Θεωρίες μάθησης και βασικές έννοιες που σχετίζονται μ’ αυτές Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.

Θεωρίες μάθησης και βασικές έννοιες που σχετίζονται μ’ αυτές
Της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη*, φιλολόγου-ιστορικού, Δ/ντριας 5ου ΓΕΛ Τρικάλων.


Οι ψυχολόγοι της εκπαίδευσης έχουν αναπτύξει πολλές και συνήθως αντικρουόμενες θεωρίες σχετικά με τη διαδικασία της μάθησης, και καθεμιά από αυτές τις θεωρίες συνεπάγεται ένα σύνολο από σχετικές διδακτικές πρακτικές. Οι τρόποι με τους οποίους ένας εκπαιδευτικός αναπτύσσει διδακτικές τεχνικές εξαρτώνται από το πώς αυτός ο εκπαιδευτικός ορίζει τη μαθησιακή διαδικασία. Επομένως, οι εκπαιδευτικοί που έχουν ικανή θεωρητική κατάρτιση στην ψυχολογία διαθέτουν μια επιστημονική βάση για επαγγελματικές αποφάσεις που θα οδηγήσουν στις πιο αποτελεσματικές διδακτικές μεθόδους.
Οι κυριότερες θεωρίες μάθησης, εμπλουτισμένες με νέα στοιχεία και με αναφορά στις πιο πρόσφατες εξελίξεις στην ψυχολογία της μάθησης, συνειδητά παρουσιάζονται ανταγωνιστικές, έτσι ώστε όσοι σπουδάζουν για να γίνουν επαγγελματίες εκπαιδευτικοί να μπορούν να εμβαθύνουν ολοένα και περισσότερο στους σκοπούς και στη φύση της διδακτικής-μαθησιακής διαδικασίας. Αναλυτικά, παρουσιάζονται στην εισήγηση αυτή ορισμένες διακριτές θεωρίες μάθησης, παλαιότερες και σύγχρονες. Η παρούσα παρουσίαση περιέχει ενότητες με θέμα τη σχέση μεταξύ των θεωριών μάθησης και της εκπαίδευσης με υπολογιστές, καθώς και της χρήσης του Διαδικτύου ως πηγής πληροφοριών. Οι διάφορες θεωρίες μάθησης αναφέρονται και απευθύνονται σε μαθητές, σε φοιτητές, στους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς, στους κάθε τύπου εκπαιδευτές και προσφέρουν μια περιεκτική εικόνα των σπουδαιότερων από τις επικρατούσες, συνολικές «εκπαιδευτικές» θεωρίες και των συναφών ζητημάτων, παρουσιάζοντας τις συνέπειές τους στη διδακτική διαδικασία.

Βασικές έννοιες και σύντομη ανάλυσή τους:

1. Αναρωτιέται κανείς γιατί η μάθηση στην τάξη αποτελεί πρόβλημα.
Μια θεωρία μάθησης αποτελεί ένα σύστημα απόψεων, το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει επιστημονικά το φαινόμενο της ανθρώπινης ικανότητας για μάθηση και παράλληλα να διευρύνει τους τρόπους-δρόμους εμπλουτισμού της. Υπάρχουν πολλές θεωρίες μάθησης ακριβώς για τους λόγους που προαναφέραμε: η πολυπλοκότητα και το πολυεπίπεδο του φαινομένου της μάθησης απαιτεί συνεξέταση μιας σειράς παραγόντων: ψυχολογικών, βιολογικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, υπό την ευρεία και στενότερη έννοια, πολιτισμικών κ.α.

Οι θεωρίες μάθησης αξιολογούνται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία προσεγγίζει κανείς το ζήτημα. Στις σχολικές πρακτικές αντανακλώνται διάφορες θεωρίες μάθησης. Κάποιες βασικές θεωρίες μάθησης γεννήθηκαν πριν από τον εικοστό αιώνα. Οι δύο κύριες θεωρίες μάθησης του εικοστού αιώνα χαρακτηρίζονται από ιδέες καινοτόμες για την εποχή τους.

Η γενετική επιστημολογία του Piaget σχετίζεται με τη θεωρία της μάθησης που πρεσβεύει τη σταδιακή αφομοίωση γνώσεων, πληροφοριών και σχημάτων σκέψης και διανόησης από το παιδί, ανάλογα με την ηλικιακή και διανοητική του ωριμότητα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία μάθησης, σύνθετες και δυσκολονόητες έννοιες, όσο απλά κι αν είναι δοσμένες, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από ένα μικρό παιδί. Αντίθετα ο Σκίνερ πρεσβεύει πως όσο υψιπετής και δυσνόητη κι αν είναι μια έννοια ή θεωρία, αν αυτή δοθεί- εξηγηθεί στο μικρό παιδί με εύληπτο, σαφή και απλό τρόπο για τα δεδομένα της ηλικίας του, είναι δυνατό να προσπελασθεί δημιουργικά από αυτό.

Από την άλλη μεριά, οι Συνθήκες Μάθησης του Gagné αποτελούν μάλλον μια μέθοδο διδασκαλίας παρά μια θεωρία της μάθησης, αφού αξιοποιούν συγκεκριμένα νοητικά σχήματα-νοητικούς χάρτες σε συγκεκριμένες συνθήκες μάθησης χωρίς να τεκμηριώνονται με μια ευρεία και συστηματική επιστημονική (ψυχοπαιδαγωγική) επιχειρηματολογία.

2. Στη σημερινή σχολική πρακτική ενυπάρχουν οι ακόλουθες ιστορικές θεωρίες μάθησης: αυτή που βασίζεται στη νοητική πειθαρχία και εκείνη που στηρίζεται στη μάθηση μέσω εξέλιξης ή αυτοπραγμάτωσης. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η αφομοιωμένη αντίληψη αποτελεί βασική παράμετρο-συντελεστή μιας αποτελεσματικής μαθησιακής διαδικασίας.

3. Οι δύο κύριες ομάδες των σύγχρονων θεωριών μάθησης είναι η συμπεριφοριστική και η αλληλεπιδραστική.

Οι ιστορικές και ιδεολογικές καταβολές των σημερινών νεοσυμπεριφορισμών ανάγονται στη θεωρία του Παβλώφ για την αντανακλαστική ή εξαρτημένη μάθηση, ενώ οι καταβολές της αλληλεπιδραστικής ψυχολογίας του γνωστικού πεδίου ανάγονται ουσιαστικά στη θεωρία του στρουκτουραλισμού-δομισμού, ο οποίος άκμασε στις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και ιστορικές σπουδές κατά τις δεακαετίες 1950-1960. Η φιλοσοφική σκέψη πίσω από τις δύο ομάδες αυτών των ψυχολογικών θεωριών είναι στην πρώτη περίπτωση σχετικά μονολιθική, καθώς αποθεώνει το ρόλο του ερεθίσματος στη διαδικασία της μάθησης και στη δεύτερη περίπτωση αρκετά πιο πολύπλοκη, πολυσήμαντη και πολυσυλλεκτική καθώς λαμβάνει υπόψιν πολλούς παράγοντες συνδιαμορφωτικούς της μαθησιακής διαδικασίας. Οι δύο ομάδες θεωριών ορίζουν έτσι συμπληρωματικά την πραγματικότητα και η παρακίνηση για την κάθε ομάδα σημαίνει ώθηση με διαφορετικούς τρόπους στη μάθηση.

4. Οι δύο ομάδες των σύγχρονων θεωριών μάθησης περιγράφουν τη μαθησιακή διαδικασία με όρους παραβολής-παραδειγμάτων, αναρωτούμενες: Τα ανθρώπινα όντα και τα κατώτερα ζώα μαθαίνουν με τον ίδιο τρόπο; Είναι η μάθηση εξαρτημένη από τη σχέση ερεθίσματος- αντίδρασης; Είναι η μάθηση ανάπτυξη ενοράσεων; Πώς η αλλαγή στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά σχετίζεται με τη μάθηση;

Πώς η διεργασία της ανθρώπινης σκέψης γίνεται κατανοητή από τις δύο ομάδες μαθησιακών θεωριών, οι οπαδοί των οποίων εξαντλούν τις δυνατότητες σύνδεσής τους με τη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα.

5. Κατά τον Skinner η συντελεστική, εξαρτημένη μάθηση λειτουργεί με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια. Ο Skinner χρησιμοποίησε τα ζώα στη μελέτη της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης όπως περίπου είχε κάνει στο παρελθόν ο Παβλώφ και στήριξε τις διδακτικές διεργασίες του στην ψυχολογική θεωρία του σταθερού ψυχικού αντανακλαστικού.

Βέβαια η συντελεστική εξαρτημένη μάθηση δε σχετίζεται με τη φυσιολογία και τη φαινομενολογία αλλά τις καθαρά ψυχικές διεργασίες όπως η ενίσχυση. Επομένως, η φύση της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης ή ενίσχυσης εξαρτάται από τους ψυχικούς μηχανισμούς που αναπτύσσει η ανθρώπινη οντότητα ως ενότητα ψυχής, πνεύματος και σώματος. Οι διαδικασίες της ενίσχυσης και της εξάλειψης στη συντελεστική εξαρτημένη μάθηση μπορούν να εφαρμοστούν στη σχολική πρακτική εξατομικευμένα και με την μακροπρόθεσμη προσδοκία για βελτιωμένα αποτελέσματα.

6. Το έργο Σκέψη και Γλώσσα του Vygotsky υπαινίσσεται μια θεωρία μάθησης η οποία βασίζεται στη μελέτη της ψυχολογίας. Ο Vygotsky προσέγγισε τη γλώσσα σε στενή σύνδεση, σχεδόν ανακλαστική σχέση με τη σκέψη. Το πρόβλημα και η προσέγγιση του Vygotsky που συσχέτισε τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων με τις γνωστικές δομές του τρόπου σκέψης τους ή του τρόπου λειτουργίας του εγκεφάλου τους, αποκαλύπτει τη φύση της ανθρώπινης μάθησης η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην ανάπτυξη και τη μάθηση των παιδιών. Επομένως η μάθηση είναι μια εξελικτική διαδικασία ανάπτυξης που υποστηρίζεται από γονείς και δασκάλους. Η Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης μαζί με την ψυχολογική πλαισίωση συσχετίζουν το παιχνίδι με τη μάθηση του παιδιού.

7. Η γνωστική-αλληλεπιδραστική, αφηγησιοκεντρική– πολιτισμική ψυχολογία του Bruner πραγματεύεται τη μάθηση και τη διδασκαλία ως τον σκοπό της εκπαίδευσης που θα υλοποιηθεί με την ανθρώπινη παρακίνηση. Σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος της λαϊκής ψυχολογίας σε συνάρτηση με το Εγώ είναι κομβικός. Εξάλλου η μάθηση κατά τον Bruner είναι μια γνωστική-αλληλεπιδραστική διεργασία. Τα πρότυπα του κόσμου συμβάλλουν στη μάθηση η οποία εν τέλει είναι μια αφηγησιοκεντρική διεργασία. Έτσι η διδακτική θεωρία του Bruner επικεντρώνεται στην «αφήγηση» πολιτισμών.

8. Η γραμμική-αλληλεπιδραστική κοινωνικο-γνωστική θεωρία μάθησης του Bandura στηρίζεται πρωτίστως στη γνωστική αλληλεπίδραση.

Τα γνωρίσματα της γραμμικής αλληλεπιδραστικής κοινωνικο-γνωστικής θεωρίας μάθησης του Bandura εξαρτώνται από τη φύση και τα κίνητρα του ανθρώπινου είδους, δηλαδή την αμοιβαία ψυχολογική αλληλεπίδραση, τη γνωστική ενίσχυση και τις πρακτικές εφαρμογές τους στην καθημερινή συμβίωση των ανθρώπων.

9. Η αλληλεπιδραστική θεωρία μάθησης γνωστικού πεδίου στοχεύει κατ’ αρχήν στον ορισμό του ψυχολογικού πεδίου ή ζωτικού χώρου στον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενοράσεις. Θα μπορούσαμε ενορατικά να διδάξουμε αριθμητική καθώς και άλλα αντικείμενα γιατί οι πηγές της αλληλεπιδραστικής θεωρίας μάθησης γνωστικού πεδίου είναι οι πρωτογενείς δομές του εγκεφάλου. Η αλληλεπιδραστική θεωρία μάθησης γνωστικού πεδίου διαφέρει από τις θεωρίες εξαρτημένης μάθησης ερεθίσματος-αντίδρασης, καθώς η ολιστική θεώρηση αποτελεί γι’ αυτήν το εκ των ων ουκ άνευ πλαίσιο λειτουργίας του ανθρώπου ως ψυχοπνευματικής ενότητας.
Οι οπαδοί της αλληλεπιδραστικής θεωρίας γνωστικού πεδίου εφαρμόζουν την έννοια του ζωτικού χώρου σε καταστάσεις διδασκαλίας-μάθησης ως μια αλλαγή στις ενοράσεις ή τις γνωστικές δομές. Οι γνωστικές δομές των ζωτικών χώρων μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με την ένταση των ενδιαφερόντων αυτού που μαθαίνει. Η ευφυΐα, επίσης, συνδέεται με τη μάθηση, αφού η σημασία της ψυχολογίας γνωστικού πεδίου για τις καταστάσεις διδασκαλίας-μάθησης είναι συνάρτηση της ικανότητας-δεξιότητας που παρουσιάζει ένα άτομο και η οποία με τη σειρά της ενισχύει την αυτοεκτίμησή του.

10. Η μάθηση «μεταφέρεται» – προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις αφού η «μεταφορά» είναι το πρόβλημα-ζητούμενο και η γενίκευση αποτέλεσε την κεντρική ιδέα στη «μεταφορά».

Τα βασικά ερωτήματα σε μια μελέτη της μεταφοράς αφορούν τη νοητική πειθαρχία που συνεπάγεται τη γενική «μεταφορά» και το πώς η αφομοιωμένη αντίληψη σχετίζεται με τη μεταφορά της μάθησης. Οι οπαδοί αυτού του «συνδετισμού» έχουν ορίσει τη μάθηση ως μελέτη και εφαρμογή προσαρμογής. Η συντελεστική εξαρτημένη μάθηση του Skinner συνεπάγεται για τη μεταφορά της μάθησης τον ορισμό της μάθησης ως προσαρμογή και ευελιξία.

11. Η θεωρία της μάθησης σχετίζεται με τη διδακτική πράξη μέσω του ρόλου των εκπαιδευτικών κατά την ελευθεριακή διδασκαλία η οποία συντελεί τα μέγιστα στην αυτόνομη ανάπτυξη του μαθητή-εκπαιδευόμενου. Με την κατανόηση εκ μέρους του δασκάλου που σημαίνει σεβασμό στις ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή περιορίζεται συνεχώς η απηρχαιωμένη και στείρα μάθηση μνημονικού τύπου και παράλληλα διευρύνεται η διδασκαλία και η μάθηση του ερμηνευτικού-κατανοητικού τύπου, η οποία διαφέρει ως προς την ποιότητα και τη διάρκεια του μαθησιακού αποτελέσματος.
Ακόμη, προωθείται σημαντικά ο διερευνητικός-κατανοητικός τύπος διδασκαλίας και μάθησης που με τη σειρά του διαφέρει από τον ερμηνευτικό-κατανοητικό. Με τους τρόπους αυτούς τα πράγματα εξελίσσονται και σταδιακά αναβαθμίζονται, βελτιώνονται και εν τέλει εκσυγχρονίζονται.

12. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διδάσκουν κατά το πνεύμα της ερμηνευτικής κατανόησης αρκεί να έχουν μυηθεί και οι ίδιοι ως μαθητές-εκπαιδευόμενοι σε αυτόν. Επιφανείς ψυχολόγοι και παιδαγωγοί ανέπτυξαν τον ερμηνευτικό-κατανοητικό τύπο διδασκαλίας.

Οι δάσκαλοι της ερμηνευτικής-κατανοητικής διδασκαλίας πρέπει να έχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά: να είναι κριτικά και ολιστικά τοποθετημένοι απέναντι στο γνωστικό τους αντικείμενο, να προσεγγίζουν με ανοιχτό μυαλό την «πρωτοτυπία»- «απόκλιση» του μαθητή τους από την πεπατημένη οδό του πνεύματος, να αφήνουν περιθώρια για δημιουργικές διαφοροποιήσεις των μαθητών τους από την προς μελέτη ύλη και προπάντων να επιμορφώνονται-ενημερώνονται οι ίδιοι συνεχώς πάνω στα καινούρια δεδομένα της επιστήμης τους, της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας προκειμένου να μπορούν να λειτουργήσουν οι πιο πάνω απαραίτητες προϋποθέσεις.

Οι βασικές μέθοδοι της διδασκαλίας ερμηνευτικού-κατανοητικού τύπου βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τα βασικά χαρακτηριστικά του δημιουργικού, εμψυχωτή εκπαιδευτικού: είναι ανοιχτές, διαλογικές, συνεργατικές, εξατομικευμένες. Στο πλαίσιο αυτό οι δάσκαλοι μπορούν να χρησιμοποιούν με αποδοτικό τρόπο τα σχέδια μαθήματος, τους νοητικούς χάρτες, τις ιδέες του Morrison που έχουν προαγάγει τον ερμηνευτικό-κατανοητικό τύπο διδασκαλίας, τις απόψεις των Bloom και Block που προώθησαν την αφομοιωτική διδασκαλία.

Ο ερμηνευτικός-κατανοητικός τύπος μάθησης αξιολογείται με την ανατροφοδότηση και την αναθεώρηση που προκύπτει μετά τη διαδικασία αξιολόγησης.

13. Ο διερευνητικός-κατανοητικός τύπος διδασκαλίας και μάθησης εφαρμόζεται κατά τη διεξαγωγή της διερευνητικής διδασκαλίας. Η φύση της στοχαστικού τύπου διδασκαλίας και μάθησης έρχεται αρωγός στις τυχόν δυσκολίες εφαρμογής. Η στοχαστικού τύπου μάθηση προωθείται με την ανάδειξη προβλήματος, την επίλυση προβλήματος και την εφαρμογή κατά περιπτώσεις των προτεινόμενων λύσεων. Σε πολλές θεματικές περιοχές είναι εφαρμόσιμη η στοχαστική διδασκαλία η οποία είναι μοναδική στην κριτική της διάσταση.

14. Οι θεωρίες διδασκαλίας-μάθησης σχετίζονται στενά με την εκπαίδευση με υπολογιστές. Για την κατανόηση αυτής της στενής σχέσης πρέπει κάποιος εκπαιδευτικός προηγουμένως να έχει απαντήσει στα ακόλουθα ερωτήματα:

Τι είναι οι υπολογιστές και πώς λειτουργούν;

Ποια είναι τα συστατικά μέρη ενός υπολογιστή;

Πώς οι υπολογιστές επεξεργάζονται τις πληροφορίες;

Πώς επηρεάστηκε η διδασκαλία και η μάθηση από τις πρόσφατες αλλαγές στους υπολογιστές και στη χρήση τους;

Ποια είναι η θεωρητική-ψυχολογική θεμελίωση της εκπαίδευσης με υπολογιστές;

Πώς η νοητική πειθαρχία και ο κλασικός ανθρωπισμός του εικοστού αιώνα σχετίζονται με την εκπαίδευση με υπολογιστές;

Πώς η παράδοση του συμπεριφορισμού σχετίζεται με την εκπαίδευση με υπολογιστές;

Ποια είναι η φύση της εκπαίδευσης με υπολογιστές στην ερμηνευτική κατανόηση;

Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να χρησιμοποιούν τους υπολογιστές για να διδάσκουν με στόχο την ημι-διερευνητική κατανόηση;

Πώς μπορούν οι δάσκαλοι να χρησιμοποιήσουν τους υπολογιστές στη διδασκαλία διερευνητικού-κατανοητικού τύπου;

Πώς πρέπει να είναι μια διδακτική ενότητα στη διερευνητική κατανόηση;

Ποιος είναι ο ρόλος των προβλημάτων σε μια διδακτική ενότητα διερευνητικής κατανόησης;

Πώς μπορεί να χρησιμοποιείται ο υπολογιστής ως πηγή δεδομένων;

Πώς μπορεί να αξιολογηθεί η διερευνητική μάθηση;

Ποια είναι τα κριτήρια της αξιολόγησης;

(Τα συμπεράσματα σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις πρέπει να σημειωθεί πως είναι πάντα προσωρινά).

* Η Αμαλία Κ. Ηλιάδη είναι φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ’ το Α.Π.Θ.)
Δ/νση κατοικίας: Μ. Πιτσάκου 21, Τ.Κ. 42100 Τρίκαλα, Τηλ. & Fax: 2431071402, ailiadi@sch.gr, http://users.sch.gr/ailiadi,
https://blogs.sch.gr/ailiadihttp://www.matia.gr

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

ΘΕΩΡΙΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ (β΄ έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη)

Συγγραφείς: Morris L. Bigge, Samuel S. Shermis

Μετάφραση: Φοίβος Αρβανίτης

Επιμέλεια: Ρέμος Αρμάος, Νίκη Φίλλιπς

Εγχειρίδιο ψυχολογίας για την εκπαίδευση, α΄ τόμος,

Caroline Golder, Daniel Gaonac’h, BKM: 4578

Εγχειρίδιο ψυχολογίας για την εκπαίδευση, β΄ τόμος

Caroline Golder, Daniel Gaonac’h, BKM: 4582

Διδακτικές προσεγγίσεις της διαθεματικότητας

Alain Maingain, Gérard Fourez, Barbara Dufour, ΒΚΜ: 5765

Λειτουργική διδακτική. Στόχοι, στρατηγικές, αξιολόγηση

Michel Minder, BKM: 6307

Εισαγωγή στις θεωρίες της ανθρώπινης ανάπτυξης

Neil J. Salkind, ΒΚΜ: 6187

Ψυχοκινητική αγωγή

Νικόλαος Γ. Μπίνιας, Γεώργιος Δ. Δράκος, ΒΚΜ: 5440

Μουσειοπαιδαγωγική και εκπαίδευση στις φυσικές επιστήμες – Θεωρία και πράξη

επιμ. Παναγιώτης Β. Κόκκοτας, Κατερίνα Πλακίτση, ΒΚΜ: 5457

Τα μονοπάτια της μάθησης – Eφαρμογές στην εκπαιδευτική πράξη

Αργυρώ Πρόσκολλη, Ειρήνη Μουτζούρη-Μανούσου, ΒΚΜ: 5755

Τα μαθηματικά των παιδιών 4-6 ετών. Αριθμοί και χώρος

Χρυσάνθη Σκουμπουρδή, Σόνια Καφούση, ΒΚΜ: 6677

Παιχνίδια ψυχοκινητικής αγωγής για μικρά και μεγάλα παιδιά
Dieter Krowatschek, ΒΚΜ: 6233

Επάγγελμα εκπαιδευτικός: Aνάγνωση και κατανόηση. Ψυχολογία της ανάγνωσης

Caroline Golder, Daniel Gaonac’h, BKM: 5165

Η σκέψη στην εκπαίδευση

Matthew Lipman, BKM: 5764

Η κοινωνική ανάπτυξη της νοημοσύνης

Gabriel Mugny, Willem Doise, BKM: 0213

Θεωρίες της ανθρώπινης ανάπτυξης

Neil J. Salkind, BKM: 0535

Λογοτεχνία, γλώσσα και εκπαίδευση

Ιωάννα Παπαβασιλείου-Χαραλαμπάκη, BKM: 6232

Στοιχεία διδακτικής και παιδαγωγικής. Με αναλυτικά σχέδια μαθήματος και θέματα διαγωνισμών του ΑΣΕΠ, Βασίλειος Χ. Πάσχος, BKM: 6357

Διδακτική των φυσικών επιστημών στην προσχολική και στην πρώτη σχολική ηλικία – Σύγχρονες τάσεις και προοπτικές, Κατερίνα Πλακίτση, BKM: 6536