράκης, του οποίου μια πρώτη αναφορά βρίσκεται σ’ ένα γράμμα του Ιουστινιανού Β΄ της 17ης Φεβρουαρίου 687, δημιουργήθηκε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙV Πωγωνάτου, ανάμεσα στο 680 – 685 και η δημιουργία του ανταποκρινόταν στο βουλγαρικό κίνδυνο.
Στο Σλαβικό κίνδυνο ανταποκρίθηκε, λίγο αργότερα, η δημιουργία απ’ τον Ιουστινιανό Β΄ του θέματος της Ελλάδος (πριν το 695). Είναι αλήθεια πως δεν ξέρουμε ποια ήταν τα όρια του θέματος Θράκης προς Δυσμάς, ούτε τα όρια του θέματος της Ελλάδος προς Βορρά.
Για την μεταβατική εποχή του 7ου – 8ου αιώνα δεν μπορεί να ορίσει κανείς με ακρίβεια τα όρια της αρμοδιότητας της αρχαίας praefectura του Ιλλυρικού (Praefectura per Illyricum). Αυτό που είναι σχεδόν σίγουρο, είναι ότι η ύπαρξή της ως διοικητικής ενότητας ήταν απλά θεωρητική, και με την εξαίρεση της Θεσσαλονίκης και ίσως μιας στενής λωρίδας απ’ την ακτή της, η υπόλοιπη περιοχή στερούνταν σταθερής διοίκησης. Η προοδευτική επαναφορά της περιοχής σ’ ένα σταθερό διοικητικό καθεστώς θα σημειωθεί με τη δημιουργία καινούριων θεμάτων που θα καλύψουν σιγά-σιγά το έδαφος του παλιού Ιλλυρικού. (Θέμα της Μακεδονίας -πιθανόν ανάμεσα στο 789-802, θέμα της Θεσσαλονίκης – αρχές 9ου αιώνα, Θέμα Στρυμόνα – αρχές 9ου αιώνα, τούρμα και μετέπειτα θέμα Βολερού). Με τη δημιουργία τους μια καινούρια περίοδος αρχίζει στην ιστορία των Βαλκανίων.
Μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι απ’ τις αρχές του 9ου αιώνα είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί η στρατιωτικοπολιτική και διοικητική ένταξη στα πλαίσια της αυτοκρατορίας των αποδυναμωμένων πια σλαβικών πληθυσμών της Μακεδονίας και επιπλέον, ότι είχαν τεθεί, χάρη στα δημογραφικά μέτρα που ενίσχυσαν το ελληνοβυζαντινό στοιχείο τα θεμέλια της πολιτιστικής αφομοίωσης των Σλάβων: η τελευταία θα ολοκληρωθεί σχεδόν πριν απ’ το τέλος του 9ου αιώνα χάρη στον εξελληνισμό (την επικράτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας) και χάρη στον εκχριστιανισμό όλου του σλαβικού στοιχείου της αυτοκρατορίας κι όχι μόνον των αρχόντων τους, που νωρίς είχαν υιοθετήσει τη γλώσσα, την ενδυμασία, τους τρόπους ζωής, και όπως μας δείχνει η επίκληση προς το Θεό ή τη Θεοτόκο πολλών μολυβδοβούλλων τους, τη θρησκεία των Βυζαντινών. Είναι φανερό ότι η σύσταση επισκοπών στα κέντρα των σλαβικών εγκαταστάσεων (π.χ. επισκοπή Σμολένων το 864), δηλώνει την ευρεία διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ των Σλάβων: η εκκλησιαστική οργάνωση συνδυασμένη με τη θεματική οργάνωση του συνόλου της περιοχής που απ’ τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης εκτείνεται ως τον Έβρο, αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη της ολοκληρωτικής ένταξης των σλαβογενών πληθυσμών στο Βυζάντιο, παρά τις σποραδικές τάσεις για ανταρσία που ποτέ δεν έπαψαν να εκδηλώνουν τα ατίθασα αυτά φύλα προς κάθε οργανωμένη αρχή.
Είναι αυτονόητο, ότι η ένταξη των Σλάβων στη βυζαντινή κοινωνία (η οποία ακολούθησε την αφομοίωσή τους μέσω της διασπάσεως και της τεχνητής αραιώσεως των σλαβικών φυλετικών ομάδων, μέσω της πνευματικής επιδράσεως της εκκλησίας και μέσω της πολιτικοστρατιωτικής και διοικητικής τους απορρόφησης στο κρατικό μηχανισμό – «η κολυμβήθρα του θείου βαπτίσματος τους Σλάβους τω χριστεπώνυμω λαώ συνεμόρφωσε»), αν και συνάντησε κάποιες δυσκολίες λόγω των επαναστατικών τους κινημάτων, επιτεύχθηκε πλήρως και για το λόγο ότι η αντίδραση αυτή ήταν αδύναμη και σποραδική: τους Σλάβους της Ελλάδας χαρακτήριζε πλήρης έλλειψη και των στοιχειωδών ακόμη προϋποθέσεων για τη δημιουργία εθνικής και πολιτικής ενότητας και επομένως οργανωμένης αντιδράσεως κατά της βυζαντινής πολιτικής και του προηγμένου τοπικού στοιχείου. Την εργασία της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού, που επιτελέστηκε, αναφέρει χωρίο των Τακτικών του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού:
«Τοιαύτα δε (τα σλαβικά φύλα)», λέει ο συγγραφέας, «ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας, της τε δουλείας ηλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων και στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών εξεπαίσευσεν, ούτω πως επιμελώς περί τα τοιαύτα διακείμενος».
Με την ένταξη των Σλάβων στη βυζαντινή κοινωνία, δημιουργήθηκαν συνθήκες ειρήνης και ευμάρειας για την περιοχή της Μακεδονίας, απ’ τις οποίες επωφελήθηκε, κατά κύριο λόγο, η Θεσσαλονίκη. Η μακεδονική μεγαλούπολη γνωρίζει, έτσι, μια νέα περίοδο ακμής, που αρχίζει απ’ τα μέσα του 9ου αιώνα και συνεχίζεται αδιάλειπτα, σχεδόν, μέχρι τη φραγκική κατάκτηση.
Στο ζήτημα της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού των Σλάβων, μεγάλο χώρο καταλαμβάνει η εξέταση των γλωσσικών καταλοίπων των Σλάβων στην Ελλάδα, που ήδη απ’ το 19ο αιώνα τα χρησιμοποίησε ο Fallmerayer για να αποδείξει τον πλήρη «εκσλαβισμό» του ελληνικού χώρου.
Τις γλωσσικές επιδράσεις των Σλάβων διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες: α)στη γραφομένη λόγια ελληνική γλώσσα, β) στη λεξιλογική επίδραση επί της ομιλουμένης ελληνικής και γ) στα τοπωνύμια. Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, ο Fallmerayer είχε υποστηρίξει ότι η απώλεια και η ανάλυση του απαρεμφάτου οφείλονταν στην επίδραση των σλαβικών γλωσσών, ενώ άλλοι ερευνητές, ο Miklosich και ο W. Meyer απέδωσαν το φαινόμενο, ο πρώτος σε αλβανική και ο δεύτερος σε ιλλυρική επιρροή. Οι παλιές αυτές πλάνες ανατράπηκαν με τη δημοσίευση εργασιών, όπως της πραγματείας του D. Hesseling. Αποδείχτηκε έτσι, ότι «η απώλεια του απαρεμφάτου στην ελληνική εξηγείται δια των γλωσσικών φαινομένων, τα οποία μας αποκαλύπτει η μελέτη της γλώσσας αυτής καθ’ εαυτήν» και ότι «το φαινόμενο της αποβολής του απαρεμφάτου έχει τις ρίζες του στη γλώσσα των πρωτοχριστιανικών χρόνων κι ότι επομένως λανθασμένα αποδίδεται σε σλαβική επίδραση».
Όμως μεγαλύτερη προσοχή αξίζουν τα σλαβικά δάνεια της νεότερης ελληνικής, δάνεια αποκλειστικά λεξιλογικά. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι σημαντικός, γιατί ο απλός δανεισμός μερικών λέξεων που διαμορφώνονται στα φωνητικά και γραμματικά πλαίσια της γλώσσας, είναι αναπόφευκτος σε λαούς που άσκησαν πνευματική επιρροή και ήρθαν σε επικοινωνία με αλλόγλωσσες εθνικές ομάδες.
Η κατά κατηγορίες ταξινόμηση των λεξιλογικών δανείων, κατά τον Meyer, δείχνει ότι οι σλαβικές λέξεις που εισαχθήκανε στη νέα ελληνική αναφέρονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στον καθημερινό βίο αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών. Σπάνια, επίθετα δηλώνουν ψυχικές ιδιότητες του ανθρώπου και καμιά σλαβική λέξη δεν δηλώνει αφηρημένες έννοιες. Η παρατήρηση αυτή είναι ενδεικτική της πνευματικής στάθμης των σλαβικών πληθυσμών και του βαθμού της επίδρασής τους. Αν, απ’ την άλλη μεριά, κατανείμουμε τα σλαβικά λεξιλογικά δάνεια κατά γεωγραφικές ενότητες, θα έχουμε, κατά τον G. Meyer πάντα, την ακόλουθη στατιστική εικόνα: Ήπειρος 95, Θεσσαλία 36, Μακεδονία 43, Θράκη 31, Στερεά, Πελοπόννησος και νησιά 31. Αυτή η κατανομή οδηγεί σε σπουδαία μεθοδολογικά και ιστορικά συμπεράσματα. Θα ήταν φυσικό να περιμένουμε περισσότερες γλωσσικές επιδράσεις σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας και στη Θράκη, κυρίως στη Ροδόπη. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των λεξιλογικών δανείων εντοπίζεται στην Ήπειρο, όπου, κατά τους πρώιμους τουλάχιστον χρόνους, οι σλαβικές εγκαταστάσεις δεν ήταν πυκνές. Όπως σωστά παρατήρησε ο Gaster πολλές σλαβικές λέξεις μεταδόθηκαν στη νέα ελληνική έμμεσα μέσω τρίτων, μη σλαβικών φορέων, όπως οι Αλβανοί και οι Βλάχοι. Επομένως η στιγμή κατά την οποία κάθε δανεισμένη λέξη μπήκε στην ελληνική γλώσσα, είναι ανάγκη να καθορίζεται είτε μέσα απ’ τα ελάχιστα γραπτά μνημεία που έχουν σωθεί, είτε με τη φωνητική μελέτη των λέξεων και τη βοήθεια της συγκριτικής γλωσσολογίας. Δηλαδή για να εκτιμηθούν σωστά τα γλωσσικά κατάλοιπα των Σλάβων πρέπει το γλωσσικό υλικό να γίνει πλήρως γνωστό και να εξεταστεί συγκριτικά προς τις άλλες, σλαβικές και μη γλώσσες της Χερσονήσου του Αίμου. Πάντως, κατά τον Vasmer, «αντίθετα προς τις δοξασίες του Fallmerayer, η νεοελληνική γλώσσα ελάχιστα υπέστη την σλαβική επίδραση».
Την τρίτη κατηγορία γλωσσικών καταλοίπων, τα τοπωνύμια, χρησιμοποίησε κυρίως ο Fallmerayer για να στηρίξει τη θεωρία του περί διασπάσεως της ελληνικής παραδόσεως. Όμως αν εξετάσουμε το Βόρειο τμήμα της Βαλκανικής, το οποίο αποτέλεσε τον κατεξοχήν χώρο δράσεως των σλαβικών φύλων, θα παρατηρήσουμε ότι τα φύλα αυτά, ιδίως όσον αφορά στα προσλαβικά αστικά κέντρα, επέδειξαν πρωτοφανή δυσχέρεια στη γεωγραφική μετονομασία τους. Γι’ αυτό, σειρά ολόκληρη μεγάλων αστικών κέντρων φέρει ακόμη και σήμερα παλαιά ελληνικά, ρωμαϊκά, Θρακοϊλλυρικά ή και κελτικά ονόματα (π.χ. Ναϊσσός – Nisch, Αυγούσται – Οgost, Βονωνία – Vidin, Ulpiana – Lipljan, Dorostolum – Δορόστολον, Δρίστρα – Silistria, κ.τ.λ.).
Όσον αφορά τις νοτιότερες ελληνικές περιοχές, το θέμα των τοπωνυμιακών καταλοίπων είναι περισσότερο πολύπλοκο. Εδώ πρέπει να γίνει διάκριση των σλαβικών τοπωνυμίων σε δύο κατηγορίες: στα τοπωνύμια, των οποίων φορείς ήταν οι Σλάβοι έποικοι, «τα οποία αυτοί επέβαλλαν και τα οποία, μόνα αντιπροσωπεύουν την πραγματικήν, την ιστορικώς απηκριβωμένην και ουσιαστικήν επίδρασιν του σλαβικού στοιχείου εις την ονοματολογίαν της ελληνικής χώρας» (π.χ. Αράχωβα, Ζαγορά, Χελμός, Νεζερός κ.τ.λ.), και τα τοπωνύμια, τα οποία αποτελούν δευτερογενείς σχηματισμούς και δεν έχουν καμιά σχέση με το αρχικό εποικιστικό στοιχείο. Αυτά πλάσθηκαν απ’ τους Έλληνες σύμφωνα με τους φωνητικούς και μορφολογικούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας (π.χ. Βάλιος, Ασπρόβαλτος, Μεσολόγγι, Παραλογγοί, Στάνη, Παλιοστάνη κ.τ.λ.). Αυτά τα τελευταία, μολονότι, προέρχονται από λέξεις σλαβικής προελεύσεως, δεν έχουν καμιά αποδεικτική σημασία, και καταχρηστικά και αντεπιστημονικά χαρακτηρίζονται σα σλαβικές.
Ο ιστορικός πρέπει να κάνει πολύ προσεκτική χρήση των στατιστικών δεδομένων προκειμένου να προβεί στη διατύπωση γενικότερων συμπερασμάτων, γιατί οι απόλυτες στατιστικές παρατηρήσεις παρουσιάζουν μονομέρεια και απλοϊκή ενατένιση των προβλημάτων με κίνδυνο παρερμηνείας των ιστορικών φαινομένων. Η στατιστική στην ιστορία τότε μόνο μπορεί να δώσει σαφείς εικόνες και να ερμηνεύσει ικανοποιητικά ιστορικές καταστάσεις, όταν λαμβάνονται ανά πάσαν στιγμήν υπ’ όψιν οι ιδιότητες του εξεταζομένου αντικειμένου. Πιο συγκεκριμένα, ο ιστορικός που εξετάζει από στατιστική άποψη το τοπωνυμικό υλικό, οφείλει πριν προβεί στη διατύπωση γενικότερων σκέψεων, να εξετάσει: α)αν το υλικό αυτό κατανέμεται κατά προτίμηση στις ορεινές, στις πεδινές ή στις παράλιες περιοχές. β) την σπουδαιότητα των συνοικισμών που δηλώνονται με τα ξενικά ονόματα, κι αυτό όχι μόνο στη βάση των σημερινών δεδομένων, αλλά ιστορικά, γιατί συνοικισμοί, οι οποίοι κατά τον Μεσαίωνα ήταν ασήμαντοι, εξελίχθηκαν συν τω χρόνω, σε αστικά κέντρα, και γ) εάν τα ξενικά ονόματα δόθηκαν απ’ τους εποίκους σε τόπους ακατοίκητους πριν, ή αντίθετα εξετόπισαν παλιότερα ελληνικά ονόματα.
Έχοντας κατά νου όλες τις παραπάνω επιφυλάξεις για τις στατιστικές μεθόδους και μετά από βαθιά μελέτη του τοπωνυμιακού υλικού, μπορεί κανείς να πεισθεί ότι οι συνοικισμοί της Ν. Ελλάδας, που δηλώνονται με σλαβικά ονόματα ήταν κατά κανόνα και εξακολουθούν να είναι ασήμαντοι αγροτικοί και ποιμενικοί σταθμοί. Υπάρχουν βέβαια ελάχιστες εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον κανόνα: τα Βοδενά, η Βοστίτσα, τα Γρεβενά, το Ζητούνι (Λαμία). Επιπροσθέτως, ο Vasmer υποστηρίζει, με βάση στατιστικά δεδομένα, ότι η ανατολική Ελλάδα, υπέστη μικρότερη σλαβική επίδραση απ’ τη δυτική. Στην Πελοπόννησο η Κόρινθος και ιδιαίτερα η Αργολίδα πλήγησαν ελάχιστα απ’ τις σλαβικές επιδρομές, στην Στερεά Ελλάδα η Αττική και η Βοιωτία. Όπου οι ακτές ήταν προσφορότερες για απόβαση, όπως στην Ανατ. Θεσσαλία, εκεί κατά πάσα πιθανότητα, οι Σλάβοι απωθήθηκαν ευκολότερα. Επίσης διέμειναν περισσότερο στους απομακρυσμένους απ’ τη θάλασσα ορεινούς όγκους, εφ’ όσον κατόρθωσαν να εισχωρήσουν σ’ αυτές τις περιοχές. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται η ασθενής σλαβική επίδραση στην ονοματολογία της Εύβοιας, της Μαγνησίας, της Λάρισας, η οποία εξαίρεται ιδιαίτερα συγκρινόμενη με την ονοματολογία των Τρικάλων – Καρδίτσας, καθώς και τα πολλά σλαβικά ονόματα της Αρκαδίας και του Ταϋγέτου.
Το πρόβλημα των σλαβικών γλωσσικών καταλοίπων συνδέεται και εγείρει ένα άλλο πρόβλημα: το ποιοί ήταν οι Σλάβοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα και σε ποια απ’ τις μεγαλύτερες σλαβικές ομάδες ανήκαν. Για τα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές χώρες, γνωρίζουμε δυστυχώς μόνο μερικά σποραδικά ονόματα. Έτσι δεν μπορούμε, μέσα απ’ αυτά, να οδηγηθούμε σε γενικότερα συμπεράσματα όσον αφορά στην ένταξη των σλαβικών αυτών φύλων σε κάποιο μεγαλύτερο κλάδο της σλαβικής οικογένειας. Τα ονόματα αυτά είναι ελληνικής ή άγνωστης, μη σλαβικής πάντως, προελεύσεως (Στρυμονίται, Ρήχιοι, Σαγουδάτοι) ή συνδέονται με λέξεις που αναφέρονται στο φυσικό περιβάλλον (Εζερίται απ’ το ezero λίμνη), και σε φαινόμενα κοινωνικά (Δρογουβίται απ’ το drugavati), ή τέλος είναι αμφισβητούμενης ετυμολογίας και καταγωγής.
Λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων ιστορικών τεκμηρίων ή αρχαιολογικών ευρημάτων, μόνο η φωνητική και μορφολογική έρευνα των τοπωνυμίων που διασώθηκαν, είναι δυνατόν να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων. Σύμφωνα μ’ αυτή, οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές περιοχές υπάγονται στη νότια ομάδα που περιλαμβάνει τους Σλοβένους, τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους εκσλαβισθέντες γλωσσικά Βουλγάρους. Σε αντίθεση με την παλιότερη θεωρία του Kopitar, που δεχόταν ότι οι πρώιμοι Σλάβοι που κατέβηκαν προς τον Δούναβη αποτελούσαν αρχικά ενιαία φυλετικά ομάδα που διασπάστηκε εκ των υστέρων, η νεότερη φιλολογική σχολή υποστηρίζει ότι τα σλαβικά αυτά φύλα έφεραν εξ αρχής τα στοιχεία της διαφοροποίησης. Έτσι, πολύ νωρίς, στην οικογένεια των Νοτίων Σλάβων διαμορφώθηκαν τρεις κλάδοι που τους χαρακτήριζε γλωσσική ιδιορρυθμία: οι Σλοβένοι, οι ΣερβοΚροάτες και οι Σλάβοι του Αίμου, που είναι γνωστοί με το άσχετο προς τη Σλαβική οικογένεια όνομα των Βουλγάρων.
Ο έβδομος βυζαντινός αιώνας υπήρξε αιώνας μεγάλων αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και αγώνων. Πανίσχυρες αυτοκρατορίες εξαφανίζονται (Περσία) ή παύουν ν’ απειλούν το Βυζάντιο (Αβαρική Αυτοκρατορία). Όμως νέοι κίνδυνοι εμφανίζονται. Νέες εθνότητες, νέοι λαοί (Σλάβοι) απειλούν τώρα το Βυζάντιο. Κατορθώνοντας την αφομοίωση και τον εκβυζαντινισμό τους, το Βυζάντιο ανανεώνεται σημαντικά και βγαίνει μέσα απ’ τις προσπάθειές του ενδυναμωμένο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Σλάβοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανανέωση του βυζαντινού κράτους, κατά τον έβδομο αιώνα. Η συμβολή τους όμως δεν συνίσταται στην ειρηνική τους διείσδυση και στην εισαγωγή εκ μέρους τους μιας δήθεν ειδικής σλαβικής κοινοτικής οργανώσεως στο Βυζάντιο, όπως πολλές φορές υποστηρίχθηκε με βάση μια σειρά από λαθεμένα συμπεράσματα, αλλά στην ανανέωση της αποδυναμωμένης αυτοκρατορίας με νέες δυνάμεις, αφού οι έποικοι «στρατιώτες» και οι ανεξάρτητοι γεωργοί των βυζαντινών θεμάτων περιλαμβάνουν τώρα και Σλάβους. Ο Lemerle τονίζει τη σημασία της δημογραφικής ζυμώσεως (bouleversement demographique), η οποία άρχισε στο Βυζάντιο τον 7ο αιώνα με την εμφάνιση των Σλάβων. Κι αυτή η δημογραφική ζύμωση και στη συνέχεια η πλήρης ένταξη των Σλάβων της Ελλάδας στο διοικητικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποδεικνύουν, με τον καλύτερο τρόπο, τον δυναμισμό της λειτουργίας της, αλλά και της πολιτιστική της ανωτερότητα.
Για τη νεότερη ιστορική έρευνα και επιστήμη, η οποία προ πολλού υπερέβη τα όρια της στενής ερμηνείας των κειμένων με τη βοήθεια άλλων επιστημών (στην προκειμένη περίπτωση, της Εθνολογίας και της Ανθρωπολογίας), το «Σλαβικό ζήτημα» δεν υφίσταται πλέον. Η Ελλάδα υπέστη επανειλημμένα επιδρομές και δηώσεις από επήλυδες λαούς, γι’ αυτό είναι βέβαιο ότι λείψανά τους (στην προκειμένη περίπτωση γλωσσικά και κυρίως λεξιλογικά) συνεχίζουν να υπάρχουν, καθώς και, λόγω της επιμιξίας, ελαφρές κρανιολογικές αλλοιώσεις. Όμως η εθνική υπόσταση των λαών δεν έγκειται στις κρανιολογικές μετρήσεις αλλά στην ενότητα της συνειδήσεως. Άλλωστε, ο βαθμός της αγνότητας μιας ανθρώπινης φυλής είναι, κατά πρώτιστο λόγο, απόρροια της γεωγραφικής της απομόνωσης, γεγονός το οποίο δεν προσιδιάζει στην πολυκύμαντη ελληνική ιστορία. Η βαθμιαία μετατροπή των ανθρωπολογικών φυλών σε εθνικές ομάδες, δηλαδή σε λαούς και έθνη, σημαίνει ότι η φυσική ενότητα της ανθρωπότητας, εάν ποτέ υπήρξε, αντικαθίσταται απ’ την ψυχική και πνευματική ενότητα μεταξύ των λαών.
Στους ψυχικούς και πνευματικούς αυτούς παράγοντες στήριξε και το Βυζάντιο την εκπολιτιστική του δράση και την αφομοιωτική του δραστηριότητα έναντι των Σλάβων. Με την κοινή παιδεία και την κοινή πίστη παρασκεύασε τα πλαίσια για την επιρροή του, για την ακτινοβολία του ελληνικού του πολιτισμού.
«Μεταξύ δυο ηπείρων», λέει ο A. Rambaud, «η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σαν ζωντανός βλαστός ανάμεσα σε δυο κοτυληδόνες: αφομοιώνει, κατεργάζεται και μεταπλάσσει τα ετερόκλητα στοιχεία των επαρχιών της Ασίας και της Ευρώπης. Στους κόλπους της προσφεύγουν τυχοδιώκτες και από τη Δύση και απ’ Ανατολή. Σε μικρό χρονικό διάστημα τους μεταβάλλει σε Έλληνες: Λησμονούν τα βάρβαρα ιδιώματά τους και αποδέχονται τη γλώσσα του Βυζαντίου, οι ειδωλολατρικές τους προλήψεις υποχωρούν μπροστά στην Ορθοδοξία του. Το Βυζάντιο τους δέχεται άξεστους, βάρβαρους και τους αποδίδει στους δρόμους της τεράστιας αυτοκρατορίας του, εγγράμματους, σοφούς, θεολόγους, ικανούς διοικητές και εύστροφους κρατικούς λειτουργούς».
Σύμφωνα μ’ αυτό το πνεύμα, η σύγχρονη επιστημονική έρευνα λύνει το «Σλαβικό ζήτημα», βάσει της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού των Σλάβων της Ελλάδας, συγκαταριθμώντας το γεγονός αυτό στα επιτεύγματα του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.