Κάστρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (παρουσίαση προγράμματος πολιτισμού)

Κάστρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (παρουσίαση προγράμματος πολιτισμού)

5ο ΓΕΛ ΤΡΙΚΑΛΩΝ

ΤΜΗΜΑ Β3

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΧ. ΕΤΟΣ 2021-2022

ΘΕΜΑ: Κάστρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ:         ΤΣΟΥΜΠΕΚΟΥ ΣΟΦΙΑ ΠΕ06, Αγγλικών

ΗΛΙΑΔΗ ΑΜΑΛΙΑ     ΠΕ02, Φιλόλογος-Ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Φιλολογική επιμέλεια κειμένου: Αμαλία Κ. Ηλιάδη, ΠΕ02, Φιλόλογος-Ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

 

          

Εισαγωγή                                                       σ.3

Τα κάστρα στην Ελλάδα                               σ.4

Τα κάστρα στη Γερμανία                              σ.4

Φρούριο Τρικάλων                                        σ.5

Ακροκόρινθος                                                σ.7

Μυστράς                                              σ.12

 

Παλαμήδι                                             σ.17

 

Κάστρα στη Γερμανία                         σ.21

 

Κάστρο Eltz                                                   σ.22

Κάστρο του Νόισβανστάιν                           σ.23

Κάστρο Hohenzollern                                   σ.24

Οι μαθητές που συμμετείχαν                       σ.25

Πηγές                                                             σ.26

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το κάστρο (από τα λατινικά: castrum‎) είναι οχυρωμένη κατασκευή η οποία χτιζόταν στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα, από τους ευγενείς της εποχής οι οποίοι τo χρησιμοποιούσαν ως την κατοικία τους.     Δεν πρέπει να συγχέεται με το παλάτι, το οποίο δεν είναι οχυρωμένο, ή με το φρούριο, το οποίο δεν ήταν απαραίτητα κατοικία κάποιου ευγενούς, αν και υπάρχουν αρκετές κατασκευαστικές ομοιότητες με το τελευταίο. Κατά τη διάρκεια των περίπου 900 ετών στην οποία χτιζόταν κάστρα, αυτά απέκτησαν πολλές μορφές και χαρακτηριστικά, αν και μερικά όπως η περικύκλωση από οχυρωμένους τοίχους και η ύπαρξη σχισμών στους τοίχους για τα όπλα των αμυνόμενων ήταν κοινά χαρακτηριστικά.

Βέβαια, κάστρα αναφέρονται και στις αρχαίες εποχές, και ειδικά στον ελληνικό χώρο συναντώνται από τη μυκηναϊκή εποχή (αρχαιότερη πηγή τα Ομηρικά Έπη) ως “πτολίεθρα” (οχυρωμένες ακροπόλεις, εντός των περιτειχισμένων πόλεων). Αυτή η τακτική οχύρωσης πόλεων, και ειδικά του τμήματος της πόλης στο οποίο κατοικούσαν οι άρχοντες ως τελευταία γραμμή άμυνας, συνεχίστηκε από τους μυκηναϊκούς χρόνους μέχρι και τον 18ο αιώνα.

Τα κάστρα στην Ελλάδα

Άνθισαν σε άγριους καιρούς, έγιναν μέρος της Ιστορίας και στέκουν ακόμα στη θέση τους, φτιαγμένα από τόνους πέτρας, ηρωικών και ανθρώπινων στιγμών. Τα συναντάμε σε κορυφές μοναχικών λόφων ή δίπλα στη θάλασσα, μικρά ή μεγάλα, άλλα ως υπερήφανα ερείπια κι άλλα ολοζώντανα, λες και οι αιώνες που πέρασαν άφησαν μόνο λάμψη πάνω τους. Τα κάστρα της Ελλάδας στην ουσία δεν σιώπησαν ποτέ. Γεμάτα θρύλους, μυστήριο και μνήμες, σε προκαλούν για μια βόλτα στη δική τους εποχή.

Τα κάστρα στη Γερμανία

Σε μια χώρα τόσο μεγάλη όσο και πλούσια στην ιστορία όπως η Γερμανία, μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι θα βρείτε μερικά από τα πιο εντυπωσιακά κάστρα του κόσμου – από τα μεσαιωνικά φρούρια έως τα παλάτια των ευγενών. Διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, τα   περισσότερα είναι γεμάτα ιστορία και μερικά εξακολουθούν να
ανήκουν στις αρχικές οικογένειες. Από το παραμυθένιο κάστρο Neuschwanstein που αναγνωρίζεται ευρέως σε όλη την υδρόγειο μέχρι το διάσημο Burg Eltz, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι κάθε μέρος είναι τόσο ενθουσιώδες όσο και το άλλο.
Η Γερμανία φιλοξενεί το μεγαλύτερο σύμπλεγμα κάστρων του κόσμου και πολλά από τα κάστρα της χώρας κάθονται ψηλά πάνω από το γύρω τοπίο στους λόφους και ακόμη και στα άκρα των

γκρεμών, χαρούμενα, με θέα στα κοντινά εδάφη. Ενώ μερικά έχουν αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου ανεπηρέαστα,
άλλα έχουν βρεθεί στην καρδιά των εξαγριωμένων μαχών και των πολέμων, αλλά, ευτυχώς, έχουν αποκατασταθεί για να πουν τις ιστορίες του παρελθόντος. Εδώ είναι ο κατάλογος των 6 καλύτερων Κάστρων στη Γερμανία, τα οποία θα δείτε στην συνεχεία ! Όμως, η αρχή στην εργασία αυτή, γίνεται με τα κάστρα στην Ελλάδα!

 

Φρούριο Τρικάλων

 

 

Το Κάστρο των Τρικάλων είναι κτισμένο στα βόρεια της πόλης, σε θέση στρατηγικής σημασίας.

Ιστορία

Λόγω της σπουδαιότητάς του κάστρου, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός προέβη τον 6ο αι. μ.Χ. σε ριζική ανακαίνισή του. Η χρήση ογκόλιθων στην κατασκευή του επιβεβαιώνει ότι κτίστηκε στη θέση της αρχαίας ακρόπολης, που περιβαλλόταν από τείχος της κλασικής εποχής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το κάστρο επισκευάσθηκε πολλές φορές.

Στην ανατολική πλευρά του δεύτερου διαζώματος κατασκευάσθηκε από τους Οθωμανούς ρολόι μεγάλων διαστάσεων, η καμπάνα του οποίου ζύγιζε περίπου 650 κιλά, κι έφερε την εξής επιγραφή (στα τουρκικά): “έργο του Γιουσούφ Σενάϊ, κατοίκου φρουρίου, Τιρχάλα”. Το πρώτο αυτό ρολόι, με έτος κατασκευής το 1648, γκρεμίστηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε το 1936 νέο, ύψους 33 μ.

 

 

 

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

 

Το τείχος του είναι πολυγωνικού σχήματος, με πέντε πύργους και πολλές μικρές πολεμίστρες.
Το Κάστρο είναι χωρισμένο σε τρία διαζώματα. Στο πρώτο, στη δυτική πλευρά, ανοίγεται η κύρια είσοδος, με ημικυκλικό λίθινο περιθύρωμα, ενώ στην ανατολική πλευρά για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην πόλη, κατασκευάσθηκε το 1960 λίθινη κλίμακα. Στο εσωτερικό του διαζώματος λειτουργεί τουριστικό περίπτερο.
Δεξιά της πύλης του δεύτερου διαζώματος, στα βυζαντινά χρόνια, κτίσθηκε ναός των Ταξιαρχών, που σήμερα δεν σώζεται, καθώς- σύμφωνα με τις πηγές- κάηκε περίπου το 1330-32 κι ανακαινίσθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, από τον Μητροπολίτη Λαρίσης Αντώνιο. Στο ίδιο διάζωμα κατασκευάστηκε το 1988 ανοικτό θέατρο, στο χώρο του οποίου δίνονται κάθε χρόνο παραστάσεις και συναυλίες.
Το τρίτο διάζωμα είναι το σημαντικότερο, αφού έχει περίοπτη θέση κι οπτική επαφή με όλη τη γύρω περιοχή. Καταλαμβάνει το ΒΑ ανώτατο άκρο της ακρόπολης, ακολουθώντας ακανόνιστο τεταρτοκύκλιο σχήμα με έκταση περίπου 1.200 τ.μ. Στα δυτικά του εσωτερικού του διαζώματος σώζεται καμαροσκέπαστο, μονόχωρο κτίριο που χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη.

 

Θρύλοι και Παραδόσεις

Η τοπική παράδοση αναφέρει πως στο τρίτο διάζωμα υπήρχε άνοιγμα, που λειτουργούσε ως έξοδος από το κάστρο σε εποχές εχθροπραξιών. Το άνοιγμα αυτό αποτελούσε είσοδο λαγουμιού (τούνελ), που περνούσε κάτω από το τείχος κι ακολουθώντας βορειοανατολική κατεύθυνση, διέσχιζε τη νότια πλαγιά του λόφου του Προφήτη Ηλία, καταλήγοντας στην Καλαμπάκα, στο ύψος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

 

Ακροκόρινθος

 

 

Ο Ακροκόρινθος είναι βράχος ύψους 579 μέτρων που δεσπόζει στην πεδιάδα της Κορίνθου. Στους πρόποδές του ήταν χτισμένη η Αρχαία Κόρινθος. Ο βράχος, λόγω της μορφολογίας του, χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαία χρόνια ως κάστρο (ακρόπολη).

Ιστορία

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ιδιοκτήτης της περιοχής ήταν ο θεός Ήλιος. Τα κτήματα κάτω από τον Ακροκόρινθο (όπου αργότερα κτίστηκε η Κόρινθος) τα παραχώρησε στον γιο του Αιήτη, αλλά τον Ακροκόρινθο που ήταν το προνομιούχο σημείο της περιοχής, 240 στρέμματα, τον χάρισε στην θεά Αφροδίτη. Η Αφροδίτη δεν συγκινήθηκε καθόλου από αυτό το δώρο, αφού ήταν σαφώς καλύτερα στον Όλυμπο. Προς τιμήν της θεάς, έχτισε η Μήδεια ένα ναό στη κορυφή του Ακροκορίνθου. Ήταν ένα ταπεινό και λιτό κτίσμα αλλά η κατάσταση άλλαξε δραματικά όταν έφτασε εκεί το νερό. Αυτό ήταν κατόρθωμα του Σίσυφου, του παμπόνηρου βασιλιά της Κορίνθου, όταν μια φορά είδε τον Δία να απαγάγει την κόρη του Ασωπού. Είπε στον Ασωπό πού κρύβονταν… με αντάλλαγμα να λύσει το πρόβλημα λειψυδρίας στον λόφο. Έτσι ο Βράχος απέκτησε την πρώτη του κρήνη την Πειρήνη.

Ο Ακροκόρινθος οχυρώθηκε για πρώτη φορά από τον τύραννο Περίανδρο και τον πατέρα του τον Κύψελο τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. και σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε Ακρόπολη. Οι Μακεδόνες τον 4ο αιώνα π.Χ. επισκεύασαν και ενίσχυσαν τα τείχη. Το 146 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Μόμμιος Αχαϊκός κατέστρεψε την Κόρινθο και την ακρόπολή της, όταν κατέλαβε την Ελλάδα. Ο Ιούλιος Καίσαρας επισκεύασε το κάστρο το 44 π.Χ..

Μία ακόμα επισκευή γίνεται τον 6ο αιώνα επί βασιλείας Ιουστινιανού και κάποιες προσθήκες παρατηρούνται μέχρι και τον 12ο αιώνα.

Το 1210 το κάστρο καταλαμβάνεται από τους Φράγκους αφού προηγουμένως ο υπερασπιστής του Λέων Σγουρός αυτοκτόνησε πηδώντας έφιππος από τα τείχη. Οι Φράγκοι πραγματοποιούν πολλές επισκευές.

Στη συνέχεια ο Ακροκόρινθος αλλάζει χέρια. Παραχωρείται διαδοχικά στις ιταλικές οικογένειες Γκραβίνα και Ατσαγιόλι για να καταλήξει τελικά, το 1395, στον Θεόδωρο Παλαιολόγο, Δεσπότη του Μυστρά που κληρονόμησε το κάστρο από τον θανόντα πεθερό του Νέριο Α’ Ατσαγιόλι, Δούκα των Αθηνών. Ο Θεόδωρος το πούλησε για οικονομικούς λόγους στους Ιωαννίτες Ιππότες που το κρατούν μέχρι το 1404 και του το επιστρέφουν.

Το 1458 ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κατέλαβε το κάστρο που το υπερασπιζόταν ο Βυζαντινός Ματθαίος Ασάν. Το 1687 το κάστρο περνά στα χέρια των Ενετών οι οποίοι το επισκευάζουν και του δίνουν τη σημερινή του μορφή. Λίγα χρόνια μετά, το 1715, οι Τούρκοι πολιορκούν τον Ακροκόρινθο και τον καταλαμβάνουν. Το κάστρο παρέμεινε σε αυτούς μέχρι το 1827 οπότε και παραδόθηκε στους Έλληνες.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Ο Ακροκόρινθος αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση κάστρα της Πελοποννήσου. Η περίμετρος των τειχών του φτάνει τα 3 χιλιόμετρα. Αν και η τελική μορφή του κάστρου οφείλεται σε ανακατασκευές και προσθήκες επί Τουρκοκρατίας, το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών οχύρωσης πραγματοποιήθηκε στη μεσοβυζαντινή εποχή και πιο συγκεκριμένα κατά τον 12ο αιώνα.

Η βυζαντινή οχύρωση ακολούθησε την χάραξη των αρχαίων τειχών στο φρύδι του βράχου και ενσωμάτωσε τμήματά τους που είναι ορατά μέχρι σήμερα.

Στη δυτική πιο ευπρόσβλητη πλευρά του λόφου, από όπου γινόταν και η είσοδος στο κάστρο, προστέθηκε εξωτερικός περίβολος. Στο τμήμα αυτό του λόφου, ο εσωτερικός περίβολος διαμορφωνόταν σε ημικυκλικό σχήμα με δυο ισχυρούς προμαχώνες στα άκρα του, σύμφωνα με την αρχαία σχεδίαση, και ενδιάμεσα τους έξι πύργους, δυο μικρότερους και τέσσερις πιο ισχυρούς. Οι δυο κεντρικοί προστάτευαν την επιβλητική πύλη της εσωτερικής γραμμής. Ανεξάρτητοι ισχυροί πύργοι υπήρχαν και εντός του κάστρου, στη νοτιοδυτική και βορειοανατολική κορυφή του λόφου.

Φάσεις επισκευής και συμπλήρωσης των τειχών πραγματοποιήθηκαν και από τους Φράγκους κατακτητές μετά την κατάληψη της πόλης το 1210, όπως η ανακατασκευή εκ θεμελίων του πύργου της νοτιοδυτικής κορυφής. Στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα., θα πρέπει επίσης να αποδοθεί και η πρώτη φάση μιας ακόμη γραμμής οχύρωσης (α΄ γραμμή οχύρωσης) που προστέθηκε στην δυτική πλαγιά του λόφου. Με την νέα αυτή προσθήκη, ο εξωτερικός βυζαντινός περίβολος μετατράπηκε στην ενδιάμεση γραμμή οχύρωσης (β΄γραμμή οχύρωσης).

Κατά την μεταβυζαντινή εποχή, επί Τουρκοκρατίας, πραγματοποιήθηκαν επισκευές σε τμήματα του κάστρου, καθώς και μετασκευές με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της οχύρωσης σύμφωνα με τη νέα πολεμική τεχνολογία των πυροβόλων όπλων. Οι επεμβάσεις αυτές διακρίνονται σε διάφορα σημεία του κάστρου, όπως στην ενίσχυση του πάχους της β΄ γραμμής οχύρωσης, στην προσθήκη κανονιοθυρίδων και τυφεκιοθηρίδων στα τείχη και στην διαμόρφωση των δωμάτων των πύργων σε πλατφόρμες πυροβολικού στον εσωτερικό περίβολο (γ΄ γραμμή οχύρωσης).

Κατά την α΄οθωμανική περίοδο (1458-1687) πήρε και την σημερινή του μορφή ο πύργος στη νοτιοδυτική κορυφή του λόφου, ο οποίος διαμορφώθηκε με την προσθήκη δυο περιβόλων σε ακρόπολη, ενώ στα χρόνια της ενετοκρατίας (1687-1715) αποδίδονται επεμβάσεις στις πύλες της α΄και β΄ γραμμής οχύρωσης, καθώς και η κατασκευή τάφρου και διατειχίσματος έξω από τα δυτικά τείχη.

 

Μυστράς

 

 

 

Ο Μυστράς ήταν Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, πολύ κοντά στη Σπάρτη. Σήμερα είναι ερειπωμένος, αν και έχουν αναστηλωθεί ορισμένα κτίσματα, και αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού των δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου.

Η ιστορία “της νεκρής πολιτείας” σήμερα του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249 ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος έκτισε το κάστρο του στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζυθράς.

Ο Μυστράς εξελίχθηκε σε μια σπουδαία καστροπολιτεία και έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μωρέως. Συνέχισε να είναι σημαντική πόλη στους επόμενους αιώνες μέχρι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, οπότε εγκαταλείφθηκε.

Σήμερα ο Μυστράς είναι μακράν το πιο σημαντικό Βυζαντινό μνημείο στην Ελλάδα.

Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

Το κάστρο βρίσκεται σε απότομο ύψωμα που δεσπόζει στην εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, έξι χιλιόμετρα δυτικά της Σπάρτης

Είναι πολύ πιθανό, ο βασικός λόγος για την απόφαση των Φράγκων να χτίσουν κάστρο σε αυτό το σημείο να ήταν η γειτνίαση με την αρχαία Σπάρτη. Για τους Φράγκους , πολύ περισσότερο από ό,τι για τους Βυζαντινούς, η κτήση ενός κάστρου ήταν κάτι περισσότερο από στρατηγική επιλογή. Ήταν κυρίως επίδειξη δύναμης και σύμβολο επιτυχίας. Ιδιαίτερα ένα κάστρο στη Σπάρτη θα πρέπει να είχε πρόσθετη συμβολική αξία για τους Δυτικούς και να προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερο κύρος και μάλιστα διεθνώς.

Το Όνομα του Κάστρου

Το ύψωμα στο οποίο χτίστηκε το κάστρο είχε απότομη και κωνοειδή μορφή και ονομαζόταν Μυζηθράς , και μετά από παραφθορά, Μυστράς. Το «Μυζηθράς» προέρχεται είτε από το όνομα παλαιότερου ιδιοκτήτη που λεγόταν Μυζηθράς είτε -το πιο πιθανό- οφείλεται στο σχήμα του που θυμίζει μαστό (αρχαιοελληνικά=μαζός). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο λόφος πήρε αυτό το όνομα από το ομώνυμο τυρί, λόγω σχήματος.

Ιστορία

Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται και η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων.

Ήταν ο πρίγκηπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αυτός που ίδρυσε το Μυστρά εγκαινιάζοντας μία ένδοξη και πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή έξι αιώνων. Το 1249 ο Φράγκος ηγεμόνας έκτισε στον λόφο του Μυζυθρά το περίφημο ομώνυμο κάστρο, το οποίο έμελλε πολύ σύντομα να εξελιχθεί σε μοναδική καστροπολιτεία και μία από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις.

Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο Φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Ο Μυστράς γίνεται έδρα βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορος», και από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδός του, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο, γι’ αυτό και η κατοικημένη περιοχή, που ονομάζεται Χώρα, οχυρώθηκε με τείχος. Συν τω χρόνω, δημιουργήθηκε και νέα συνοικία, έξω από το τείχος, που ονομάστηκε Kάτω Xώρα και προστατεύθηκε επίσης με τείχος.

Το 1289 η ”κεφαλή”, ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά. Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβάλλεται και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ”Δεσπότη” τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄.

Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1380/1-1407).

Η συνετή διοίκηση συνετέλεσε ώστε ο Μυστράς να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ’ όλους, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.

Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Δεσπότες του Μυστρά κατέχει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά Δεσπότης, ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.

Το 1460 ο Μυστράς θα παραδοθεί στον Μωάμεθ Β’ από τον τελευταίο Δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο. Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του Οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατοχή αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, περίοδο κατά την οποία όλη η Πελοπόννησος ήταν Ενετική.

Το 1770, κατά την επανάσταση του Ορλώφ, ένα μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων πολιόρκησε την τουρκική φρουρά μέσα στο κάστρο. Τότε οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, αν και παραδόθηκαν με τον όρο να εξέλθουν με τις οικογένειές τους, κατά την έξοδό τους σφαγιάστηκαν από τους απείθαρχους Μανιάτες. Η σφαγή σταμάτησε μόνο χάρη στον τότε Μητροπολίτη που μπήκε στη μέση κρατώντας ένα σταυρό. Με τη λήξη των Ορλωφικών, ο Μυστράς καταστράφηκε από τους Τουρκαλβανούς που τον ανακατέλαβαν, και τότε άρχισε η οριστική πτώση.

Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου. Με την ίδρυση του ελεύθερου κράτους, οι Αρχές της επαρχίας Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, λίγο όμως αργότερα, το 1834 ο Βασιλιάς Όθων θεμελίωσε τη νέα πόλη, τη Σπάρτη, επί του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου που εκπονήθηκε στην Ελλάδα, μετά από αίτηση των κατοίκων του Μυστρά να επανασχεδιαστεί η πόλη της Σπάρτης. Ο σχεδιασμός είχε ήδη δρομολογηθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια πριν τη δολοφονία του. Από τότε ο Μυστράς ουσιαστικά ερημώνεται.

Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.

Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η διάταξη της καστροπολιτείας είναι σε σε τρεις διακεκριμένες ζώνες, με σημαντική διαφορά υψομέτρου: Άνω, Κάτω και Έξω Χώρα. Επιπλέον υπάρχει και η ακρόπολη στην κορυφή.

Στην Άνω Χώρα ξεχωρίζουν τα Παλάτια των Δεσποτών. Έχουν χτιστεί σε διαφορετικές περιόδους (13ος-15ος αιών) και σχηματίζουν ένα μεγάλο συγκρότημα όπου δεσπόζει η αίθουσα του θρόνου.

Στην Κάτω Χώρα ξεχωρίζει η Μητρόπολη, δηλαδή ο ναός του Αγίου Δημητρίου, όπου στέφθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1449 ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄Παλαιολόγος.

Άλλες εκκλησίες που ξεχωρίζουν:
Η Μονή Βροντοχίου που ίδρυσε ο ηγούμενος Παχώμιος. Περιλαμβάνει τους ναούς των Αγίων Θεοδώρων (1290-1295) και την Οδηγήτρια ή «Αφεντικό» (1312-1322) όπου διασώζονται εξαιρετικές τοιχογραφίες.
Η Περίβλεπτος, εκκλησία που έχει προσαρτηθεί σε σπηλαιώδη βράχο.
Η Ευαγγελίστρα, μικρός και κομψός ναός με ταφικά προτειχίσματα.
Η Παντάνασσα, αριστουργηματική κατασκευή του πρωτοστράτορα Ιωάννη Φραγγόπουλου με περίτεχνο διάκοσμο.

Το Φράγκικο κάστρο στην κορυφή δεσπόζει σε όλο το βράχο. Είναι προσβάσιμο από την Άνω Χώρα και απαιτεί πεζοπορική ανάβαση 10-20 λεπτών.

Στο Μυστρά υπάρχει και αρχαιολογικό μουσείο που στεγάζεται σε διώροφο πέτρινο κτίριο του 1754, με ενδιαφέροντα χειρόγραφα, κοσμήματα, ανάγλυφα και άλλα Βυζαντινά εκθέματα.

 

 

Παλαμήδι

 

Το Παλαμήδι οχυρώθηκε από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα άρχισε ο πορθητής Φραγκίσκος Μοροζίνι και τελείωσαν τα τελευταία χρόνια της Β’ Ενετοκρατίας (1686–1715 ). Εκτός από τη ντάπια του Αγίου Ανδρέα, που είναι η ψηλότερη, συναντά κανείς άλλες έξη του Φωκίωνα, του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα και του Αχιλλέα. Οι πέντε από αυτές συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν αυλόγυρο, που τον λέγανε τείχος του περιβόλου. Στο φρούριο υπάρχει το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κτισμένο από την εποχή των Ενετών. Στο φρουριακό συγκρότημα που έκανε το Παλαμήδι απόρθητο, βλέπουμε τον θυρεό των Ενετών, το «λιοντάρι του Αγίου Μάρκου». Τα κελιά των κάστρων που είχαν φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τον κατάδικο Κολοκοτρώνη, χρησίμευσαν σαν φυλακές και τόπος εκτέλεσης. Το Παλαμήδι πολιορκήθηκε από το πρώτο έτος της επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί έκριναν σωστά ότι η εκπόρθηση του θα έδινε στον αγώνα ένα σπουδαίο φρουριακό συγκρότημα και μια κατάλληλη εστία για την κυβέρνηση. Μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου

1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με το Μοσχονησιώτη και 350 διαλεγμένους στρατιώτες κατόρθωσαν να πηδήσουν στη ντάπια του Αχιλλέα και να καταλάβουν το κάστρο. Μετά έφτασε ο Κολοκοτρώνης, που ανάγκασε τη φρουρά του Ναυπλίου να παραδοθεί και να υπογράψει συνθήκη. Έκτοτε κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου εορτάζεται η επέτειος της άλωσης.

 

 

 

Το φρούριο του Παλαμηδίου.

Το Παλαμήδι είναι ένα από τα ωραιότερα κάστρα της Ελλάδας και το μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο φρουριακό συγκρότημα της Ενετοκρατίας.

Το κάστρο σχεδίασε ο Zιαξίχ (Giaxich) και κατασκεύασε ο Γάλλος Λασάλ (LaSalle). Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1714 για να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές και ναυτικές επιχειρήσεις των Βενετσιάνων εκείνης της εποχής.

Το κάστρο βρίσκεται στον ομώνυμο λόφο Παλαμήδι, ύψους 216 μέτρων, σε σημείο που δεσπόζει πάνω από την πόλη του Ναυπλίου και ελέγχει τον Αργολικό κόλπο. Το σχέδιο του Φρουρίου βασίζεται σε σύστημα αλληλοϋποστηριζόμενων προμαχώνων οι οποίοι αναπτύσσονται κλιμακωτά στον άξονα Δύσης-Ανατολής και συνδέονται μεταξύ τους με τείχη. Οι οκτώ συνολικά προμαχώνες του κάστρου είναι αυτοτελείς, ούτως ώστε αν ένας από αυτούς καταληφθεί, η άμυνα να συνεχίζεται από τους υπόλοιπους.

Το Παλαμήδι διατηρείται σε άριστη κατάσταση και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της βενετσιάνικης οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.

 

 

 

Τα 999 σκαλοπάτια του μύθου

Το φρούριο του Παλαμηδίου συνδέεται με την πόλη του Ναυπλίου με μία κλιμακωτή άνοδο ενισχυμένη με μικρές πολεμίστρες η οποία οδηγεί στην ΒΔ πλευρά του. Πρόκειται για τη σκάλα που η λαϊκή παράδοση την ήθελε να αποτελείται από 999 σκαλοπάτια καθώς το 1000ο το έσπασε το πόδι του αλόγου του Γέρου του Μωριά. Στην πραγματικότητα η κλίμακα έχει λιγότερα σκαλοπάτια (857) και κατασκευάστηκε την εποχή του Όθωνα.

Η Άλωση του Παλαμηδίου

Από το Παλαμήδι ξεκίνησε η απελευθέρωση της πόλης του Ναυπλίου από τους Τούρκους. Έπειτα από πολύμηνη πολιορκία, τη νύχτα της 29ης Nοεμβρίου του 1822, μία ομάδα από 350 παλικάρια με αρχηγό τον Στάικο Σταϊκόπουλο κατέλαβε με αιφνιδιασμό το Παλαμήδι. Πρώτος, ο Δημήτριος Mοσχονησιώτης πάτησε το πόδι του στο φρούριο, από τον προμαχώνα Aχιλλέα, τον ίδιο προμαχώνα από όπου είχαν μπει και οι Τούρκοι όταν πήραν το κάστρο από τους Ενετούς.

Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, αφού καθαρίστηκε πρόχειρα το ερειπωμένο Βενετσιάνικο εκκλησάκι του Αγίου Γεράρδου, τελέστηκε δοξολογία και το εκκλησάκι αφιερώθηκε έκτοτε στη μνήμη του Αποστόλου Aνδρέα, μιας και το κάστρο πατήθηκε την ημέρα της γιορτής του αγίου.

Έκτοτε και κάθε χρόνο την ημέρα αυτή, την τελευταία Κυριακή του Νοεμβρίου γιορτάζεται πανηγυρικά η απελευθέρωση της πόλης με δοξολογία στο ιστορικό αυτό εκκλησάκι. Μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων για την απελευθέρωση της πόλης αποτελεί και η Διοργάνωση του Παλαμήδειου Άθλου.

 

 Κάστρα στη Γερμανία

Εδώ βρίσκεται ο κατάλογος των 15 Καλύτερων Κάστρων στη Γερμανία!

 

 

 

Κάστρο Eltz

Πηγή: leoks / shutterstock

 

Κάστρο Eltz, Γερμανία
Εάν υπάρχει ένα γερμανικό κάστρο που έχει αυξηθεί η δημοτικότητά του τα τελευταία χρόνια χάρη στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης, αυτό είναι το Κάστρο Eltz στη Δυτική Γερμανία. Με τη γραφική του ατμόσφαιρα, που περιβάλλεται από παχύ, σκοτεινό δάσος, το Κάστρο Eltz είναι το αγαπημένο για πολλούς φωτογράφους και λάτρεις του τοπίου στο Instagram.
Αυτό το μεσαιωνικό κάστρο, μοναδικό στην περιοχή της Ρηνανίας-Παλατινάτου όπου βρίσκεται, δεν καταστράφηκε ποτέ, ακόμη και κατά τη διάρκεια των πιο θορυβωδών ιστορικών περιόδων. Μέχρι σήμερα το κάστρο παραμένει στην ιδιοκτησία της αρχικής οικογένειας. Η μοναδική εμφάνισή του και το γεγονός ότι βρίσκεται μέσα σε μια κοιλάδα, αλλά εξακολουθεί να σκαρφαλώνει σε ένα λόφο, τραβά χιλιάδες τουρίστες κάθε μήνα. Περπατώντας προς το κάστρο πάνω από την είσοδο του λιμανιού, δεν μπορείτε να αντισταθείτε στο συναίσθημα της έκπληξης και του δέους. Μπορείτε ίσως να νιώσετε σαν να έχετε «ταξιδέψει» σε ένα παραμύθι.

Κάστρο του Νόισβανστάιν

Κάστρο του Νόυσβανστάιν
Γενικά, υπάρχουν δύο τύποι κάστρων. Αυτά που μοιάζουν με οχυρά, προορίζονται για αμυντικούς σκοπούς και μερικές φορές έχουν «φανταστική» εμφάνιση, και άλλα που φαίνεται να έχουν βγει από ένα παραμύθι – μαγικό/κοσμικό. Το κάστρο Neuschwanstein στη Γερμανία ανήκει στο τελευταίο.
Αυτό το κάστρο της δεκαετίας του 19ου αιώνα είναι το πιο επισκέψιμο κάστρο στη Γερμανία καθώς και ένα από τα πιο γραφικά κάστρα του κόσμου. Ανάθεση και κατασκευή από τον Λούντβιχ Β΄ της Βαυαρίας, το κάστρο δεν φαίνεται μόνο σαν κάτι που ανήκει σε μια φαντασίωση. Προοριζόταν να εμφανίζεται έτσι. Πολλά από τα εσωτερικά στοιχεία μέσα στο κάστρο το «προτείνουν».
Σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο μέσα σε ένα εκπληκτικό περιβάλλον, ο καθένας που βλέπει το κάστρο συμφωνεί ότι η θέα του είναι ενθουσιώδης. Το κάστρο έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το περίφημο κάστρο της Disney καθώς και για το κινηματογραφικό έργο-ταινία Sleeping Beauty.

Κάστρο Hohenzollern

Κάστρο Hohenzollern
Το κάστρο Hohenzollern, που βρίσκεται στη Βάδη-Βυρτεμβέργη στη νοτιοδυτική Γερμανία, βρίσκεται στην κορυφή του όρους Hohenzollern και είναι το τρίτο κάστρο της περιοχής αφού τα δύο πρώτα έπεσαν στην απομόνωση. Η κατασκευή του σημερινού κάστρου ξεκίνησε το 1850. Οι ευγενείς του Βρανδεμβούργου-Πρωσίας και Hohenzollern-Sigmaringen χρηματοδότησαν την κατασκευή του κάστρου, δεδομένου ότι ήταν μέρος της οικογένειας Hohenzollern.
Το κάστρο διαθέτει πολλά αρχιτεκτονικά στυλ. Υπάρχουν στοιχεία στρατιωτικής αρχιτεκτονικής που μπορεί να δει κανείς στην εντυπωσιακή πύλη του αετού, η οποία στη συνέχεια οδηγεί σε μια γεφυροπλάστιγγα που οδηγεί στην είσοδο του κάστρου. Μέσα στο παλάτι υπάρχουν τρία κτίρια γοτθικής αναγέννησης. Λόγω της θέσης του, υπάρχει απίστευτη θέα από το κάστρο που εκτείνεται σε απόσταση 100 χιλιομέτρων.
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, το κάστρο είναι γεμάτο με διάφορα ιστορικά αντικείμενα και σήμερα οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν ξεναγήσεις μέσα από αυτό το υπέροχο ακίνητο, το οποίο βρίσκεται ακόμα στα χέρια της οικογένειας Hohenzollern.

 

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ

 

Δικτυογραφία:

https://www.travelstyle.gr/ta-wraiotera-kastra-tis-elladas/

https://el.wikipedia.org/wiki/

https://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=trikala

 

«Το αστικό φαινόμενο σύμφωνα με τον Jacques Le Goff στην Ευρώπη και στην Αμερική». Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Φιλόλογος-Ιστορικός, Μεταπτυχιακό δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ. -Διευθύντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

«Το αστικό φαινόμενο σύμφωνα με τον Jacques Le Goff στην Ευρώπη και στην Αμερική».

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Φιλόλογος-Ιστορικός, Μεταπτυχιακό δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ. -Διευθύντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

P1110437 Αντιγραφή 1

Σήμερα που οι πόλεις υφίστανται ριζικές και πρωτόγνωρες αλλαγές είναι αναγκαία η ιστορική αυτογνωσία είτε σαν εργαλείο ερμηνείας τους είτε σαν εργαλείο προσδιορισμού της ταυτότητάς τους στο μέλλον. Το ενδιαφέρον τους κατ’ αρχήν προέρχεται από το γεγονός ότι μιλάει για την πόλη ένας σπουδαίος ιστορικός του Μεσαίωνα: ο Jacques Le Goff (1924, Τουλώνη), γνωστός στο διεθνές και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το έργο του για τον δυτικό Μεσαίωνα (σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του Ιστορία και μνήμη, εκδ. Νεφέλη, 1998), διάδοχος του F. Braudel στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και μεταξύ εκείνων που αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα της περίφημης ιστορικής σχολής των Annales. Αυτός λοιπόν χρησιμοποιεί το corpus των γνώσεών του και την ιστορική του εμπειρία για να μας μιλήσει τελικά για τη σύγχρονη πόλη, για το παρελθόν και το μέλλον της. Το βιβλίο αυτό παρουσίασε η αρχιτέκτων Φωτεινή Μαργαρίτη.

Η βασική υπόθεση του Jacques Le Goff γύρω από την οποία αρθρώνεται η συζήτησή του με τον Jean Lebrun είναι ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη αποτελεί συνέχεια της μεσαιωνικής. Όλο το διάστημα που μεσολαβεί από τον 11ο αιώνα ως τις ημέρες μας, με τις συνέχειες ή ασυνέχειές του, αποτελεί τη μεγάλη διάρκεια, τον ιστορικό χρόνο της σύγχρονης πόλης. Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη διάρκεια ο J.Le Goff επιχειρεί να ερμηνεύσει πολλά από τα σύγχρονα αστικά φαινόμενα. Η συζήτηση στο βιβλίο του είναι δομημένη σε έξι βασικές ενότητες και συμπληρώνεται με μια εξαιρετική εικονογράφηση της μεσαιωνικής και της σύγχρονης πόλης κατ’ αντίστιξη.

P1110445 1

Στην πρώτη ενότητα, που αποτελεί και την εισαγωγή του βιβλίου του , ο J. Le Goff αναπτύσσει τη βασική του υπόθεση: η πόλη συνίσταται σε έναν βασικό πυρήνα, αυτόν που αποτελεί σήμερα το μεσαιωνικό ιστορικό κέντρο των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, μέσω του οποίου εξασκείται η εξουσία σε μια περιφερειακή έκταση (τα προάστια). Το σημείο εκκίνησης των πόλεων βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτή τη μετατόπιση των κέντρων εξουσίας από την ύπαιθρο προς την πόλη.

Ο J. Le Goff υποστηρίζει ότι η ενότητα της σύγχρονης πόλης με την περιφέρεια χρονολογείται από τον Μεσαίωνα: ο Μεσαίωνας οριοθέτησε (με τα τείχη ή, στη συνέχεια, με τα περιφερειακά βουλεβάρτα) την πόλη από την περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα έβαλε σε κίνηση τον μαγνητισμό της περιφέρειας από το κέντρο που η σύγχρονη εποχή ολοκλήρωσε. Σ’ αυτή τη μακρά ιστορική παράδοση μπορεί σήμερα κανείς να αποδώσει φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, σε διάκριση με την αμερικανική.

Ενώ η αστική πλέον περιφέρεια των ευρωπαϊκών πόλεων γιγαντώνεται, εξακολουθεί να διατηρεί μια απίστευτη εξάρτηση από τον κυρίως κορμό της πόλης. Ο αρχιτέκτων Rem Koolhaas (Conversations with students, 1996) διαπιστώνει με απορία ότι οι νέες πόλεις γύρω από το Παρίσι λέγονται ακόμη νέες πόλεις, παρ’ όλο που κάποιες από αυτές είναι 40 χρόνων και πλέον.

Ο J. Le Goff ολοκληρώνει αυτή την ενότητα με μια σημαντική διαπίστωση: ο Μεσαίωνας προτιμά να αναπαριστά στις εικόνες του τα εργοτάξια και αυτό μαρτυρεί μια πολεοδομική αισιοδοξία. Στην πόλη αυτή την εποχή κτίζουν περισσότερο παρά διατηρούν ή γκρεμίζουν και οι κάτοικοι δεν είναι συνδεδεμένοι με την εμφάνιση των πόλεών τους, γιατί αλλάζουν και εκείνοι και αυτές συχνά. Εκείνο που μπορούσε να τραυματίσει ήταν μόνο η καταστροφή ενός μνημείου (μια εκκλησία ή ένα καμπαναριό). Οι άλλες καταστροφές που κατά τον 18ο ή κυρίως κατά τον 19ο αιώνα τις εξέταζαν με νοσταλγία δεν προκαλούσαν καμιά συγκίνηση. Πρέπει να περιμένουμε την εποχή μας, που ανησυχεί για το μέλλον της πόλης, για να ηχήσουν οι κάθε είδους καταστροφές σαν σήμα κινδύνου.

Ο J. Le Goff ολοκληρώνει με τον αινιγματικό επίλογο «Το τέλος της πόλης ή η πόλη δίχως τέλος, δίχως όρια» και με την κοινή πλέον επισήμανση των μεγάλων αλλαγών που υφίσταται η πόλη και οι οποίες συνοψίζονται σε τρία νέα αστικά φαινόμενα: 1) την έξοδο από την πόλη πολλών από τις παραδοσιακές χρήσεις της (πανεπιστήμια, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, λιμάνια, έδρες επιχειρήσεων, φεστιβάλ κ.ά.), 2) τον πολλαπλασιασμό των νευραλγικών κέντρων, που ωθούν τη σύγχρονη πόλη μοιραία στον πολυκεντρισμό., 3) τη διάχυση του αστικού χώρου στον αγροτικό (και αντιστρόφως). Όλο αυτό το σύνολο δεν μπορεί πια να λειτουργεί παρά μέσα από ένα πυκνό δίκτυο επικοινωνίας.

Ο J.Le Goff υποστηρίζει ότι όλη αυτή η εξέλιξη της ευρωπαϊκής πόλης οφείλεται στην επίδραση της αμερικανικής πραγματικότητας, «όπου ο αστικός πολιτισμός βρήκε την πιο έντονη ανάπτυξη και εκδηλώθηκε με πλήθος καινοτομιών στην εποχή μας. (…). Η επίδραση της αμερικανικής πόλης (…) συνέβαλε στον θάνατο της μεσαιωνικής πόλης και των υπολειμμάτων της».

Μάλιστα θεωρεί πως όλη η εξέλιξη του αστικού φαινομένου που λειτουργεί βαθιά και κάνει πόλεις οι οποίες έχουν ένα ολότελα διαφορετικό παρελθόν (στην Αμερική, στην Ασία, στην Ιαπωνία και στην Ευρώπη) να μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους λειτουργεί εναντίον του παραδοσιακού αστικού κέντρου, το οποίο δεν είναι πλέον συμβατό με την οικονομική ζωή ή τις σχέσεις που αναπτύσσονται στους αστικούς πληθυσμούς.

«Για centro storico συζητούν πολύ οι Ιταλοί. Και αν λάμπει ακόμη, είναι η ομορφιά του θανάτου. (…) Προχωρούμε προς την πόλη κέντρο-μουσείο». Η αναφορά του στο ακραίο παράδειγμα της Βενετίας είναι εύγλωττη. Η σύγχρονη πόλη βρίσκεται μοιραία πλέον στη διαδικασία ανακάλυψης νέων μορφών γοητείας που θα προσελκύσουν τους αστικούς πληθυσμούς. Τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του μπορεί να συμπληρώσει κανείς ανατρέχοντας στις απόψεις και πολλών άλλων ειδικών.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή μας θα προσθέσουμε ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο για όλους εκείνους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στοχάζονται τα θέματα της πόλης και όχι μόνον, αλλά και ειδικότερα για τον έλληνα αναγνώστη, αφού από την ελληνική βιβλιογραφία, παρά την ύπαρξη μεμονωμένων μελετών για την ιστορία των ελληνικών πόλεων, απουσιάζει η ενσωμάτωση της ιστορικής εμπειρίας στην ερμηνεία των σύγχρονων ελληνικών πόλεων, με αποτέλεσμα να αναμασώνται δάνειες θεωρίες και προβληματισμοί που δεν δίνουν απάντηση στη νέα πραγματικότητα.

Τέλος, από τις πρώτες σχεδόν σελίδες του βιβλίου αναιρείται το ερώτημα για το που βρίσκεται η ελληνική πόλη σε σχέση με το παρελθόν στο οποίο αναφέρεται ο J. Le Goff. Ο συγγραφέας κάνει αυτή τη συζήτηση κάτω από το φως της εμπειρίας του 20ού αιώνα και αποπειράται να συλλάβει την ταυτότητα της σύγχρονης πόλης στο σύνολό της. Άλλωστε, από μιαν άλλη άποψη, το παρελθόν της δυτικής πόλης του Μεσαίωνα αφορά και την ελληνική μοντέρνα πόλη, αφού στον σχεδιασμό της κατά τον προηγούμενο αλλά και τον παρόντα αιώνα στην ουσία αυτή την παράδοση ενσωματώνει, έχοντας κάνει την επιλογή, αναρωτιέται κανείς σωστή ή λανθασμένη, να έρθει σε απόλυτη ρήξη με τη δική της μεσαιωνική και οθωμανική παράδοση.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη).

P1110444P1110423

Κινηματογράφος και Εκπαίδευση: μια σχέση εικόνας και ουσίας Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.) Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων 

Κινηματογράφος και Εκπαίδευση: μια σχέση εικόνας και ουσίας
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.) Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων ailiadi@sch.gr
http://users.sch.gr/ailiadi , https://blogs.sch.gr/ailiadi, http://www.matia.gr, http://www.emy67.wordpress.com

P1110421

“Τα μυστικά του σινεμά
Είναι σαν της ποιήσεως την μαγεία
Είναι σαν ποταμός που ρέει
Εικών εικών και άλλες εικόνες
Κι αίφνης – διακοπή
Cut! Cut! Coupez
(Παρών και ο clackman κάθε τόσο)
Κ’ έπειτα πάλι ο ποταμός
Κ’ έπειτα πάλι εικόνες
Και ουδέποτε χάνεται ο ειρμός
Όχι στο νόημα μα στη μαγεία
Όσο και αν ρέουν τα καρρέ
Βωβού ή ομιλούντος”
Απόσπασμα από ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου

P1110425
Οι βασικοί στόχοι της διδασκαλίας της τέχνης του κινηματογράφου στην εκπαίδευση ως δραστηριότητας σχετικής με την τέχνη και τον πολιτισμό προβλέπουν τις ακόλουθες προυποθέσεις:
 Αντιμετώπιση εικόνας ως γλώσσα.
 Κριτική στάση στα οπτικοακουστικά μηνύματα.
 Δημιουργία δύσπιστων θεατών και υποψιασμένων πολιτών.
Οι Βυζαντινοί γνώριζαν τον κώδικα επικοινωνίας της εικόνας και την χρησιμοποίησαν για τη θρησκευτική αγωγή των πολιτών. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, η εικόνα ήταν το βιβλίο των αγραμμάτων. Ο βυζαντινός πολιτισμός, μοιάζει με τον σημερινό – τηρουμένων των αναλογιών – ως προς τούτο: ήταν κι αυτός ένας πολιτισμός της εικόνας.
Ο πρώτος που έπιασε το νήμα του αρχαιοελληνικού « ουδέν εν τω νω, ό μη πρότερον εν τη αισθήσει», ήταν ο Κομένιος ο οποίος εναντιώθηκε στη βερμπαλιστική μεσαιωνική διδασκαλία και επεσήμανε στο βιβλίο του Μεγάλη Διδακτική ότι πρέπει όλα να παρουσιάζονται στις αισθήσεις, «…ό,τι ορατό στην όραση, ό,τι ακουστό στην ακοή, ό,τι οσφραντό στην όσφρηση, ό,τι γευστό στη γεύση, ό,τι απτό στην αφή…». Το 1658, εκδόθηκε το πρώτο εικονογραφημένο βιβλίο: Ο κόσμος σε εικόνες του Κομένιου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας. Η καινοτομία αυτή επέδρασε καταλυτικά στα εκπαιδευτικά ζητήματα και δίκαια ο Κομένιος θεωρείται ο πατέρας της εποπτικής διδασκαλίας και της αυτενέργειας.
Αρχικά, η «εικόνα» στην εκπαίδευση σήμαινε την απεικόνιση ως αναπαράσταση προσώπων, ζώων, γεγονότων, καταστάσεων και αντικειμένων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο όρος «εικόνα» διευρύνθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει και μια σειρά επικουρικών μέσων διδασκαλίας, όπως φωτογραφίες, σλάιτς, κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα κλπ.
Παράλληλα στη διδακτική, ο όρος εποπτεία, δεν περιορίζεται μόνο στην κυριολεκτική σημασία της λέξης που είναι οπτική παράσταση ενός αντικειμένου αλλά δηλώνει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις εντυπώσεις των αισθήσεων, στην εμπειρία του ατόμου και στην σκέψη.
Εκτός από τις εικόνες, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, πολλοί παιδαγωγοί αξιοποίησαν και τις τεχνολογικές ανακαλύψεις της εποχής. Τολμηρός και ευρηματικός στη χρήση των οπτικοακουστικών μέσων στην εκπαιδευτική διαδικασία ήταν ο αββάς Μουανιώ, ο οποίος, εισήγαγε στο σχολείο τη λατέρνα μάτζικα (μαγικός φανός) και την αξιοποίησε στη διδασκαλία του μαθήματός του.

P1110430
Στις αρχές του 20ου αιώνα φτάσαμε στη δημιουργία «παιδαγωγικών σχολών» που υποστήριζαν μαζί με την εποπτεία και την αναγκαιότητα της δραστηριοποίησης και της αυτενέργειας των μαθητών κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Η μεγάλη εξέλιξη της τεχνολογίας και η ευρύτατη διάδοση των μέσων μαζικής ενημέρωσης άλλαξε το τοπίο της επικοινωνίας απ’ τη δεκαετία του ΄50 και κυρίως απ’ τη δεκαετία του ΄60. Η επικοινωνία έγινε πλέον μαζική. Τότε, οι σχέσεις ανάμεσα στον εκπαιδευτικό θεσμό, το σχολείο, και τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, έγιναν – και εξακολουθούν να είναι- πολύπλοκες.
«Παράλληλο σχολείο» ονόμασαν εύστοχα– απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 – γάλλοι κοινωνιολόγοι (Ζωρζ Φρήντμαν, Λουί Πορσέ κ.α.) το τεράστιο δίκτυο μετάδοσης γνώσεων, πληροφοριών και γενικότερης παιδείας, που αποτελούσαν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ) και εύχονταν μια γόνιμη συνεργασία ανάμεσα στο επίσημο σχολικό πρόγραμμα και το παράλληλο σχολείο. Έκτοτε τα ΜΜΕ γνώρισαν εκρηκτική ανάπτυξη αλλά το επίσημο σχολείο αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα ή και αντιστάθηκε στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και στις καινοτομίες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η χρήση των εικόνων στην εκπαίδευση και τη διδασκαλία έγινε γενικά αποδεκτή και σε πολλές περιπτώσεις η σημασία της υπερεκτιμήθηκε.Ο Ζαν Πιαζέ, με αφορμή το γεγονός αυτό παρατήρησε εύστοχα ότι: «Εκτός απ’ το βερμπαλισμό του λόγου, υπάρχει κι ο βερμπαλισμός της εικόνας».
Εικονολάτρες και εικονοκλάστες: Η εμφάνιση της τηλεόρασης και των ποικίλων άλλων οπτικοακουστικών μέσων, άλλαξε εντελώς τα δεδομένα. Η χρήση τους ή μη, ως εποπτικών μέσων στην εκπαίδευση, δίχασε τους ειδικούς και κάποτε θύμιζαν εικονολάτρες και εικονοκλάστες. Είναι αλήθεια, ότι πολλοί απ’ αυτούς που υποστήριζαν τη χρήση των οπτικοακουστικών μέσων στην εκπαίδευση, είχαν υπερβολική πίστη στην παντοδυναμία των σύγχρονων τεχνολογιών. Διατύπωσαν πολλές ανεδαφικές απόψεις, απ’ τις οποίες το επίσημο σχολείο ένοιωσε ν’ απειλείται. Πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις, οφείλονταν στην άγνοια της γλώσσας της εικόνας, η οποία είναι βασικός φορέας των οπτικοακουστικών μηνυμάτων. Ξεκινώντας απ’ την απλουστευτική θέση ότι η εικόνα αποτελεί ευκολότερο κώδικα απ’ τη γραπτή γλώσσα, υποβάθμιζαν τελείως κάτι πολύ σημαντικό, ότι δηλαδή : Η εικόνα δεν αποκωδικοποιείται απ’ όλους με τον ίδιο τρόπο.
Απ’ την άλλη, αυτοί που δικαιολογημένα ερευνούσαν και τις αρνητικές επιπτώσεις των ΜΜΕ , στα παιδιά και τους νέους, περιορίστηκαν σ’ ένα στείρο αρνητισμό και αγνόησαν το εξής σημαντικό: Τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, αν ενταχθούν με σωστό τρόπο στην εκπαίδευση, ως διδακτικά μέσα και ως αντικείμενα μελέτης, μπορούν να συμβάλλουν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση , στον περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση και στην εξασφάλιση περισσότερων ευκαιριών σε όλους τους μαθητές.
Είναι γεγονός ότι πολλές έρευνες και μελέτες εντόπισαν ποικίλες αρνητικές επιπτώσεις των ΜΜΕ στα παιδιά και τους νέους. Οι βλαβερές συνέπειες της τηλοψίας, απασχόλησαν και απασχολούν τους ερευνητές σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Η εμφάνιση του κυβερνοχώρου προκάλεσε νέους προβληματισμούς, αναλύσεις και διαμετρικά αντίθετες τοποθετήσεις.

P1110440
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας είναι εποχή αποδόμησης πολλών παλιών στοιχείων αλλά και αναδόμησης ενός πολιτισμού που σήμερα δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε. Αυτή τη στιγμή δυο καινούριες «θεότητες», ζητούν να παραμερίσουν τις παλιότερες. Η μία είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (Η/Υ) και η άλλη (που βγήκε όπως η Αθηνά απ’ το κεφάλι του Δία) το διαδίκτυο (Internet).Τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας και η σύγχρονη τεχνολογία δημιούργησαν μια νέα εποχή και επηρεάζουν πλέον καταλυτικά τη ζωή των ενηλίκων , των παιδιών και των νέων. Άλλαξαν τις συνήθειες των ανθρώπων. Το σχολείο, είναι αδύνατο να αγνοήσει αυτή την πραγματικότητα. Ακόμη κι αν ήθελε να την παρακάμψει δεν θα μπορούσε. Ανεπαισθήτως, που λέει κι ο ποιητής, θα κλεινόταν από τον κόσμο, έξω. Θα αυτοαναιρείτο δηλαδή, αφού θα καταργούσε μια θεμελιώδη διδακτική αρχή, που είναι η αρχή της εγγύτητας προς τη ζωή, σύμφωνα με την οποία η διδασκαλία και γενικά το σχολείο, πρέπει να έχουν στενή επαφή με τη ζωή, για την οποία εξ άλλου προετοιμάζουν τους μαθητές.
Βεβαίως για να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, πρέπει να εκπαιδευτεί ένας αριθμός εκπαιδευτικών, για να εξοικειωθούν όχι μόνο στη χρήση τους αλλά και στην αποκρυπτογράφηση της γλώσσας τους. Το ζητούμενο σ’ ένα σύγχρονο σχολείο, δεν πρέπει να είναι γενικά και απλώς η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά κυρίως η γνώση των εξής: για ποιο σκοπό, με ποιο τρόπο, πότε και πόσο αξιοποιούμε τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας.
Info: «Κάμερα Ζιζάνιο» του Διεθνούς Φεστιβάλ Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους.
Πρακτικά ημερίδας με θέμα: «Κινηματογράφος & Εκπαίδευση»
Κυριακή 11 Μαρτίου 2007, ώρα 10:30 – 14:00
Aίθουσα ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ του Δήμου Χολαργού
C:\Documents and Settings\Administrator.LIBRARY\My Documents\Πρακτικά ημερίδας με θέμα «Κινηματογράφος & Εκπαίδευση».mht
C:\Documents and Settings\Administrator.LIBRARY\My Documents\ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ.mht

P1110427

Θεοδώρα, η προερχόμενη από τον υπόκοσμο αυτοκράτειρα του βυζαντινού θρόνου, κατά τη μαρτυρία του ιστορικού Προκοπίου. Επιμέλεια  Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Θεοδώρα, η προερχόμενη από τον υπόκοσμο αυτοκράτειρα του βυζαντινού θρόνου, κατά τη μαρτυρία του ιστορικού Προκοπίου.

P1110441

Επιμέλεια  Αμαλίας Κ. Ηλιάδη, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Πηγή- Απόσπασμα-Μαρτυρία: Προκοπίου Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία Μετάφραση: Αλόη Σιδέρη Εκδόσεις: ΑΓΡΑ

P1110443

«…Αυτά ήταν λοιπόν, καθώς νομίζω, τα σχετικά με το χαρα­κτήρα του Ιουστινι­ανού, όσα τουλάχιστον εγώ μπο­ρώ να πω. Όσο για τη γυναίκα που παντρεύτηκε, θα εξηγήσω τώρα πώς γεννήθηκε και ανατράφηκε και πώς, αφού συνδέθηκε με τον άνθρωπο αυτόν, αφάνισε πέρα για πέρα τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπήρχε στο Βυζάντιο ένας κάποι­ος Ακάκιος, φύλακας των θηρίων στο τσίρκο, οπαδός των Πράσινων, ένας άνθρωπος απ’ αυτούς που ονομάζουν αρκουδιάρηδες. Αυτός ο άνθρωπος πέθανε από αρρώστια στα χρόνια που ήταν αυτοκράτο­ρας ο Αναστάσιος, κι άφησε τρεις κόρες, την Κομιτώ, τη Θεοδώρα και την Αναστασία, από τις οποίες η μεγαλύτερη δεν ήταν ακόμα εφτά χρόνων. Η γυναίκα του ξέπεσε και βρήκε άλλον άνδρα με την ελπίδα ότι θα ανελάμβανε τη φροντίδα του σπιτιού όπως επίσης και τη δουλειά στο τσίρκο. Αλλά ο πρώτος χορευτής των Πράσινων, Αστέριος το όνομα, πληρώθηκε από κάποι­ον άλλον για να τους διώξει από τη θέση αυτή και την έδωσε, χωρίς καμιά δυσκολία, στον άνθρωπο που του είχε δώσει τα χρήματα. Οι χορευτές, βλέπετε, μπορού­σαν να κανονίζουν όπως ήθελαν κάτι τέτοιες υποθέσεις. Η γυναίκα όμως, όταν βεβαιώθηκε πως όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί στο τσίρκο, φόρεσε στεφάνια στο κεφάλι και στα χέρια των κοριτσιών της και τις έβαλε να καθήσουν ως ικέτισσες. Οι Πράσινοι βέβαια αρνήθηκαν κατη­γορηματικά να δεχθούν την ικεσία, οι Βένετοι όμως τους έδωσαν μια ανάλογη θέση, επειδή και ο δικός τους φροντιστής των θηρίων είχε πεθάνει πρόσφατα. Όταν λοιπόν τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν, η μητέρα τους τα έβγαλε αμέσως στη σκηνή του τσίρκου γιατί ήταν όμορφα κο­ρίτσια. Δεν τις έβγαλε όμως συγχρό­νως και τις τρεις, αλλά τη στιγμή που καθεμιά τους φάνηκε να ωριμάζει. Η πρώτη λοιπόν, η Κομιτώ, είχε ήδη κατακτήσει διακεκριμένη θέση ανάμεσα στις εταίρες του καιρού της· η δεύτερη, η Θεοδώρα, φορώ­ντας έναν κοντό χιτώνα με μακριά μανίκια σαν αυτούς που φοράνε οι μικρές σκλάβες, την ακολουθού­σε υπηρετώντας τη σε καθετί και κουβαλώντας στους ώμους της το σκαμνί, πάνω στο οποίο εκείνη συνήθιζε να κάθεται στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Εκείνη την εποχή η Θεοδώρα δεν είχε ακόμα ωριμάσει κι έτσι δεν ήταν καθόλου σε θέση να πέσει σε κρεβάτι μ’ έναν άνδρα και να συνευρεθεί μ’ αυτόν σαν γυ­ναίκα, γι’ αυτό και επιδιδόταν σ’ ένα είδος ασέλγειας ανδρικού τύπου με κάτι πανάθλιους τύπους και μά­λιστα δούλους που ακολουθούσαν τους αφέντες τους στο θέατρο και έβρισκαν περιστασιακά την ευκαι­ρία να κάνουν την ολέθρια αυτή πράξη· αλλά και στο μπορντέλο καταγινόταν αρκετές ώρες μ’ αυτή την παρά φύσιν σωματική εργασία. Όταν όμως έγινε γυναίκα και ωρίμα­σε επιτέλους, άρχισε ν’ απασχολεί­ται στο θέατρο κι αμέσως έγινε το είδος της πόρνης που οι παλιοί τις έλεγαν παρακατιανές. Ούτε αυλό έπαιζε ούτε τραγουδούσε ούτε καν έκανε τη χορεύτρια, αλλά μόνο πρό­σφερε τα τρυφερά της νιάτα στον πρώτο τυχόντα ασκώντας το επάγ­γελμα μ’ όλο της το σώμα. Αργότε­ρα άρχισε ν’ ανακατεύεται σ’ όλες τις δουλειές του θεάτρου μαζί με τους κωμικούς ηθοποιούς κι έπαιρνε μέρος μαζί τους στις παραστάσεις που δίνονταν εκεί, βοηθώντας τους γελωτοποιούς με διάφορες αισχρολογίες. Ήταν πρώτη στα αστεία και στα πειράγματα και, γι’ αυτά της τα καμώματα, γρήγορα έγινε περιζήτη­τη. Η γυναίκα αυτή ήταν τελείως ξετσίπωτη και κανείς δεν την είδε ποτέ να κοκκινίζει, αλλά προσέφερε αναί­σχυντες υπηρεσίες χωρίς τον παρα­μικρό δισταγμό και ήταν τέτοιος τύπος που, όταν έτρωγε χαστούκια και κατακεφαλιές, χαριεντιζόταν και έσκαζε στα γέλια και, βγάζοντας τα ρούχα της, τα έδειχνε όλα θεόγυμνα στον πρώτο τυχόντα κι από μπρος κι από πίσω, ενώ το σωστό είναι αυτά τα πράγματα να μένουν κρυμμένα από τα μάτια των ανδρών.

Τους εραστές της τους βαριόταν και τους κορόιδευε και τα κατάφερ­νε πάντα να κερδίζει τις ακόλαστες ψυχές τους δείχνοντάς τους με κα­μάρι όλο και πιο ασυνήθιστα κόλπα στο κρεβάτι. Σε κανέναν απ’ αυτούς που συναναστρεφόταν δεν κατα­δεχόταν ν’ αφήσει την πρωτοβουλία· αντίθετα, εκείνη τους ερέθιζε όλους, ακόμα και τ’ αμούστακα παι­διά, λέγοντας πρόστυχα αστεία και κουνώντας ξεδιάντροπα τον πισινό της. Πουθενά στον κόσμο δεν γεν­νήθηκε κανείς τόσο παραδομένος σε κάθε είδους ηδονή όσο αυτή. Συχνά πήγαινε σε συμπόσια μαζί με δέκα ή και περισσότερους νεαρούς, όλους εξαιρετικά γεροδεμένους, που είχαν κάμει δουλειά τους τη λα­γνεία, και επιδιδόταν σε ολονύχτια όργια με όλους μαζί τους συνδαιτυ-μόνες. Ύστερα, όταν δεν έμενε πια πνοή σε κανέναν απ’ αυτούς, εκείνη πήγαινε κι έβρισκε τους υπηρέτες τους, πολλές φορές καμιά τριαντα­ριά, και ζευγάρωνε με έναν έναν απ’ αυτούς· αλλά ούτε κι έτσι μπορούσε να χορτάσει τη λαγνεία της.

Μια φορά που είχε πάει στο σπίτι ενός διακεκριμένου προσώπου, κι ενώ όλοι οι συνδαιτυμόνες την κοί­ταζαν πιωμένοι, καθώς λένε, ανέ­βηκε στην άκρη του ανάκλιντρου πλάι στα πόδια τους και, σηκώνο­ντας με τον πιο αηδιαστικό τρόπο τα φουστάνια της, θεώρησε καλό να τους κάμει επιτόπου μια επίδειξη λαγνείας. Κι ενώ δούλευε και με τις τρεις τρύπες μαζί, κατηγορούσε τη φύση, παραπονούμενη που δεν της είχε κάµει πιο φαρδιές και τις τρύπες των µαστών της ώστε να µπορεί να σκαρφίζεται κι άλλα κόλπα συνουσιαζόµενη κι από εκεί. Συχνά βέβαια έµενε έγκυος, αλλά, µεταχειριζόµενη διάφορα κόλπα, τα κατάφερνε αµέσως να αποβάλλει.

Πολλές φορές µάλιστα γδυνόταν ακόµα και στο θέατρο, µπροστά στα µάτια όλου του κόσµου, και στεκό­ταν ανάµεσα στους θεατές γυµνή, φορώντας µόνο µια ποδίτσα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία, όχι όµως επειδή ντρεπόταν να δεί­ξει ακόµα κι αυτά στον κόσµο, αλλά επειδή δεν επιτρέπεται σε κανέναν να παρουσιάζεται ολωσδιόλου γυ­µνός στο θέατρο· πρέπει να φοράει τουλάχιστον ένα διάζωµα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία. Μ’ αυ­τό λοιπόν το ντύσιµο ξάπλωνε κατά­χαµα και κειτόταν ανάσκελα. Μερικοί θήτες, που έπαιζαν κατά κανόνα το ρόλο αυτόν, της έριχναν πάνω στο αιδοίο της κριθάρι, που το έπιαναν σπυρί σπυρί και το έτρωγαν χήνες γυµνασµένες επί τούτω. Εκείνη όχι µόνο σηκωνόταν χωρίς να κοκκινίζει, αλλά και φαινόταν να περηφανεύε­ται γι’ αυτή την παράσταση. ∆εν ήταν µόνο ξεδιάντροπη, αλλά και τα κατά­φερνε καλύτερα από τον καθένα να παρασύρει τους άλλους στην αδιαντροπιά. Συχνά γδυνόταν και στεκό­ταν πάνω στη σκηνή ανάµεσα στους µίµους, πότε γέρνοντας το κορµί της προς τα πίσω και πότε τουρλώνοντας τον πισινό της και προς αυτούς που την είχαν χαρεί και προς τους άλλους που δεν την είχαν ακόµα πλησιάσει, επιδεικνύοντας µε καµάρι τα συνηθισµένα της γυµνάσµατα. Με τόση λαγνεία καµάρωνε για το κορµί της, ώστε φαινόταν ότι δεν είχε το αιδοίο της στη φυσική του θέση όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά ότι το ’χει στο κούτελο. Αλλά κι εκείνοι που την πλη­σίαζαν αµέσως αποκαλύπτονταν ότι δεν το συνήθιζαν να συνουσιάζονται κατά τους νόµους της φύσης· γι’ αυτό και τα αξιοσέβαστα πρόσωπα, όταν τη συναντούσαν στην αγορά, άλλα­ζαν δρόµο κι έφευγαν βιαστικά από φόβο µήπως αγγίξουν κάποιο από τα φορέµατα αυτής της γυναίκας και νο­µιστεί ότι κόλλησαν το µίασµα. Όσοι την έβλεπαν, ιδιαίτερα νωρίς το πρωί, το ’χαν για γρουσουζιά. Όσο για τη σχέση της µε τις άλλες γυναίκες του θεάτρου, συνήθιζε να τους επιτίθεται όλη την ώρα µε φοβερή αγριότητα σαν σκορπιός, γιατί την κυριαρχούσε µεγάλος φθόνος.

Αργότερα έφυγε µαζί µε τον Εκηβόλο, έναν άνδρα από την Τύρο που είχε αναλάβει τη διοίκηση της Πενταπόλεως, για να του προσφέρει τις πιο αισχρές υπηρεσίες, αλλά κάτι του έκαµε του ανθρώπου και την έδιωξε άρον άρον από εκεί· γι’ αυ­τό λοιπόν βρέθηκε χωρίς κανέναν πόρο ζωής κι από τότε τα ’βγαζε πέρα µε τον συνηθισµένο της τρόπο, πουλώντας άνοµα το κορ­µί της. Αρχικά λοιπόν πήγε στην Αλεξάνδρεια. Έπειτα, αφού γύρισε όλη την Ανατολή, ξεκίνησε να επιστρέψει στο Βυζάντιο ασκώντας σε κάθε πόλη το επάγγελµά της, που αν άνθρωπος το κατονόµαζε, ποτέ, νοµίζω, δεν θα τον συγχω­ρούσε ο θεός· σαν να µην άντεχαν οι ουράνιες δυνάµεις να µείνει τό­πος κανείς που να µη γνωρίσει την ακολασία της Θεοδώρας.

Έτσι λοιπόν γεννήθηκε κι ανα­τράφηκε η γυναίκα αυτή κι έτσι έγινε περιβόητη ανάµεσα σε πολλές δηµόσιες γυναίκες και σε όλους τους ανθρώπους. Αλλά µόλις έφτασε πάλι στο Βυζάντιο, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός µε παράφορο έρωτα. Στην αρχή τη συναναστρεφόταν ως ερωµένη, µολονότι την είχε ανυψώσει στο αξίωµα της πατρικίας. Η Θεοδώ­ρα λοιπόν τα κατάφερε αµέσως να αποκτήσει υπέρµετρη δύναµη και τεράστια πλούτη γιατί για τον άνθρωπο αυτόν – όπως συνήθως συµβαίνει µε τους τρελά ερωτευ­µένους – το πιο γλυκό πράγµα στον κόσµο ήταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπηµένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσµου. Όσο για το κράτος, καιγόταν σαν προσάναµµα για χάρη αυτού του έρωτα. Με τη βοήθεια της Θεοδώρας εκείνος προξενούσε ακόµα µεγαλύτερες καταστροφές στο λαό, όχι µόνο στο Βυζάντιο, αλλά και σ’ όλα τα µέρη της Ρωµαϊκής Αυτοκρατο­ρίας. Καθώς κι οι δυο τους ανήκαν από παλιά στην παράταξη των Βένετων, έδωσαν όλο το ελεύθερο στα µέλη αυτής της φατρίας να χειρίζονται τις κρατικές υποθέσεις. Ύστερα όµως από πολύν και­ρό το κακό αυτό κατευνάστηκε στο µεγαλύτερο µέρος του µε τον εξής τρόπο:

Έτυχε ο Ιουστινιανός να πέσει άρρωστος για πολλές µέρες και στην αρρώστια αυτή έφτασε σε τέτοιο κίνδυνο, ώστε κυκλοφόρη­σε ακόµα κι η φήµη πως πέθανε· οι στασιαστές εν τω µεταξύ εξα­κολουθούσαν να διαπράττουν τα εγκλήµατα που αναφέρθηκαν και µάλιστα σκότωσαν µέρα µεση­µέρι, µέσα στο ιερό της Σοφίας, κάποιον Υπάτιο, ένα πρόσωπο όχι ασήµαντο. Όταν λοιπόν διαπρά­χθηκε το έγκληµα, ο θόρυβος που προκλήθηκε από την πράξη τους έφτασε στ’ αυτιά του αυτοκρά­τορα και καθένας από τους αυλι­κούς, παίρνοντας θάρρος από το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός απου­σίαζε από το χώρο του εγκλήµα­τος, έσπευδε να διεκτραγωδεί το άτοπο της πράξης απαριθµώντας ένα ένα όλα όσα είχαν συµβεί. Τε­λικά ο αυτοκράτορας πρόσταξε τον έπαρχο της πόλης να επιβάλει ποινές για όλα τα εγκλήµατα που είχαν διαπραχθεί. Ο άνθρωπος αυτός ονοµαζόταν Θεόδοτος και τον φώναζαν µε το παρατσούκλι Κολοκύθα…»

P1110446

«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών»

P1110422

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην ψηφιακή εποχή: έναν αιώνα μετά την κήρυξή του, το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου δημιουργεί μια κολοσσιαία βιβλιοθήκη με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν.

Σε ποιο σημείο άραγε η «Μεγάλη Ιστορία» συναντιέται με το προσωπικό βίωμα; Την απάντηση αναζητεί το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου μέσω ενός φιλόδοξου πρότζεκτ που εγκαινιάζει τους επόμενους μήνες, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 100 χρόνων από το ξέσπασμα της πρώτης παγκόσμιας σύρραξης το 2014. Το Μουσείο απευθύνει παγκόσμια πρόκληση-έκκληση στις οικογένειες ατόμων που έλαβαν μέρος στον Πόλεμο να καταθέσουν ό,τι υλικό έχουν στην κατοχή τους: ιδιωτικές επιστολές, ημερολόγια, φωτογραφίες κτλ., με σκοπό τη διαδικτυακή ανάρτηση 8 εκατομμυρίων προσωπικών ιστοριών στην ιστοσελίδα του Μουσείου ως τα τέλη του 2018.

Ο σκοπός των ιθυνόντων είναι να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν μαζικά τον πολύτιμο πλούτο που είναι αυτή τη στιγμή κρυμμένος σε συρτάρια, σοφίτες και λοιπούς χώρους αποθήκευσης και να τον κάνουν προσβάσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο, μελετητή και όχι μόνο, με το πάτημα ενός κουμπιού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα «The Observer», το υλικό που θα συγκεντρωθεί «θα αποτελέσει τμήμα μιας τεράστιας διαδικτυακής βιβλιοθήκης η οποία θα τεθεί στη διάθεση των ιστορικών αλλά και των απλών ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να ενημερωθούν για τη δράση των δικών τους στη σύγκρουση».

Το πρότζεκτ έχει τίτλο «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» και θα εγκαινιαστεί τον Φεβρουάριο του 2014 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «επανεκκίνησης» του Μουσείου. Η φιλοδοξία των υπευθύνων είναι να επιστρέψει το Μουσείο σε αυτόν καθαυτόν τον σκοπό της ίδρυσής του, προσαρμοσμένο όμως στην ψηφιακή εποχή…

Το μουσείο ιδρύθηκε στις 5 Μαρτίου 1917, διαρκούντος ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να καταγραφούν τα γεγονότα της μαίνουσας σύρραξης αλλά και να τιμηθούν η μνήμη όσων έχασαν τη ζωή τους και η συμβολή αυτών οι οποίοι επέζησαν. Στο πλαίσιο αυτό, από τα τέλη του 1918, όλα τα δελτία τροφίμων που διανέμονταν περιελάμβαναν μηνύματα-εκκλήσεις για συλλογή «βιογραφικού υλικού, τυπωμένου ή υπό μορφή χειρογράφου, από όλους τους αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες ή κέρδισαν τίτλους τιμής».

Οι εκκλήσεις, τυπωμένες κατά μήκος των κουπονιών για μαργαρίνη ή βούτυρο, αφορούσαν «πρωτότυπες επιστολές, σχέδια, ποιήματα και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια τα οποία απεστάλησαν από τις ζώνες του Πολέμου και, γενικά, κάθε είδους ενθύμια, ακόμη και ασήμαντης αξίας…».

Το υλικό που συγκεντρώθηκε εκτέθηκε στο Μουσείο που εγκαινίασε ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ στις 9 Ιουνίου 1920 στο Νότιο Λονδίνο. Στις 7 Ιουλίου 1936 ο Δούκας του Γιορκ, ο οποίος σύντομα επρόκειτο να αναγορευθεί σε βασιλιά Γεώργιο Στ΄, εγκαινίασε εκ νέου το Μουσείο στη νυν έδρα του. Ωστόσο οι πόρτες του έκλεισαν για το κοινό από τον Σεπτέμβριο του 1940 ως τον Νοέμβριο του 1946 και οι πολύτιμες συλλογές του φυγαδεύθηκαν για λόγους ασφαλείας εκτός Λονδίνου.

Η εν λόγω σύρραξη υπήρξε σημείο καμπής για την Παγκόσμια Ιστορία με την έννοια ότι κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 16 εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο και επηρέασε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, τις ζωές όλων. Η τετραετία 2014-2018 σηματοδοτεί έναν αιώνα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μουσείο τιμά την επέτειο με μια σειρά εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» αποτελούν ένα μόνο από τα πρότζεκτ που ετοιμάζονται. Μια σειρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες αλλά και η εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου δικτύου συνεργασιών με πολιτιστικούς και ευρύτερα πνευματικού χαρακτήρα οργανισμούς εντάσσονται επίσης στις ήδη ανειλημμένες πρωτοβουλίες εν όψει της επετείου.

Μέσω μιας ιστοσελίδας που ξεκίνησε από την Ιταλία, άνθρωποι που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950 μοιράζονται τις δύσκολες εποχές που έζησαν για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.

Από τον Μάιο του 2011 λειτουργεί στην Ελλάδα μια τράπεζα που δεν φοβάται τα επιτόκια ούτε την έλλειψη ρευστότητας. Μόνος της ανταγωνιστής είναι ο χρόνος και η λήθη. Τα «στελέχη» της δεν είναι φιλόδοξοι οικονομολόγοι, αλλά εθελοντές εξερευνητές. Η Ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων δεν επενδύει στα χρηματιστήρια αλλά στη γνώση. Εδώ οι καταθέσεις είναι ιστορίες ανθρώπων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, δηλαδή, που έζησαν πολέμους, εξορίες, Κατοχή, πείνα, αλλά και τρυφερούς έρωτες, παιδικές σκανταλιές και χαμένες πατρίδες.

Η ιδέα γεννήθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας τον Αύγουστο του 2007 και σήμερα το διεθνές πρόγραμμα memoro.org, που τιμήθηκε πριν από έναν χρόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απλώνεται σε περισσότερες από 16 χώρες.

Η ελληνική του περιπέτεια που τιμήθηκε από το TEDx Athens Competition στον τομέα της καινοτομίας στην εκπαίδευση ) ξεκίνησε από τη Μαρίνα Σάρλι, την Αμαρυλλίδα Ραουζαίου και την Παρασκευή Τζούβελη. Η γιαγιά της Μαρίνας πέθανε όταν εκείνη ήταν έγκυος. Τότε σκέφτηκε πως όσα άκουσε κατά καιρούς από τη γιαγιά της δεν θα τα άκουγε ποτέ η κόρη της. Κάπως έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα και σήμερα στην ιστοσελίδα της οργάνωσης (http://www.memoro.org/gr-gr/) αποθησαυρίζονται 150 αναμνήσεις από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο, το απαρτχάιντ στην Αφρική, τους διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους στην Πόλη, την ακμή της Τραπεζούντας στον Πόντο, τη μετανάστευση στην Αυστραλία, αλλά και από την καθημερινότητα εκείνης της εποχής.

Η ιστοσελίδα λειτουργεί ως youtube. Ο καθένας μπορεί να κινηματογραφήσει με κάποιες απλές οδηγίες αναμνήσεις και να τις ανεβάσει, αρκεί να μην περιέχουν προκλητικά σχόλια. Στην εξερεύνηση μπαίνουν πλέον και σχολεία, με αποτέλεσμα να έχουν συγκεντρωθεί ιστορίες από την Αττική, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Δυτική Ελλάδα, το Ιόνιο, την Κρήτη και τη Στερεά.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

P1110445

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού»   Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού»

P1110445 Αντιγραφή

 

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ο ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο προτάσσει την κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδη συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού.

Ποια είναι η γενεαλογία της ναζιστικής βίας; Πέρα από την πράξη και την πρακτική, στόχος του  ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, καθηγητή στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι να ανιχνεύσει το ιδεολογικό υπόστρωμα από το οποίο άντλησε ο εθνικοσοσιαλισμός τις έννοιες εκείνες που κατέστησαν δυνατό το Άουσβιτς. Κρίσεις όπως αυτές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή του 1929 αποδεικνύονται μήτρες ρήξεων, τομών, αναβίωσης ή ανασυνδυασμών πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων. Τα πρόσφατα συμπτώματα της ανόδου των άκρων στην Ευρώπη καθιστούν θεμιτή και απαραίτητη τη σύγκριση του σήμερα με τις «σκοτεινές» δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Το ολοκαύτωμα υπενθυμίζει ακριβώς τη σημασία των φαινομένων της βραχείας διάρκειας σε συνδυασμό με εκείνα της μακράς, όπως τονίζεται στην εισαγωγή του βιβλίου. Στη μεταπολεμική εποχή, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ιστοριογραφία βρισκόταν μεθοδολογικά υπό την επικυριαρχία της δομιστικής προσέγγισης όπως αυτή είχε προέλθει από τον Φερνάν Μπροντέλ και τη Σχολή των Annales – μια Ιστορία στη μακρά προοπτική της, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι. Ήταν το προϊόν των ιδιοτήτων ενός κόσμου ο οποίος υπό την επιρροή του Ψυχρού Πολέμου έμοιαζε σταθερός και ακίνητος. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού οι ιστορικοί ανακάλυψαν ξανά τη σημασία (και την αυτονομία) του γεγονότος ως έννοιας με αμείωτες ιστορικές ιδιότητες.

Αξίζει να μελετηθούν οι ευρωπαϊκές ρίζες του ναζιστικού φαινομένου, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα της γερμανικής ιστορίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες εστίαζαν στις ιδιαιτερότητές του ως παραδείγματος μιας γερμανικής εξαίρεσης – του λεγόμενου “Sonderweg”, του “ιδιαίτερου δρόμου” της γερμανικής νεωτερικότητας. Και με αντίστοιχο τρόπο τον παρουσίαζαν ως κάτι που πήγαζε αποκλειστικά και μόνο από τη Γερμανία. Οφείλουμε όμως να δούμε τον ναζισμό και ως παράγωγο της ευρωπαϊκής ιστορίας στο σύνολό της. Όχι να παραβλέψουμε τις γερμανικές πηγές του, ασφαλώς, αλλά να τον εντάξουμε με διαλεκτικό τρόπο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Ο στόχος του έργου αυτού δεν είναι να αποκαλύψει τα «αίτια» του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά μάλλον τις «ρίζες», δηλαδή στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού φαινομένου μόνο αφού έχουν συμπυκνωθεί και αποκρυσταλλωθεί εντός του. Ο ναζισμός, ανεξάρτητα από τις συγκυρίες που τον ευνόησαν, στηρίχθηκε κυρίως σ’ ένα υπόβαθρο από διάχυτες πρακτικές, νοοτροπίες και ιδεολογίες- τυπικές για τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων του μακρού 19ου αιώνα. Ένας στοχασμός πάντα επίκαιρος, αφού τίποτα δεν αποκλείει, πράγματι, άλλες συνθέσεις, το ίδιο αν όχι περισσότερο καταστροφικές, να μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν στο μέλλον.

Πολλοί σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές έχουν αιχμαλωτιστεί από την πεποίθηση ότι καθήκον τους είναι να αναπτύξουν μια ιδεώδη θεωρία των δικαιωμάτων ή της δικαιοσύνης, για να καθοδηγεί και να κρίνει τις πολιτικές πράξεις. Όμως, στο Φιλοσοφία και πραγματική πολιτική, ο Raymond Geuss υποστηρίζει πως οι φιλόσοφοι πρέπει πρώτα να προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους. Η πολιτική δεν είναι σε καμία περίπτωση εφαρμοσμένη ηθική, αλλά μια δεξιότητα που δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιβιώνουν και να πραγματοποιούν τους στόχους τους. Ο Geuss σκιαγραφεί μια ιστορικά προσανατολισμένη, ρεαλιστική πολιτική φιλοσοφία και συγχρόνως ασκεί κριτική στις φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες που έχουν βασιστεί στις αφηρημένες αντιλήψεις των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης. Το βιβλίο ασκεί δριμεία κριτική στους καθιερωμένους τρόπους σκέψης και αποτελεί μια προκλητική έκκληση για αλλαγή.

Από την «Ευρώπη» λοιπόν άντλησαν οι ναζί, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη γέννηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη μακρά πορεία του ευρωπαϊκού εθνικισμού και του ευρωπαϊκού ρατσισμού. Οι τελευταίες αυτές έννοιες απέκτησαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιδιαίτερα προβληματικές διαστάσεις ακριβώς επειδή η Γερμανία, το ισχυρότερο κράτος της Κεντρικής Ευρώπης στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν διέθετε τις υπερπόντιες εδαφικές κτήσεις της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας ή μικρών ευρωπαίων χωρών όπως το Βέλγιο. Ως αποτέλεσμα, οι γερμανικές ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές διεκδικήσεις προβλήθηκαν μετά το 1918 στην Ανατολική Ευρώπη αντί της Αφρικής ή της Ασίας. Από την άποψη αυτή οι απαρχές του εθνικοσοσιαλισμού είναι ευρωπαϊκές. Αν διαβάσουμε μάλιστα με συστηματικό τρόπο τα έργα της ναζιστικής γραμματείας, θα αντιληφθούμε ότι και οι ίδιοι οι ναζί είχαν συνείδηση μιας τέτοιας ευρωπαϊκής κληρονομιάς.

Το Ολοκαύτωμα ήταν ένα από τα πιθανά μέλλοντα της Ευρώπης του 20ού αιώνα, όχι η απόλυτη άρνησή της. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το σημείο για να αποφύγουμε οποιεσδήποτε δημαγωγικές ερμηνείες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι ο ευρωπαϊκός μας πολιτισμός είναι ίδιος με εκείνον εντός του οποίου ο ναζισμός διέπραξε το Ολοκαύτωμα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η απόλυτη αντίθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν μία από τις πολλές πιθανές εκβάσεις του. Και αυτό δεν αποτελεί  ανακάλυψη ενός ιστορικού, αποτελεί τεκμηρίωση πολλών διαφορετικών σχολών σκέψης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο ναζισμός και το Άουσβιτς ήταν αναπόφευκτο προϊόν του πολιτισμού μας αλλά ούτε και ότι είμαστε ασφαλείς σήμερα από ένα παρόμοιο μέλλον.

Αναμφισβήτητα, η σημερινή κρίση επιδρά στο ιδεολογικό υπόβαθρο της Ευρώπης. Η κρίση του 1929 συνέβαλε στην έλευση του φασισμού στη Γερμανία. Έτσι ο φασισμός από αποκλειστικά ιταλικό κίνημα και φαινόμενο αποβαίνει ένα από τα μείζονα πολιτικά παραδείγματα της ηπείρου. Παρόμοιες διαλυτικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει και η τρέχουσα οικονομική κρίση. Δεν μιλάμε φυσικά για μια μηχανική επανάληψη της Ιστορίας αλλά για μια συγκρίσιμη πολιτική-ανθρωπολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά μεταβάλλεται. Και αυτό είναι αναπόφευκτο.

Αναλύοντας λεπτές και πολύπλοκες έννοιες, όπως οι παραπάνω,  η στάση του ιστορικού απέναντι στο ευρύ κοινό οφείλει να είναι υπεύθυνη: Η συμβολή του ιστορικού συνίσταται στη συγκρότηση μιας υπεύθυνης ιστορικής συνείδησης, στην παραγωγή μιας κριτικής ερμηνείας του παρελθόντος. Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της πολιτικής ταύτισης του ιστορικού. Δεν πείστηκα ποτέ από την άποψη περί επιστημονικής ουδετερότητας της ιστοριογραφίας, της υποτιθέμενης ουδετερότητας της επιστήμης συνολικά. Τη θεωρώ ψευδαίσθηση. Ο ιστορικός βέβαια οφείλει να συνειδητοποιεί τα στοιχεία που μπορούν να τον επηρεάσουν, να αναγνωρίζει τη θέση υπό την οποία εργάζεται και ομιλεί.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

P1110437 Αντιγραφή

Παρουσίαση πολιτιστικού προγράμματος με θέμα: “Ελληνικές καστροπολιτείες”

P1110428

http://5lyk-trikal.tri.sch.gr/?page_id=5266

2021-2022

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:

«ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»

 Συντονίστρια καθηγήτρια: Ηλιάδη Αμαλία, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

http://5lyk-trikal.tri.sch.gr/wp-content/uploads/2021/10/ergasia.pdf