«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών»
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων
P1110487P1110486
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην ψηφιακή εποχή: έναν αιώνα μετά την κήρυξή του, το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου δημιουργεί μια κολοσσιαία βιβλιοθήκη με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν.
Σε ποιο σημείο άραγε η «Μεγάλη Ιστορία» συναντιέται με το προσωπικό βίωμα; Την απάντηση αναζητεί το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου μέσω ενός φιλόδοξου πρότζεκτ που εγκαινιάζει τους επόμενους μήνες, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 100 χρόνων από το ξέσπασμα της πρώτης παγκόσμιας σύρραξης το 2014. Το Μουσείο απευθύνει παγκόσμια πρόκληση-έκκληση στις οικογένειες ατόμων που έλαβαν μέρος στον Πόλεμο να καταθέσουν ό,τι υλικό έχουν στην κατοχή τους: ιδιωτικές επιστολές, ημερολόγια, φωτογραφίες κτλ., με σκοπό τη διαδικτυακή ανάρτηση 8 εκατομμυρίων προσωπικών ιστοριών στην ιστοσελίδα του Μουσείου ως τα τέλη του 2018.
Ο σκοπός των ιθυνόντων είναι να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν μαζικά τον πολύτιμο πλούτο που είναι αυτή τη στιγμή κρυμμένος σε συρτάρια, σοφίτες και λοιπούς χώρους αποθήκευσης και να τον κάνουν προσβάσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο, μελετητή και όχι μόνο, με το πάτημα ενός κουμπιού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα «The Observer», το υλικό που θα συγκεντρωθεί «θα αποτελέσει τμήμα μιας τεράστιας διαδικτυακής βιβλιοθήκης η οποία θα τεθεί στη διάθεση των ιστορικών αλλά και των απλών ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να ενημερωθούν για τη δράση των δικών τους στη σύγκρουση».
Το πρότζεκτ έχει τίτλο «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» και θα εγκαινιαστεί τον Φεβρουάριο του 2014 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «επανεκκίνησης» του Μουσείου. Η φιλοδοξία των υπευθύνων είναι να επιστρέψει το Μουσείο σε αυτόν καθαυτόν τον σκοπό της ίδρυσής του, προσαρμοσμένο όμως στην ψηφιακή εποχή…
Το μουσείο ιδρύθηκε στις 5 Μαρτίου 1917, διαρκούντος ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να καταγραφούν τα γεγονότα της μαίνουσας σύρραξης αλλά και να τιμηθούν η μνήμη όσων έχασαν τη ζωή τους και η συμβολή αυτών οι οποίοι επέζησαν. Στο πλαίσιο αυτό, από τα τέλη του 1918, όλα τα δελτία τροφίμων που διανέμονταν περιελάμβαναν μηνύματα-εκκλήσεις για συλλογή «βιογραφικού υλικού, τυπωμένου ή υπό μορφή χειρογράφου, από όλους τους αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες ή κέρδισαν τίτλους τιμής».
Οι εκκλήσεις, τυπωμένες κατά μήκος των κουπονιών για μαργαρίνη ή βούτυρο, αφορούσαν «πρωτότυπες επιστολές, σχέδια, ποιήματα και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια τα οποία απεστάλησαν από τις ζώνες του Πολέμου και, γενικά, κάθε είδους ενθύμια, ακόμη και ασήμαντης αξίας…».
Το υλικό που συγκεντρώθηκε εκτέθηκε στο Μουσείο που εγκαινίασε ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ στις 9 Ιουνίου 1920 στο Νότιο Λονδίνο. Στις 7 Ιουλίου 1936 ο Δούκας του Γιορκ, ο οποίος σύντομα επρόκειτο να αναγορευθεί σε βασιλιά Γεώργιο Στ΄, εγκαινίασε εκ νέου το Μουσείο στη νυν έδρα του. Ωστόσο οι πόρτες του έκλεισαν για το κοινό από τον Σεπτέμβριο του 1940 ως τον Νοέμβριο του 1946 και οι πολύτιμες συλλογές του φυγαδεύθηκαν για λόγους ασφαλείας εκτός Λονδίνου.
Η εν λόγω σύρραξη υπήρξε σημείο καμπής για την Παγκόσμια Ιστορία με την έννοια ότι κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 16 εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο και επηρέασε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, τις ζωές όλων. Η τετραετία 2014-2018 σηματοδοτεί έναν αιώνα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μουσείο τιμά την επέτειο με μια σειρά εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» αποτελούν ένα μόνο από τα πρότζεκτ που ετοιμάζονται. Μια σειρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες αλλά και η εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου δικτύου συνεργασιών με πολιτιστικούς και ευρύτερα πνευματικού χαρακτήρα οργανισμούς εντάσσονται επίσης στις ήδη ανειλημμένες πρωτοβουλίες εν όψει της επετείου.
Μέσω μιας ιστοσελίδας που ξεκίνησε από την Ιταλία, άνθρωποι που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950 μοιράζονται τις δύσκολες εποχές που έζησαν για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Από τον Μάιο του 2011 λειτουργεί στην Ελλάδα μια τράπεζα που δεν φοβάται τα επιτόκια ούτε την έλλειψη ρευστότητας. Μόνος της ανταγωνιστής είναι ο χρόνος και η λήθη. Τα «στελέχη» της δεν είναι φιλόδοξοι οικονομολόγοι, αλλά εθελοντές εξερευνητές. Η Ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων δεν επενδύει στα χρηματιστήρια αλλά στη γνώση. Εδώ οι καταθέσεις είναι ιστορίες ανθρώπων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, δηλαδή, που έζησαν πολέμους, εξορίες, Κατοχή, πείνα, αλλά και τρυφερούς έρωτες, παιδικές σκανταλιές και χαμένες πατρίδες.
Η ιδέα γεννήθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας τον Αύγουστο του 2007 και σήμερα το διεθνές πρόγραμμα memoro.org, που τιμήθηκε πριν από έναν χρόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απλώνεται σε περισσότερες από 16 χώρες.
Η ελληνική του περιπέτεια που τιμήθηκε από το TEDx Athens Competition στον τομέα της καινοτομίας στην εκπαίδευση ) ξεκίνησε από τη Μαρίνα Σάρλι, την Αμαρυλλίδα Ραουζαίου και την Παρασκευή Τζούβελη. Η γιαγιά της Μαρίνας πέθανε όταν εκείνη ήταν έγκυος. Τότε σκέφτηκε πως όσα άκουσε κατά καιρούς από τη γιαγιά της δεν θα τα άκουγε ποτέ η κόρη της. Κάπως έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα και σήμερα στην ιστοσελίδα της οργάνωσης (http://www.memoro.org/gr-gr/) αποθησαυρίζονται 150 αναμνήσεις από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο, το απαρτχάιντ στην Αφρική, τους διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους στην Πόλη, την ακμή της Τραπεζούντας στον Πόντο, τη μετανάστευση στην Αυστραλία, αλλά και από την καθημερινότητα εκείνης της εποχής.
Η ιστοσελίδα λειτουργεί ως youtube. Ο καθένας μπορεί να κινηματογραφήσει με κάποιες απλές οδηγίες αναμνήσεις και να τις ανεβάσει, αρκεί να μην περιέχουν προκλητικά σχόλια. Στην εξερεύνηση μπαίνουν πλέον και σχολεία, με αποτέλεσμα να έχουν συγκεντρωθεί ιστορίες από την Αττική, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Δυτική Ελλάδα, το Ιόνιο, την Κρήτη και τη Στερεά.
(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Βουτιά στις αναμνήσεις μέσω ψηφιακών καταγραφών»

P1110422

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην ψηφιακή εποχή: έναν αιώνα μετά την κήρυξή του, το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου δημιουργεί μια κολοσσιαία βιβλιοθήκη με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων στην πρώτη γραμμή και στα μετόπισθεν.

Σε ποιο σημείο άραγε η «Μεγάλη Ιστορία» συναντιέται με το προσωπικό βίωμα; Την απάντηση αναζητεί το Αυτοκρατορικό Μουσείο Πολέμου του Λονδίνου μέσω ενός φιλόδοξου πρότζεκτ που εγκαινιάζει τους επόμενους μήνες, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 100 χρόνων από το ξέσπασμα της πρώτης παγκόσμιας σύρραξης το 2014. Το Μουσείο απευθύνει παγκόσμια πρόκληση-έκκληση στις οικογένειες ατόμων που έλαβαν μέρος στον Πόλεμο να καταθέσουν ό,τι υλικό έχουν στην κατοχή τους: ιδιωτικές επιστολές, ημερολόγια, φωτογραφίες κτλ., με σκοπό τη διαδικτυακή ανάρτηση 8 εκατομμυρίων προσωπικών ιστοριών στην ιστοσελίδα του Μουσείου ως τα τέλη του 2018.

Ο σκοπός των ιθυνόντων είναι να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν μαζικά τον πολύτιμο πλούτο που είναι αυτή τη στιγμή κρυμμένος σε συρτάρια, σοφίτες και λοιπούς χώρους αποθήκευσης και να τον κάνουν προσβάσιμο σε κάθε ενδιαφερόμενο, μελετητή και όχι μόνο, με το πάτημα ενός κουμπιού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα «The Observer», το υλικό που θα συγκεντρωθεί «θα αποτελέσει τμήμα μιας τεράστιας διαδικτυακής βιβλιοθήκης η οποία θα τεθεί στη διάθεση των ιστορικών αλλά και των απλών ανθρώπων οι οποίοι θέλουν να ενημερωθούν για τη δράση των δικών τους στη σύγκρουση».

Το πρότζεκτ έχει τίτλο «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» και θα εγκαινιαστεί τον Φεβρουάριο του 2014 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «επανεκκίνησης» του Μουσείου. Η φιλοδοξία των υπευθύνων είναι να επιστρέψει το Μουσείο σε αυτόν καθαυτόν τον σκοπό της ίδρυσής του, προσαρμοσμένο όμως στην ψηφιακή εποχή…

Το μουσείο ιδρύθηκε στις 5 Μαρτίου 1917, διαρκούντος ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να καταγραφούν τα γεγονότα της μαίνουσας σύρραξης αλλά και να τιμηθούν η μνήμη όσων έχασαν τη ζωή τους και η συμβολή αυτών οι οποίοι επέζησαν. Στο πλαίσιο αυτό, από τα τέλη του 1918, όλα τα δελτία τροφίμων που διανέμονταν περιελάμβαναν μηνύματα-εκκλήσεις για συλλογή «βιογραφικού υλικού, τυπωμένου ή υπό μορφή χειρογράφου, από όλους τους αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες ή κέρδισαν τίτλους τιμής».

Οι εκκλήσεις, τυπωμένες κατά μήκος των κουπονιών για μαργαρίνη ή βούτυρο, αφορούσαν «πρωτότυπες επιστολές, σχέδια, ποιήματα και άλλα ενδιαφέροντα τεκμήρια τα οποία απεστάλησαν από τις ζώνες του Πολέμου και, γενικά, κάθε είδους ενθύμια, ακόμη και ασήμαντης αξίας…».

Το υλικό που συγκεντρώθηκε εκτέθηκε στο Μουσείο που εγκαινίασε ο βασιλιάς Γεώργιος Ε΄ στις 9 Ιουνίου 1920 στο Νότιο Λονδίνο. Στις 7 Ιουλίου 1936 ο Δούκας του Γιορκ, ο οποίος σύντομα επρόκειτο να αναγορευθεί σε βασιλιά Γεώργιο Στ΄, εγκαινίασε εκ νέου το Μουσείο στη νυν έδρα του. Ωστόσο οι πόρτες του έκλεισαν για το κοινό από τον Σεπτέμβριο του 1940 ως τον Νοέμβριο του 1946 και οι πολύτιμες συλλογές του φυγαδεύθηκαν για λόγους ασφαλείας εκτός Λονδίνου.

Η εν λόγω σύρραξη υπήρξε σημείο καμπής για την Παγκόσμια Ιστορία με την έννοια ότι κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 16 εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο και επηρέασε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, τις ζωές όλων. Η τετραετία 2014-2018 σηματοδοτεί έναν αιώνα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Μουσείο τιμά την επέτειο με μια σειρά εκδηλώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι «Ζωές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου» αποτελούν ένα μόνο από τα πρότζεκτ που ετοιμάζονται. Μια σειρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες αλλά και η εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου δικτύου συνεργασιών με πολιτιστικούς και ευρύτερα πνευματικού χαρακτήρα οργανισμούς εντάσσονται επίσης στις ήδη ανειλημμένες πρωτοβουλίες εν όψει της επετείου.

Μέσω μιας ιστοσελίδας που ξεκίνησε από την Ιταλία, άνθρωποι που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950 μοιράζονται τις δύσκολες εποχές που έζησαν για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.

Από τον Μάιο του 2011 λειτουργεί στην Ελλάδα μια τράπεζα που δεν φοβάται τα επιτόκια ούτε την έλλειψη ρευστότητας. Μόνος της ανταγωνιστής είναι ο χρόνος και η λήθη. Τα «στελέχη» της δεν είναι φιλόδοξοι οικονομολόγοι, αλλά εθελοντές εξερευνητές. Η Ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων δεν επενδύει στα χρηματιστήρια αλλά στη γνώση. Εδώ οι καταθέσεις είναι ιστορίες ανθρώπων που έχουν γεννηθεί πριν από το 1950. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, δηλαδή, που έζησαν πολέμους, εξορίες, Κατοχή, πείνα, αλλά και τρυφερούς έρωτες, παιδικές σκανταλιές και χαμένες πατρίδες.

Η ιδέα γεννήθηκε στο Τορίνο της Ιταλίας τον Αύγουστο του 2007 και σήμερα το διεθνές πρόγραμμα memoro.org, που τιμήθηκε πριν από έναν χρόνο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απλώνεται σε περισσότερες από 16 χώρες.

Η ελληνική του περιπέτεια που τιμήθηκε από το TEDx Athens Competition στον τομέα της καινοτομίας στην εκπαίδευση ) ξεκίνησε από τη Μαρίνα Σάρλι, την Αμαρυλλίδα Ραουζαίου και την Παρασκευή Τζούβελη. Η γιαγιά της Μαρίνας πέθανε όταν εκείνη ήταν έγκυος. Τότε σκέφτηκε πως όσα άκουσε κατά καιρούς από τη γιαγιά της δεν θα τα άκουγε ποτέ η κόρη της. Κάπως έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα και σήμερα στην ιστοσελίδα της οργάνωσης (http://www.memoro.org/gr-gr/) αποθησαυρίζονται 150 αναμνήσεις από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εμφύλιο, το απαρτχάιντ στην Αφρική, τους διωγμούς των Ελλήνων από τους Τούρκους στην Πόλη, την ακμή της Τραπεζούντας στον Πόντο, τη μετανάστευση στην Αυστραλία, αλλά και από την καθημερινότητα εκείνης της εποχής.

Η ιστοσελίδα λειτουργεί ως youtube. Ο καθένας μπορεί να κινηματογραφήσει με κάποιες απλές οδηγίες αναμνήσεις και να τις ανεβάσει, αρκεί να μην περιέχουν προκλητικά σχόλια. Στην εξερεύνηση μπαίνουν πλέον και σχολεία, με αποτέλεσμα να έχουν συγκεντρωθεί ιστορίες από την Αττική, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Δυτική Ελλάδα, το Ιόνιο, την Κρήτη και τη Στερεά.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

P1110445

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού»   Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού»

P1110445 Αντιγραφή

 

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ο ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο προτάσσει την κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδη συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού.

Ποια είναι η γενεαλογία της ναζιστικής βίας; Πέρα από την πράξη και την πρακτική, στόχος του  ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, καθηγητή στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι να ανιχνεύσει το ιδεολογικό υπόστρωμα από το οποίο άντλησε ο εθνικοσοσιαλισμός τις έννοιες εκείνες που κατέστησαν δυνατό το Άουσβιτς. Κρίσεις όπως αυτές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή του 1929 αποδεικνύονται μήτρες ρήξεων, τομών, αναβίωσης ή ανασυνδυασμών πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων. Τα πρόσφατα συμπτώματα της ανόδου των άκρων στην Ευρώπη καθιστούν θεμιτή και απαραίτητη τη σύγκριση του σήμερα με τις «σκοτεινές» δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Το ολοκαύτωμα υπενθυμίζει ακριβώς τη σημασία των φαινομένων της βραχείας διάρκειας σε συνδυασμό με εκείνα της μακράς, όπως τονίζεται στην εισαγωγή του βιβλίου. Στη μεταπολεμική εποχή, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ιστοριογραφία βρισκόταν μεθοδολογικά υπό την επικυριαρχία της δομιστικής προσέγγισης όπως αυτή είχε προέλθει από τον Φερνάν Μπροντέλ και τη Σχολή των Annales – μια Ιστορία στη μακρά προοπτική της, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι. Ήταν το προϊόν των ιδιοτήτων ενός κόσμου ο οποίος υπό την επιρροή του Ψυχρού Πολέμου έμοιαζε σταθερός και ακίνητος. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού οι ιστορικοί ανακάλυψαν ξανά τη σημασία (και την αυτονομία) του γεγονότος ως έννοιας με αμείωτες ιστορικές ιδιότητες.

Αξίζει να μελετηθούν οι ευρωπαϊκές ρίζες του ναζιστικού φαινομένου, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα της γερμανικής ιστορίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες εστίαζαν στις ιδιαιτερότητές του ως παραδείγματος μιας γερμανικής εξαίρεσης – του λεγόμενου “Sonderweg”, του “ιδιαίτερου δρόμου” της γερμανικής νεωτερικότητας. Και με αντίστοιχο τρόπο τον παρουσίαζαν ως κάτι που πήγαζε αποκλειστικά και μόνο από τη Γερμανία. Οφείλουμε όμως να δούμε τον ναζισμό και ως παράγωγο της ευρωπαϊκής ιστορίας στο σύνολό της. Όχι να παραβλέψουμε τις γερμανικές πηγές του, ασφαλώς, αλλά να τον εντάξουμε με διαλεκτικό τρόπο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Ο στόχος του έργου αυτού δεν είναι να αποκαλύψει τα «αίτια» του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά μάλλον τις «ρίζες», δηλαδή στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού φαινομένου μόνο αφού έχουν συμπυκνωθεί και αποκρυσταλλωθεί εντός του. Ο ναζισμός, ανεξάρτητα από τις συγκυρίες που τον ευνόησαν, στηρίχθηκε κυρίως σ’ ένα υπόβαθρο από διάχυτες πρακτικές, νοοτροπίες και ιδεολογίες- τυπικές για τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων του μακρού 19ου αιώνα. Ένας στοχασμός πάντα επίκαιρος, αφού τίποτα δεν αποκλείει, πράγματι, άλλες συνθέσεις, το ίδιο αν όχι περισσότερο καταστροφικές, να μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν στο μέλλον.

Πολλοί σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές έχουν αιχμαλωτιστεί από την πεποίθηση ότι καθήκον τους είναι να αναπτύξουν μια ιδεώδη θεωρία των δικαιωμάτων ή της δικαιοσύνης, για να καθοδηγεί και να κρίνει τις πολιτικές πράξεις. Όμως, στο Φιλοσοφία και πραγματική πολιτική, ο Raymond Geuss υποστηρίζει πως οι φιλόσοφοι πρέπει πρώτα να προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους. Η πολιτική δεν είναι σε καμία περίπτωση εφαρμοσμένη ηθική, αλλά μια δεξιότητα που δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιβιώνουν και να πραγματοποιούν τους στόχους τους. Ο Geuss σκιαγραφεί μια ιστορικά προσανατολισμένη, ρεαλιστική πολιτική φιλοσοφία και συγχρόνως ασκεί κριτική στις φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες που έχουν βασιστεί στις αφηρημένες αντιλήψεις των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης. Το βιβλίο ασκεί δριμεία κριτική στους καθιερωμένους τρόπους σκέψης και αποτελεί μια προκλητική έκκληση για αλλαγή.

Από την «Ευρώπη» λοιπόν άντλησαν οι ναζί, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη γέννηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη μακρά πορεία του ευρωπαϊκού εθνικισμού και του ευρωπαϊκού ρατσισμού. Οι τελευταίες αυτές έννοιες απέκτησαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιδιαίτερα προβληματικές διαστάσεις ακριβώς επειδή η Γερμανία, το ισχυρότερο κράτος της Κεντρικής Ευρώπης στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν διέθετε τις υπερπόντιες εδαφικές κτήσεις της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας ή μικρών ευρωπαίων χωρών όπως το Βέλγιο. Ως αποτέλεσμα, οι γερμανικές ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές διεκδικήσεις προβλήθηκαν μετά το 1918 στην Ανατολική Ευρώπη αντί της Αφρικής ή της Ασίας. Από την άποψη αυτή οι απαρχές του εθνικοσοσιαλισμού είναι ευρωπαϊκές. Αν διαβάσουμε μάλιστα με συστηματικό τρόπο τα έργα της ναζιστικής γραμματείας, θα αντιληφθούμε ότι και οι ίδιοι οι ναζί είχαν συνείδηση μιας τέτοιας ευρωπαϊκής κληρονομιάς.

Το Ολοκαύτωμα ήταν ένα από τα πιθανά μέλλοντα της Ευρώπης του 20ού αιώνα, όχι η απόλυτη άρνησή της. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το σημείο για να αποφύγουμε οποιεσδήποτε δημαγωγικές ερμηνείες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι ο ευρωπαϊκός μας πολιτισμός είναι ίδιος με εκείνον εντός του οποίου ο ναζισμός διέπραξε το Ολοκαύτωμα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η απόλυτη αντίθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν μία από τις πολλές πιθανές εκβάσεις του. Και αυτό δεν αποτελεί  ανακάλυψη ενός ιστορικού, αποτελεί τεκμηρίωση πολλών διαφορετικών σχολών σκέψης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο ναζισμός και το Άουσβιτς ήταν αναπόφευκτο προϊόν του πολιτισμού μας αλλά ούτε και ότι είμαστε ασφαλείς σήμερα από ένα παρόμοιο μέλλον.

Αναμφισβήτητα, η σημερινή κρίση επιδρά στο ιδεολογικό υπόβαθρο της Ευρώπης. Η κρίση του 1929 συνέβαλε στην έλευση του φασισμού στη Γερμανία. Έτσι ο φασισμός από αποκλειστικά ιταλικό κίνημα και φαινόμενο αποβαίνει ένα από τα μείζονα πολιτικά παραδείγματα της ηπείρου. Παρόμοιες διαλυτικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει και η τρέχουσα οικονομική κρίση. Δεν μιλάμε φυσικά για μια μηχανική επανάληψη της Ιστορίας αλλά για μια συγκρίσιμη πολιτική-ανθρωπολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά μεταβάλλεται. Και αυτό είναι αναπόφευκτο.

Αναλύοντας λεπτές και πολύπλοκες έννοιες, όπως οι παραπάνω,  η στάση του ιστορικού απέναντι στο ευρύ κοινό οφείλει να είναι υπεύθυνη: Η συμβολή του ιστορικού συνίσταται στη συγκρότηση μιας υπεύθυνης ιστορικής συνείδησης, στην παραγωγή μιας κριτικής ερμηνείας του παρελθόντος. Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της πολιτικής ταύτισης του ιστορικού. Δεν πείστηκα ποτέ από την άποψη περί επιστημονικής ουδετερότητας της ιστοριογραφίας, της υποτιθέμενης ουδετερότητας της επιστήμης συνολικά. Τη θεωρώ ψευδαίσθηση. Ο ιστορικός βέβαια οφείλει να συνειδητοποιεί τα στοιχεία που μπορούν να τον επηρεάσουν, να αναγνωρίζει τη θέση υπό την οποία εργάζεται και ομιλεί.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

P1110437 Αντιγραφή

«Ιστορική αναδρομή στις  Βυζαντινές  Σπουδές:  τόσο γοητευτικές όσο και  σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

«Ιστορική αναδρομή στις  Βυζαντινές  Σπουδές:  τόσο γοητευτικές όσο και  σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων

Η  ιστορία  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  παρά  τις  εργασίες  που  την  ανανέωσαν  σχεδόν  κατά  τα  τελευταία  ογδόντα  χρόνια, παραμένει  ακόμη  και  σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη  Δύση, αντικείμενο  επίμονων  προκαταλήψεων. Για  πολλούς  από  τους  συγχρόνους  δυτικούς  εξακολουθεί  να  είναι, όπως  ήταν  για  τον  Montesquieu και  τον Gibbon,  η  συνέχεια  και  η  παρακμή  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας. Από  μια  υποσυνείδητη  επίδραση  προαιώνιων  μνησικακιών, από  τη  σκοτεινή  ανάμνηση  θρησκευτικών  παθών  που  έχουν  σβήσει, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν  να  κρίνουν  τους  Έλληνες  του  μεσαίωνα  όπως  τους  έκριναν  οι  σταυροφόροι  που  δεν  τους  κατάλαβαν  και  οι  πάπες  που  τους  αφόρισαν. Επίσης, η  βυζαντινή  τέχνη  εξακολουθεί  να  θεωρείται  πολύ  συχνά  στατική -ή  μάλλον  «ιερατική»-  τέχνη  ανίκανη  να  ανανεωθεί  η  οποία,  κάτω  από  τη  στενή  επίβλεψη  της  Εκκλησίας, περιόρισε  τη  χιλιετή  προσπάθειά  της  στην  επανάληψη  των  δημιουργιών  μερικών  μεγαλοφυών  καλλιτεχνών.

Στην  πραγματικότητα, το  Βυζάντιο  ήταν  εντελώς  διαφορετικό. Αν  και  αρεσκόταν  να  αυτοαποκαλείται  κληρονόμος  και  συνεχιστής  της  Ρώμης, αν  και  οι  αυτοκράτορές  του, ως  την  τελευταία  ημέρα, έδιναν  στον  εαυτό  τους  τον  τίτλο  των  «βασιλέων  των  Ρωμαίων», αν  και  ποτέ  δεν  παραιτήθηκαν  από  τα  δικαιώματα  που  διεκδικούσαν  πάνω  στην  αρχαία  και  ένδοξη  πρωτεύουσα  της  αυτοκρατορίας, στην  πραγματικότητα  το  Βυζάντιο  έγινε  πολύ  γρήγορα  και  υπήρξε  βασικά  μια  ανατολίτικη  μοναρχία. Δεν  πρέπει  να  τη  συγκρίνουμε  με  τις  συντριπτικές  αναμνήσεις  της  Ρώμης: κατά  τα  λεγόμενα  ενός  από  τους  ανθρώπους  που  κατάλαβαν  καλύτερα  το  χαρακτήρα  της  και  διέκριναν  την  πραγματική  του  όψη, ήταν  «ένα  μεσαιωνικό  Κράτος, τοποθετημένο  στα  ακραία  σύνορα  της  Ευρώπης, στα  όρια  της  ασιατικής  βαρβαρότητας». Αυτό  το  Κράτος  είχε  τα  ελαττώματά  του, που  θα  ήταν  ακατανόητο  να  θελήσουμε  να  τα  αποκρύψουμε. Γνώρισε  πολύ  συχνά  επαναστάσεις  των  ανακτόρων  και  στρατιωτικές  στάσεις. Αγάπησε  με  πάθος  τα  παιχνίδια  του  ιπποδρόμου  και  ακόμη  περισσότερο  τις  θεολογικές  έριδες. Παρά  την  κομψότητα  του  πολιτισμού  του, τα  ήθη  του  ήταν  συχνά  σκληρά  και  βάρβαρα  και  παρήγαγε  σε  μεγάλη  αφθονία  μέτριους  χαρακτήρες  και  κακές  ψυχές, όπως βέβαια και το αντίθετο… Αλλά, ό,τι  και  αν  ήταν, αυτό  το  Κράτος  υπήρξε  μεγάλο.

Δεν  πρέπει, όπως  κάνουν  πολλοί, να  φανταζόμαστε  ότι  στα  χίλια  χρόνια  που  επέζησε  μετά  την  πτώση  της  ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας, το  Βυζάντιο  ακολούθησε  μια  συνεχή  πορεία  προς  την  καταστροφή. Τις  κρίσεις  στις  οποίες  παρά  λίγο  να  υποκύψει  ακολούθησαν  πολλές  φορές  περίοδοι  ασύγκριτης  λάμψης, απρόβλεπτες  αναγεννήσεις, όπου, σύμφωνα  με  τα  λεγόμενα  ενός  χρονογράφου, «η  αυτοκρατορία, αυτή  η  γριά, φαίνεται  σαν  νέα  γυναίκα, στολισμένη  με  χρυσάφι  και  πολύτιμες  πέτρες». Τον  6ο  αιώνα, με  τον  Ιουστινιανό, η  μοναρχία  ανασυγκροτείται  για  τελευταία  φορά  όπως  τον  καλό  καιρό  της  Ρώμης  και  η  Μεσόγειος  γίνεται  και  πάλι  ρωμαϊκή  λίμνη. Κατά  τον  8ο  αιώνα, οι  Ίσαυροι  αυτοκράτορες  αναχαιτίζουν  την  ορμή  του  Ισλάμ, την  ίδια  στιγμή  που  ο  Κάρολος  Μαρτέλος  έσωζε  τη  Χριστιανοσύνη  στο  Πουατιέ. Κατά  τον  10ο  αιώνα, οι  ηγεμόνες  της  μακεδονικής  δυναστείας  κάνουν  το  Βυζάντιο  τη  μεγάλη  δύναμη  της  Ανατολής, οδηγώντας  τα  νικηφόρα  όπλα  τους  μέχρι  τη  Συρία, συντρίβοντας  τους  Ρώσους  στο  Δούναβη, πνίγοντας  στο  αίμα  το  βασίλειο  που  δημιούργησαν  οι  βούλγαροι  τσάροι. Κατά  τον  12ο  αιώνα, με  τους  Κομνηνούς, η  ελληνική  αυτοκρατορία  διατηρεί  το  γόητρό  της  στον  κόσμο  και  η  Κωνσταντινούπολη  είναι  ένα  από  τα  κύρια  κέντρα  της  ευρωπαϊκής  πολιτικής.

Έτσι, επί περισσότερο από χίλια  χρόνια, το  Βυζάντιο  έζησε  και  όχι  μόνο  χάρη  σε  μια  ευτυχή  σύμπτωση: έζησε  δοξασμένα  και  για  να  συμβεί  αυτό  πρέπει  να  είχε  ορισμένες  αρετές. Είχε, για  να  διευθύνουν  τις  υποθέσεις  του, μεγάλους  αυτοκράτορες, ένδοξους  πολιτικούς, ικανούς  διπλωμάτες, νικηφόρους  στρατηγούς  και  μέσω  αυτών, πέτυχε  ένα  μεγάλο  έργο  στον  κόσμο. Πριν  από  τις  σταυροφορίες  ήταν  ο  υπερασπιστής  της  χριστιανοσύνης  στην  Ανατολή  κατά  των  απίστων  και  έσωσε  πολλές  φορές  την  Ευρώπη  με  τη  στρατιωτική  αξία  του. Υπήρξε, ενάντια  στους  βαρβάρους  το  κέντρο  ενός  αξιοθαύμαστου  πολιτισμού, του  πιο  εκλεπτυσμένου  και  κομψού  που  γνώρισε  ποτέ  ο  μεσαίωνας. Δίδαξε  τη  σλαβική  και  ασιατική  Ανατολή, οι  λαοί  της  οποίας  του  οφείλουν  τη  θρησκεία  τους, τη  λογοτεχνική  γλώσσα  τους, την  τέχνη  τους, τη  διακυβέρνησή  τους. Η  παντοδύναμη  επιρροή  του  εξαπλώθηκε  στη  Δύση  που  δέχθηκε  απ’ αυτό  ανεκτίμητες  πνευματικές  και  καλλιτεχνικές  ευεργεσίες. Από  το  Βυζάντιο  προέρχονται  όλοι  οι  λαοί  που  κατοικούν  σήμερα  στην  Ανατολική  Ευρώπη  και  ειδικότερα  η  σύγχρονη  Ελλάδα  οφείλει  πολύ  περισσότερα  στο  χριστιανικό  βυζάντιο  παρά  στην  Αθήνα  του  Περικλή  και  του  Φειδία.

Με  όλα  όσα  υπήρξε  στο  παρελθόν  και  με  όσα  ετοίμασε  για  το  μέλλον, το  Βυζάντιο  αξίζει  ακόμη  την  προσοχή  και  το  ενδιαφέρον  μας. Όσο  μακρινή  και  να  φαίνεται  η  ιστορία  του, όσο  άγνωστη  και  αν  είναι  για  πολλούς  ανθρώπους, δεν  είναι  καθόλου  μια  ιστορία  νεκρή  που  πρέπει  να  ξεχαστεί. Ο  Ducange  το  ήξερε  καλά  όταν, στα  μέσα  του  18ου  αιώνα, με  τις  εκδόσεις  των  βυζαντινών  ιστορικών, με  τα  σοφά  σχόλια  με  τα  οποία  τις  συνόδευε, με  τόσα  αξιοθαύμαστα  έργα, έθετε  τις  βάσεις  της  επιστημονικής  ιστορίας  του  Βυζαντίου  και  άνοιγε, σ’ αυτόν  τον  ανεξερεύνητο  ακόμη  τομέα, μεγάλα  και  φωτεινά  παράθυρα. Μπορούμε  ίσως  να  πούμε  ότι, εάν  η  έρευνα  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  ανέκτησε  μια  θέση  στον  επιστημονικό  κόσμο, το  οφείλει  κυρίως  στη  Γαλλία.

Επιχειρώντας να  παρουσιάσει κανείς  τον  συνθετικό  πίνακα  του  Βυζαντίου, να  εξηγήσει  τα  βαθύτερα  αίτια  του  μεγαλείου  και  της  παρακμής  του, να  δείξει  τις  διακεκριμένες  υπηρεσίες  που  πρόσφερε  στον  πολιτισμό,   προσφέρει  στον  αναγνώστη  μια  αναλυτικότερη  έκθεση  της  χιλιετούς  ιστορίας  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας. Οι  ιδέες  που  κυριάρχησαν  στην  εξέλιξη  αυτής  της  ιστορίας,  παρουσιάζονται-ανιχνεύονται έμμεσα  στα  βασικά  γεγονότα  προτιμώντας, αντί  να  περιοριστούμε  στη  χρονολογική  λεπτομέρεια, να  τα  συγκεντρώσουμε  σε  αρκετά  μεγάλες  περιόδους  που  θα  αποδώσουν  ίσως  καλύτερα  το  νόημα  και  την  εμβέλεια  των  γεγονότων. Θεωρώντας  όμως  ότι  μια τέτοια προσπάθεια    θα  ήταν  ακόμη  πιο  ωφέλιμη  για  όσους  επιθυμούν  να  αποκτήσουν  μια  γενική  γνώση  αυτού  του  χαμένου  κόσμου, θα  σημείωνα  χωρίς  να  παραλείψω  καμιά  απαραίτητη  λεπτομέρεια, τις  γενικές  γραμμές, τα  χαρακτηριστικά  στοιχεία  και  τις  κατευθυντήριες  ιδέες  της  ιστορίας  και  του  πολιτισμού  του  Βυζαντίου.

Από  την  ημέρα  που, το  330, ο  Κωνσταντίνος  μετέφερε  την  πρωτεύουσα  της  μοναρχίας  από  τη  Ρώμη  στην  Κωνσταντινούπολη  μέχρι  την  ημέρα  που, το  1453, οι  Τούρκοι  κατέλαβαν  αυτή  την  πρωτεύουσα, η  βυζαντινή  αυτοκρατορία  διήρκεσε  πάνω  από  1000  χρόνια. Δεν  της  έλειπε  ούτε  το  μεγαλείο  ούτε  η  δόξα. Για  πολύ  καιρό  η  αυτοκρατορία  αυτή  κρινόταν  αυστηρά. Ακόμη  και  σήμερα  παλιές  και  επίμονες  προκαταλήψεις  της  αρνούνται  πολύ  συχνά  τη  δικαιοσύνη  που  αξίζει. Για  να  το  καταλάβουμε  αρκεί  να  θυμηθούμε  την  κακή  όσο  και  λυπηρή  σημασία  που  αποδίδεται, είτε  πρόκειται  για  ανθρώπους  ή  για  πράγματα, στο  προσδιοριστικό  επίθετο  βυζαντινός. Δεν  υπάρχει  αμφιβολία  ότι  αυτή  η  αυτοκρατορία  είχε  τα  ελαττώματα  και  τα  κακά  της. Ωστόσο  δεν  αξίζει  την  περιφρόνησή  μας. Αυτό  το  είχε  καταλάβει  πολύ  καλά, ήδη  από  τα  μέσα  του  17ου  αιώνα, ο  μεγάλος  σοφός, ο  Ducange, που  υπήρξε  ο  θεμελιωτής  της  επιστήμης  των  βυζαντινών  σπουδών. Κάτω  από  την  επιρροή  του  και  με  τα  πολύτιμα  σχόλιά  του  άρχισε  από  το  1648  η  πρώτη  συλλογή  βυζαντινών  ιστορικών, η  αξιοθαύμαστη  αυτή  σειρά  των  τριάντα  τεσσάρων  τόμων  in-folio  που  ονομάζουμε  Βυζαντινή  του  Λούβρου  και  για  την  οποία  έχει  ειπωθεί  σωστά  ότι  ήταν  «ένα  ασύγκριτο  μνημείο  της  λαμπρότητας  του  γαλλικού  πνεύματος». Και  στον  πρόλογο  του  πρώτου  τόμου, ο  Labbe, επιμένοντας  στο  ενδιαφέρον  αυτής  της  ιστορίας  «που  είναι  τόσο  αξιοθαύμαστη  λόγω  της  πληθώρας  των  γεγονότων, τόσο  ελκυστική  λόγω  της  ποικιλίας  των  πραγμάτων  και  τόσο  αξιοσημείωτη  λόγω  της  διάρκειας  της  μοναρχίας»  υποσχόταν  σε  όσους  επιχειρούσαν  αυτές  τις  σπουδές  «αιώνια  δόξα, πιο  ανθεκτική  από  το  μάρμαρο  και  το  χαλκό».

Ύστερα από αυτές τις  αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (ΒολφΛαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.

Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν «μεσαίωνας», δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.

Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 17011778«Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».

Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες , εχθρικές και ιστορικά αστήρικτες, εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο παράθεμα: Georg Ostrogorsky 2002, σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: «…παρά την ζωηρή του περιγραφή…δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει […] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζονται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. […] «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς» […] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων.»

Όπως επίσης έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :

«Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ’ αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον…Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος…Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσα μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του…»

Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Συνθετικά και συμπερασματικά μιλώντας, παρά  τη  μεγάλη  αυτή  προσπάθεια  της  γαλλικής  διανόησης, ο  18ος  αιώνας  ξεχνούσε  ή  περιφρονούσε  το  Βυζάντιο. Ο  Βολταίρος  δήλωνε  ότι  η  ιστορία  του  ήταν  απλώς  μια  «φρικτή  και  αηδιαστική»  σειρά  γεγονότων. Για  τον  Μοντεσκιέ, και  μετά  απ’  αυτόν  για  τον  Γίββωνα, η  βυζαντινή  αυτοκρατορία  δεν  ήταν  τίποτε  περισσότερο  από  την  παρακμή  της  ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας. Και  ο  Lebeau  που  ανέλαβε  να  διηγηθεί  σε  τριάντα  τόμους  αυτή  την  ιστορία, την  έπνιξε κάτω  από  ένα  κύμα  πλήξης  που  ολοκλήρωσε  τον  εξευτελισμό  της. Μόνο  στα  μέσα  του  19ου  αιώνα  ξανάρχισε  το  ενδιαφέρον  για  τις  βυζαντινές  σπουδές. Στην  Ελλάδα, όπου  η  ιστορία  του  Βυζαντίου  φαινόταν  εθνική  ιστορία, εξέχοντες  λόγιοι  όπως  ο  Παπαρρηγόπουλος  και  ο  Λάμπρος  δημοσίευαν  σημαντικές  εργασίες. Στη  Ρωσία, που  είχε  αυτοαναγορευτεί  σε  κληρονόμο  του  Βυζαντίου  και  όπου  το  τελετουργικό  της  αυλής  των  τσάρων  εξακολουθούσε  να  δίνει  μια  ιδέα  γι’ αυτό  που  ήταν  κάποτε  το  ανάκτορο  και  η  αυλή  των  βυζαντινών  αυτοκρατόρων, εξέχοντες  λόγιοι, όπως  ο  Uspenskij  και  ο  Kondakov,μελετούσαν  με  σπάνια  διεισδυτικότητα  την  ιστορία  του  Βυζαντίου  και  της  βυζαντινής  τέχνης. Στη  Γερμανία  όπου, ήδη  από  το  1828, ο Niebuhr και  οι  συνεργάτες  του  είχαν  αναλάβει  την  επανέκδοση  των  βυζαντινών  ιστορικών  στη  συλλογή  των  πενήντα  τόμων  που  ονομάζουν  Βυζαντινή  Ιστορία  της  Βόννης, ο  Krumbacher  και  οι  διάδοχοί  του  στο  Πανεπιστήμιο  του  Μονάχου, ο  Strzygowski  και  οι  μαθητές  του  στο  Πανεπιστήμιο  της  Βιέννης, δημοσίευαν  έργα  γεμάτα  πρωτότυπες  απόψεις  και  νέες  ιδέες  σχετικά  με  την  ιστορία  της  βυζαντινής  αυτοκρατορίας  και  κυρίως  σχετικά  με  την  ιστορία  της  λογοτεχνίας  και   της  τέχνης  της. Αλλά  κυρίως  στη  Γαλλία, στην  πατρίδα  του  Ducange, εκδηλώθηκε  με  λαμπρότητα  η  αναγέννηση  των  βυζαντινών  σπουδών. Ο  Alfred  Rambaud, στο  ωραίο  βιβλίο  του  για  τον  Κωνσταντίνο  Πορφυρογέννητο, που  δημοσιεύτηκε  το  1871, ο  Bayet, ο  Gustave  Schlumberger  και  μετά  απ’  αυτούς  ο  Brehier, ο  Gabriel  Milletki, ο σπουδαίος, αξεπέρταστος ιστορικός και γοητευτικός αφηγητής Charles Diehl και άλλοι έδιναν  έργα  μεγάλης  αξίας  για  τη  βυζαντινή  ιστορία  και  τέχνη.  Στα  Πανεπιστήμια του Μονάχου, των Βρυξελλών, του Παρισιού, από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα, δημιουργούνταν  σεμινάρια  όπου  γράφονταν  πολύτιμες  εργασίες  για  τις  υποθέσεις  του  Βυζαντίου. Και  από  όλες  αυτές  τις  έρευνες  έβγαινε  επιτέλους  μια  πιο  αληθινή  εικόνα  του  Βυζαντίου, μια  πιο  ακριβής  ιδέα  του  ρόλου  που  έπαιξε  στον  κόσμο  και  της  μεγάλης  θέσης  που  κατέχει  στην  ιστορία  του  μεσαίωνα.

Αφού  χαράξει κανείς  τις  βασικές  γραμμές  της  βυζαντινής  ιστορίας, θα  εξετάσει  τα  προβλήματα  που  αναγκάστηκε  να  αντιμετωπίσει  το  Βυζάντιο  και  θα  ερευνήσει  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  τα  έλυσε. Η  μελέτη  του  λογοτεχνικού  κινήματος  και  των  καλλιτεχνικών  ρευμάτων  θα  ολοκληρώσει  την  εικόνα  αυτού  του  χαμένου  πολιτισμού. Φαίνεται επίσης  σκόπιμο  να  επισημανθούν  μερικά  από  τα  προβλήματα  που  εξακολουθούν  να  τίθενται  ακόμη  και  σήμερα  στη  βυζαντινή  ιστορία. Ίσως  αυτές  οι  ενδείξεις  να  κεντρίσουν  την  περιέργεια  ορισμένων   και  να  προκαλέσουν αναρωτήσεις και έρευνες  που  θα  είναι  πολύτιμες  για  την  καλύτερη  γνώση  των  πραγμάτων  του  Βυζαντίου.  Έτσι  θα  μπορέσουμε  να  ορίσουμε  ακριβώς  ποιο  ήταν  το  έργο  του  Βυζαντίου  και  που  ακόμη  και  μετά  την  πτώση  του  1453  διατηρήθηκε  σ’  ολόκληρη  την  Ανατολική  Ευρώπη. Ακόμη  κι αν κάποιοι  γνωρίζουν  ελάχιστα  αυτή  τη  χαμένη  ιστορία, θα  καταλάβουν με την απαραίτητη μελέτη ότι  η  λέξη  βυζαντινός  δεν  πρέπει  πια  να  θεωρείται  αναγκαστικά  υβριστική.

Κάποια  κείμενα εξεχόντων ιστορικών προσπαθούν  να  δείξουν  σε  μια  σειρά  από  πορτραίτα  πώς  ήταν   αυτή  κοινωνία  πριν  από  τις  σταυροφορίες ή πώς  ήταν  η  ίδια  αυτή  κοινωνία  κατά  και  μετά  τις  σταυροφορίες. Κατά  την  περίοδο  από  το  τέλος  του  10ου  αιώνα  ως  τα  μέσα  του  15ου , τίθεται  ένα  πολύ  σημαντικό  ιστορικό  και  ψυχολογικό  πρόβλημα, το  να  μάθουμε  σε  ποιο  βαθμό, σ’ αυτή  τη  συχνή  επαφή  που  υπήρχε  τότε  μεταξύ  Ελλήνων  και  Λατίνων, η  Δύση  διείσδυσε  και  μεταμόρφωσε  τις  βυζαντινές  ψυχές  και  ποιες  ανταλλαγές  ιδεών  και  ηθών  έγιναν  ανάμεσα  σε  δύο  πολιτισμούς  που  ήταν  για  πολύ  καιρό  ξένοι  και  εχθρικοί  μεταξύ  τους. Νομίζω  πως  δεν  θα  μπορούσαμε  να  βρούμε  πουθενά  καλύτερο  έδαφος  μελέτης  και  εμπειριών  για  να  λύσουμε  αυτό  το  πρόβλημα  απ’  όσο  στο  λεπτό  πνεύμα  των  γυναικών  που  ήταν  τόσο  πρόθυμο, μέσα  στην  περιπλοκότητά  του  να  υποστεί  όλες  τις  επιδράσεις  και  να  αντικατοπτρίσει  όλες  τις  τάσεις  του  περιβάλλοντος  όπου  εξελισσόταν  η  ζωή  τους.

Μπορεί, σύμφωνα με τη γυναικεία τους φύση, οι βυζαντινές αρχόντισσες να σύχναζαν στο πιο απόμακρο σημείο του βυζαντινού παλατιού, στους σκιερούς και γαλήνιους κήπους με τα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά που σιγοψιθύριζαν με τη ροή τους γλυκύτατους ήχους και που, κατά τους χρονογράφους της εποχής τους, σχημάτιζαν ολόγυρά τους κάτι «σαν μια καινούρια Εδέμ», κάτι σαν «ένα δεύτερο παράδεισο» και στην οροφή του ιδιαίτερου κοιτώνα τους με τα χρυσά αστέρια έλαμπε στη μέση ο σταυρός, το σύμβολο της λύτρωσης και οι τοίχοι να έμοιαζαν σαν «σμαλτωμένο λιβάδι με λουλούδια», ώστε η αίθουσα να έχει πάρει το όνομα της Μούσας ή της Αρμονίας, αυτές όμως οι τόσο διαφορετικές μορφές φλέγονταν από ανησυχίες που κόχλαζαν εντός τους κι επεδίωκαν με πάθος να συμμετάσχουν στην πολιτική σκακιέρα, να διαπρέψουν στα γράμματα, να διαδώσουν τον πολιτισμό του Βυζαντίου.

Και  πάλι  σ’ αυτή  την  «πινακοθήκη»  θα  συναντήσουμε  τους  πιο  διαφορετικούς  τύπους: έντιμες  γυναίκες  και  άλλες  λιγότερο  έντιμες, αξιόλογα  πνεύματα  και  μέτριες  ψυχές, γυναίκες  πολύ  φιλόδοξες  και  ευλαβικά  άτομα  δοσμένα  εξ  ολοκλήρου  στην  αγιότητα  και  στην  πίστη. Μια  Άννα  Κομνηνή, μια  Ειρήνη  Δούκα, και  όλες  οι  ωραίες  γυναίκες  που  έσερνε  πίσω  του  ο  βυζαντινός  Δον  Ζουάν  Ανδρόνικος  Κομνηνός, και  άλλες  ακόμη, πριγκίπισσες  και  αστές, θα  δείξουν  πρώτα-πρώτα  τις  διάφορες  πλευρές  που  πρόσφερε  κατά  τον  12ο  αιώνα  στην  αυλή  και  στην  πόλη, στο  παλάτι  και  στο  μοναστήρι, στον  κόσμο  των  γραμμάτων  και  στο  περιβάλλον  των  πολιτικών, η  γεμάτη  ίντριγκες,  επαναστάσεις  και  περιπέτειες  κοινωνία  της  εποχής  των  σταυροφοριών.

Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες. Μάλιστα, ο ρόλος της αγίας γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, ως προς τη βαρύτητά του στη δημιουργία προτύπων εναλλακτικής ή συμβατικής φύσεως, υπήρξε άλλοτε διαλυτικός κι άλλοτε ενδυναμωτικός του θεσμού του γάμου. Άλλωστε, ο τρόπος που απεικονίζεται η γυναίκα στη βυζαντινή αγιογραφία αλλά και σε κοσμικές παραστάσεις, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στις ιστορικές πηγές είναι ιδιαίτερα αντιφατικός και αμφίσημος. Όσο για το ιδιαίτερο προφίλ που εμφανίζει η λόγια πριγκίπισσα Άννα η Κομνηνή, αυτό οφείλεται  στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της αγαθής φήμης του αυτοκράτορα πατέρα της, στη σημαντική συμβολή της στην προβολή του ανδρικού αριστοκρατικού ιδεώδους και τέλος στη συμμετοχή της σε μια ελευθεριότητα απόψεων που διέκρινε αρκετές από τις γυναίκες της τάξης της. Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και κυρίως κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.

Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού-ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση.(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.

Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες. Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση) για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οπωσδήποτε όμως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στην ανώτατη εκπαίδευση.

Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό γυναίκας με πανεπιστημιακή μόρφωση, η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στη σύνταξη του «Θεοδοσιανού κώδικα», η  ποιήτρια Κασσιανή σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου «Αλεξιάς» όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Ήταν επίσης ερασιτέχνης γιατρός και γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός.

Διάσημες για τη μόρφωσή τους ήταν οι κόρες του Κων/νου του Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, και η Ειρήνη, κόρη του μεγάλου Λογοθέτη Μετοχίτη. Πρέπει ακόμα ν’ αναφέρουμε την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα που κατείχε πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.

Έκφραση της χαλάρωσης των παραδοσιακών ενδοοικογενειακών δομών ήταν η ενίσχυση και πάλι του ρόλου των γυναικών. Μολονότι οι οικογένειες παρέμεναν πατριαρχικές, οι γυναίκες, τουλάχιστον στις ανώτερες τάξεις, άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινωνική αυτή τάση, που χαρακτηρίζει την περίοδο των Κομνηνών, είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τις κυρίες της αριστοκρατίας στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα με τις αντίστοιχες δέσποινες παλαιότερων εποχών. Η αυτοκράτειρα Ζωή (όπως και η αδελφή της Θεοδώρα), παρά την ιστορική σημασία της αφού ήταν τελευταία από τους ηγεμόνες της Μακεδονικής δυναστείας, ήταν μια πολιτικά θλιβερή μορφή, με ενδιαφέροντα στραμμένα λιγότερο προς τις κρατικές υποθέσεις και περισσότερο προς τη νυφική παστάδα, τα αρώματα και τις αλοιφές. Οι άλλες γυναίκες της εποχής της Ζωής, όπως περιγράφονται από τους χρονικογράφους, παρέμεναν επίσης μορφές του γυναικωνίτη και όχι της κοινωνικής ζωής. Από τα τέλη, όμως, του 11ου αιώνα, εμφανίζονται στους αυτοκρατορικούς κύκλους αρκετές δραστήριες, μορφωμένες και πολιτικά οξυδερκείς γυναίκες. Η Άννα Δαλασσηνή συγκυβερνούσε επίσημα με τον γιό της, τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄. Αλλά και η Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλεξίου Α΄, όχι μόνο ακολουθούσε τον σύζυγό της στις εκστρατείες του, αλλά και συνωμοτούσε ανοιχτά κατά του γιού της, Ιωάννη Β΄. Η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄, ήταν συγγραφέας, φιλότεχνη και η ψυχή ενός πολιτικού και φιλολογικού κύκλου που αντιτασσόταν στον ανιψιό της Μανουήλ Α΄. Η σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη, χήρα του Ανδρονίκου, δεύτερου γιού του Ιωάννη Β΄, υπήρξε προστάτις και χορηγός πολλών λογίων και συγγραφέων. Όπως η Άννα Κομνηνή, αντιπολιτευόταν και αυτή τον κουνιάδο της, Μανουήλ Α΄. Για λογαριασμό της ο Πρόδρομος ή ψευδο-Πρόδρομος έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα, που περιείχε αρκετές εκφράσεις της καθομιλουμένης και απευθυνόταν στον Μανουήλ Α΄. Στο έργο αυτό, η Ειρήνη εμφανίζεται να κατηγορεί θαρραλέα τον αυτοκράτορα ότι την καταδιώκει αδίκως. Η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, μαζί με τον σύζυγό της, καίσαρα Ιωάννη (Renier του Μομφερράτου), τέθηκε επικεφαλής της αριστοκρατικής συνωμοσίας του 1181, που κατέληξε σε ένοπλες αψιμαχίες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, διηύθυνε ουσιαστικά τις κρατικές υποθέσεις, και όποιος επιζητούσε την αυτοκρατορική εύνοια απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ενώ απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα με την κατηγορία της απιστίας, κατόρθωσε αργότερα να επιστρέψει, να εκδικηθεί τους εχθρούς της και να ανακτήσει την πρότερη θέση της.

Γοητευτικές και κακομούτσουνες, ενάρετες και διεφθαρμένες, πειθαρχημένες και γεμάτες αναίδεια, οι γυναίκες περνούν μέσα από τη Βυζαντινή Ιστορία, άλλοτε κηλιδωμένες με αίμα και λάσπη, άλλοτε στεφανωμένες με όλες τις αρετές: αιώνια γοητευτικές, που η χάρη τους, ξεφεύγοντας από τη φθορά των αιώνων, συνεχίζει να συγκινεί τις καρδιές και τις φαντασίες.

Κυρίως  όμως αξίζει να  μελετηθούν  προσεκτικά  οι  μορφές  που  μας  δείχνουν  ποια  ήταν  τα  αποτελέσματα  της  επαφής  μεταξύ  Ελλήνων  και  Λατίνων: βυζαντινές  πριγκίπισσες  που  μερικές  φορές -σπάνια-  έφυγαν  από  την  πρωτεύουσα  του  Βοσπόρου  για  ν’ ανέβουν  σε  κάποιο  θρόνο  της  Δύσης, πριγκίπισσες  της  Δύσης, περισσότερες  αυτές, που  ήρθαν  από  τη  Γερμανία, τη  Γαλλία  ή  την  Ιταλία, να  καθίσουν  στο  θρόνο  των  Καισάρων, πριγκίπισσες  της  Συρίας, απόγονοι  μεγάλων  γαλλικών  οικογενειών  που  μεταφυτεύτηκαν  στην  Ανατολή  και  που  πολλές  φορές  γέμισαν  το  βυζαντινό  κόσμο  με τη  λάμψη  των  περιπετειών  τους. Θα  βρούμε  μια  ολόκληρη  σειρά -με  αρκετό  ενδιαφέρον  για  την  ιστορία-  από  ρομαντικές, μελαγχολικές  ή  τραγικές  υπάρξεις  που  συμβολίζουν  και  εξηγούν  πολύ  καλά  τη  θεμελιώδη  και  αιώνια  έλλειψη  συνεννόησης  που  χώριζε  πάντα  αυτούς  τους  δύο  εχθρικούς  και  αντίπαλους  κόσμους  παρά  τις  προσπάθειές  τους  να  πλησιάσουν  και  να  καταλάβουν  ο  ένας  τον  άλλο. Και  τέλος, θα  είναι  ίσως  ενδιαφέρον  να  συμπληρώσουμε  τις  πληροφορίες  που  μας  δίνει  η  πραγματικότητα  της  ιστορίας  με τις  πληροφορίες  που  μας  δίνουν  τα  μυθιστορήματα. Κι  εδώ  θα  δούμε  ποια  ήταν  η  θέση  της  γυναίκας  στην  ιπποτική  κοινωνία  της  εποχής  αυτής  και  από  ποιες  απόψεις  αυτή  η  κοινωνία  διαμορφώθηκε  πάνω  στα  πρότυπα  των  ηθών  των  αυλικών  της  Δύσης. Έτσι, αναβιώνοντας  μερικές  από  τις  χαμένες  μορφές  της  εποχής  των  Κομνηνών  και  των  Παλαιολόγων, μια  χρήσιμη  συνεισφορά  στην  ιστορία  του  βυζαντινού  πολιτισμού, ρίχνουμε  κάποιο  φως  στην  εξέλιξη  του  κόσμου  της  Ανατολής  όπως  μεταμορφώθηκε  κατά  την  επαφή  του  με  τους  Λατίνους, αποκτούμε συνείδηση της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας ενός τόσου μακρινού μα, συνάμα, τόσου γοητευτικού ελληνορωμαϊκού- ελληνικοανατολικού ευρωπαϊκού κόσμου…

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Καρόλου Ντήλ, Βυζαντινές μορφές, Πορτραίτα Βυζαντινών, εκδ. Ωκεανίδα 2003.Καρόλου Ντήλ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ηλιάδη

Mango, Cyril. Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1988.

Nicol, Donald M. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996. Nicol, Donald M. Βυζάντιο και Βενετία. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος,  Άγιες Γυναίκες στο Βυζάντιο,  16-4-2005. http://www.archive.gr

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005. http://www.archive.gr

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005. http://www.archive.gr

Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. Βυζαντινή Ιστορία, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.

Vasiliev, Α.Α. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453. Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη. Αθήνα: Μπεργαδής, 1954.

Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969)

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Η κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδης συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων


Ο ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο προτάσσει την κληρονομιά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας ως θεμελιώδη συμβολή στην επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού.
Ποια είναι η γενεαλογία της ναζιστικής βίας; Πέρα από την πράξη και την πρακτική, στόχος του ιταλού ιστορικού Έντσο Τραβέρσο, καθηγητή στο αμερικανικό Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά είναι να ανιχνεύσει το ιδεολογικό υπόστρωμα από το οποίο άντλησε ο εθνικοσοσιαλισμός τις έννοιες εκείνες που κατέστησαν δυνατό το Άουσβιτς. Κρίσεις όπως αυτές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή του 1929 αποδεικνύονται μήτρες ρήξεων, τομών, αναβίωσης ή ανασυνδυασμών πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων. Τα πρόσφατα συμπτώματα της ανόδου των άκρων στην Ευρώπη καθιστούν θεμιτή και απαραίτητη τη σύγκριση του σήμερα με τις «σκοτεινές» δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Το ολοκαύτωμα υπενθυμίζει ακριβώς τη σημασία των φαινομένων της βραχείας διάρκειας σε συνδυασμό με εκείνα της μακράς, όπως τονίζεται στην εισαγωγή του βιβλίου. Στη μεταπολεμική εποχή, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ιστοριογραφία βρισκόταν μεθοδολογικά υπό την επικυριαρχία της δομιστικής προσέγγισης όπως αυτή είχε προέλθει από τον Φερνάν Μπροντέλ και τη Σχολή των Annales – μια Ιστορία στη μακρά προοπτική της, αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι. Ήταν το προϊόν των ιδιοτήτων ενός κόσμου ο οποίος υπό την επιρροή του Ψυχρού Πολέμου έμοιαζε σταθερός και ακίνητος. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού οι ιστορικοί ανακάλυψαν ξανά τη σημασία (και την αυτονομία) του γεγονότος ως έννοιας με αμείωτες ιστορικές ιδιότητες.
Αξίζει να μελετηθούν οι ευρωπαϊκές ρίζες του ναζιστικού φαινομένου, αφού ο εθνικοσοσιαλισμός υπήρξε προϊόν και αποτέλεσμα της γερμανικής ιστορίας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες εστίαζαν στις ιδιαιτερότητές του ως παραδείγματος μιας γερμανικής εξαίρεσης – του λεγόμενου “Sonderweg”, του “ιδιαίτερου δρόμου” της γερμανικής νεωτερικότητας. Και με αντίστοιχο τρόπο τον παρουσίαζαν ως κάτι που πήγαζε αποκλειστικά και μόνο από τη Γερμανία. Οφείλουμε όμως να δούμε τον ναζισμό και ως παράγωγο της ευρωπαϊκής ιστορίας στο σύνολό της. Όχι να παραβλέψουμε τις γερμανικές πηγές του, ασφαλώς, αλλά να τον εντάξουμε με διαλεκτικό τρόπο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Ο στόχος του έργου αυτού δεν είναι να αποκαλύψει τα «αίτια» του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά μάλλον τις «ρίζες», δηλαδή στοιχεία που γίνονται ουσιώδη συστατικά ενός ιστορικού φαινομένου μόνο αφού έχουν συμπυκνωθεί και αποκρυσταλλωθεί εντός του. Ο ναζισμός, ανεξάρτητα από τις συγκυρίες που τον ευνόησαν, στηρίχθηκε κυρίως σ’ ένα υπόβαθρο από διάχυτες πρακτικές, νοοτροπίες και ιδεολογίες- τυπικές για τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων του μακρού 19ου αιώνα. Ένας στοχασμός πάντα επίκαιρος, αφού τίποτα δεν αποκλείει, πράγματι, άλλες συνθέσεις, το ίδιο αν όχι περισσότερο καταστροφικές, να μπορέσουν να αποκρυσταλλωθούν στο μέλλον.
Πολλοί σύγχρονοι πολιτικοί στοχαστές έχουν αιχμαλωτιστεί από την πεποίθηση ότι καθήκον τους είναι να αναπτύξουν μια ιδεώδη θεωρία των δικαιωμάτων ή της δικαιοσύνης, για να καθοδηγεί και να κρίνει τις πολιτικές πράξεις. Όμως, στο Φιλοσοφία και πραγματική πολιτική, ο Raymond Geuss υποστηρίζει πως οι φιλόσοφοι πρέπει πρώτα να προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα πολιτικά δρώντα υποκείμενα συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους. Η πολιτική δεν είναι σε καμία περίπτωση εφαρμοσμένη ηθική, αλλά μια δεξιότητα που δίνει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιβιώνουν και να πραγματοποιούν τους στόχους τους. Ο Geuss σκιαγραφεί μια ιστορικά προσανατολισμένη, ρεαλιστική πολιτική φιλοσοφία και συγχρόνως ασκεί κριτική στις φιλελεύθερες πολιτικές θεωρίες που έχουν βασιστεί στις αφηρημένες αντιλήψεις των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης. Το βιβλίο ασκεί δριμεία κριτική στους καθιερωμένους τρόπους σκέψης και αποτελεί μια προκλητική έκκληση για αλλαγή.
Από την «Ευρώπη» λοιπόν άντλησαν οι ναζί, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη γέννηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη μακρά πορεία του ευρωπαϊκού εθνικισμού και του ευρωπαϊκού ρατσισμού. Οι τελευταίες αυτές έννοιες απέκτησαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιδιαίτερα προβληματικές διαστάσεις ακριβώς επειδή η Γερμανία, το ισχυρότερο κράτος της Κεντρικής Ευρώπης στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν διέθετε τις υπερπόντιες εδαφικές κτήσεις της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας ή μικρών ευρωπαίων χωρών όπως το Βέλγιο. Ως αποτέλεσμα, οι γερμανικές ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές διεκδικήσεις προβλήθηκαν μετά το 1918 στην Ανατολική Ευρώπη αντί της Αφρικής ή της Ασίας. Από την άποψη αυτή οι απαρχές του εθνικοσοσιαλισμού είναι ευρωπαϊκές. Αν διαβάσουμε μάλιστα με συστηματικό τρόπο τα έργα της ναζιστικής γραμματείας, θα αντιληφθούμε ότι και οι ίδιοι οι ναζί είχαν συνείδηση μιας τέτοιας ευρωπαϊκής κληρονομιάς.
Το Ολοκαύτωμα ήταν ένα από τα πιθανά μέλλοντα της Ευρώπης του 20ού αιώνα, όχι η απόλυτη άρνησή της. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το σημείο για να αποφύγουμε οποιεσδήποτε δημαγωγικές ερμηνείες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι ο ευρωπαϊκός μας πολιτισμός είναι ίδιος με εκείνον εντός του οποίου ο ναζισμός διέπραξε το Ολοκαύτωμα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η απόλυτη αντίθεση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήταν μία από τις πολλές πιθανές εκβάσεις του. Και αυτό δεν αποτελεί ανακάλυψη ενός ιστορικού, αποτελεί τεκμηρίωση πολλών διαφορετικών σχολών σκέψης. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο ναζισμός και το Άουσβιτς ήταν αναπόφευκτο προϊόν του πολιτισμού μας αλλά ούτε και ότι είμαστε ασφαλείς σήμερα από ένα παρόμοιο μέλλον.
Αναμφισβήτητα, η σημερινή κρίση επιδρά στο ιδεολογικό υπόβαθρο της Ευρώπης. Η κρίση του 1929 συνέβαλε στην έλευση του φασισμού στη Γερμανία. Έτσι ο φασισμός από αποκλειστικά ιταλικό κίνημα και φαινόμενο αποβαίνει ένα από τα μείζονα πολιτικά παραδείγματα της ηπείρου. Παρόμοιες διαλυτικές συνέπειες θα μπορούσε να έχει και η τρέχουσα οικονομική κρίση. Δεν μιλάμε φυσικά για μια μηχανική επανάληψη της Ιστορίας αλλά για μια συγκρίσιμη πολιτική-ανθρωπολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας μας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται αλλά μεταβάλλεται. Και αυτό είναι αναπόφευκτο.
Αναλύοντας λεπτές και πολύπλοκες έννοιες, όπως οι παραπάνω, η στάση του ιστορικού απέναντι στο ευρύ κοινό οφείλει να είναι υπεύθυνη: Η συμβολή του ιστορικού συνίσταται στη συγκρότηση μιας υπεύθυνης ιστορικής συνείδησης, στην παραγωγή μιας κριτικής ερμηνείας του παρελθόντος. Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της πολιτικής ταύτισης του ιστορικού. Δεν πείστηκα ποτέ από την άποψη περί επιστημονικής ουδετερότητας της ιστοριογραφίας, της υποτιθέμενης ουδετερότητας της επιστήμης συνολικά. Τη θεωρώ ψευδαίσθηση. Ο ιστορικός βέβαια οφείλει να συνειδητοποιεί τα στοιχεία που μπορούν να τον επηρεάσουν, να αναγνωρίζει τη θέση υπό την οποία εργάζεται και ομιλεί.
(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)

«Η Ευρώπη ως πολιτισμική προέκταση της Ελλάδας» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Η Ευρώπη ως πολιτισμική προέκταση της Ελλάδας»
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων


Πολύ περίεργο φαίνεται σε όσους γνωρίζουν στοιχειωδώς Ιστορία το φαινόμενο της εποχής να υπάρχουν Ευρωπαίοι αλλά και Έλληνες δημοσιογραφούντες που αρθρογραφούν και αμφιβάλλουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή ή δεν θα έπρεπε να ανήκει στην Κοινότητα ή θα έπρεπε να φύγει από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Δεν διάβασαν φαίνεται ποτέ την επιγραφή «Όλβιος όστις ιστορίης έσχε μάθησιν». Η Ευρώπη είναι γνωστή στην ελληνική μυθολογία ως κόρη του Φοίνικα που απήγαγε ο Δίας μεταμορφωμένος σε κάτασπρο ταύρο και την οδήγησε στην Κρήτη όπου απέκτησε μαζί της τρία παιδιά, με πρωτότοκο τον βασιλιά Μίνωα. Αν δεν είναι η Ελλάδα ευρωπαϊκή χώρα, ποια είναι; Εξετάστε τις μία-μία και ας σκεφτείτε ποια μπορεί να προσέφερε περισσότερα στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό. Ποιος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει και να διανέμει «διπλώματα ευρωπαϊκότητας»;
Οι Ακαδημίες έγιναν στη μνήμη του πρώτου μεγάλου θεσμού της γνώσης που ιδρύθηκε από τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Τα Μαθηματικά στηρίζονται στις θεωρίες του Θαλή και του Πυθαγόρα. Οι γιατροί σε όλη την ανθρωπότητα ορκίζονται με τον όρκο του Ιπποκράτη. Είναι περιττό να αναφερθεί κανείς σε αδιάσειστα γεγονότα πολλές φορές ειπωμένα και γραμμένα. Αν λειτουργούσε από τη ρωμαϊκή εποχή ο νόμος για τα πνευματικά δικαιώματα ή τα ποσοστά για ευρεσιτεχνίες, τα χρέη της Ευρώπης και των άλλων κρατών θα ήταν αμύθητης αξίας και δεν θα γινόταν καμία συζήτηση γι’ αυτό.
Τεράστια είναι τα κέρδη των επιστημόνων και των εταιρειών που εφηύραν κάθε εφαρμογή στο Διαδίκτυο! Φανταστείτε πόσα έπρεπε να είναι τα πνευματικά δικαιώματα από τις εφευρέσεις του Αρχιμήδη και μόνο. Από την έννοια της δημοκρατίας! Από τα θεμέλια σχεδόν όλων των επιστημών. Είχαν μεγάλη τύχη που όλα αυτά έγιναν σε εποχές που δεν υπήρχαν οι σύγχρονες αρχές του δικαίου και της νομικής κατοχύρωσης. Τους προσφέρθηκαν δωρεάν! Δωρεάν και η Αναγέννηση που στηρίχθηκε στον ελληνικό πολιτισμό. Δωρεάν η Φιλοσοφία, το Θέατρο, η Ιστορία. Και όταν δεν ήταν δωρεάν, ήξεραν οι σημερινοί μας φίλοι: κατέφευγαν στην κλοπή! Πόσα ελληνικά μνημεία υπάρχουν στα μουσεία τους και πόσα δικά τους – βρίσκονται στις δικές μας αίθουσες; Πόσα δισεκατομμύρια εισέπραξαν από τους επισκέπτες και μόνο των ελληνικών εκθεμάτων!
Μήπως δεν μας φόρτωσαν τεράστιες αμυντικές δαπάνες ενώ οι ίδιοι δεν είχαν ανάγκη από κανένα τέτοιο έξοδο; Το οικονομικό γερμανικό θαύμα στηρίχτηκε στην ανυπαρξία αμυντικών δαπανών και στην οικονομική προστασία του αμερικανικού κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Αντί να μας χορηγούν δωρεάν χρηματοδότηση για τις -ουσία- κοινές στρατιωτικές δαπάνες, μας έδιναν δανεικά και με υψηλό τόκο .
«Πρέπει να έχουν χάσει το νόημα του πολιτισμού και κάθε ευγνωμοσύνης για να μιλάμε χωρίς μέτρο για το ελληνικό χρέος», υπογραμμίζουν οι Γάλλοι καθηγητές Φορμέ και Στεφένς. «Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος να μπορεί να απειλείται από τις τράπεζες, οι οποίες οφείλουν την ύπαρξή τους στο νομικό πλαίσιο που θέτουν τα κράτη»! Και καταλήγουν στο κοινό τους κείμενο: «Αυτό που απαιτεί από όλους μας σήμερα η Ελλάδα είναι να τιμήσουμε το ανεξάντλητο χρέος μας προς αυτήν καθιστάμενοι αντάξιοι των θεσμών που μας κληροδότησε: η δράση που θα αναλάβουμε δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομική».
Φωνές φιλελλήνων ακαδημαϊκών με υψηλό επίπεδο. Σπουδαίες φωνές που αντί να προβάλλονται κατά κόρον, αποκρύπτονται ή υποβαθμίζονται!
Από την άλλη, τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποδεικνύουν την «αντικειμενικότητά» τους και τη «δίκαιη κατανομή» των ειδήσεων -ως και την «αμεροληψία» τους- με το να αποκρύπτουν τις παραινέσεις του καθηγητή Ετιέν Ρολάν, που στο πρόσφατο άρθρο του- ύμνο για την πατρίδα μας καταλήγει: «Vive la Greece! Ας μην αφήσουμε τεχνοκράτες να γονατίσουν φίλους και αδελφούς, πόσο μάλλον να τους ταπεινώσουν, ταπεινώνοντας και εμάς». Μεγάλο λάθος ο διαχωρισμός ευρωπαϊκής και ελληνικής πραγματικότητας. Ευρωπαίοι ήταν και είναι αρχικά μόνο οι Έλληνες. Οι υπόλοιποι στην ήπειρο εκπολιτίστηκαν σταδιακά και διαμορφώθηκαν με την ιστορική πολιτισμική εξέλιξη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος έδωσε ένα παράδειγμα σεβασμού στις άλλες θρησκείες και τους άλλους πολιτισμούς που αποτελεί πυξίδα στο πολιτισμικό έργο της Ελλάδας, διότι η τέχνη δεν πρέπει να θεωρείται μια ιδιωτική λόξα, αλλά κάτι το οποίο μπορεί να καταλάβει ο οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από τη θρησκεία και τη μόρφωσή του. Επίσης, είναι αυτός που βοήθησε να παρουσιαστεί ο χριστιανισμός. Γιατί ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος και φιλόσοφος της ανθρωπότητας: ό, τι κάνει το κάνει για τους απλούς ανθρώπους. Απόδειξη ότι στο Άγιον Όρος η τέχνη είναι καταλυτική για να εμπνεύσει. Η αρχιτεκτονική του, καθώς τα κτίσματα είναι αρμονικά συνδεδεμένα με τη φύση αποτελεί μια ολόκληρη έμπρακτη οικολογική φιλοσοφία. Εκεί δεν υπάρχει το αίσθημα του αγώνα για την επιβίωση. Εκεί υπάρχει μια μοναδική συγκυρία στον κόσμο όπου μεταφέρεται η πίστη προς τον Θεό με έναν πολύ πνευματικό τρόπο. Εκεί αναβιώνουν οι σχολές της Αρχαίας Ελλάδος όπως του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Το Άγιον Όρος είναι η μυστική Ελλάδα που κρύβουμε στις καρδιές μας.
Η ζωή και η πραγματικότητα είναι ανώτερες από τους αριθμούς. Η Ιστορία θα δώσει ένα καλό μάθημα σε κάθε μορφής ψυχρό τραπεζίτη. Όχι μόνο η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, αλλά ισχύει κάτι πολύ πιο προωθημένο: η Ευρώπη είναι η προέκταση της Ελλάδας, η εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού. Οποιαδήποτε άλλη χώρα είναι δυνατόν να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός από τη γενέτειρά της. Αν επιθυμούν, ας αλλάξουν όνομα, ας αλλάξουν πολιτισμό, ας αλλάξουν Ιστορία και ας φύγουν. Αν βέβαια οι λαοί τους προτιμήσουν τους τραπεζίτες από την ψυχή τους, από την ίδια τους την ύπαρξη!
Η πολιτική και η οικονομική κρίση της Ελλάδος απασχολεί και εξοργίζει το λαό της. Είναι ντροπή για τους Ευρωπαίους να μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε σκουπίδια. Είναι ντροπή να χρησιμοποιείται η χώρα μας για να βγάζουν οι Ευρωπαίοι τα κόμπλεξ τους. Από την άλλη, δυστυχώς, οι πολιτικοί μας δεν αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε έναν μοντέρνο πόλεμο κι ότι ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι που δεν γνωρίζουμε τις αξίες και τα προτερήματά μας. Στις δύσκολες αυτές περιστάσεις δεν χρειάζεται πεσιμισμός . Ο ελληνικός λαός θα δώσει την καλύτερη απάντηση. Η μόνη ελπίδα είναι ένα καινούργιο σύνταγμα όπου θα ανταμείβονται οι αρετές, οι αξίες και η μόρφωση, που ονομάζω «καινούργιες τεχνολογίες». Είναι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η υλιστική χιονοστιβάδα που δημιούργησε η ευρωπαϊκή κοινότητα, κάνοντάς μας να έχουμε περισσότερη αγωνία για την επιβίωσή μας και περισσότερες ανάγκες. Η Ελλάδα είναι σε θέση να δώσει λύσεις για τον εαυτό της.
Η έλλειψη παιδείας και η αποκοπή από την Ιστορία αποτελούν τους κορυφαίους παράγοντες της εθνικής υστερήσεως. Έχουμε απολέσει τη σχέση με την Ιστορία που είναι η μεγαλύτερη αξία της ανθρωπότητας και όταν χάνει κανείς αυτόν τον δεσμό, γίνεται έρμαιο ή παγκοσμιοποιημένο σύνολο. Αρκεί κανείς να διερωτηθεί πόσοι Έλληνες συμμετείχαν στον πνευματικό κόσμο του 20ου αιώνα…
Η ώρα… της απολογίας; Με λένε Ελλάδα και τόσον καιρό βρίσκομαι σε μια διαρκή δίκη στη θέση του κατηγορούμενου. Σήμερα έφτασε η σειρά μου να μιλήσω και να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, μόνη μου, αφού κανείς δικηγόρος δεν πίστεψε πως μπορεί να με αθωώσει. Βλέπω μέσα στην αίθουσα και φίλους και εχθρούς. Οι φίλοι μου είναι πολλοί και σπουδαίοι, άνθρωποι απλοί που έδωσαν το αίμα τους για μένα, ήρωες που με οδήγησαν σε στιγμές απαράμιλλης δόξας, μορφές του πνεύματος, του λόγου και της τέχνης, ηγέτες κι αρχηγοί που έπεσαν στη μάχη πρώτοι για να με σώσουν. Οι εχθροί μου είναι πολλοί κι επικίνδυνοι, άνθρωποι ματαιόδοξοι, κενοί, ύπουλες ύαινες που περίμεναν την πτώση μου για να μοιραστούν τη λεία, αντίπαλοι τυφλωμένοι από μίσος κι εκδίκηση και φυσικά προδότες γεμάτοι έπαρση και απληστία. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν πάντα η μεγαλύτερη πληγή μου. Το παραδέχομαι, έκανα λάθη ιστορικά και μεγάλα. Ίσως έφταιγε η αλαζονεία που ακολούθησε τις επιτυχίες μου, ίσως έδειξα εύκολα εμπιστοσύνη και πίστη σε όσους με πλησίαζαν από μπροστά μ’ ένα χαμόγελο, κι από πίσω μ’ ένα μαχαίρι. Παρόλα αυτά επέζησα μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, καθώς όπως πίστευαν οι αρχαίοι πολίτες μου, ήμουν το κέντρο του κόσμου, άρα και μόνιμος στόχος. Δε φοβάμαι τους κατήγορούς μου, ούτε τους δικαστές μου! Με ποτίζουν αιώνες τώρα χολή, με σταυρώνουν αλλά ανασταίνομαι πάλι μέσα από τις αξίες και τις θυσίες των πολιτών μου, μέσα από τη δύναμη και την αίγλη που μου δίνουν οι πατέρες της ιστορίας μου και μέσα από την αγάπη του Θεού μου, που δεν μου επέτρεψε να λυγίσω και δε με εγκατέλειψε ποτέ. Είμαι έτοιμη για την τιμωρία μου, είμαι έτοιμη να πιω το κώνειο αδιαμαρτύρητα! Θέλω να πω στους υπερασπιστές μου να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη μάχη τη μέρα της επιστροφής μου. Όταν γυρίσω από την ανάπαυλα και την κάθαρση, όλα θα ξαναγίνουν, όλα θα απαστράψουν στο φως της Ανάστασης της Χώρας των Ζώντων !

«Ιστορική αναδρομή στις Βυζαντινές Σπουδές: τόσο γοητευτικές όσο και σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.

«Ιστορική αναδρομή στις Βυζαντινές Σπουδές: τόσο γοητευτικές όσο και σημαντικές για τον ερευνητικό, ιστορικό νου» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου Γενικού Λυκείου Τρικάλων.


Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας παρά τις εργασίες που την ανανέωσαν σχεδόν κατά τα τελευταία ογδόντα χρόνια, παραμένει ακόμη και σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Δύση, αντικείμενο επίμονων προκαταλήψεων. Για πολλούς από τους συγχρόνους δυτικούς εξακολουθεί να είναι, όπως ήταν για τον Montesquieu και τον Gibbon, η συνέχεια και η παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από μια υποσυνείδητη επίδραση προαιώνιων μνησικακιών, από τη σκοτεινή ανάμνηση θρησκευτικών παθών που έχουν σβήσει, οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να κρίνουν τους Έλληνες του μεσαίωνα όπως τους έκριναν οι σταυροφόροι που δεν τους κατάλαβαν και οι πάπες που τους αφόρισαν. Επίσης, η βυζαντινή τέχνη εξακολουθεί να θεωρείται πολύ συχνά στατική -ή μάλλον «ιερατική»- τέχνη ανίκανη να ανανεωθεί η οποία, κάτω από τη στενή επίβλεψη της Εκκλησίας, περιόρισε τη χιλιετή προσπάθειά της στην επανάληψη των δημιουργιών μερικών μεγαλοφυών καλλιτεχνών.
Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο ήταν εντελώς διαφορετικό. Αν και αρεσκόταν να αυτοαποκαλείται κληρονόμος και συνεχιστής της Ρώμης, αν και οι αυτοκράτορές του, ως την τελευταία ημέρα, έδιναν στον εαυτό τους τον τίτλο των «βασιλέων των Ρωμαίων», αν και ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τα δικαιώματα που διεκδικούσαν πάνω στην αρχαία και ένδοξη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, στην πραγματικότητα το Βυζάντιο έγινε πολύ γρήγορα και υπήρξε βασικά μια ανατολίτικη μοναρχία. Δεν πρέπει να τη συγκρίνουμε με τις συντριπτικές αναμνήσεις της Ρώμης: κατά τα λεγόμενα ενός από τους ανθρώπους που κατάλαβαν καλύτερα το χαρακτήρα της και διέκριναν την πραγματική του όψη, ήταν «ένα μεσαιωνικό Κράτος, τοποθετημένο στα ακραία σύνορα της Ευρώπης, στα όρια της ασιατικής βαρβαρότητας». Αυτό το Κράτος είχε τα ελαττώματά του, που θα ήταν ακατανόητο να θελήσουμε να τα αποκρύψουμε. Γνώρισε πολύ συχνά επαναστάσεις των ανακτόρων και στρατιωτικές στάσεις. Αγάπησε με πάθος τα παιχνίδια του ιπποδρόμου και ακόμη περισσότερο τις θεολογικές έριδες. Παρά την κομψότητα του πολιτισμού του, τα ήθη του ήταν συχνά σκληρά και βάρβαρα και παρήγαγε σε μεγάλη αφθονία μέτριους χαρακτήρες και κακές ψυχές, όπως βέβαια και το αντίθετο… Αλλά, ό,τι και αν ήταν, αυτό το Κράτος υπήρξε μεγάλο.
Δεν πρέπει, όπως κάνουν πολλοί, να φανταζόμαστε ότι στα χίλια χρόνια που επέζησε μετά την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο ακολούθησε μια συνεχή πορεία προς την καταστροφή. Τις κρίσεις στις οποίες παρά λίγο να υποκύψει ακολούθησαν πολλές φορές περίοδοι ασύγκριτης λάμψης, απρόβλεπτες αναγεννήσεις, όπου, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός χρονογράφου, «η αυτοκρατορία, αυτή η γριά, φαίνεται σαν νέα γυναίκα, στολισμένη με χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες». Τον 6ο αιώνα, με τον Ιουστινιανό, η μοναρχία ανασυγκροτείται για τελευταία φορά όπως τον καλό καιρό της Ρώμης και η Μεσόγειος γίνεται και πάλι ρωμαϊκή λίμνη. Κατά τον 8ο αιώνα, οι Ίσαυροι αυτοκράτορες αναχαιτίζουν την ορμή του Ισλάμ, την ίδια στιγμή που ο Κάρολος Μαρτέλος έσωζε τη Χριστιανοσύνη στο Πουατιέ. Κατά τον 10ο αιώνα, οι ηγεμόνες της μακεδονικής δυναστείας κάνουν το Βυζάντιο τη μεγάλη δύναμη της Ανατολής, οδηγώντας τα νικηφόρα όπλα τους μέχρι τη Συρία, συντρίβοντας τους Ρώσους στο Δούναβη, πνίγοντας στο αίμα το βασίλειο που δημιούργησαν οι βούλγαροι τσάροι. Κατά τον 12ο αιώνα, με τους Κομνηνούς, η ελληνική αυτοκρατορία διατηρεί το γόητρό της στον κόσμο και η Κωνσταντινούπολη είναι ένα από τα κύρια κέντρα της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Έτσι, επί περισσότερο από χίλια χρόνια, το Βυζάντιο έζησε και όχι μόνο χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση: έζησε δοξασμένα και για να συμβεί αυτό πρέπει να είχε ορισμένες αρετές. Είχε, για να διευθύνουν τις υποθέσεις του, μεγάλους αυτοκράτορες, ένδοξους πολιτικούς, ικανούς διπλωμάτες, νικηφόρους στρατηγούς και μέσω αυτών, πέτυχε ένα μεγάλο έργο στον κόσμο. Πριν από τις σταυροφορίες ήταν ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης στην Ανατολή κατά των απίστων και έσωσε πολλές φορές την Ευρώπη με τη στρατιωτική αξία του. Υπήρξε, ενάντια στους βαρβάρους το κέντρο ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμού, του πιο εκλεπτυσμένου και κομψού που γνώρισε ποτέ ο μεσαίωνας. Δίδαξε τη σλαβική και ασιατική Ανατολή, οι λαοί της οποίας του οφείλουν τη θρησκεία τους, τη λογοτεχνική γλώσσα τους, την τέχνη τους, τη διακυβέρνησή τους. Η παντοδύναμη επιρροή του εξαπλώθηκε στη Δύση που δέχθηκε απ’ αυτό ανεκτίμητες πνευματικές και καλλιτεχνικές ευεργεσίες. Από το Βυζάντιο προέρχονται όλοι οι λαοί που κατοικούν σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη και ειδικότερα η σύγχρονη Ελλάδα οφείλει πολύ περισσότερα στο χριστιανικό βυζάντιο παρά στην Αθήνα του Περικλή και του Φειδία.
Με όλα όσα υπήρξε στο παρελθόν και με όσα ετοίμασε για το μέλλον, το Βυζάντιο αξίζει ακόμη την προσοχή και το ενδιαφέρον μας. Όσο μακρινή και να φαίνεται η ιστορία του, όσο άγνωστη και αν είναι για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι καθόλου μια ιστορία νεκρή που πρέπει να ξεχαστεί. Ο Ducange το ήξερε καλά όταν, στα μέσα του 18ου αιώνα, με τις εκδόσεις των βυζαντινών ιστορικών, με τα σοφά σχόλια με τα οποία τις συνόδευε, με τόσα αξιοθαύμαστα έργα, έθετε τις βάσεις της επιστημονικής ιστορίας του Βυζαντίου και άνοιγε, σ’ αυτόν τον ανεξερεύνητο ακόμη τομέα, μεγάλα και φωτεινά παράθυρα. Μπορούμε ίσως να πούμε ότι, εάν η έρευνα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ανέκτησε μια θέση στον επιστημονικό κόσμο, το οφείλει κυρίως στη Γαλλία.


Επιχειρώντας να παρουσιάσει κανείς τον συνθετικό πίνακα του Βυζαντίου, να εξηγήσει τα βαθύτερα αίτια του μεγαλείου και της παρακμής του, να δείξει τις διακεκριμένες υπηρεσίες που πρόσφερε στον πολιτισμό, προσφέρει στον αναγνώστη μια αναλυτικότερη έκθεση της χιλιετούς ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι ιδέες που κυριάρχησαν στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας, παρουσιάζονται-ανιχνεύονται έμμεσα στα βασικά γεγονότα προτιμώντας, αντί να περιοριστούμε στη χρονολογική λεπτομέρεια, να τα συγκεντρώσουμε σε αρκετά μεγάλες περιόδους που θα αποδώσουν ίσως καλύτερα το νόημα και την εμβέλεια των γεγονότων. Θεωρώντας όμως ότι μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν ακόμη πιο ωφέλιμη για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια γενική γνώση αυτού του χαμένου κόσμου, θα σημείωνα χωρίς να παραλείψω καμιά απαραίτητη λεπτομέρεια, τις γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τις κατευθυντήριες ιδέες της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου.
Από την ημέρα που, το 330, ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της μοναρχίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την ημέρα που, το 1453, οι Τούρκοι κατέλαβαν αυτή την πρωτεύουσα, η βυζαντινή αυτοκρατορία διήρκεσε πάνω από 1000 χρόνια. Δεν της έλειπε ούτε το μεγαλείο ούτε η δόξα. Για πολύ καιρό η αυτοκρατορία αυτή κρινόταν αυστηρά. Ακόμη και σήμερα παλιές και επίμονες προκαταλήψεις της αρνούνται πολύ συχνά τη δικαιοσύνη που αξίζει. Για να το καταλάβουμε αρκεί να θυμηθούμε την κακή όσο και λυπηρή σημασία που αποδίδεται, είτε πρόκειται για ανθρώπους ή για πράγματα, στο προσδιοριστικό επίθετο βυζαντινός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η αυτοκρατορία είχε τα ελαττώματα και τα κακά της. Ωστόσο δεν αξίζει την περιφρόνησή μας. Αυτό το είχε καταλάβει πολύ καλά, ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα, ο μεγάλος σοφός, ο Ducange, που υπήρξε ο θεμελιωτής της επιστήμης των βυζαντινών σπουδών. Κάτω από την επιρροή του και με τα πολύτιμα σχόλιά του άρχισε από το 1648 η πρώτη συλλογή βυζαντινών ιστορικών, η αξιοθαύμαστη αυτή σειρά των τριάντα τεσσάρων τόμων in-folio που ονομάζουμε Βυζαντινή του Λούβρου και για την οποία έχει ειπωθεί σωστά ότι ήταν «ένα ασύγκριτο μνημείο της λαμπρότητας του γαλλικού πνεύματος». Και στον πρόλογο του πρώτου τόμου, ο Labbe, επιμένοντας στο ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας «που είναι τόσο αξιοθαύμαστη λόγω της πληθώρας των γεγονότων, τόσο ελκυστική λόγω της ποικιλίας των πραγμάτων και τόσο αξιοσημείωτη λόγω της διάρκειας της μοναρχίας» υποσχόταν σε όσους επιχειρούσαν αυτές τις σπουδές «αιώνια δόξα, πιο ανθεκτική από το μάρμαρο και το χαλκό».
Ύστερα από αυτές τις αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες (Βολφ, Λαμπέ), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής. Στον επόμενο αιώνα όμως, κάτω από την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη. Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας.
Βεβαίως, ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά απλώς αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Ανατολή και Δύση δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν «μεσαίωνας», δηλαδή κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ δύο ιστορικών εποχών ή κάτι το «σκοτεινό» και παροδικό.
Πάντως, η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών» (Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων» (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό , 1701–1778, «Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Αν και οι θεωρίες αυτών των, πράγματι, μεγάλων ιστορικών έχουν πλέον ξεπεραστεί και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες , εχθρικές και ιστορικά αστήρικτες, εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο παράθεμα: Georg Ostrogorsky 2002, σελ. 52. / Βλ. και Α.Α.Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη (Αθήνα: Μπεργαδής, 1954), σελ. 22: «…παρά την ζωηρή του περιγραφή…δεν είναι ασφαλώς το ύφος του εκείνο που χρειάζεται για να διεγείρη τον σεβασμό για τα πρόσωπα ή την περίοδο, με την οποία ασχολείται ή για να οδηγήση σε μια λεπτομερέστερη μελέτη τους. Ο απαράμιλλος του σαρκασμός και η υποτίμησι, βρίσκονται διαρκώς εν δράσει […] είναι ανίκανος να θαυμάση με ενθουσιασμό πράγματα ή πρόσωπα. Σχεδόν κάθε ιστορία, όταν την χειρίζονται με αυτόν τον τρόπο, αφίνει την αξιοκαταφρόνητη πλευρά της να κυριαρχή στην σκέψι του αναγνώστου. Ίσως καμιά ιστορία δεν θα έμενε αστιγμάτιστη με έναν τέτοιο χειρισμό. […] «Αυτός ο τρόπος διαχειρίσεως του θέματος», παρατηρεί ο J. Β. Bury «ανταποκρίνεται προς την περιφρονητική θέσι που παίρνει ο συγγραφεύς» […] Η ερμηνεία που δίνει ο Γίββων στην εσωτερική ιστορία της Αυτοκρατορίας, μετά τον Ηράκλειο, δεν είναι μόνον επιπόλαιη αλλά συγχρόνως δίνει λανθασμένη εντύπωσι των γεγονότων.»
Όπως επίσης έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου :
«Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ’ αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον…Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος…Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσα μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως (324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης (1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του…»
Τελικά, το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία που εκδηλώθηκε κατά τον 19ο αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του, ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.
Συνθετικά και συμπερασματικά μιλώντας, παρά τη μεγάλη αυτή προσπάθεια της γαλλικής διανόησης, ο 18ος αιώνας ξεχνούσε ή περιφρονούσε το Βυζάντιο. Ο Βολταίρος δήλωνε ότι η ιστορία του ήταν απλώς μια «φρικτή και αηδιαστική» σειρά γεγονότων. Για τον Μοντεσκιέ, και μετά απ’ αυτόν για τον Γίββωνα, η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και ο Lebeau που ανέλαβε να διηγηθεί σε τριάντα τόμους αυτή την ιστορία, την έπνιξε κάτω από ένα κύμα πλήξης που ολοκλήρωσε τον εξευτελισμό της. Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα ξανάρχισε το ενδιαφέρον για τις βυζαντινές σπουδές. Στην Ελλάδα, όπου η ιστορία του Βυζαντίου φαινόταν εθνική ιστορία, εξέχοντες λόγιοι όπως ο Παπαρρηγόπουλος και ο Λάμπρος δημοσίευαν σημαντικές εργασίες. Στη Ρωσία, που είχε αυτοαναγορευτεί σε κληρονόμο του Βυζαντίου και όπου το τελετουργικό της αυλής των τσάρων εξακολουθούσε να δίνει μια ιδέα γι’ αυτό που ήταν κάποτε το ανάκτορο και η αυλή των βυζαντινών αυτοκρατόρων, εξέχοντες λόγιοι, όπως ο Uspenskij και ο Kondakov,μελετούσαν με σπάνια διεισδυτικότητα την ιστορία του Βυζαντίου και της βυζαντινής τέχνης. Στη Γερμανία όπου, ήδη από το 1828, ο Niebuhr και οι συνεργάτες του είχαν αναλάβει την επανέκδοση των βυζαντινών ιστορικών στη συλλογή των πενήντα τόμων που ονομάζουν Βυζαντινή Ιστορία της Βόννης, ο Krumbacher και οι διάδοχοί του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ο Strzygowski και οι μαθητές του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, δημοσίευαν έργα γεμάτα πρωτότυπες απόψεις και νέες ιδέες σχετικά με την ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως σχετικά με την ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης της. Αλλά κυρίως στη Γαλλία, στην πατρίδα του Ducange, εκδηλώθηκε με λαμπρότητα η αναγέννηση των βυζαντινών σπουδών. Ο Alfred Rambaud, στο ωραίο βιβλίο του για τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, που δημοσιεύτηκε το 1871, ο Bayet, ο Gustave Schlumberger και μετά απ’ αυτούς ο Brehier, ο Gabriel Milletki, ο σπουδαίος, αξεπέρταστος ιστορικός και γοητευτικός αφηγητής Charles Diehl και άλλοι έδιναν έργα μεγάλης αξίας για τη βυζαντινή ιστορία και τέχνη. Στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, των Βρυξελλών, του Παρισιού, από τα τέλη ακόμη του 19ου αιώνα, δημιουργούνταν σεμινάρια όπου γράφονταν πολύτιμες εργασίες για τις υποθέσεις του Βυζαντίου. Και από όλες αυτές τις έρευνες έβγαινε επιτέλους μια πιο αληθινή εικόνα του Βυζαντίου, μια πιο ακριβής ιδέα του ρόλου που έπαιξε στον κόσμο και της μεγάλης θέσης που κατέχει στην ιστορία του μεσαίωνα.
Αφού χαράξει κανείς τις βασικές γραμμές της βυζαντινής ιστορίας, θα εξετάσει τα προβλήματα που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο και θα ερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο τα έλυσε. Η μελέτη του λογοτεχνικού κινήματος και των καλλιτεχνικών ρευμάτων θα ολοκληρώσει την εικόνα αυτού του χαμένου πολιτισμού. Φαίνεται επίσης σκόπιμο να επισημανθούν μερικά από τα προβλήματα που εξακολουθούν να τίθενται ακόμη και σήμερα στη βυζαντινή ιστορία. Ίσως αυτές οι ενδείξεις να κεντρίσουν την περιέργεια ορισμένων και να προκαλέσουν αναρωτήσεις και έρευνες που θα είναι πολύτιμες για την καλύτερη γνώση των πραγμάτων του Βυζαντίου. Έτσι θα μπορέσουμε να ορίσουμε ακριβώς ποιο ήταν το έργο του Βυζαντίου και που ακόμη και μετά την πτώση του 1453 διατηρήθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Ακόμη κι αν κάποιοι γνωρίζουν ελάχιστα αυτή τη χαμένη ιστορία, θα καταλάβουν με την απαραίτητη μελέτη ότι η λέξη βυζαντινός δεν πρέπει πια να θεωρείται αναγκαστικά υβριστική.
Κάποια κείμενα εξεχόντων ιστορικών προσπαθούν να δείξουν σε μια σειρά από πορτραίτα πώς ήταν αυτή κοινωνία πριν από τις σταυροφορίες ή πώς ήταν η ίδια αυτή κοινωνία κατά και μετά τις σταυροφορίες. Κατά την περίοδο από το τέλος του 10ου αιώνα ως τα μέσα του 15ου , τίθεται ένα πολύ σημαντικό ιστορικό και ψυχολογικό πρόβλημα, το να μάθουμε σε ποιο βαθμό, σ’ αυτή τη συχνή επαφή που υπήρχε τότε μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, η Δύση διείσδυσε και μεταμόρφωσε τις βυζαντινές ψυχές και ποιες ανταλλαγές ιδεών και ηθών έγιναν ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς που ήταν για πολύ καιρό ξένοι και εχθρικοί μεταξύ τους. Νομίζω πως δεν θα μπορούσαμε να βρούμε πουθενά καλύτερο έδαφος μελέτης και εμπειριών για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα απ’ όσο στο λεπτό πνεύμα των γυναικών που ήταν τόσο πρόθυμο, μέσα στην περιπλοκότητά του να υποστεί όλες τις επιδράσεις και να αντικατοπτρίσει όλες τις τάσεις του περιβάλλοντος όπου εξελισσόταν η ζωή τους.
Μπορεί, σύμφωνα με τη γυναικεία τους φύση, οι βυζαντινές αρχόντισσες να σύχναζαν στο πιο απόμακρο σημείο του βυζαντινού παλατιού, στους σκιερούς και γαλήνιους κήπους με τα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά που σιγοψιθύριζαν με τη ροή τους γλυκύτατους ήχους και που, κατά τους χρονογράφους της εποχής τους, σχημάτιζαν ολόγυρά τους κάτι «σαν μια καινούρια Εδέμ», κάτι σαν «ένα δεύτερο παράδεισο» και στην οροφή του ιδιαίτερου κοιτώνα τους με τα χρυσά αστέρια έλαμπε στη μέση ο σταυρός, το σύμβολο της λύτρωσης και οι τοίχοι να έμοιαζαν σαν «σμαλτωμένο λιβάδι με λουλούδια», ώστε η αίθουσα να έχει πάρει το όνομα της Μούσας ή της Αρμονίας, αυτές όμως οι τόσο διαφορετικές μορφές φλέγονταν από ανησυχίες που κόχλαζαν εντός τους κι επεδίωκαν με πάθος να συμμετάσχουν στην πολιτική σκακιέρα, να διαπρέψουν στα γράμματα, να διαδώσουν τον πολιτισμό του Βυζαντίου.
Και πάλι σ’ αυτή την «πινακοθήκη» θα συναντήσουμε τους πιο διαφορετικούς τύπους: έντιμες γυναίκες και άλλες λιγότερο έντιμες, αξιόλογα πνεύματα και μέτριες ψυχές, γυναίκες πολύ φιλόδοξες και ευλαβικά άτομα δοσμένα εξ ολοκλήρου στην αγιότητα και στην πίστη. Μια Άννα Κομνηνή, μια Ειρήνη Δούκα, και όλες οι ωραίες γυναίκες που έσερνε πίσω του ο βυζαντινός Δον Ζουάν Ανδρόνικος Κομνηνός, και άλλες ακόμη, πριγκίπισσες και αστές, θα δείξουν πρώτα-πρώτα τις διάφορες πλευρές που πρόσφερε κατά τον 12ο αιώνα στην αυλή και στην πόλη, στο παλάτι και στο μοναστήρι, στον κόσμο των γραμμάτων και στο περιβάλλον των πολιτικών, η γεμάτη ίντριγκες, επαναστάσεις και περιπέτειες κοινωνία της εποχής των σταυροφοριών.
Οπωσδήποτε, η γυναικεία παρουσία στη βυζαντινή κοινωνία συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σε μια εποχή κατά την οποία το γυναικείο ιδεώδες συνδέεται στενά με τη φιλανθρωπία και την κοινωνική πρόνοια, σε αντίθεση με το ανδρικό ιδεώδες που σχετίζεται με πολέμους και βιαιότητες. Μάλιστα, ο ρόλος της αγίας γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία, ως προς τη βαρύτητά του στη δημιουργία προτύπων εναλλακτικής ή συμβατικής φύσεως, υπήρξε άλλοτε διαλυτικός κι άλλοτε ενδυναμωτικός του θεσμού του γάμου. Άλλωστε, ο τρόπος που απεικονίζεται η γυναίκα στη βυζαντινή αγιογραφία αλλά και σε κοσμικές παραστάσεις, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται στις ιστορικές πηγές είναι ιδιαίτερα αντιφατικός και αμφίσημος. Όσο για το ιδιαίτερο προφίλ που εμφανίζει η λόγια πριγκίπισσα Άννα η Κομνηνή, αυτό οφείλεται στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διάσωση της αγαθής φήμης του αυτοκράτορα πατέρα της, στη σημαντική συμβολή της στην προβολή του ανδρικού αριστοκρατικού ιδεώδους και τέλος στη συμμετοχή της σε μια ελευθεριότητα απόψεων που διέκρινε αρκετές από τις γυναίκες της τάξης της. Για τη δράση των λιγότερο επώνυμων γυναικών και πολύ περισσότερο τη δράση των ανωνύμων γυναικών της μεσαίας και κατώτερης τάξης, αυτή υπήρξε έντονη κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων και κυρίως κατά την Εικονομαχία. Στις περιπτώσεις αυτές ολόκληρα πλήθη γυναικών, σύμφωνα με τις πηγές, εξέρχονται της ιδιωτικής σφαίρας της καθημερινότητάς τους και εισέρχονται σε μια συναρπαστικότερη δημόσια σφαίρα ζωής και δραστηριοποίησης.
Μεγάλο κεφάλαιο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του βυζαντινού-ελληνικού πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη από τις βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς. Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα πλήθος Ελλήνων απ’ την Ανατολή και τη νότιο Ιταλία ήρθαν στο βορρά και εντάχθηκαν οργανικά στη γερμανική αυτοκρατορική αυλή. Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους ντόπιους αριστοκράτες διότι φορούσε μεταξωτά και έκανε μπάνιο, σύμφωνα με τις συνήθειες των Κωνσταντινοπολιτών: στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αιώνα υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά και, κατά μέσο όρο, οι Βυζαντινοί, αριστοκράτες και αστοί, λούζονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα. «Φριχτές» συνήθειες, που σύμφωνα με όραμα μιας αυστηρής καθολικής γερμανίδας μοναχής, θα την έστελναν στην κόλαση.(Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα 1979). Τα ίδια περίπου προβλήματα αντιμετώπισε στη Βενετία, όπου παντρεύτηκε, η εξαδέλφη της Μαρία η Αργυρή επειδή εισήγαγε τη χρήση του πιρουνιού.
Στη διάρκεια της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας αναφέρονται πολλές μορφωμένες και καλοαναθρεμμένες γυναίκες. Οι δυνατότητες, όμως, για τη μόρφωση εν γένει των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν πολύ περιορισμένες. Μερικοί ιστορικοί, ερευνώντας τις πηγές, διαπίστωσαν ότι ήδη απ’ τον 4ο αιώνα υπήρχαν δάσκαλοι κοριτσιών και ήταν δυνατόν στις μεσαίες κοινωνικές τάξεις να τα στέλνουν μαζί με τα αγόρια στο σχολείο του Γραμματιστή (στοιχειώδης εκπαίδευση) για να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έχουμε ακόμη μαρτυρίες ότι όπως τα αγόρια πήγαιναν σε ανδρικά μοναστήρια για να διδαχθούν, όμοια και τα κορίτσια πήγαιναν σε γυναικεία. Είναι βέβαιο ακόμα ότι τα κορίτσια που ανήκαν σε πλουσιότερες τάξεις, έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τα αδέρφια τους καθώς η διδασκαλία γινόταν στο σπίτι από ιδιωτικούς δασκάλους. Οπωσδήποτε όμως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε στην ανώτατη εκπαίδευση.
Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες συναντούμε πολλές φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως η Υπατία στην Αλεξάνδρεια, φαινόμενο μοναδικό γυναίκας με πανεπιστημιακή μόρφωση, η Πουλχερία, αδερφή του Θεοδοσίου του Β΄ και η σύζυγός του Αθηναίδα-Ευδοκία κόρη του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου, η οποία συνετέλεσε στη σύνταξη του «Θεοδοσιανού κώδικα», η ποιήτρια Κασσιανή σπουδαία υμνωδός της ορθόδοξης Εκκλησίας, η μεγάλη ιστορικός Άννα Κομνηνή, συγγραφέας του ιστορικού έργου «Αλεξιάς» όπου εξιστορεί τα συμβάντα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού. Ήταν επίσης ερασιτέχνης γιατρός και γνώριζε τόσα πολλά για την ιατρική, όσα κι ένας επαγγελματίας γιατρός.
Διάσημες για τη μόρφωσή τους ήταν οι κόρες του Κων/νου του Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, και η Ειρήνη, κόρη του μεγάλου Λογοθέτη Μετοχίτη. Πρέπει ακόμα ν’ αναφέρουμε την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου Θεοδώρα Ραούλαινα Παλαιολογίνα που κατείχε πολλούς κώδικες με έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένους από τους οποίους είχε αντιγράψει η ίδια. Πολλές γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν γνώσεις Ιατρικής και εργάζονταν κυρίως στα γυναικεία τμήματα των νοσοκομείων όπου είχαν ίση θέση δίπλα στους άνδρες συναδέλφους τους.
Έκφραση της χαλάρωσης των παραδοσιακών ενδοοικογενειακών δομών ήταν η ενίσχυση και πάλι του ρόλου των γυναικών. Μολονότι οι οικογένειες παρέμεναν πατριαρχικές, οι γυναίκες, τουλάχιστον στις ανώτερες τάξεις, άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινωνική αυτή τάση, που χαρακτηρίζει την περίοδο των Κομνηνών, είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τις κυρίες της αριστοκρατίας στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα με τις αντίστοιχες δέσποινες παλαιότερων εποχών. Η αυτοκράτειρα Ζωή (όπως και η αδελφή της Θεοδώρα), παρά την ιστορική σημασία της αφού ήταν τελευταία από τους ηγεμόνες της Μακεδονικής δυναστείας, ήταν μια πολιτικά θλιβερή μορφή, με ενδιαφέροντα στραμμένα λιγότερο προς τις κρατικές υποθέσεις και περισσότερο προς τη νυφική παστάδα, τα αρώματα και τις αλοιφές. Οι άλλες γυναίκες της εποχής της Ζωής, όπως περιγράφονται από τους χρονικογράφους, παρέμεναν επίσης μορφές του γυναικωνίτη και όχι της κοινωνικής ζωής. Από τα τέλη, όμως, του 11ου αιώνα, εμφανίζονται στους αυτοκρατορικούς κύκλους αρκετές δραστήριες, μορφωμένες και πολιτικά οξυδερκείς γυναίκες. Η Άννα Δαλασσηνή συγκυβερνούσε επίσημα με τον γιό της, τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄. Αλλά και η Ειρήνη Δούκαινα, σύζυγος του Αλεξίου Α΄, όχι μόνο ακολουθούσε τον σύζυγό της στις εκστρατείες του, αλλά και συνωμοτούσε ανοιχτά κατά του γιού της, Ιωάννη Β΄. Η Άννα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄, ήταν συγγραφέας, φιλότεχνη και η ψυχή ενός πολιτικού και φιλολογικού κύκλου που αντιτασσόταν στον ανιψιό της Μανουήλ Α΄. Η σεβαστοκρατόρισσα Ειρήνη, χήρα του Ανδρονίκου, δεύτερου γιού του Ιωάννη Β΄, υπήρξε προστάτις και χορηγός πολλών λογίων και συγγραφέων. Όπως η Άννα Κομνηνή, αντιπολιτευόταν και αυτή τον κουνιάδο της, Μανουήλ Α΄. Για λογαριασμό της ο Πρόδρομος ή ψευδο-Πρόδρομος έγραψε ένα μακροσκελές ποίημα, που περιείχε αρκετές εκφράσεις της καθομιλουμένης και απευθυνόταν στον Μανουήλ Α΄. Στο έργο αυτό, η Ειρήνη εμφανίζεται να κατηγορεί θαρραλέα τον αυτοκράτορα ότι την καταδιώκει αδίκως. Η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄, μαζί με τον σύζυγό της, καίσαρα Ιωάννη (Renier του Μομφερράτου), τέθηκε επικεφαλής της αριστοκρατικής συνωμοσίας του 1181, που κατέληξε σε ένοπλες αψιμαχίες στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, η Ευφροσύνη, σύζυγος του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, διηύθυνε ουσιαστικά τις κρατικές υποθέσεις, και όποιος επιζητούσε την αυτοκρατορική εύνοια απευθυνόταν σ’ εκείνη. Ενώ απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα με την κατηγορία της απιστίας, κατόρθωσε αργότερα να επιστρέψει, να εκδικηθεί τους εχθρούς της και να ανακτήσει την πρότερη θέση της.
Γοητευτικές και κακομούτσουνες, ενάρετες και διεφθαρμένες, πειθαρχημένες και γεμάτες αναίδεια, οι γυναίκες περνούν μέσα από τη Βυζαντινή Ιστορία, άλλοτε κηλιδωμένες με αίμα και λάσπη, άλλοτε στεφανωμένες με όλες τις αρετές: αιώνια γοητευτικές, που η χάρη τους, ξεφεύγοντας από τη φθορά των αιώνων, συνεχίζει να συγκινεί τις καρδιές και τις φαντασίες.
Κυρίως όμως αξίζει να μελετηθούν προσεκτικά οι μορφές που μας δείχνουν ποια ήταν τα αποτελέσματα της επαφής μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων: βυζαντινές πριγκίπισσες που μερικές φορές -σπάνια- έφυγαν από την πρωτεύουσα του Βοσπόρου για ν’ ανέβουν σε κάποιο θρόνο της Δύσης, πριγκίπισσες της Δύσης, περισσότερες αυτές, που ήρθαν από τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία, να καθίσουν στο θρόνο των Καισάρων, πριγκίπισσες της Συρίας, απόγονοι μεγάλων γαλλικών οικογενειών που μεταφυτεύτηκαν στην Ανατολή και που πολλές φορές γέμισαν το βυζαντινό κόσμο με τη λάμψη των περιπετειών τους. Θα βρούμε μια ολόκληρη σειρά -με αρκετό ενδιαφέρον για την ιστορία- από ρομαντικές, μελαγχολικές ή τραγικές υπάρξεις που συμβολίζουν και εξηγούν πολύ καλά τη θεμελιώδη και αιώνια έλλειψη συνεννόησης που χώριζε πάντα αυτούς τους δύο εχθρικούς και αντίπαλους κόσμους παρά τις προσπάθειές τους να πλησιάσουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Και τέλος, θα είναι ίσως ενδιαφέρον να συμπληρώσουμε τις πληροφορίες που μας δίνει η πραγματικότητα της ιστορίας με τις πληροφορίες που μας δίνουν τα μυθιστορήματα. Κι εδώ θα δούμε ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην ιπποτική κοινωνία της εποχής αυτής και από ποιες απόψεις αυτή η κοινωνία διαμορφώθηκε πάνω στα πρότυπα των ηθών των αυλικών της Δύσης. Έτσι, αναβιώνοντας μερικές από τις χαμένες μορφές της εποχής των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, μια χρήσιμη συνεισφορά στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, ρίχνουμε κάποιο φως στην εξέλιξη του κόσμου της Ανατολής όπως μεταμορφώθηκε κατά την επαφή του με τους Λατίνους, αποκτούμε συνείδηση της πολυπλοκότητας και αντιφατικότητας ενός τόσου μακρινού μα, συνάμα, τόσου γοητευτικού ελληνορωμαϊκού- ελληνικοανατολικού ευρωπαϊκού κόσμου…

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Καρόλου Ντήλ, Βυζαντινές μορφές, Πορτραίτα Βυζαντινών, εκδ. Ωκεανίδα 2003.Καρόλου Ντήλ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ηλιάδη

Mango, Cyril. Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), 1988.

Nicol, Donald M. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453. Μτφρ. Στάθης Κομνηνός. Αθήνα: Παπαδήμας, 1996. Nicol, Donald M. Βυζάντιο και Βενετία. Μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου. Αθήνα: Παπαδήμας, 2004.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος, Άγιες Γυναίκες στο Βυζάντιο, 16-4-2005.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005.

Ostrogorsky, Georg. Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, 3 τόμοι. Μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2002.

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη. Βυζαντινή Ιστορία, 3 τόμοι. Αθήνα: Ηρόδοτος, 2006.

Vasiliev, Α.Α. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453. Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη. Αθήνα: Μπεργαδής, 1954.

Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969)

“Η Βυζαντινή Αγιολογία και Υμνολογία ως τμήμα της Βυζαντινής Φιλολογίας και ως πηγή της Βυζαντινής Ιστορίας”, Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, μεταπτυχιακό δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.

«Αναζητώντας τη Βασιλεύουσα: Οι τελευταίες ώρες  της  Αγίας  Σοφίας» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Αναζητώντας τη Βασιλεύουσα: Οι τελευταίες ώρες  της  Αγίας  Σοφίας»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

Ο  ναός  της  Αγίας  Σοφίας, στον  πολυετή  βίο  του, δεν  υπέστη  μόνο  καταστροφές ως  κτίριο, οι  οποίες  και  μπορούσαν  να  επισκευασθούν. Καταστροφές  υπέστη  και  στον  εσωτερικό  του  πλούτο, φορητό  και  μη, ο  οποίος  εσυλήθη  και  κατεστράφη. Αυτός  δε  ο  πλούτος  δεν  ήταν  δυνατό  να  αποκατασταθεί. Διακόσια  πενήντα  χρόνια  πριν  ακόμη  οι  Τούρκοι  πατήσουν  το  πόδι  τους  στην  Κωνσταντινούπολη, η  πρωτεύουσα  του  Βυζαντινού  κράτους  καταλαμβάνεται  από  τους  Λατίνους (1204). Τότε  λεηλατήθηκαν  και  συλήθηκαν  τα  πάντα. Την  ίδια  δε  τύχη  είχε  και  ο   λαμπρότερος  ναός  της  Χριστιανοσύνης. Οι  Λατίνοι  δεν  σεβάστηκαν  τον  οίκο  του  Θεού  στον  οποίο  και  οι  ίδιοι  διατείνονταν  ότι  πίστευαν. Οι  πύλες  του  ναού, ο  ιερός  Άμβωνας, το  ιερό  Βήμα, η  αγία  Τράπεζα  κατακερματίσθηκαν. Αρπάχτηκαν  δε  μαζί  με  πολλά  άλλα  ιερά  και  πολύτιμα  σκεύη  και  έπιπλα  και   άμφια. Και  άλλα  από  αυτά  τα  μοιράστηκαν  μεταξύ  τους, άλλα  δε  μεταφέρθηκαν  στην  Ευρώπη  και  πουλήθηκαν  έναντι  μεγάλων  ποσών. Μεταξύ  των  συληθέντων  και  πωληθέντων  ήταν: ο  ακάνθινος  στέφανος, η  λόγχη, ο  σπόγγος, ο  χιτώνας  και  μέρος  του  Τιμίου  Σταυρού, τα  οποία  πουλήθηκαν   στον  βασιλιά  της  Γαλλίας  Λουδοβίκο  τον  Θ΄ αντί  400.000  φράγκων. Σήμερα ορισμένα από αυτά  υπάρχουν  στον  ναό  της  Αναστάσεως, στην  Ιερουσαλήμ, και  συγκεκριμένα  στο  Τρίγωνο  του  Γολγοθά. Άλλα  από  αυτά  κόσμησαν  και  εξακολουθούν  να  κοσμούν  τους  ναούς  και  τις  πλατείες  των  διαφόρων  δυτικών  πόλεων, όπως  π.χ.  τον  ναό  του  Αγίου  Μάρκου  και  την  πλατεία  του  στη  Βενετία.

Για  να  μεταφέρουν  τα  λάφυρα  από  τον  ναό  της  Αγίας  Σοφίας  στο  πλοίο, το  οποίο  βρίσκονταν  αγκυροβολημένο  στο  λιμάνι, οι  Λατίνοι  εισήγαγαν  όνους  και  ημιόνους  μέσα  στο  ναό  και  τα  φόρτωναν. Δεν  έφτανε  όμως  αυτό. Η  ασέβειά  τους  είναι  ανωτέρα  κάθε  περιγραφής. Έπαιρναν  τα  άγια  ποτήρια  και  αφού  έχυναν  στη  γη  την  Αγία  Κοινωνία, τα  μεταχειρίζονταν  κατόπιν  ως  κοινά  ποτήρια  για  να  πίνουν  κρασί  και  νερό. Τα  κείμενα  των  ιερών  Ευαγγελίων  καταστρέφονταν. Κατόπιν  έπαιρναν  τα  επίχρυσα  και  με  πολύτιμους  λίθους  διακοσμημένα  περικαλύμματά  τους, τα  οποία  μεταφερόμενα  στην  Ευρώπη  κάλυπταν  τα  δικά  τους  Ευαγγέλια. Σε  όλο  το  διάστημα  της  κατοχής  της  Κωνσταντινούπολης  από  τους  Λατίνους (1204-1261)  η  Αγία  Σοφία  είχε  μετατραπεί  σε  ρωμαιοκαθολικό  ναό. Την  επισκεύασαν  μερικώς, παρουσιάζοντας  μερικά  αναλήμματα  με  δυτική  εμφάνιση.

Όταν  το  1261  η   Κωνσταντινούπολη  ανακτήθηκε  και  πάλι, επί  Μιχαήλ  του  Παλαιολόγου, οι  Βυζαντινοί  δεν  μπόρεσαν  να  αποδώσουν  πλέον  στην  Αγία  Σοφία  την  προηγούμενη  εκείνη  αίγλη, λαμπρότητα  και  μεγαλοπρέπεια. Οι  καταστροφές  του  ναού  από  τους  Λατίνους σήμαναν την αρχή του τέλους της γιατί μετά  τους  Λατίνους  ήλθαν  οι  Τούρκοι, οι  οποίοι  μετέτρεψαν  την  Αγία  Σοφία  σε  τζαμί  με  όλες  τις  αναπόφευκτες,  από  την  μετατροπή  αυτή,  καταστροφές.

Το 1453 η  Κωνσταντινούπολη  πολιορκούνταν  στενά  από  τον  Μωάμεθ. Είχαν  προηγηθεί  δύο  γενικές  έφοδοι  χωρίς  να  μπορέσει  να  κυριεύσει  την  βασιλίδα  των  πόλεων. Τότε  ο  Μωάμεθ  αποφασίζει  να  στείλει  πρέσβεις  προς  τον  Κωνσταντίνο  και  να  του  προτείνει  όρους  ειρήνης. Πράγματι, την  26η  Μαΐου  1453  οι  πρέσβεις  του  Μωάμεθ  προτείνουν  στον  Κωνσταντίνο: «Να  παραδώσει  την  Πόλη, αν  θέλει  τη  ζωή  του, και  να  απέλθει  ανενόχλητος  μετά  των  μεγιστάνων  και  των  θησαυρών  του  στην  Πελοπόννησο  ή  όπου  αλλού  θέλει  και  να  σταματήσει  τον  απελπισμένο  πόλεμο». Αλλά  ο  άξιος  των  προγόνων  του  Κωνσταντίνος  απάντησε: «Την  Πόλη  ούτε  εγώ  δύναμαι  να  παραδώσω, ούτε  άλλος  κανείς  των  εν  αυτή  κατοικούντων, διότι  ομοφώνως  και  αυτοπροαιρέτως  προτιμούμε  τον  θάνατο  από  την  άδοξη  ζωή».

Μόλις  έλαβε  την  απάντηση  αυτή  ο  Μωάμεθ, απεφάσισε  Τρίτη  γενική  έφοδο  και  άρχισε  αμέσως  τις  προετοιμασίες  του. Μαθαίνοντάς  το  αυτό  ο  Κωνσταντίνος, προσκαλεί  όλους  τους  στρατηγούς  του  και  με  δάκρυα  στα  μάτια  τους  παρακαλεί  να  αγωνισθούν  τον  τελευταίο  υπέρ  πατρίδας  αγώνα. «Στα  χέρια  σας, είπε, παραδίδω  το  ταπεινωμένο  σκήπτρο  μου  και  την  περίδοξο  αυτή  βασιλίδα  των  πόλεων, την  Πόλη  του  Μεγάλου  Κωνσταντίνου, η  οποία  είναι  η  ελπίδα  και  η  χαρά  όλων  των  Ελλήνων».

Ξημέρωσε  η  27η  Μαΐου, Κυριακή  των  Αγίων  Πάντων. Ο  αυτοκράτωρ, συνοδευόμενος  από  όλη  την  ακολουθία  και  τους  μεγιστάνες του, περπάτησε  για  τελευταία  φορά  προς  τον  ναό  της  Αγίας  Σοφίας για  να  εκκλησιασθεί. Ο  ναός  ήταν  κατάμεστος  κόσμου, ο  οποίος  παρακαλούσε  για  την  σωτηρία  του. Μπροστά  στην  Ωραία  Πύλη  στεκόταν  ο κλήρος  και  ανέπεμπε  ικεσία  «υπέρ  του  καθυποτάξαι  υπό  τους  πόδας  των  Ορθοδόξων  πάντα  εχθρόν  και  πολέμιον». Όλα  μέσα  στο  ναό  ενέπνεαν  λύπη, πένθος, μελαγχολία. Ο  ήχος  των  κλαμάτων, η  βοή  των  γυναικείων  θρήνων  και  οι  φωνές  των  παιδιών  κάλυπταν  τις  δεήσεις  των  διακόνων. Όλων  οι  καρδιές  ήταν  καταπιεσμένες, ως  να  τελούνταν  η  νεκρώσιμη  ακολουθία  ολόκληρης  γενιάς. Και  ο  πάνσεπτος  ναός, το  σύμβολο  της  πάλαι  ποτέ  κραταιάς  Ορθοδοξίας, το  καύχημα  του  Χριστιανισμού, εικόνιζε  πιστά  την  σύγχυση  και  ταραχή  του  πλήθους. «Πληκτικωτέρα  σκηνή», λέει  ο  Ζαμπέλιος, «εξ  όσων  τα  χρονικά  της  Ορθοδόξου  Ελλάδος  διαλαμβάνουσιν, ουδαμού  αναφέρεται».

Η  λειτουργία  προχωρεί. Όσο  όμως  προχωρεί  και  προσεγγίζει  στο  τέλος, τόσο  αυξάνει  η  βοή  των  κλαμάτων  και  ο  κοπετός  του  λαού  διπλασιάζεται. Φαινόταν  ότι  η  ζωή  όλων  των  παρευρισκομένων  στον  ναό  θα  διακόπτονταν  από  στιγμή  σε  στιγμή  και  ότι  η  κάθε  συλλαβή  η  οποία  έβγαινε  από  το  στόμα  των  ιερέων, ήταν  νέο  βήμα  προς  την  ανοικτή  άβυσσο. Μόλις  άρχισε  το  κοινωνικό, έξαφνα  ο  λαός  παραμερίζει. Και  στον  διάδρομο, ο  οποίος  σχηματίσθηκε, παρουσιάζεται  ο  αυτοκράτωρ  προχωρώντας  προς  το  Άγιο  Βήμα. Ήταν  χωρίς  στέμμα, κατηφής  και  με  δακρυσμένα  μάτια. Προς  στιγμή  τα  κλάματα  και  οι  στεναγμοί  καταπαύουν. Ο  θόρυβος  σιγάζει. Σε  όλον  εκείνο  τον  απέραντο  ναό  δεν  ακούγεται  παρά  μόνο  η  φωνή  του  λειτουργού  που  προσκαλεί  όπως  «πάντες  μετά  πίστεως  και  αγάπης  προσέλθωσιν».

Ο  αυτοκράτωρ  επί  πολλή  ώρα  προσεύχεται. Κατόπιν  γονατίζει  τρείς  φορές  ενώπιον  της  εικόνας  του  Δεσπότη  Χριστού  και  της  Θεομήτορος, αναχαιτίζοντας  με  μια  σπασμωδική  κίνηση  του  στόματος  και  των  παρειών  τους  λυγμούς. Μετά  στρέφεται  προς  τον  λαό  και  αναφωνεί  με  δυνατή  φωνή. «Χριστιανοί, συγχωρήσατέ  με  και  ο  Θεός  ας  σας συγχωρήσει !».Παραλαμβάνοντας  δε, όπως  ήταν  το  έθιμο, από  τα  χέρια  του  αρχιερέα  τα  άχραντα  μυστήρια, μεταλαμβάνει. Οι  δε  Χριστιανοί  με  ένα  στόμα  και  μία  καρδιά  φώναζαν: «Έσο  συγχωρημένος!».Έπειτα  από  αυτό, ο  βασιλιάς  τους  παρακινεί  όλους  να  κοινωνήσουν  των  αχράντων  μυστηρίων  και  να  θυμηθούν  ότι  πλησίασε  η  ώρα, κατά  την  οποία  όλοι  επρόκειτο  να  αγωνισθούν  τον  τελευταίο  υπέρ  πάντων  αγώνα. Μετά  τα  λόγια  αυτά, τα  οποία  μυριάκις  από  στόμα  σε  στόμα  επαναλαμβανόμενα  αντηχούσαν  στην  Αγία  Σοφία, ακούγονται  δυνατότερα  τα  κλάματα  και  οι  οδυρμοί  των  προσερχόμενων  στην  Αγία  Κοινωνία.«Εν  τήδε  τη  ώρα, λέει  ο  Φραντζής, τίς  διηγήσεται  τους  τότε  κλαυθμούς  και  θρήνους; Εάν  από  ξύλου  άνθρωπος  ή  εκ  πέτρας  ήν, ούκ  ηδύνατο  μή  θρηνήσαι». Τέλος, ο  ήχος  της  σάλπιγγας  διακόπτει  την  τραγική  σκηνή, λέει  ο  Ζαμπέλιος. Οι  μητέρες  αποχαιρετούν  τα  παιδιά  τους, οι  σύζυγοι  τους  συζύγους  τους  και  οι  τελευταίοι  αυτοί  ασπασμοί  συγχέονται  με  τον  κρότο  των  σπαθιών  και  ασπίδων. Ο  βασιλιάς  αναχωρεί  από  το  ναό  της  Αγίας  Σοφίας  μετά  των  ακολούθων  του  και  πορεύεται  στα  ανάκτορα. Από  εκεί  κατευθύνεται  στα  τείχη.

Η Πόλις εάλω!-Η  πόλη  έπεσε.  Οι  Τούρκοι, σφάζοντας, πυρπολώντας, λεηλατώντας, αιχμαλωτίζοντας, όπως  είχαν  την  άδεια  από  τον  αφέντη τους  επί  τρεις  ημέρες  να  το  κάνουν, αμειβόμενοι  έτσι  για  τη  νίκη  τους, φτάνουν  στο  ναό  της  Αγίας  Σοφίας. Βρίσκουν  τις  πύλες  κλειστές  και  επιχειρούν  να  τις  ανοίξουν  με  πελέκεις. Ποιός  μπορεί  να  περιγράψει  την  τρομερή  εκείνη  στιγμή; Ποιός  τους  θρήνους,  οι  οποίοι  ακούγονταν  από  το  εσωτερικό  βροντωδέστεροι  μετά  από  κάθε  χτύπημα  των  πελέκεων; Ποιός  τα  κλάματα  και  τους  θρήνους  και  τις  φωνές  των  παιδιών  και  τα  μοιρολόγια  των  μητέρων  και  τους  οδυρμούς  των  πατέρων  και  όλων  τα  δάκρυα;

Ξαφνικά, στην  τραγική  αυτή  σκηνή, υψώνεται  δυνατή  φωνή, η  οποία  επιβάλλει  σιγή  στους  θρήνους: «Όσοι  πιστοί, παύσετε  τους  κλαυθμούς  και  ακροασθήτε  των  λόγων  μου!». Ήταν  η  φωνή  του  Γενναδίου , του μετά από αυτά πατριάρχου. Όρθιος στον άμβωνα, με τα χέρια τεντωμένα πάνω από χιλιάδες κεφάλια, έφερε ακόμη το ένδυμα του μεγάλου σχήματος και έμοιαζε σαν ο διάδοχος του Κωνσταντίνου… «Εάν εκρημνίσθη, λέει, η Αυτοκρατορία των Ρωμαίων, η παναγιωτάτη όμως θρησκεία των Γραικών-όχι!-μα τις πολλές παντοειδείς δυστυχίες σας, μα το αθώο αίμα, το οποίο χύθηκε κι ακόμη θα χυθεί-δεν καταβλήθηκε ούτε θα καταβληθεί έως ότου υπάρχει ουρανός και γη. Τα προσκυνήματά σας αλλάζουν θέση, το ιερό αυτό θυσιαστήριο μετατοπίζεται ήδη, αλλά η πίστη, η μέλλουσα να σας σώσει, διαφυλάχτηκε από ανήκουστους κινδύνους, και με τον τρόπο αυτό διαφυλαχθείσα θα σας διαφυλάξει! Δεν βλέπετε ότι η ορθοδοξία θριάμβευσε; Από τώρα πλέον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Και λοιπόν αδελφοί, παυσάμενοι τους γογγυσμούς, υπακούστε με θρησκευτική μεγαλοψυχία και σε τούτο το θέσπισμα του Υψίστου! Ναι, βέβαια, γινόμαστε αιχμάλωτοι, αλλά θα είμαστε ελεύθεροι εν πνεύματι Κυρίου. Θα γίνουμε αναγκαστικά και αληθινά ταπεινοί, αλλά θα ΄ρθεί ο καιρός που θα ξανασηκωθούμε. Ο Θεός μαζί μας! Ακούστε τι σας φωνάζει ο Θεός από το άγιο βήμα: «Υπάγω και έρχομαι προς υμάς… και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε. Πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών». Αυτά  ήταν  τα  τελευταία  λόγια  του Ευαγγελίου, τα  οποία  ακούσθηκαν  στον  Ναό  της  του  Θεού  Σοφίας  και  τίποτε  πλέον  έκτοτε.

Μετά  τρεις  μέρες  εισέρχεται  στην  Κωνσταντινούπολη  ο  Μωάμεθ. Ήταν  ημέρα  Παρασκευή. Αφού  προηγουμένως  κατέλαβε  και  λεηλάτησε  το  Μέγα Παλάτιο  του  Κωνσταντίνου, όπου  βρέθηκαν  αμύθητοι  θησαυροί, κατευθύνθηκε  στον  ναό  της  Αγίας  Σοφίας. Οι  γύρω  από  το  ναό  κατοικούντες  κληρικοί  είχαν  κλεισθεί  και  οχυρωθεί  μέσα  στο  ναό  της  Αγίας  Σοφίας, η  δε  αντίστασή  τους  κράτησε  πολύ. Επί  τέλους  όμως  καταβλήθηκαν  και  ο  σουλτάνος  εισέβαλε  στον  περιώνυμο  ναό. Αμέσως  έστησε  την  σημαία  του  επί  του  Ιερού  Βήματος  και  απηύθυνε  το  πρώτο  μέσα  σε  αυτόν  μωαμεθανικό  κέλευσμα  προς  προσευχή. Εν τω μεταξύ  οι  στρατιώτες  του  φόνευσαν  με  τα  ξίφη  τους  κληρικούς, οι   οποίοι  βρέθηκαν  στον  ναό  και  το  εσωτερικό  της  Αγίας  Σοφίας  βάφηκε  κόκκινο  από  το  αίμα  των  απίστων, κατά  τους  μωαμεθανούς. Σύμφωνα  με  την  παράδοση, ένας  από  τους  αγάδες  του  Σολάκ, αφού  φόνευσε  με  το  αριστερό  του  χέρι  έναν «άπιστο», άβαψε  με  το  αίμα  του  και  το  δεξί  του  χέρι. Κατόπιν, πηδώντας, παρόντος  του  Σουλτάνου, αποτύπωσε το  αιμάτινο χέρι του  σε  μία  μαρμάρινη  στήλη  αρκετά  ψηλά. Ο  τύπος  αυτής  της  αιμόφυρτης  παλάμης  φαίνεται  και  σήμερα  ακόμη. Περί  αυτού  του  περιστατικού  όμως  άλλοι  πιστεύουν  ότι  το  αποτύπωμα  αυτό  είναι  του  χεριού  του  Μωάμεθ, άλλοι  δε, ότι  είναι  κάποιο  είδος  ορθομαρμάρωσης.

Μετά  από  αυτά  ο  Μωάμεθ  κρατώντας  ένα  τετραπτέρυγο  βέλος  και  τοξεύοντας  στο  κέντρο  του  θόλου  είπε: «Τούτο  είναι  το εμόν  σημείον». Θαυμάζοντας έπειτα το άπειρο κάλλος του ναού της Αγίας Σοφίας, είπε  ότι αξίζει αυτός ο θαυμαστός ναός να γίνει  ευκτήριος οίκος του Ισλαμισμού, ο οποίος σε όλο τον κόσμο να μην έχει όμοιό του σε μεγαλοπρέπεια. Διέταξε τότε να πλύνουν τα αίματα των «απίστων» και να τον θυμιάσουν με τον εγκέφαλο των φονευθέντων στρατιωτών της πίστης μαζί με υάκινθο κι άλλα θυμιάματα και να οικοδομηθούν ένας άμβωνας κι ένας μιναρές. Όταν έγιναν όλα όσα διέταξε, ο Μωάμεθ παρέστη αυτοπροσώπως κατά την πρώτη τελεσθείσα  στην Αγία Σοφία-τζαμί τώρα πια-προσευχή της Παρασκευής «Χουτβά». Τον Μωάμεθ συνόδευαν κατά την είσοδό του στο ναό οι μουσουλμάνοι ιερωμένοι  Άη Σαμσεδίν και Καρά Σαμσεδίν. Ο  πρώτος  απ’ αυτούς  τοποθέτησε  στο  κεφάλι  του  Μωάμεθ  την  τιάρα, την  οποία  φορούσε  ο  ίδιος, και  κατόπιν, μπήγοντας  σε  αυτή  φτερό  ερωδιού, του έδωσε  στο  χέρι   ένα  γυμνό  ξίφος. Αφού  έγιναν  όλα  αυτά, ο  Άη Σαμσεδίν  ανέβηκε  στον  άμβωνα, υμνώντας  τον  Ύψιστο, και  είπε  την  Χουτβά  με  όλη  την  δύναμη  της  φωνής  του. Κατέβηκε  έπειτα  από  τον  άμβωνα  και  ζήτησε  να  λάβει  το  αξίωμα  του  Ιμάμη  της  Αγίας  Σοφίας. Ο  Μωάμεθ  του  το  παραχώρησε.

Όταν  τελείωσε  η  προσευχή, άρχισε  η  εξαγωγή  από  τα  υπόγεια  της  Αγίας  Σοφίας  των  θησαυρών  της. Επί  μία  εβδομάδα  άπειροι  θησαυροί  μεταφέρονταν  και  μαζί  με  τους  θησαυρούς  του Ιερού  Παλατίου  και  όλης  της  Πόλεως  μοιράστηκαν  μεταξύ  των  Τούρκων. Μετά  την  εκκένωση  των  θησαυρών  από τα  υπόγεια, άρχισε βαθμηδόν  και  η  γύμνωση  του  ναού  από  τα  πολύτιμά  του  σκεύη. Πολλές  εικόνες  κατακερματίσθηκαν  και  πάρα  πολλές  καλύφθηκαν  με  κονιάματα. Ο  ναός  στο  τέλος  έμεινε έρημος και γυμνός. Και  η  Παναγία  του  Τέμπλου, κατά  το  δημοτικό  τραγούδι, ταράχθηκε  και  δάκρυσαν  οι  εικόνες: «Η  Δέσποινα  ταράχθηκε,  εδάκρυσαν  οι εικόνες. Έτσι  τελείωσε  η  Χριστιανική  ζωή  του  μεγαλύτερου  και  λαμπρότερου  οικοδομήματος  που  είχε  δει  ποτέ  ο  κόσμος…

Στην  περιοχή  των  Δεξιοκρατιανών  των  βυζαντινών  χρόνων,  στα  κράσπεδα  του  τέταρτου  λόφου κοντά  στην  θάλασσα βρίσκεται  ο  Άγιος  Νικόλαος  Τζιβαλίου. Λίγο  υψηλότερα  ο  μεσοβυζαντινός  ναός  της  Αγίας  Θεοδοσίας  της  εν  τω  Πετρίω, με  οθωμανική  μεταγενέστερη επίστεψη, κτισμένος  επί  Βασιλείου  Β΄ Βουλγαροκτόνου. Πώς  να  φαντασθεί  ο  Κωνσταντίνος  ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ότι  η  εκκλησία  της  Αγίας  Θεοδοσίας, που  γιόρταζε στις 29 Μαΐου, και στην οποία ο ίδιος προσκύνησε τα ξημερώματα της μέρας αυτής, θα γινόταν η τελευταία κατοικία του; Και τούτο, διότι σύμφωνα με αρχαία τοπική παράδοση, ο τάφος που βρίσκεται σε θύλακα του νοτιανατολικού πεσσού του νυν «τζαμιού των ρόδων» είναι εκείνος του μαρτυρικού τελευταίου βυζαντινού μας αυτοκράτορα. Χριστιανικός ναός έως τα χρόνια του Σελήμ Β΄, η αγία Θεοδοσία χρησίμευσε για λίγο ως αποθήκη υλικών του ναυστάθμου κι αργότερα, στις αρχές του 17ου αιώνα, μετατράπηκε σε τζαμί.

Δακτυλογράφηση κειμένου: Βάσω Κ. Ηλιάδη

 

 

 

 

 

 

 

«Αναζητώντας τη Βασιλεύουσα: Η ιστορία της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως» Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

«Αναζητώντας τη Βασιλεύουσα: Η ιστορία της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

Το ιερό τέμενος της  χριστιανοσύνης,  η  ιστορία και ο βίος του οποίου είχε πεπρωμένο να συνδεθεί με την ιστορία και το βίο ολόκληρου του Ελληνικού έθνους, αλλά και ένα εκ των σημαντικότερων μνημείων της χριστιανικής τέχνης βρίσκεται επί της Νοτιοδυτικής κλιτύος του πρώτου λόφου της Κωνσταντινουπόλεως και μαζί με το Ιερό Παλάτιο και τον Ιππόδρομο αποτελούσε ενιαίο κεντρικό οικοδομικό συγκρότημα της Πόλης.

Σύμφωνα προς την παράδοση, την οποία διασώζουν οι Βυζαντινοί χρονογράφοι, ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας κτίσθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, αφού εγκατέστησε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, το 331 μ.Χ., στο Βυζάντιο, την κόσμησε με πολλά ιδρύματα όμοια προς αυτά της Ρώμης. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν το  Ιερό Παλάτιο και ο Ιππόδρομος. Εκτός όμως του Ιερού Παλατίου και του Ιπποδρόμου, ο Κωνσταντίνος ανήγειρε και δεκατέσσερις εκκλησίες, μεταξύ των οποίων την πρώτιστη και καλλίστη αφιέρωσε στην Υπέρτατη του Θεού Σοφία. Ο διάδοχος και γιός του Κωνσταντίνου Κωνστάντιος την ανοικοδόμησε  και την κατέστησε πιο ευρύχωρη και πιο μεγαλοπρεπή, αφιερώνοντας σε αυτό το ναό πολλά αναθήματα, κειμήλια χρυσά και αργυρά. Ο ναός αυτός κατά τους αρχαιολόγους ήταν σχήματος βασιλικής ξυλόστεγης και τα εγκαίνιά του έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 360.

Ο ναός αυτός ονομαζόταν και Μεγάλη Εκκλησία, αλλά χρησιμοποιούνταν και το όνομα Σοφία, το οποίο και επικράτησε αργότερα. Την ονομασία Αγία Σοφία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι όσο χρόνο ετίθετο ο θεμέλιος λίθος, η στη Νίκαια της Βιθυνίας συνελθούσα Α΄ Οικουμενική Σύνοδος είχε ήδη αποκηρύξει τον αρχηγό αίρεσης Άρειο (325) και είχε ανακηρύξει τον Χριστό ως τον αληθινό Λόγο και την Σοφία του Θεού. Και ο ναός τιμήθηκε ως ναός της του Θεού Σοφίας, αλλά παράλληλα διατηρήθηκε και το όνομα Μεγάλη Εκκλησία. Το όνομα όμως αυτό δεν χαρακτήριζε μόνο το μέγεθος του ναού. Επί αιώνες, η Μεγάλη Εκκλησία σήμαινε το κέντρο της Ορθοδοξίας, αλλά και αυτήν ακόμη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο πρώτος αυτός ναός της του Θεού Σοφίας διατηρήθηκε μέχρι τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο (383-408).

Από της ιδρύσεως του ο ναός της Αγίας Σοφίας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο σε όλα τα εκκλησιαστικά και πολιτικά γεγονότα, κατά τον υπερχιλιετή βίο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στον ναό της Αγίας Σοφίας θριάμβευσε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, κατά της αίρεσης των αρειανών. Εκεί διαβάστηκαν τα πρακτικά της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου το 381 μ.Χ.  Και  σε αυτή την πρώτη εκκλησία της  Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε η ορθόδοξη πίστη. Στην Αγία Σοφία αντήχησε η φωνή του Χρυσοστόμου, εκεί κατέφυγε υπό την Αγία Τράπεζα ο Ευτρόπιος, αφού σώθηκε από την ευγλωττία του μεγάλου αυτού εκκλησιαστικού ρήτορα και οικουμενικού διδασκάλου.

Ο Χρυσόστομος διακρίθηκε για τη δύναμη του λόγου του και για την προς αυτόν αγάπη του λαού. Ήταν αυστηρός και ασκητικός, ήλεγχε την επικρατούσα κοινωνική ανισότητα, τις αδικίες που γίνονταν από άρχοντες και αρχιερείς, προπάντων όμως μαστίγωνε την τρυφή της Αυλής και την διαφθορά των πλουσίων. Στον αγώνα αυτό κατά της εκκλησιαστικής και πολιτικής αρχής, η κυβέρνηση αντέταξε τον φιλόδοξο και χωρίς αρχές πάπα Αλεξανδρείας Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος παίρνοντας ως συμμάχους και άλλους αρχιερείς, κατόρθωσε με πολλές μηχανορραφίες να καθαιρεθεί ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομος. Αυτομάτως όμως  εκδηλώθηκε  η αγανάκτηση του λαού για την ενέργεια αυτή και η κυβέρνηση αναγκάστηκε τον μεν Θεόφιλο να αποστείλει πάλι στην Αλεξάνδρεια, να επαναφέρει δε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως τον Χρυσόστομο. Επανερχόμενος ο Χρυσόστομος, χρησιμοποίησε αυστηρότερη γλώσσα, επιτιμώντας φανερά και σφοδρά την πολυτέλεια αυτής της ίδιας της αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Τότε έγινε (404) Σύνοδος στο Δρυ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, η οποία επισφράγισε και κατέστησε αμετάκλητη την καθαίρεση του Χρυσοστόμου. Μολονότι δε και η κυβέρνηση του Δυτικού κράτους και ο πάπας Ιννοκέντιος Α΄ δραστήρια επενέβησαν υπέρ αυτού, ο Χρυσόστομος εξορίσθηκε στην Κουκουσό, κοντά στις πηγές του Πυράμου. Μετά την εξορία του Χρυσόστομου, ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξεγέρθηκε εναντίον του αυτοκράτορα Αρκαδίου, γιατί κυριολεκτικά λάτρευε τον πατριάρχη του, και στις 20 Ιουνίου του 404 πυρπόλησε τον ναό της Αγίας Σοφίας.

Επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ (401-450), ο ναός ξανακτίστηκε και στις 8 Οκτωβρίου του 475 έγιναν τα εγκαίνιά του. Και ο ναός αυτός ήταν σχήματος βασιλικής, αλλά πεντάκλιτης. Στο ναό αυτό διεξήχθη η πολύκροτη συζήτηση κατά της αίρεσης του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου απ’ τη Συρία, ο οποίος διαχώριζε την ανθρώπινη από τη θεία φύση του Χριστού και καταπολεμούσε την ειδωλολατρική, γι’ αυτόν, έκφραση  «Θεοτόκος», εφόσον δεν δεχόταν ότι ο Χριστός ήταν ομοούσιος προς τον πατέρα. Απ’ τον άμβωνα του ναού της Αγίας Σοφίας προκηρύχθηκε από τον πατριάρχη Ακάκιο το «Ενωτικόν», έγγραφο που επικυρώθηκε το 482 από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, το οποίο αποκατέστησε επί δύο γενιές την εκκλησιαστική ειρήνη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο δημιουργός της εκκλησιαστικής ειρήνης Ακάκιος αναγνωρίσθηκε ως ο ανώτατος Ιεράρχης της συνενωμένης Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας πρώτα τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη. Εξαιτίας όμως του Ενωτικού επήλθε διάσταση μεταξύ Ρώμης και Ανατολικής Εκκλησίας, του πάπα που αμφισβήτησε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη από τον επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως και βέβαια του Πατριάρχη.

Η αγία Σοφία του Ιουστινιανού: Βρισκόμαστε στο πέμπτο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού, το 532. Τότε εξερράγη η τρομερή Στάση του Νίκα και στις 13 Ιανουαρίου του 532 ο ναός της αγίας Σοφίας πυρπολήθηκε μαζί με μεγάλο μέρος της Κωνσταντινούπολης. Αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή της Στάσης ο Ιουστινιανός αρχίζει την ανοικοδόμηση του ναού επί εντελώς νέου σχεδίου. Η ανοικοδόμηση ανατέθηκε σε δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Λυδίας και τον Ισίδωρο από την Μίλητο. Επειδή δε βάσει των σχεδίων η ανοικοδόμηση του νέου ναού θα απαιτούσε χώρο περισσότερο από εκείνο τον οποίο κατελάμβανε ο προηγούμενος ναός, ο Ιουστινιανός αγωνίσθηκε για την εξασφάλιση αυτού του χώρου. Οι   βυζαντινοί χρονογράφοι αναφερόμενοι σε παραδόσεις, διασώζουν πλήθος σχετικών επεισοδίων μεταξύ των οποίων τα εξής: ο αυτοκράτωρ έφτασε στο σημείο να προσφύγει σε κάποια χήρα, ονόματι  Άννα, η οποία δεν δεχόταν να παραχωρήσει το οίκημά της, εκτός αν της κατέβαλαν 500 λίτρες  χρυσού, μολονότι ολόκληρη η περιουσία της είχε εκτιμηθεί σε 85 λίτρες  χρυσού: «Η δε θεασαμένη τον βασιλέα -αναφέρει ο χρονογράφος- προσέπεσε στα πόδια αυτού, δεομένη και λέγουσα, ότι τιμή μεν ουκ οφείλω λαβείν εις τα οικήματα, τον δε ναόν, αν βούλει κτίσαι, αιτούμαί σε ίνα έχω καγώ εν ημέρα κρίσεως μισθόν και τάφω εις τα οικήματά μου πλησίον». Ένας οστιάριος (θυρωρός) ήταν μανιώδης «ιπποδρομιάκιας», όπως χαρακτηρίζει σήμερα ο λαός τους μανιώδεις «φιλίππους». Ο βυζαντινός χρονογράφος τον χαρακτηρίζει «σφόδρα φιλιππόδρομον». Αυτός, λοιπόν, δυστροπούσε και αρνούνταν  να παραχωρήσει την οικία του αντί 38 λίτρων χρυσού. Για να εξαναγκασθεί να την παραχωρήσει τον έκλεισαν στην φυλακή τις παραμονές των ιπποδρομιών. Το πάθος του όμως ήταν τόσο, ώστε για να απελευθερωθεί και να του επιτραπεί να προσέλθει στον Ιππόδρομο, παραχώρησε πρόθυμα την οικία του αντί της προτεινόμενης τιμής. Ενός άλλου, πωλητή χηνών στο επάγγελμα, αγοράσθηκε η οικία, ενώ ένας βασιλισκάριος (πιθανώς ράφτης ηγεμονικών ενδυμάτων), ονόματι Ξενοφώντας, δέχτηκε να κατεδαφίσουν το εργαστήριό του για χάρη του ναού υπό τον όρο όμως να τον προσκυνήσουν οι ηνίοχοι του Ιπποδρόμου! Πάρα πολλοί άλλοι, ιδιοκτήτες των πλησίον του παλιού ναού εργαστηρίων ή οικημάτων, τα παραχώρησαν, είτε με τη θέληση τους είτε χωρίς τη θέλησή τους και έτσι βρέθηκε ο ευρύς χώρος, στον οποίο ανεγέρθη το μεγαλοπρεπέστατο οικοδόμημα της χριστιανοσύνης. Πράγματι, η αγία Σοφία είναι κτισμένη επί 7.570 τ. μέτρων.

Ο θεμέλιος λίθος του νέου ναού τέθηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 532. Μόλις είχαν παρέλθει σαράντα ημέρες από την καταστροφή του ναού. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ήταν το χρονικό αυτό διάστημα ικανό για να εκπονήσουν οι δύο αρχιτέκτονες τα σχέδιά τους; Μάλλον ο Ιουστινιανός, έχοντας την πρόθεση να ανοικοδομήσει ναό μεγαλοπρεπέστερο του ήδη υπάρχοντος, είχε αναθέσει από πολύ παλιότερα την εκπόνηση των σχεδίων στους δύο αρχιτέκτονες. Η καταστροφή  του ναού από την στάση του Νίκα επιτάχυνε απλώς την ανέγερση. Όταν ανοίχθηκαν το θεμέλια του ναού, ο τότε πατριάρχης Ευτύχιος επικαλέσθηκε τις ευλογίες του Θεού για το έργο το οποίο έμελλε να συντελεστεί. Ο δε αυτοκράτορας με το μυστρί στα χέρια έριξε το πρώτο «κουρασάνι» στα θεμέλια. Το «κουρασάνι»  ήταν κατασκευασμένο από θερμό νερό, στο οποίο είχε βράσει άφθονο κριθάρι μέχρι χυλώσεως, ασβέστη, σκόνη οστράκων και φλοιοί πτελέας, το οποίο είχε την ιδιότητα να συμπυκνώνεται και να αποκτά την στερεότητα του σιδήρου. Το ίδιο μείγμα μεταχειρίζονταν και στα τείχη. Επί βάσεως δε επτά περίπου μέτρων από αυτό το μείγμα ανεγέρθηκαν τα πρώτα θεμέλια. Δέκα χιλιάδες εργάτες και τεχνίτες, μεταφερόμενοι από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας, απασχολήθηκαν στην ανέγερση του ναού. Τους επόπτευαν εκατό πρωτομάστορες. Δαπανήθηκαν, όπως αναφέρει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, «κατά τους λιγότερο απίθανους υπολογισμούς, 3.000 κεντηνάρια χρυσού, ή 324.000.000 δραχμών». Σε σημερινό νόμισμα, η δαπάνη υπολογίζεται στις 3.600.000 λίρες στερλίνες. Ζητήθηκε και χρησιμοποιήθηκαν από όλο το κράτος τα λαμπρότερα των μαρμάρων. Μεταξύ  αυτών χρησιμοποιήθηκαν και πολλά έργα τέχνης εκ των σωζομένων στα διάφορα ιερά της αρχαιότητας. Μάλιστα, διακρίνει κανείς ακόμη και σήμερα στους κίονες γύρω από τον μεγάλο θόλο τα λείψανα του ναού της Ηλιουπόλεως, του ναού της Αρτέμιδος της Εφέσου και πολλών άλλων ιερών της κλασσικής αρχαιότητας. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να κοσμήσουν τον Μέγα Ναό της νέας θρησκείας.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Είχαν περάσει πέντε χρόνια, έντεκα μήνες και 14 ημέρες από την ημέρα της πυρπολήσεως του ναού της του Θεού Σοφίας. Μετά απ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως παρίστατο στα εγκαίνια του μεγαλοπρεπέστερου ναού που είδε ποτέ η χριστιανοσύνη. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ξεκίνησε απ’ τα ανάκτορα, επιβαίνοντας σε τέθριππο άμαξα. Τον συνόδευε ο πατριάρχης Ευτύχιος. Πλήθος λαού ήταν μαζεμένο εκατέρωθεν των δρόμων. Ο πατριάρχης με τον αυτοκράτορα πορεύονταν στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Από εκεί, αφού ψάλθηκε η λιτή (λιτανεία), ο Ιουστινιανός πεζός και ο πατριάρχης σε άρμα και πλήθος άπειρο, ξεκίνησαν και έφθασαν στην κεντρική πλατεία της Κωνσταντινουπόλεως, το Αυγουσταίο. Ο πατριάρχης κατεβαίνει από το άρμα. Ο Ιουστινιανός στέκεται δίπλα του και με τον σταυρό επικεφαλής προχωρούν προς το ναό. Τότε για πρώτη φορά ανοίχθηκαν οι πύλες, απαστράπτουσες από τη λαμπρότητα. Ο Ιουστινιανός προχώρησε μόνος μέχρι τον άμβωνα και, καταθαμπωμένος από την αίγλη και τη λαμπρότητα  η οποία τον περιέβαλε, καταλήφθηκε από ενθουσιασμό και φώναξε:

«Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι! Νενικηκά σε, Σολομών». Μετά τα εγκαίνια ο Μάγιστρος Στρατηγός διασκόρπισε στο έδαφος τρία κεντηνάρια χρυσού, τα οποία ο λαός έσπευσε να συνάξει. Εντωμεταξύ είχε προηγηθεί στον Ιππόδρομο σφαγή 1.000 βοδιών, 10.000 προβάτων, 600 ελαφιών, 1.000 χοίρων και 10.000 ορνίθων. Όλα αυτά μαζί με 30.000 μέτρα σίτου μοιράστηκαν στον λαό. Η πανήγυρη των εγκαινίων είχε διάρκεια 14 ημέρες.

Είκοσι χρόνια μετά τα εγκαίνια της Αγίας Σοφίας και συγκεκριμένα την 7η Μαΐου 558, φοβερός σεισμός επέφερε βλάβες στον ναό. Ο κεντρικός τρούλος και το ανατολικό ημιθόλιο υπέστησαν ρήγματα και έπεσαν. Από την πτώση συντρίφτηκαν το Κιβώριο (μικρό κιβώτιο με  άγια λείψανα), η Αγία Τράπεζα και ο Άμβωνας. Ευθύς αμέσως ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ισίδωρο τον νεώτερο την επισκευή των ζημιών.  Μετά την επισκευή του ναού τελέστηκαν και δεύτερα εγκαίνια, την 24η Δεκεμβρίου του 563. Παρίστατο ο Ιουστινιανός, ο τότε πατριάρχης Μηνάς (κατ’ άλλους ο ίδιος ο πατριάρχης των πρώτων εγκαινίων Ευτύχιος) και πλήθος λαού, ψάλλοντας το «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης…».

Κατά καιρούς έγιναν κι άλλες επισκευές και μετασκευές του ναού. Ο ναός της  Αγίας Σοφίας, από της ιδρύσεώς του από τον Ιουστινιανό μέχρι σήμερα (2015) αριθμεί ηλικία 1478 ετών. Από τότε επισκευάσθηκε εξαιτίας καταστροφών από σεισμούς, ως επί το πλείστον, ή μετασκευάσθηκε αναλόγως των κυριάρχων του (Λατίνων, Μωαμεθανών) δώδεκα φορές περίπου. Το 558 υπό του Ισιδώρου του νεώτερου, το 867, το 975, το 987, το 1204 (μετασκευασθείς τότε σε καθολικό ναό από τους Λατίνους), το 1347 οπότε σεισμός επέφερε στο κτίριο νέες καταστροφές. Οι καταστροφές αυτές επισκευάσθηκαν επί Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Παλαιολόγου, και την επισκευή επέβλεψαν οι αρχιτέκτονες Αστράς, Φακιολάτος, και Κιπεράλτα. Το 1371, οπότε κατέπεσε από την κορυφή του θόλου ο σταυρός, το 1453 (μετασκευασθείς σε μωαμεθανικό τζαμί) και το 1545. Επί της βασιλείας του σουλτάνου Σελήμ Β΄ (1566-1574) επισκευάσθηκε ολόκληρος. Είχε προηγηθεί η ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) μεταξύ αφ’ ενός των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, της Νεαπόλεως και Σικελίας και αφ’ ετέρου της Τουρκίας. Ο τουρκικός στόλος νικήθηκε και αυτό στοίχισε πολλά στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος Σελήμ Β΄, κυριευθείς τότε από ευλάβεια, επισκεύασε, κατά τον χρονογράφο Καντεμίρ, προς παρηγοριά της θλίψης του, τον ναό της Αγίας Σοφίας. Τότε κτίσθηκε και δεύτερος μιναρές δίπλα στον μιναρέ τον οποίο είχε αναγείρει ο Μωάμεθ.

Κατά τις επισκευές της εποχής αυτής φαίνεται ότι αφαιρέθηκαν από τον ναό οι τέσσερις μαρμάρινες πλάκες, που περιείχαν την «προκήρυξη». Η προκήρυξη  είχε δοθεί στην Εκκλησία από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1122-1180). Με αυτή επικύρωνε τα πεπραγμένα της Συνόδου, η οποία είχε συγκροτηθεί από αυτόν στην Κωνσταντινούπολη, για να λύσει το πολυθρύλητο ζήτημα του «Ο Πατήρ μείζων μου εστί». Τις πλάκες αυτές τις είχαν στήσει στο αριστερό και ενδότατο μέρος του ναού, πλαισιωμένες με λεπτούς πορφυρούς κίονες. Όπως αναφέρεται: «Ήσαν δε εκάστη το μέν μήκος οργυιαί τρείς, το δε πλάτος οργυιαί ελάσσονες, απετελείτο δε εκ των 4 τετράγωνον ίσον ισάκις». Άξια μνημονεύσεως είναι η επιγραφή της προκηρύξεως αυτής, όταν θυμηθεί κανείς σε ποια εποχή ο αυτοκράτωρ αυτός τιτλοφορούνταν: «Μανουήλ εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς, Πορφυρογέννητος, Ρωμαίων Αυτοκράτωρ, ευσεβέστατος, αεισέβαστος, Ισαυρικός, Κιλικικός, Αρμενικός, Δαλματικός, Ουγγρικός, Βοσνικός, Χωρβατικός, Λαζικός, Ιβηρικός, Σερβικός, Ζηκχικός, Χατζαρικός, Βουλγαρικός, Γοτθικός, θεοκυβέρνητος, Κληρονόμος Στέμματος του Μ. Κωνσταντίνου και ψυχή νεμόμενος πάντα τα τούτου δίκαια». Ο σουλτάνος απαίτησε από τον πατριάρχη να σταλούν σοφοί, για να του ερμηνεύσουν στα τουρκικά την επιγραφή. Πράγματι του την ερμήνευσαν και τότε, κατά προτροπή του μουφτή, διέταξε να αποξέσουν τα γράμματα και να συντριβούν οι τρεις πλάκες. Την τέταρτη, με τους τίτλους, τοποθέτησε στον τάφο του πατέρα του.

Ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄, γιός του προαναφερθέντος σουλτάνου, αποτελείωσε την επισκευή του ναού, ο οποίος είχε ραγίσει από τον σεισμό. Επιπλέον διακόσμησε τον ναό εξωτερικά και εσωτερικά και τον επαύξησε με νέες οικοδομές. Αλλά  με την πάροδο των ετών ο ναός της Αγίας Σοφίας είχε υποστεί πολλές φθορές και αν δεν λαμβάνονταν πρόνοια γενικής επισκευής του, υπήρχε η πιθανότητα να καταπέσει ίσως ολόκληρο το κτίριο. Τότε επενέβη ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ και πρόλαβε την καταστροφή. Επί δύο έτη ο ναός επισκευάζονταν και ξοδεύτηκαν υπέρογκα ποσά. Την 1η Ιουλίου 1849, ημέρα Παρασκευή, ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζήτ προσήλθε, για να προσευχηθεί στην Αγία Σοφία. Τότε τελέσθηκαν κατά κάποιο τρόπο, τα εγκαίνια του επισκευασθέντος ναού. Μετά την προσευχή ο σουλτάνος φιλοδώρησε μεγαλοπρεπώς τους Ελβετούς αρχιτέκτονες αδελφούς Φοσσάτι, οι οποίοι επέβλεψαν την γενική επισκευή του ναού. Δώρα επίσης μεγάλα δόθηκαν από τον σουλτάνο στους ζωγράφους και λοιπούς τεχνίτες και εργάτες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επισκευή. Τότε επίσης κόπηκε νόμισμα, για να θυμίζει την γενική επισκευή της Αγίας Σοφίας. Το νόμισμα αυτό έφερε επί της μίας πλευράς την εικόνα του ναού και επί της άλλης το μονόγραμμα του σουλτάνου  Αβδούλ Μετζήτ. Το 1852, οι αδελφοί Φοσσάτι δημοσίευσαν συμπεράσματα από την εργασία τους, καθώς και πλήθος σχεδίων του ναού της Αγίας Σοφίας.

Από το 1934, η Αγία Σοφία έχει μετατραπεί σε Μουσείο από την τουρκική δημοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ. Βέβαια, ήδη το 1930, το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής Dumbarton Oaks ανέλαβε εργασία για την αποκατάσταση του μνημείου και ιδίως της διακοσμήσεως και των θαυμάσιων  ψηφιδωτών του. Χάρη σε αυτές τις εργασίες αποκαλύφθηκε σημαντικό αριθμός ψηφιδωτών παραστάσεων.

Δακτυλογράφηση κειμένου: Βάσω Κ. Ηλιάδη