Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Βαλκανική χερσόνησο της Βυζαντινής περιόδου:  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Βαλκανική χερσόνησο της Βυζαντινής περιόδου

Σύμφωνα με τον Πορφυρογέννητο περί τα μέσα της 8ης εκατονταετηρίδας μ.Χ. έλαβε χώρα η μεγάλη Σλαβική αποίκηση της Πελοποννήσου.

Παρόλα αυτά, όπως σωστά παρατηρεί ο Α. Διομήδης,δεν αποκλείεται η ύπαρξη και προγενέστερων ληστρικών, σλαβικών επιδρομών, όπως ίσως δε και μεμονωμένων εγκαταστάσεων, ιδίως απ’ το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα, οπότε αρχίζουν οι Σλαβικές προσπάθειες προς αποικισμό της Βαλκανικής.

Ενδιαφέρουσα γι’ αυτό είναι η άποψη του καθηγητού Ν. Βέη σε άρθρο του στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, όπου υποστηρίζει ότι όντως έλαβε χώρα αραβική και σλαβική επιδρομή στην Πελοπόννησο κατά το 589, χωρίς όμως εγκατάσταση των επιδρομέων, όπως υποστηρίχτηκε.

Είναι εύλογο ότι τέτοιες ασήμαντες επιδρομές με απλό ληστρικό χαρακτήρα, οι οποίες άλλωστε ήταν άπειρες στον αριθμό, απέφευγαν να τις αναφέρουν πολλές φορές οι βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι ή δεν είχαν καν λάβει γνώση τους. Μερικές φορές, όμως, αυτές οι επιδρομές άφηναν πίσω τους σε απομονωμένες περιοχές μερικά βαρβαρικά κατάλοιπα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου αφομοιώνονταν απ’ τους γύρω πληθυσμούς. Έτσι, άλλες φορές πάλι και οι Βυζαντινοί από μόνοι τους προέβαιναν είτε σε μεμονωμένες εγκαταστάσεις βαρβάρων αιχμαλώτων πολέμου ως δουλοπάροικων σε ελληνικά κτήματα, είτε και σε ομαδικές μεταφορές και εγκαταστάσεις βαρβαρικών πληθυσμών. Πολλές φορές ακόμη, λάμβαναν χώρα, ειρηνικά, σποραδικές μετακινήσεις βαρβαρικών κτηνοτροφικών πληθυσμών προς αναζήτηση βοσκών στις αραιοκατοικημένες περιοχές της αυτοκρατορίας.

Με όλους αυτούς τους τρόπους ή με ορισμένους μόνο από αυτούς, είναι πιθανό ότι έλαβαν χώρα και στην Πελοπόννησο σλαβικές εγκαταστάσεις και πριν ακόμη τη μεγάλη σλαβική κάθοδο των μέσων του 8ου αιώνα. Οι εγκαταστάσεις αυτές στις οποίες, προφανώς, οφείλεται η μνεία της Πελοποννήσου απ’ τον Άγιο Βιλλιβάρδο ως sclavinia terra (728), μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι κατά το μεγαλύτερό τους μέρος είχαν αρχίσει ήδη να εξελληνίζονται κατά την εποχή της λοιμικής νόσου (746), οπότε άλλωστε είναι πιθανό ότι εκμηδενίστηκαν από το λοιμό όπως και μεγάλο μέρος των υπολοίπων αγροτικών συνοικισμών της Χερσονήσου.

Οι σλαβικές επιδρομές αρχίζουν κυρίως στα νότια του Δούναβη και στις κυρίως ελληνικές χώρες απ’ το β΄ τέταρτο του 6ου αιώνα επί Ιουστινιανού και συνεχίζονται επί των διαδόχων του μέχρι το Φωκά και τον Ηράκλειο, μόνο όμως επί του τελευταίου μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη συστηματικής εγκατάστασης εντεύθεν του Δουνάβεως. Είναι πιθανό ότι επί Ιουστινιανού, Τιβερίου και Μαυρικίου παρέμειναν σποραδικά, εδώ κι εκεί, σλαβικοί πληθυσμοί, όπως διαφαίνεται απ’ τα λεγόμενα του Προκοπίου, του Μενάνδρου και του Ιωάννη Εφέσου, στους οποίους, όμως, στη συνέχεια της αφήγησής τους επίσης διαφαίνεται ότι πρόκειται, κατ’ ουσία, για πρόσκαιρες κι όχι μόνιμες εγκαταστάσεις.

Απ’ το α΄ τέταρτο του 7ου αιώνα αρχίζει κυρίως η εγκατάσταση των Σλάβων στη Βαλκανική, συνεχίζεται καθ’ όλο τον 7ο αιώνα και κατά τα μέσα του 8ου αιώνα λαμβάνει χώρα η μεγάλη Σλαβική αποίκιση της Πελοποννήσου, η οποία άλλωστε δεν είναι και η τελευταία, σε σχέση μ’ αυτήν σλαβική επιχείρηση. Κατά το α΄ μισό του 10ου αιώνα επακολουθεί, επί Ρωμανού Λεκαπηνού, και άλλη σλαβική επιδρομή στην Πελοπόννησο του Τσάρου Σαμουήλ, κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα επί του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου.

Η αφομοίωση και ο εκβυζαντινισμός των Σλάβων της Βαλκανικής πρέπει να ιδωθεί και να μελετηθεί σε σχέση με την επίσημη αυτοκρατορική πολιτική απέναντί τους. Το σύστημα της ενισχύσεως του φθίνοντος πληθυσμού κάποιας περιφέρειας με εποικισμούς, εκούσιους ή ακούσιους και βίαιους, αποτέλεσε στο Βυζάντιο πρόχειρο μέσο δημογραφικής πολιτικής. Είναι πιθανό ότι οι Βυζαντινοί ενθάρρυναν επιτόπιες κινήσεις των σλαβικών φύλων και διευκόλυναν, ίσως, σε μερικές περιπτώσεις την μονιμότερη εγκατάστασή τους. Όμως όσοι υποστηρίζουν, μονόπλευρα και αποκλειστικά, ότι οι σλαβικές εγκαταστάσεις γίνονταν ειρηνικά και μάλιστα ευνοήθηκαν εξαρχής απ’ το κράτος, βρίσκονται μακριά απ’ την ιστορική αλήθεια. Οι μακροί αγώνες που προηγήθηκαν των εποικισμών, η ηρωική άμυνα της Θεσσαλονίκης, τα σαφή δείγματα των καταστροφών, των δηώσεων και των ανατροπών μαρτυρούν εύγλωττα για το αντίθετο.

Εναντίον των σλαβικών φύλων της Μακεδονίας, εξεστράτευσε για πρώτη φορά ο Κώνστας Β΄, το 656-657: «επεστράτευσεν πολλούς και υπέταξεν», εγκαινιάζοντας έτσι την πολιτική της επέμβασης του βυζαντινού κράτους στις σκλαβηνίες, που θα συνεχιστεί τα κατοπινά χρόνια. Όμως η πολιτική της βυζαντινής αυτοκρατορίας απέναντι στους Σλάβους ενεργοποιείται σημαντικά μετά το 681. Μετά την εμφάνιση της βουλγαρικής απειλής, το κράτος απέβλεψε στην αφομοίωση του ξένου στοιχείου, κυρίως με ανταλλαγές πληθυσμών, με παραχωρήσεις κλήρου έναντι στρατιωτικών υπηρεσιών, αλλά και με βίαια μέτρα, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη.

Η εκστρατεία που έκανε ο Κωνσταντίνος Δ΄ εναντίον των Στρυμονιτών και των Ρυγχίνων, προκλήθηκε απ’ το γεγονός ότι αυτοί διενεργούσαν πειρατείες έξω απ’ τον Ελλήσποντο, ζωτική εμπορική και στρατηγική περιοχή της αυτοκρατορίας. Αυτή η εκστρατεία στάθηκε δυνατή, γιατί μόλις είχε λήξει ένας επτάχρονος πόλεμος των Βυζαντινών με τους Άραβες, στα πρόθυρα της πρωτεύουσας. Αργότερα θα γίνουν κι άλλες αυτοκρατορικές εκστρατείες εναντίον των Σκλαβηνιτών της Μακεδονίας, καθώς παίρνονται και διάφορα μέτρα με στόχους την αριθμητική μείωση του σλαβικού στοιχείου και την αύξηση του ελληνικού. Αυτή η συνεχής στροφή της προσοχής του Βυζαντίου προς τη Βαλκανική και ειδικότερα προς τη Μακεδονία, οφειλόταν όχι τόσο σε κάποιες κατά διαστήματα εξεγέρσεις της μιας ή της άλλης σκλαβηνίας -άλλες φορές το κέντρο δεν επενέβαινε ούτε όταν οι Σλάβοι χτυπούσαν τη Θεσσαλονίκη- όσο στο νέο παράγοντα, που ήταν η γειτνίαση των Βουλγάρων.

Λίγα χρόνια μετά τον Κωνσταντίνο Δ΄, εξεστράτευσε εναντίον των σκλαβηνιών της Μακεδονίας ο Ιουστινιανός Β΄ το 688, αφού προηγουμένως απώθησε τους Βουλγάρους στη Θράκη. Ήδη το 687/88 μετέφερε δυνάμεις ιππικού απ’ τη Μικρά Ασία στη Θράκη, με σκοπό, όπως λέει ο Θεοφάνης «τους τε Βουλγάρους και τας Σκλαυϊνίας αιχμαλωτίσαι». Επικεφαλής του στρατού αυτού, άρχισε το έτος 688/89 μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Σλάβων. Μετά τη σύγκρουση με τους Βουλγάρους κινήθηκε προς τη Θεσσαλονίκη «πολλά πλήθη των Σκλάβων …παραλαβών».

Η πορεία της εκστρατείας αυτής διαφωτίζει στο έπακρο την κατάσταση που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια. Για να φθάσει δηλαδή ο αυτοκράτορας απ’ την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκε να συγκροτήσει ένα στρατό ειδικά για το σκοπό αυτό και να διασχίσει μια περιοχή όπου υπήρχαν αρκετοί Σλάβοι. Η προέλασή του στη Θεσσαλονίκη θεωρήθηκε μεγάλη πολεμική επιτυχία. Αντίσταση συνάντησε εκ μέρους ορισμένων Σκλαβηνιών μεταξύ Έβρου και Στρυμόνα, ενώ άλλες παραδόθηκαν ειρηνικά στον αυτοκράτορα. Κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη ο Ιουστινιανός Β΄ δώρισε μια αλυκή στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Οι αιχμάλωτοι και μερικοί απ’ εκείνους τους Σλάβους, που συνθηκολόγησαν, μεταφέρθηκαν στο θέμα Οψικίου, στη Βιθυνία, με την ιδιότητα των γεωργών – στρατιωτών. Ο Ιουστινιανός έδειξε εύνοια στους Σλάβους αυτούς κι αποκάλεσε μάλιστα το στρατιωτικό σώμα που σχημάτισε απ’ αυτούς «λαόν περιούσιον». Η μεταφορά Σλαβικών πληθυσμών της Βαλκανικής στη Μικρά Ασία απέβλεπε στην ελάττωση του σλαβικού στοιχείου της Μακεδονίας, Θράκης και των ομόρων περιοχών, και ταυτόχρονα στην ενίσχυση του αγροτικού πληθυσμού του μικρασιατικού χώρου. Το κράτος καινοτόμησε στον τρόπο που οργάνωσε το μετοικισμό. Επέτρεψε να διατηρήσουν οι έποικοι την εθνική ομοιογένεια, για να μην αισθάνονται ξένοι στο νέο κοινωνικό και θρησκευτικό τους περιβάλλον, αλλά διασκόρπισε τις εγκαταστάσεις τους σε μεγάλη έκταση για ν’ αποτρέψει τις δυνατότητες συντονισμένης επαναστατικής εξέγερσης εκ μέρους τους.

Στα πλαίσια της προσπάθειας για την ένταξη των Σλάβων στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου, ο Ιουστινιανός Β΄ εμπιστεύθηκε σε Σλάβους τις κλεισούρες του Στρυμόνα για να τις προστατεύουν εναντίον των Βουλγάρων. Πρόκειται για τους Σμολένους ή Σμολεάνους, που ως τότε κατοικούσαν ανατολικά απ’ το Νέστο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας είδαν τους Βουλγάρους ως εχθρούς. Έτσι δέχονται ν’ αναλάβουν απ’ τη βυζαντινή διοίκηση αποστολές συναφείς με την άμυνα της Μακεδονίας εναντίον των Βουλγάρων.

Στους επόμενους χρόνους η βυζαντινή εξουσία δεν ανέχθηκε από μέρους των Σλάβων επαναστατικές κινήσεις. Αντιμετώπιζε τέτοιου είδους κινήματα στέλνοντας στρατιωτικά σώματα για την καταστολή τους (Κωνσταντίνος Ε΄- 759, λογοθέτης του οξέως δρόμου Σταυράκιος – 782-83). Οι Σλάβοι της Μακεδονίας και της Πελοποννήσου, και στις δύο περιπτώσεις νικήθηκαν και υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν νέο ετήσιο φόρο.

Νέα φάση εποικιστικής πολιτικής εγκαινιάζεται στις αρχές του 9ου αιώνα απ’ τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α΄ και φαίνεται ότι συνδέεται με την ανανέωση των βουλγαρικών επιθέσεων. Αναφέρεται, πράγματι ότι ο αυτοκράτωρ διέταξε να μεταφερθούν στις σκλαβηνίες του βυζαντινού κράτους βυζαντινοί υπήκοοι απ’ όλα τα θέματα. Η διαταγή, (που ο ιστορικός Θεοφάνης εντάσσει στις λεγόμενες «κακώσεις» του Νικηφόρου Α΄, δηλαδή σε διάφορα δραστικά και γι’ αυτό επαχθή εποικιστικά, οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα που απέβλεπαν στην εξυγίανση της αυτοκρατορικής οικονομίας), όριζε μικρή προθεσμία, από τον Σεπτέμβριο του 809 ως το Πάσχα του 810, και επέβαλλε την αναγκαστική εκποίηση της ακίνητης περιουσίας εκείνων που ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν. Η διαταγή εκτελέστηκε, παρά τους κλαυθμούς και οδυρμούς των θιγομένων. Στις σκλαβηνίες, όπου εγκαταστάθηκαν οι έποικοι, έλαβαν γαίες με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Σοβαρές ενδείξεις πείθουν ότι το μέτρο αυτό αφορούσε κυρίως το μακεδονικό και θρακικό χώρο και απέβλεπε στην πύκνωση του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής, με στόχο την αποτελεσματική ενίσχυση της άμυνας εναντίον των Βουλγάρων. Πράγματι, λίγο αργότερα, κατά την τρίτη δεκαετία του 9ου αιώνα και οπωσδήποτε πριν απ’ το 836, μαρτυρείται η ύπαρξη θέματος Θεσσαλονίκης. Το γεγονός είναι χαρακτηριστικό της προόδου της αφομοίωσης των σλαβικών φύλων στη Μακεδονία. Η ίδρυση του θέματος προϋποθέτει εσωτερική γαλήνη και ειρήνευση. Πράγματι, η προσοχή του θεματικού στρατού αναμένεται ότι θα είναι αποκλειστικά στραμμένη στους εξωτερικούς εχθρούς, απερίσπαστη από εσωτερικές ταραχές ανυπότακτων στοιχείων. Οι στρατιώτες του θέματος που είχαν λάβει κλήρο απ’ τον αυτοκράτορα ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, θα ήταν ασφαλώς αυτοί που εποικίστηκαν απ’ τον Νικηφόρο Α΄ στις μακεδονικές σκλαβηνίες. Όμως, σύμφωνα με τις Βυζαντινές συνήθειες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκαν και νομιμόφρονες Σλάβοι.

Ο P. Lemerle δίνει, εδώ ακριβώς, τη μεγαλύτερη προσοχή του, σ’ αυτή την άλλη όψη της αντίστασης του Βυζαντίου που λαμβάνει χώρα πίσω απ’ τα σύνορά του και στο εσωτερικό των εδαφών του: την οργάνωση των θεμάτων για την αντιμετώπιση δύσκολων ή επικίνδυνων καταστάσεων. Αυτή η βαθιά μεταρρύθμιση στην επαρχιακή διοίκηση δεν έγινε την ίδια χρονική στιγμή σ’ όλες τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Ακολούθησε μια πορεία ανάλογη με την εμφάνιση του κινδύνου. Και μπορεί να πει κανείς ότι η δημιουργία των θεμάτων της Βαλκανικής σημειώνει σημαντικά βήματα προς τον «επανελληνισμό» της Χερσονήσου.
Το πρώτο θέμα που δημιουργείται στην Ευρώπη είναι το θέμα της Θράκης. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, αφού πρώτα αναφέρεται στην εποχή κατά την οποία δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη, συνεχίζει γράφοντας:

«Αλλά, αφού ο απαίσιος λαός των Βουλγάρων έφτασε και εγκαταστάθηκε στο Δούναβη, ο βασιλιάς εγκατέστησε σ’ αυτή την περιοχή θέμα με στρατηγό λόγω των επιδρομών των Σκυθών και των Βουλγάρων».

Το θέμα της Θράκης, του οποίου μια πρώτη αναφορά βρίσκεται σ’ ένα γράμμα του Ιουστινιανού Β΄ της 17ης Φεβρουαρίου 687, δημιουργήθηκε στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙV Πωγωνάτου, ανάμεσα στο 680 – 685 και η δημιουργία του ανταποκρινόταν στο βουλγαρικό κίνδυνο.

Στο Σλαβικό κίνδυνο ανταποκρίθηκε, λίγο αργότερα, η δημιουργία απ’ τον Ιουστινιανό Β΄ του θέματος της Ελλάδος (πριν το 695). Είναι αλήθεια πως δεν ξέρουμε ποια ήταν τα όρια του θέματος Θράκης προς Δυσμάς, ούτε τα όρια του θέματος της Ελλάδος προς Βορρά.

Για την μεταβατική εποχή του 7ου – 8ου αιώνα δεν μπορεί να ορίσει κανείς με ακρίβεια τα όρια της αρμοδιότητας της αρχαίας praefectura του Ιλλυρικού (Praefectura per Illyricum). Αυτό που είναι σχεδόν σίγουρο, είναι ότι η ύπαρξή της ως διοικητικής ενότητας ήταν απλά θεωρητική, και με την εξαίρεση της Θεσσαλονίκης και ίσως μιας στενής λωρίδας απ’ την ακτή της, η υπόλοιπη περιοχή στερούνταν σταθερής διοίκησης. Η προοδευτική επαναφορά της περιοχής σ’ ένα σταθερό διοικητικό καθεστώς θα σημειωθεί με τη δημιουργία καινούριων θεμάτων που θα καλύψουν σιγά-σιγά το έδαφος του παλιού Ιλλυρικού. (Θέμα της Μακεδονίας -πιθανόν ανάμεσα στο 789-802, θέμα της Θεσσαλονίκης – αρχές 9ου αιώνα, Θέμα Στρυμόνα – αρχές 9ου αιώνα, τούρμα και μετέπειτα θέμα Βολερού). Με τη δημιουργία τους μια καινούρια περίοδος αρχίζει στην ιστορία των Βαλκανίων.

Μπορεί συνεπώς να λεχθεί ότι απ’ τις αρχές του 9ου αιώνα είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί η στρατιωτικοπολιτική και διοικητική ένταξη στα πλαίσια της αυτοκρατορίας των αποδυναμωμένων πια σλαβικών πληθυσμών της Μακεδονίας και επιπλέον, ότι είχαν τεθεί, χάρη στα δημογραφικά μέτρα που ενίσχυσαν το ελληνοβυζαντινό στοιχείο τα θεμέλια της πολιτιστικής αφομοίωσης των Σλάβων: η τελευταία θα ολοκληρωθεί σχεδόν πριν απ’ το τέλος του 9ου αιώνα χάρη στον εξελληνισμό (την επικράτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας) και χάρη στον εκχριστιανισμό όλου του σλαβικού στοιχείου της αυτοκρατορίας κι όχι μόνον των αρχόντων τους, που νωρίς είχαν υιοθετήσει τη γλώσσα, την ενδυμασία, τους τρόπους ζωής, και όπως μας δείχνει η επίκληση προς το Θεό ή τη Θεοτόκο πολλών μολυβδοβούλλων τους, τη θρησκεία των Βυζαντινών. Είναι φανερό ότι η σύσταση επισκοπών στα κέντρα των σλαβικών εγκαταστάσεων (π.χ. επισκοπή Σμολένων το 864), δηλώνει την ευρεία διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ των Σλάβων: η εκκλησιαστική οργάνωση συνδυασμένη με τη θεματική οργάνωση του συνόλου της περιοχής που απ’ τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης εκτείνεται ως τον Έβρο, αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη της ολοκληρωτικής ένταξης των σλαβογενών πληθυσμών στο Βυζάντιο, παρά τις σποραδικές τάσεις για ανταρσία που ποτέ δεν έπαψαν να εκδηλώνουν τα ατίθασα αυτά φύλα προς κάθε οργανωμένη αρχή.

Είναι αυτονόητο, ότι η ένταξη των Σλάβων στη βυζαντινή κοινωνία (η οποία ακολούθησε την αφομοίωσή τους μέσω της διασπάσεως και της τεχνητής αραιώσεως των σλαβικών φυλετικών ομάδων, μέσω της πνευματικής επιδράσεως της εκκλησίας και μέσω της πολιτικοστρατιωτικής και διοικητικής τους απορρόφησης στο κρατικό μηχανισμό – «η κολυμβήθρα του θείου βαπτίσματος τους Σλάβους τω χριστεπώνυμω λαώ συνεμόρφωσε»), αν και συνάντησε κάποιες δυσκολίες λόγω των επαναστατικών τους κινημάτων, επιτεύχθηκε πλήρως και για το λόγο ότι η αντίδραση αυτή ήταν αδύναμη και σποραδική: τους Σλάβους της Ελλάδας χαρακτήριζε πλήρης έλλειψη και των στοιχειωδών ακόμη προϋποθέσεων για τη δημιουργία εθνικής και πολιτικής ενότητας και επομένως οργανωμένης αντιδράσεως κατά της βυζαντινής πολιτικής και του προηγμένου τοπικού στοιχείου. Την εργασία της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού, που επιτελέστηκε, αναφέρει χωρίο των Τακτικών του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού:

«Τοιαύτα δε (τα σλαβικά φύλα)», λέει ο συγγραφέας, «ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας, της τε δουλείας ηλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων και στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών εξεπαίσευσεν, ούτω πως επιμελώς περί τα τοιαύτα διακείμενος».

Με την ένταξη των Σλάβων στη βυζαντινή κοινωνία, δημιουργήθηκαν συνθήκες ειρήνης και ευμάρειας για την περιοχή της Μακεδονίας, απ’ τις οποίες επωφελήθηκε, κατά κύριο λόγο, η Θεσσαλονίκη. Η μακεδονική μεγαλούπολη γνωρίζει, έτσι, μια νέα περίοδο ακμής, που αρχίζει απ’ τα μέσα του 9ου αιώνα και συνεχίζεται αδιάλειπτα, σχεδόν, μέχρι τη φραγκική κατάκτηση.

Στο ζήτημα της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού των Σλάβων, μεγάλο χώρο καταλαμβάνει η εξέταση των γλωσσικών καταλοίπων των Σλάβων στην Ελλάδα, που ήδη απ’ το 19ο αιώνα τα χρησιμοποίησε ο Fallmerayer για να αποδείξει τον πλήρη «εκσλαβισμό» του ελληνικού χώρου.

Τις γλωσσικές επιδράσεις των Σλάβων διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες: α)στη γραφομένη λόγια ελληνική γλώσσα, β) στη λεξιλογική επίδραση επί της ομιλουμένης ελληνικής και γ) στα τοπωνύμια. Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, ο Fallmerayer είχε υποστηρίξει ότι η απώλεια και η ανάλυση του απαρεμφάτου οφείλονταν στην επίδραση των σλαβικών γλωσσών, ενώ άλλοι ερευνητές, ο Miklosich και ο W. Meyer απέδωσαν το φαινόμενο, ο πρώτος σε αλβανική και ο δεύτερος σε ιλλυρική επιρροή. Οι παλιές αυτές πλάνες ανατράπηκαν με τη δημοσίευση εργασιών, όπως της πραγματείας του D. Hesseling. Αποδείχτηκε έτσι, ότι «η απώλεια του απαρεμφάτου στην ελληνική εξηγείται δια των γλωσσικών φαινομένων, τα οποία μας αποκαλύπτει η μελέτη της γλώσσας αυτής καθ’ εαυτήν» και ότι «το φαινόμενο της αποβολής του απαρεμφάτου έχει τις ρίζες του στη γλώσσα των πρωτοχριστιανικών χρόνων κι ότι επομένως λανθασμένα αποδίδεται σε σλαβική επίδραση».

Όμως μεγαλύτερη προσοχή αξίζουν τα σλαβικά δάνεια της νεότερης ελληνικής, δάνεια αποκλειστικά λεξιλογικά. Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι σημαντικός, γιατί ο απλός δανεισμός μερικών λέξεων που διαμορφώνονται στα φωνητικά και γραμματικά πλαίσια της γλώσσας, είναι αναπόφευκτος σε λαούς που άσκησαν πνευματική επιρροή και ήρθαν σε επικοινωνία με αλλόγλωσσες εθνικές ομάδες.

Η κατά κατηγορίες ταξινόμηση των λεξιλογικών δανείων, κατά τον Meyer, δείχνει ότι οι σλαβικές λέξεις που εισαχθήκανε στη νέα ελληνική αναφέρονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στον καθημερινό βίο αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών. Σπάνια, επίθετα δηλώνουν ψυχικές ιδιότητες του ανθρώπου και καμιά σλαβική λέξη δεν δηλώνει αφηρημένες έννοιες. Η παρατήρηση αυτή είναι ενδεικτική της πνευματικής στάθμης των σλαβικών πληθυσμών και του βαθμού της επίδρασής τους. Αν, απ’ την άλλη μεριά, κατανείμουμε τα σλαβικά λεξιλογικά δάνεια κατά γεωγραφικές ενότητες, θα έχουμε, κατά τον G. Meyer πάντα, την ακόλουθη στατιστική εικόνα: Ήπειρος 95, Θεσσαλία 36, Μακεδονία 43, Θράκη 31, Στερεά, Πελοπόννησος και νησιά 31. Αυτή η κατανομή οδηγεί σε σπουδαία μεθοδολογικά και ιστορικά συμπεράσματα. Θα ήταν φυσικό να περιμένουμε περισσότερες γλωσσικές επιδράσεις σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας και στη Θράκη, κυρίως στη Ροδόπη. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος των λεξιλογικών δανείων εντοπίζεται στην Ήπειρο, όπου, κατά τους πρώιμους τουλάχιστον χρόνους, οι σλαβικές εγκαταστάσεις δεν ήταν πυκνές. Όπως σωστά παρατήρησε ο Gaster πολλές σλαβικές λέξεις μεταδόθηκαν στη νέα ελληνική έμμεσα μέσω τρίτων, μη σλαβικών φορέων, όπως οι Αλβανοί και οι Βλάχοι. Επομένως η στιγμή κατά την οποία κάθε δανεισμένη λέξη μπήκε στην ελληνική γλώσσα, είναι ανάγκη να καθορίζεται είτε μέσα απ’ τα ελάχιστα γραπτά μνημεία που έχουν σωθεί, είτε με τη φωνητική μελέτη των λέξεων και τη βοήθεια της συγκριτικής γλωσσολογίας. Δηλαδή για να εκτιμηθούν σωστά τα γλωσσικά κατάλοιπα των Σλάβων πρέπει το γλωσσικό υλικό να γίνει πλήρως γνωστό και να εξεταστεί συγκριτικά προς τις άλλες, σλαβικές και μη γλώσσες της Χερσονήσου του Αίμου. Πάντως, κατά τον Vasmer, «αντίθετα προς τις δοξασίες του Fallmerayer, η νεοελληνική γλώσσα ελάχιστα υπέστη την σλαβική επίδραση».

Την τρίτη κατηγορία γλωσσικών καταλοίπων, τα τοπωνύμια, χρησιμοποίησε κυρίως ο Fallmerayer για να στηρίξει τη θεωρία του περί διασπάσεως της ελληνικής παραδόσεως. Όμως αν εξετάσουμε το Βόρειο τμήμα της Βαλκανικής, το οποίο αποτέλεσε τον κατεξοχήν χώρο δράσεως των σλαβικών φύλων, θα παρατηρήσουμε ότι τα φύλα αυτά, ιδίως όσον αφορά στα προσλαβικά αστικά κέντρα, επέδειξαν πρωτοφανή δυσχέρεια στη γεωγραφική μετονομασία τους. Γι’ αυτό, σειρά ολόκληρη μεγάλων αστικών κέντρων φέρει ακόμη και σήμερα παλαιά ελληνικά, ρωμαϊκά, Θρακοϊλλυρικά ή και κελτικά ονόματα (π.χ. Ναϊσσός – Nisch, Αυγούσται – Οgost, Βονωνία – Vidin, Ulpiana – Lipljan, Dorostolum – Δορόστολον, Δρίστρα – Silistria, κ.τ.λ.).

Όσον αφορά τις νοτιότερες ελληνικές περιοχές, το θέμα των τοπωνυμιακών καταλοίπων είναι περισσότερο πολύπλοκο. Εδώ πρέπει να γίνει διάκριση των σλαβικών τοπωνυμίων σε δύο κατηγορίες: στα τοπωνύμια, των οποίων φορείς ήταν οι Σλάβοι έποικοι, «τα οποία αυτοί επέβαλλαν και τα οποία, μόνα αντιπροσωπεύουν την πραγματικήν, την ιστορικώς απηκριβωμένην και ουσιαστικήν επίδρασιν του σλαβικού στοιχείου εις την ονοματολογίαν της ελληνικής χώρας» (π.χ. Αράχωβα, Ζαγορά, Χελμός, Νεζερός κ.τ.λ.), και τα τοπωνύμια, τα οποία αποτελούν δευτερογενείς σχηματισμούς και δεν έχουν καμιά σχέση με το αρχικό εποικιστικό στοιχείο. Αυτά πλάσθηκαν απ’ τους Έλληνες σύμφωνα με τους φωνητικούς και μορφολογικούς κανόνες της ελληνικής γλώσσας (π.χ. Βάλιος, Ασπρόβαλτος, Μεσολόγγι, Παραλογγοί, Στάνη, Παλιοστάνη κ.τ.λ.). Αυτά τα τελευταία, μολονότι, προέρχονται από λέξεις σλαβικής προελεύσεως, δεν έχουν καμιά αποδεικτική σημασία, και καταχρηστικά και αντεπιστημονικά χαρακτηρίζονται σα σλαβικές.

Ο ιστορικός πρέπει να κάνει πολύ προσεκτική χρήση των στατιστικών δεδομένων προκειμένου να προβεί στη διατύπωση γενικότερων συμπερασμάτων, γιατί οι απόλυτες στατιστικές παρατηρήσεις παρουσιάζουν μονομέρεια και απλοϊκή ενατένιση των προβλημάτων με κίνδυνο παρερμηνείας των ιστορικών φαινομένων. Η στατιστική στην ιστορία τότε μόνο μπορεί να δώσει σαφείς εικόνες και να ερμηνεύσει ικανοποιητικά ιστορικές καταστάσεις, όταν λαμβάνονται ανά πάσαν στιγμήν υπ’ όψιν οι ιδιότητες του εξεταζομένου αντικειμένου. Πιο συγκεκριμένα, ο ιστορικός που εξετάζει από στατιστική άποψη το τοπωνυμικό υλικό, οφείλει πριν προβεί στη διατύπωση γενικότερων σκέψεων, να εξετάσει: α)αν το υλικό αυτό κατανέμεται κατά προτίμηση στις ορεινές, στις πεδινές ή στις παράλιες περιοχές. β) την σπουδαιότητα των συνοικισμών που δηλώνονται με τα ξενικά ονόματα, κι αυτό όχι μόνο στη βάση των σημερινών δεδομένων, αλλά ιστορικά, γιατί συνοικισμοί, οι οποίοι κατά τον Μεσαίωνα ήταν ασήμαντοι, εξελίχθηκαν συν τω χρόνω, σε αστικά κέντρα, και γ) εάν τα ξενικά ονόματα δόθηκαν απ’ τους εποίκους σε τόπους ακατοίκητους πριν, ή αντίθετα εξετόπισαν παλιότερα ελληνικά ονόματα.

Έχοντας κατά νου όλες τις παραπάνω επιφυλάξεις για τις στατιστικές μεθόδους και μετά από βαθιά μελέτη του τοπωνυμιακού υλικού, μπορεί κανείς να πεισθεί ότι οι συνοικισμοί της Ν. Ελλάδας, που δηλώνονται με σλαβικά ονόματα ήταν κατά κανόνα και εξακολουθούν να είναι ασήμαντοι αγροτικοί και ποιμενικοί σταθμοί. Υπάρχουν βέβαια ελάχιστες εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον κανόνα: τα Βοδενά, η Βοστίτσα, τα Γρεβενά, το Ζητούνι (Λαμία). Επιπροσθέτως, ο Vasmer υποστηρίζει, με βάση στατιστικά δεδομένα, ότι η ανατολική Ελλάδα, υπέστη μικρότερη σλαβική επίδραση απ’ τη δυτική. Στην Πελοπόννησο η Κόρινθος και ιδιαίτερα η Αργολίδα πλήγησαν ελάχιστα απ’ τις σλαβικές επιδρομές, στην Στερεά Ελλάδα η Αττική και η Βοιωτία. Όπου οι ακτές ήταν προσφορότερες για απόβαση, όπως στην Ανατ. Θεσσαλία, εκεί κατά πάσα πιθανότητα, οι Σλάβοι απωθήθηκαν ευκολότερα. Επίσης διέμειναν περισσότερο στους απομακρυσμένους απ’ τη θάλασσα ορεινούς όγκους, εφ’ όσον κατόρθωσαν να εισχωρήσουν σ’ αυτές τις περιοχές. Σ’ αυτό το γεγονός οφείλεται η ασθενής σλαβική επίδραση στην ονοματολογία της Εύβοιας, της Μαγνησίας, της Λάρισας, η οποία εξαίρεται ιδιαίτερα συγκρινόμενη με την ονοματολογία των Τρικάλων – Καρδίτσας, καθώς και τα πολλά σλαβικά ονόματα της Αρκαδίας και του Ταϋγέτου.

Το πρόβλημα των σλαβικών γλωσσικών καταλοίπων συνδέεται και εγείρει ένα άλλο πρόβλημα: το ποιοί ήταν οι Σλάβοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα και σε ποια απ’ τις μεγαλύτερες σλαβικές ομάδες ανήκαν. Για τα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές χώρες, γνωρίζουμε δυστυχώς μόνο μερικά σποραδικά ονόματα. Έτσι δεν μπορούμε, μέσα απ’ αυτά, να οδηγηθούμε σε γενικότερα συμπεράσματα όσον αφορά στην ένταξη των σλαβικών αυτών φύλων σε κάποιο μεγαλύτερο κλάδο της σλαβικής οικογένειας. Τα ονόματα αυτά είναι ελληνικής ή άγνωστης, μη σλαβικής πάντως, προελεύσεως (Στρυμονίται, Ρήχιοι, Σαγουδάτοι) ή συνδέονται με λέξεις που αναφέρονται στο φυσικό περιβάλλον (Εζερίται απ’ το ezero λίμνη), και σε φαινόμενα κοινωνικά (Δρογουβίται απ’ το drugavati), ή τέλος είναι αμφισβητούμενης ετυμολογίας και καταγωγής.

Λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων ιστορικών τεκμηρίων ή αρχαιολογικών ευρημάτων, μόνο η φωνητική και μορφολογική έρευνα των τοπωνυμίων που διασώθηκαν, είναι δυνατόν να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων. Σύμφωνα μ’ αυτή, οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στις ελληνικές περιοχές υπάγονται στη νότια ομάδα που περιλαμβάνει τους Σλοβένους, τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους εκσλαβισθέντες γλωσσικά Βουλγάρους. Σε αντίθεση με την παλιότερη θεωρία του Kopitar, που δεχόταν ότι οι πρώιμοι Σλάβοι που κατέβηκαν προς τον Δούναβη αποτελούσαν αρχικά ενιαία φυλετικά ομάδα που διασπάστηκε εκ των υστέρων, η νεότερη φιλολογική σχολή υποστηρίζει ότι τα σλαβικά αυτά φύλα έφεραν εξ αρχής τα στοιχεία της διαφοροποίησης. Έτσι, πολύ νωρίς, στην οικογένεια των Νοτίων Σλάβων διαμορφώθηκαν τρεις κλάδοι που τους χαρακτήριζε γλωσσική ιδιορρυθμία: οι Σλοβένοι, οι ΣερβοΚροάτες και οι Σλάβοι του Αίμου, που είναι γνωστοί με το άσχετο προς τη Σλαβική οικογένεια όνομα των Βουλγάρων.

Ο έβδομος βυζαντινός αιώνας υπήρξε αιώνας μεγάλων αλλαγών, μεταρρυθμίσεων και αγώνων. Πανίσχυρες αυτοκρατορίες εξαφανίζονται (Περσία) ή παύουν ν’ απειλούν το Βυζάντιο (Αβαρική Αυτοκρατορία). Όμως νέοι κίνδυνοι εμφανίζονται. Νέες εθνότητες, νέοι λαοί (Σλάβοι) απειλούν τώρα το Βυζάντιο. Κατορθώνοντας την αφομοίωση και τον εκβυζαντινισμό τους, το Βυζάντιο ανανεώνεται σημαντικά και βγαίνει μέσα απ’ τις προσπάθειές του ενδυναμωμένο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Σλάβοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανανέωση του βυζαντινού κράτους, κατά τον έβδομο αιώνα. Η συμβολή τους όμως δεν συνίσταται στην ειρηνική τους διείσδυση και στην εισαγωγή εκ μέρους τους μιας δήθεν ειδικής σλαβικής κοινοτικής οργανώσεως στο Βυζάντιο, όπως πολλές φορές υποστηρίχθηκε με βάση μια σειρά από λαθεμένα συμπεράσματα, αλλά στην ανανέωση της αποδυναμωμένης αυτοκρατορίας με νέες δυνάμεις, αφού οι έποικοι «στρατιώτες» και οι ανεξάρτητοι γεωργοί των βυζαντινών θεμάτων περιλαμβάνουν τώρα και Σλάβους. Ο Lemerle τονίζει τη σημασία της δημογραφικής ζυμώσεως (bouleversement demographique), η οποία άρχισε στο Βυζάντιο τον 7ο αιώνα με την εμφάνιση των Σλάβων. Κι αυτή η δημογραφική ζύμωση και στη συνέχεια η πλήρης ένταξη των Σλάβων της Ελλάδας στο διοικητικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποδεικνύουν, με τον καλύτερο τρόπο, τον δυναμισμό της λειτουργίας της, αλλά και της πολιτιστική της ανωτερότητα.

Για τη νεότερη ιστορική έρευνα και επιστήμη, η οποία προ πολλού υπερέβη τα όρια της στενής ερμηνείας των κειμένων με τη βοήθεια άλλων επιστημών (στην προκειμένη περίπτωση, της Εθνολογίας και της Ανθρωπολογίας), το «Σλαβικό ζήτημα» δεν υφίσταται πλέον. Η Ελλάδα υπέστη επανειλημμένα επιδρομές και δηώσεις από επήλυδες λαούς, γι’ αυτό είναι βέβαιο ότι λείψανά τους (στην προκειμένη περίπτωση γλωσσικά και κυρίως λεξιλογικά) συνεχίζουν να υπάρχουν, καθώς και, λόγω της επιμιξίας, ελαφρές κρανιολογικές αλλοιώσεις. Όμως η εθνική υπόσταση των λαών δεν έγκειται στις κρανιολογικές μετρήσεις αλλά στην ενότητα της συνειδήσεως. Άλλωστε, ο βαθμός της αγνότητας μιας ανθρώπινης φυλής είναι, κατά πρώτιστο λόγο, απόρροια της γεωγραφικής της απομόνωσης, γεγονός το οποίο δεν προσιδιάζει στην πολυκύμαντη ελληνική ιστορία. Η βαθμιαία μετατροπή των ανθρωπολογικών φυλών σε εθνικές ομάδες, δηλαδή σε λαούς και έθνη, σημαίνει ότι η φυσική ενότητα της ανθρωπότητας, εάν ποτέ υπήρξε, αντικαθίσταται απ’ την ψυχική και πνευματική ενότητα μεταξύ των λαών.

Στους ψυχικούς και πνευματικούς αυτούς παράγοντες στήριξε και το Βυζάντιο την εκπολιτιστική του δράση και την αφομοιωτική του δραστηριότητα έναντι των Σλάβων. Με την κοινή παιδεία και την κοινή πίστη παρασκεύασε τα πλαίσια για την επιρροή του, για την ακτινοβολία του ελληνικού του πολιτισμού.

«Μεταξύ δυο ηπείρων», λέει ο A. Rambaud, «η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σαν ζωντανός βλαστός ανάμεσα σε δυο κοτυληδόνες: αφομοιώνει, κατεργάζεται και μεταπλάσσει τα ετερόκλητα στοιχεία των επαρχιών της Ασίας και της Ευρώπης. Στους κόλπους της προσφεύγουν τυχοδιώκτες και από τη Δύση και απ’ Ανατολή. Σε μικρό χρονικό διάστημα τους μεταβάλλει σε Έλληνες: Λησμονούν τα βάρβαρα ιδιώματά τους και αποδέχονται τη γλώσσα του Βυζαντίου, οι ειδωλολατρικές τους προλήψεις υποχωρούν μπροστά στην Ορθοδοξία του. Το Βυζάντιο τους δέχεται άξεστους, βάρβαρους και τους αποδίδει στους δρόμους της τεράστιας αυτοκρατορίας του, εγγράμματους, σοφούς, θεολόγους, ικανούς διοικητές και εύστροφους κρατικούς λειτουργούς».

Σύμφωνα μ’ αυτό το πνεύμα, η σύγχρονη επιστημονική έρευνα λύνει το «Σλαβικό ζήτημα», βάσει της αφομοίωσης και του εκβυζαντινισμού των Σλάβων της Ελλάδας, συγκαταριθμώντας το γεγονός αυτό στα επιτεύγματα του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

H λατρεία των λειψάνων των αγίων στο Πρώιμο Βυζάντιο: Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

H λατρεία των λειψάνων των αγίων στο Πρώιμο Βυζάντιο

Ως φίλοι του Θεού ή στρατιώτες  του Χριστού οι Άγιοι κατείχαν τεράστια δύναμη. Θεωρητικά όλοι όσοι  είχαν μετοικήσει στην αυλή του Θεού ήταν άγιοι, αλλά πρακτικά οι χριστιανικές εκκλησίες παρείχαν σε σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων τον τίτλο του αγίου και το προνόμιο της δημόσιας  προσκύνησης.

Η προσκύνηση και η λατρεία των ανθρώπων που θεωρήθηκαν άγιοι βρίσκεται στην καρδιά των τελετουργικών πρακτικών της ύστερης αρχαιότητας και της μεσαιωνικής, χριστιανικής κοινωνίας σε Ανατολή και Δύση. Μέσω της λατρείας των λειψάνων οι ζώντες χριστιανοί μπορούσαν ν’ αναζητήσουν την προστασία και βοήθεια του εξαγνισμένου, εξαγιασμένου νεκρού προσώπου που τώρα βρισκόταν στον παράδεισο. Εκτός απ’ τα λείψανα, η προσκύνηση των εικόνων των Αγίων, υπήρξε εξίσου σημαντική στις βυζαντινές περιοχές.

Οι χριστιανοί δια μέσου των Αγίων γίνονται κατά κανόνα ικανοί να πραγματοποιούν θαύματα με τη θεϊκή επικουρία. Μπορούσαν να θεραπεύσουν την ασθένεια, να αντιμετωπίσουν την πείνα, να σβήσουν καταστροφικές πυρκαγιές, να νικήσουν τους εχθρούς. Οι υπερφυσικές δυνάμεις των Αγίων, πάντα εντυπωσιακές και χρήσιμες, μπορούσαν να απευθύνουν αιτήσεις των θνητών στο Θεό με σκοπό αυτός να ευνοήσει τους προστατευόμενούς τους. Αφού ο χριστιανισμός διακήρυσσε την παγκοσμιότητα της αμαρτίας και τη συνακόλουθη θεϊκή κρίση και τιμωρία της, αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να απαλλαγούν απ’ τις συνέπειες των αμαρτιών τους, έπρεπε ν’ αναζητήσουν τη βοήθεια ενός αγίου. Οι ζωντανοί προσδοκούσαν θαύματα, όταν τα ζητούσαν απ’ τους Αγίους. Η υπερφυσική δύναμη που κατείχαν οι Άγιοι προέκυπτε ως άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου ζωής τους ενόσω ζούσαν. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι αυτή η δύναμη πιστευόταν ότι προέρχεται κατευθείαν απ’ το Θεό και ότι η τιμή που αποδιδόταν στους Αγίους θεωρούνταν ένα μέσο λατρείας του Θεού. Ο Αυγουστίνος της Ιππώνος παρατηρεί σχετικά (d. 430) : «Οι προσφορές μας στα ιερά είναι προσφορές προς το Θεό. Οι μάρτυρες έχουν το δικό τους χώρο τιμής αλλά δεν λατρεύονται σε αντικατάσταση του Χριστού».

Το φύλο και ο μισογυνισμός επηρέασαν και δόμησαν τη θεωρία και την πράξη της προσκύνησης των λειψάνων στη μεσαιωνική χριστιανική κοινωνία με πολλούς τρόπους. Οι γυναίκες πάντοτε αποτελούσαν μειοψηφία ως τιμώμενες και εορταζόμενες αγίες απ’ τις χριστιανικές κοινότητες και ακόμη μικρότερη πλειοψηφία ανάμεσα σ’ εκείνους τους αγίους που τα λείψανά τους προσκυνούνταν ευρέως. Οι ζώσες γυναίκες αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από εκείνες τις θέσεις της θρησκευτικής και πολιτικής ιεραρχίας που είχε αρμοδιότητα σε ζητήματα λατρείας αγίων. Ακόμη οι γυναίκες κατά καιρούς αποκλείονταν απ’ την πρόσβαση σε λείψανα αγίων. Ταυτόχρονα οι κληρικοί θεωρούσαν τις γυναίκες πιο επιρρεπείς απ’ τους άνδρες σε επικίνδυνες προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, γεγονός που μπορούσε να τις οδηγήσει σε απαγορευμένες ατραπούς ως προς τη χρήση των αγίων λειψάνων. Οι μάρτυρες ήταν εκείνοι που πρωτοαναγνωρίστηκαν ως  άγιοι απ’ τις χριστιανικές προσκυνώντας και λατρεύοντας τα λείψανά τους. Η πρωϊμότερη αφήγηση της χριστιανικής αγιογραφίας, το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου (περίπου 167 μ.Χ.), καταγράφει και τη διατήρηση του σώματος του μάρτυρος ως ιερού κειμηλίου και τον εορτασμό της μέρας του θανάτου του ως θρησκευτικής πανηγύρεως. Έτσι είναι φανερό ότι και η λατρεία των αγίων λειψάνων και η εκκλησιαστική-λειτουργική λατρεία των αγίων, ανάγουν την καταγωγή τους στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες.

Οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη των μαρτύρων με γιορτές που λάμβαναν χώρα κοντά στους τάφους τους σε υπαίθρια κοιμητήρια. Μικροί ιεροί χώροι ανηγέρθησαν επίσης πάνω από τάφους μαρτύρων όπως για παράδειγμα του Πέτρου στο Βατικανό λόφο της Ρώμης. Όμως μόνο με την έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων (313) και άλλων επισήμων αναγνωρίσεων του χριστιανισμού η δημόσια λατρεία μαρτύρων και αγίων απέκτησε καθολική αποδοχή και άρχισε ν’ αναπτύσσεται πραγματικά. Μια Σύνοδος Επισκόπων στη Γάγγρα το 340 μ.Χ. έφτασε στο σημείο να εκδώσει διάταγμα αφορισμού για κάθε χριστιανό που τολμούσε ν’ αμφισβητήσει την ιερότητα των λειψάνων. Στη διάρκεια του 4ου αιώνα κτίστηκαν μεγαλοπρεπείς εκκλησίες στα ιερά- μαρτύρια πολλών μαρτύρων. Και εδώ όπως και σ’ άλλες πτυχές της οργάνωσης της χριστιανικής εκκλησίας ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος έχει την πρωτοκαθεδρία κτίζοντας μια επιβλητική εκκλησία πάνω στον τάφο του αποστόλου Πέτρου. Αυτά τα ιερά, συνήθως απομακρυσμένα απ’ τα τείχη των πόλεων αποτέλεσαν ένα στοιχείο-κλειδί στην αστική τοπογραφία της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μερικά απ’ αυτά τα πρώιμα μαρτύρια ήταν αφιερωμένα σε γυναίκες όπως το ιερό της Ευλαλίας στη Μερίντα της Ισπανίας, της Κρισπίνας στη Θήβεσσα της Τυνησίας και της Θέκλας στη Σελεύκεια της Μ.Ασίας. Ίσως το πιο σπουδαίο απ’ αυτά να ήταν το ιερό της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα κοντά στην Κων/πολη, ένα μαζικό συγκρότημα που αποτελούνταν από τρεις χωριστές εκκλησίες. Σύμφωνα με τον Ευάγριο τον Ποντικό (+ 399), μέσω μιας μηχανικής κατασκευής, οι πιστοί της Αγίας Ευφημίας εισήγαγαν σφουγγάρια στον τάφο της τα οποία καλύπτονταν με το θαυματουργό αίμα της απορροφώντας το, γινόμενα μ’ αυτό τον τρόπο τα ίδια ιερά λείψανα τα οποία οι προσκυνητές μπορούσαν να πάρουν μαζί τους φεύγοντας.

Με την επίσημη αποδοχή του χριστιανισμού ασκητές και αργότερα Επίσκοποι, διδάσκαλοι και άλλοι, θεωρήθηκαν άγιοι υπό τον τίτλο του ομολογητού και του ιατρού των ψυχών, εφόσον κήρυτταν και δίδασκαν την ορθή πίστη. Κανείς δεν μπορούσε να γίνει άγιος σε πλήρη απομόνωση απ’ τη χριστιανική κοινότητα: έπρεπε πρώτα να γίνει αποδεκτός ως ενσάρκωση της αγιότητας απ’ την κοινότητα και αργότερα ν’ αναγνωριστεί επίσημα απ’ τις εκκλησιαστικές αρχές.

Όσον αφορά τη γυναικεία αγιότητα στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους, πρέπει να τονιστεί πως έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καθιέρωση και στην εδραίωση της λατρείας των αγίων λειψάνων. Οι γυναίκες ως πιστές χριστιανές και ταυτόχρονα ως φορείς της αρχαίας μεσογειακής κοινωνικής παράδοσης αναλάμβαναν σημαντικές υπευθυνότητες κατά την ταφή και την κηδεία του νεκρού. Οι χριστιανές γυναίκες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ενεπλάκησαν απ’ την αρχή στενά στη διαδικασία της εξεύρεσης και της κατασκευής ιερών για τα λείψανα των μαρτύρων. Και ενώ αυτή τους η δραστηριότητα μειωνόταν απ’ τον αυξημένο επισκοπικό έλεγχο στη λατρεία των λειψάνων, οι γυναίκες των αυτοκρατορικών και αργότερα κι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών θα συνέχιζαν επί μακρόν να εξασκούν σημαντική επιρροή στη σύσταση και ίδρυση καινούργιων χριστιανικών προσκυνημάτων. Πραγματικά δύο απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις αγίων λειψάνων στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο αποδίδονται σε γυναίκες, αφού ως τα χρόνια του Αμβροσίου Μεδιολάνων (+397 μ.Χ.), η μητέρα του Κων/νου Αγία Ελένη (+330 μ.Χ.) ανακάλυψε τα απομεινάρια του Τιμίου σταυρού στο Γολγοθά, ενώ η αυτοκράτειρα Πουλχερία επέβλεψε την ανακάλυψη των λειψάνων των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας το 451. Οι γυναίκες επίσης συγκαταλέγονται στους πιο αφοσιωμένους πανηγυριστές των ιερών χριστιανικών γιορτών που συρρέουν μαζικά στα ιερά των αγίων.

Η λατρεία των σημαντικών μαρτύρων και αγίων, είτε παγχριστιανική είτε τοπική, έλαβε με το χρόνο καθορισμένη μορφή περιλαμβάνοντας ανάγνωση αποσπασμάτων από το βίο του μάρτυρα-αγίου και μεγαλοπρεπείς τελετουργίες και πομπές περιφοράς των αγίων λειψάνων τους. Ιδιαίτερα οι μοναστικές κοινότητες είχαν υιοθετήσει μια σειρά εορτών μνημόνευσης των αγίων και προσευχής για τη μεσολάβησή τους στο Θεό. Λειτουργικά ημερολόγια και Μηναία συνδεόμενα με περιφέρειες, μοναστήρια και μοναχικά τάγματα διασώζονται αρκετά σε μεσαιωνικά λειτουργικά χειρόγραφα, ιδιαίτερα σε μαρτυρολόγια και συλλογές αγιογραφικών αναγνωσμάτων.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις θρησκευτικές πρακτικές με τις οποίες συνδέονται τα λείψανα στο μεσαιωνικό χριστιανισμό είναι ζωτικής σημασίας να τις θεωρήσουμε υπό το πρίσμα μιας εσχατολογικής προοπτικής. Ένας άγιος ήταν πάνω απ’ όλα μια ψυχή που κατοικούσε στον παράδεισο. Την ημέρα της κρίσης κάθε ανθρώπινο σώμα θα επανασυντεθεί στα εξ’ ων συνετέθη, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της χριστιανικής θεολογίας. Έτσι τα λείψανα των αγίων ήταν μια ζωντανή απόδειξη της αέναης σωματικής τους υπόστασης στον κόσμο του εδώ και στον κόσμο του επέκεινα. Ιδωμένος μέσα σ’ αυτή την προοπτική ένας τάφος αγίου ή μια λειψανοθήκη αποτελούσε έναν ζωντανό διάμεσο-διαμεσολαβητή του ανθρώπου προς το Θεό. Επομένως τα ιερά λείψανα δεν ήταν απλώς σύμβολα των αγίων αλλά η συνεχιζόμενη φυσική τους παρουσία στον κόσμο. Όπως αναφέρει μια επιγραφή του 5ου αιώνα στον τάφο του αγίου Μαρτίνου της Tours (397 μ.Χ.): «Εδώ κείτεται ο ιεράς μνήμης Επίσκοπος Μαρτίνος, του οποίου η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, αλλά ο οποίος βρίσκεται συνέχεια ανάμεσά μας αποδεικνύοντας με τη δύναμη των θαυμάτων του τη χάρη και την ευλογία του». Και σύμφωνα με τον σύγχρονο μελετητή Peter Brown «τα λείψανα υπήρξαν τα συνδετικά στοιχεία γης και ουρανού».

Ορισμένα λείψανα αγίων τοποθετούνταν σε βωμούς εκκλησιών ως μέρος της διαδικασίας της καθιέρωσής τους ή τοποθετούνταν σε περίτεχνα διακοσμημένες λειψανοθήκες. Αυτές είτε βρισκόντουσαν σε εκκλησίες για δημόσια προσκύνηση, είτε σε ιδιωτικές οικίες πλουσίων ανθρώπων για ιδιωτική λατρεία. Οι κανονικές διατάξεις πάντως επέβαλαν να διατηρούνται τα λείψανα των αγίων και να φυλάσσονται στους βωμούς των εκκλησιών ως συστατικό στοιχείο της θεμελίωσής τους. Τα λείψανα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων, δεν ωφελούσαν τους χριστιανούς μόνο στη διάρκεια της επίγειας ζωής τους, αλλά και κατά το θάνατό τους: οι ταφές κοντά στα ιερά αγίων που φυλάσσονταν λείψανα (ad. Sanctus) εκτιμώνταν και επιδιώκονταν ιδιαίτερα, αφού κατά την ημέρα της κρίσης η υπερφυσική δύναμη του λειψάνου θα μπορούσε να συμπαρασύρει το γειτνιάζοντα νεκρό στην αιώνια δόξα.

Η παλαιότερη καταγραφή συλλογής λειψάνων μαρτύρων εντοπίζεται στο Μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου (156 μ.Χ.). Πολυάριθμες, παρόμοιες αναφορές επιβιώνουν απ’ την περίοδο των διωγμών, εκ των οποίων περίπου οι μισές προέρχονται από τους βίους γυναικών μαρτύρων. Η δημόσια προσκύνηση των λειψάνων αυξήθηκε σε σημασία και γεωγραφική διασπορά κατά τη διάρκεια του 4ου και ως τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα μ.Χ., ιδιαίτερα υπό την σθεναρή επιρροή και προτροπή του Αμβροσίου Μεδιολάνων(397). Απ’ αυτή, τουλάχιστον, την εποχή η εκκλησιαστική ιεραρχία άρχισε να εξασκεί εξουσία και να καταβάλλει έντονες προσπάθειες στο να ελέγξει την προσκύνηση και λατρεία των λειψάνων απ’ τους λαϊκούς των χριστιανικών κοινοτήτων(ποίμνιο). Απασχολήθηκε και με την αυθεντικότητα των ίδιων των λειψάνων και με την ορθοδοξία των πρακτικών λατρείας και προσκύνησής τους.

Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας:  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων  

Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας

Το Βυζάντιο ως κρατικό μόρφωμα και η Ορθόδοξη παράδοση συνδέονται στενά. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι η πνευματικότητα.

Ωστόσο, η καθημερινότητα της ζωής των απλών ανθρώπων, τα Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας στις ποικίλες Όψεις της Βυζαντινής κοινωνίας, τα κοινωνικά προβλήματα, η σημασία της μόρφωσης στο μοναχισμό, η σημασία της εγγραμματοσύνης στην κοινωνική ζωή, το διαζύγιο και ο βιασμός, ο υπόκοσμος και οι φυλακές, η επαιτεία-ζητιανιά δεν μπορούν επ’ ουδενί να παραβλεφτούν από το μελετητή. Το Βυζάντιο αποτελεί επίσης ένα αναγκαίο συστατικό της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε δει στον Δυτικό Κόσμο μιαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών, σύμφωνα με τις οποίες το Βυζάντιο εκπροσωπεί μια συνέχεια επιλεγμένων στοιχείων της κλασικής παράδοσης, με όρους συνέχειας παρά αντίθεσης.  \

Μόρφωση και μοναχισμός, η σημασία της εγγραμματοσύνης στο Βυζάντιο

Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, εθιμικώ και τυπικώ δικαίω, όταν ο ηγούμενος καταλάβαινε ότι πλησίαζε η τελευταία του στιγμή, καθόριζε τρεις υποψηφίους, τους πιο άξιους κατά την εκτίμησή του, ανάμεσα στα μέλη της μοναστικής κοινότητας,  από τους οποίους η κοινότητα έπρεπε να εκλέξει τον έναν. Συνέβαινε, όμως,  ορισμένες φορές οι μοναχοί να μη λαβαίνουν υπ’ όψιν τους τις υποδείξεις αυτές και να γίνονται επιλογές απίθανες, «απείρου κάλλους» κατά το κοινώς λεγόμενο, με τις οποίες τοποθετούνταν επικεφαλής της μονής άτομα τελείως αμόρφωτα και ακαλλιέργητα, που δεν γνώριζαν ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Ωστόσο τέτοια πρόσωπα αρκετές φορές έχαιραν μεγάλης συμπάθειας και εξαιρετικής δημοφιλίας. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον Πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό (1084-1111) να συστήσει με επείγουσα εγκύκλιο στις θρησκευτικές κοινότητες να μην εκλέγουν αναλφάβητους ηγουμένους.

Το πιο σημαντικό πρόσωπο της μονής ύστερα από τον ηγούμενο, ήταν ο οικονόμος, άμεσος και στενός συνεργάτης αυτού. Ο οικονόμος είναι επιφορτισμένος με όλη τη διαχείριση της μοναστικής περιουσίας και κοινότητας. Αν η τελευταία κατέχει κτήματα- κι αυτή ήταν η πιο συχνή περίπτωση-τα διαχειρίζεται και εποπτεύει τους εργάτες  που εργάζονται σε αυτά. Την εποχή του θερισμού και του τρύγου στέλνει στα κτήματα ομάδες μοναχών, για να διευθύνουν την πορεία των εργασιών και στην ανάγκη να συμμετάσχουν σε αυτές. Στην αρμοδιότητά του ανήκει η τρομερά πολύπλοκη  λογιστική εργασία των μοναστηριακών επιχειρήσεων, οι λεπτεπίλεπτες σχέσεις με το δημόσιο ταμείο, που είναι ένας εχθρός πονηρός και ειδικευμένος στο να στήνει παγίδες. Τέλος αναλαμβάνει τη δικαστική εκπροσώπηση της κοινότητας στις πολλές δίκες, με τις οποίες τα μοναστήρια διεκδικούν περιουσιακά στοιχεία από τους γείτονες και τους πελάτες τους.

Στον εκκλησιάρχη η μονή συνήθως εμπιστευόταν τη φύλαξη του πολύτιμου υλικού που ανήκει στην εκκλησία της μονής, τα λειτουργικά βιβλία, τις «λειτουργικές»-άγιες  εικόνες, τα ιερά σκεύη, τα διάφορα κοσμήματα. Ο χαρτοφύλακας μεριμνά με τη σειρά του για το αρχείο του μοναστικού οίκου. Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, δυτικό και βυζαντινό, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, συντελούνταν μια πραγματική πνευματική κοσμογονία: με τον πλούτο των συγγραμμάτων τους, τα προνόμια και τους ισχυρούς συνδέσμους τους με τους ισχυρούς της κάθε περιόδου, συντέλεσαν σε αξιόλογες πνευματικές κινήσεις,  πολύπροπα ευεργετικές για τις αντίστοιχες ανθρώπινες κοινωνίες. Κατά τη Βυζαντινή μάλιστα εποχή, οι μονές με τις πλούσιες συλλογές χειρογράφων, κωδίκων που προέρχονταν από ποικίλα βιβλιογραφικά εργαστήρια, πολύτιμων αντικειμένων λατρείας και τέχνης, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε κάθε βυζαντινή αναγέννηση των γραμμάτων, σε όλους τους βυζαντινούς «ανθρωπισμούς» που εν είδει προανάκρουσης άνοιγαν ένα πρώιμο μονοπάτι στην Μεγάλη, Ιταλική Αναγέννηση. Αργότερα, όταν τα προϊόντα της τυπογραφίας κυκλοφόρησαν και στην υπόδουλη στους Τούρκους «Ανατολή», οι μοναστηριακές μας βιβλιοθήκες εμπλουτίστηκαν και με έντυπο υλικό. Παρά τις καταστροφές και τις λεηλασίες που επακολούθησαν, διέσωσαν χιλιάδες χειρόγραφα, σπάνια και λεπτουργημένα, αληθινά μνημεία του πνεύματος, της τέχνης, του πολιτισμού.

 

Διαζύγιο και βιασμός

Ο βυζαντινός νομοθέτης προβλέπει για τις άπιστες συζύγους ατιμωτικό διαζύγιο με την ακόλουθη νομική διατύπωση: «δεν είναι δίκαιο αυτός που παντρεύτηκε μια γυναίκα για να απολαύσει τις  χαρές ενός τίμιου γάμου, να είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίζει ως σύζυγό του αυτή που διάψευσε τις προσδοκίες του, που παραβίασε τις συζυγικές της υποχρεώσεις και που παραδόθηκε χωρίς ντροπή στον εναγκαλισμό ενός άλλου…». Αυτό ίσχυε για τις παντρεμένες γυναίκες.

Η στάση του Βυζαντινού νομοθέτη απέναντι στην πράξη του βιασμού είχε υποστεί στη διάρκεια των αιώνων μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη από κοινωνικής απόψεως. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες του 8ου αιώνα δείχτηκαν απέναντί της σχετικά επιεικείς. «Εκείνος που θα βιάσει μια παρθένα, δηλώνει η 17η διάταξη της «Εκλογής», με τη συγκατάθεσή της, αλλά χωρίς οι γονείς της να το γνωρίζουν, αν θελήσει να την παντρευτεί κι αν οι γονείς συγκατατίθενται δε θα βρει  αντιμέτωπο το νόμο. Αν όμως οι γονείς ή κάποιος από τους αντίδικους αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του, ο βιαστής υποχρεώνεται, αν είναι πλούσιος, να δώσει στη διακορευμένη κόρη μια λίβρα χρυσού. Αν είναι λιγότερο πλούσιος, θα δώσει τη μισή περιουσία του κι αν είναι τελείως φτωχός, θα του ξυρίσουν το κεφάλι κι αφού του δώσουν μερικούς ραβδισμούς, θα τον εξορίσουν».

Υπόκοσμος και φυλακές: οι φυλακές στο Βυζαντινό κράτος

Υπήρχαν στο Βυζάντιο ιδιωτικές φυλακές, στις οποίες ένα πρόσωπο με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή, φυλάκιζε χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση άτομα που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του.  Επίσημα δεν επιτρεπόταν εκ του νόμου να λειτουργούν  αυτά τα ιδιωτικά σωφρονιστικά ιδρύματα  και ο νόμος καταδίκαζε αυτόν που έκλεινε κάποιον σε ιδιωτική φυλακή επί ποινή φυλακίσεως. Στην πράξη, όμως, αυτές οι συνήθειες που εδράζονται στην επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου, διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Οι  φυλακές κοινού ποινικού δικαίου διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εξωτερικές και εσωτερικές. οι πρώτες (εξώτεραι φυλακαί) , οι οποίες φωτίζονταν από το φως της ημέρας, προορίζονταν για τους προνομιούχους φυλακισμένους, που δεν ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Οι δεύτερες (εσώτεραι ή ενδότεραι) ήταν βυθισμένες σε σχεδόν ολοκληρωτικό σκοτάδι. Μόνο οι διάδρομοι φωτίζονταν από ένα αμυδρό λύχνο λαδιού. Οι ειρκτές ήταν γεμάτες από καταδίκους. Οι φυλακισμένοι βρώμικοι, τυλιγμένοι με κουρέλια,  γεμάτοι ψείρες, δεμένοι με αλυσίδες από ένα πάσσαλο,  ξάπλωναν κατάχαμα, στο κρύο έδαφος.

Στις φυλακές δεν υπήρχαν μόνο κλέφτες. Έβλεπε κανείς δολοφόνους ανακατεμένους με χρεοφειλέτες, με μοιχούς, με μάγους, με επιτήδειους χαρτοκλέφτες, με τρελλούς και πνευματικά ή διανοητικά διαταραγμένους που έμεναν στη φυλακή αν η οικογένειά τους δεν ενδιαφερόταν γι αυτούς. Γυναίκες δεν υπήρχαν στις φυλακές. Αν παρουσιαζόταν περίπτωση που έπρεπε να τις περιορίσουν, τις έκλειναν σε μοναστήρι.

Οι επισκέπτες των συγγενών επιτρέπονταν υπό τον όρο ότι προηγουμένως θα δωροδοκούσαν αδρά, σε είδος και χρήμα, τους φύλακες. Οι τελευταίοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές ενός αρχιφύλακα, ο οποίος έστελνε τους κρατουμένους να ζητιανέψουν στην πόλη. Όταν επέστρεφαν, τους έπαιρνε όλα τα χρήματα που τους έδιναν οι φιλεύσπλαχνοι διαβάτες, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να πληρώσουν την τροφή που τους παρείχε η φυλακή. Οι δραπετεύσεις συνήθως τιμωρούνταν με θάνατο. Οι φύλακες που, είτε από συγκατάβαση είτε από απροσεξία, θεωρούνταν υπεύθυνοι για τη δραπέτευση, καταδικάζονταν στην ποινή της ειρκτής. Ο αρχιφύλακας τιμωρούνταν μόνο με μαστίγωση.

Στην εποχή των Κομνηνών εμφανίζεται μια τάση εξανθρωπισμού του θεσμού των φυλακών. Πλέον, οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας επιτρέπονται. Επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και να ρωτούν τους κρατουμένους αν τους χορηγείται το καθορισμένο για αυτούς φαγητό. Μπορούσε επίσης να διαταχθεί η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη του αργούσε πολύ, στην περίπτωση φυσικά που δεν κατηγορούνταν για φόνο.

Η επαιτεία-ζητιανά στο Βυζάντιο

Μετά τους κλέφτες και τους λοιπούς ποινικούς καταδίκους, ας εξετάσουμε τη θέση των ζητιάνων στη βυζαντινή κοινωνία. Οι ζητιάνοι αποτελούσαν κυριολεκτικά «συντεχνία», που τη διαμόρφωναν όσοι χαρακτηρίζονταν από τη βυζαντινή διοίκηση ως «πένητες». Σε αυτή την κοινωνική κατηγορία ανήκαν κυρίως ζητιάνοι, τα ορφανά μικρής ηλικίας που ήταν ουκ ολίγα λόγω πολέμων, δηώσεων και λοιμών-λιμών, οι εξασθενημένοι γέροι και γενικά οι άνθρωποι που ήταν ανίκανοι να εργαστούν και δεν είχαν τα μέσα να θρέψουν την οικογένειά τους.

Οι εκκλησιαστικές αρχές είχαν αναγνωρίσει από παλιά στο Βυζάντιο το «επάγγελμα» του ζητιάνου. Αυτή η ιδιότητα αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτή με τα ίδια δικαιώματα που είχαν και οι άλλοι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών υπηρεσιών, απολαμβάνοντας της υλικής βοήθειας της εκκλησίας. Η μέθοδος και οι τρόποι, όμως, της επαιτείας που χρησιμοποιούνταν, οδηγούσε στο να διαμορφώνεται ανάμεσα σ΄αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους μια παράξενη ιεραρχία: υπήρχε πρώτα η κατηγορία των «βοηθουμένων» που είχε εξελιχθεί σε ομάδα μικροεισοδηματιών, οι οποίοι εξασφάλιζαν έτσι το καθημερινό τους ψωμί  κι ένα καταφύγιο για να κοιμούνται-όσο πενιχρά κι αν ήταν αυτά-σε αντάλλαγμα μερικών μικρουπηρεσιών που προσέφεραν. Μέσα στα καθήκοντά τους, ίσως το κυριότερο, ήταν το να στέκονται ομαδικά στην είσοδο της εκκλησίας κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών, να παρευρίσκονται κανονικά κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας και να αντιδρούν με έντονο πάθος στα συγκινητικά μέρη του κηρύγματος. Αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια κοινωνική χρησιμότητα, ζούσαν με έξοδα της εκκλησίας μια απλή ζωή χωρίς στερήσεις.

Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο:  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων  

Εκπαίδευση και Σχολεία στο Βυζάντιο

Ακόμη, το Βυζαντινό Κράτος ποτέ δεν είχε για μεγάλη χρονική διάρκεια την ίδια έκταση ούτε οι πολίτες του είχαν ομοιογένεια. Έτσι, π.χ. κατά την πρώτη περίοδο, ένας υπήκοος του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μπορούσε να έχει γεννηθεί στην Αθήνα που κυριαρχούσε η ελληνική κλασσική παιδεία, ενώ άλλοι ζούσαν σε περιοχές όπου η εκπαίδευση είχε τα τοπικά της χαρακτηριστικά.Ο θρησκευτικός παράγοντας που η επιρροή του ήταν τόσο έντονη, καθόρισε και το σκοπό της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο: Βασική επιδίωξη ήταν η μόρφωση χριστιανών πολιτών, που να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους προς την εκκλησία και την πολιτεία. Επειδή δεν υπήρχε εκ μέρους του κράτους οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε οι πολίτες είχαν υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία, ο καθένας ενδιαφερόταν, ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, για τις σπουδές των παιδιών του, ενώ η πολιτεία και η εκκλησία φρόντιζαν μόνο για εκείνους που ήθελαν να τύχουν αγωγής και παιδείας. Έτσι η εκκλησία αναλάμβανε κυρίως τη στοιχειώδη εκπαίδευση, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, ενώ η Πολιτεία απ’ την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την «δευτεροβάθμια» εκπαίδευση απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η εκκλησία ασκούσε με πολλούς τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον σημαντικό της ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Το μεσοδιάστημα της βασιλείας του Ιουλιανού του Παραβάτη αποτελεί τη σύντομη διακοπή αυτής της επίδρασης: Από το δεύτερο έτος της βασιλείας του, ο Ιουλιανός άρχισε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής του πολιτικής. Παρέδωσε την εκπαίδευση στους εθνικούς, υποστηρίζοντας την άποψη ότι η αμάθεια και η αγροικία είναι χαρακτηριστικά των χριστιανών. Έτσι, στις 17 Ιουνίου του 362 μ.Χ. σε νόμο-διάταγμά του καθόριζε ότι οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διδάσκονται τα κλασσικά Ελληνικά Γράμματα, όμως έχαναν κάθε δικαίωμα να τα διδάσκουν οι ίδιοι. Κατά τον τρόπο αυτό, για τον χριστιανό διδάσκαλο-καθηγητή της εποχής του Ιουλιανού, διαγράφονταν οι εξής επιλογές: α) να αλλάξει την πίστη του για να μη χάσει τη δουλειά του, β) να διατηρήσει την πίστη του, αλλά να απολέσει τη θέση του, και γ) να προσαρμοστεί υποκριτικά στην απαίτηση του αυτοκράτορα και μεθοδικά να υπονομεύει την πίστη του στους θεούς ή να φανεί ουδέτερος προς την παλιά θρησκεία.

Γενικά, όλοι οι βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό προς την εκπαίδευση. Τη θεωρούσαν ως το πρώτο από τα αγαθά που μπορούσαν να κατέχουν και το οποίο δε θα τους «πρόδιδε» ποτέ. Γι’ αυτό οι πατέρες φρόντιζαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Τα παιδιά, μετά από τα έξι ή επτά τους χρόνια πήγαιναν στα σχολεία για να μάθουν τα πρώτα τους γράμματα που ονομάζονταν Προπαιδεία των μαθημάτων και πιο συχνά Ιερά Γράμματα, επειδή οι δάσκαλοι της στοιχειώδους εκπαίδευσης ήταν οι πιο πολλοί κληρικοί και μοναχοί και δίδασκαν το αλφάβητο, τον συλλαβισμό, την ανάγνωση και τη γραφή μέσα από εκκλησιαστικά, ως επί το πλείστον, κείμενα. Οι μαθητές διδάσκονταν, μ’ αυτή τη μεθοδολογία, στοιχεία γραμματικής, αριθμητική, αρχαία ιστορία, μυθολογία, ωδική και θρησκευτικά. Εκείνος που δίδασκε τα πρώτα στοιχεία καλούνταν στοιχευτής ή γραμματιστής κι εκείνος που δίδασκε αριθμητική, δηλαδή το «ψηφίζειν», λεγόταν ψηφιστής.

Ειδικά κτίρια για τα σχολεία, και μάλιστα της στοιχειώδους εκπαίδευσης, δεν υπήρχαν. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια στον περίβολο των εκκλησιών, σε νάρθηκες, όπως επίσης και σε οικήματα κοντά σε μοναστήρια.

 

«Εγκύκλια Παίδευση»

Μετά από τρία ή τέσσερα χρόνια το παιδί τέλειωνε το σχολείο του γραμματιστή, δηλαδή της πρώτης βαθμίδας, και όποιος ήθελε και μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του πήγαινε στο σχολείο του Γραμματικού για την Εγκύκλιο Παίδευση. Η δεύτερη αυτή βαθμίδα ήταν ανώτερη από την προηγούμενη και οι γνώσεις που πρόσφερε ήταν απαραίτητες για κείνον που επεδίωκε να μπει σε κρατική υπηρεσία και με τον καιρό να πάρει ένα ανώτερο αξίωμα στην πολιτεία. Τα τρία, λοιπόν, στάδια της γνώσης και της μόρφωσης οδηγούσαν το μαθητή σε πνευματική και κοινωνική άνοδο και εξέλιξη.

Το πρώτο βασικό στάδιο της διδασκαλίας της γραμματικής είχε ως σκοπό την άριστη κατά το δυνατό γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Στη συνέχεια οι μαθητές άρχιζαν να μελετούν ποιητές. Από τους ποιητές προτιμούνταν οι επικοί, και κυρίως ο Όμηρος. Επίσης διδάσκονταν Ησίοδο, Πίνδαρο, Αρχίλοχο, τραγικούς (Αισχύλο, Ευριπίδη, Σοφοκλή), και αργότερα και κωμικούς (Αριστοφάνη). Κοντά σε αυτούς μελετούσαν και έργα χριστιανών ποιητών, όπως τα «έπη» του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Ακολουθούσε η διδασκαλία των πεζών συγγραφέων, Ξενοφώντα, Ηροδότου, Θουκυδίδη, Πλουτάρχου και άλλων, καθώς και της Ιστορίας, Πολιτικής και Εκκλησιαστικής.

Το δεύτερο στάδιο άρχιζε με την Ρητορική, για την οποία οι Βυζαντινοί είχαν εκτίμηση, διότι ήταν πολύ χρήσιμη μάθηση και τέχνη. Ήταν απαραίτητη γνώση τόσο για τους κληρικούς, που θα κήρυτταν το θείο λόγο από τον άμβωνα, όσο και τους πολιτικούς-διπλωμάτες, που θα έπρεπε να πείθουν στις διαπραγματεύσεις τους, και τους δικηγόρους, για να είναι πειστικοί στα δικαστήρια.

Το τρίτο στάδιο αποτελούσε η φιλοσοφία, ως επιστέγασμα της εγκύκλιας μόρφωσης. Σ’ αυτό διδάσκονταν η Λογική, η Ηθική, η Δογματική και η Μεταφυσική. Στη Φιλοσοφία ανήκαν τα μαθηματικά ή αλλιώς η «Μαθηματική επιστήμη» και η τετρακτύς: η Αριθμητική, η Μουσική, η Γεωμετρία και η Αστρονομία.

Αναγκαίο μάθημα ακόμη ήταν η Οξυγραφία ή Σημειογραφία, δηλαδή στενογραφία και ταχυγραφία, διότι για να γίνει κάποιος γραμματέας (Νοτάριος) στο δημόσιο έπρεπε να ξέρει να γράφει γρήγορα και σωστά ό,τι του υπαγόρευαν.

Η φοίτηση στα σχολεία της εγκύκλιας εκπαίδευσης διαρκούσε τέσσερα έως πέντε χρόνια. Όσοι τελείωναν και ένιωθαν τις δυνάμεις τους αρκετές, είχαν το δικαίωμα να πάνε στην ανώτατη ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση για περισσότερες ακόμη σπουδές.

Η εκκλησία και η πολιτεία είχαν πολλές απαιτήσεις από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Ζητούσαν να γνωρίζουν πολύ καλά τα αντικείμενα της διδασκαλίας τους, να είναι πράοι και φιλάνθρωποι, πρότυπα αρετής διδάσκοντας με το παράδειγμά τους. Να αγαπούν τους μαθητές και να θυσιάζονται για αυτούς. Αν και οι απαιτήσεις ήταν πολλές, οι αμοιβές ήταν μικρές. Προσπαθούσαν με κάποιους «συνδυασμούς» να βελτιώσουν την κατάστασή τους, όμως έμεναν φτωχοί. Κατά την διάρκεια του σχολικού έτους υπήρχαν πολλές γιορτές που διέκοπταν τα μαθήματα και ξεκούραζαν τους μαθητές.

Η παιδεία και οι γυναίκες.

Πάντως, οι γνώσεις μας για την παιδεία των αγοριών στο Βυζάντιο είναι αρκετές, οπωσδήποτε περισσότερες από όσα γνωρίζουμε για την εκπαίδευση των κοριτσιών. Οι ιστορικές πηγές γύρω από αυτό το θέμα είναι περιορισμένες. Έτσι δεν γνωρίζουμε με πληρότητα τι δυνατότητες υπήρχαν για την μόρφωση των γυναικών, αν και στη Βυζαντινή Ιστορία αναφέρονται πολλές μορφωμένες γυναίκες.

Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι δεν υπήρχαν πουθενά σχολεία γυναικών στο Βυζάντιο και κατά κανόνα τα κορίτσια δεν είχαν την ίδια εκπαίδευση με τους άνδρες. Άλλοι όμως ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη από τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατό στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση), για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια, που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους, αλλά οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε σε ανώτατο Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία (370-415 μ.Χ.) στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό πανεπιστήμονος γυναίκας, η Πουλχερία, η αδερφή του Θεοδοσίου Β΄, και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία, κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου (Ε΄ αιώνος), η οποία συντέλεσε στη σύνταξη των νόμων του, η ποιήτρια Κασσιανή (Θ΄ αιώνος), σπουδαία υμνωδός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα η Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου Αλεξιάς, όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Αυτή ήταν ερασιτέχνης γιατρός και, σύμφωνα με τις πηγές, γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός. Κι άλλες γυναίκες, εκτός από την παραπάνω, υπήρχαν, που είχαν αρκετές και σοβαρές γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν, όπου όμως είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.

Τα Ανώτερα Πνευματικά Ιδρύματα.

Πολύ πριν ιδρυθεί το πρώτο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, πολλές άλλες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν φημισμένες για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές τους, όπως η Αθήνα για την ακαδημία της, σπουδαία φιλοσοφική σχολή, η Αλεξάνδρεια για το Μουσείο της, όπου διδάσκονταν η φιλοσοφία, τα μαθηματικά, η ιατρική κ.λ.π. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα υπήρχαν επίσης στη Συρία, όπως η Βηρυτός με την περίφημη νομική σχολή, που ο μέγας ρήτορας Λιβάνιος την ονόμαζε «Μητέρα των Νόμων», η Αντιόχεια και η Έδεσσα με τις Θεολογικές σχολές και η Γάζα της Παλαιστίνης με την φημισμένη σχολή ρητόρων και ποιητών, που συνέβαλε ιδιαίτερα στην πρόοδο της σκέψης και της φιλολογίας της εποχής εκείνης.

Η Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, δεν διέθετε εκπαιδευτική παράδοση. Είναι βέβαιο, όμως, ότι πολλοί γραμματικοί, ρήτορες, ίσως και φιλόσοφοι, συγκεντρώθηκαν εκεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι η οργάνωση της ανώτερης εκπαίδευσης άρχισε από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτό, όμως, δεν βεβαιώνεται από συγκεκριμένες μαρτυρίες. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε πνευματική πρωτεύουσα στους χρόνους του Κωνσταντίνου Β΄(337-361), καθώς συγκεντρώθηκαν πολλοί διάσημοι δάσκαλοι, που άνοιξαν εκεί σχολές και προσέλκυσαν πολλούς ακροατές. Οι πιο σπουδαίοι ήταν ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος, ειδωλολάτρες και οι δύο. Ο τελευταίος μάλιστα, ως καθηγητής της φιλοσοφίας, κατέστησε την Κωνσταντινούπολη τόπο παιδείας (κοινόν παιδεύσεως καταγώγιον), όπως γράφει σε επιστολή του προς τη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης ο ίδιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος.

Στον τομέα της παιδείας άξιος διάδοχος του Κωνσταντίνου στάθηκε ο Ιουλιανός που με την αγάπη του για τα αρχαία γράμματα και την ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη της κλασικής παιδείας κατέστησε οριστικά την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα πνευματική πόλη.

Φυσική συνέπεια όλων αυτών υπήρξε η δια νόμου ίδρυση του πρώτου κρατικού «Πανεπιστημίου» στην Πόλη με το όνομα «Πανδιδακτήριον». Το Φεβρουάριο (26) του 425 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός, εξέδωσε το περίφημο διάταγμα, που κανόνιζε όλα όσα αφορούσαν την ανώτατη αυτή Σχολή. Στην ίδρυση του «Πανδιδακτηρίου» συνέβαλαν, φαίνεται, δύο γυναίκες, η μεγαλύτερη αδελφή του Θεοδοσίου Πουλχερία και η σύζυγός του. Και οι δύο ήταν πολύ μορφωμένες και αγαπούσαν τα Ελληνικά γράμματα. Στο Πανδιδακτήριο διδάσκονταν η φιλολογία, η ρητορική και το ρωμαϊκό δίκαιο, η γραμματική και η φιλοσοφία, όχι όμως και η Θεολογία ,η οποία διδάσκονταν στην Πατριαρχική Σχολή πολύ νωρίς (5ο αιώνα). Το Πανδιδακτήριο από τότε που ιδρύθηκε και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του πέρασε πολλές περιπέτειες. Διάφορα γεγονότα, πόλεμοι, επαναστάσεις, θρησκευτικές έριδες, επηρέασαν την πορεία της ανώτατης παιδείας. Έτσι ο σφετεριστής του θρόνου με στρατιωτική εξέγερση αυτοκράτορας Φωκάς (602-610) έκλεισε το Πανδιδακτήριο, το οποίο -όμως- αναβίωσε αμέσως από τον Ηράκλειο (610-641). Την περίοδο της εικονομαχίας διαταράχτηκε σοβαρά η λειτουργία του αλλά δεν έκλεισε. Έτσι οι Ίσαυροι φαίνεται πως το ονόμασαν «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».

Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός Α΄, επιθυμώντας να κυβερνά σε ένα κράτος χριστιανικό, απαγόρευσε την ειδωλολατρία. Έτσι έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών επειδή ήταν προπύργιο της ειδωλολατρικής παιδείας. Ωστόσο ο ίδιος δεν έθιξε την άλλη φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας, το «Μουσείον», αλλά αντίθετα την ενίσχυσε. Μεγάλη ώθηση έδωσε επίσης στις νομικές σπουδές αυξάνοντας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης τη διδασκαλία τους σε πέντε χρόνια.

Αργότερα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Γ΄, έγινε μια σοβαρή πρόοδος στον τομέα της ανώτερης εκπαίδευσης. Τότε ο Καίσαρας Βάρδας ίδρυσε και οργάνωσε ανώτατη σχολή όπου διδάσκονταν η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία». Η φοίτηση ήταν για τους σπουδαστές δωρεάν. Επειδή αυτό το νέο πνευματικό ίδρυμα εγκαταστάθηκε στο ανάκτορα της Μαγναύρας πήρε το όνομά του από αυτό και έγινε γνωστό ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Σπουδαίες πνευματικές μορφές της εποχής συνδέθηκαν με το ίδρυμα αυτό, όπως ο Λέων μαθηματικός και φιλόσοφος, που διετέλεσε διευθυντής του και ο Φώτιος ο Πατριάρχης που -πιθανότατα- δίδαξε εκεί, και ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος -απόστολος των Σλάβων- που φοίτησε εκεί.

Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας αναδιοργανώνεται. Ο λόγιος αυτός βασιλέας, συνεχίζοντας με ζήλο την πολιτιστική παράδοση ανακαίνισε το Πανδιδακτήριο και πρόσφερε υλική και ηθική ενίσχυση σε διδάσκοντες και σπουδαστές.

Κατά τον 11ο αιώνα η ανώτερη μόρφωση είχε παραμεληθεί. Μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό ζήτησε να γίνουν μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση. Απαιτούσαν να ιδρυθεί ένα είδος νομικού Λυκείου ή Ακαδημίας, ξεχωριστά από την φιλοσοφική σχολή γενικής μόρφωσης. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) μεταρρύθμισε με διάταγμα το Πανδιδακτήριο ιδρύοντας δύο ξεχωριστές σχολές, τη Νομική σχολή με το όνομα «Διδασκαλείον των νόμων» και την Φιλοσοφική με το όνομα «Γυμνάσιον». Σκοπός της πρώτης ήταν να διδάσκεται συστηματικά η νομική επιστήμη για τη δημιουργία ολοκληρωμένων νομικών δικαστών και κρατικών υπαλλήλων. Διευθυντής της έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, ο Νομοφύλαξ του κράτους. Τη Φιλοσοφική σχολή διηύθυνε ο περίφημος Μιχαήλ Ψελλός. Σε αυτή διδάσκονταν κλασικοί συγγραφείς, ρητορική, διαλεκτική, μαθηματικά, αστρονομία, θεωρητική μουσική και θεολογία. Η σχολή αυτή έδωσε τεράστια ώθηση στη διανοητική ανάπτυξη και την φιλοσοφική σκέψη στο Βυζάντιο.

Οι πανεπιστημιακές αυτές σχολές λειτούργησαν μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα προσφέροντας πάρα πολλά. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204) και την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, οι αυτοκράτορές της σκέφτηκαν, για να «επανιδρύσουν» την εκπαιδευτική παράδοση, να μεταφέρουν την ανώτερη παιδεία στη Νίκαια. Εκεί, έλαβαν μέτρα ενίσχυσης των γραμμάτων και των επιστημών με την ίδρυση βιβλιοθηκών και την πρόσκληση σπουδαίων καθηγητών της ιατρικής, των μαθηματικών, της ρητορικής κ.ά. Ο Ιωάννης Βατάτζης (1225-1254), αυτοκράτορας της Νίκαιας ίδρυσε και σχολή Φιλοσοφίας υπό τη διεύθυνση του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ενός από τους πιο αξιόλογους φιλοσόφους του Βυζαντίου. Η Νίκαια την εποχή εκείνη έγινε σπουδαίο κέντρο σπουδών και έφτασε σε μεγάλη ακμή.

Η προσπάθεια να διατηρηθεί η ανώτατη εκπαίδευση συνεχίστηκε και μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς (1261). Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) ανέθεσε στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, να αναλάβει τη διεύθυνση του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ως καθηγητής της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη να διδάξει στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» την Κωνσταντινούπολης τα ανώτερα μαθήματα της «τετρακτύος», δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική. Ο Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος (1282-1328) όρισε τον Θεοδόσιο Μετοχίτη, έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του Βυζαντίου να προΐσταται της ανώτατης παιδείας.

Τέλος, επί Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου (1425-1448) ιδρύθηκε το τελευταίο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το «Καθολικόν Μουσείον» από τον Ιωάννη Αργυρόπουλο (1415-1487), λόγιο και κληρικό, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σοφούς που συντέλεσε στην αναγέννηση των κλασικών σπουδών στην Ιταλία. Αυτός δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1441-1444) πριν έρθει να διδάξει στην Κωνσταντινούπολη. Στο ίδρυμα αυτό δίδαξε επίσης ο Γεώργιος Σχολάριος (1405-1468), ανώτερος δικαστής, μέλος της συγκλήτου και μετά την άλωση ο οικουμενικός πατριάρχης με το όνομα Γεννάδιος.

Τέλος, πρέπει να αναφερθούν οι σπουδαίοι βυζαντινοί ποιητές, όπως ο Ρωμανός ο μελωδός, ο αποκαλούμενος Πίνδαρος και Δάντης της Βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης, ο Κοσμάς ο μελωδός και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας, εξαιρετικός υμνογράφος και πατέρας της σχολαστικής φιλοσοφίας, που βοηθούν στην πνευματική ανάκαμψη της αυτοκρατορίας κατά τις δύσκολες εποχές του 7ου, 8ου, και 9ου αιώνα. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει επίσης σπουδαίους ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Πατριάρχης Σέργιος και ο μεταγενέστερος Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος οργάνωσε στο μοναστήρι του Στουδίου κέντρο αντιγραφής βιβλίων και αρχαίων κωδίκων. Όλοι αυτοί θα οδηγήσουν στην αναγέννηση των γραμμάτων και στην εμφάνιση του πρώτου βυζαντινού ανθρωπισμού.

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία,  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων  

Βυζαντινή Διπλωματία και Πολιτική Ιδεολογία

Η Βυζαντινή Διπλωματία ως συνιστώσα της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με τη διπλωματική ως επιστήμη και με τα λιγοστά διασωθέντα επίσημα, διπλωματικά έγγραφα του Βυζαντινού κράτους.

Σ΄αυτό το σύντομο άρθρο η διπλωματία θα αντιμετωπιστεί ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής και εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου, που το διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα μεσαιωνικά πολιτικά μορφώματα και καθιστούν την οργάνωσή του προηγμένη και σχετικά ορθολογική.

Με τη σταθεροποίηση της κληρονομικής διαδοχής με το θεσμό της συμβασιλείας και συνακόλουθα με τη δημιουργία δυναστειών που παραμένουν για πολύ καιρό στο θρόνο, δυνάμωσε ο κρατικός συγκεντρωτισμός καθώς και η απαίτητηση του αυτοκράτορα για απόλυτη εξουσία.Επί της Μακεδονικής δυναστείας και ειδικότερα επί του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, καταλύθηκαν και οι τελευταίες εξουσίες της Συγκλήτου, κυρίως το δικαίωμα να μετέχει συμβουλευτικά στην επεξεργασία και στην έκδοση νόμων, προνόμιον που περιέρχεται εξ’ ολοκλήρου στο μόναρχον κράτος.Και βέβαια εκεί που φαίνεται καθαρότερα ο απόλυτος συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής, είναι στην αυστηρή ιεραρχία της κρατικής διοίκησης, η οποία είναι επακριβώς προκαθορισμένη, όπως φαίνεται από τα διάφορα ”Τακτικά” της εποχής.

Αυτός ο συγκεντρωτισμός της αυτοκρατορικής αρχής εφοδίασε, με την πάροδο του χρόνου, τη διπλωματία μ΄ένα έντονο επίστρωμα επίδειξης, το οποίο, όπως διαγράφεται μέσα από τα έργα του Κωνσταντίνου Ζ΄του Πορφυρογεννήτου, αποσκοπεί στη δημιουργία εντυπώσεων για την επιβολή του μεγαλείου της αυτοκρατορίας και του ίδιου του Βυζαντινού αυτοκράτορα.Και οι Βυζαντινοί, πραγματικά, πίστευαν ακράδαντα στην αποτελεσματικότητα αυτών των εντυπώσεων.Αυτό, ίσως σήμερα, να μας φαίνεται αφελές.Είμαστε σίγουροι ότι αν βρισκόμασταν στη θέση των επισκεπτών της Κωνσταντινούπολης, θα προσπαθούσαμε ν’ ανακαλύψουμε πίσω από το θέαμα την πραγματικότητα, και φυσικά το κριτήριό μας στην εκτίμηση της δύναμης του Βυζαντίου θα ήταν η κρυμμένη πραγματικότητα κι όχι το φαινόμενο.Κι ίσως οι συσκευές της Ανατολικής ρωμαικής αυτοκρατορίας που προκαλούσαν εντύπωση να μας φαινόντουσαν ακόμη πιο αφελείς από ότι η ίδια η διπλωματική πολιτική.”Θα μπορούσαν, άραγε, ακόμη κι οι πιο απλοικοί βάρβαροι να πάρουν στα σοβαρά τα μηχανικά παιχνίδια που βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου”; αναρωτιέται ο Arnold Toynbee. Ο Λατίνος επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος, απεσταλμένος του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει με κάποια αυταρέσκεια ότι, κατά την πρεσβεία του στον Κωνσταντίνο τον Ζ΄ στα 949, δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τα χρυσά λιοντάρια τον χαιρέτησαν με τον τεχνητό βρυχηθμό τους.Αλλά παραδέχεται ότι η αταραξία του οφειλόταν μόνο στην πρόνοιά του να πληροφορηθεί προκαταβολικά για τις εκπλήξεις που τον περίμεναν.

Οπωσδήποτε, ένας λιγότερο αφελής τρόπος εντυπωσιασμού των βαρβάρων ήταν η επίδειξη των αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του Παλατιού και της πόλης.Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες ήταν ιδιαίτερα επιδέξιες στο να διασκεδάζουν τους σημαντικούς ξένους άρχοντες ή απεσταλμένους τους, με σκοπό να τους εντυπωσιάσουν με το μεγαλείο και την πολυτέλεια της Πόλης.Για τη διακόσμηση, μάλιστα, εκείνων των σημείων του ιερού Παλατίου που θα χρησίμευαν για την υποδοχή των ξένων, δανείζονταν κοσμήματα, είδη χρυσοχοικής και χρυσοκέντητες κουρτίνες απ΄τις εκκλησίες.Η Νέα και άλλες εκκλησίες που βρίσκονταν μέσα στον περίβολο του Ιερού Παλατίου, έπρεπε, οπωσδήποτε, να συνεισφέρουν μ΄όλα τους τα μέσα.Η Υπεραγία Θεοτόκος του Φάρου παρείχε στο παλάτι γιρλάντες πολυελαίων με ασημένιες αλυσίδες, ένα σταυρό κι ένα χρυσό περιστέρι.Το μοναστήρι των Αγίων Σεργίου και Βάκχου(η μικρή Αγία Σοφία που βρισκόταν κοντά στον Ιππόδρομο), μοιραζόταν με τη Νέα Εκκλησία, που προαναφέρθηκε, την τιμή της παροχής διακοσμητικών μέσων για το μεγάλο Τρίκλινο της Μαγναύρας-το κεντρικό σημείο υποδοχής, αφού αυτή η αίθουσα περιείχε τον Σολομωνικό θρόνο.Όμως, από τον κατάλογο των εκκλησιών που δάνειζαν τους θησαυρούς τους, λείπουν η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι, αλλά αυτές οι εκκλησίες δάνειζαν τις χορωδίες τους, φυσικά με αμφίεση που ταίριαζε στην κάθε περίσταση.

Οπωσδήποτε, η διπλωματία του Βυζαντίου ,όπως άλλωστε και κάθε διπλωματία, δεν γνώριζε ηθικές αναστολές.Όταν το επέβαλαν τα πράγματα, η διπλωματία δεν δίσταζε να υποκινήσει μια ξένη φυλή εναντίον ομοθρήσκων γειτόνων.Γιατί οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως αρχή αποτελεσματικής πολιτικής να παρεμποδίζουν ένα πραγματικό ή ένα πιθανό εχθρό παρεμβάλλοντας δυσκολίες στο δρόμο του.Οι πολιτικοί γάμοι επίσης έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική επιβολή του Βυζαντίου, όπως πράγματι έπαιζαν και οι υποδοχές ανθρώπων των οποίων και η απλή παρουσία στη βυζαντινή αυλή μπορούσε ν΄ασκήσει πίεση επί εξωτερικών δυνάμεων.Πάντως, ένα πράγμα είναι βέβαιο:η διπλωματία απαιτούσε μεγάλες δαπάνες σε χρήματα.

Κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή, αρμόδιος για την υποδοχή των βαρβάρων απεσταλμένων ήταν ο λογοθέτης του δρόμου.Αυτός ως ανώτατος προιστάμενος του cursus publicus φρόντιζε με τους χαρτουλαρίους του ”δρόμου” να έχουν οι ξένοι πρεσβευτές σίγουρο ταξίδι ως την πρωτεύουσα, όπου φιλοξενούνταν στο αποκρισιαρίκιο που το διοικούσε ο κουράτωρ και εξυπηρετούνταν από τον ”από των βαρβάρων”, ο οποίος κάλυπτε όλες τις ανάγκες τους, και από τους ερμηνευτές που ήταν οι διερμηνείς στις συνομιλίες με τις βυζαντινές αρχές.Εδώ τελειώνει η πρώτη φάση της υποδοχής των ξένων αξιωματούχων.Κατά τη δεύτερη φάση οι ξένοι παρουσιάζονταν στον αυτοκράτορα. Συνήθως αυτό γινόταν μερικές μέρες μετά τον ερχομό τους και οδηγούνταν, υπό τη συνοδεία του ”λογοθέτη του δρόμου” μέσα από τις λαμπρές αίθουσες του παλατιού που τις φρουρούσαν στρατιώτες με αστραφτερά όπλα, ενώ γύρω τους βρίσκονταν πολυάριθμοι αξιωματούχοι ντυμένοι με τις μεγαλόπρεπες και χρυσοποίκιλτες στολές της αυλής.Όταν, μετά από μεγάλη διαδικασία, έφταναν επιτέλους στην αίθουσα του θρόνου, ο αυτοκράτωρ παρατηρούσε τον ξένο χωρίς να του απευθύνει ούτε μια φορά το λόγο, αφήνοντας στο ”λογοθέτη του δρόμου”, που στεκόταν στο πλάι, τη φροντίδα να ρωτήσει τον επισκέπτη για το σκοπό της επίσκεψής του.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια διαδικασία προκαλούσε δέος και σχεδόν θρησκευτικό σεβασμό στον, κατά κανόνα, άξεστο ξένο για τον αυτοκράτορα και την αυτοκρατορία.Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας χλεύασε τις πομπώδεις τελετές και τις ”γελοίες προσποιήσεις” της Βυζαντινής αυλής, όμως απέτυχε όπως απέτυχαν αργότερα και οι αρχηγοί των Σταυροφοριών να συλλάβει το νόημα του κλασσικού κόσμου, που, παραδόξως, επιζούσε μέσα σ΄ένα μεσαιωνικό περιβάλλον.Για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου η αδιάσειστη βεβαιότητα ότι το κράτος του,περιβαλλόμενο παντού από βαρβάρους, εκπροσωπούσε τον ίδιο τον πολιτισμό, δικαιολογούσε κάθε μέσο το οποίο θα ήταν κατάλληλο για την επιβίωσή του, ενώ η υπερήφανη συνείδηση του διπλού τίτλου στην εξουσία του κόσμου-κληρονόμος της παγκόσμιας ρωμαικής αυτοκρατορίας και αντιπρόσωπος του ίδιου του Θεού- του έδιναν το σθένος να αντιμετωπίζει τους εχθρούς, όταν μάλιστα η πρωτεύουσα και το κράτος φαινόντουσαν καταδικασμένα.

Όμως κι ο τρόπος που οργανώνονταν οι βυζαντινές πρεσβευτικές αποστολές δείχνει την προσπάθεια των βυζαντινών να καταπλήξουν και να εντυπωσιάσουν τους ξένους.Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη μας παραδίδει:”Επεί δε τω παλαιώ έθει επόμενος εβούλετο τοις της Άγαρ τα της αυτοκρατορίας ποιήσαι κατάδηλα…προς την τοιαύτην άξιον διακονίαν κρίνει Ιωάννην τον τότε μεν σύγκελλον, αυτού δε πρότερον, ως έφθημεν ειπόντες, διδάσκαλον.Πολιτικής γαρ ευταξίας τούτον πλήρη τυγχάνοντα, ου μην δε και τη αιρέσει τούτου συμπαραμένοντα, έτι γε μην και το προς τους αντιρρητικούς λόγους κεκτημένον δραστήριον, ηγάπα ούτος και διαφερόντως των κατ΄ αυτών απάντων εσέμνυνεν”.Οι βυζαντινοί πρεσβευτές ταξίδευαν φέρνοντας μαζί τους πολύτιμα δώρα που προορίζονταν για τους ανώτατους αξιωματούχους της ξένης χώρας οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στις διαπραγματεύσεις.Οπωσδήποτε τα δώρα χρησίμευαν για να τους προδιαθέσουν ευνοικά απέναντι στις βυζαντινές προτάσεις.Και πάλι ο Συνεχιστής του Θεοφάνους αναφέρει:”Μάλλον δε και μάλλον βουλόμενος εξάραι τα Ρωμαίων πράγματα, τους εφ’ οιαδηποτούν αιτία προς αυτόν φοιτώντας, μεγάλη τε και μικρά, σκεύος τι αργύρεον χρυσίου πληρών εκάστω επεδίδου φιλοτιμούμενος”.

Από παλιότερους μελετητές, η βυζαντινή διπλωματία όσον αφορά στις σχέσεις με ξένους λαούς είχε, άδικα, κατηγορηθεί για αδεξιότητα.Η σημερινή έρευνα όμως υποστηρίζει ότι ακριβώς στο θέμα αυτό έδειξαν θαυμαστή ικανότητα ευκαμψίας και προσαρμοστικότητας.Κι αυτή η ικανότητα έδινε στην κυβέρνηση μια υπεροχή την οποία, συχνά, εκμεταλλευόταν απόλυτα.Το γεγονός αυτό φαίνεται, επίσης, απ’ τη διπλωματική αντιμετώπιση στάσεων στο εσωτερικό του κράτους.Ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας την επιβολή και το κύρος που του παρέχει η αποκλειστικότητά του καθώς και άφθονο χρήμα, κατορθώνει να αποσοβεί τον κίνδυνο.Μια τέτοια περίπτωση κατέγραψε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, η οποία αφορά στάση Σλάβων της Θεσσαλονίκης στα χρόνια του Μιχαήλ του Γ΄.Ο αυτοκράτωρ πρόλαβε τη στάση με τον ακόλουθο τρόπο:”Χρη ειδέναι, όπως εδέξατο Μιχαήλ ο Βασιλεύς Σκλάβους τους ατακτήσαντας εν χώρα τη Σουβδελιτία και ανελθόντας εις τα όρη και πάλιν καταφυγόντας τη αυτοκρατορική και υψηλή βασιλεία.Περιβαλλόμενος ο Βασιλεύς σαγίον πορφυρούν έχον περίκλεισιν χρυσήν, από μαργαριτών ημφιεσμένην, περιθείς και στέφανον επί της εαυτού κεφαλής εκ λίθων και μαργάρων ημφιεσμένον. όπερ καισαρίκιον λέγεται, εκάθισιν επί του σέντζου εν τω χρυσοτρικλίνω.Και γενομένης δοχής, εξήλθεν οστιάριος βαστάζον βεργίον, και εισήξεν αυτούς μετά και του λογοθέτου.Και μετά το διαλεχθήναι αυτοίς τον βασιλέα εξήλθον, και ευθέως εισήχθησαν έτεροι Σκλάβοι Θεσσαλονίκης αρχοντίας και αυτοί υπό ενός οστιαρίου, ον τρόπον και οι προ αυτών.Και διαλεχθείς και αυτοίς ο βασιλεύς, ως εβούλετο, δεδωκώς αυτοίς ανοί ενός εσωφορίου, ως υπηκόοις αυτού, και εξήλθον και αυτοί”.

Συμπερασματικά και ανακεφαλαιωτικά μιλώντας, όλοι οι διπλωματικοί τρόποι που εξεύρισκε το Βυζαντινό Κράτος αποσκοπούσαν να εξάρουν τη μοναδικότητα, την ιερότητα, την πνευματική και υλική ανωτερότητά του έναντι όλων των άλλων μεσαιωνικών ηγεμονιών και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν πτυχές της πολιτικής θεωρίας και ιδεολογίας των Βυζαντινών.

Αξιοπιστία των Ιστορικών πηγών κατά την εποχή της Εικονομαχίας, Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Αξιοπιστία των Ιστορικών πηγών κατά την εποχή της Εικονομαχίας,Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Για το πρώτο τμήμα της περιόδου της εικονομαχίας και ιδιαίτερα για την εικονοκλαστική πολιτική των αυτοκρατόρων που στράφηκε με την πάροδο του χρόνου εναντίον του μοναχισμού, βασικές πηγές είναι τα χρονικά του πατριάρχη Νικηφόρου και του Θεοφάνη του Ομολογητή.Και οι δύο χρονογράφοι εξιστορούν την εικονομαχία απ’ τη σκοπιά των εικονοφίλων. Ιδιαίτερα έντονη είναι η τάση αυτή στο έργο του Θεοφάνη.

Όπως οι παραπάνω βυζαντινοί χρονογράφοι, έτσι και τα αγιολογικά έργα της εποχής αυτής εκπροσωπούν τη γραμμή των εικονοφίλων, και μάλιστα συχνά με μεγαλύτερη έμφαση. Τα κείμενα αυτά είναι αφιερωμένα στους μάρτυρες της εικονομαχίας, γι’ αυτό και έχουν φυσικά χαρακτήρα πανηγυρικό. Ωστόσο αρκετά απ’ αυτά έχουν μεγάλη αξία σαν πηγές που συμπληρώνουν τις λιγοστές ειδήσεις των καθαρά ιστορικών έργων. Ιδιαίτερη ιστορική αξία έχει ο βίος του Στεφάνου του Νέου (+767), που στηρίζεται σε παλαιότερες διηγήσεις του Στεφάνου, διακόνου της Αγίας Σοφίας, γράφτηκε το 808 και αποτελεί τη σπουδαιότερη και αρχαιότερη εξιστόρηση των εικονοκλαστικών διωγμών του Κωνσταντίνου Ε΄ (Migne, P.G. 100, 1069-1186). Τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν συνήθως το φιλολογικό αυτό είδος αντισταθμίζονται στην περίπτωση αυτή απ’ την αφθονία των ιστορικών λεπτομερειών.

Επίσης μεγάλη σημασία για την Αντιμοναχική στροφή της εικονομαχίας έχουν τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. (Mansi 12, 959 εξ και 13, 1 εξ). Δεν διασώθηκε στην αρχική του μορφή κανένα απολύτως έργο των εικονομάχων, γιατί η έβδομη οικουμενική Σύνοδος του 787 αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων, ενώ παρόμοια απόφαση ίσως έλαβε και η σύνοδος του 843. Διασώθηκαν όμως πολυάριθμα αποσπάσματα στα έργα των εικονοφίλων, που τα καταχώρισαν για να τα αναιρέσουν. Τους Όρους της πρώτης συνόδου των εικονομάχων του 754 μπορούμε να ανασυντάξουμε από τα Πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας, ενώ τους Όρους της δεύτερης συνόδου των εικονομάχων του 815 καθώς και τους δύο λόγους του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄, που έχουν μεγάλη θεολογική και ιστορική αξία, από τα αποσπάσματα που χρησιμοποίησε ο πατριάρχης Νικηφόρος.

Η Ιστορία Σύντομος του Πατριάρχη Νικηφόρου (πατριάρχευσε το 806-815, πέθανε το 829) είναι σημαντική, γιατί, μεταφέροντας τις ίδιες (άγνωστες σε μας) πηγές, αποτελεί μία απ’ τις δύο συνεχείς ιστορίες του έβδομου και όγδοου αιώνα (αν και ο Νικηφόρος καλύπτει μόνο την περίοδο 602-769).

Το Breviarium του Νικηφόρου βασίζεται πιθανόν κατά τη γνώμη του K.Krumbacher σε σωζόμενα ερανίσματα εγχειριδίων εκκλησιαστικής χροιάς ή και πολιτικότερου ενδιαφέροντος. Στις «εκλογές» του Μεγάλου Χρονογράφου φαίνεται ότι σώθηκαν μερικά πενιχρά λείψανα απ’ την πηγή που χρησιμοποίησε ο Νικηφόρος.

Το Breviarium του Νικηφόρου, όπως και όλες οι χρονογραφίες (εκλαϊκευμένες ιστορίες ή επίτομα εγχειρίδια «παγκόσμιας» ιστορίας), χαρακτηρίζεται από μια συνειδητή προσπάθεια να δικαιώσει το χριστιανισμό. Κύριος στόχος των χρονογράφων ήταν να πείσουν τους αναγνώστες τους για το θεόπνευστο της ορθόδοξης πίστης που αποκαλύφθηκε στη ζωή αυτή με τη δημιουργία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (γεγονός που αποδεικνύεται αναντίρρητα απ’ την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας). Έτσι άσκησαν σημαντική πολιτική επίδραση τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους λαούς που ήρθαν σ’ επαφή με την ορθόδοξη εκκλησία.

Στο Μεσαιωνικό κόσμο, όπου αποκλειστικά μονολιθικά θρησκευτικά συστήματα κυριαρχούσαν στην κοινωνία, η πολιτική καταστροφή κατά κανόνα διέγειρε τη θρησκευτική ερμηνεία και λογικοποίηση, όπως ήδη έχει καταστεί προφανής. Στους παγανιστικούς χρόνους η πολιτική ήττα δεν συνεπάγονταν απαραιτήτως μια έκλειψη των θρησκευτικών αξιών και συστημάτων του καταβεβλημένου, και έτσι για παράδειγμα ο ελληνικός παγανισμός δεν καταστράφηκε απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Αλλά η Χριστιανοσύνη συναισθανόταν την αποκλειστική της «αλήθειας» και τη μοναδική φύση της. Η πολιτική ήττα της Χριστιανοσύνης απαιτούσε απαραιτήτως μια θρησκευτική εξήγηση, έτσι η πολιτική νίκη του Βυζαντινού κράτους φαινόταν να σημαίνει την «αλήθεια» του Χριστιανισμού.

Η συγγραφική δράση του Νικηφόρου πέφτει στην αρχή του 8ου αιώνα. Αν και δεν είναι σύγχρονος προς όλα τα γεγονότα που εξιστορεί και ιδιαίτερα προς τους εικονοκλαστικούς διωγμούς του Κωνσταντίνου του Ε΄, εντούτοις οι πληροφορίες του διασταυρούμενες και με τις πληροφορίες του Θεοφάνη (9ος αι.), αποδεικνύονται εν μέρει αξιόπιστες γιατί αν και στάθηκε εχθρός της εικονομαχίας δεν είναι τόσο επιθετικός και δε χρησιμοποιεί αδέξια επιχειρήματα σαν εκείνα που αφθονούν στο χρονικό του Θεοφάνη.

Απ’ την άλλη μεριά ο Θεοφάνης εξιστορεί τα της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε΄ με ιδιαίτερη εμπάθεια, επηρεασμένος από θεολογικές αντιλήψεις και συναισθηματικές παρορμήσεις περισσότερο απ’ ότι ο Νικηφόρος που τα εξιστορεί με μετριοπάθεια. Σύμφωνα με το Θεοφάνη η αντιμοναχική στροφή του Κωνσταντίνου Ε΄ υπήρξε ανήλεη. Τα μοναστήρια μετατραπήκανε σε οπλαποθήκες και σε τόπους συγκέντρωσης των στρατιωτών. Ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ έστειλε στα ασιατικά θέματα τους πιστούς του στρατηγούς: το Μιχαήλ Μελισσηνό στο θέμα των Ανατολικών, το Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα στο θέμα της Θράκης και τέλος το Μανή στο θέμα των Βουκελλαρίων, με την εντολή να πάρουν τα πιο ριζικά μέτρα εναντίον στην «καταραμένη ράτσα» των καλογέρων. Και με γραφικό τρόπο ιστορεί τα μέτρα που πήρε ο Λαχανοδράκων. Ο στρατηγός αυτός μάζεψε όλους τους καλόγερους και τις καλόγριες που βρίσκονταν στο θέμα του στην πρωτεύουσα, την Έφεσσο, και αφού τοτς συγκέντρωσε όλους μαζί στην πεδιάδα τους δήλωσε: «ο μέν βουλόμενος τω βασιλεί πειθαρχείν και ημίν ενδυσάσθω στολήν λευκήν και λάβέτω γυναίκα τη ώρα ταύτη (=τώρα), οι δε τούτο μη ποιούντες τυφλούμενοι εις Κύπρον εξορισθήσονται».

Εξάλλου για να προλάβει κάθε μελλοντική απόπειρα που θα είχε σκοπό να δημιουργηθούν στο θέμα του καινούργιες «καλογερικές» αδελφότητες δεν αρκέστηκε μόνο να δημεύσει τις μοναστηριακές περιουσίες, αλλά «έπρασε πάντα τα μοναστήρια ανδρείά τε και γυναικεία και πάντα τα ιερά σκεύη και βιβλία και κτήνη και όσα ήν εις υπόστασιν αυτών, και τας τούτων τιμάς εισεκόμισε τω βασιλεί όσα δε εύρε μοναχικά και πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν» = «πούλησε όλα τα μοναστήρια (τα  έβγαλε στο σφυρί) ανδρικά και γυναικεία, και όλα τα ιερά σκεύη και τα βιβλία και τα κτήνη και όλα τα υποστατικά τους, και την τιμή τους (όσα εισέπραξε) τα πήγε στο βασιλιά. Όσα επίσης βιβλία μοναχικά και πατερικά βρήκε τα έκαψε στη φωτιά.

Κι αν κάπου ανακάλυπτε να έχει κάποιος στη φύλαξή του λείψανα αγίου κι αυτό το έριχνε στη φωτιά και τον κάτοχό του τον τιμωρούσε ως ασεβή. Τελικά δεν άφησε σ’ όλο το θέμα του ούτε έναν άνθρωπο με το σχήμα του μοναχού.

Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει ανάγλυφα πόσο δύσκολη είναι η ιστορική έρευνα η σχετική με την περίοδο της εικονομαχίας, που το πάθος κρύβει την αλήθεια. Ο Lombard και άλλοι ιστορικοί βρίσκουν υπερβολικά στο σύνολό τους τα παράπονα των εικονολατρών. Ίσως μια ακόμη ένδειξη γι’ αυτό είναι και το ότι τα παρατσούκλια Κοπρώνυμος και Καβαλλίνος που δόθηκαν στον Κων/νο Ε΄ του τα “κόλλησαν” οι μοναχοί.

Η καταφυγή στη βία, κατά τη βασιλεία του Κων/νου του Ε΄, για ν’ αναγκάσουν τους μοναχούς της Θράκης να παντρευτούν, δεν ήταν παρά μια επανάληψη των όσων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοφάνης παραδίδει: όταν οι διώξεις των μοναχών βρίσκονταν στο κορύφωμά τους, το 765, ο αυτοκράτορας οργάνωσε ένα σπάνιο θέαμα στον Ιππόδρομο: έβαλε να παρελάσουν μοναχοί και μοναχές δύο-δύο. Οι μοναχοί υποχρεώθηκαν να διασχίσουν την πίστα κρατώντας ο καθένας τους ένα γύναιο απ’ το χέρι. Οι θεατές τους χλεύαζαν και τους έβριζαν. Και όταν ο αυτοκράτορας κατάγγειλε φωναχτά πως η καταραμένη γενιά των μοναχών δεν τον άφηνε να βρει καμμιά ησυχία, το κοινό απάντησε: « μα δεν υπάρχει πια στην πόλη ίχνος απ’ αυτή τη βρωμογενιά».

Εκτός απ’ τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Θεοφάνης σχετικά με τις διώξεις των μοναχών απ’ τον Κων/νο Ε΄, υπάρχει μια είδηση που περιέχεται στο βίο του Στεφάνου του Νεωτέρου και είναι περίεργη για το ότι, σύμφωνα μ’ αυτή, ο Κων/νος γιόρταζε και απαγορευμένα απ’ την Πενθέκτη, Βρουμάλια, γιορτή του Διονύσου. Επίσης απ’ τον παρά Θεοφάνει διάλογο προς τον πατριάρχη, φαίνεται ότι για τη Θεοτόκο σκέπτονταν ελεύθερα ο Κωνσταντίνος, κατά τον τόπο του Νεστορίου. Βέβαια αυτή η στάση του Κωνσταντίνου είναι πολύ τολμηρή για την εποχή του και παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των χρονογράφων, μας αφήνει σοβαρούς ενδοιασμούς για την αλήθεια της. Και κατά τη γνώμη του Κ. Άμαντου «είναι ζήτημα αν πρέπει να πιστέψουμε όλα όσα λέγονται περί μαρτυρίων απ’ το Θεοφάνη, το Νικηφόρο και άλλους συγγραφείς (Ζωναράς). Ένα μαρτύριο είναι βέβαιο, του Στεφάνου του νέου».

Ο Νικηφόρος επίσης εκτός απ’ το Breviarium, μιλά και στην «τρίτην αντίρρησιν» κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου με εμπάθεια κάπως μεγαλύτερη απ’ τη συνηθισμένη: «οικητήρια τα μοναστήρια πεποίηκεν, ιπποστάσια δε και κοπρώντας τας εκκλησίας του Θεού κατεστήσατο, ών τα περιττώματα και εφ’ ημών αυτών διήρκεσαν επιχρονίσαντα (!), έστι δε ά και χρυσίου απέδοτο σε μνεία και βοώσι μέγα τα επώνυμα Φλώρου και Καλλιστράτου μοναστήρια».

Επίσης ο Ζωναράς που είναι αρκετά μεταγενέστερος γράφει: «Χιλιάδας ορθοδόξων πολλάς ανελών και μάλιστα μοναχών και τα τούτων ασκητήρια τα μέν πυρός θέμενος παρανάλωμα, τα δε καθελών».

Γενικά αν το πορτραίτο του Κων/νου Ε΄ που ζωγραφίστηκε απ’ τους συγχρόνους του είναι αληθινό (πράγμα που επιδέχεται αρκετές αμφιβολίες), ήταν ένας εφάμιλλα «επιτυχημένος» ηγεμόνας σαν και τον Νέρωνα. Δεν ήταν μόνο «άθεος» και σαδιστής, αλλά επίσης διέτρεξε όλη την κλίμακα της σεξουαλικής παρεκτροπής. Τουλάχιστον, όλες αυτές οι ελλείψεις, αποδόθηκαν σ’ αυτόν απ’ τους παροργισμένους ή πικραμένους μοναχούς-χρονογράφους (και στην ανατολή και δύση φαίνονται να κατέχουν μια αξιοπρόσεχτη γνώση των σεξουαλικών αδυναμιών του ανθρώπου), ο οποίος εξαιτίας των εικονοκλαστικών «συμπαθειών» του προς αυτούς φάνταζε ο ίδιος ο διάβολος.

Τελικά, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι οι εικονολάτρες συγγραφείς, και ιδιαίτερα ο Θεοφάνης και ο Νικηφόρος είναι βαθιά εμποτισμένοι από δογματικές εμπάθειες και συναισθηματικούς δεσμούς, που εμποδίζουν την αμερόληπτη και αφανάτιστη παρουσίαση της δράσεως σπουδαίου ηγεμόνα, παρά τη διαβεβαίωση του κυριότερου χρονογράφου ότι θα εκθέσει τα γεγονότα «φιλαλήθως… ως εφορώντος του παντεπόπτου Θεού». Ωστόσο ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρειες αποκαλύπτουν την ανταπόκριση που βρήκε μέσα στη λαϊκή ψυχή η πολεμική δράση του ηγεμόνα, ο οποίος αγωνίστηκε να περιφρουρήσει το κράτος και μάλιστα στον Βαλκανικό χώρο.

Ο Romilly Jenkins μετριάζοντας κάπως την αμερόληπτη εξιστόρηση της βασιλείας του Κων/νου Ε΄ απ’ τους χρονογράφους διατείνεται ότι «η έσχατη μανία της μοναχικής εναντίωσης, στην οποία οι μεταγενέστεροι είναι υποχρεωμένοι για τη μοναδική σχεδόν πληροφορία που είναι σχετική με την εσωτερική διοίκηση του Λέοντα Γ΄, δεν μπορεί να αποδώσει σ’ αυτόν την αγριότητα της καταδίωξης την οποία προκαλεί- φοβόμαστε, με υπερβολική δικαιολογία- ο περισσότερο λαμπρός αλλά λιγότερο σταθερός γιός του Κωνσταντίνος Ε΄».

Οπωσδήποτε η παρατήρηση αυτή του Jenkins υπογραμμίζει μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά , ταυτόχρονα, δεν αίρει απολύτως τις προκατειλημμένες θέσεις του Θεοφάνη και του Νικηφόρου για τον Κων/νο.

Πάντως, απ’ τις κατηγορίες για διωγμούς ίσως πρέπει να πιστέψουμε τα λεγόμενα κατά την έβδομη Σύνοδο περί φυλακίσεων, εξοριών, τυφλώσεων, ρινοτομήσεων.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα, όσον αφορά την αξιοπιστία την πηγών αυτής της εποχής, αν και έχει προχωρήσει αρκετά στη διαλεύκανση των σκοτεινών σημείων και στην ερμηνεία που προέρχεται μετά απ’ το συσχετισμό των πηγών μεταξύ τους, εντούτοις έχει να επιδείξει ποικιλία διϊστάμενων απόψεων. Αυτό, απ’ τη μία μεριά καταδείχνει την πολυπλοκότητα στο πλέγμα των σχέσεων, ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (εικονομάχους-εικονολάτρες) και απ’ την άλλη επισημαίνει πόσο πιο ξεκαθαρισμένα θα ήταν για μας σήμερα τα πράγματα, αν διασώζονταν ως την εποχή μας αυτούσιες πηγές και απ’ την πλευρά των εικονομάχων. Τότε θα επέρχονταν μια πιο θεμελιωμένη εκτίμηση της αντιμοναχικής στροφής της εικονομαχίας και γενικά της εικονοκλαστικής πολιτικής των Ισαύρων.

Ιστορικά προβλήματα του βυζαντινού 7ου αιώνα  Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,  Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ιστορικά προβλήματα του βυζαντινού 7ου αιώνα 

Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός,  Διευθύντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Η περίοδoς 324-642 έχει εξαιρετική σπουδαιότητα για τον Ελληνισμό. Στην διάρκειά της δημιουργήθηκαν οι ιστορικές προϋποθέσεις για την πολιτική αναβίωσή του.Η μετάθεση της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η επικράτηση του Χριστιανισμού, ο χωρισμός του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό, η διάλυση του Δυτικού κράτους και η ταύτιση της Αυτοκρατορίας με το ανατολικό τμήμα της, όπου πλειοψηφούσαν οι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί και κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, επέφεραν βαθμιαία την μετατροπή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής, στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής, στην ελληνική βυζαντινή αυτοκρατορία.

Η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν  είναι προϊόν στρατιωτικού κατορθώματος αλλά αποτέλεσμα της εξελίξεως του ρωμαϊκού κόσμου, που είχε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα την εσωτερική κρίση (πολιτική και ηθική), τον βαρβαρικό κίνδυνο και τις περσικές διεκδικήσεις για την παγκόσμια κυριαρχία. Πραγματικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε απ’ τη μεταμόρφωση, που κατά τον 4ο αι., υπέστη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία με την μεταφορά του κράτους (translatio imperii) απ’ τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι με απόφαση του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, που αναγνωρίσθηκε με τον χρόνο ως ο πρώτος βυζαντινός αυτοκράτωρ, χωρίς όμως να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος, ιδρύθηκε το Βυζάντιο, που αποτέλεσε απ’ τη γέννησή του ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: είναι η μόνη αυτοκρατορία που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης, η μόνη που ήλθε στον κόσμο προικισμένη με μια  κληρονομιά, άρα η μόνη που δεν είχε να αντιμετωπίσει, άμεσα, τα προβλήματα της συστάσεως, αλλά τα πιο περίπλοκα της διατηρήσεως και της επιβιώσεως, και αυτό γιατί υπήρξε η μόνη αυτοκρατορία που υπήρξε κράτος προτού γίνει έθνος.

Ευθύς εξ’ αρχής μπορούν να ορισθούν τώρα οι δύο αρχές, συχνά αντιφατικές, που τροφοδοτούν όλη τη βυζαντινή ιδεολογία και πολιτική: η διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς και συνάμα η φροντίδα για ενότητα και συγκρότηση εθνικής συνειδήσεως, στα πλαίσια της πολυεθνικής οικουμένης που εξουσίαζε η Ρώμη και κληρονόμησε το Βυζάντιο. Αυτές οι δύο αρχές αποτελούν τη σταθερή βάση της βυζαντινής προσπάθειας και σ’ αυτές οφείλεται ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των θεσμών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σε διάφορες πραγματικότητες, γερνούν και εξαφανίζονται, χωρίς ποτέ να καταργούνται. Αυτές οι δύο αρχές, γεννούν, φωτίζουν και συνάμα ερμηνεύουν τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές κρίσεις, που συγκλόνισαν το Βυζάντιο σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του και που συχνά απείλησαν την ίδια την ύπαρξή του. Οπωσδήποτε η Κωνσταντινούπολη δεν απάντησε στην Ρώμη με μια άλλη, νέα αυτοκρατορία, αλλά με την αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού και του τρόπου σκέψεως και ζωής.

Παρ’ όλα αυτά, η ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, δηλαδή η προσπάθεια για την αποκατάσταση του «ρωμαϊκού κράτους» στα παλιά του σύνορα, θα παραμείνει ο ακρογωνιαίος λίθος της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ’ αυτήν, ή, αντίθετα, η εγκατάλειψή της-  άλλωστε πάντοτε πρόσκαιρη- καθορίζουν τον εκάστοτε προσανατολισμό της βυζαντινής διπλωματίας, υπαγορεύουν τα διοικητικά σχήματα που κατά καιρούς υιοθετεί η αυτοκρατορία.

Έτσι, δύο αντίθετες και αντιφατικές πολιτικές κατευθύνσεις συγκρούονται στο Βυζάντιο: η μία, ρεαλιστική κι ανανεωτική, αποβλέπει να συγκεντρώσει τις εθνικές προσπάθειες στην οργάνωση και στην προάσπιση του χώρου που παραμένει βυζαντινός. Η άλλη, ιδεαλιστική και συντηρητική, παραμένει προσηλωμένη στο όραμα της οικουμενικής αυτοκρατορίας και στην αποκατάσταση της ενότητας του χριστιανικού κόσμου υπό την αιγίδα της Νέας Ρώμης. Η πρώτη, θέτει αμυντικούς στόχους για την εξασφάλιση της βυζαντινής ανατολής. Η άλλη, επιλέγει σκοπούς επιθετικούς και σχεδιάζει την ανάκτηση της ρωμαϊκής Δύσεως με κάθε θυσία. Η μία είναι η συνετή πολιτική που οικοδομεί το μέλλον υπολογίζοντας τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Η άλλη είναι ουτοπιστική, που ατενίζει νοσταλγικά το παρελθόν και προς χάρη του αναλώνει τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας σε στρατιωτικές περιπέτειες με αβέβαιη έκβαση. Το Βυζάντιο, αντιμετωπίζοντας το δίλημμα «Κωνσταντινούπολη και Ρώμη» ή «Κωνσταντινούπολη χωρίς Ρώμη»- στο μέτρο που η Κων/πολη αντιπροσωπεύει τη ρωμαϊκή Ανατολή και η Ρώμη τη ρωμαϊκή Δύση- θα διχαστεί, θα αμφιταλαντευτεί και θα παραμείνει αναποφάσιστο: ανάλογα με την ιστορική στιγμή, ανάλογα με το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του και, κυρίως ανάλογα με την προέλευση, την ιδιοσυγκρασία και τα συμφέροντα των αυτοκρατόρων ή των φατριών που το διοικούν, θα επιλέγει άλλοτε τη μία και άλλοτε την άλλη απ’ τις δύο αυτές αντιφατικές πολιτικές. Θα εκπονήσει στο όνομα καθεμιάς απ’ αυτές τις δύο τάσεις, μεγαλεπήβολα στρατιωτικά και διπλωματικά προγράμματα, θα εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές, ικανές να υπηρετήσουν την εκάστοτε πολιτική. Οπωσδήποτε όμως, η αυτοκρατορία, στην εκλογή οποιασδήποτε πολιτικής, δεν θα αποφύγει ποτέ τη σύγκρουση με ένα μέρος των υπηκόων της: έτσι εξηγούνται οι κοινωνικές, πνευματικές αλλά και οι θρησκευτικές κρίσεις που γνώρισε το Βυζάντιο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και οι οποίες, όταν εξετάζονται απ’ την εξωτερική μορφή των εκδηλώσεών τους, φαίνονται συχνά μάταιες, άκαιρες και ανεδαφικές διαμάχες. Δεν πρέπει όμως να λησμονούνται οι λόγοι της υπάρξεώς τους: αποσκοπούσαν να συμφιλιώσουν στους κόλπους του κράτους και της Εκκλησίας πληθυσμούς που διέφεραν τόσο κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά την εθνική τους προέλευση και τις πολιτιστικές τους παραδόσεις, όσο και κατά τους πνευματικούς τους προσανατολισμούς. Κυρίως όμως διέφεραν κατά την κοινωνική και οικονομική τους ανάπτυξη και τα καθημερινά υλικά συμφέροντά τους.

Το πολυεθνικό κράτος του Βυζαντίου απλωμένο ως, τουλάχιστον τον 7ο αι., σε χώρες τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, δέχθηκε στους κόλπους του, ισότιμα, επιδράσεις διαφορετικών κόσμων και συγχώνευσε πολιτιστικές παραδόσεις πολύτροπες, πολυσήμαντες και αντίρροπες. Η βυζαντινή ισορροπία είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων με την χριστιανική πίστη και την ελληνορωμαϊκή νοοτροπία. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε τις βάσεις του νέου πνεύματος που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Το Βυζάντιο, κι όχι η αρχαιότητα, αποτελεί την ιστορική αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορική συνέχεια του αρχαίου κόσμου, βάση της εμπειρίας του νεοελληνικού ανθρώπου, μέτρο μέγιστο της μεγαλωσύνης και του δυναμισμού του ελληνικού έθνους, αλλά και όριο του άμετρου μεγαλοϊδεατισμού του, το Βυζάντιο θα μείνει πάντοτε η κεντρική αναφορά της νεοελληνικής ιστορίας, εφόσον σημαίνει ταυτόχρονα την πρώτη φάση του νεώτερου Ελληνισμού και το τελευταίο επίτευγμα του φθίνοντος ελληνιστικού, ελληνοπρεπούς κόσμου. Έτσι, μπορεί ίσως κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως την κεντρώα περίοδο της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, παρ’ όλο που, κατά το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής εποχής, ο ελλαδικός χώρος μένει μακριά, σχεδόν αποξενωμένος απ’ το κέντρο που υπαγορεύει τις βαρυσήμαντες αποφάσεις. Εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις- σχετίζονται κυρίως με την Θεσσαλονίκη και τη περιοχή της- η αρχαία Ελλάδα ως γεωγραφική ενότητα διαδραματίζει, κατά την βυζαντινή εποχή, επαρχιακό, δευτερεύοντα ρόλο, τόσο στην διαμόρφωση των δομών της κοινωνίας, όσο και στην επεξεργασία των θεσμών της αυτοκρατορίας που μένουν αποκλειστικό σχεδόν επίτευγμα της βυζαντινής πρωτεύουσας και του μικρασιατικού κόσμου.

Την εποχή του Ηρακλείου (αρχές 7ου αι.) τα ελληνικά έχουν ήδη επικρατήσει ως κατ’ εξοχήν επίσημη γλώσσα του βυζαντινού κράτους.

Είναι γνωστό ότι η αρχαία σκέψη φτάνει στο Βυζάντιο με το ένδυμα της ελληνόγλωσσης πνευματικής δημιουργίας, με τις μορφές κάθε είδους μνημείων και τεχνικών επιτευγμάτων και με τις δομές ενός ανεπτυγμένου δημοσίου βίου. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα δραστικά μέτρα κατά της ειδωλολατρίας, απ’ τον 4ο έως τον 7ο αι., είχαν ως αποτέλεσμα να καταστρέψουν και να εξοστρακίσουν κάθε πνευματική εκδήλωση που δεν ήταν εμπνευσμένη απ’ τις αξίες του Χριστιανισμού. Καταστροφές αρχαίων ναών, βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, ομαδικοί διωγμοί πνευματικών ανθρώπων, καταδίκες για μαγεία πιστών του αρχαίου πανθέου είναι φαινόμενα συνηθισμένα…Μια σκέψη, μια ηθική, ένα δίδαγμα είναι το πνευματικό αίτημα των ανθρώπων της αυτοκρατορίας του 7ου αι. ενσαρκώνεται απ’ τον Ηράκλειο, τον θριαμβευτή της πίστεως, τον αυτοκράτορα σταυροφόρο.

Πνευματική συνοχή, ενότητα σκέψεως και πράξεως που βασίζεται στα διδάγματα και στην αποκαλυπτική αλήθεια της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, διέπει τον άνθρωπο της εποχής. Ο όρος «φιλόσοφος» σημαίνει τώρα αυτόν που ασπάζεται το μοναχικό σχήμα και δέχεται τη θεία αποκάλυψη ως τη μόνη πραγματική αλήθεια. Τα ερωτηματικά του αρχαίου τρόπου σκέψεως του φιλοσόφου με την αρχαία έννοια, είναι τώρα δείγμα στείρας αρνητικής στάσεως, που οδηγεί αυτούς που εξακολουθούν να τα θέτουν, στον άγονο δρόμο της αιρέσεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χριστολογική κρίση και οι πολυώνυμες αιρέσεις, που συγκλόνισαν τους ανθρώπους της εποχής, βρήκαν οπαδούς μεταξύ αυτών που είχαν ανατραφεί λιγότερο ή περισσότερο, με την αρχαία σκέψη. Είναι επίσης σημαντικό ότι οι πνευματικοί εκπρόσωποι των ρευμάτων και κινημάτων που ορθώθηκαν απέναντι στην Κων/πολη, στην Εκκλησία και στο Κράτος της, προέρχονται όλοι σχεδόν απ’ τον κόσμο των ελληνιστικών μητροπόλεων, απ’ την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια, απ’ τον κόσμο δηλαδή που συγκέρασε την γνωστική θεώρηση με το ελληνικό φιλοσοφικό μάθημα, απ’ τον κόσμο που είναι γέννημα του συναπαντήματος του αρχαιοελληνικού ορθολογισμού και του ανατολικού μυστικισμού. Πνευματικοί φορείς που ζουν και δρουν στις πόλεις της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αν και διασαλεύουν με τις πνευματικές τους διαμάχες την αυτοκρατορική ειρήνη, ανοίγουν τελικά το δρόμο που επέτρεψε στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον σ’ ένα μέρος της, να μείνει κτήμα του βυζαντινού πνευματικού ανθρώπου και να περάσει έτσι στα χέρια των μορφωμένων της Ανατολής και της Δύσεως.

Υπέρτατη αρχή του κράτους, της κοινωνίας του Βυζαντίου, η αυτοκρατορική εξουσία είναι και μένει στην ουσία της απόηχος της ελληνικής πολιτικής θεωρίας και βασικό ρωμαϊκό επίτευγμα, προσαρμοσμένο βέβαια στο πνεύμα των καιρών. Νωρίς, οι τεχνικοί λατινικοί όροι που χαρακτηρίζουν την αυτοκρατορία βρήκαν τα ελληνικά αντίστοιχά τους. Τα βασιλικά, όμως επίθετα, που σημαίνουν αρχαίες αρετές, όλα σχεδόν ελληνικής καταγωγής και ρίζας, όπως «ευσεβής», «πράος», «φιλάνθρωπος», «νικητής», «ειρηνοποιός», παίρνουν τώρα τις διαστάσεις που τους δίνει η χριστιανική ηθική. Ο αυτοκράτωρ, υπέρτατη έκφραση του βυζαντινού κόσμου, είναι ο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων», τίτλος επίσημος, που κάθε στοιχείο του δηλώνει σημαντικά ορόσημα της βυζαντινής ιστορίας. Την Ορθοδοξία: «πιστός εν Χριστώ». Τη ρωμαϊκή οικουμενική κληρονομιά: «αυτοκράτωρ Ρωμαίων», όρος επίσημος που αποκλείει κάθε δικαίωμα φραγκικό, παπικό και γενικά δυτικό στον ρωμαϊκό τίτλο. Βαρυσήμαντος, τέλος, ο όρος «Βασιλεύς» επισκιάζει τελικά τον αυτοκρατορικό τίτλο: δηλώνει την συνέχιση της ελληνιστικής δυναστικής παραδόσεως και τη ζωτικότητα της θεωρίας που καθόρισε και διαμόρφωσε τις αρετές, οι οποίες αναδεικνύουν τον αυτοκράτορα φωτισμένο δεσπότη.

Η αραβική πρόοδος στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας και στις ακραίες περιοχές της βυζαντινής Ασίας και της Αφρικής, θα ανασυστήσει μια νέα, παγκόσμια δυαρχία, τη βυζαντινοαραβική. Θα φέρει ακόμη μια φορά σε αντίθεση τους Χριστιανούς του Βυζαντίου με αλλόδοξους πληθυσμούς της Ανατολής, οδηγώντας στον «αμφοτερισμόν», (έτσι ονομάζουν τα κείμενα την αμφίρροπη στάση), λαούς που βρέθηκαν διχασμένοι ανάμεσα στους δυο μεγάλους της εποχής, όπως π.χ. οι  Αρμένιοι, οι κάτοικοι της Γεωργίας, ακόμη και οι ίδιοι οι Άραβες, που πριν δημιουργήσουν το δικό τους κράτος, το ενιαίο χαλιφάτο της Δαμασκού, υπηρέτησαν , κατά φυλαρχίες, τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το Βυζάντιο είχε ως βάση τον πολυεθνικό γεωγραφικό χώρο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να κατανοήσει γιατί επιζητούσε, συστηματικά, ουσιαστικές μορφές συνεργασίας με λαούς και πληθυσμούς που οι παραδόσεις τους ήταν συχνά ξένες, αν όχι αντίθετες, προς τα ελληνικά σχήματα ζωής και σκέψεως, προς τον ελληνομαθημένο, γενικά, κόσμο. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι πληθυσμοί αυτοί θα επηρεάσουν με τη σειρά τους τη βυζαντινή ζωή, πριν επηρεάσουν με τις «βασικές» απαιτήσεις τους τον τρόπο διακυβερνήσεως της αυτοκρατορίας και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της επαρχιακής διοικήσεως. Ας τονιστεί ότι ένας απ’ τους βασικούς βυζαντινούς θεσμούς, τα «θέματα», θεωρήθηκε απόκτημα ανατολικών συνηθειών: ο μηχανισμός της λειτουργίας τους- στρατιωτικοποίηση της επαρχιακής οργανώσεως- μπορεί κατά μερικούς ερευνητές, εύκολα, να αναχθεί σε ανατολικά πρότυπα, παρόλη την απουσία επιστημονικών αποδείξεων που θα κατοχύρωναν την γνώμη αυτή.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνά κανείς ότι η Εκκλησία και η Ορθοδοξία, ο κλήρος και οι μοναχοί βρήκαν τους πρώτους και καλύτερους αντιπροσώπους τους ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ανατολής. Εξ’ άλλου, η Κωνσταντινοπολίτικη άρχουσα τάξη  όλων των εποχών, διοικητικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, αυλικοί και εκκλησιαστικοί προέρχεται από τον αστικό κόσμο της Ανατολής. Επί αιώνες μάλιστα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει με ασφάλεια αν μια από τις μεγαλουπόλεις της Ανατολής, η Αντιόχεια ή η Αλεξάνδρεια, δεν θα υποσκέλιζε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Άλλωστε ο Αρειανισμός και ο μονοφυσιτισμός που διασάλευαν τα θεμέλια της αυτοκρατορίας στα πρώτα της βήματα εκφράζουν, ίσως, μια μορφή της πάλης ανάμεσα στην πρωτεύουσα και στις επίδοξες πρωτεύουσες της  Ανατολής.

Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλά χειροπιαστά δείγματα του σημαίνοντος ρόλου της Ανατολής στις τύχες του Βυζαντίου. Όπως πάντα, ο ρόλος αυτός δεν είναι μονομερής. Το Βυζάντιο έδωσε με τη σειρά του στην Ανατολή νέα πλαίσια ζωής. Η παμμεσογειακή και διαπόντια διάσταση  των επικοινωνιών και η διάδοση του Χριστιανισμού ανοίγουν το δρόμο πλουτισμού και διαφωτισμού πληθυσμών που δεν είχαν ως τότε αφομοιώσει το ελληνορωμαϊκό δίδαγμα. Δεν πρέπει, πραγματικά, να λησμονείται ότι ο Ελληνισμός δεν άγγιζε το σύνολο των λαϊκών μαζών της Ανατολής. Ολόκληροι πληθυσμοί, κυρίως της ενδοχώρας της έμειναν, έτσι, έξω από την οικουμένη που δημιούργησε η Ρώμη. Ο γοργός εκχριστιανισμός τους, εξάλλου, δείχνει την ενεργό αντίδραση προς τον επίσημο πολιτικό κόσμο και εξηγεί τη μορφή έντονης πνευματικότητας που πήρε η νέα θρησκεία στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Πραγματικά, τα φαινόμενα του ασκητισμού και του μοναχισμού, στις πιο καθαρές μορφές τους, είναι δημιουργήματα του Ανατολικού Χριστιανισμού και μας  οδηγούν, καθένα με τον τρόπο του, να καταλάβουμε την οξεία αντίδραση-αντίσταση που προέβαλε ο ανατολικός κόσμος στις κωνσταντινοπολιτικές κοσμικές και πολιτικές λύσεις, τις εμπνευσμένες από τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα που τα στελέχη της πρωτεύουσας έδωσαν στο θρησκευτικό πρόβλημα. Ο εσωτερικός αυτός δυϊσμός εξηγεί την κρίση που πέρασε η αυτοκρατορία κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της και αποτελεί με τη σειρά του βασικό παράγοντα της βυζαντινής ιστορίας.

Η ιδεαλιστική ρωμαική πολιτική, έκφραση της οικουμενικής χριστιανικής αυτοκρατορίας, που ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου η επίσημη πολιτική της Κωνσταντινουπόλεως, είχε την επιδοκιμασία των ελληνορωμαϊκών πληθυσμών, ιδιαίτερα πολυάριθμων στις μεγάλες πόλεις και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Το πολιτισμένο αυτό στοιχείο, γαλουχημένο με την οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα και εύπορο χάρη στο εμπόριο, αποτελούσε την πνευματική αριστοκρατία που τροφοδοτούσε με διοικητικά στελέχη την αυτοκρατορία και την εκκλησία. Για πολλούς αιώνες η Κωνσταντινούπολη θα ερμηνεύει, με τις αποφάσεις των αυτοκρατόρων και των κυβερνήσεών της, τα συμφέροντά τους. Πραγματικά, η αυτοκρατορική πολιτική της πρωτοβυζαντινής περιόδου λίγο ενδιαφέρθηκε για το άλλο μέρος του πληθυσμού, το αγροτικό στοιχείο, το προσηλωμένο στις ανατολικές παραδόσεις και πολυάριθμο στο εσωτερικό της χώρας, ιδιαίτερα μάλιστα στις ασιατικές επαρχίες. Ο αγροτικός αυτός πληθυσμός, που έμεινε μακριά απ’ τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και που έδωσε στη νέα θρησκεία, στην οποία γρήγορα προσχώρησε εξαιτίας της κατώτερης κοινωνικής του θέσης, τον τόνο των παραδοσιακών μυστικιστικών του πεποιθήσεων, θα παραμείνει για πολύ καιρό στο περιθώριο του Βυζαντινού κράτους. Αξιόλογος αριθμητικά, σημαντικός και απαραίτητος για την ευημερία και την ισχύ της αυτοκρατορίας αλλά υποταγμένος στους μεγάλους γαιοκτήμονες, ιδιαίτερα μάλιστα στο στέμμα και στην Εκκλησία, ο αγροτικός πληθυσμός της Ανατολής δε θα ευνοηθεί αισθητά απ’ την πρόοδο της αυτοκρατορίας. Ζώντας στην άγνοια, στην ανέχεια και στην προκατάληψη, οι αγροτικές μάζες της ενδοχώρας θα οδηγηθούν, από το κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο, σε αλλεπάλληλα φυγόκεντρα κινήματα. Σχίσματα πνευματικά και αιρέσεις, που συχνά έφεραν σε δύσκολη θέση το κράτος και την επίσημη εκκλησία, γεννήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, όλα σχεδόν στην Ανατολή, υιοθετήθηκαν απ’ τον εγκαταλειμμένο και καθυστερημένο πληθυσμό της αυτοκρατορίας και αποτελούν τη μορφή την οποία προσέλαβε το ανατολικό πνεύμα σε αντίθεση προς το ελληνορωμαϊκό που κυριαρχούσε στην Κωνσταντινούπολη. Συχνά καταδιωγμένοι, πάντοτε νικημένοι απ’ τις βίαιες αντιδράσεις του Κράτους και της Εκκλησίας αλλά ποτέ αφομοιωμένοι ή υποταγμένοι, οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ανατολής θα επωφεληθούν απ’ τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία σ’ αυτό το τμήμα της επικράτειάς της για ν’ αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Η Περσική πρόοδος και, κυρίως, η κεραυνοβόλος επιτυχία του Ισλάμ που χαρακτηριστικά θεωρήθηκε στην αρχή σα μια νέα χριστιανική αίρεση, δύσκολα μπορούν να ερμηνευτούν χωρίς τη σιωπηρή, αν όχι την απροκάλυπτη συνεργασία των πληθυσμών των ασιατικών επαρχιών με τον «εχθρό».

Την αντικωνσταντινοπολιτική, δηλαδή αντεθνική αυτή στάση και διαγωγή, θεώρησαν πολλοί ιστορικοί, ίσως με κάποια υπερβολή, ως τον κύριο παράγοντα που διευκόλυνε την διάβρωση της βυζαντινής εξουσίας και την πρόοδο της αραβικής κατακτήσεως. Αντίσταση λοιπόν απέναντι στην Κων/πολη και τον κόσμο της, που οδηγεί πρώτα στην πνευματική αντίθεση (απόδειξη οι αιρέσεις και οι χριστολογικές έριδες που συντάρασσαν την Εγγύς Ανατολή) και καταλήγει, ύστερα, στην σύμπραξη με τον εξωτερικό εχθρό και βέβαια στην αποκοπή από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο: αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν οι πληθυσμοί της Εγγύς Ανατολής απέναντι στο υπερεθνικό Βυζάντιο, το γαλουχημένο με τον κωνσταντινοπολιτικό ελληνορωμαϊκό εκλεκτικισμό.

Στο τέλος του 7ου αι. το Βυζάντιο θα χάσει όλες τις χώρες της Ανατολής (εκτός απ’ την Μ.Ασία) και της Αφρικής. Τα Ιεροσόλυμα πέφτουν στα χέρια των Αράβων το 638, η Αίγυπτος το 642. τελευταία η Καρχηδών κυριεύεται το 697, σημαίνοντας έτσι το τέλος της βυζαντινής Αφρικής. Βέβαια, η αραβική κατάκτηση σταμάτησε με την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του Ισλάμ. Οι χριστιανοί κάτοικοι των πρώην βυζαντινών περιοχών θα καταφέρουν να διατηρήσουν την θρησκεία τους στα πλαίσια του Χριστιανισμού. Η χριστιανο-ισλαμική συμβίωση θα δημιουργήσει ένα νέο μεσογειακό κόσμο, ανάμικτο κοσμολογικά, που γρήγορα θα υιοθετήσει τα ενδιαφέροντα του μωαμεθανισμού και θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της Αραβικής πολιτικής. Όσοι όμως από τους κατοίκους των χωρών αυτών θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να αποφύγουν τον ξένο ζυγό, βρίσκουν καταφύγιο στην Ν.Ασία, όπου, όπως λέει ο θρύλος , ίδρυσαν τις πρώτες μεγάλες μοναστικές κοινότητες. Η κοινότητα του όρους Λάτμου, του Λάτρου των Βυζαντινών, οφείλει τη γέννεσή της στους πρόσφυγες αυτούς της Εγγύς Ανατολής. Μετά τον 7ο αι. η Μ.Ασία μένει η μόνη στέρεη βάση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.

Ο 7ος αι. είναι ακριβώς το ορόσημο της σλαβικής εξαπλώσεως. Εξ’ αιτίας της σλαβικής προόδου, η βόρεια χερσόνησος του Αίμου αρχίζει νέα περίοδο ιστορίας, ενώ ο αποδυναμωμένος Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος γνωρίζει νέες καταστροφές. Ο αιώνας που είδε την πρόοδο των Αράβων και του Ισλάμ στην Ανατολή και θα κλείσει με την εδραίωση των Βουλγαροσλάβων στην χερσόνησο του Αίμου, αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντική καμπή του βυζαντινού «γίγνεσθαι». Στα χρόνια του η αυτοκρατορία εγκαταλείπει τους χαρακτήρες που την συνέδεαν με την κληρονομιά της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας και ετοιμάζεται να ζήσει τον μεσαιωνικό τρόπο ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την εποχή ως την αρχή της καθαυτό βυζαντινής ιστορίας, συνδέοντας το Βυζάντιο με τον εκχριστιανισμό και τον «εκβαρβαρισμό», δηλαδή με την σκοτεινή περίοδο του κόσμου που είχε γνωρίσει τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. (Ed.Gibbon).

Έτσι, όσοι βρίσκουν συμβατική τη χρονολογία 324 ως αφετηρία της βυζαντινής ιστορίας, προτείνουν ως απαρχή του Βυζαντίου και του κόσμου του την εποχή, όπου όλοι οι παράγοντες, υλικοί και πνευματικοί, όσοι έπαιζαν ένα ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου, έχουν βρει την οργανική τους θέση μέσα στο κράτος και στη βυζαντινή κοινωνία. Ο 7ος αι. είναι ακριβώς αυτή η εποχή. Δεν σημαίνει όμως την γέννηση του βυζαντινού κράτους- το 324 είναι η μόνη δυνατή χρονολογία γι’ αυτό το γεγονός- αλλά τη γέννηση του βυζαντινού έθνους και του νέου μεσαιωνικού ανθρώπου.

Για τους «αρχαιομαθημένους» ιστορικούς, ο 7ος αι. αποτελεί την αρχή σκοτεινής εποχής. Η διαπίστωσή τους είναι αληθινή, ιδίως όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο που είχε κάποτε δημιουργήσει το μεγαλείο της αρχαιότητας. Στην πραγματικότητα ο 7ος αι. στον κόσμο της Μεσογείου είναι το δύσκολο ξεκίνημα ενός νέου κόσμου. Ανεξάρτητα όμως από κάθε αξιολόγηση, η εποχή που εγκαινιάζει απαιτεί ειδική εξέταση. Είναι εποχή κρίσιμη- ο όρος έχει εδώ την ετυμολογική του σημασία- για όλο το χριστιανικό κόσμο, για όλο δηλαδή τον κόσμο που βυθίζει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα, στη Ρώμη και στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Είναι, εξ’ άλλου, εποχή βασική για την ιστορία όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα των χωρών που στάθηκαν μάρτυρες της δυσχέρειας των καιρών και προ πάντων του Βυζαντίου.

Για το Βυζάντιο ο 7ος αι. αρχίζει, συμβολικά σχεδόν, με την πρώτη δολοφονία βασιλεύοντος αυτοκράτορος: ο σφετεριστής Φωκάς δολοφονεί το 602 τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και αναγορεύεται «θεοπρόβλητος αυτοκράτωρ, αυτός που διέπραξε το πρώτο έγκλημα καθοσιώσεως στα χρόνια του Βυζαντίου». «Άννομη πολιτεία» και «τυραννία» θα χαρακτηρίσει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης τη βασιλεία του Φωκά, αλλά το θεοστήρικτο κράτος του Βυζαντίου θα κυβερνηθεί για πρώτη φορά από αυτοκράτορα δολοφόνο αιμοσταγή. Το παράδοξο αυτό σχήμα αντικατοπτρίζει την εσωτερική αναταραχή που δονεί την αυτοκρατορία, τη στιγμή μάλιστα που οι εξωτερικοί εχθροί περισφίγγουν γύρω της τον κλοιό τους. Ανακατάταξη αρχών και ιδεών, ανασύνταξη των ζωτικών δυνάμεων, αναθεώρηση των τρόπων διακυβερνήσεως και ζωής, αναπροσαρμογή του οικονομικού και πνευματικού δυναμικού στις ανάγκες αυτών που υπηρετούν το κράτος και την πολιτεία, στον αγώνα για την επιβίωση, χαρακτηρίζουν, στο εξής, την πολιτική προσπάθεια του Βυζαντίου.

Ο κοινός αγώνας για την επιβίωση δημιουργεί τις συνθήκες της καθημερινής αλληλεγγύης: οι βυζαντινοί πληθυσμοί συσπειρώνονται γύρω απ’ τον αυτοκράτορα και την Εκκλησία, η Κων/πολη γίνεται το σύμβολο της εθνικής ενότητας. Το βυζαντινό έθνος των ρωμαίων χριστιανών, του νέου περιούσιου λαού, συγκροτημένο, θα αναλάβει τον αγώνα για την πίστη του και τα ιδεώδη του. Η προσπάθεια της εθνικής κινητοποιήσεως στερεώνεται με επιτυχία στα χρόνια του Ηρακλείου. Η περσική νίκη του Ηρακλείου φέρνει στην Ανατολή τα σύνορα του Βυζαντίου, πέρα ακόμη κι απ’ τα όρια του παλιού ρωμαϊκού κράτους, συνδέοντας τη βυζαντινή παράδοση με το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ η επαναφορά του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα με απόφαση του Ηρακλείου, διακηρύσσει την αποκατάσταση της χριστιανικής τάξεως υπό την αιγίδα του βυζαντινού αυτοκράτορος. Η στενή, απρόσκοπτη συνεργασία της Εκκλησίας με την Πολιτεία εξασφαλίζει τη νίκη στο χριστιανικό έθνος: ο Πατριάρχης αντιμετωπίζει νικηφόρα τους Αβαροσλάβους που το 626 πολιορκούν την Κων/πολη, ενώ, την ίδια στιγμή ο Ηράκλειος αναμετρά τις δυνάμεις του με τον περσικό στρατό στην Ανατολή: εικόνα τέλειας σύμπνοιας των αρχών που εξασφαλίζουν τη συνοχή και την ενότητα της βυζαντινής κοινωνίας.

Η αυτοκρατορία όμως εξαντλημένη απ’ τον μακροχρόνιο αγώνα για την επιβίωσή της στην Ανατολή εναντίον των Περσών και, αμέσως έπειτα εναντίον των Αράβων, στη Δύση εναντίον των Αβαροσλάβων και αργότερα εναντίον των Βουλγάρων, θα υποχρεωθεί στο τέλος να εγκαταλείψει το ρωμαϊκό ιδεώδες και τις απαιτήσεις του. Περιορισμένο στα στενότερα, πια, σύνορά του, με σοβαρά κλονισμένη την οικονομική του ευημερία και βαθιά αλλοιωμένη την εθνική του σύνθεση, το Βυζάντιο θα εγκαταλείψει τη φιλοδοξία του ν’ αποτελεί το πολιτικό και πνευματικό κέντρο του πολιτισμένου κόσμου και θα προσαρμοσθεί στο πνεύμα των πληθυσμών που του έμειναν πιστοί: θα γίνει στις αρχές του 8ου αι. ένα ανατολικό αγροτικό κράτος και η ιδέα της «Ρωμανίας» θα υποκαταστήσει στο εξής την ιδέα της Ρώμης. Αυτός είναι ο απολογισμός για το Βυζάντιο του 7ου αι., ο οποίος, αφού άρχισε με τις περσικές και αβαροσλαβικές επιτυχίες, θα τελειώσει με τον σχηματισμό στο ίδιο έδαφος της αυτοκρατορίας δύο ξένων και εχθρικών κρατών, του βουλγαρικού βασιλείου στη χερσόνησο του Αίμου και, του αραβικού χαλιφάτου στην Ασία και στην Αφρική. Η ρώμη αυτών των νέων δυνάμεων και ιδιαίτερα η επεκτατική ορμή του φανατισμένου Ισλάμ θα επιβάλλει στο Βυζάντιο μακροχρόνιο αμυντικό αγώνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές του δομές θα προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Με τον 7ο αιώνα συνδέονται μερικά βασικά προβλήματα, τα οποία καθορίζουν και το λόγο της σπουδαιότητάς του για την ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου. Τα προβλήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:

1. Το πρόβλημα της μετάβασης από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα: ο Ζ΄αι. είναι μεταβατικός ως προς τις αλλαγές (οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές) που διακρίνουν την κυρίως μεσαιωνική περίοδο απ’ την αρχαιότητα. Με το κύριο αυτό πρόβλημα συνδέονται τα ακόλουθα υποπροβλήματα:

– αλλαγή-τομή και συνέχεια στο Βυζαντινό κράτος του 7ου αι.

– Παρακμή των αρχαίων πόλεων-αστικών κέντρων και αγροτοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας του 7ου αι.

– Εθνολογικές και Δημογραφικές αλλαγές (διείσδυση ξένων φυλών στη Βαλκανική, Σλάβων κ.τ.λ.) και συνέπειές τους στην πολιτιστική φυσιογνωμία αλλά και την στρατιωτική και διοικητική οργάνωση της αυτοκρατορίας.

2. Ο θεματικός θεσμός ως μορφή διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που αντικαθιστά παλιότερες μορφές διοίκησης για την αντιμετώπιση των καινούριων προβλημάτων της αυτοκρατορίας. Αντιμετώπιση νέων εχθρών για την οποία δεν επαρκούσαν τα παλιότερα διοικητικά και στρατιωτικά σχήματα, καθώς και αναπροσαρμογή στις νέες οικονομικές συνθήκες. Όμως πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας ότι «το Βυζάντιο επαναστατεί μετά συντηρήσεως» (Δ.Ζακηθυνός) κι επομένως οι τυχόν αλλαγές που ιχνηλατούνται ποτέ δεν χάνουν εντελώς τον σύνδεσμό τους με το παρελθόν. Ακόμη και αφού περάσει καιρός απ’ την επιβολή τους, διατηρούνται στοιχεία παλιότερων μορφών οργάνωσης που άντεξαν στο χρόνο.

3. Συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων και πολιτική ιδεολογία, με τα οποία συνδέονται δυναστικές έριδες που τάραξαν το Βυζάντιο στον 7ο αι. Η πολιτική πρακτική και η πολιτική αυτοκρατορική ιδεολογία του 7ου αι. παρουσιάζει καινοτομίες, σε σχέση μ’ αυτές των παρελθόντων αιώνων, κι απ’ την άλλη μεριά διατηρεί στοιχεία του παρελθόντος, δηλ. της ύστερης αρχαιότητας.

Στα παραπάνω γενικά, βασικά προβλήματα προσπαθούν να δώσουν απάντηση τα δημοσιεύματα των τελευταίων είκοσι χρόνων. Το ενδιαφέρον των σύγχρονων ιστορικών, τα τελευταία χρόνια, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της αλλαγής και της συνέχειας σε επιμέρους τομείς της έρευνας του Βυζαντίου, όπως η κοινωνία, η οικονομία, η στρατιωτική οργάνωση, το διοικητικό σύστημα, η διερεύνηση του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων- καθεστωτικών παραγόντων (δήμοι κ.τ.λ.). Βέβαια, η απάντηση στο τελευταίο πρόβλημα ποικίλλει από εποχή σε εποχή (π.χ. Πρωτοβυζαντινή- Μεσοβυζαντινή- Υστεροβυζαντινή), από αιώνα σε αιώνα. Ακόμη και στη διάρκεια ενός αιώνα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, οι οποίες αποτελούν πρόκληση για τους ερευνητές.

Με τον θάνατο του Ιουστινιανού τελειώνει μια περίοδος, χωρίς όμως να εξαφανίζεται η ιδέα της ενότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μολονότι η ιδέα αυτή παραμένει σχεδόν αμετάβλητη μέχρι τέλους, αρχίζει πλέον να δημιουργείται η Αυτοκρατορία της Ανατολής, το Βυζάντιο, μέσα σε φυσικά γεωγραφικά πλαίσια. Βέβαια θα περάσουν αρκετά χρόνια και θα πρέπει να αποσπασθούν κι άλλες επαρχίες για να βρει το Βυζάντιο τη θέση του, μέσα στα πραγματικά γεωγραφικά και εθνολογικά του όρια. Στις αρχές όμως του Ζ΄αι., η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να παραμένει το κέντρο, η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους με τον παγκόσμιο χαρακτήρα, με την προσήλωση στην θεωρία του ενιαίου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η επικράτηση όμως της ελληνικής γλώσσας και προ παντός η επιβολή της ελληνικής παιδείας προσδίδουν στο νέο κράτος τον χαρακτήρα εκείνον που θα διατηρήσει μέχρι την πτώση του.

Σύμφωνα με τα πορίσματα των περισσότερων ερευνών ο 7ος αι. υπήρξε για το Βυζάντιο, όπως άλλωστε για ολόκληρη την Ελληνορωμαϊκή και την Γερμανική Ευρώπη, περίοδος κρίσιμη, αληθινός μεσαίωνας, αλλά και γόνιμη σε εσωτερικές διεργασίες και ανακαινίσεις, όπως όλοι οι Μεσαίωνες. Κατ’ ανάγκη οι μεγάλες εδαφικές ανατροπές, οι εθνολογικές μεταβολές, η κατάρρευση της ισορροπίας των δυνάμεων και η δημιουργία και γενικά στην όλη κρατική συγκρότηση, στην  διάρθρωση του κοινωνικού και του πνευματικού βίου. Υπό την πίεση των συντελεστών αυτών το Βυζαντινό κράτος, χωρίς βέβαια να παραιτηθεί απ’ το ρωμαϊκό οικουμενικό ιδεώδες, έστρεψε την προσοχή του προς Ανατολάς και, στη δίνη του αγώνα του για επιβίωση, χάλκευσε νέους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως. Το κράτος αυτό κατέχει «ιδιάζουσα θέση μεταξύ της Ρωμαιογερμανικής Δύσεως και της Ισλαμικής Ανατολής ως κράτος Ελληνικόν». Ελληνικό και Μεσαιωνικό το Βυζάντιο του 7ου αι. ήταν στα γενικά του χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικό απ’ το Κράτος της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (μισό αρχαίο, μισό λατινικό), και βέβαια απομακρυνόταν όλο και περισσότερο απ’ τη ρωμαιογερμανική Δύση.