Από τον Ντίρερ στην Καρντάσιαν
Διάβασα κάτι πολύ ενδιαφέρον αυτή την εβδομάδα και σας το μεταφέρω. Ο Γερμανός Αλμπρεχτ Ντίρερ χαιρετίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ο Ντίρερ ήταν πρωτοπόρος και σε κάτι ακόμα, στη συστηματική προώθηση της δουλειάς του αλλά και του εαυτού του. Αντιλήφθηκε, αιώνες πριν, ότι ο οίστρος της δημιουργίας μπορεί να είναι γόνιμος όταν σκέφτεται το κέρδος και εποικοδομητικότερος όταν αναμειγνύεται με αυτοπροβολή. Ετσι, δεν δημιούργησε απλώς τέχνη, αλλά υπήρξε ο πρώτος που ανήγαγε τον εαυτό του σε τέχνη. Εφηύρε με έναν τρόπο τον εαυτό του, καλλιέργησε τη δημόσια εικόνα του και συμπεριλάμβανε τη φιγούρα του τακτικά στους πίνακές του. Φρόντιζε μάλιστα, όπως μαρτυρούν τα έργα, με τέτοια επιμέλεια τις μπούκλες του που οι συνάδελφοί του αναρωτιόνταν πότε έβρισκε χρόνο να ζωγραφίζει. Για να είναι σίγουρος ότι όλοι θα πρέπει να γνωρίσουν πώς μοιάζει, κάτω από τη φιγούρα του, έβαζε τα αρχικά του.
Φανταστείτε πόσο προχωρημένο ήταν αυτό το τέχνασμα το 1500, όταν ακόμα ο κόσμος της τέχνης απαρτιζόταν κυρίως από τεχνίτες που δούλευαν συχνά συλλογικά και ανώνυμα για να διεκπεραιώνουν μεγάλες καλλιτεχνικές αναθέσεις. Σε μια ιστορική εποχή που όλα άλλαζαν, εκείνος συνδύασε το μεγάλο καλλιτεχνικό του ταλέντο με πλάσιμο του εαυτού και της περιουσίας του. Ηταν με αυτόν τον τρόπο μια διάνοια: ένας ταλαντούχος, καινοτόμος, αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Ενας επινοητής του εκφραστικού ατομικισμού της εποχής μας.
Και ποιος είναι ο καλύτερος σήμερα σε αυτή την καριέρα; Η Κιμ Καρντάσιαν. Κατάφερε να χορτάσει τη, συναισθηματική κυρίως, πείνα της για αυτοπροβολή και να δημιουργήσει από αυτήν περιουσία. Κατάφερε επίσης να εφεύρει μια νέα επαγγελματική φιλοδοξία με ανυπόστατες προδιαγραφές που λέγεται: φήμη για τη φήμη. Από το 2007, οι Καρντάσιαν οικογενειακώς, μικροσελέμπριτις τότε – ιδιοκτήτριες μπουτίκ, τάισαν το κοινό με το θέαμα της «πραγματικής» ζωής στην τηλεόραση. Η Κιμ και η οικογένειά της μάλωσαν, ξανάσμιξαν, παντρεύτηκαν, χώρισαν, γέννησαν σε κοινή θέα. Με το πέρασμα του χρόνου τα μέλη της φυλής Καρντάσιαν πλήθυναν, μεταλλάχθηκαν, πλαστικοποιήθηκαν. Μαζί με το βάρος, μεταποιήθηκαν τα σώματα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Στην εποχή μας μπορείς να κάνεις καριέρα χωρίς ικανότητες, ίσως και χωρίς προσωπικότητα.
Ετσι, τροποποιημένη, η Κιμ με τη λέπτυνση της μύτης, τα ψηλά ζυγωματικά, τα σαρκώδη χείλη, τα έντονα φρύδια και τις μακριές βλεφαρίδες δημιούργησε το πρόσωπο που αποτυπώνεται με ευκρίνεια στις φωτογραφίες. Κατόπιν καβάλησε το κύμα της νέας τεχνολογίας κατακτώντας την πλατφόρμα με το ελάχιστο κείμενο και τις επιμελημένες φωτογραφίες, το Ινσταγκραμ. Η Κιμ αντιλήφθηκε ότι τη φύση πρέπει να την αγνοήσει. Εάν η φύση δεν υπήρξε γενναιόδωρη και εάν δεν είμαστε αρκετά τυχεροί να γεννηθούμε με την εμφάνιση που επιθυμούμε, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Με πλαστικές επεμβάσεις και αναίσχυντη αυτοπροβολή μπορείς να αυτοδημιουργηθείς. Να γιορτάζεις τον νέο σου εαυτό, τον τεχνητό και τον αυθεντικό ταυτόχρονα (θολά τα όρια). Να γίνεις οτιδήποτε θέλεις να γίνεις, όπως εκείνη: μια επιτυχημένη αυτοδημιούργητη. Κατόπιν μοίρασε στο κοινό την ιδέα «πούλα απλώς τον εαυτό σου», γίνε το εμπόρευμα, οι εταιρείες θα έχουν την ανάγκη σου, θα προωθείς τα προϊόντα τους, θα βγάλεις χρήματα.
Τι έχει αλλάξει από την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας; Τώρα, η εποχή μας ξεχειλίζει τόσο από εγωκεντρικότητα όσο και από εκδηλωτικότητα (ασχέτως αν διαθέτει ή στερείται αυθεντικότητα). Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο ότι τώρα πράγματι μπορείς να κάνεις καριέρα χωρίς ικανότητες, ίσως και χωρίς προσωπικότητα. Να κάτι δημοκρατικό και εξωφρενικό ταυτόχρονα. Σε μια συνέντευξη το 2011, μια δημοσιογράφος είπε στην Καρντάσιαν: «Δεν υποδύεσαι, δεν τραγουδάς, δεν χορεύεις… δεν έχεις, συγχώρεσέ με, κανένα ταλέντο». Η Κιμ Καρντάσιαν όμως δεν αγαπήθηκε για τα ταλέντα της, αλλά ακριβώς για το αντίθετο, για την έλλειψη ταλέντων. Για τη φαντασίωση ότι μπορεί κάποιος να είναι τόσο ξεχωριστός που το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να δείχνει την επιμελημένη φιλτραρισμένη εικόνα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τη φαντασίωση ότι μπορείς να γίνεις το «εμπόρευμα» χωρίς να διαθέτεις «περιεχόμενο». Για την ψευδαίσθηση ότι θα κεφαλαιοποιήσεις εάν τραβήξεις φόλοουερ, λάικ, προσοχή και προσήλωση πάνω σου. Και δεν μας απέκρυψε τη μέθοδο. Ενας είναι ο κανόνας. Αυτός που ίσχυε πάντα. Οι παλιοί κανόνες ισχύουν και για τα νέα μέσα: λιγότερο ύφασμα, παραπάνω δέρμα.
Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας.
Κακοποίηση σε ζωντανή μετάδοση
«Τι είδος ανθρώπου κακοποιεί ΑμεΑ σε ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση, λαμβάνοντας μάλιστα αμοιβή για τις πράξεις του;». Η ερώτηση είναι αναμενόμενη ως εκτονωτική του θυμικού. Δεν είναι, ωστόσο, ιδιαίτερα χρήσιμη. Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι γύρω μας. Ναι, είναι πολλοί, περισσότεροι απ’ ό,τι μας επιτρέπει να υποθέσουμε ο πολιτισμένος αλλά τεχνητός κοινωνικός μας κύκλος. Παρότι, όμως, διατηρούμε το δικαίωμα να φρίττουμε μπροστά στην κτηνωδία, έχουμε την υποχρέωση να αποδεχτούμε επιτέλους ότι αυτό το είδος ανθρώπου υπήρχε πάντα και θα συνεχίσει να υπάρχει, ορατό ή αθέατο. Αντί να αναρωτιόμαστε, λοιπόν, για το «είδος ανθρώπου» στο οποίο ανήκει ο 42χρονος που συνελήφθη στο Κερατσίνι, ίσως είναι πιο πρόσφορο κοινωνικά να αναρωτηθούμε ποιοι είναι εκείνοι οι χιλιάδες συνδρομητές του καναλιού του που όχι μόνο παρακολουθούσαν τα απάνθρωπα σόου, αλλά τα παρήγγελναν κιόλας. Ο 42χρονος είναι ένας· βολεύει, έτσι, και ίσως να είναι και κοινωνιολογικά δόκιμο να τον κατατάξουμε σε ορισμένο «είδος ανθρώπου», μακρινό από το δικό μας. Οι 22.000 συνδρομητές του καναλιού του, ωστόσο, δεν μπορεί να ανήκουν σε ξεχωριστό είδος· δεν μπορεί να έχουν όλοι λεκιασμένο ποινικό ή ηθικό μητρώο. Κάποιοι εξ αυτών σίγουρα έχουν μια ζωή στην οποία φαίνονται «κανονικοί» και ανθρώπινοι· κάποιοι εξ αυτών ίσως έχουν κάποτε καθίσει δίπλα μας, ίσως μας έχουν μιλήσει, χωρίς εμείς να υποψιαστούμε τι συνδρο-μές πληρώνουν ονλάιν.
Ιντερνετ δίχως όρια
Υπάρχουν οι τεχνοφοβικοί κινδυνολόγοι, που βλέπουν τον όλεθρο σε οτιδήποτε περιλαμβάνει πίξελ· εκείνοι που τρέμουν την επίδραση των τάμπλετ στον ψυχισμό των μικρών παιδιών, που μιλούν για την «αποξένωση» την οποία γεννάει το Ιντερνετ και νοσταλγούν μεγάλες, χωμάτινες αλάνες μαζί με τις παλιές καλές εποχές όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους και δεν είχαν το πρόσωπό τους «καρφωμένο σε μια οθόνη». Υπάρχει βέβαια και το άλλο άκρο: η κατηγορία των ανθρώπων που στα κοινωνικά δίκτυα βλέπει μόνο τις θετικές δυνατότητες και ποτέ τις τραγικές παγίδες· που έχει τόσο συνηθίσει την έλλειψη ορίων, ώστε πλέον τη θεωρεί δημοκρατικό κεκτημένο – κάτι σαν το δικαίωμα στην ψήφο. Η αποθράσυνση των χρηστών του Διαδικτύου οφείλεται, πέρα από την ανθρώπινη ειδολογία και ψυχοπαθολογία, σε αυτό ακριβώς το έλλειμμα φραγμών: οι συνδρομητές ενός διαδικτυακού καναλιού ζωντανών βασανιστηρίων επιδίδονται στο απάνθρωπο χόμπι τους, μεταξύ άλλων, κι επειδή τους είναι πολύ εύκολο· δεν ελέγχονται, δεν αποδοκιμάζονται, δεν έχουν δεύτερες σκέψεις. Αλλωστε, στο διάφανο ιντερνετικό σύμπαν έχουν δει πολλούς άλλους να κάνουν ντροπιαστικά πράγματα, για τα οποία δεν λογοδοτούν ποτέ.
Η μεγάλη ειρωνεία
Η συμμετοχή σε διαδικτυακά εγκλήματα (ποινικώς ή ηθικώς κολάσιμα) και ο συνακόλουθος εθισμός σε αυτά συνδέεται με την ψευδαίσθηση των χρηστών της εκάστοτε πλατφόρμας ότι είναι αόρατοι. Ο παθητικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούνται το «subscribe», το «follow» και το «like» καλλιεργεί στα άτομα που πατάνε το κουμπί μία αντίληψη μη δράσης. Το διαδικτυακό bullying, ο διασυρμός προσώπων, το revenge porn και τόσες άλλες μορφές μοντέρνας κακοποίησης πηγάζουν από την πρόσληψη του Διαδικτύου ως μη πραγματικού τόπου: ο μη πραγματικός τόπος δεν μετράει· ό,τι κάνουμε σε αυτόν συγχωρείται, γιατί δεν αποτελεί πράξη με την κυριολεκτική έννοια. Κάπως έτσι, από τις λιγότερο επώδυνες εκδοχές κακότητας φτάσαμε στο σημείο η κακοποίηση ατόμων με νοητική υστέρηση να μετατρέπεται σε θεατρικό δρώμενο (οι πρωταγωνιστές έπαιρναν οδηγίες, συμμετείχαν ο ένας στον εξευτελισμό του άλλου, είχαν, εκτός από τον ρόλο του θύματος, και ρόλο σεναριακό). Η παρανόηση έχει και αντίστροφη λειτουργία: πριν από λίγες ημέρες, εκατοντάδες χρήστες του Facebook ανάρτησαν μια ανυπόστατη ανακοίνωση με ψευδονομική μορφή στα προφίλ τους, με την οποία θεώρησαν ότι προστατεύουν τα προσωπικά τους δεδομένα από τις ληστρικές διαθέσεις του σατανικού Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Η ειρωνεία των κοινωνικών δικτύων είναι ότι αυτοί που πράττουν πιστεύουν ότι δεν πράττουν, και αυτοί που δεν πράττουν πιστεύουν ότι πράττουν· η ειρωνεία τους αυτή είναι και το μεγαλύτερό τους πρόβλημα.
Πες μου ψέματα
Το 2016 ήταν μια χρονιά-ορόσημο για τον όρο fake news. Eντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος ανακάλυπταν τη μικρή πόλη Βέλες στη Β. Μακεδονία και τους νεαρούς που έβγαλαν χιλιάδες δολάρια δημιουργώντας και διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις υπέρ του Τραμπ […]
Το 2016 ήταν μια χρονιά-ορόσημο για τον όρο fake news. Eντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος ανακάλυπταν τη μικρή πόλη Βέλες στη Β. Μακεδονία και τους νεαρούς που έβγαλαν χιλιάδες δολάρια δημιουργώντας και διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις υπέρ του Τραμπ στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Το γεγονός στάθηκε η αφορμή τόσο για την αποκάλυψη της διάστασης ενός φαινομένου αρχαίου περίπου όσο και ο κόσμος που ενισχύθηκε από τις τεχνολογικές εξελίξεις, όσο και για τη λαίλαπα της ενημέρωσης γύρω από αυτό. Το 2019 ο όρος fake news μπήκε στο λεξικό της Οξφόρδης, ενώ ήδη από το 2018 ξεκινούσε η μεγάλη καριέρα των deep fake βίντεο, τα οποία αντικαθιστούν πειστικά την ομοιότητα ενός προσώπου μέσω ενός άλλου με μια συγκεκριμένη ψηφιακή επεξεργασία, στην οποία η τεχνητή νοημοσύνη έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις deep fake βίντεο ο Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζόρνταν Πιλ, σε συνεργασία με το περιοδικό BuzzFeed, μεταφέρει τις κινήσεις του δικού του προσώπου σε αυτό του Ομπάμα, ο οποίος «εμφανίζεται» να χαρακτηρίζει τον Τραμπ «απόλυτο, σιχαμένο βλάκα», με σκοπό να επισημάνουν τη διάσταση και τον κίνδυνο των ψευδών ειδήσεων.
Και ενώ, όπως αποδείκνυαν έρευνες στη συνέχεια, η εκλογή Τραμπ προκλήθηκε από ένα πολύπλοκο σύνολο παραγόντων –κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών, πολιτικών και τεχνολογικών– και η διασπορά των ψευδών ειδήσεων ελάχιστα επηρέασε την απόφαση των ψηφοφόρων της μιας ή της άλλης πλευράς, η επιθυμία για μια απλή εξήγηση ανέβασε τις ψευδείς ειδήσεις στον υπ’ αριθμόν ένα παράγοντα, οδηγώντας σε μια φρενήρη περίοδο ρεπορτάζ, συνεδρίων και εργαστηρίων για την αντιμετώπιση του φαινομένου, και όχι μόνο στην Αμερική. Λίγο αργότερα και μέχρι τις ημέρες μας, οι ερευνητές προσπαθούν να ακυρώσουν τον όρο fake news επισημαίνοντας το ασαφές του περιεχόμενο, το οποίο περιλαμβάνει από πραγματικές ειδήσεις που απλώς δεν αξίζουν την προσοχή μας μέχρι προπαγάνδα και παραπληροφόρηση που στόχο έχει να «σπείρει» αμφιβολίες και να αυξήσει τη δυσπιστία στους θεσμούς, ενώ αποτυγχάνει να αναγνωρίσει τελικώς την ποικιλομορφία της παραπληροφόρησης είτε πρόκειται για τη μορφή είτε για τα κίνητρα ή για τη διάδοση. Αντιθέτως διαπιστώνεται το ζοφερό μονοπάτι των επιπτώσεων στο οποίο έχει ήδη οδηγήσει η συνεχής χρήση του όρου, ο οποίος ασμένως υιοθετήθηκε και από παράγοντες που προωθούν ψευδείς ειδήσεις –είχε γίνει η αγαπημένη λέξη του Τραμπ– οδηγώντας σε ευρεία σύγχυση ως προς το τι συνιστά αξιόπιστη ενημέρωση, πώς ελέγχεται και ποια είναι τελικώς η αξία της.
Η υπερβολική χρήση του όρου θεωρείται ένας σημαντικός παράγων απαξίωσης και ισχυρής αμφισβήτησης πολιτικών και πολιτικής, δημοσιογράφων και παραδοσιακών ΜΜΕ, εκ μέρους του κοινού, και της «διαταραχής» στην πρόσληψη μιας πραγματικής πληροφορίας. Σε έρευνα του University College Cork της Ιρλανδίας που δημοσιεύθηκε μόλις πριν από μερικές ημέρες (25 Οκτωβρίου 2023) επισημαίνεται ό,τι και αρκετές άλλες σχετικές έρευνες έχουν εντοπίσει τα τελευταία χρόνια: την τεράστια αύξηση των ανθρώπων που απορρίπτουν μια αληθινή είδηση ως ψευδή υποδεικνύοντας βίντεο που χαρακτηρίστηκαν εσφαλμένα ως «deepfake» σχεδόν έξι φορές πιο συχνά από ό,τι τα πραγματικά deepfakes.
Ερευνητές προσπαθούν να ακυρώσουν τον όρο fake news επισημαί- νοντας το ασαφές περιεχόμενό του.
Στο μεταξύ, μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων και Μέσων, γνωρίζοντας ότι το πιο «επιτυχημένο» προβληματικό/παραπλανητικό περιεχόμενο είναι αυτό που παίζει με τα συναισθήματα των ανθρώπων ενθαρρύνοντας συναισθήματα ανωτερότητας, θυμού ή φόβου, και επιθυμώντας να διαχωρίσουν τη θέση τους από αυτό, υιοθέτησαν μια στάση «ίσων αποστάσεων» προκειμένου να ενισχύσουν μιαν εντύπωση «αντικειμενικότητας». Μια πιο «υγιεινή» ζώνη ενημέρωσης. Απομάκρυναν έτσι, έτι περαιτέρω, κοινό σκεπτόμενων ανθρώπων που θεωρεί ή γνωρίζει καλά ότι, έτσι κι αλλιώς, μια αληθινή πληροφορία γύρω από ένα γεγονός δεν προσφέρει ιδιαίτερα σοβαρή υπηρεσία στην ενημέρωση αν δεν συνοδεύεται από το ευρύτερο πλαίσιο –ιστορικό, οικονομικό κ.λπ.– που το περιβάλλει, από την ανάλυση και τον δημοσιογραφικό σχολιασμό που καμία σχέση δεν έχουν με «ίσες αποστάσεις», και στις οποίες, τις περισσότερες φορές, το κοινό «διαβάζει»: Δεν θέλω να πω τα πράγματα με το όνομά τους ή δεν θέλω να τα πω με το όνομα που εγώ θεωρώ ότι έχουν.
Επικοινωνία
Οπως είχε γράψει ο Αμερικανός θεωρητικός της επικοινωνίας Τζέιμς Κάρεϊ, πρέπει να κατανοήσουμε την τελετουργική λειτουργία της επικοινωνίας. Αντί να σκεφτόμαστε την επικοινωνία απλώς ως τη μετάδοση πληροφοριών από το ένα άτομο στο άλλο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η επικοινωνία παίζει θεμελιώδη ρόλο στην αναπαράσταση κοινών πεποιθήσεων. Δεν είναι απλώς πληροφορίες, αλλά δράμα – «μια απεικόνιση των αντιμαχόμενων δυνάμεων στον κόσμο». Οι δημοσιογράφοι δεν είναι ακαδημαϊκοί. Οπως και το κοινό αποτελούν μέρος αυτού του δράματος, κι έτσι μια δημοσιογραφική στάση που δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις πολλές διαφορετικές πεποιθήσεις των ανθρώπων, πιθανόν μπορεί να συμβάλει σε μια πολυεπίπεδη ειδησεογραφική παιδεία, κομμάτι της οποίας είναι η ενίσχυση των πολιτών με δεξιότητες κριτικής έρευνας, που είναι τελικώς και το ζητούμενο μέσα σε έναν κόσμο ανεξέλεγκτης και συνεχούς ροής πληροφοριών.
Κατανόηση οθόνης
Οι διακοπές φέτος είχαν βουνό και σχεδόν καθόλου θάλασσα. Πεζοπορία, διάβασμα, δροσιά και συζητήσεις. Καμιά φορά τα βράδια ανοίγαμε την τηλεόραση για να δούμε τι παίζει και πέφταμε πάνω σε μικρά, περιφερειακά, κανάλια με πρόγραμμα που ακροβατούσε στα όρια της παραπληροφόρησης και της υπερβολής. Συνωμοσιολόγοι, αντιεμβολιαστές, γεωπολιτικοί «αναλυτές», όλοι θυμωμένοι και έξαλλοι.
Το αρχικό μειδίαμα –μα ποιος τα βλέπει αυτά;– έγινε απογοήτευση όταν ακούγαμε τα ίδια επιχειρήματα στις γνωστές συζητήσεις στα καφενεία του χωριού. Για το ποιος κρύβεται πίσω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα εμβόλια που δεν δουλεύουν, τον Μπουρλά που αρρώστησε. Δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς, αλλά τη γύρα των καφενείων έκανε η πρόβλεψη ότι οι εμβολιασμένοι έχουν δεν έχουν πέντε χρόνια ζωής.
Θυμήθηκα τα παραπάνω διαβάζοντας την είδηση ότι το YouTube ετοιμάζεται να λανσάρει διαφημίσεις στα βιντεάκια του, όχι για να προωθήσει κάποιο προϊόν, αλλά για να εκπαιδεύσει τους θεατές να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι, το αληθινό από το ψεύτικο. Μια προσπάθεια τύπου «κατανόηση οθόνης».
Τον περασμένο Μάρτιο, για παράδειγμα, κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο ένα βίντεο που έδειχνε τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήθεν να καλεί τις δυνάμεις του να παραδώσουν εδάφη της χώρας του στον στρατό της Ρωσίας. Τα βίντεο και η τεχνολογία αυτού του είδους περιγράφονται με τον όρο «deepfake» γιατί στα μη έμπειρα μάτια μοιάζουν σαν αληθινά. Μέχρι να αποδειχθεί ότι το βίντεο ήταν ψεύτικο, είχε προκαλέσει ένα ρήγμα αξιοπιστίας. Μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία.
Χρειάζεται λοιπόν μια άλλου τύπου εκπαίδευση στους χρήστες κάθε ηλικίας και κάθε μέσου. Κάθε προσπάθεια όμως είναι καταδικασμένη να αποτύχει εάν δεν ξεκινήσει από μικρή ηλικία. Ισως να μην αλλάξουν απόψεις οι φίλοι μας και οι συγγενείς μας, αλλά τα παιδιά μας πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής. Να έχουν διδαχθεί πώς να ξεχωρίζουν μια αξιόπιστη είδηση / πηγή / ιστοσελίδα / εφημερίδα από τον σω-ρό που κυκλοφορεί.
Υπάρχουν δύο όροι στο εξωτερικό που περιγράφουν αυτή την ανάγκη, το «media literacy» και το «news literacy», την εκπαίδευση δηλαδή στη χρήση των μέσων και τη διάκριση των ειδήσεων. Τα σχολεία θα ανοίξουν φέτος με νέα βιβλία, εκπαιδευτικούς ομίλους, μέντορες και άλλες καινοτομίες. Μήπως θα χωρούσε ακόμη μία; Η κατανόηση κειμένου (και περιεχομένου) δεν είναι… σέξι και αποδίδει μετά πολλά χρόνια. Αλλιώς ναι, υπάρχουν πάντα οι ινφλουένσερ του καφενείου.
Στρίβειν διά του στρουθοκαμηλισμού
Τέσσερις στους δέκα σε 46 χώρες αποφεύγουν σκοπίμως την ενημέρωση, αναφέρει η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τη μελέτη της δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Γιατί; Εξαιτίας της κόπωσης που προκαλεί η επανάληψη των «κακών νέων» – πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, οικονομική κρίση· η μονοτονία της δυστυχίας οδηγεί στον κορεσμό και στην κοινοτοπία. Διότι ρίχνουν το ηθικό, προκαλούν στρες, τους «χαλάνε τη μέρα»· το ένστικτο αυτοπροστασίας ρίχνει πάνω στην οδύνη των άλλων την ωχρή σκόνη της λήθης. Διότι οι ειδήσεις σπέρνουν έριδες. Και, επιπλέον, δεν είναι αντικειμενικές – στην Ελλάδα η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ είναι πολύ μικρή, ιδίως μεταξύ των αυτοπροσδιορισμένων ως αριστερών (η πολιτική πόλωση επηρεάζει τη σχέση των πολιτών με τα ΜΜΕ) και των νέων, που ενημερώνονται από τα κοινωνικά δίκτυα. Δύο είναι οι κύριες ρίζες της αδιαφορίας για τις ειδήσεις: η διάθεση εξορκισμού του κακού (κίβδηλου ή πραγματικού) διά του στρουθοκαμηλισμού και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ.
Αν προχωρούμε νηφάλιοι μέσα στο μαρτύριο των ημερών είναι γιατί αρνούμαστε να σηκώσουμε το βάρος όλων των ανθρώπινων πόνων, την πολλαπλότητα των ταυτόχρονων πεπρωμένων· θα χρειαζόμασταν ισάριθμες καρδιές με τα όντα που υποφέρουν. Το πνεύμα αποδρά από τον πυρήνα της συμφοράς στην ανακουφιστική οικεία καθημερινότητα. Υπάρχει κάτι σαν υλικό όριο στην αντοχή μας. Λέμε για την οδύνη όταν αυτή εξελίσσεται στο υφάδι ζωής εκατομμυρίων πλασμάτων ότι είναι παγκόσμια· αλλά το παγκόσμιο σύντομα αποκτά διάσταση όχι ευρύτερη από εκείνη της θερμής εστίας.
Η εμπιστοσύνη είναι το αντίδοτο στο κακό. Ωστόσο, η ολίσθηση από την αλήθεια στην (ατεκμηρίωτη) πληροφορία ενέτεινε την αμφισβήτηση της γνώσης που τυποποιείται από τα ΜΜΕ και διατίθεται στους πολίτες με τη σημασία του γεγονότος ακέραιη. Η πλημμυρίδα του προπαγανδιστικού και ψευδούς λόγου, των παραχαραγμένων και κατασκευασμένων ειδήσεων βάθυνε στη συνείδηση του κοινού τη διάσταση ανάμεσα στο υπαρκτό και στις αναπαραστάσεις του. Και μαζί με τον γρήγορο θάνατο συμβόλων και αξιών, τη δυστοπική προοπτική ενός αβέβαιου μέλλοντος, μετέτρεψε τον εξορκισμό του κακού σε εξορκισμό της πραγματικότητας των ΜΜΕ. Ομως είναι ένας εξορκισμός, μια απόρριψη της λειτουργίας τους ως πύλης εισόδου στο πραγματικό, που δεν αποκαθιστά καμία πραγματικότητα. Αντιθέτως, συχνά, βυθίζει στο χάος της συνωμοσιολογίας και στη σύγχυση.
Ειδήσεις με φίλτρο
«Κλείσ’ το ή βάλε κάτι άλλο να δούμε. Δεν μπορώ άλλα κακά νέα». Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει ή δεν έχετε ξεστομίσει οι ίδιοι κάτι τέτοιο. Τα τελευταία χρόνια τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων είναι γεμάτα επικίνδυνους ιούς και μεταλλάξεις, θανάτους, συρράξεις, πολιτικές κρίσεις, ακρίβεια, διατροφική κρίση, προσφυγική κρίση, ελληνοτουρκική κρίση, πάσης φύσεως προβλήματα και εγκλήματα, μια επικαιρότητα απογοητευτική και απαισιόδοξη, μια επικαιρότητα τρόμου και οδύνης, με λίγα λόγια ό,τι χειρότερο συμβαίνει στον πλανήτη μπαίνει στο καθιστικό μας την ώρα του δελτίου.
Πέρα από στρες και ανασφάλεια δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να νιώσει κανείς παρακολουθώντας τις ειδήσεις. Οπότε μου φαίνεται απολύτως λογικό κάποιοι να μη θέλουν πια να τις παρακολουθούν, να αλλάζουν κανάλι ή να κλείνουν την τηλεόραση, γενικότερα να γυρίζουν την πλάτη τους στην ενημέρωση. «Αποφεύγω σκοπίμως τα πράγματα που μου προκαλούν στρες και ό,τι μπορεί να έχει επίπτωση στη μέρα μου. Επιδιώκω να αποφεύγω τις ειδήσεις για νεκρούς και καταστροφές», απάντησε ένας 27χρονος στην έρευνα που έγινε σε δείγμα 93.333 ατόμων σε 46 χώρες από το Reuters Institute for the Study of Journalism.
Στους δέκα ερωτηθέντες οι τέσσερις (το 38%) δήλωσαν ότι αποφεύγουν σκοπίμως την ενημέρωση. Το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 29%. Σε διάστημα πέντε ετών αυτό το ποσοστό διπλασιάσθηκε στη Βραζιλία (54%) και στο Ηνωμένο Βασίλειο (46%). Στη Γαλλία βρίσκεται στο 36% (έναντι 33% το 2019 και 29% το 2017). Είναι βέβαιο ότι τα τελευταία χρόνια της πανδημίας, η μονοθεματική σχεδόν επικαιρότητα, επικεντρωμένη στις τραγικές συνέπειες της COVID-19, είχε αρνητική επίδραση σε ακόμη περισσότερους ανθρώπους που συνειδητά πλέον απορρίπτουν την ενημέρωση ως επιβλαβή για την υγεία τους.
Ωστόσο, δεν είναι και τόσο εύκολο να αποφύγεις τις κακές ειδήσεις. Ακόμη κι αν κλείσουμε την τηλεόραση, ο αλγόριθμος θα βρει τρόπο να μας τις σερβίρει στην οθόνη του smartphone, κάπου θα διαβάσουμε διαδικτυακές συζητήσεις για θέματα της επικαιρότητας, τα σόσιαλ μίντια είναι καθημερινά σχεδόν πεδίο προβολής δυσάρεστων νέων.
Η λύση δεν είναι να κρυβόμαστε από τα δυσάρεστα νέα και συναισθήματα αλλά να επιλέγουμε με αυστηρά κριτήρια από πού θα ενημερωθούμε, να αξιολογούμε όσα διαβάζουμε και παρακολουθούμε, να φιλτράρουμε τις ειδήσεις κρατώντας τις χρήσιμες και απορρίπτοντας τις υπόλοιπες. Εγκλήματα που γίνονται σίριαλ και μεταδίδονται πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες σε σοκαριστικές υποθέσεις, εικόνες και βίντεο φρίκης και ωμής βίας δεν μας είναι απαραίτητα. Αυτά, ναι, μπορούμε να τα αποβάλουμε από τη ζωή μας.
Παραπλανητικές ειδήσεις και πόλεμος
Υποταγή σε ένα κούφιο κέλυφος
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναφερθεί κανείς στις κριτικές που, κυριολεκτικά, υπέστη η ταινία «Don’t Look Up» (Netflix) και ν’ αφήσει στην άκρη τον σχολιασμό για την ταινία καθαυτή
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναφερθεί κανείς στις κριτικές που, κυριολεκτικά, υπέστη η ταινία «Don’t Look Up» (Netflix) και ν’ αφήσει στην άκρη τον σχολιασμό για την ταινία καθαυτή.
Τον σχολιασμό όχι μόνο από δημοσιογραφικά κανάλια αλλά από τις «χρηστηκές» (λεξιπλασία εκ του χρήστη και όχι του χρήσιμου) performance στα κοινωνικά δίκτυα, με τη ρομφαία του κοινού να κατακεραυνώνει τον σκηνοθέτη Ανταμ Μακέι αποδίδοντάς του ανώφελη σπατάλη του ταλαντούχου συνόλου των ηθοποιών, το οποίο ομολογουμένως είναι εντυπωσιακό: Μέριλ Στριπ, Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Κέιτ Μπλάνσετ και… το πανόραμα συνεχίζεται.
Οι κριτές τους αποδίδουν σπουδαίες ερμηνείες, ξεχνώντας ωστόσο ότι ο ηθοποιός δεν είναι σχεδόν τίποτα χωρίς τον σκηνοθέτη και ότι μεγάλο μέρος της σπουδαίας ερμηνείας κάθε ηθοποιού οφείλεται στην καθοδήγηση του εκάστοτε σκηνοθέτη.
Αλλά εάν υποκύπταμε στον πειρασμό θα εκφράζαμε ακριβώς αυτό που, κατά την ταπεινή μας άποψη (ως είθισται να λέμε και καθόλου να το εννοούμε), πραγματεύεται η ταινία: την επικυριαρχία κάθε είδους μέσου μαζικής επικοινωνίας (παλιό αυτό) και στη συνέχεια την επικυριαρχία των κοινωνικών δικτύων επί κάθε είδους MME. Aλλά και επί κάθε δημόσιου διαλόγου και πολιτικής, με το περιεχόμενο και το νόημα να ταυτίζονται με την ανταπόκριση που κερδίζουν στα κοινωνικά δίκτυα και τις ανάλογες μετρήσεις να υπαγορεύουν τα δέοντα σε δημόσιες πολιτικές, δημοσιογραφία, προσωπικά στάτους και σχέσεις, επιστημονικές αποφάσεις.
Κάτι σαν ολική υποχώρηση και υποταγή σε ένα κέλυφος κούφιο που, με δύναμη την ποσότητα και την αμεσότητα, διασχίζει τις ζωές των ανθρώπων και στο διάβα του αποσαθρώνει κάθε ουσία επιβάλλοντας έναν εξισωτισμό αξιών… προς τα κάτω. Θεσμοί, πρόσωπα, ρόλοι αντλούν από το κέλυφος και υποχωρούν μπροστά στις μετρήσεις του, ενστερνιζόμενοι τόσο τη δύναμή του, που μετατρέπονται οι ίδιοι σε μικρά κελύφη-ακόλουθους, σε εκφραστικές ρέπλικες του μέσου.
Οι κυβερνήσεις έχουν παραχωρήσει ύψιστες κοινωνικές και πολιτικές ευθύνες στους κατέχοντες το μέσο και στους τεχνολογικούς κολοσσούς και έτσι στα χέρια τους πια, η ευθύνη μετατρέπεται σε δικαίωμα που εκφράζεται με πλήθος αυθαίρετων και ανεύθυνων ενεργειών.
Ακόμα και όταν το συμβόλαιο που εξασφαλίζουν αντικαθιστώντας την πολιτική εξουσία και το κοινωνικό κράτος αφορά τη σωτηρία του γήινου σύμπαντος. Εχοντας ενστερνιστεί τα δημιουργήματά τους ως τη μόνη πραγματικότητα, ως τη μοναδική εξέλιξη για το ανθρώπινο είδος απευθύνονται στον Επιστήμονα όχι οπωσδήποτε απαξιωτικά αλλά με βαθιά απορία και σχεδόν προσβεβλημένοι όταν αυτός διατυπώνει την ένστασή του για την ανάληψη της ύστατης κοινωνικής αποστολής από έναν επιχειρηματία.
Οι επιστήμονες ακολουθούν κατ’ αρχάς την οδό του «παλιού κόσμου». Απευθύνονται στα εθνικά επιστημονικά κέντρα για να ανακοινώσουν την ανακάλυψη και το επείγον του θέματος που είναι τραγικό και απλό: ένας τεράστιος κομήτης κατευθύνεται στη γη και θα γίνει η απόλυτη καταστροφή.
Κάτι πρέπει να γίνει. Αγγελιοφόροι ενός μηνύματος που κανείς δεν ακούει, που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αξιολογήσει με, αυτόνομη και μη υπαγορευμένη από το μέσο, σκέψη ή δεν μπορεί πια, δεν ξέρει πώς να το κάνει, δεν του περνάει από τον νου ότι πρέπει να το κάνει. Βρίσκονται μπροστά στην απαξίωση του νοήματος συναντώντας μόνο ανήμπορες νησίδες κατανόησης, καταβεβλημένες κι αυτές από τη σύγχρονη καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων.
Και ξαφνικά… να μια ελπίδα! Φρούδα. Μια σοβαρή εφημερίδα με σοβαρούς δημοσιογράφους και σοβαρά θέματα, ένας φορέας ελέγχου της εξουσίας, ένας εταίρος για την τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου που, όμως, υποκύπτει στις μετρήσεις των κοινωνικών δικτύων.
Το νόημα έχει υποχωρήσει μπροστά στον αυτοσκοπό του υπάρχειν και οι επιστήμονες ακολουθούν τις υποδείξεις του μέσου οδηγούμενοι σε έναν αγώνα άνισο. Πηγαίνουν σε συναυλίες, φτιάχνουν κονκάρδες και μπλουζάκια για να προωθήσουν τον σκοπό τους, ανακατεύονται με τα «πρωινάδικα», υπηρετούν το τίποτα, εξισώνονται με το χειρότερο trendy, γίνονται έρμαια ενός κατακερματισμένου χρόνου, του χρόνου των media. Στο τέλος απλώς επιβεβαιώνουν τον Μακλούαν: το μέσον είναι το μήνυμα. Αυτό που θέλουν να πουν γίνεται σύνθημα και η επιθυμία της προώθησης αυτοσκοπός.
Θεσμοί, πρόσωπα, ρόλοι, ΜΜΕ δέχονται την επικυριαρχία των κοινωνικών δικτύων.
Και το κοινό κύριε; Προσέρχεται στις συναυλίες, φωνάζει, πριμοδοτεί τα μέσα, ούτε καν θυμάται γιατί χρησιμοποιήθηκαν εξαρχής, ποιος ήταν ο στόχος, τι ήθελαν να πουν οι επιστήμονες. Τουιτάρουν ανοησίες, συμμετέχουν σε ηλίθιες viral προκλήσεις, συντονίζονται με την προπαγάνδα και διατυπώνουν θεωρίες συνωμοσίας, συντάσσονται με το ένα ή το άλλο σύνθημα: Don’t look up ή look up!
Βλέποντας κάποιος την ταινία καταλήγει εύλογα σε ένα ερώτημα που όμως δεν διατυπώνεται στην ταινία του Μακέι και δεν απαντάται εδώ: Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αυτά τα πράγματα ή τι προκαλεί αυτά τα διαδικτυακά φαινόμενα; Αρκεί το δικαίωμα που διεκδικεί ο σύγχρονος άνθρωπος στην άποψή του έχοντας ως κεντρικό άξονα την ελευθερία και την ικανοποίηση της επιθυμίας του; Στην απαξίωση κάθε αυθεντίας σε όλα τα πεδία αφού η τελική κρίση έρχεται με την «άποψη» που εκφράζεται μέσω των κοινωνικών δικτύων;
Δεν αναφέραμε μέχρι τώρα πολλά πράγματα για την υπόθεση της ταινίας. Εχει άραγε καμιά σημασία; Και τελικά είναι καλή ταινία; Τι να πω; Αλλοι λένε ναι κι άλλοι λένε όχι. Και οι δύο πλευρές, πάντως, υποστηρίζουν την άποψή τους με μεγάλη σιγουριά…
Αγαπητέ κύριε διευθυντά
Τον Γιόζεφ Ροτ τον κατατάσσω στους τεράστιους συγγραφείς, με συγκινεί η κάθε του πρόταση. Τη στιγμή αυτή διαβάζω τα δημοσιογραφικά του κείμενα (όλα από τις εκδόσεις Αγρα). Ηταν άνθρωπος των εφημερίδων. Υπήρξε διά βίου αναγνώστης, συγγραφέας, διανοητής. Το 1926, σε μια επιστολή στον εκδότη της εφημερίδας Frankfurter έγραψε: «Η επιφυλλίδα είναι για την εφημερίδα το ίδιο σημαντική με την πολιτική αρθρογραφία, και για τον αναγνώστη πολύ πιο σημαντική. Η σύγχρονη εφημερίδα διαμορφώνεται από πολλά – και όχι μόνο από την πολιτική ειδησεογραφία της. Η σύγχρονη εφημερίδα χρειάζεται τις επιφυλλίδες περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται τα κύρια άρθρα της. Δεν είμαι η γαρνιτούρα, ούτε το επιδόρπιο. Είμαι το κυρίως πιάτο… ζωγραφίζω το πορτραίτο της εποχής. Αυτό πρέπει να κάνουν οι σπουδαίες εφημερίδες».
Η επιφυλλίδα όχι μόνον είναι το κυρίως πιάτο που τρώγεται και κρύο, αλλά παραμένει και αναλλοίωτα νόστιμο. Ενα καλό άρθρο γνώμης δεν λήγει, μπορεί να καταναλωθεί και χρόνια αργότερα. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά ξαναορίζεται η έννοια της δημοσιογραφίας και τα λόγια του ηχούν επίκαιρα, ίσως πιο έγκυρα τώρα απ’ ό,τι τότε. Η έννοια της επικαιρότητας προσδιορίζεται εκ νέου, καθώς τα νέα χάνουν τη φρεσκάδα ταχύτατα, βάναυσα, λεπτό προς λεπτό. Ο Τύπος δεν κατέχει πλέον το μονοπώλιο των ειδήσεων ούτε είναι πια θεματοφύλακας της πληροφορίας. Παύει η έννοια της έκπληξης στη ροή των ειδήσεων. Η πληροφορία παλιώνει, το μαντάτο ξεφτίζει. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, κάτι άλλο έχει «ανέβει» και έχει πάρει θέση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλαξαν επίσης οι ρόλοι· ποιο είναι το κοινό και ποιοι οι επαγγελματίες; Ρεπόρτερ υπό μία έννοια είμαστε όλοι, με ένα κινητό στο χέρι έτοιμοι να καταγράψουμε ό,τι συμβαίνει. Αρκεί να βρισκόμαστε στο κατάλληλο σημείο, την ενδεδειγμένη στιγμή. Από τη μια υπάρχουν πολλές πηγές και πρόσβαση σε υλικό, από την άλλη τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν χάσει τον έλεγχο της διανομής της δουλειάς τους και βλέπουν τη διαφήμιση να διοχετεύεται στην Google και στο Facebook. Η δημοσιογραφία ενισχύεται και απειλείται ταυτόχρονα.
Κάποιος τις προάλλες μού είπε ότι τον τάραξαν οι έξι ώρες που κράτησε το μπλακ άουτ στο Facebook και στο Instagram. Είναι στην ηλικία μου και αυτή είναι η πηγή ενημέρωσής του, έχει σταματήσει να διαβάζει εφημερίδες. Βρίσκει ότι ο όγκος της πληροφορίας στις εφημερίδες τον κατακλύζει. Η πλεονάζουσα πληροφορία είτε του φέρνει κατάθλιψη, είτε δεν την κατανοεί, είτε δεν τον ενδιαφέρει. Ενώ τα σόσιαλ, μου είπε, δεν είναι παθητικά. Ο,τι προβάλλεται είναι επειδή κάποιος το έχει επιλέξει, το άρθρο διακινείται επειδή διαθέτει συναίσθημα. Από τα ενστικτώδες «μου αρέσει/δεν μου αρέσει» μέχρι τα πιο σύνθετα όπως χαρά/οργή/λύπη κ.ά. Με έβαλε σε σκέψεις. Είμαι φανατική αναγνώστρια εφημερίδων στη χώρα των οπαδών των εφημερίδων. Το 80%, που δεν είναι και λίγο, διαβάζει καθημερινά κάποιο έντυπο. Οσο ασαφής είναι στην Αγγλία ο προφορικός καθημερινός λόγος, τόσο συγκεκριμένος και απερίφραστα κατηγορηματικός είναι ο δημοσιογραφικός λόγος. Οι πρώτες δε σελίδες, όταν περιέχουν φωτογραφία του Μπόρις, μου βγάζουν τόσο έντονα συναισθήματα που με στέλνουν κυριολεκτικά στο ψυχιατρικό ντιβάνι. «Κυρία Βλαστού, είναι η τρίτη συνεχόμενη φορά που αναφέρεστε σε εκείνον». Και τότε συνέρχομαι. Είτε τις συνεδρίες πρέπει να τις καλύπτει το κρατικό σύστημα υγείας για όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, είτε κάποιος πρέπει να με πληρώνει για να μιλώ για τον Μπόρις – και όχι το αντίστροφο.
Οι ιστορίες που θέλουμε να διαβάζουμε παραμένουν ίδιες. Θέλουμε να πληροφορούμαστε για το τι κάνουν οι πολιτικοί, να μαθαίνουμε πώς να παραμένουμε υγιείς, να ενημερωνόμαστε για τα βιβλία και τις ταινίες, να προβληματιζόμαστε και να γελάμε με το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Κατέληξα στο ότι ο ρόλος όσων γράφουν αλλάζει. Ξαφνικά γίνεται όλο και πιο σημαντικός. Πήρα τα μαθήματά μου. Για να προσελκύσουμε το κοινό πρέπει να ανιχνεύσουμε τα ενδιαφέροντά του. Να αξιοποιήσουμε το συναίσθημα γράφοντας αλήθειες. Εάν όλοι διαθέτουν την πρώτη ύλη οι γραφιάδες καλούνται όχι μόνο να κάνουν τη διαιτησία με την παραπληροφόρηση, ξεσκαρτάροντας τα ψεύτικα νέα, αλλά να περάσουν στο επόμενο στάδιο. Να επιμεληθούν την είδηση, να εισχωρήσουν σε μεγαλύτερο βάθος, να ζωγραφίσουν με ενάργεια το πορτρέτο εισδύοντας στον ψυχισμό της εποχής. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται συναίσθημα. Και για να βγει συναίσθημα, χρειάζεται ειλικρίνεια. Και επειδή όσοι γράφουμε έχουμε πρωτίστως τις εμμονές μας, χρειάζεται να τις αντιμετωπίσουμε ανυπόκριτα. Ευθύτητα πρώτα με τις δικές μας προκαταλήψεις. Στην ουσία καλούμαστε να ενδυναμώσουμε το αναγνωστικό κοινό και κατόπιν, μετά βεβαιότητος, θα ισχυροποιηθεί η δημοσιογραφία. Που είναι το καλύτερο επάγγελμα του κόσμου όπως είπε και ένας άλλος αγαπημένος συγγραφέας-δημοσιογράφος, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Ισως αυτό πρέπει να κάνουν για να επιβιώσουν οι σπουδαίες εφημερίδες.
* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
Η φενάκη της συνεχούς ζωντανής ενημέρωσης
Την ημέρα που έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Αμερικανός διανοούμενος Τσαρλς Τζενκς έτυχε να βρίσκεται στην Αθήνα. Οταν ρωτήθηκε για το πραξικόπημα, ο Τζενκς απάντησε κρυπτικά: «Δεν ήξερα τίποτε γιατί ήμουν εκεί».
Αυτό που εννοούσε είναι ότι η φυσική παρουσία του στην Αθήνα δεν υποδήλωνε ότι γνώριζε απαραίτητα τι έβλεπε. Η εμπειρική γνώση ενός συμβάντος (τανκς στους δρόμους) είναι διαφορετική από την αποτίμηση της σημασίας του («πραξικόπημα»). Τα γεγονότα δεν υπάρχουν μόνο στο επίπεδο της προσωπικής εμπειρίας αλλά και της γνωστικής αναπαράστασης.Γνωρίζουμε κάτι όταν μπορούμε να διακριβώσουμε το νόημά του.
Στη μιντιακή κοινωνία γινόμαστε μάρτυρες απόμακρων γεγονότων, όχι αυτοπρόσωπα αλλά τηλε-οπτικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα τραγικά συμβάντα που συνοδεύουν την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Τα γνωρίζουμε επειδή μας τα τηλε-αφηγούνται.
Προσφάτως, γίναμε μάρτυρες μεγάλων καταστροφικών πυρκαγιών. Οι περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί ακύρωσαν την κανονική ροή του προγράμματός τους προκειμένου να μεταδίδουν απευθείας, για αρκετές ώρες, ρεπορτάζ των ανταποκριτών τους από τις εστίες φωτιάς. Δεν ήταν η πρώτη φορά.
Η συνεχής ζωντανή μετάδοση αποσκοπούσε διακηρυκτικά στην ενημέρωση του πολίτη. Η άμεση εμπειρία που στερούμασταν, όσοι δεν ζούσαμε στις πυρόπληκτες περιοχές, μας μεταφέρθηκε έμμεσα – τηλεοπτικώς διαμεσολαβημένη. Επρόκειτο για δήθεν ενημέρωση ή, ακριβέστερα, για θραύσματα ενημέρωσης. Οσες φορές προσπάθησα να παρακολουθήσω τα σχετικά ζωντανά ρεπορτάζ συνεχούς ροής, σταμάτησα έπειτα από ένα μισάωρο. Ο λόγος; Η διαρκής μετάδοση ζωντανών εικόνων και περιγραφών ήταν αρκετή για να εξάψει την περιέργεια αλλά δεν ένιωθα ότι ενημερώνομαι πραγματικά.
Η συνεχής ζωντανή ανταπόκριση από μια εστία καταστροφικών γεγονότων προέρχεται από μια κάμερα κι έναν/μία δημοσιογράφο που περιγράφει την κατάσταση επί τόπου. Βλέπουμε, συνήθως, εικόνες φρίκης – δένδρα να καίγονται, πύρινα τείχη να κινούνται, ανθρώπους σε απόγνωση, ομάδες πυροσβεστών και εθελοντών να επιχειρούν, δημοσιογράφους να εικοτολογούν για την πιθανή εξέλιξη της φωτιάς. Ολα αυτά, μεταφορικά, είναι τα δένδρα· απουσιάζει το δάσος. Ενα άθροισμα από θραύσματα δεν συγκροτεί εικόνα με νόημα – δεν παράγει ενημέρωση.
Η ενημέρωση προκύπτει όταν ο τηλεθεατής λαμβάνει, μαζί με τις επιμέρους εικόνες και στιγμιότυπα, εποπτική αφήγηση. Αυτός είναι ο πυρήνας του καλού ρεπορτάζ. Στις καλύτερες στιγμές του το βλέπουμε σε ερευνητικές εκπομπές, όπως οι «Ιστορίες» (ΣΚΑΪ) ή το «Πανόραμα» (BBC). Σε λιγότερο ερευνητική μορφή απαντά και στα τακτικά δελτία ειδήσεων. Σε λίγα λεπτά ο τηλεοπτικός αφηγητής καλείται να μεταφέρει μια συνολική εικόνα στον τηλεθεατή, προκειμένου αυτός αφενός να αντιληφθεί διαμεσολαβημένα τα καταστροφικά γεγονότα, αφετέρου να αποτιμήσει τη σημασία τους.
Τα καμένα δάση και σπίτια στη βόρεια Εύβοια ήταν γεγονότα. Η σημασία τους («καταστροφική πυρκαγιά») δεν προέκυψε τόσο από το ζωντανό ρεπορτάζ συνεχούς ροής, όσο από τη συνολική εικόνα που αργότερα συντέθηκε και την ενοποιητική – εποπτική αφήγηση που τη συνόδευε – χωρίς αυτά θα αδυνατούσαμε, ως τηλεθεατές, να αντιληφθούμε το νόημα των όσων βλέπαμε.
Με άλλα λόγια, η καλή ενημέρωση εμπεριέχει και επιλεκτική μεταφορά επιτόπιας – βιωματικής γνώσης των άμεσα εμπλεκόμενων και αποστασιοποιημένη εποπτική αφήγηση για να αναδειχθεί η μεγάλη εικόνα. Τα γεγονότα πρέπει να τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο για να αποκτήσουν νόημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η ενημέρωση είναι, ενίοτε, επίμαχη. Πού θα εστιάσει ο φακός, τι εικόνες θα επιλεγούν, και ποιο θα είναι το αφηγηματικό πλαίσιο ερείδονται σε αξιακούς κώδικες, επαγγελματικές πρακτικές, και, ενίοτε, πολιτικές επιλογές.
Η συνεχής ζωντανή αναμετάδοση γεγονότων (ροή εικόνων και μικρο-περιγραφών) δημιουργεί μεν την εντύπωση της ενημέρωσης, αλλά η έλλειψη αποστασιοποίησης εμποδίζει την εποπτική αφήγηση. Το τίμημα της αμεσότητας είναι η εποπτικότητα – υπογραμμίζοντας το ένα μειώνεται το άλλο. Το δίλημμα αυτό είναι πολύ πιο έντονο για την Πολιτική Προστασία, χωρίς την πολυτέλεια της παράκαμψής του. Η ταχεία αποκρισιμότητα απαιτεί τόσο ικανότητα άμεσης γνώσης επιμέρους συμβάντων, όσο και την αξιολογική σύνθεσή τους για ανάληψη δράσης – και αμεσότητα και εποπτικότητα και δράση.
Αρχίζοντας τη συνέντευξή του στα ΜΜΕ μετά τις πυρκαγιές, στις 12/8/21, ο πρωθυπουργός ευχαρίστησε τα ΜΜΕ γιατί, μεταξύ άλλων, «βοήθησαν την κοινή γνώμη αλλά και εμάς να αντιληφθούμε πραγματικά τι συμβαίνει». Ελπίζω να μην το εννοούσε, όπως ακούστηκε. Αλίμονο αν ο κρατικός μηχανισμός στηριζόταν σε τηλεοπτικές ανταποκρίσεις για να αποκτήσει αίσθηση της πραγματικότητας. Τόσο αδύνατη είναι η Πολιτική Προστασία;
Η συνεχής ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη ενδέχεται να δυσχεράνει το έργο των δυνάμεων πυρόσβεσης. Αφενός οι τηλεθεατές ενδέχεται να τρομάξουν, στο μέτρο που εκτίθενται σε ανεπεξέργαστες εικόνες Αποκάλυψης, με συνέπεια την ανάληψη πιθανώς παρορμητικής δράσης, αφετέρου η ζωντανή τηλεοπτική εικόνα αυξάνει την πίεση στους λήπτες αποφάσεων, με κίνδυνο υπονόμευσης της ευθυκρισίας τους αναφορικά με την ορθολογική χρήση των μέσων πυρόσβεσης.
Το γνωρίζουμε και από τη δημοσιογραφική κάλυψη πολεμικών επιχειρήσεων διεθνώς. Η καλή ενημέρωση προϋποθέτει επιδέξια σύνθεση επιτόπιας βιωματικότητας και αποστασιοποιημένης σφαιρικότητας. Παρά τον αξιέπαινο κόπο και, ενίοτε, διακινδύνευση των εμπλεκομένων δημοσιογράφων, τα κανάλια μας, για μια ακόμη φορά, θριάμβευσαν στην υπερβολή. Η ενημέρωση είναι πολύ πιο απαιτητική δραστηριότητα από τη συνεχή ζωντανή μετάδοση γεγονότων. Η εμπειρία δεν παράγει απαραίτητα γνώση.
* Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
Η πραγματική δημοσιογραφία στέκει ακόμη σαν βράχος
Ο Μάικλ Σάντσον μιλάει στην «Κ»
Παρά την τεράστια κριτική που δέχονται οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ παγκοσμίως, υπάρχουν αρκετοί λόγοι που ο Τύπος παραμένει σημαντικός, λέει ο Μάικλ Σάντσον, καθηγητής Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Στο βιβλίο του με τίτλο «Δημοσιογραφία», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, ο κ. Σάντσον υποστηρίζει πως σε έναν δημόσιο διάλογο που είναι πιο περίπλοκος από ποτέ η δημοσιογραφία προσφέρει μια προσέγγιση τεκμηριωμένη κι επικεντρωμένη στα γεγονότα, ενώ στη συνέντευξη στην «Κ» απαντά πως είναι αισιόδοξος για το μέλλον του επαγγέλματος σε ολόκληρο τον κόσμο, γιατί αναγνωρίζει τη φιλοδοξία και τον ζήλο στα μάτια των φοιτητών του, που θέλουν να εργαστούν σκληρά για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο με όχημα το ρεπορτάζ.
– Φαντάζομαι πως τα αμερικανικά ΜΜΕ πήραν αρκετά μαθήματα από την προεδρία Τραμπ. Θεωρείτε πως ο Τύπος βγήκε ενισχυμένος μέσα από αυτή τη σύγκρουση;
– Η αίσθησή μου διαβάζοντας και παρακολουθώντας τις ειδήσεις είναι αρχικά πως ο Τραμπ δεν έχει ξεχαστεί. Εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικός, ειδικά στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τώρα, τι μαθήματα πήραμε από την προεδρία Τραμπ; Αρχικά θεωρώ πως οι δημοσιογράφοι θα συνεχίσουν απλώς να κάνουν τη δουλειά τους αισθανόμενοι περισσότερο ελεύθεροι. Είναι πιο ελεύθεροι από πριν, που εργάζονταν μέσα σε ένα καθεστώς επιθέσεων που ενθαρρύνονταν από τον ίδιο τον πρόεδρο. Αυτό είναι πίσω μας. Και οι δημοσιογράφοι καλώς λένε «ο εφιάλτης είναι πίσω μας». Είναι μια διάσημη φράση που είπε ο Τζέραλντ Φορντ, στο τέλος της προεδρίας Νίξον. Δεν είμαι όμως βέβαιος πως είναι ακριβώς έτσι, υπάρχουν αρκετά διδάγματα: ένα από αυτά είναι πως οι πλειοψηφίες μπορεί να κάνουν λάθος. Στην πραγματικότητα το εκλογικό μας σύστημα εξέλεξε έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να κάνει τη δουλειά, που ήταν ασεβής απέναντι στις αμερικανικές παραδόσεις, που έβλεπε τον εαυτό του ως «μέτρο» της αλήθειας. Ο Τύπος γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται εξαρχής με δυσπιστία.
– Στο βιβλίο σας γράφετε ότι «δεν ζούμε στην εποχή της μετα-αλήθειας», αν και αρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν το αντίθετο.
– Ολη αυτή η συζήτηση ξεκίνησε από τον κωμικό Στίβεν Κολμπέρτ, που χρησιμοποίησε τον όρο «truthiness» για να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους υποστήριζε τις θέσεις του. Ελεγε πως «δεν πρόκειται να σας πει την αλήθεια, θα σας πει κάτι που ακούγεται καλά στα αυτιά σας». Βεβαίως ξέρουμε πως τόσο ο Τζορτζ Μπους όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν οι πρώτοι πρόεδροι που έλεγαν ψέματα. Ομως υπάρχει μια γκρίζα περιοχή ανάμεσα σε μια πιο «σχετική» έννοια της αλήθειας και στα «εναλλακτικά» γεγονότα. Το είδαμε αυτό επί Τραμπ. Το αποδεχόμαστε; Δεν νομίζω. Οι άνθρωποι τελικά πέφτουν επάνω στην πραγματικότητα. Οπότε θεωρώ πως όλη αυτή η συζήτηση για τη μετα-αλήθεια είναι ιδιαίτερα υπερβολική. Η πραγματικότητα έχει τεράστια κρατήματα και επηρεάζει αυτά που κάνουμε κι αυτά που θέλουμε να κάνουμε. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Τραμπ ήταν τόσο πολύ ενοχλητικός για τόσο κόσμο. Αν κάτι τον ικανοποιούσε, αν ικανοποιούσε το «εγώ» του, αν εκνεύριζε τους φιλελεύθερους, τότε ικανοποιούνταν πλήρως, ανεξαρτήτως του αν ήταν αλήθεια ή όχι.
– Οι άνθρωποι πάντως συνεχίζουν όλο και περισσότερο να παρακολουθούν ειδήσεις από τα καλωδιακά δίκτυα, εγκαταλείποντας τους μεγάλους σταθμούς για την ενημέρωσή τους. Επιλέγουν να ενημερώνονται από Μέσα που παίρνουν θέση υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. Αναρωτιέμαι εάν οδηγούμαστε σε έναν κόσμο όπου όλοι ενημερώνονται από τη δική τους «μιντιακή φούσκα», μακριά από κάποια στάνταρ που ίσως ίσχυαν παλαιότερα.
– Κάποιοι υποστηρίζουν πως οδηγούμαστε σε μια αναβίωση της στρατευμένης δημοσιογραφίας όπως στις εφημερίδες του 19ου αιώνα, που ήταν κομματικά ενταγμένες, χρηματοδοτούμενες από πολιτικά κόμματα και σίγουρα με ξεκάθαρη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος. Και το φαινόμενο αυτό υποχώρησε όταν η δημοσιογραφία μετατράπηκε σε έναν πιο ισχυρό, ανεξάρτητο και επαγγελματικό θεσμό στην κοινωνία. Ο επαγγελματισμός όμως σήμερα δεν έχει εξαφανιστεί και στέκεται εκεί σαν βράχος. Και είναι μια μεγάλη προστασία απέναντι στην κομματικοποίηση. Κοιτάξτε, προφανώς υπάρχει το Fox News ή, από την άλλη πλευρά του φάσματος, το MSNBC. Υπάρχουν όμως και οι New York Times που υπερασπίζονται σε μεγάλο βαθμό τις συνταγματικές μας αξίες, τις φιλελεύθερες αξίες, τη διαφορετικότητα μέσα σε μια κοινωνία. Κοιτάξτε επίσης τους μηχανισμούς ελέγχου δεδομένων που εφαρμόζουν ακόμη και στον πρόεδρο Μπάιντεν, για το εάν υπερέβαλε κάπου ή για το εάν οδηγήθηκε σε κάποιο λάθος. Αυτό θα το κάνουν ακόμη κι αν είναι ευχαριστημένοι, όπως και η πλειοψηφία των Αμερικανών αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο που ο σημερινός πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του.
– Eνα ζήτημα που φαίνεται ότι απασχολεί τους επαγγελματίες δημοσιογράφους είναι η μετάβαση από την αναζήτηση ιστοριών που έχουν μια «αξία επικαιρότητας» στην αναζήτηση ιστοριών που έχουν μια «αξία διαμοιρασμού». Θέματα, δηλαδή, που θα ανέβουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι αναρωτιέμαι αν αυτό το αντιμετωπίζετε ως μια απειλή ή μια ευκαιρία.
– Είναι και τα δύο. Ξέρετε, υπάρχει μια διάσημη φράση από το βιβλίο «Περηφάνια και προκατάληψη» της Τζέιν Oστιν. Η κυρία Μπένετ απαντά στο τι είναι αυτό που αγαπάει να κάνει στη διάρκεια της ημέρας και λέει πως «οι δύο χαρές στη ζωή είναι τα νέα και οι επισκέψεις». Και προφανώς συνειδητοποιεί πως τα δύο αυτά σχετίζονται: θέλει να μάθει τα νέα γιατί την καθιστούν πολύ σημαντικό πρόσωπο στις κοινωνικές της επαφές. Eχει κάτι να πει. Και έχει και ενδιαφέροντα κουτσομπολιά να μεταφέρει. Οπότε οι δύο έννοιες συνδέονταν ιστορικά. Αυτό που σήμερα έχει αλλάξει είναι ότι στο παρελθόν οι δημοσιογράφοι δεν είχαν τόσα δεδομένα για την αξία του διαμοιρασμού. Τώρα πια μπορούν να δουν τι ανεβαίνει και τι όχι, όπως και το πόσοι το μοιράζονται. Πόσα ζευγάρια μάτια είναι καρφωμένα στην ιστοσελίδα τους σε κάθε λεπτό. Κι όπως είναι φυσικό, εστιάζουν περισσότερο στην αξία αυτού που μπορεί να έχει απήχηση. Αυτό δεν σημαίνει πως οι δημοσιογράφοι αφήνουν στην άκρη τον επαγγελματισμό τους, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος από όσο οι περισσότεροι νομίζουν. Και θα συνεχίζουν να δημοσιεύουν πράγματα που μπορεί να μην είναι τόσο δημοφιλή. Λόγου χάρη, μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν θα απασχολήσει τόσους όσο ένα σεξουαλικό σκάνδαλο. Oμως θα δημοσιευτεί.
– Δώστε μου ένα λόγο για τον οποίο είστε αισιόδοξος για το μέλλον της δημοσιογραφίας.
– Διδάσκω σε ένα πανεπιστήμιο και μερικές φορές μου είναι αδύνατο να πιστέψω τον ιδεαλισμό αυτών των παιδιών που έρχονται από όλες τις χώρες στην ηλικία των 22, 23, 25, που θέλουν να βγουν έξω και να κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο μέσω του ρεπορτάζ. Και είναι έτοιμοι να το κάνουν λόγω χαρακτήρα και φιλοδοξίας. Eτοιμοι να ρισκάρουν τις ζωές τους για να το πραγματοποιήσουν. Και κανένα επιχειρηματικό μοντέλο ή κανένα άλλου είδους εμπόδιο δεν μπορεί να τους αποτρέψει από το να το κάνουν.
Τα δεδομένα
– Το πανεπιστήμιο στο οποίο διδάσκετε έχει ξεκινήσει προγράμματα «δημοσιογραφίας δεδομένων», που προσφέρει δεξιότητες σε νέους δημοσιογράφους που δουλεύουν στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Πόσο μεγαλύτερη αξία μπορεί να δώσουν στο ρεπορτάζ τέτοια εργαλεία;
– Τα δεδομένα είναι πλέον πολύ περισσότερα. Σκεφτείτε πόσα κυβερνητικά δεδομένα είναι πλέον διαθέσιμα, ενώ παλαιότερα ήταν πολύ δύσκολο να τα βρει κανείς. Για κάποιον που διαθέτει μαθηματικές ικανότητες, υπάρχει πλέον η δυνατότητα να εστιάσει στη δημοσιογραφία των δεδομένων. Σκεφτείτε την περίπτωση στην κάλυψη της πανδημίας του κορωνοϊού. Τα αριθμητικά δεδομένα είναι βασικό στοιχείο του ρεπορτάζ. Πόσοι εμβολιάστηκαν αυτή την εβδομάδα; Τι ποσοστό του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί; Πόσοι είναι οι θάνατοι; Πώς συγκρίνουμε την πορεία της πανδημίας ανά πολιτεία, ανά χώρα; Τα δεδομένα είναι περισσότερα από όσα μπορούμε να απορροφήσουμε, για αυτό έχει σημασία κάποιοι να μάθουν όχι μόνο να τα διαβάζουν αλλά και να τα εξηγούν.
Ζήτω η εφημερίδα
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ
Εφημερίδα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/11/2020
Μέσα στη γενική και ορμητική συχνά κίνηση των πραγμάτων, παραδοσιακοί και κατεστημένοι τρόποι χάνουν τη δεσπόζουσα θέση τους και υποχωρούν σε δεύτερο και τρίτο πλάνο στη χαοτική αυτοσκηνοθεσία της εποχής.
Έτσι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια δραματική υποχώρηση των έντυπων Μέσων, περιοδικών και εφημερίδων. Η εφημερίδα, είτε ως ειδησεογραφικό μέσο, είτε ως πολιτικό εργαλείο, είτε ως ιδεολογικό όργανο, δέσποζε μέχρι πριν λίγα χρόνια. Σήμερα η συνθήκη αυτή έχει ριζικά αλλάξει.
Το διαδίκτυο ήρθε να επιταχύνει αυτή τη ριζική αλλαγή. Η κυριαρχία της τηλεόρασης είχε ανοίξει το δρόμο. Σήμερα η δυνατότητα που παρέχει σε όλους το διαδίκτυο να μιλήσουν και να εκφραστούν, έχει καταλυτικά διαμορφώσει μια νέα πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή χαρακτηρίζεται από το φευγαλέο της ανάρτησης, το ρευστό του σχολίου, τη συντομία του λόγου, την ανάγκη της λακωνικότητας στην έκφραση.
Πρόκειται για μια νέα χρήση του λόγου και για μια νέα λειτουργία της γλώσσας. Μέσα σε ένα επικοινωνιακό περιβάλλον ταχύτητας και εντυπωσιασμού, η εφημερίδα από τη φύση της είναι υποχρεωμένη να υποστηρίξει στον αντίποδα αυτής της κατάστασης τον διαφορετικό και ιδιαίτερο εαυτό της.
Μέσα σε αυτήν την ορμή του επιφανειακά κυρίαρχου, η εφημερίδα θα παραμείνει ένα οχυρό στο κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό μέτωπο. Ένα οχυρό του λόγου, με κάθε έννοια της λέξης. Στη σημερινή Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, όπου η πολιτική είναι ζωντανή, παρατηρεί κανείς ότι οι εφημερίδες αποδοχής και κύρους, είναι πηγές πνευματικού πλούτου, ενημέρωσης, τεκμηρίωσης και γνώσης. Σύνθετα βιβλία, με κείμενα αναλυτικά, ποικίλα, συμπληρωματικά, αλληλοαντικρουόμενα, συντελούν στην κατανόηση ενός κόσμου, που δεν μπορεί η συνθετότητά του να χωρέσει ούτε και στον πιο εμπνευσμένο και ευρηματικό λόγο του Twitter.
Η μεγάλη συμβολή της εφημερίδας στην εποχή μας βρίσκεται στη «σκιά» των πραγμάτων. Παραγνωρισμένη η εφημερίδα, όπως άλλα σημαντικά, εξακολουθεί να είναι μια δύναμη ενόχλησης και κριτικής, όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της τρέχουσας στερεοτυπικής αντίληψης, του απλοποιημένου και ισοπεδωμένου κόσμου, που βρίσκει στο διαδίκτυο εύκολο τρόπο οικοδομής του ανορθολογικού, κατά προτίμηση, εαυτού του.
Εκεί βρίσκεται το ζήτημα. Η εφημερίδα παραμένει, στη δημοκρατική ζώνη του σύγχρονου κόσμου, ο υπερασπιστής του ορθού λόγου, ο τόπος των επιχειρημάτων, η αρένα της κριτικής, το κύριο πεδίο καλλιέργειας του λόγου και της γλώσσας.
Όσο οι λέξεις θα μπορούν, αναπτύσσοντας με πληρότητα το νόημά τους, να διεκδικούν την αυθεντική σημασία τους, τότε η εφημερίδα θα είναι η μόνη που θα διαταράσσει την πλήξη των βεβαιοτήτων. Και δίκαια οι άνθρωποι θα λένε: ζήτω η εφημερίδα.
Το Γ΄ Ράιχ και ο διεθνής Τύπος
Ο οπορτουνισμός, οι συμβιβασμοί, η συνενοχή και η επαμφοτερίζουσα στάση των ξένων ανταποκριτών στη ναζιστική Γερμανία
Καμιά ιστορική περίοδος δεν αναλύθηκε σε πλάτος και βάθος όσο η χιτλερική εποχή. Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν πλήθος βιβλία που καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα. Αναρωτιέται κανείς αν έχει μείνει έστω και μια πτυχή χωρίς να έχει περιγραφεί και σχολιαστεί. Φαίνεται ωστόσο πως υπάρχουν ακόμη ζητήματα που δεν έχουν θιγεί. Ενα από αυτά είναι η στάση των διεθνών ΜΜΕ, το οποίο ή ελάχιστα μας απασχολεί ή δεν μας απασχολεί καθόλου. Ο γάλλος δημοσιογράφος Ντανιέλ Σνεντερμάν αποφάσισε να ερευνήσει το θέμα και να μας προσφέρει το ογκώδες βιβλίο του Βερολίνο, 1933, όπου παραθέτει πλήθος παραδείγματα από τον διεθνή Τύπο της εποχής.
«Μιντιακή τύφλωση»
Από το βιβλίο προκύπτει ένα βασικό ερώτημα: Γιατί η πλειονότητα των 200 και πλέον ξένων δημοσιογράφων που ήταν διαπιστευμένοι στη χιτλερική Γερμανία ως ανταποκριτές μεγάλων εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των «New York Times», δεν προειδοποίησε για τους τρομερούς κινδύνους που συνεπαγόταν το ναζιστικό καθεστώς; Πού οφειλόταν αυτή η «μιντιακή τύφλωση»; Το ερώτημα ακούγεται πρωθύστερο. Η τύφλωση τότε ήταν γενική – κι όχι μόνο των δημοσιογράφων. Πρώτα απ’ όλα του γερμανικού λαού. Επειτα όλων των θεσμών (της Εκκλησίας μη εξαιρουμένης). Και τέλος του διεθνούς παράγοντα που είχε καταληφθεί εξαπίνης. Οι πάντες είχαν μείνει κατάπληκτοι από το ότι μέσα σε έξι μήνες ο Χίτλερ κατάφερε να ναζιστικοποιήσει τη Γερμανία και να πείσει τον λαό να παραιτηθεί από τα δημοκρατικά του δικαιώματα. Από τον Φεβρουάριο του 1933 ως το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς οι άνεργοι στη χώρα είχαν μειωθεί από τα 6.000.000 στα 4.000.000. Και το φθινόπωρο του 1938 δεν υπήρχε ούτε ένας Γερμανός σχεδόν χωρίς δουλειά. Ο γενικός πληθυσμός αδιαφορούσε για τις βαρβαρότητες, τις διώξεις (εναντίον των Εβραίων κατά μείζονα λόγο) και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αλήθεια και η απέλαση
Και οι ξένοι δημοσιογράφοι; Δεν ήταν κραυγαλέα παράβαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας να κάνουν πως δεν βλέπουν τι συνέβαινε ή να το ερμηνεύουν σύμφωνα με τις εντολές του Γκέμπελς και της ναζιστικής προπαγάνδας, ενός θηριώδους συστήματος ελέγχου των συνειδήσεων και πλύσης εγκεφάλου; Ο Σνεντερμάν παραθέτοντας τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το εξηγεί – χωρίς βεβαίως να το δικαιολογεί. Υπήρχαν εκείνοι που γοητεύτηκαν από το ναζιστικό πείραμα. Υπήρχαν και οι οπορτουνιστές που είχαν και οικονομικά οφέλη, αν όχι οι ίδιοι, οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων τους. Ο Γκέμπελς βεβαιωμένα ενίσχυε οικονομικά κάποιες από αυτές. Τους ελάχιστους που τόλμησαν να γράψουν τα πραγματικά γεγονότα οι ναζιστές τούς απέλασαν. Οι επιφανέστεροι ήταν η Ντόροθι Τόμσον, συγγραφέας του βιβλίου I saw Hitler (Είδα τον Χίτλερ), που απελάθηκε το 1934, και ο Εντγκαρ Ανσελ Μόουρερ, ανταποκριτής της εφημερίδας «Chicago Daily News», που απελάθηκε το 1933.
Κατά τον Σνεντερμάν η τύφλωση των διεθνών ΜΜΕ οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φόβο του μπολσεβικισμού. Αυτό είναι σωστό, όχι όμως και αρκετό. Οπως έγραφε ο Τζορτζ Οργουελ, εκείνη την εποχή η Ευρώπη (πλην της Γαλλίας) βρισκόταν στα χέρια δικτατόρων και η μόνη χώρα που «είχε στυλώσει τα πόδια εναντίον τους» ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Αλλά κι αυτό ακόμη ισχύει εν μέρει. Μια από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία βρετανικές εφημερίδες για παράδειγμα, η «Daily Mail», με ημερήσια κυκλοφορία 4.000.000 φύλλα, ανήκε στους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του ναζιστικού καθεστώτος. Η «τύφλωση» ήταν γενική – και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Είναι χαρακτηριστική η άποψη της «Humanité», οργάνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, που έγραφε πως «ο Χίτλερ είναι μαριονέτα των καπιταλιστών με τα πούρα». Αλλά μπορεί οι «καπιταλιστές με τα πούρα» και το πρωσικό κατεστημένο στη Γερμανία να πίστευαν ότι θα χρησιμοποιούσαν τον Χίτλερ ως δική τους μαριονέτα, συνέβη όμως το αντίθετο.
Κατευθυνόμενη δημοσιογραφία
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του ο Σνεντερμάν αναφέρεται στις διώξεις των Γερμανοεβραίων και στην απάθεια με την οποία τις αντιμετώπισε η πλειονότητα των ξένων ανταποκριτών. Ομως, όπως πολύ σωστά γράφει, αρκετές ανταποκρίσεις τους ή αλλοιώθηκαν ή λογοκρίθηκαν από τις εφημερίδες τους. Κι αυτό αρκεί για να σχηματίσει κανείς, έστω κι εν μέρει, την εικόνα του τερατώδους προπαγανδιστικού μηχανισμού που δημιούργησε ο Γκέμπελς. Ξένοι ανταποκριτές που επισκέπτονταν τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, λόγου χάρη, τα περιέγραφαν σαν να μην είχαν καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Οσο για τον γενικό πληθυσμό, ασφαλώς και γνώριζε και στην πλειονότητά του ή αδιαφορούσε ή επικροτούσε.
Η κατευθυνόμενη δημοσιογραφία κι αυτά που εμείς σήμερα αποκαλούμε fake news ήταν βασικά γνωρίσματα του ναζιστικού καθεστώτος κι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους του Χίτλερ. Κι όσο για τον αντισημιτισμό των χιτλερικών, θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι δεν τον επέβαλαν μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε όλη σχεδόν τη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη, εφαρμόζοντας όσα είχε πει σ’ έναν εμπρηστικό λόγο του ο ιδρυτής του προτεσταντισμού Μαρτίνος Λούθηρος (χωρίς να υπάρχει, οπωσδήποτε, ευθεία καταγωγική ιδεολογική γραμμή που να τον συνδέει με τους Ναζί): ότι οι Εβραίοι θα πρέπει να διωχθούν από τη Γερμανία, ότι θα πρέπει να τους αφαιρεθούν όλα τους τα χρήματα, τα κοσμήματα, το ασήμι και ο χρυσός, ότι οι συναγωγές και τα σχολεία τους πρέπει να καούν, τα σπίτια τους να γκρεμιστούν κι εκείνοι να συγκεντρωθούν κάτω από υπόστεγα ή σε στάβλους σαν Τσιγγάνοι, σε καθεστώς αθλιότητας κι αιχμαλωσίας.
Ο Σνεντερμάν μέσω των στοιχείων που παραθέτει αποκαλύπτει το καθεστώς συνενοχής που επικρατούσε τότε. Αντλεί παραδείγματα, κι επιπλέον συγκρίνει εκείνη την εποχή με την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Συμφωνεί ή διαφωνεί, εν όλω ή εν μέρει, κανείς μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί να μην προβληματιστεί. Ο Σνεντερμάν βέβαια ως δημοσιογράφος ζει στο παρόν αλλά από το παρελθόν αντλεί τα όσα τού χρειάζονται για να κατανοήσει το παρόν. Κι αυτό, σαν προειδοποίηση, μας μεταφέρει. Για τους νεότερους αναγνώστες θα πρότεινα συμπληρωματικά να διαβάσουν και το αποκαλυπτικό Ημερολόγιο του Βερολίνου (1934-1941) του Γουίλιαμ Σίρερ, του σημαντικότερου δημοσιογράφου (ανταποκριτή του CBS) που έζησε το Γ’ Ράιχ από πρώτο χέρι.
Τα αντισώματα της ενημέρωσης
Στις 16 Μαρτίου ο συγγραφέας-αρθρογράφος Κυριάκος Αθανασιάδης ανακοίνωσε μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook τη διακοπή της συνεργασίας του με ενημερωτική ιστοσελίδα εξαιτίας του κορωνοϊού. Η μεγάλη παύση στην οικονομία έκανε τους διαφημιστές να αποσύρουν τις καταχωρίσεις τους από τα παραδοσιακά και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Λίγες μέρες μετά ανακοινώθηκε το κλείσιμο ενός αθλητικού και ενός μουσικού ραδιοφώνου. Η διακοπή των αθλητικών διοργανώσεων προκάλεσε μεγάλο πλήγμα στο αθλητικό ρεπορτάζ και το κλείσιμο θεάτρων, μουσείων, εκθέσεων, περιόρισε σημαντικά τα καλλιτεχνικά νέα. Εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί άρχισαν να υιοθετούν το μέτρο της αναστολής συμβάσεων για τους εργαζομένους τους, είτε σε όλους ή σε τεχνικούς και διοικητικούς υπαλλήλους. Ραδιοφωνικοί παραγωγοί εργάζονται από το σπίτι και στέλνουν τις ατάκες τους με μέιλ σε έναν μοναχικό ηχολήπτη στην έδρα του σταθμού. Δημοσιογράφοι προσπαθούν από το σπίτι τους να ανταποκριθούν στα αυξημένα καθήκοντα τους –ειδικά όσοι ασχολούνται με το ρεπορτάζ της Υγείας– ενώ ταυτόχρονα μαγειρεύουν, διαβάζουν τα παιδιά τους, βγάζουν βόλτα τον σκύλο.
Είναι σαφές ότι ο κορωνοϊός δεν θα άφηνε αλώβητο το ήδη εύθραυστο οικοσύστημα των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Στα δημοσιογραφικά πηγαδάκια –του Messenger και του Viber– δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι αυτό που ξεκίνησε η δεκαετής οικονομική κρίση, θα αποτελειώσει η κρίση της Υγείας.
Μη νομίζετε, όμως, ότι το πρόβλημα είναι μόνο δικό μας. Από το 2009 και μετά ο προβληματισμός για το μέλλον των ΜΜΕ αφορά τους πάντες, ακόμη και τους διεθνείς, ισχυρούς, παίκτες της ενημέρωσης. Η οικονομική κρίση έκανε αρκετούς να κλειδώσουν την ψηφιακή τους πόρτα και να την ανοίγουν μόνο στους συνδρομητές τους, όπως οι New York Times και η Wall Street Journal. Oσοι μπορούσαν να πληρώσουν είχαν πρόσβαση σε αξιόπιστη ενημέρωση. Αλλοι, όπως ο Guardian, ζητούν οικονομική ενίσχυση από τους αναγνώστες τους χωρίς όμως να απαγορεύουν την πρόσβαση στις ειδήσεις τους. Η επιδημία του κορωνοϊού «άνοιξε» ακόμη και τις κλειστές ιστοσελίδες, εκδημοκρατίζοντας την αξιόπιστη ενημέρωση, αλλά η απότομη πτώση των διαφημιστικών εσόδων άρχισε και εκεί να γίνεται αισθητή και μαζί εκ νέου ο προβληματισμός για το μέλλον. Ο Μάικλ Λούο, ο διευθυντής του ηλεκτρονικού New Yorker, έκλεινε πριν από λίγες μέρες ένα εκτενές άρθρο του για τα ΜΜΕ στην εποχή της πανδημίας γράφοντας ότι όπως ο COVID-19 θα αλλάξει το τοπίο της χώρας, θα κάνει το ίδιο και στο οικοσύστημα των ΜΜΕ. «Το ερώτημα τώρα είναι σε τι ποσοστό αυτό (σ.σ. το οικοσύστημα) θα επιβιώσει και πόσο από αυτό θα μπορεί να αποκατασταθεί», σημείωνε.
Αρκετοί σε αυτό το σημείο του ρεπορτάζ μπορεί να εγκαταλείψουν την ανάγνωση και να μπουν στο Facebook ή σε κάποια άλλη πλατφόρμα αναζητώντας τις τελευταίες ειδήσεις. Θα τις βρουν και μάλλον δεν θα εκλείψουν ποτέ, αλλά στην εποχή της υπερπληροφόρησης οι ειδήσεις και οι αξιόπιστες ειδήσεις έχουν μεγάλη διαφορά, ενώ η παραγωγή τους και ο πλουραλισμός τους είναι ζήτημα Δημοκρατίας.
«Το ερώτημα μετά την κρίση του κορωνοϊού είναι πώς θα δημιουργηθεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Οικονομίας και Διοίκησης των ΜΜΕ του τμήματος Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ Γιώργος Τσουρβάκας, «στο οποίο θα διασφαλίζουμε ότι ένα δημόσιο αγαθό, όπως η πληροφόρηση και η ενημέρωση, θα προσφέρεται και ως ιδιωτικό αγαθό, πώς θα είναι βιώσιμο και θα εξυπηρετεί τις αξίες του πλουραλισμού και της Δημοκρατίας. Τα μέσα ενημέρωσης θα πρέπει να αποκτήσουν μια σύνθετη πολιτική εσόδων, περιφερειακά του περιεχομένου τους. Για να γίνει αυτό χρειάζεται πολλή δουλειά στη δικτύωση με χορηγούς, ιδρύματα. Η ποιοτική δημοσιογραφία κοστίζει. Ισως χρειαστούν και θετικά κίνητρα από το κράτος, όπως φοροαπαλλαγές», τονίζει. Μεγαλύτερο κίνδυνο βιωσιμότητας βλέπει ο καθηγητής στα μικρά επιχειρηματικά σχήματα, τις τοπικές εφημερίδες και τις ιστοσελίδες που δημιουργήθηκαν μέσα στην οικονομική κρίση. Αυτές οι επιχειρήσεις θα χρειαστεί να καινοτομήσουν και να αναζητήσουν έμμεσες πηγές εσόδων για να επιβιώσουν. «Τα παραδοσιακά μέσα πιστεύω θα παραμείνουν βιώσιμα γιατί έχουν χτίσει ένα μεγάλο brand name. Ισως να μην έχουν τα έσοδα του προηγούμενου μοντέλου, καθώς περνάνε στην ψηφιακή εποχή, αλλά θα εξασφαλίζουν ένα κόστος ποιοτικού περιεχομένου. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι τώρα δέχονται ένα δεύτερο χτύπημα μετά την οικονομική κρίση».
Η ενημέρωση, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης αλλά και από τους αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές τους. «Οι αναγνώστες ανεβάζουν και κατεβάζουν τα ΜΜΕ», μας λέει η Σίσσυ Αλωνιστιώτου, διευθύντρια του Journalists about Journalism (JAJ.gr) που ασχολείται με την ειδησεογραφική παιδεία των πολιτών (news literacy). «Οι αναγνώστες έχουν και οι ίδιοι ευθύνη για τα ΜΜΕ, αφού με τις προτιμήσεις τους, ως “καταναλωτές ειδήσεων” καθορίζουν την, υψηλή ή χαμηλή, θέση που αυτά κατέχουν: στην κυκλοφορία, στην τηλεθέαση, στα κλικ. Ειδικά σε ό,τι αφορά το Διαδίκτυο κανείς δεν ανήκει πλέον σε ένα παθητικό ακροατήριο ειδήσεων. Συμμετέχουμε ενεργά στον κύκλο ειδήσεων. Ο,τι μοιραζόμαστε στο Διαδίκτυο αποτελεί μια δράση που εμπεριέχει ευθύνη, γι’ αυτό η παιδεία στα ΜΜΕ είναι πλέον αναγκαία», μας λέει η κ. Αλωνιστιώτου.
Οι ζημίες
Ας μην ξεχάσουμε να επισημάνουμε εδώ και την ευθύνη των διαφημιζόμενων εταιρειών. Η διαφήμιση, κρατική και ιδιωτική, έπαιξε ρόλο στη βιωσιμότητα των παραδοσιακών και νέων μέσων ενημέρωσης. Η μείωση της διαφημιστικής δαπάνης εν μέσω πανδημίας είναι εντυπωσιακή και μπορεί να αιτιολογηθεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οχι όμως για όλους επισημαίνει η κ. Αλωνιστιώτου. «Υπάρχουν ισχυρές εταιρείες και ιδρύματα που “αντέχουν” ζημίες και τους δίνεται η ευκαιρία να προβληθούν με έναν διαφορετικό, κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο. Η στήριξη των ποιοτικών ΜΜΕ σε αυτή την περίοδο είναι στήριξη της ενημέρωσης και της Δημοκρατίας».
Η επόμενη μέρα ίσως βρει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης πληγωμένο, όπως κάθε άλλη παραγωγική δραστηριότητα. Μέσα σε αυτή όμως, τη δεύτερη κρίση, ξεχωρίζουν οι ψύχραιμες φωνές και όσοι κάνουν τη δουλειά τους με επαγγελματισμό και ευθύνη. Το κοινό, ειδικά μέσα στην πανδημία, φαίνεται ότι αναζητεί την αξιόπιστη πληροφόρηση, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης του Εργαστηρίου Διεθνούς και Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας (IPJ Lab) του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ ΑΠΘ. Η ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού είναι το στοίχημα της νέας εποχής.
H δημοσιογραφία (για άλλη μια φορά) στο εδώλιο
Στην υπό διερεύνηση υπόθεση του θανάτου του 11 μηνών βρέφους, η δημοσιογραφία βρέθηκε και πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Χωρίς, ωστόσο, να της αναλογεί το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης. Κι αυτό γιατί δεν έκανε κάτι περισσότερο από αυτό που ξέρει καλά να κάνει. Εδωσε χώρο στην «πηγή», εν προκειμένω στον ιατροδικαστή, που αποδείχθηκε βασιλικότερος του βασιλέως στην τήρηση του δόγματος της αίθουσας σύνταξης «if it bleeds, it leads».
Οπως μαθαίνουν οι φοιτητές της δημοσιογραφίας, αν έχεις τη δήλωση της αυθεντίας, έχεις και το θέμα και στην περίπτωσή μας ο ιατροδικαστής ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να αποφανθεί. Πώς, λοιπόν, να αμφισβητηθεί ο λόγος του ειδικού;
Τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία του ιατροδικαστή θα την κρίνουν οι ειδικοί συνάδελφοί του και τα πορίσματα από την έρευνα. Υπόθεση, έρευνα, συμπέρασμα είναι η σειρά στην επιστήμη που ζήλεψε το σταριλίκι που φέρνει η δημοσιότητα. Δεν είναι, όμως, δουλειά των δημοσιογράφων να αμφισβητήσουν την επιστημοσύνη των ιατροδικαστών.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, τον ρόλο των μέσων, στα οποία έπεσε το ανάθεμα μερίδας του κοινού, που βρήκε εκεί αφορμή να εκτονωθεί και να δώσει μαθήματα αντιρατσισμού, να δεχτούμε, χωρίς πρόθεση να τα απαλλάξουμε των ευθυνών τους, ό,τι ενήργησαν κατά τα ειωθότα. Στην εποχή της ταχύτητας, βιάστηκαν να αναπαραγάγουν την είδηση. Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε θα είναι και η τελευταία.
Η σπουδή μιας άλλης μεγάλης μερίδας του κοινού να βρει θύτες και θύματα και να προχωρήσει στη διατύπωση σχέσεων αιτιώδους συνάφειας στη βάση της καταγωγής των γονιών, είναι ένα άλλο θέμα για το οποίο δεν ευθύνονται μόνο τα μέσα. Ευθύνονται αυτά που κουβαλάμε στο κεφάλι μας και μας κάνουν να βλέπουμε τα γεγονότα, σύμφωνα με τους φακούς που φοράμε. Τα μέσα βοηθούν στην περαιτέρω ενίσχυση των βαθιά ριζωμένων αντιλήψεων και των στερεοτύπων. Τόσο που τη στιγμή τη διάψευσης κανείς δεν έχει ανοιχτά αφτιά για να ακούσει.
Αν στην προκειμένη περίπτωση σε κάτι ευθύνεται η δημοσιογραφία είναι γιατί την επομένη δεν προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και να αποδώσει τις ευθύνες εκεί που αναλογούν.
Η κυρία Ιωάννα Κωσταρέλλα είναι επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.
Επικερδής επιχείρηση η κατασκευασμένη φρίκη
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 02.02.2020 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Τις μεγάλες απειλές συνοδεύουν μεγάλα ψεύδη. Οταν ενσκήπτει μια συμφορά μοιάζει να συγκινεί η διόγκωση του κακού στα όρια του φρικώδους, να τέρπει η μετάλλαξη του κινδύνου σε κακοδαιμονία συντριπτική, να έλκει η μετατροπή του φόβου σε παραλυτικό δέος.
Πλήθος ψευδών ειδήσεων διαδίδονται –και αναπαράγονται γεωμετρικά– σχετικά με τον κορωνοϊό. Οπως διαβεβαιώνουν τα ελληνικά hoaxes, Κινέζος γιατρός δεν άφησε λόγω κορωνοϊού την τελευταία του πνοή μπροστά τα έντρομα μάτια ασθενών και νοσηλευτών σε νοσοκομείο της Γουχάν (το βίντεο προβλήθηκε σε ελληνικό κεντρικό δελτίο ειδήσεων).
Κατέρρευσε σε νοσοκομείο άλλης κινεζικής πόλης, μετά τον άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη από συγγενείς ασθενούς. Δεν γέμισαν πτώματα οι δρόμοι της Κίνας – η φωτογραφία στο Διαδίκτυο είναι του 2014 από περφόρμανς στη Φρανκφούρτη. Δεν εξέπνευσε πάνω σε σκαλοπάτια στη Σρι Λάνκα άνδρας προσβεβλημένος από τον κορωνοϊό (βίντεο), λιποθύμησε από υπερκόπωση. Δεν θωρακίζεσαι απέναντι στη λοίμωξη αν καταπίνεις ποσότητες ζεστού νερού κι αν αποστειρώνεις με σεσουάρ χέρια και πρόσωπο… Φαντασιοπληξίες, χάριν διασκέδασης; Οχι μόνο, αλλά και σκόπιμοι συσκοτισμοί, δόλιες αλλοιώσεις, νοθείες, με κίνητρα ιδεολογικά, ρατσιστικά: Π.χ., δεν κρύβουν το ήδη έτοιμο εμβόλιο του ιού. Δεν έχουν πεθάνει 112.000 άνθρωποι στην Κίνα. Δεν κήρυξε η κυβέρνηση της Αυστραλίας απαγορευμένες ζώνες τις κινεζικές συνοικίες.
Η Ιστορία βρίθει από περιόδους κοινωνικοπολιτικού πρωτογονισμού, βαρβαρότητες, ανθρωποσφαγές, ολοκαυτώματα, απερίγραπτης αγριότητας εκτελέσεις πραγματικών ή φανταστικών εχθρών, όμως ο ανθρώπινους νους αρέσκεται να προσθέτει πάνω στη βδελυρότητα επιπλέον φρικωδία, να δημιουργεί σκιάχτρα που εκφεύγουν από τα όρια του υποφερτού. Την άνοιξη του 1917, όταν οι ματωμένοι αριθμοί του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου συνέτριβαν και ο εφιάλτης της άκρας ανάγκης, του ξεριζωμού, του πόνου παρέλυε την Ευρώπη, οι Times και η Daily Mail του Λονδίνου δημοσίευσαν την είδηση ότι οι Γερμανοί, λόγω του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού και της επακόλουθης έλλειψης λίπους στη χώρα, εκχύλιζαν, σε εργοστάσια «Kadaver» (Kadaververwertungsanstalt, μονάδες επεξεργασίας ζωικών αποβλήτων), γλυκερίνη από τα πτώματα δικών τους στρατιωτών αλλά και του εχθρού, προκειμένου να παρασκευάσουν μαργαρίνη και σαπούνι, και χρησιμοποιούσαν ό,τι απέμενε από τις σορούς των πεσόντων για να παράγουν οστεάλευρα για τα γουρούνια. Εξαιτίας των εν λόγω μακάβριων μυθοπλασιών, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αμφισβητήθηκαν έντονα, στην αρχή, οι αναφορές στις πραγματικές πλέον ναζιστικές θηριωδίες.
Στις ιστορίες των ψευδών ειδήσεων πρωτοστατούν παραδείγματα, χαρακτηριστικά της κοινής δίψας για αποτροπιαστικές ιστορίες και μυθιστορηματικά παράδοξα. Σε ένα από τα ενημερωτικά δελτία που εκδόθηκαν το 1654 στην Καταλωνία αποκαλυπτόταν η ύπαρξη ενός επικίνδυνου τέρατος με «πόδια κατσίκας, ανθρώπινο σώμα, επτά χέρια και επτά κεφάλια». Το 1835, η εφημερίδα Νew York Sun δημοσίευσε, με βάση τις υποτιθέμενες παρατηρήσεις ενός επιφανούς αστρονόμου που είχε εγκαταστήσει τηλεσκόπιο στη Νότια Αφρική, σκηνές από τη ζωή στο φεγγάρι: ανθρώπους-νυχτερίδες να πετούν στον σεληνιακό ουρανό, κριάρια με μπλε τρίχωμα να τρέφονται με εξωτικούς καρπούς, ναούς από ζαφείρι να υψώνονται πάνω από πυκνή βλάστηση… (ο αστρονόμος διενεργούσε πράγματι παρατηρήσεις, όμως τότε απαιτούνταν μήνες προκειμένου μια επιστολή να φτάσει στον παραλήπτη· στο μεταξύ η Sun αύξησε την κυκλοφορία της και εδραίωσε τη θέση της στο Τύπο της εποχής). Οι εκδότες τότε υποστήριξαν, όπως κάνουν σήμερα οι κολοσσοί του
Διαδικτύου, ότι εκείνοι ήταν μέσο μετάδοσης ειδήσεων, χωρίς ευθύνη για την ακρίβεια του περιεχομένου τους. Οι καιροί άλλαξαν, η ανάγκη για αξιοπιστία επέβαλε κανόνες που εξυγίαναν τα μέσα ενημέρωσης για περίπου δύο αιώνες, όπως έγραφε προ καιρού ο Economist. Στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή η μετάδοση ειδήσεων επανασυνδέεται –καταιγιστικά– με τον μύθο και τα fake news γίνονται και πάλι επικερδής επιχείρηση.
Οι κοινωνίες έλκονται από την υπερβολή, ιδίως σε εποχές κρίσης. Η κατανάλωση μυθοπλασιών, της στίλβης ή της λάσπης που υποτίθεται πώς εκτονώνει και ψυχαγωγεί, δεν κάνει καλύτερο τον κόσμο. Αντίθετα, συντηρεί τη σύγχυση, τον φανατισμό, τη διαστροφή. Τον 19ο αιώνα τα fake news εξέπνευσαν όταν η πραγματικότητα διερευνήθηκε σε βάθος και αναδείχθηκε περισσότερο ελκυστική. Σήμερα, οι μηχανισμοί υποστύλωσης της αλήθειας κατέρρευσαν ως αναξιόπιστοι και το ψεύδος στάθμευσε ξανά στη ζωή μας…
Η σταδιακή άνοδος της «αργής δημοσιογραφίας»
Στις 10 Οκτωβρίου του 2017, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ρόναν Φάροου δημοσίευσε στο περιοδικό New Yorker ένα μακροσκελές ερευνητικό ρεπορτάζ με τίτλο: «Από τα επιθετικά σχόλια στις σεξουαλικές επιθέσεις». Το αναλυτικό άρθρο του, έκτασης 8.000 λέξεων, εξιστορούσε λεπτομερώς τις αφηγήσεις δεκατριών γυναικών που έπεσαν θύματα της αρπακτικής συμπεριφοράς του μεγιστάνα του Χόλιγουντ, Χάρβεϊ Ουάινσταϊν, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέχρι και σήμερα. Το κείμενο έκανε πάταγο, πυροδοτώντας το κίνημα του MeToo και ανάγοντας το ζήτημα των σεξουαλικών επιθέσεων σε ένα από τα κορυφαία δημοσιογραφικά θέματα της δεκαετίας.
Πρακτικά όλοι είναι πλέον γνώστες του ρεπορτάζ του Φάροου, ελάχιστοι ωστόσο γνωρίζουν πως για τη δημοσίευσή του ο δημοσιογράφος εργάστηκε πυρετωδώς και εξ ολοκλήρου με αυτό για διάστημα 10 μηνών. «Λόγω της φύσης του θέματος, δεν με ενδιέφερε καθόλου να κυκλοφορήσει γρήγορα η ιστορία», εξήγησε ο Φάροου κατά τη διάρκεια της περυσινής ομιλίας του στο ετήσιο συνέδριο του αμερικανικού περιοδικού. «Με ενδιέφερε να κυκλοφορήσει σωστά».
Η ανέλπιστη επιτυχία της χρονοβόρου έρευνας του Φάροου είναι μόλις ένα κομμάτι μιας ευρύτερης τάσης που αποκτά ολοένα και περισσότερη βαρύτητα στο παγκόσμιο ενημερωτικό οικοσύστημα. Πρόκειται για τη σταδιακή άνοδο της «αργής δημοσιογραφίας» – μιας προσέγγισης που στρέφεται μακριά από το γρήγορο περιεχόμενο και τις επιφανειακές αναλύσεις και αντ’ αυτών επικεντρώνεται στις εις βάθος έρευνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Ολοένα και περισσότερες σύγχρονες ιστορίες με αντίκτυπο οφείλονται στη δημοσιογραφική ευχέρεια για ολοκληρωμένες και μακροχρόνιες έρευνες, παρά τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ του 21ου αιώνα.
Το κίνημα της ευρύτερης «βραδύτητας» γεννήθηκε το 1986, όταν ο γαστρονόμος και ακτιβιστής Κάρλο Πετρίνι διαμαρτυρήθηκε ενάντια στο άνοιγμα ενός παραρτήματος των Μακ Ντόναλντς στα γραφικά ισπανικά σκαλιά της Ρώμης. Σταδιακά, η εναντίωση στους αχαλίνωτους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής εξαπλώθηκε σε μια σειρά από τομείς, από τις κατασκευές και τις μεταφορές μέχρι το σινεμά και την ιατρική. Ωστόσο η συνειδητή εφαρμογή της βραδύτητας στην ενημέρωση ήρθε στο προσκήνιο χρόνια αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας που πλέον πλησιάζει το τέλος της. Αφορμή, φυσικά, υπήρξε το Διαδίκτυο.
Η ψηφιοποίηση της δημοσιογραφίας και η άνοδος του μοντέλου των social media έφερε έναν πρωτοφανή σεισμό αλλαγών, οδηγώντας στην κατάρρευση δεκάδων φάρων της παραδοσιακής γραπτής δημοσιογραφίας – από το ιστορικό Village Voice μέχρι το σατιρικό MAD magazine. Τα έσοδα και η βιωσιμότητα εξαρτώντο πλέον από τα κλικ των χρηστών, και κατ’ επέκταση τα ΜΜΕ του κόσμου έκαναν μια στροφή προς την ατέρμονη δημοσίευση γρήγορου, άμεσου και επιφανειακού περιεχομένου. Το διάβασμα μετατράπηκε σταδιακά σε «σκρολάρισμα» ατελείωτων λιστών επιμελημένων από αλγορίθμους, οι αναλύσεις αναγκάστηκαν να στριμωχτούν σε… 140 γράμματα και ο ειδησεογραφικός κύκλος επιταχύνθηκε με αχαλίνωτους ρυθμούς. Η αναμενόμενη πτώση στην ποιότητα δεν άργησε να έρθει. Σύμφωνα με περυσινές έρευνες του Nieman Media Lab, οι πιο συχνές λέξεις που χρησιμοποιούν οι αναγνώστες για να περιγράψουν την αναγνωστική τους εμπειρία είναι: «υπερβολική φόρτιση», «εξάντληση», «απογοήτευση» και «σύγχυση» λόγω της επιφανειακής επεξεργασίας.
Από αυτές τις αντιδράσεις στη ρηχή και βιαστική ειδησεογραφική ανάλυση γεννήθηκε το 2011 το Delayed Gratification (Καθυστερημένη Απόλαυση), το πρωτοπόρο περιοδικό-πρεσβευτής του κινήματος της «αργής δημοσιογραφίας», το οποίο περηφανεύεται πως είναι «το μέρος όπου τα νέα εμφανίζονται τελευταία».
Ανάλυση σε βάθος
Το αισθητικά άριστο εποχικό έντυπο επανεξετάζει τα γεγονότα των προηγούμενων τριών μηνών, με στόχο να αναλύσει τι πραγματικά συνέβη αφού ο ενθουσιασμός, ο εντυπωσιασμός και η υπερβολή έχουν πλέον καταλαγιάσει από το πέρασμα του χρόνου. «Αντί να προσπαθούμε απεγνωσμένα να βγάλουμε πρώτοι μια είδηση στα κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, επικεντρωνόμαστε στις αξίες που όλοι θα έπρεπε να περιμένουμε από την ποιοτική δημοσιογραφία – την ακρίβεια, το βάθος, το πλαίσιο, την ανάλυση και την άποψη των εμπειρογνωμόνων», αναφέρει το περιοδικό.
Πράγματι, στις όμορφες σελίδες του Delayed Gratification συναντά κανείς αναφορές σε εξαιρετικά επίκαιρα θέματα, που ωστόσο έχουν ξεχαστεί από τον πυρετώδη ειδησεογραφικό ρυθμό, πάντοτε πλαισιωμένα από οπτικοποιημένα δεδομένα, γραφήματα και αντικρουόμενες απόψεις ειδικών. Το γεγονός πως το Delayed Gratification είναι κυρίως έντυπο –πέρα από μερικά σποραδικά blogs– ταιριάζει γάντι στη φιλοσοφία του περιοδικού, παρότι αντιτίθεται στις καταναλωτικές τάσεις του σήμερα καθώς, όπως ισχυρίζονται οι αρχισυντάκτες του περιοδικού, «πρέπει πάντα να υπάρχει ένα ταβάνι στον αριθμό των ειδήσεων που δημοσιεύονται, και αυτή την αναγκαία συντακτική νηφαλιότητα προσφέρει το όριο των σελίδων».
Παρότι τα πρώτα τεύχη του Delayed Gratification άγγιξαν μονάχα ένα εξειδικευμένο κοινό, η στρατηγική του περιοδικού αποδείχθηκε προφητική. Η κόπωση που προκάλεσε η μάστιγα των ψευδών ειδήσεων αναζωογόνησε εντυπωσιακά το ενδιαφέρον στην αργή και ποιοτική δημοσιογραφία, και το περιοδικό έγινε εκκινητής ενός ευρύτερου κινήματος που εξαπλώθηκε από το 2016 και μετά. Το βρετανικό Tortoise Media δημοσιεύει μόλις πέντε κείμενα την ημέρα, και το δανικό Zetland, ένα πνευματώδες ημερήσιο newsletter, αναλύει νέα της προηγούμενης εβδομάδας.
Πέρα από τα αισιόδοξα σημάδια, η βιωσιμότητα των προσπαθειών αυτών θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα είναι διατεθειμένο το ευρύ κοινό του μέλλοντος να πληρώσει για την αναλυτική και προσεκτική δημοσιογραφία. Προς το παρόν, και εκεί τα πράγματα εξελίσσονται αργά.
Η τεχνητή νοημοσύνη «χωράει» στην ενημέρωση
«Αν το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε τη φράση “τεχνητή νοημοσύνη στη δημοσιογραφία” είναι ένα ρομπότ που γράφει σε ένα πληκτρολόγιο, τότε σίγουρα έχετε καταλάβει κάτι εσφαλμένα», τονίζει ο Ματίας Περέτι, διαχειριστής του προγράμματος έρευνας που εκπονεί από τον περασμένο Απρίλιο το London School of Economics and Political Sciences (LSE) σε συνεργασία με την Google News Initiative για τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης (AI) στη δημοσιογραφία. Σκοπός του «Journalism AI», όπως έχει ονομαστεί, είναι να προάγει τη μάθηση εντός των ειδησεογραφικών οργανισμών παγκοσμίως σε θέματα τεχνητής νοημοσύνης και να καταγράψει έναν οδηγό καλών πρακτικών. Τι είναι, όμως, τεχνητή νοημοσύνη; Ειδικοί αναφέρουν ότι πρόκειται για ένα σύνολο ιδεών, τεχνολογιών και τεχνικών που σχετίζονται με την ικανότητα ενός συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να εκτελεί εντολές, οι οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες απαιτούν ανθρώπινη νοημοσύνη.
Μιλώντας στην «Κ», ο διευθυντής του POLIS, της δεξαμενής σκέψης για θέματα δημοσιογραφίας του LSE και ενορχηστρωτής της εν λόγω έρευνας, καθηγητής Τσάρλι Μπέκετ, αποκαλύπτει τους λόγους που αποφάσισε να ασχοληθεί με ζητήματα γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και τις εφαρμογές της στον χώρο της ενημέρωσης αλλά και τις εκτιμήσεις του για το μέλλον της δημοσιογραφίας. «Υπήρξα δημοσιογράφος για 20 χρόνια βιώνοντας πολλές αλλαγές. Το Διαδίκτυο μπήκε στη ζωή μας και η μετάβαση ήταν αρκετά εντυπωσιακή. Τα τελευταία 15 χρόνια είδαμε τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να “βγαίνουν” στο Διαδίκτυο, ενώ γίναμε μάρτυρες της προσπάθειας προσαρμογής των δημοσιογράφων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κατά τη γνώμη μου, η τεχνητή νοημοσύνη είναι κάτι σαν το τρίτο κύμα και γι’ αυτό ήθελα να διερευνήσω τι ακριβώς υπάρχει εκεί έξω, προς ποια κατεύθυνση οδεύουμε, αλλά και το πώς αυτό μπορεί να αλλάξει τη δημοσιογραφία. Οχι μόνο για τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, αλλά και για το κοινό».
Αναλογιζόμενος τα σύγχρονα προβλήματα στον τομέα της ενημέρωσης, όπως η παραπληροφόρηση, η σωρεία πληροφοριών που αποπροσανατολίζουν το κοινό, αλλά και η εν γένει έλλειψη εμπιστοσύνης στα μέσα, ο κ. Μπέκετ αναρωτιέται για το πώς μπορούν οι νέες τεχνολογίες να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και στην επιβίωση της δημοσιογραφίας στο μέλλον. «Αυτές οι τεχνολογίες έχουν ήδη τεράστιες επιπτώσεις σε διάφορους κλάδους, όπως στην οικονομία, την υγεία, τη βιοτεχνολογία ακόμα και την εκπαίδευση, και φοβάμαι ότι αν δεν δούμε έγκαιρα τις θετικές εφαρμογές τους στη δημοσιογραφία τότε μπορεί να μείνουμε πίσω επαναλαμβάνοντας τα λάθη του παρελθόντος, τα λάθη που κάναμε με τις προηγούμενες τεχνολογίες», προσθέτει ο καθηγητής Επικοινωνίας και ΜΜΕ του LSE.
Υστερα από συναντήσεις με εμπειρογνώμονες από κορυφαίους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, όπως οι New York Times, το Bloomberg, το BBC, το Quartz, η Le Monde, η Morning Post της Νότιας Κίνας, το Spiegel Online, το Associated Press κ.ά., η ομάδα του κ. Μπέκετ διαπίστωσε ότι –όπως και σε κάθε αρχή υιοθέτησης μιας νέας τεχνολογίας– εντός των ειδησεογραφικών γραφείων υπάρχουν άνθρωποι ειδικοί, που καταλαβαίνουν την τεχνολογία και δεν τη φοβούνται. Ωστόσο φαίνεται πως παράλληλα ενυπάρχει μια αίσθηση «πολιτιστικής εχθρότητας» λόγω του γνωσιακού κενού. Η λύση, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι η εκμάθηση και η εξοικείωση των δημοσιογράφων με τα νέα αυτά συστήματα, με τους αλγόριθμους, αλλά και η ανάπτυξη στρατηγικής για το πού και υπό ποιες συνθήκες θα πρέπει να επενδύσουμε στην εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης. Κατά τον κ. Μπέκετ, η ΑΙ μπορεί να ωφελήσει σημαντικά τη δημοσιογραφία.
Σε πρόσφατη μελέτη του, το Ινστιτούτο Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης διαπίστωσε ότι το 59% της ειδησεογραφικής βιομηχανίας χρησιμοποιεί ήδη τα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης για να βελτιώσει το περιεχόμενό της, ενώ το 35% χρησιμοποιεί AI για να βοηθήσει τους δημοσιογράφους να βρουν ιστορίες, αλλά και να τις «τσεκάρουν» αποφεύγοντας την αναπαραγωγή ψευδών ειδήσεων. «Τα Panama Papers είναι ένα λαμπρό παράδειγμα εφαρμογής της ΑΙ στην ερευνητική δημοσιογραφία», επισημαίνει ο κ. Μπέκετ. Η μηχανική μάθηση από την άλλη μπορεί να φανεί χρήσιμη εντός των ειδησεογραφικών γραφείων με πιο απλούς τρόπους, όπως για την ταχύτερη απομαγνητοφώνηση ή και μετάφραση κειμένων. Ωστόσο, ως πιο σημαντική συνεισφορά αναγνωρίζεται η επίδραση στην αναδιανομή περιεχομένου μέσω της χρήσης δεδομένων, τα οποία «θα μας βοηθήσουν τόσο να καταλαβαίνουμε καλύτερα τι ενδιαφέρει το κοινό, αλλά και να του δίνουμε τελικά την πληροφορία που θέλει και στη μορφή που θέλει να την καταναλώσει». Εξάλλου, η μεγαλύτερη πρόκληση στη δημοσιογραφία είναι ότι «υπάρχει πολλή εκεί έξω» και είναι ίδια, εξηγεί ο κ. Μπέκετ. «Χιλιάδες άρθρα για το ίδιο θέμα, πολλή “άχρηστη” πληροφορία που οδηγεί τους αναγνώστες σε απόγνωση στον αγώνα της αναζήτησης της μιας πληροφορίας που τους ενδιαφέρει. Το κατά πόσον βέβαια η τεχνητή νοημοσύνη θα βοηθήσει τους δημοσιογράφους να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση έγκειται στους ίδιους. Στο τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη είναι απλώς ένα εργαλείο».
Ο μύθος
Ο κυρίαρχος μύθος γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη είναι ότι τα ρομπότ θα αντικαταστήσουν τον άνθρωπο. «Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι εφαρμογές δεν επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο, τον δημοσιογράφο αλλά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και ως εκ τούτου πιο αποτελεσματικά. Δεν μπορούν, όμως, να λειτουργήσουν ακόμη χωρίς το ανθρώπινο μυαλό», διευκρινίζει ο διευθυντής του POLIS. «Υπάρχουν ειδήσεις, όπως ο καιρός ή τα αποτελέσματα ποδοσφαιρικών αγώνων, που μπορεί να παραχθούν μέσω αυτοματοποίησης, ωστόσο ακόμη και εκεί η ανθρώπινη εμπλοκή είναι αναγκαία, καθώς πρέπει να κατασκευάσει και να ρυθμίσει τον αλγόριθμο προς αποφυγήν λαθών ή ακόμη και αποκλεισμού πληροφοριών που οδηγεί σε αναπαραγωγή μεροληπτικών ειδήσεων», εξηγεί ο κ. Μπέκετ. Υπό αυτή την έννοια, η τεχνητή νοημοσύνη σίγουρα δεν αποκλείει την ανθρώπινη παρέμβαση, αντίθετα δημιουργεί ευκαιρίες για νέες θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα μπορεί να απελευθερώσει τους δημοσιογράφους να κάνουν πράγματα, στα οποία εκ των πραγμάτων είναι καλύτεροι, όπως η έρευνα ή οι συνεντεύξεις που απαιτούν ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Πέρα από τις καλές πρακτικές της ΑΙ, στην ειδησεογραφία ανακύπτουν ζητήματα διαφάνειας και ερωτήματα ηθικής και ελέγχου. «Τι λες, όμως, στους αναγνώστες σου; Αυτό το έγραψε αλγόριθμος;» διερωτάται ο κ. Μπέκετ και προσθέτει ότι καθώς η παραγωγή είδησης που προκύπτει από τον αλγόριθμο είναι βάσει των δεδομένων που έχει στη διάθεσή του, η μεροληπτική διατύπωση είναι μάλλον μονόδρομος χωρίς την παρέμβαση του «ανθρώπινου μυαλού». Παράλληλα, το ζήτημα ιδιοκτησίας φαίνεται να προβληματίζει ιδιαίτερα τους επαγγελματίες του χώρου, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι τεχνολογικές εταιρείες, όπως Google, Facebook, Amazon και Microsoft, δεν κατέχουν απλά αυτή την τεχνολογία αλλά την αναπτύσσουν, όχι πάντα για λογαριασμό των δημοσιογράφων, με αποτέλεσμα να ελέγχουν την πληροφορία. Πρόκειται για κάτι που το βλέπουμε ήδη στις μηχανές αναζήτησης, αλλά και στην εξατομίκευση της πληροφορίας στο Facebook. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι: Αν πρόκειται να βασιζόμαστε σε αυτούς τους αλγόριθμους, σε ποιο βαθμό μπορούμε να τους ελέγξουμε;
Κάλπες γεμάτες… τηλεσκουπίδια
REUTERS, A.P.
Μπορεί, άραγε, η τηλεόραση και ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά σκουπίδια να διαμορφώσουν τις πολιτικές μας επιλογές; Nαι, επισημαίνουν ειδικοί που πραγματοποίησαν έρευνα για τη σχέση τηλεόρασης και πολιτικής ζωής στην Ιταλία, παρουσιάζοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ψυχαγωγική τηλεόραση χαμηλής ποιότητας έστρωσε με ρόδα τον δρόμο των λαϊκιστών και της πολιτικής τους.
Παλιότερα, στα ιταλικά τηλεοπτικά υπερβραχέα ραδιοκύματα κυριαρχούσε το κρατικό τηλεοπτικό δίκτυο RAI, που έχαιρε τεράστιας εκτίμησης. Τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, ένα επιθετικό και απλοϊκό τηλεοπτικό δίκτυο, η Mediaset κατάφερε να ενταχθεί στην τηλεοπτική αγορά και να επεκταθεί σε όλη τη χώρα, αγοράζοντας μικρούς τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, υπονομεύοντας αποτελεσματικά την εκπαιδευτική αποστολή της RAI, εκπέμποντας υπερβολική δόση κινούμενων σχεδίων, αθλητικών εκπομπών, σαπουνόπερων, κινηματογραφικών ταινιών και άλλων μορφών «ελαφράς» ψυχαγωγίας.
H αξιολόγηση
Μέχρι το 1990, οι 49 στους πενήντα Ιταλούς σε όλη τη χώρα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις εκπομπές της Mediaset. Αυτό το ασυνήθιστο γεγονός επέτρεψε σε μία ομάδα Ιταλών οικονομολόγων να συγκρίνουν πόλεις που από την αρχή διέθεταν πρόσβαση στη Mediaset με κάποιες άλλες, που απέκτησαν το τηλεοπτικό της σήμα πολύ αργότερα, αξιολογώντας με αυτό τον τρόπο πως κατά τι περισσότερα χρόνια έκθεσης σε τηλεοπτικά σκουπίδια, μπορούν να διαμορφώσουν τις πολιτικές επιλογές ενός κοινωνικού συνόλου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι αδιαμφισβήτητα και μάλλον ανησυχητικά. Οπως αναφέρει η επιθεώρηση American Economic Review, οι Ρούμπεν Ντουράντε, του πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, Πάολο Πινότι, του πανεπιστημίου Bocconi του Μιλάνου και Αντρέα Τεσέι, του πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, ανέλυσαν τα στοιχεία τηλεοπτικών εκπομπών προκειμένου να αποδείξουν ότι μεγαλύτερη έκθεση στα άνευ ουσιαστικού ενδιαφέροντος προγράμματα της Mediaset προκάλεσε σημαντική ενίσχυση λαϊκιστών υποψηφίων, που πρότασσαν απλοϊκά μηνύματα δίνοντας εύκολες απαντήσεις. Πολλοί, βέβαια, θα πιστέψουν ότι η συμβολή των τηλεσκουπιδιών στην άνοδο του λαϊκισμού έχει μία προφανή αιτία, καθώς οι πάντες γνωρίζουν ότι ιδρυτής και ιδιοκτήτης της Mediaset είναι ο πασίγνωστος λαϊκιστής πολιτικός και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ωστόσο, οι ερευνητές κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να αποδείξουν ότι αυτή η σχέση τηλεόρασης-πολιτικής επιλογής δεν αφορά μόνο τον Μπερλουσκόνι. Αντιθέτως, παρόμοια ενίσχυση της υποστήριξης καταγράφηκε και όσον αφορά τους λαϊκιστές ανταγωνιστές του, το Κίνημα των 5 Αστέρων, που γεννήθηκε μέσα από το μπλογκ ενός κωμικού ηθοποιού, του Μπέπε Γκρίλο, πριν από δέκα χρόνια. Το αντισυστημικό κίνημα εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο μεμονωμένο κόμμα του ιταλικού Κοινοβουλίου, κατά την περυσινή εκλογική αναμέτρηση.
Eίναι αξιοσημείωτο ότι η συμβολή της τηλεόρασης στην επιτυχία των λαϊκιστών, παραδόξως, οφείλεται στις ψυχαγωγικές εκπομπές και όχι σε αυτές που διαθέτουν πολιτικό μήνυμα. Αλλωστε, είναι ενδεικτικό ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, όταν κάποιες περιοχές είχαν μεγαλύτερη έκθεση στις εκπομπές της Mediaset, συγκριτικά με άλλες, ούτε το τηλεοπτικό δίκτυο, ούτε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχαν ενταχθεί στον πολιτικό στίβο.
Για τις ανάγκες της έρευνας και προκειμένου να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, οι ερευνητές ψηφιοποίησαν παλιά τηλεοπτικά προγράμματα εφημερίδων, δείχνοντας ότι η Mediaset προσέφερε τελικά στο τηλεοπτικό κοινό τριπλάσιες ώρες προβολής ταινιών και ψυχαγωγικών εκπομπών συγκριτικά με τη RAI. Την ίδια στιγμή το τηλεοπτικό δίκτυο απέφευγε στρατηγικά τα ειδησεογραφικά και εκπαιδευτικά προγράμματα.
Δεν είναι πρώτη φορά που εκπονείται μελέτη για τις βλαβερές συνέπειες της τηλεόρασης. Ο Μπέντζαμιν Ολκεν, καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), πρωτοπόρος στην ανάλυση των τηλεοπτικών δεδομένων που χρησιμοποίησε η ιταλική ομάδα, επισημαίνει ότι η έρευνα προσθέτει νέα στοιχεία «ότι τα τηλεοπτικά δίκτυα που δεν εκπέμπουν αμιγώς πολιτικές εκπομπές, μπορεί τελικά να επηρεάσούν τις πολιτικές μας επιλογές».
Προσοχή στα παιδιά
Πολλοί γονείς νιώθουν μπερδεμένοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ερώτημα «πόση τηλεόραση πρέπει να παρακολουθούν τα παιδιά;». Πρόσφατα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε νέες συστάσεις για την έκθεση των παιδιών πέντε ετών ή μικρότερων στις οθόνες, είτε αυτές είναι της τηλεόρασης, της ταμπλέτας, του κινητού τηλεφώνου, του υπολογιστή ή των παιχνιδιών βίντεο. Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, παιδιά από δύο έως τεσσάρων ετών δεν πρέπει να κάθονται μπροστά σε οποιαδήποτε οθόνη για περισσότερο από μία ώρα την ημέρα, ενώ αυτό θεωρείται απαγορευτικό για βρέφη και για νήπια μικρότερα του ενός έτους. Ο ΠΟΥ επισημαίνει στην ανακοίνωσή του ότι είναι πολύ σημαντικότερες οι παιδικές δραστηριότητες μακριά από την τεχνολογία, όπως η ανάγνωση, τα παραμύθια, τα τραγούδια και τα παζλ και ασφαλώς ο καλός, ποιοτικός ύπνος, καθώς όλα αυτά συμβάλλουν στην παιδική ανάπτυξη. Η Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία, εξάλλου, συνιστά περιορισμό του χρόνου που περνούν τα παιδιά, από δύο ώς πέντε χρόνων μπροστά σε κάποια οθόνη, σε μία ώρα ημερησίως. Τα μικρότερα νήπια, 18 έως 24 μηνών, πρέπει να έχουν πολύ περιορισμένη πρόσβαση στη νέα τεχνολογία και αυτή να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για προγράμματα υψηλής ποιότητας, όπως είναι το Sesame Street. Τα βρέφη που είναι μικρότερα των 18 μηνών δεν πρέπει να έχουν καθόλου πρόσβαση σε οθόνες.
Μεγαλύτερη η επίδραση στους κάτω των 10 και άνω των 55 ετών
Στην ιταλική έρευνα που συνδέει τα τηλεσκουπίδια και την άνθηση του λαϊκισμού, οι επιστήμονες αρχικά απέδειξαν ότι το τηλεοπτικό πρόγραμμα της Mediaset ήταν χαμηλότερης ποιότητας για το γενικό κοινό.
Ετσι διαπίστωσαν ότι η εκλογική επίδραση του χαμηλής ποιότητας τηλεοπτικού προγράμματος ενισχύθηκε στις δύο ομάδες που το παρακολουθούσαν με μεγαλύτερη προσήλωση: στους τηλεθεατές που ήταν μικρότεροι των δέκα ετών και εκείνους που ήταν 55 ετών ή μεγαλύτεροι. Καθώς περνούσαν τα χρόνια τηλεθέασης και οι δύο ομάδες κατέληξαν να υποστηρίζουν λαϊκιστές πολιτικούς, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Οι νέοι που παρακολουθούσαν το πρόγραμμα της Mediaset, κατά τη διάρκεια των ετών της διάπλασης της προσωπικότητάς τους, επισημαίνει ο Ρούμπεν Ντουράντε, εξελίχθηκαν σε «γνωσιακά απλοϊκότερα άτομα, με μικρότερη κοινωνική αντίληψη» συγκριτικά με συνομηλίκους τους που είχαν πρόσβαση στη δημόσια τηλεόραση και σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, κατά την ίδια περίοδο.
Ο Ντουράντε επισημαίνει ότι η έκθεση σε τηλεσκουπίδια είχε ένα σημαντικό αναπτυξιακό κόστος. «Κάθε ώρα που δαπανά κάποιος παρακολουθώντας τηλεόραση, είναι μία ώρα μακριά από το διάβασμα ενός βιβλίου, μακριά από το παιχνίδι στην ύπαιθρο και την κοινωνικοποίηση με άλλα παιδιά». «Λυπάμαι», λέει, «αλλά αυτό μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στο είδος του ανθρώπου που τελικά εξελίσσεσαι».
Σε ένα διεθνές τεστ που πραγματοποιήθηκε το 2012, οι Ιταλοί ενήλικες από περιοχές όπου είχαν εκτεθεί στα προγράμματα της Mediaset, πριν κλείσουν τα δέκα τους χρόνια, τα κατάφεραν χειρότερα σε δοκιμασίες ανάγνωσης και μαθηματικών συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους. Επίσης, ήταν λιγότερο πολιτικά δραστήριοι και είχαν μικρότερη κοινωνική συνείδηση.
Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιον πώς αυτές οι γυναίκες και αυτοί οι άνδρες που παρακολουθούσαν εμμονικά τα τηλεσκουπίδια της Mediaset, σαγηνεύθηκαν από τον Μπερλουσκόνι και αργότερα από το Κίνημα των 5 Αστέρων. Αλλωστε, και οι δύο χρησιμοποιούσαν απλούστερη γλώσσα στις ομιλίες τους και στις πλατφόρμες τους.
Οταν η Mediaset προσέφερε τακτικό ειδησεογραφικό πρόγραμμα, στις αρχές του 1990, οι πιο ηλικιωμένοι τηλεθεατές είχαν αποκτήσει τέτοιο εθισμό στα ευτελή προγράμματά της ώστε ήταν πιθανότερο να παρακολουθήσουν και τα ειδησεογραφικά δελτία της, παρά αυτά άλλων καναλιών ενδίδοντας έτσι στις λαϊκιστικές κορώνες.
Οι εκλογές του 1994
Ο Μπερλουσκόνι κατά την εκλογική αναμέτρηση του 1994 κυριάρχησε στην τηλεοπτική κάλυψη, αφού μία σειρά σκανδάλων προκάλεσε την κατάρρευση της συντηρητικής κυβέρνησης, εμπνέοντας τον επιχειρηματία και λαϊκιστή δημαγωγό να ριχτεί στον πολιτικό στίβο. Οι πιο ηλικιωμένοι τηλεθεατές παρακολουθούσαν μανιωδώς τις ειδήσεις και την προεκλογική του εκστρατεία.
Αυτό το συμπέρασμα απηχεί μία άλλη ανάλυση, του 2017, που χρησιμοποίησε τα τηλεοπτικά προγράμματα προκειμένου να αποδείξει ότι το τηλεοπτικό κανάλι Fox News ενίσχυσε τους Ρεπουμπλικανούς κατά μισή εκατοστιαία μονάδα το 2000, δίνοντας ένα πλεονέκτημα 8 εκατοστιαίων μονάδων το 2008.
Η τηλεόραση δεν έκανε πιο συντηρητικούς τους ψηφοφόρους στην Ιταλία. Αντιθέτως, φαίνεται ότι τους κατέστησε πιο ευάλωτους στην αντικαθεστωτική ρητορική που επιλέγουν οι λαϊκιστές ηγέτες όλου του πολιτικού φάσματος. Κατά τη διάρκεια του 1990 και στις αρχές του 2000, ο Μπερλουσκόνι «βρισκόταν στην ιδανική θέση για να επωφεληθεί από την έκπτωση των γνωσιακών δεξιοτήτων και της κοινωνικής δραστηριοποίησης» που προκάλεσαν τα τηλεσκουπίδια του, αναφέρουν οι ερευνητές, αλλά το 2013 εκτοπίστηκε τελικά από τους αντάρτες του Κινήματος των 5 Αστέρων, των οποίων η ισχυρή λαϊκιστή ρητορική κέρδισε τους επηρεασμένους από τη Mediaset ψηφοφόρους, που είχαν εγκαταλείψει τον Μπερλουσκόνι.
Η δημοκρατία, η δημαγωγία, η δημοσιογραφία
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 06.07.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Για να παίρνουμε κουράγιο, να παραδειγματιζόμαστε ή απλώς για να βρίσκουμε λόγους να καμαρώνουμε, όταν φέρνουμε στο μυαλό μας την κορυφαία επινόηση των αρχαίων Ελλήνων, τη δημοκρατία, την ανασχηματίζουμε σαν μια ιδεώδη, αψεγάδιαστη κατάσταση: άμεση και πλήρη, με κατακτημένη την ισοπολιτεία, την ισονομία και την ισηγορία. Τίποτε το παράδοξο. Η μηχανή της εξιδανίκευσης δουλεύει εντατικά –και συσκοτιστικά–κατά την αναπαράσταση της αρχαιότητας συνολικά, μιας αρχαιότητας που ολοένα και περισσότεροι μελετητές επιλέγουν να την εξετάζουν στον ενύπαρκτο πληθυντικό αριθμό της: οι αρχαιότητες –αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες.
Στο πεδίο της ιστορίας, της μαρτυρημένης πραγματικότητας, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν υπήρξε άψογη. Στην τριάδα των εγγενών προβληματικών στοιχείων της που συνήθως θυμόμαστε (δουλοκτησία, εκτοπισμός των γυναικών από τον δημόσιο χώρο, αποικιοκρατική πολιτική), πρέπει πάντα να προσθέτουμε ένα τέταρτο, που ο Αριστοφάνης το καυτηρίαζε επίμονα στις κωμωδίες του. Πρόκειται για την κυριαρχική δράση των δημαγωγών. Ακριβώς στους δημαγωγούς της αρχαιότητας (αλλά και στους σύγχρονους επιγόνους τους) εστίασε την προσοχή του ο κορυφαίος κοινωνικός επιστήμονας Μαξ Βέμπερ, σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ακριβώς έναν αιώνα πριν, το 1919. Παραθέτω από την πρόσφατη έκδοση της διάλεξης, υπό τον τίτλο «Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» (μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. «Δώμα»), που την παρουσίασε εκτενώς η Σίσσυ Αλωνιστιώτου στην «Κ» της περασμένης Κυριακής:
«Ηδη από τη γένεση του συνταγματικού κράτους, κι ακόμα περισσότερο από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, ο κύριος τύπος πολιτικού ηγέτη στη Δύση είναι ο “δημαγωγός”. Η δυσάρεστη επίγευση της λέξης δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε πως όχι ο Κλέων, αλλά ο Περικλής ήταν ο πρώτος που αποκλήθηκε έτσι. Χωρίς αξίωμα, ή από τη μόνη θέση που –σε αντίθεση με τα κληρωτά αξιώματα της αρχαίας δημοκρατίας– προϋπέθετε την ψήφο, εκείνη του αρχιστράτηγου, ηγήθηκε της κυρίαρχης Εκκλησίας του Δήμου. Και η σύγχρονη δημαγωγία καταφεύγει βέβαια στη ρητορική, και μάλιστα σε τεράστια έκταση, αν αναλογιστεί κανείς τους προεκλογικούς λόγους που οφείλει να εκφωνήσει ένας σύγχρονος υποψήφιος. Ομως, ακόμα περισσότερο χρησιμοποιεί τον έντυπο λόγο. Ο πολιτικός δημοσιολόγος, προπάντων ο δημοσιογράφος, είναι στην εποχή μας ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του είδους».
«Στην εποχή του», λέει ο Βέμπερ, μόλις έναν χρόνο πριν πεθάνει, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του είδους των δημαγωγών είναι ο δημοσιογράφος. Στη δική μας εποχή, τώρα που οδεύει προς το τέλος της και η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα· τώρα που η έντυπη δημοσιογραφία είναι απλώς ένα τμήμα της συνολικής δημοσιογραφίας, όχι το πολιτικά αποτελεσματικότερο, αφού το ραδιόφωνο και η τηλεόραση και το Διαδίκτυο έχουν μεγαλύτερη ισχύ, το ερώτημα δεν είναι αν ο δημοσιογράφος παραμένει ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του είδους των δημαγωγών, αλλά ποιος ακριβώς δημοσιογράφος είναι αυτός. Ποια τα γνωρίσματα και τα «χαρίσματά» του, οι αρχές, οι ορέξεις, οι ηθικές άμυνες και οι φιλοδοξίες του. Πόσο βαθιά είναι η αυτογνωσία του και πόσο σταθερή η κριτική του διάθεση απέναντι στις «υπερβολές» (για να τις πω κάπως εύηχα) του σιναφιού. Και πόσο έτοιμος είναι να διακρίνει και να αποδεχθεί ότι ο όρος «δημαγωγός» που του αποδίδει ο Βέμπερ δεν είναι δα τιμητικότερος από τον όρο «λαϊκιστής», που έγινε του συρμού ακριβώς επειδή μοιάζει βαθύς και πλούσιος, ενώ είναι ρηχός και φτωχός. Τον εξαπολύεις αυτοεξαιρούμενος και ξεμπερδεύεις από τον κόπο μιας απαιτητικότερης σκέψης.
Ο Μαξ Βέμπερ ελέγχει αυστηρά το δημοσιογραφικό επάγγελμα (ας αφήσουμε τον όρο «λειτούργημα» να κατοικεί αποκλειστικά στον μικροχώρο της εξιδανικευτικής νοσταλγίας), αλλά δεν το ειρωνεύεται. Αν ήθελε να καγχάσει μαζί του, η σκέψη του θα έπαιρνε τον δρόμο της σκέψης του Αυστριακού στοχαστή Καρλ Κράους (1874-1936), που έλεγε σαρκαστικά ότι «οι δημοσιογράφοι γράφουν κακά επειδή έχουν λίγο χρόνο στη διάθεσή τους. Αν είχαν περισσότερο, θα έγραφαν χειρότερα». Αντίθετη –τιμητική– είναι η γνώμη του Γερμανού κοινωνιολόγου. «Δεν καταλαβαίνουν όλοι», παρατηρεί, «ότι ένα πράγματι καλό δημοσιογραφικό άρθρο απαιτεί τουλάχιστον τόσο πνεύμα όσο κάθε άλλο λόγιο επίτευγμα – ιδίως αν πρέπει να παραχθεί αμέσως, κατόπιν παραγγελίας, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να επιδράσει αμέσως, αν και βέβαια γράφεται υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι ένα ακαδημαϊκό γραπτό».
Μολαταύτα, ο Βέμπερ δεν έχει τις ψευδαισθήσεις που εξακολουθούν να τρέφουν τη δημοσιογραφική ματαιοδοξία, ότι δηλαδή, «για το καλό του λαού και του τόπου», η τέταρτη ή η πέμπτη εξουσία είμαστε εμείς, οι γραφιάδες, οι μικροφωνιτζήδες, οι τηλεοπτικοί, οι μπλόγκερ. «Ο εργαζόμενος δημοσιογράφος», λέει ο Βέμπερ, «συγκεντρώνει όλο και λιγότερη πολιτική επιρροή, ενώ αντίθετα ο καπιταλιστής μεγιστάνας του Τύπου –λ.χ. του είδους του λόρδου [Αλφρεντ] Νόρθκλιφ– όλο και περισσότερη». Το εξόφθαλμο μας δείχνει. Αλλά αν κάποιος θέλει να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του, κανένας δεν μπορεί να τον αποτρέψει. Στις τωρινές εκλογές, λ.χ., κατεβαίνουν ως υποψήφιοι με διάφορα κόμματα τέσσερις ντουζίνες δημοσιογράφοι (ανάμεσά τους και σεσημασμένοι καλλιεργητές τοξικού κλίματος ή διακινητές φέικ νιους). Επί δεκαετίες αρκετοί εξ αυτών κρύβονταν πίσω από το δάχτυλό τους, επί του οποίου είχαν σμικρογράψει τις λέξεις «αντικειμενικότητα», «αμεροληψία», «ουδετερότητα», «στρατευμένος στην αλήθεια». Αυτοί έκαναν ότι κρύβονται αποτελεσματικά, οι δε καταναλωτές τους (αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές) έκαναν ότι το πιστεύουν, και ότι τους πιστεύουν. Αν έλειπε το θέατρο αυτό, αν έλειπαν η δημαγωγία, ο λαϊκισμός (χοντροκομμένος, κι ας λογιόφερνε πότε πότε), ουδείς θα ενοχλούνταν από τον αριβισμό τους περισσότερο απ’ όσο αξίζει.
Μακρινοί απόγονοι των αρχαίων ρητόρων ως προς το ύφος οι δημοσιογράφοι, και των δημαγωγών ως προς το ήθος, θα ’πρεπε να διδασκόμαστε περισσότερα από το ίδιο το όνομα της δουλειάς μας. Μνημονεύω εδώ μια φράση του Δημήτρη Μαρωνίτη, ακριβώς τρία χρόνια από τον θάνατό του, τυπωμένη στα πρακτικά του συνεδρίου «Δημοσιογραφία και γλώσσα», που είχε διοργανώσει το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ τον Απρίλιο του 2000: «Εξ ορισμού ο δημοσιογραφικός λόγος υπόσχεται πως είναι διαμεσολαβητικός μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Ελέγχει δηλαδή προφανείς, ή και λανθάνουσες, εντάσεις, που δημιουργούνται ανάμεσα στις πάσης φύσεως εξουσίες και στα πολιτικά υποκείμενα που τις επιλέγουν ή τις υφίστανται. Από την άποψη αυτή ο δημοσιογραφικός λόγος θα μπορούσε να εκτιμηθεί γενικότερα ως αντιεξουσιαστικός. Εντούτοις στην εποχή μας γίνεται συνεχώς λόγος, και όχι αδίκως, για πέμπτη εξουσία που τη διαχειρίζονται ή την ασκούν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας – εξουσία που πρακτικώς φτάνει συχνά στο ακραίο όριο της υπερεξουσίας. Ετσι, όμως, τείνει εκ των πραγμάτων να καταργηθεί η διαμεσολαβητική υπόσχεση του δημοσιογραφικού λόγου». Αποτέλεσμα; «Τα ονόματα ευημερούν αλλά τα πράγματα πάσχουν».
Tζέσπερ Ντουμπ στην «Κ»: Οι ψευδείς ειδήσεις δεν έχουν θέση στο Facebook
Ως διευθυντής του γερμανικού κολοσσού της ψηφιακής ενημέρωσης Spiegel Online, ο Τζέσπερ Ντουμπ έχει υπάρξει ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Facebook και της «διασπαστικής» σχέσης του με τα μέσα ενημέρωσης. Εδώ και ένα χρόνο, ωστόσο, ο κ. Ντουμπ προσπαθεί να αλλάξει την πλατφόρμα εκ των έσω. Ο Γερμανός πρώην εκδότης βρίσκεται στη θέση του διευθυντή συνεργασιών με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης του Facebook και, έχοντας πλέον βρεθεί στην πλευρά τόσο της δημοσιογραφίας όσο και της τεχνολογίας, στοχεύει να γεφυρώσει τους δύο κόσμους.
Η «Κ» συναντήθηκε με τον κ. Ντουμπ στο πλαίσιο του φετινού GEN Summit, που έλαβε χώρα στην Αθήνα από τις 13 έως τις 15 Ιουνίου. Ο εκπρόσωπος του τεχνολογικού τιτάνα μίλησε με ειλικρίνεια και αυτοκριτική για τα παλιά λάθη της πλατφόρμας, τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζει την παραπληροφόρηση και την ελπίδα του για ένα νέο κεφάλαιο συνεργατικότητας μεταξύ της δημοσιογραφίας και του Facebook.
– Κύριε Ντουμπ, έχουν περάσει πλέον μερικοί μήνες από τότε που ανακοινώσατε έναν νέο γύρο συνεργασιών του Facebook με φορείς επικύρωσης ειδήσεων, ο οποίος χάρισε και στην Ελλάδα τον πρώτο της επίσημο fact-checker. Ποιες είναι οι προκλήσεις και ποιες οι επιτυχίες από τη διαδικασία του fact-checking στην πλατφόρμα σας;
– Πράγματι, το πρόγραμμα επικύρωσης ειδήσεων από τρίτους φορείς είναι κάτι το οποίο αυξάνεται διαρκώς. Πλέον, έχουμε περισσότερους από 50 εταίρους ανά τον κόσμο και συνεχώς προσπαθούμε να επεκτείνουμε το δίκτυό μας για να αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερη παραπληροφόρηση. Μια συχνή παρερμηνεία, όμως, που θέλω να ξεκαθαρίσω, είναι πως η πρωτοβουλία του fact-checking ελέγχεται και ορίζεται από το Facebook. Στην πραγματικότητα, είναι κάτι που διευθύνει το Διεθνές Δίκτυο Επικύρωσης Πληροφοριών (IFCN) και όλοι οι ελεγκτές, όπως για παράδειγμα τα EllinikaHoaxes, περνούν από μια διαδικασία ελέγχου και διαπιστεύονται από το Ινστιτούτο Poynter. Μόλις ολοκληρωθεί ο έλεγχος αυτός, τότε αποκτούν πρόσβαση στα εργαλεία που έχουμε αναπτύξει γι’ αυτούς.
Γενικά, έχουμε πλέον ξεκαθαρίσει πως δεν θέλουμε την παραπληροφόρηση στην πλατφόρμα μας και έχουμε τρεις διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης. Ο πρώτος είναι η διαγραφή του περιεχομένου, μόνο εάν διαπιστωθεί πως αυτό παραβιάζει τα πρότυπα χρήσης της πλατφόρμας μας – τα οποία είναι διαφανή και μπορεί ο καθένας να τα διαβάσει. Πρόκειται για περιστατικά όπως η υποκίνηση βίας ή η δημοσίευση περιεχομένου που προκαλεί σαφή βλάβη στον πραγματικό κόσμο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά περιστατικά όπου το περιεχόμενο δεν παραβιάζει τα πρότυπα χρήσης, αλλά εξακολουθεί να είναι παραπλανητικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μειώνουμε δραστικά την εξάπλωση της παραπληροφόρησης μέσω αλγοριθμικών παρεμβάσεων. Η τρίτη προσέγγιση είναι η απευθείας ενημέρωση των χρηστών μας. Αν κάποιος επιθυμεί να μοιραστεί κάποια ψευδή είδηση, τότε θα συναντήσει ένα αναδυόμενο παράθυρο που θα τον ενημερώνει πως οι ελεγκτές μας έχουν την εντύπωση πως πρόκειται για παραπληροφόρηση.
– Πέρα από τις παραπλανητικές πηγές, το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων έγκειται και στη ζήτηση, καθώς πολλές φορές οι χρήστες ελκύονται από τις συνωμοσίες και τις αναζητούν. Το συναντάτε αυτό στη μάχη σας κατά της παραπληροφόρησης, και πώς απαντάτε;
– Πρόκειται όντως για ένα διαχρονικό φαινόμενο: είτε στο ραδιόφωνο, είτε στην τηλεόραση, είτε στον παραδοσιακό γραπτό Τύπο, υπήρχε πάντοτε μια ομάδα ανθρώπων που ενδιαφερόταν να καταναλώνει θεωρίες συνωμοσίας. Εφόσον αυτό το περιεχόμενο δεν προκαλεί άμεση βλάβη, παρότι εσείς και εγώ μπορεί να αντιλαμβανόμαστε πως είναι παραπλανητικό, θα πρέπει φυσικά να επιτραπεί η δημοσίευσή του. Είναι ένα βασικό κομμάτι της ελευθερίας του λόγου: κανείς δεν μπορεί να επιβάλει απόλυτη λογοκρισία με γνώμονα την αλήθεια. Ωστόσο, πρέπει να ισορροπήσουμε την ελευθερία της έκφρασης για να διασφαλίσουμε πως θα διατηρηθεί η ασφάλεια. Γι’ αυτό και μια τέταρτη στρατηγική μας, που δεν αφορά τη λειτουργικότητα του Facebook, είναι η επανεπένδυση στον λεγόμενο «γραμματισμό στα Μέσα» – την ενημέρωση και κατάρτιση του κοινού στο να αξιολογεί εάν μια πηγή είναι αξιόπιστη ή όχι.
– Πρόσφατα, βέβαια, το Facebook αφαίρεσε από την πλατφόρμα μερικές ιστοσελίδες ειδήσεων συνωμοσίας, οι οποίες δημοσιεύαν τακτικά θεωρίες κατά του εμβολιασμού. Πρόκειται, υποθέτω, για περιεχόμενο το οποίο κρίθηκε επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία.
– Κοιτάξτε, αν εξετάσει κανείς τους κανόνες χρήσης της πλατφόρμας μας, θα διαπιστώσει πως πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο αρχείο, το οποίο όμως συνεχώς εξελίσσεται καθώς το επανεξετάζουμε καθημερινά. Δεν μπορώ να μιλήσω λεπτομερώς για τη συγκεκριμένη σελίδα που αναφέρετε, αλλά γενικά υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους οι χρήστες ενδέχεται να εκδιωχθούν από το Facebook. Θα σας δώσω ένα ακραίο παράδειγμα για να καταστήσω ξεκάθαρη τη λογική: Αν κάποιος ζητήσει δημοσίως από τους χρήστες να διαπράξουν ένα έγκλημα, για παράδειγμα να δολοφονήσουν κάποιο άτομο, τότε σίγουρα πρόκειται για απαγορευμένο περιεχόμενο που θα προκαλούσε αυτόματη αφαίρεση από την πλατφόρμα.
Ωστόσο, πέρα από την επικύρωση πληροφοριών, θέλουμε παράλληλα να διασφαλίσουμε πως οι άνθρωποι συναντούν περισσότερες πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές. Προσπαθούμε πλέον να βοηθήσουμε τη βιομηχανία ειδήσεων και την ποιοτική δημοσιογραφία να ξεχωρίσει, με μια σειρά νέων εργαλείων όπως η σελίδα breaking-news, η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα σε όλο τον κόσμο και θα εμφανίζει πληροφορίες μόνο από αξιόπιστες πηγές. Δεν πρόκειται να λύσουμε κατευθείαν όλα τα προβλήματα, όμως είναι ένα πρώτο βήμα για να διακρίνουμε τις αξιόπιστες πηγές και τις πληροφορίες από τις γνώμες και τις απόψεις. Ως πρώην δημοσιογράφος και εκδότης, θεωρώ πως αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
– Eνα ακόμη από τα προβλήματα που έφερε η ψηφιακή εποχή στην ενημέρωση αφορά την παρακμή του τοπικού Τύπου, η οποία οδήγησε σε χαμηλότερη εμπιστοσύνη προς τα Μέσα. Τα τελευταία δύο χρόνια, το Facebook προσπαθεί να προωθήσει την τοπική ενημέρωση, ωστόσο αρκετές εκθέσεις υποστηρίζουν ότι αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις. Πώς λοιπόν έχει υπάρξει αυτή η διαδικασία;
– Eχετε δίκιο, αντιμετωπίζουμε στην Ευρώπη το ίδιο φαινόμενο που εμφανίζεται ακόμη πιο έντονο σε διάφορες περιοχές των ΗΠΑ: τη δημιουργία ερήμων ειδησεογραφίας. Γίνεται αυτή τη στιγμή μια μεγάλη έρευνα επ’ αυτού και μοιραζόμαστε δικά μας δεδομένα με πανεπιστήμια και επιστήμονες που μελετούν το πρόβλημα αυτό και διάφορες πιθανές λύσεις.
Μια απάντηση με την οποία πειραματιζόμαστε στις ΗΠΑ είναι ένα νέο εργαλείο στο Facebook που λέγεται «Today In» και το οποίο είναι ένα είδος συλλογής όλου του περιεχομένου το οποίο σχετίζεται με την τοποθεσία που επιλέγει ο χρήστης. Στη σελίδα αυτή εμφανίζονται άρθρα των περιοδικών της περιοχής, οι κορυφαίες ιστορίες των μέσων μαζικής ενημέρωσης που την αφορούν, αλλά παράλληλα και αναρτήσεις των τοπικών εταιρειών, της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου, οι ώρες λειτουργίας της λαϊκής αγοράς και οι ανακοινώσεις του δημοτικού συμβουλίου. Είναι ένα εργαλείο που έχει αρκετή απήχηση και εξετάζουμε πότε θα είναι έτοιμο για να μεταφερθεί σε άλλα μέρη του κόσμου. Παράλληλα, όμως, στηρίζουμε και τους φάρους της τοπικής δημοσιογραφίας έτσι ώστε να βρουν νέους τρόπους για να αντεπεξέλθουν στην ψηφιακή πραγματικότητα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινήσαμε ένα πρότζεκτ στα τέλη του περασμένου έτους, που στοχεύει στη στήριξη της δημοσιογραφίας των κοινοτήτων. Επενδύουμε λοιπόν 6 εκατομμύρια δολάρια σε ένα πρόγραμμα διάρκειας δύο ετών για να βοηθήσουμε τις τοπικές εφημερίδες να προσλάβουν περισσότερους δημοσιογράφους και να καλύψουν τις ειδήσεις σε περιοχές που έχουν ειδησεογραφική έλλειψη. Ελπίζουμε να φέρουμε νέα ταλέντα με ψηφιακές ικανότητες και προθυμία να διδάξουν στις αίθουσες σύνταξης του τοπικού Τύπου το πώς να λένε ιστορίες, όχι μόνο με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά με νέα ψηφιακά εργαλεία, έτσι ώστε να επανασυνδεθούν με το κοινό.
Η αλλαγή στον αλγόριθμό μας, το 2018, ήταν ένα σωστό βήμα
– Πριν από ενάμιση χρόνο, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανακοίνωσε ριζικές αλλαγές στον αλγόριθμο του Facebook, αναφέροντας πως στόχος είναι να επανέλθουν οι «ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις» στο προσκήνιο της εμπειρίας του χρήστη. Τι ακριβώς εννοεί με αυτό και πώς επηρεάστηκε η διαδικασία της πληροφόρησης;
– Oταν κάναμε τις αλλαγές στον αλγόριθμο στις αρχές του 2018, είχαμε καταλήξει σε ένα σαφές συμπέρασμα. Οι χρήστες δαπανούσαν πάρα πολύ χρόνο στην πλατφόρμα, αλλά όχι απαραίτητα με μια μορφή ποιοτικής απασχόλησης. Ετσι, αποφασίσαμε να πειράξουμε τον αλγόριθμο και να μειώσουμε εσκεμμένα τον χρόνο που σπαταλούν οι άνθρωποι στο Facebook, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα αντί της ποσότητας της χρήσης. Αυτό θα μπορούσε να είχε βλάψει την επιχείρησή μας, αλλά εξακολουθούσαμε να πιστεύουμε πως ήταν ένα σωστό βήμα – και τελικά τα σημάδια δείχνουν πως αποδίδει.
Φυσικά η μετάβαση δεν ήταν μια καλή εμπειρία για τους περισσότερους εκδότες, οι οποίοι αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω της αλλαγής. Ενας από τους λόγους ήταν ότι το Facebook και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν συμφώνησαν –μάλιστα ούτε καλά καλά συζήτησαν– για το πώς θα συνεργαστούν σε αυτή την επόμενη μέρα για την πλατφόρμα. Αυτό που συνέβη επομένως ήταν πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ξεκίνησαν να δημοσιεύουν παραπλανητικούς τίτλους και να προσπαθούν ακόμη πιο απεγνωσμένα να προσελκύσουν τα κλικ των χρηστών. Οι έρευνες δείχνουν πως στις αρχές του 2018 τα μέσα αντιμετώπισαν μια ξεκάθαρη πτώση στην επισκεψιμότητα και νομίζω ότι είναι απολύτως δίκαιο να δεχόμαστε κριτική για το γεγονός πως δεν ενημερώσαμε τους συνεργάτες μας έγκαιρα, δίνοντάς τους μια καλύτερη κατανόηση για το πώς να προσαρμοστούν στον νέο αλγόριθμο.
Από την άλλη, νομίζω ότι σήμερα το Facebook είναι πολύ καλύτερο στο να μιλά με τους δημοσιογραφικούς εταίρους και να εξηγεί τις αλλαγές. Ξέρετε, όταν έγινε η αλλαγή εγώ βρισκόμουν στην άλλη πλευρά αυτού του προβλήματος, καθώς διηύθυνα μια επιχείρηση ψηφιακών εκδόσεων και ένιωθα ενοχλημένος και απογοητευμένος από το πώς χειρίστηκε η πλατφόρμα τις αλλαγές. Βλέπω πλέον πως ήταν η σωστή κίνηση, και ευτυχώς τα μέσα έχουν πλέον επιστρέψει σε επίπεδα επισκεψιμότητας παρόμοια με αυτά που είχαν πριν από τις αλλαγές στον αλγόριθμο.
– Μιας και αναφερθήκαμε στις αλλαγές, μια πρόσφατη ριζική αλλαγή που ανακοίνωσε η εταιρεία σας είναι η συγχώνευση της τεχνολογικής υποδομής του Facebook, του Instagram, του Messenger και του WhatsApp, με την πρόφαση της προώθησης της ιδιωτικότητας. Πώς ενδέχεται να επηρεάσει αυτό τη διαδικασία της ενημέρωσης;
– Σήμερα βλέπουμε μια ξεκάθαρη κοινωνική επιθυμία να μετακινηθεί ο ψηφιακός διάλογος σε μικρότερες ομάδες και ιδιωτικά περιβάλλοντα. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι ένας κλασικός «μπαμπάς του WhatsApp» και δεν θα μπορούσα να οργανώσω τη ζωή μου χωρίς το γκρουπ όπου συνομιλώ με τα παιδιά μου. Αυτό που θέλω να ξέρουν τα ΜΜΕ είναι πως, με το να επικεντρωνόμαστε σε μια πιο ιδιωτική εμπειρία, αυτό δεν σημαίνει πως οι «δημόσιοι χώροι» όπως το Facebook και το Instagram θα εγκαταλειφθούν. Στην πραγματικότητα χτίζουμε κάτι πάνω στην υπάρχουσα υποδομή τους, για να εξυπηρετήσουμε την κοινωνική επιθυμία για περισσότερη ιδιωτικότητα. Το Facebook και το Instagram δεν θα εγκαταλειφθούν και θα παραμείνουν σίγουρα ο πιο φυσικός χώρος για τα ΜΜΕ και την ενημέρωση.
– Παράλληλα, όμως, σε χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία, το μεγαλύτερο εργαλείο για την παραπληροφόρηση υπήρξε το WhatsΑpp. Με ποιον τρόπο μπορείτε να περιορίσετε την εξάπλωσή της όταν αυτή γίνεται σε ιδιωτικά φόρουμ;
– Πράγματι, η διάδοση της παραπληροφόρησης μέσω ιδιωτικών μηνυμάτων είναι μια μεγάλη πρόκληση και υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει κανείς όταν το περιεχόμενο κρυπτογραφείται. Ωστόσο, έχουμε ξεκινήσει πολλές πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Μία εξ αυτών ονομάζεται Checkpoint και επιτρέπει σε χρήστες που λαμβάνουν ύποπτο περιεχόμενο μέσω ιδιωτικών συνομιλιών να το μοιράζονται απευθείας με fact-checkers. Ενας άλλος τρόπος είναι ο περιορισμός των συμμετεχόντων σε μια ιδιωτική συνομιλία, έτσι ώστε το WhatsΑpp να χρησιμοποιείται για επικοινωνία και όχι για μετάδοση πληροφοριών. Είναι αρκετά νωρίς και δεν έχω ακριβή στοιχεία για την αποτελεσματικότητα αυτών των προσπαθειών. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ιδέες για το πώς μπορούμε να ισορροπήσουμε ένα μέλλον ιδιωτικότητας με τη μάχη κατά της παραπληροφόρησης. Προσωπικά, παραμένω αισιόδοξος.
Τα ΜΜΕ κι εμείς
– Η σχέση του Facebook με τα μέσα ενημέρωσης έχει περάσει από διάφορες διακυμάνσεις ανά τα χρόνια. Εχοντας υπάρξει και στις δύο πλευρές της συζήτησης, ποια είναι η εκτίμηση και ποιο το όραμά σας για το μέλλον της σχέσης αυτής;
– Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε πως η συνεργασία του Facebook με τα μέσα ενημέρωσης υπήρξε αρκετά δύσκολη στο παρελθόν. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε, εγώ και η ομάδα μου, είναι να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ του Facebook και του κόσμου της ενημέρωσης. Θέλουμε να διασφαλίσουμε πως από εδώ και στο εξής θα υπάρχει αμοιβαία κατανόηση για το τι χρειάζονται και οι δύο πλευρές, να βεβαιωθούμε πως υπάρχει μια πραγματική και αξιόπιστη εταιρική σχέση και ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας. Αυτό σίγουρα θα πάρει κάποιο χρονικό διάστημα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε κάνει πολλά λάθη και έχουμε σπάσει την εμπιστοσύνη που είχαν τα μέσα ενημέρωσης στο Facebook. Πιστεύω, όμως, πως βλέπουμε τις πρώτες επιτυχίες. Τα μέσα κατανοούν ότι είμαστε ειλικρινείς στις προσπάθειές μας.
Η Κυριακή που πήγα ξανά στο περίπτερο
Μιχάλης Μελαχροινούδης Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν θυμάμαι την Κυριακή που σταμάτησα να αγοράζω εφημερίδες. Κυρίως, ουδέποτε περίμενα ότι θα συμβεί αυτό.
Στην εφηβεία, πάντα αθλητική εφημερίδα στην πίσω τσέπη, για να πανηγυρίζουμε τις μεγάλες νίκες της ομάδας μας. Αν και ακόμα θυμάμαι τη φιλόλογο που επέμενε να αγοράζουμε κυριακάτικη εφημερίδα, για να «αναπτύξουμε το λεξιλόγιό μας», αυτή ήταν η διατύπωση. Αλλά ποιος την άκουγε;
Στα χρόνια του πανεπιστημίου, αρχικά ήταν μόνο η κυριακάτικη εφημερίδα και σιγά σιγά, προς τα ώριμα χρόνια της επαγγελματικής ενηλικίωσης, έγινε απαραίτητη και η καθημερινή. Εν τω μεταξύ, «η κυριακάτικη» έγινε «οι κυριακάτικες». Μιλάμε για δύο και τρεις, και τέσσερις κάποιες φορές. Καθημερινή συνήθεια σημαίνει να ξέρεις το πού και το τι, σε ποια σελίδα, ποια στήλη, ποιος αρθρογράφος, εκεί για σένα. Παρέα, όχι αστεία.
Τις εφημερίδες τις έχω αποδελτιώσει σε κατηγορίες και ταξινομήσει μέσα σε ντοσιέ· διαφορετικό χρώμα – διαφορετική κατηγορία. Τις έχω χρησιμοποιήσει ως εποπτικό υλικό στη δουλειά μου, με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου παλιότερα είχαμε φτιάξει τα δικά μας έντυπα, άλλες τις έχω ακόμα στο πατάρι του πατρικού σπιτιού με κριτήριο κάποια καθαρά προσωπικά ορόσημα: πριν ή μετά το 2000, άρθρα που θα με βοηθούσαν στη μεταπτυχιακή εργασία στο πανεπιστήμιο, έχοντας δαπανήσει ατελείωτες ώρες να ξεφυλλίζω με προσοχή κίτρινα φύλλα με ευαισθησία, να φωτοτυπώ με μεγάλη ένταση. Μερικές τις έχω δωρίσει στην αγαπημένη μου βιβλιοθήκη, όταν πια η μετακόμιση ήταν οριστική και δεν μπορούσαν να πηγαινοέρχονται από ενοίκιο σε ενοίκιο. Και δίπλα στα κιτρινισμένα φύλλα, δεκάδες βίντεο, CD, DVD, βιβλία, λογοτεχνία, εγκυκλοπαίδειες, τόμοι ολόκληροι από τις εφημερίδες. Σωστή περιουσία, ένας πλούσιος άνθρωπος.
Οι εφημερίδες με έχουν συντροφέψει. Θυμάμαι ταξίδια με σακίδιο ή βαλίτσα, να μη χωράνε και να μαυρίζουν τα χέρια μου και τα ρούχα. Να βρίσκομαι στο εξωτερικό για ημέρες και να μου λείπει πρώτα η θάλασσα και μετά η εφημερίδα με τη γλώσσα μου, τη γλώσσα της, την ελληνική. Το καλοκαίρι σε ξαπλώστρες να τις παίρνει ο αέρας και να τις κυνηγώ, να τις αναζητώ σε περίπτερα και να έχουν εξαντληθεί –μικρό νησί, μεγάλος καημός–, να έχουμε, ως οικογένεια, περάσει πρωινά Κυριακής παρέα με τον καφέ και το διάβασμα εφημερίδων όλοι μαζί. Ο καθένας και η καθεμία με τις προτιμήσεις του, τις στήλες του, τα περιοδικά του, το χάσιμό του, τη λαχτάρα της. Φωτεινές Κυριακές, διαβασμένες καλά.
Και όμως. Κάποια στιγμή όλο αυτό σταμάτησε ξαφνικά. Πρώτα κόπηκε το καθημερινό φύλλο, ο λόγος ήταν οικονομικός. Αντικαταστάθηκε από την τηλεόραση και το διαδίκτυο, ώστε σταδιακά, με την ανάπτυξη και την είσοδο των εφημερίδων στον μαγικό κόσμο του διαδικτύου, μπορεί να μη μου κακοφαινόταν τόσο, ποτέ όμως δεν ήταν τελικά το ίδιο. Τώρα το ξέρω καλά, δεν είναι το ίδιο.
Όταν οι δύο μισθοί έγιναν ένας, πάει και η αγαπημένη κυριακάτικη συνήθεια. Τέσσερις Κυριακές τον μήνα επί δύο τρεις εφημερίδες τη φορά, να το φροντιστήριο του μικρού. Πέρασαν δύο χειμώνες που ταξίδια κι άλλα καλούδια του πολιτισμού (μαζί κι οι εφημερίδες) μπήκαν στην αναμονή, περιμένοντας τις καλύτερες μέρες.
Την προηγούμενη Κυριακή, πήγα ξανά στο περίπτερο. Εγώ, εμείς έχουμε αλλάξει, κι εκείνες επίσης. Αναμενόμενο, δύο χρόνια ήταν, έχουν αλλάξει πολλά.
Η εφημερίδα είναι όπως μια νέα πατρίδα, ένας άλλος τόπος. Θέλουν χρόνο. Ας διαβάσουμε. ■
* Ο Μιχάλης Μελαχροινούδης είναι εκπαιδευτικός.
Περιοδικό “Κ”
Τυπικώς εν ισχύι οι κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 16.06.2019
η καθημερινη
Θέλοντας ίσως να σαρκάσει, να καγχάσει ή απλώς να υπενθυμίσει, η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα ώστε ο Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να δημοσιευθεί δέκα ημέρες πριν από τις εκλογές της ΕΣΗΕΑ και, κυρίως αυτό, κάτι παραπάνω από μήνα πριν από τις εθνικές μας εκλογές. Στις 7 Ιουλίου οι δημοσιογράφοι –κάθε χρωματισμού, αξίας και ήθους– που θα διεκδικήσουν τη λαϊκή ψήφο απειλούν τα αριθμητικά πρωτεία που κατέχουν εκ παραδόσεως οι νομικοί. Τα «πρωτεία φήμης» (αγαθής ή αρνητικότατης, δεν έχει σημασία, φήμη να ’ναι) έτσι κι αλλιώς είναι δικά τους. Ακόμα και οι γνωστότεροι από τη δοξασμένη ομάδα των «γνωστών ποινικολόγων», με τις σποραδικές ωστόσο τηλεοπτικές εμφανίσεις τους σε ρόλο δημογέροντος, δεν μπορεί παρά να ζηλεύουν τη δεσπόζουσα θέση των μονιμάδων δημοσιογράφων σε κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες. Η προνομιακή αυτή θέση τους προσφέρει από μόνη της –λόγω του υπέρογκου κύρους που εξακολουθεί να απολαμβάνει στα μάτια και στ’ αυτιά πολλών– μια εξουσία για την οποία αρκετά συχνά αποκαλύπτονται δραματικά απαράσκευοι, πνευματικά και ηθικά.
Το ότι είμαστε εκ των πραγμάτων παιδαγωγοί, δεν φαίνεται να μας κάνει κάπως περισσότερο διστακτικούς, δηλαδή αυτοκριτικά αναστοχαστικούς, πριν πατήσουμε το πλήκτρο με την αγέρωχη σιγουριά που χαρακτηρίζει το σινάφι μας. Ούτε μας κάνει σοφότερους το γεγονός ότι, σαν γραφιάδες στην υπηρεσία του δήμου, είμαστε εξ ορισμού απέναντι στην εξουσία, κάθε εξουσία – της τέταρτης συμπεριλαμβανομένης, που άλλωστε δεν είναι δική μας· των μιντιαρχών είναι. Για αρκετούς το επικοινωνιακό μέσο είναι απλώς ένα συγκοινωνιακό μέσο που διευκολύνει την ταχύτερη και ασφαλέστερη μετακίνηση στην επικράτεια της Καθαυτό Εξουσίας.
Το τελικό κείμενο του Παγκόσμιου Χάρτη Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, που, κατά τον προγραμματισμό, ψηφίστηκε στο 30ό Παγκόσμιο Συνέδριο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, στην Τύνιδα (10 με 14 Ιουνίου), αναθεωρεί και εκσυγχρονίζει τη Διακήρυξη Αρχών του 1954. Αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός – και αισθητά αργοπορημένος. Από το 1954 δεν αλλάξαμε απλώς αιώνα. Αλλάξαμε χιλιετία. Στα πάντα. Και στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Το χαρτί, παγκοσμίως, απειλείται με υποχώρηση στην ήπειρο των αναμνήσεων, ενώ το νέο γυαλί, το διαδικτυακό –των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των κινητών τηλεφώνων– έχει αντικαταστήσει από πολύ καιρό στις καθημερινές μας συνήθειες το ήδη παλιωμένο και θολό γυαλί της τηλεόρασης. Στο προσκήνιο έχει έρθει ένας νέος παίχτης, η μάλλον γενναιόδωρα αποκαλούμενη «δημοσιογραφία των πολιτών», που τα καλά της υπολείπονται ακόμα κατά πολύ των αρνητικών της. Φέρνει βεβαίως στη δημοσιότητα ειδήσεις που διαφορετικά θα έσβηναν στο σκοτάδι, όμως η ανωνυμογραφία και η ψευδωνυμογραφία που κυριαρχούν εκεί ευνοούν την επιθετικότητα, τη βία και τη διακίνηση ψεύδους. Κι όχι «για πλάκα», αλλά για να υπηρετηθούν οι άδηλοι στόχοι της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας.
Η θεότητα της νέας εποχής είναι η Ταχύτητα, η Αμεσότητα. Το νέο παλιώνει σε δέκα λεπτά, και το «συμβαίνει τώρα!» είναι παρελθόν πριν συμβεί. Η ραγδαία αποκαθήλωση, στην περιοχή της ιδιωτικής ή εμπορικής τηλεόρασης, της οσίας τριάδας που έχει καθιερωθεί από άλλους κώδικες –με πρώτον και ισχυρότερο στα καθ’ ημάς το Σύνταγμά μας–, της Ισότητας δηλαδή, της Ποιότητας και της Αντικειμενικότητας, προδιαγράφει και την απαξιωτική υποδοχή του Παγκόσμιου Χάρτη Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Ανάμεσα στις υπόλοιπες συμβουλές μάλλον παρά εντολές του Χάρτη (άλλωστε, του δημοσιογράφου ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει, όπως θέλει να ναρκισσεύεται), υπάρχει και η εξής εκσυγχρονιστική: «Η έννοια της επείγουσας και άμεσης μετάδοσης των πληροφοριών δεν υπερέχει της αναγκαίας επιβεβαίωσης των πηγών και της δυνατότητας να υπάρξει απάντηση». Ζευγάρι της η ακόλουθη πρόνοια: «Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι προσεχτικοί όταν αναπαράγουν δηλώσεις ή άλλο σχετικό υλικό, το οποίο δημοσιοποιούν ιδιώτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
Εδώ, αν ήμασταν σε διασκεδαστικό τηλεοπτικό σίριαλ, θα έπεφτε κασέτα γέλιου, αλλά πικρό γέλιο, φαρμακωμένο, δεν προβλέπεται στα σίριαλ. Το άγχος της αποκλειστικότητας ή της πρωτιάς επιβάλλει τη λογική του κατεπείγοντος στα πάντα, απαγορεύοντας όχι μόνο τη δεύτερη σκέψη αλλά και την ίδια την πρώτη. Ο,τι εντυπωσιακό αλιεύεται στα σόσιαλ μίντια, ό,τι γυαλιστερό, προωθείται αμέσως σε δημόσια θέα, υπό το βροντώδες κλισέ «Σάλος στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης». Δεν μεσολαβεί κανένας σοβαρός έλεγχος, ώστε να φανεί αν πρόκειται στ’ αλήθεια για λαβράκι ή για λαγοκέφαλο, που έχει βέβαια ωραίο μπλε ασημί χρώμα, όμως οι μαύρες βούλες του προειδοποιούν για το παραλυτικό δηλητήριό του.
Ετσι, οι δολίως πλαστές ειδήσεις, τα οχλοκοπικά fake news, οι χυδαιογραφικές αναρτήσεις και τα κακοηθέστατα τιτιβίσματα, από τον μικροχώρο ενός προσωπικού λογαριασμού αναβαθμίζονται και φτάνουν ώς το γυαλί της «επίσημης» τηλεόρασης. Αποκτούν εκτόπισμα και βάρος που δεν τους αξίζουν. Και κάπως έτσι χτίζονται καριέρες. Κομματικές καριέρες, όπως στην περίπτωση της μισαλλόδοξης και σοβινιστικής Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, ενός πρωταθλητή του ψεύδους. Ή προσωπικές καριέρες, όπως στην περίπτωση μέτριων δημοσιογράφων, που επικαλύπτουν τη μετριότητά τους με μπόλικη μαγκιά και χυδαιότητα ή με τη συνειδητή διακίνηση χονδροειδούς ψεύδους (η οποία εντέλει επιβραβεύεται από τον αρχηγό), καθώς και στην περίπτωση νυν και πρώην βουλευτών, που περιφέρονται τυχοδιωκτικά από κόμματος εις κόμμα, με μοναδικό προσόν τους το κακοσκηνοθετημένα απύλωτο στόμα τους.
Εκτός από τις λιγοστές επικαιροποιητικές προσθήκες του, ο Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας επαναλαμβάνει με ελαφρώς διαφορετική σύνταξη όσα προβλέπει ο –τυπικώς εν ισχύι– Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της ΕΣΗΕΑ (δεν αφορά λοιπόν, τυπικώς και πάλι, όσους δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν μέλη της Ενωσης ή διαγράφτηκαν, λ.χ. σαν συστηματικοί απεργοσπάστες). «Ο δημοσιογράφος πρέπει να μην επιδιώκει και να μη δέχεται τη διαφημιστική χρήση του ονόματος, της φωνής και της εικόνας του, παρά μόνο για κοινωφελείς σκοπούς» προβλέπει ο Κώδικας, άρθρο 5, παράγρ. 3. «Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να αποφεύγουν κάθε σύγχυση της δραστηριότητάς τους με τη διαφήμιση ή την προπαγάνδα», συμφωνεί και επαυξάνει ο Χάρτης. Αν τύχει να τα διαβάζεις αυτά με ανοιχτό το ραδιόφωνο, θ’ ακούσεις τον δημοσιογράφο να λέει «μαζί μας είναι η εξαιρετική Εταιρεία Τάδε με το θαυμάσιο Προϊόν Δείνα» (συγχέοντας τα πολιτικά, τα μουσικά ή τα αθλητικά με τα εμπορικά, καθότι επιχορηγούμενος), και, συγχυσμένος, θα διακρίνεις πίσω από τη φωνή του την κασέτα του γέλιου. Αν είναι κυνικός, θα την έχει βάλει ο ίδιος να παίξει. Κι αν είναι πολύ κυνικός, θα αποζημιωθεί κάποια στιγμή με τη συμπερίληψή του σε λίστα υποψήφιων βουλευτών.
Ο Tζον Μικλθγουέιτ του Bloomberg στην «Κ»: Η τεχνητή νοημοσύνη δεν γράφει άρθρα γνώμης
Eνας από τους πιο σημαντικούς ομιλητές στο δημοσιογραφικό συνέδριο GEN Summit, που έλαβε χώρα 13-15 Ιουνίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος ήταν ο Τζον Μικλθγουέιτ, διευθυντής σύνταξης του ειδησεογραφικού κολοσσού Bloomberg News. H «Κ» μίλησε αποκλειστικά μαζί του στο γραφείο του πρακτορείου στην Αθήνα.
O Μικλθγουέιτ εστίασε την ομιλία του στο συνέδριο στην τεχνητή νοημοσύνη και στο πώς ήδη αλλάζει τη δημοσιογραφία. Η πρόβλεψή του ήταν ότι θα δημιουργήσει έναν κόσμο «με περισσότερη αλήθεια». Την ίδια εβδομάδα, ωστόσο, ερευνητές του συγκεκριμένου χώρου προειδοποιούσαν για την έλευση της εποχής των deepfakes – οπτικοακουστικού υλικού που θα παράγεται από αλγόριθμους και που θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστεί από πραγματικά ειδησεογραφικά πλάνα. Πόσο τον ανησυχεί αυτό;
«Βραχυπρόθεσμα ανησυχώ πολύ, όπως όλοι. Είναι λίγο σαν μία κούρσα εξοπλισμών. Oλοι οι αξιόπιστοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί είναι σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού γι’ αυτά τα θέματα. Oποτε μας έρχεται κάποιο βίντεο, το ελέγχουμε εξονυχιστικά – κυρίως, σε αυτή τη φάση, διερευνώντας την πηγή του, ποιος το τράβηξε. Ασχολούμαστε όμως και με την τεχνική πλευρά – και όσο εξελίσσονται οι δυνατότητες της παραπλανητικής τεχνολογίας τόσο θα αναβαθμίζουμε κι εμείς τις άμυνές μας. Πάντως και οι πολίτες έχουν γίνει πολύ πιο καχύποπτοι. Oλοι έχουν δει κάποιο κατασκευασμένο βίντεο, άρα γνωρίζουν ότι είναι δυνατό κάτι τέτοιο. Κι αυτό πιστεύω ότι τους κάνει να στρέφονται περισσότερο σε αξιόπιστα μέσα, τα οποία εμπιστεύονται ότι έχουν κάνει τους αναγκαίους ελέγχους ώστε να μεταδίδουν πληροφορίες που ισχύουν».
Ποιες πτυχές της δημοσιογραφίας δυσκολεύεται να φανταστεί να ασκούνται από μηχανές; «Τα άρθρα γνώμης. Η ερευνητική δημοσιογραφία. Η ειδησεογραφική κρίση, σχετικά με το τι αποτελεί είδηση. Σε αυτό το τελευταίο, οι μηχανές βελτιώνονται. Μπορούν, για παράδειγμα, να εντοπίσουν δεδομένα που έχουν ειδησεογραφικό ενδιαφέρον σε μία ανακοίνωση εταιρικών αποτελεσμάτων. Αλλά αν στην ανακοίνωσή της η εταιρεία αποκαλύψει ότι παραιτήθηκε ο διευθύνων σύμβουλος, αυτό πιθανότατα θα επηρεάσει την τιμή της μετοχής πολύ περισσότερο από οτιδήποτε προκύπτει από τους αριθμούς. Και η μηχανή, παρότι συνεχώς μαθαίνει, δεν είναι σε θέση ακόμα να κατανοήσει τη σημασία της συγκεκριμένης πληροφορίας». Η ιστορία της τεχνητής νοημοσύνης και της δημοσιογραφίας μέχρι σήμερα, όπως εφαρμόζεται στο Bloomberg, λέει, «δεν αφορά αντικατάσταση ανθρώπων από μηχανές αλλά τη συνεργασία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την παραγωγή περισσότερων ειδήσεων και περισσότερης ανάλυσης αυτών των ειδήσεων».
Ο Mικλθγουέιτ στο συνέδριο αποκάλεσε την πολιτική παροχής δωρεάν περιεχομένου από τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς «αυτοκτονική». Μπορεί να ανατραπεί τώρα που έχει γίνει συνήθεια; Και πόσο πιο δύσκολο είναι για μέσα που δεν έχουν παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό;
«Το γεγονός ότι έχει γίνει συνήθεια είναι το πρόβλημα», απαντά. «Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της νέας έκθεσης του Ινστιτούτου του Reuters για την ψηφιακή δημοσιογραφία, έχει αυξηθεί η διάθεση των καταναλωτών να πληρώνουν για τις ειδήσεις – είναι υπό εξέλιξη μία διαδικασία επανεκπαίδευσης. Αλλά δεν είναι εύκολο. Εγώ, ως διευθυντής του Economist, ήμουν πάντα της λογικής ότι οι καταναλωτές των ειδήσεων πρέπει να πληρώνουν, και θυμάμαι έντονες συζητήσεις στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, με τους ομολόγους μου στην Guardian, στο New Yorker, στο Vanity Fair για τα θέματα αυτά. Αλλά και το Bloomberg ήταν εξαρχής υπέρ των συνδρομών».
Η αντίφαση
Αυτό που έχει αλλάξει σήμερα σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια, εξηγεί, είναι «ότι οι νέοι καταναλωτές έχουν συνηθίσει πλέον να πληρώνουν για ψηφιακό – με το Spotify, το Netflix κ.ο.κ. Αυτό έχει διευκολυνθεί ακόμα περισσότερο από τη στροφή στο κινητό και τις εφαρμογές· ενώ, περιέργως, οι χρήστες διστάζουν να πληρώνουν στον παγκόσμιο ιστό, είναι πολύ πιο πρόθυμοι να το κάνουν για εφαρμογές. Επιπλέον, τα προϊόντα μας εξακολουθούν να είναι πολύ φθηνά για την αξία που παράγουν, σε μία εποχή κατά την οποία οι ιδέες και η πληροφορία είναι πιο σημαντικά αγαθά από ποτέ άλλοτε».
Επί του παρόντος, παραδέχεται, «υπάρχουν αποτυχίες της αγοράς» στη συνδρομητική ψηφιακή δημοσιογραφία – τα διεθνή μέσα έχουν το πλεονέκτημα έναντι τοπικών, αλλά και των εθνικών που μεταδίδονται σε γλώσσες με περιορισμένη εμβέλεια. «Πιστεύω, όμως, ότι η αυτόματη μετάφραση θα κάνει τη διαφορά. Αν εσείς γράψετε ένα ρεπορτάζ που αναδεικνύει ακριβώς πώς προέκυψε ένα σκάνδαλο διαφθοράς στην Ελλάδα, με την αυτόματη μετάφραση αυτό θα κυκλοφορήσει παντού».
Οι προκλήσεις για τη δημοσιογραφία, ωστόσο, δεν προέρχονται μόνο από την τεχνολογία. Τι έχει διδάξει το φαινόμενο Τραμπ τα μέσα ενημέρωσης;
«Κατ’ αρχάς, ο Τραμπ –όπως αναφέρει ο ίδιος– πουλάει πολλές εφημερίδες. Στις εκλογές του 2016, εξετάστηκε πιο ενδελεχώς από τα ΜΜΕ ίσως από οποιονδήποτε άλλον προεδρικό υποψήφιο στην ιστορία των ΗΠΑ. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης αυτής ήταν αρνητικό, κι όμως επιβίωσε και κέρδισε. Χρησιμοποίησε μεν το Twitter για να παρακάμψει τα ΜΜΕ, αλλά βρήκε επίσης τον τρόπο να κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση και να ρουφάει όλο τον τηλεοπτικό χρόνο και την προσοχή. Το έκανε αυτό συχνά λέγοντας εξοργιστικά πράγματα, αλλά ήταν αδύνατον δημοσιογραφικά να τον αγνοήσεις».
Στο GEN Summit ήταν ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία των μεγαθηρίων της διαδικτυακής οικονομίας, όπως η Facebook και η Google, που έχουν απορροφήσει τεράστιο μέρος της διαφημιστικής πίτας εις βάρος των ΜΜΕ και στην περίπτωση της πρώτης ειδικά, έχουν γίνει αγωγοί παραπληροφόρησης και υπονόμευσης της δημοκρατίας. Μπορούν εταιρείες σαν αυτές να συμβάλουν στην ενίσχυση της δημοσιογραφίας ή αποκλείεται κάτι τέτοιο από το επιχειρηματικό τους μοντέλο;
«Ημουν υπέρ της χαλαρής ρύθμισης του τομέα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όταν οι εταιρείες ήταν ακόμα μικρές και υπήρχε ένας πειραματισμός με νέους τρόπους παροχής πληροφόρησης. Τώρα όμως οι πλατφόρμες αυτές είναι τρομακτικά μεγαλύτερες από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης και λαμβάνουν αποφάσεις για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να αναρτηθεί στις σελίδες τους. Πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπιστούν ως εκδότες, όχι απλά ως ουδέτεροι αγωγοί μετάδοσης της πληροφορίας. Kαι νομίζω ότι αυτό θα συμβεί, γιατί η κοινή γνώμη έχει στραφεί κατά των εταιρειών αυτών –το κλίμα είναι παρόμοιο με την εποχή που ο Τέντι Ρούζβελτ μιλούσε για τους “κακοποιούς του μεγάλου πλούτου”– και υπάρχει μία γενική επιθυμία να αναχαιτιστεί η ισχύς τους».
Παροδικό φαινόμενο
Πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι το γεγονός ότι τα ψεύδη του Τραμπ, παρότι έχουν καταγραφεί αναλυτικά από σοβαρούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς, δεν δείχνουν να τον πλήττουν πολιτικά; Οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις δεν έχουν πλέον τον αντίκτυπο που είχαν παλαιότερα απέναντι σε έναν συγκεκριμένο τύπο λαϊκιστή πολιτικού; «Είναι αναμφίβολα αλλόκοτο ότι μπορεί ο Τραμπ να λέει ψέματα που εύκολα καταρρίπτονται –π.χ. οι ισχυρισμοί του για το μέγεθος του πλήθους στην τελετή ορκωμοσίας του– και να μην τα παίρνει πίσω. Δύο-τρεις Ευρωπαίοι ηγέτες μου έχουν μιλήσει για το θέμα αυτό και μου έχουν πει ότι είναι κάτι πραγματικά ενδιαφέρον: αν οι ίδιοι έλεγαν οτιδήποτε αντίστοιχο, θα θεωρείτο γκάφα, θα έπρεπε αμέσως να ανακαλέσουν. Η αίσθησή μου είναι ότι είναι ένα παροδικό φαινόμενο, σε μία εποχή κατά την οποία πολλοί ψηφοφόροι στρέφονται προς πολιτικούς που “λένε τα πράγματα όπως είναι” (ή όπως φαντάζονται ότι είναι). Οι ψηφοφόροι αυτοί θεωρούν ότι τέτοιοι πολιτικοί είναι στο πλευρό τους, συνεπώς δεν τους ενοχλεί η υπερβολή στα λεγόμενά τους. Τέτοια περίπτωση είναι ο Μπόρις Τζόνσον στη Βρετανία. Το ένστικτό μου είναι ότι η τάση αυτή θα ατονήσει, θα υπάρξει μία διόρθωση». Σχετικά με την έννοια του fake news, την οποία ο Τραμπ χρησιμοποιεί για να δυσφημήσει δημοσιογράφους και μέσα που του ασκούν κριτική, ο Μικλθγουέιτ επισημαίνει ότι δυστυχώς η πρακτική αυτή έχει υιοθετηθεί και από το προοδευτικό στρατόπεδο: «Πολλές φορές χαρακτηρίζουν έτσι άρθρα και ρεπορτάζ συντηρητικών μέσων τα οποία τηρούν πλήρως τη δημοσιογραφική δεοντολογία, απλά δεν καταλήγουν σε συμπεράσματα που αρέσουν στην Αριστερά».
Παραπληροφόρηση και Δημοκρατία: αναγκαία μέτρα άμυνας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 31.03.2019
Η προπαγάνδα, η παραπληροφόρηση και οι ψευδείς ειδήσεις δεν αποτελούν νέα φαινόμενα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν, ωστόσο, προσδώσει σε αυτά μια νέα δυναμική.
Στην Ευρώπη ειδικά, το φαινόμενο εντάθηκε με την προσφυγική κρίση, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Natalie Contessa, μιας γυναίκας με διπλή, όπως ισχυρίστηκε, υπηκοότητα (ουγγρική και σουηδική). Επειτα από 40 χρόνια παραμονής στη Σουηδία, η κ. Contessa υποστήριξε ότι η μετανάστευση άλλαξε τη χώρα και πως η ίδια απέφευγε να μετακινείται με το μετρό, γιατί φοβόταν το ενδεχόμενο επίθεσης από μουσουλμάνους μετανάστες. Σύμφωνα με όσα δήλωσε, τον Μάρτιο του 2018 γύρισε στην Ουγγαρία, γιατί δεν ένιωθε πια ασφαλής στη Στοκχόλμη. Οπως αποδείχθηκε, η κ. Contessa ήταν μετανάστρια στη Σουηδία, δεν είχε ζήσει στη Στοκχόλμη, ενώ είχε καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα. Η ιστορία, παρότι αποδείχθηκε ψευδής, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, ειδικά στην Ουγγαρία, όπου και αξιοποιήθηκε έντονα από τον Βίκτορ Ορμπαν.
Η παραπληροφόρηση ενισχύει την πόλωση και πλήττει άμεσα τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Οι αντοχές των δημοκρατικών αξιών και θεσμών δοκιμάζονται, ενώ οι προσπάθειες για μια γενικευμένη στρατηγική ενάντια στην παραπληροφόρηση βρίσκουν διαρκώς εμπόδια. Οπως επισήμανε ο Σεθ Τζόουνς, διευθυντής του Transnational Threats Project στο Center for Strategic and International Studies (CSIS), η ταχύτητα και ο ρυθμός με τον οποίο διαδίδονται οι ψευδείς ειδήσεις υποβαθμίζουν την ικανότητα του κοινού να διακρίνει την αλήθεια. Ο Ντέιβιντ Κάπλαν, διευθύνων σύμβουλος του Global Investigative Journalism Network, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα χρησιμοποιούν τον φόβο και τη σύγχυση για να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο η αλήθεια είναι ασαφής.
Σύμφωνα δε με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (2018), το 80% των Ευρωπαίων πολιτών πιστεύει ότι έχει διαβάσει ειδήσεις που μάλλον ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές, ενώ το 85% θεωρεί ότι το φαινόμενο αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Ο Τόμας Μίλερ, καθηγητής στο George Washington University, υποστηρίζει ότι το Διαδίκτυο έχει καταργήσει τους φραγμούς εισόδου στο πεδίο της ενημέρωσης και έχει υπονομεύσει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως «gatekeepers» (προνομιακών διαμεσολαβητών της πληροφορίας). Η εξέλιξη αυτή κάνει τους πολίτες να είναι ακόμη πιο ευάλωτοι απέναντι στις ψευδείς ειδήσεις, ενώ θέτει σοβαρά ζητήματα και για τους ίδιους τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Η δυσπιστία προς τα μέσα ενημέρωσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σύμφωνα με πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, φαίνεται να μεγαλώνει, ειδικά αν συγκριθεί με τις περιόδους πριν από την οικονομική κρίση.
Ολα αυτά δημιουργούν ένα ζοφερό σκηνικό, που απαιτεί άμεσες απαντήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, η Ε.Ε. πρόσφατα ανακοίνωσε ένα σχέδιο δράσης που περιλαμβάνει τέσσερα σημαντικά βήματα: τη σύνδεση της επαλήθευσης των ειδήσεων με τη βελτιστοποίηση των δυνατοτήτων ανίχνευσης της προέλευσής τους· την ενίσχυση της ηλεκτρονικής ευθύνης για τους πομπούς των μηνυμάτων· την καταπολέμηση του μιντιακού αναλφαβητισμού· και τη συνεργασία των εμπλεκόμενων μερών (ειδησεογραφικοί οργανισμοί, πλατφόρμες κ.λπ.) για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.
Το σχέδιο δράσης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των ψηφιακών πλατφορμών. Τον Οκτώβριο του 2018 η Facebook, η Google, η Twitter και η Mozilla, καθώς και οι επαγγελματικές ενώσεις οι οποίες εκπροσωπούν τις διαδικτυακές πλατφόρμες και τον διαφημιστικό κλάδο, συμφώνησαν στις κατευθυντήριες γραμμές που πρότεινε η Επιτροπή, υπογράφοντας τον «Κώδικα Ορθής Πρακτικής». Η Google ανακοίνωσε ότι θα δημοσιοποιήσει τα ονόματα των οργανισμών που θα πληρώνουν για πολιτικές διαφημίσεις κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών του 2019. Εισήγαγε, επίσης, μια νέα διαδικασία για την επαλήθευση της ταυτότητας των οργανισμών αυτών, ενώ μια παρόμοια πρωτοβουλία ανακοινώθηκε και από τη Facebook.
Το κλειδί όμως για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης είναι η εκπαίδευση. O Τομ Χάμπεργκερ, βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος της Washington Post), μας δήλωσε ότι «η παραπληροφόρηση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη διαφάνεια και με την ευρύτερη έρευνα και επαλήθευση των ειδήσεων». Τόσο οι δημόσιοι φορείς όσο και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, πρέπει να συμβάλλουν ώστε οι πολίτες να εξοικειωθούν με τις τακτικές της παραπληροφόρησης. Ο Μάρτιν Μπάρον, διευθυντής της Washington Post, σημείωσε πως οι αίθουσες σύνταξης πρέπει να εξοπλιστούν με τεχνικές επαλήθευσης/ελέγχου, ώστε να αποτραπούν οι ψευδείς ειδήσεις.
Θα είναι αρκετές όλες αυτές οι ενέργειες για τις επερχόμενες ευρωεκλογές; Ο τρόπος διεξαγωγής τους θα αποδείξει εάν έχουμε λάβει τα μηνύματα –ως πολίτες, ειδησεογραφικοί οργανισμοί και πολιτικές ηγεσίες– και έχουμε εφαρμόσει αντίστοιχες πολιτικές προκειμένου να απαντήσουμε σε μια καίρια πρόκληση για τη δημοκρατία μας.
* Το άρθρο αυτό βασίσθηκε σε έρευνα που πραγματοποίησε ομάδα φοιτητών του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Χρήστου Φραγκονικολόπουλου και του επίκουρου καθηγητή Νικολάου Παναγιώτου, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τη συνεργασία του Center for Strategic and International Studies.
Η σοβαρή δημοσιογραφία απάντηση στα fake news
Συνέντευξη του Peter Limbourg στο ΒΗΜΑ
www.ex-dsathen.gr
Ο Peter Limbourg, Γενικός Διευθυντής της Deutsche Welle και απόφοιτός μας της δεκαετίας του 1970, έδωσε στον Δημήτρη Γαλάνη στην εφημερίδα ΒΗΜΑ μία συνέντευξη με θέμα “Η σοβαρή δημοσιογραφία απάντηση στα fake news“. Υπενθυμίζουμε ότι ο κ. Limbourg ήταν κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση “Οι Ευρωεκλογές και το φάσμα του λαϊκισμού”, που έγινε στις 3 Μαΐου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο γενικός διευθυντής της Deutsche Welle μιλάει για τα fake news, τον ευρωσκεπτικισμό και για την άνοδο του λαϊκισμού εν όψει ευρωεκλογών
Γαλάνης Δημήτρης
| 12.05.2019 – 06:00
Ο κ. Πέτερ Λίμπουργκ, γενικός διευθυντής της Deutsche Welle, βρέθηκε πρόσφατα στη χώρα μας και επέδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο ένα νέο CD με τίτλο «Από το αρχείο του Αλέξανδρου Σχινά – Η Deutsche Welle στη δικτατορία», που περιέχει ιστορικές εγγραφές σχολίων της DW, όπως μεταδόθηκαν στα βραχέα την περίοδο 1967-1974. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Οι ευρωεκλογές και το φάσμα του λαϊκισμού». Να σημειωθεί ότι η ιστορία της οικογένειάς του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ελλάδα. Ο πατέρας του διετέλεσε πρέσβης της Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα τον καιρό της δικτατορίας μέχρις ότου κηρύχθηκε από τους συνταγματάρχες persona non grata, επειδή είχε συμβάλει στη διαφυγή του Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη στη Γερμανία. Επίσης ο κ. Λίμπουργκ το 2015 τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Τον συναντήσαμε μετά τη συζήτηση και μιλήσαμε μαζί του μεταξύ άλλων για τα fake news, τους κολοσσούς του Διαδικτύου και τις επιπτώσεις που έχουν στους δημοσιογραφικούς οργανισμούς, καθώς επίσης για την έξαρση του λαϊκισμού.
Ζούμε στην εποχή της παραπληροφόρησης και των fake news. Με ποιον τρόπο οι σοβαροί δημοσιογραφικοί οργανισμοί μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό το φαινόμενο;
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια μαγική λύση για να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την κατάσταση. Το φαινόμενο αυτό υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Απλώς σήμερα με το Διαδίκτυο είναι πιο εύκολο οι ψευδείς ειδήσεις να μεταδοθούν και να εξαπλωθούν πιο γρήγορα. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι σοβαρή δημοσιογραφία, βασισμένη στα γεγονότα. Επίσης να δώσουμε μια άλλη πτυχή στα γεγονότα. Και αυτό είναι που κάνουμε στην DW εδώ και περισσότερα από 65 χρόνια. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες ότι δεν πρέπει να δίνουν προσοχή μόνο σε αυτά που διαβάζουν και βλέπουν στο Διαδίκτυο, αλλά θα πρέπει να αναρωτιούνται ποιος είναι αυτός που λέει κάτι και γιατί. Η σοβαρή δημοσιογραφία μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα».
Το τελευταίο διάστημα ένα ρεπορτάζ στην DW αναφερόταν σε φερόμενη καταπίεση μιας φερόμενης μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Θεωρείτε ότι ανάλογα ρεπορτάζ ενισχύουν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην DW;
«Δυστυχώς δεν γνωρίζω για το συγκεκριμένο ρεπορτάζ, γι’ αυτό και δεν μπορώ να το σχολιάσω. Επίσης δεν γνωρίζω για τις αντιδράσεις. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η διαφορά ανάμεσα στην DW και στα fake news είναι ότι αν δημοσιεύσουμε κάτι λάθος, γεγονός που δεν αποκλείεται, θα δημοσιεύαμε και μια διάψευση. Ωστόσο δεν μπορώ να σας πω κάτι περισσότερο για το συγκεκριμένο ρεπορτάζ».
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη σοβαρή δημοσιογραφία από τις ιντερνετικές πλατφόρμες όπως η Google και το Facebook;
«Το μονοπώλιο που απολαμβάνουν αυτές οι πλατφόρμες στα διαφημιστικά έσοδα. Το 90% των διαφημιστικών εσόδων στο Διαδίκτυο καταλήγει σε αυτές τις πλατφόρμες. Αυτό δυσκολεύει πολύ τα μέσα ενημέρωσης, καθώς τους στερεί ζωτικές πηγές εσόδων. Θα έπρεπε να υπάρξει μια πιο δίκαιη κατανομή των εσόδων. Γιατί όταν η δημοσιογραφία δεν μπορεί να επιβιώσει οικονομικά, θα πεθάνει και θα έχουμε μόνο δημόσια μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο είναι πολύ σημαντικό να έχουμε και ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης».
Ολοι συμφωνούν ότι ο λαϊκισμός είναι ένα τέρας χωρίς ευκρινές πρόσωπο, γεγονός που τον κάνει επικίνδυνο. Με ποιον τρόπο τα μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να αποκαλύψουν το πραγματικό πρόσωπο του λαϊκισμού;
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρος ορισμός του λαϊκισμού. Το ερώτημα είναι: Υπάρχει καλός και κακός λαϊκισμός; Ανάμεσα στα δύο είναι δύσκολο να βρεις τη διαχωριστική γραμμή. Ο λαϊκισμός είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί εδώ και χρόνια. Επίσης τα μέσα ενημέρωσης έχουν την τάση να χρησιμοποιούν λαϊκιστικά συνθήματα ή να εξυπηρετούν μια λαϊκιστική ατζέντα. Πιστεύω ότι οι επικίνδυνοι λαϊκιστές αγνοούν τα γεγονότα, βλέπουν μόνο τις ανάγκες τους και βασίζονται μόνο στα συναισθήματα. Αυτές οι τρεις παράμετροι δημιουργούν την εικόνα αυτού που λέμε επικίνδυνο λαϊκισμό».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης είπατε ότι ο Πούτιν προσπαθεί να καταστρέψει την Ευρώπη. Αναφερθήκατε σε μια «φάρμα» με ιντερνετικά τρολ στην Αγία Πετρούπολη που προσπαθούν να διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις και παραπληροφόρηση. Είστε πεπεισμένος ότι αυτή η «φάρμα» έχει σχέση με τη ρωσική κυβέρνηση;
«Υπήρξαν άνθρωποι που είχαν εργαστεί εκεί, οι οποίοι στη συνέχεια έδωσαν συνεντεύξεις και ανέφεραν τι ακριβώς συνέβαινε. Εχουν υπάρξει πολλά δημοσιεύματα για το συγκεκριμένο θέμα. Δεν πιστεύω ότι ο Πούτιν προσπαθεί να καταστρέψει την Ευρώπη, απλώς θέλει να μειώσει όσο μπορεί τη δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γεγονός που σημαίνει ότι είναι πιο εύκολο για εκείνον να συναλλάσσεται ξεχωριστά με τα κράτη-μέλη γιατί σε αυτή την περίπτωση έχει το πάνω χέρι. Αν ακούσετε δηλώσεις ρώσων πολιτικών, θα καταλάβετε τι άποψη έχουν πάνω σε αυτό το ζήτημα».
Επί δυόμισι χρόνια τα αμερικανικά Μέσα προσπάθησαν να πείσουν τους Αμερικανούς ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ Τραμπ και Πούτιν στις εκλογές του 2016. Το πόρισμα της έκθεσης Μάλερ είναι ότι δεν υπήρξε συνεργασία.
«Ναι, δεν υπήρξε συνεργασία που να μπορούσε να αποδειχθεί. Τα αμερικανικά ΜΜΕ έδωσαν τεράστια διάσταση στο θέμα και επικεντρώθηκαν πάρα πολύ στην έρευνα του Μάλερ. Ωστόσο υπάρχουν τόσο πολλά άλλα θέματα για τα οποία θα μπορούσες να ασκήσεις κριτική στην κυβέρνηση Τραμπ».
Θεωρείτε ότι η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από την ΕΕ είχε επίπτωση στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού;
«Ο ευρωσκεπτικισμός από μόνος του δεν είναι αυτόματα λαϊκισμός. Το ζήτημα είναι όταν πολλοί προσπαθούν να παρουσιάσουν την Ευρώπη σαν μια σκοτεινή δύναμη. Θα έλεγα ότι όσα συνέβησαν ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι μια περίπλοκη ιστορία που δεν έχει εύκολες απαντήσεις. Δεν είναι σωστό να λέμε ότι η Ευρώπη τα έκανε όλα λάθος και δεν είναι σωστό να λέμε ότι η Ελλάδα τα έκανε όλα σωστά. Νομίζω ότι θα πρέπει κανείς να το αναλύσει και να δει τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων. Στο τέλος η ΕΕ θα μπορούσε να πει ότι βοηθήσαμε την Ελλάδα να βγει από το χάος, ενώ άλλοι θα έλεγαν ότι οι Ελληνες αναγκάστηκαν να δεχθούν πράγματα που δεν μπορούσαν να αντέξουν. Δεν υπάρχουν εύκολα συμπεράσματα στην κατάσταση».
Πιστεύετε πραγματικά ότι η Ευρώπη βοήθησε την Ελλάδα να βγει από χάος, όταν το εξωτερικό χρέος της χώρας έχει πολλαπλασιαστεί στα χρόνια της κρίσης;
«Δεν κρίνω αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές, δεν είναι ο ρόλος μου. Τουλάχιστον οι πολιτικοί σας λένε ότι η Ελλάδα είναι σε καλύτερη κατάσταση σήμερα. Επίσης διατέθηκαν μεγάλα κονδύλια για να σταθεροποιήσουν την κατάσταση στην Ελλάδα. Αν αυτό θα βοηθήσει στο τέλος, δεν το γνωρίζουμε».
WikiLeaks και προστασία των πηγών
Θεωρείτε ότι η WikiLeaks είναι ένας πραγματικός δημοσιογραφικός οργανισμός;
«Αμφιβάλλω γι’ αυτό. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε δημοσιογραφικό οργανισμό».
Δεν δημοσίευσαν κάτι που ήταν ψευδές και πολλά από αυτά που δημοσίευσαν δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα σε πολλούς σοβαρούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Ανησυχείτε για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στην ελευθερία του Τύπου η τύχη του Τζούλιαν Ασάνζ;
«Πρέπει κανείς να διασφαλίσει ότι αυτοί που διαρρέουν κρατικά μυστικά προστατεύονται επαρκώς. Επίσης ότι δεν θα τιμωρούνται όλες οι δημοσιεύσεις απορρήτων εγγράφων. Το ζήτημα είναι αν η WikiLeaks δημοσίευσε αυτά που δημοσίευσε για το κοινό καλό ή αν είχε τη δική της ατζέντα. Το υλικό που δημοσίευσαν, η χρονική στιγμή που το δημοσίευσαν και ποιος ήταν ο στόχος τους δημιουργούν αμφιβολίες».
Παραπληροφόρηση και Δημοκρατία: αναγκαία μέτρα άμυνας
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 31.03.2019 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η προπαγάνδα, η παραπληροφόρηση και οι ψευδείς ειδήσεις δεν αποτελούν νέα φαινόμενα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν, ωστόσο, προσδώσει σε αυτά μια νέα δυναμική.
Στην Ευρώπη ειδικά, το φαινόμενο εντάθηκε με την προσφυγική κρίση, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Natalie Contessa, μιας γυναίκας με διπλή, όπως ισχυρίστηκε, υπηκοότητα (ουγγρική και σουηδική). Επειτα από 40 χρόνια παραμονής στη Σουηδία, η κ. Contessa υποστήριξε ότι η μετανάστευση άλλαξε τη χώρα και πως η ίδια απέφευγε να μετακινείται με το μετρό, γιατί φοβόταν το ενδεχόμενο επίθεσης από μουσουλμάνους μετανάστες. Σύμφωνα με όσα δήλωσε, τον Μάρτιο του 2018 γύρισε στην Ουγγαρία, γιατί δεν ένιωθε πια ασφαλής στη Στοκχόλμη. Οπως αποδείχθηκε, η κ. Contessa ήταν μετανάστρια στη Σουηδία, δεν είχε ζήσει στη Στοκχόλμη, ενώ είχε καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα. Η ιστορία, παρότι αποδείχθηκε ψευδής, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, ειδικά στην Ουγγαρία, όπου και αξιοποιήθηκε έντονα από τον Βίκτορ Ορμπαν.
Η παραπληροφόρηση ενισχύει την πόλωση και πλήττει άμεσα τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Οι αντοχές των δημοκρατικών αξιών και θεσμών δοκιμάζονται, ενώ οι προσπάθειες για μια γενικευμένη στρατηγική ενάντια στην παραπληροφόρηση βρίσκουν διαρκώς εμπόδια. Οπως επισήμανε ο Σεθ Τζόουνς, διευθυντής του Transnational Threats Project στο Center for Strategic and International Studies (CSIS), η ταχύτητα και ο ρυθμός με τον οποίο διαδίδονται οι ψευδείς ειδήσεις υποβαθμίζουν την ικανότητα του κοινού να διακρίνει την αλήθεια. Ο Ντέιβιντ Κάπλαν, διευθύνων σύμβουλος του Global Investigative Journalism Network, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα χρησιμοποιούν τον φόβο και τη σύγχυση για να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο η αλήθεια είναι ασαφής.
Σύμφωνα δε με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (2018), το 80% των Ευρωπαίων πολιτών πιστεύει ότι έχει διαβάσει ειδήσεις που μάλλον ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές, ενώ το 85% θεωρεί ότι το φαινόμενο αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Ο Τόμας Μίλερ, καθηγητής στο George Washington University, υποστηρίζει ότι το Διαδίκτυο έχει καταργήσει τους φραγμούς εισόδου στο πεδίο της ενημέρωσης και έχει υπονομεύσει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως «gatekeepers» (προνομιακών διαμεσολαβητών της πληροφορίας). Η εξέλιξη αυτή κάνει τους πολίτες να είναι ακόμη πιο ευάλωτοι απέναντι στις ψευδείς ειδήσεις, ενώ θέτει σοβαρά ζητήματα και για τους ίδιους τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Η δυσπιστία προς τα μέσα ενημέρωσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σύμφωνα με πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, φαίνεται να μεγαλώνει, ειδικά αν συγκριθεί με τις περιόδους πριν από την οικονομική κρίση.
Ολα αυτά δημιουργούν ένα ζοφερό σκηνικό, που απαιτεί άμεσες απαντήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, η Ε.Ε. πρόσφατα ανακοίνωσε ένα σχέδιο δράσης που περιλαμβάνει τέσσερα σημαντικά βήματα: τη σύνδεση της επαλήθευσης των ειδήσεων με τη βελτιστοποίηση των δυνατοτήτων ανίχνευσης της προέλευσής τους· την ενίσχυση της ηλεκτρονικής ευθύνης για τους πομπούς των μηνυμάτων· την καταπολέμηση του μιντιακού αναλφαβητισμού· και τη συνεργασία των εμπλεκόμενων μερών (ειδησεογραφικοί οργανισμοί, πλατφόρμες κ.λπ.) για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.
Το σχέδιο δράσης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο των ψηφιακών πλατφορμών. Τον Οκτώβριο του 2018 η Facebook, η Google, η Twitter και η Mozilla, καθώς και οι επαγγελματικές ενώσεις οι οποίες εκπροσωπούν τις διαδικτυακές πλατφόρμες και τον διαφημιστικό κλάδο, συμφώνησαν στις κατευθυντήριες γραμμές που πρότεινε η Επιτροπή, υπογράφοντας τον «Κώδικα Ορθής Πρακτικής». Η Google ανακοίνωσε ότι θα δημοσιοποιήσει τα ονόματα των οργανισμών που θα πληρώνουν για πολιτικές διαφημίσεις κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών του 2019. Εισήγαγε, επίσης, μια νέα διαδικασία για την επαλήθευση της ταυτότητας των οργανισμών αυτών, ενώ μια παρόμοια πρωτοβουλία ανακοινώθηκε και από τη Facebook.
Το κλειδί όμως για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης είναι η εκπαίδευση. O Τομ Χάμπεργκερ, βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος της Washington Post), μας δήλωσε ότι «η παραπληροφόρηση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη διαφάνεια και με την ευρύτερη έρευνα και επαλήθευση των ειδήσεων». Τόσο οι δημόσιοι φορείς όσο και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, πρέπει να συμβάλλουν ώστε οι πολίτες να εξοικειωθούν με τις τακτικές της παραπληροφόρησης. Ο Μάρτιν Μπάρον, διευθυντής της Washington Post, σημείωσε πως οι αίθουσες σύνταξης πρέπει να εξοπλιστούν με τεχνικές επαλήθευσης/ελέγχου, ώστε να αποτραπούν οι ψευδείς ειδήσεις.
Θα είναι αρκετές όλες αυτές οι ενέργειες για τις επερχόμενες ευρωεκλογές; Ο τρόπος διεξαγωγής τους θα αποδείξει εάν έχουμε λάβει τα μηνύματα –ως πολίτες, ειδησεογραφικοί οργανισμοί και πολιτικές ηγεσίες– και έχουμε εφαρμόσει αντίστοιχες πολιτικές προκειμένου να απαντήσουμε σε μια καίρια πρόκληση για τη δημοκρατία μας.
* Το άρθρο αυτό βασίσθηκε σε έρευνα που πραγματοποίησε ομάδα φοιτητών του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Χρήστου Φραγκονικολόπουλου και του επίκουρου καθηγητή Νικολάου Παναγιώτου, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τη συνεργασία του Center for Strategic and International Studies.
Επιστροφή στην κρίση του Τύπου
«Εχουν περάσει 35 χρόνια από την άφιξη του Διαδικτύου και 12 από τη μέρα εκείνη κατά την οποία ο Στιβ Τζομπς παρουσίασε το πρώτο iphone, προβλέποντας ότι “θα αλλάξει τα πάντα”. Την τελευταία δεκαετία, αυτές οι ιστορικές καινοτομίες είχαν σοβαρό αντίκτυπο στις κύριες πηγές της υψηλής ποιότητας ενημέρωσης: την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και κυρίως τις εφημερίδες».
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει η έκθεση της Φράνσις Κέρνκρος για το μέλλον των έντυπων μέσων ενημέρωσης στη Βρετανία, που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη. Τη σχετική μελέτη είχε παραγγείλει η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, κρίνοντας ότι η κρίση των εφημερίδων στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά «απειλή για την ίδια τη Δημοκρατία». Το δύσκολο έργο της αναζήτησης λύσεων ανατέθηκε σε μία από τις πιο έγκυρες φωνές της βρετανικής δημοσιογραφίας.
Με έξοχες οικονομικές και ιστορικές σπουδές, η Κέρνκρος διακρίθηκε επί τρεις δεκαετίες για τα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις της από τις στήλες του Guardian, των Times, του Economist και του BBC, ενώ πιο πρόσφατα διετέλεσε πρύτανης στο κολέγιο Εξετερ της Οξφόρδης.
Τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση μιλούν από μόνα τους. Τη δεκαετία 2007-2017, οι εφημερίδες του Ηνωμένου Βασιλείου (εθνικές και τοπικές) έχασαν αθροιστικά το 50% των αναγνωστών τους, ενώ τα έσοδα από διαφημίσεις μειώθηκαν κατά 69%. Η πλειονότητα των πολιτών ενημερώνεται κυρίως από το Διαδίκτυο, με το ποσοστό αυτό να φτάνει το 90% για τους νέους 18-24 ετών. Πολλές εφημερίδες έκλεισαν, ενώ οι περισσότερες από τις υπόλοιπες κατέφυγαν σε συγχωνεύσεις, απολύσεις προσωπικού, περιορισμό σελίδων, κλείσιμο τοπικών γραφείων και κατάργηση στηλών ή ανταποκριτών. Οι πλήρους απασχόλησης δημοσιογράφοι περιορίστηκαν την ίδια περίοδο από 23.000 σε 17.000.
Αργός θάνατος
Η εικόνα αυτή, που παραπέμπει όχι απλώς σε κρίση, αλλά σε αργό θάνατο, φαντάζει οικεία για τους πολίτες όλων των ανεπτυγμένων χωρών. Ανάλογη έκθεση για τις Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρει ότι από το 1970 μέχρι το 2016 έκλεισαν 500 καθημερινές εφημερίδες. Η συνολική κυκλοφορία τους (αν υπολογιστούν και οι συνδρομητές των διαδικτυακών τους εκδόσεων) έπεσε από τα 60 εκατομμύρια του 1994 στα 35 εκατομμύρια το 2016, ενώ ακόμη πιο δραματική ήταν η πτώση τη διαφήμισης (65 δισ. το 2000, 19 δισ. το 2016). Μέσα σε μια εικοσαετία, ο αριθμός των πλήρους απασχόλησης δημοσιογράφων έπεσε κατά 40%.
Και γιατί θα πρέπει να ασχοληθεί το κράτος; Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις είναι, αν δεν βγαίνουν ας κλείσουν, αντί να προσθέσουν κι άλλα βάρη στους φορολογουμένους, θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς. Η αλήθεια είναι ότι πολλές εφημερίδες, όπως και τηλεοπτικά κανάλια, έχουν βυθιστεί καιρό τώρα σε κρίση αξιοπιστίας λόγω των πασίγνωστων φαινομένων μονοπώλησης και διαπλοκής. Το φαινόμενο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία και η αυτοκρατορία του Μέρντοχ στην αγγλόσφαιρα (όπου τη μία υποστηρίζει τη Θάτσερ, την άλλη τον Μπλερ και εσχάτως τον Τραμπ) είναι από τα πιο χτυπητά. Στη Γαλλία, οι έξι από τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους είναι ιδιοκτήτες μιντιακών ομίλων.
Ωστόσο, η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές του 2016 άλλαξε την ατμόσφαιρα, υποχρεώνοντας τις φιλελεύθερες ελίτ της Δύσης να δουν με άλλο μάτι το πρόβλημα. Αίφνης τα social media έχασαν το φωτοστέφανο της ελεύθερης, εναλλακτικής ενημέρωσης που είχαν βιαστεί να τους χαρίσουν και έγιναν συνώνυμο των fake news, της πολιτικής αποβλάκωσης ή και των διεθνών συνωμοσιών. Από τη μία υπερβολή περάσαμε ανεπαισθήτως στην άλλη, ωστόσο η μεταστροφή περιέχει έναν πυρήνα αλήθειας. Ο,τι αμαρτίες κι αν κουβαλάνε πολλά παραδοσιακά μίντια, παραμένει γεγονός, όπως επισημαίνει και η έκθεση Κέρνκρος, ότι η μεγάλη πλειονότητα των σημαντικών ρεπορτάζ και αποκαλύψεων προέρχεται από τους σοβαρούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, ακόμη περισσότερο, από τις σοβαρές εφημερίδες.
Χωρίς την ερευνητική δημοσιογραφία, που απαιτεί χρόνο και χρήμα, χωρίς μια δημοσιογραφική κουλτούρα ελέγχου της εξουσίας (της κάθε εξουσίας), δεν θα υπήρχαν τα συγκλονιστικά ρεπορτάζ της Boston Globe, των New York Times και της Washington Post για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και το Γουότεργκεϊτ, που αφύπνισαν συνειδήσεις, πυροδότησαν κινήματα και έφεραν το τέλος του Νίξον. Αλλωστε, όλες οι πρόσφατες εκθέσεις έδειξαν ότι οι ίδιοι άνθρωποι που ενημερώνονται σερφάροντας στο Διαδίκτυο εμπιστεύονται πολύ λιγότερο τα social media από τις εφημερίδες.
Επιπλέον, η αγορά των μίντια υποφέρει (και δεν είναι η μόνη) από ισχυρές στρεβλώσεις λόγω μονοπωλιακών καταστάσεων και ανοιχτής πειρατείας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι γίγαντες του Διαδικτύου, και κυρίως η Google και το Facebook, που καρπώνονται διαφημιστικά κέρδη από την αναδημοσίευση κειμένων των εφημερίδων.
Το πάθημα των NYT
Για τη δεύτερη περίπτωση, χαρακτηριστικό ήταν το πάθημα των New York Times με την υπόθεση των WikiLeaks. Η εφημερίδα δημοσίευσε αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που έσπαγε κόκαλα, προϊόν ερευνητικής δημοσιογραφίας που της στοίχισε πολύ χρήμα και χρόνο. Μέσα σε λίγες ώρες, όμως, ο ιστότοπος Huffington Post αναδημοσίευσε, με τον ίδιο τίτλο και παραλλαγμένο κείμενο, τη δική του εκδοχή για το ίδιο θέμα και μάλιστα είχε περισσότερα «χτυπήματα» στο Google (άρα και περισσότερα κέρδη) από τους Times.
Στο διά ταύτα, η έκθεση Κέρνκρος δεν προχωράει μακριά. Εισηγείται κάποια εποπτεία πάνω στην Google και στη Facebook, αλλά δεν προτείνει, για την ώρα, αποζημίωση των εφημερίδων για τα διαφυγόντα κέρδη τους. Επιπλέον, κάνει λόγο για συγκρότηση κρατικού ινστιτούτου, παρόμοιου με εκείνο για την προστασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το οποίο θα στηρίζει με κονδύλια και φοροαπαλλαγές τη σοβαρή δημοσιογραφία, που θα εξυπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον» – κάτι το πολύ υποκειμενικό. Αλλωστε, οι εμπειρίες της Γαλλίας και των Σκανδιναβικών χωρών από την άμεση ή έμμεση κρατική υποστήριξη των εφημερίδων μάλλον δεν είναι πολύ ενθαρρυντικές, χώρια που εγείρουν βάσιμα ερωτήματα για την ανεξαρτησία του Τύπου (χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις).
Το ριάλιτι (και η θλιβερή πραγματικότητα) του φλερτ
Πριν από λίγο καιρό η Google έδωσε στη δηµοσιότητα τη λίστα µε τις αναζητήσεις των Ελλήνων µέσα στη χρονιά που έφυγε. Σύµφωνα µε αυτήν, το πρώτο που έψαξαν µέσα στο 2018 ήταν πληροφορίες για το «Power of Love» – ένα ριάλιτι την ύπαρξη του οποίου ίσα-ίσα που γνώριζα. Προσπαθώντας να καταλάβω τι διάβολο ήταν αυτό που αναζητούσαν µανιωδώς οι Ελληνες, είδα µερικά επεισόδια του δεύτερου κύκλου. Και, µολονότι έχω κάνει στη ζωή µου και πολλά χειρότερα, το µοιράζοµαι µαζί σας ζητώντας συγχώρεση.
Η ιδέα είναι απλή. Κλείνεις μέσα σε ένα σπίτι κάποια αγόρια και κάποια κορίτσια, αλλά, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε σε ένα πλήθος από ανάλογα ριάλιτι, δεν θέλεις να αρχίσουν να τσακώνονται αλλά να ζευγαρώσουν. Οποιοι είναι καπετάν φασαρίες χάνουν, διότι στο τέλος κάθε εβδομάδας γίνονται ψηφοφορίες: οι πιο συμπαθητικοί κερδίζουν και χρήματα, ενώ οι αντιπαθητικοί αναχωρούν – πάντα με τον κόσμο να έχει τον τελικό λόγο. Ο κανόνας αυτός του παιχνιδιού έχει ένα πραγματικά εξαιρετικό αποτέλεσμα: μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ την ψευτιά των χαρακτήρων! Ολοι πρέπει να είναι συμπαθητικοί διότι ο σκοπός είναι το φλερτ και το ζευγάρωμα, καθώς μόνο έτσι κερδίζεις. Επιπλέον, οι παίκτες πρέπει να κρύβουν όσο γίνεται τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά, να προσποιούνται τους καλούς και να κερδίζουν ψηφοφορίες και χρήματα – οι καλύτεροι ηθοποιοί επιβραβεύονται. Ετσι, αν έχεις την αντοχή (πράγμα καθόλου απλό…), παρακολουθείς κάποιους καλοσιδερωμένους θαμώνες καφετέριας – οι πιο πολλοί παίκτες μοιάζουν να έχουν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά (;) στη ζωή τους – που προσπαθούν να γίνουν γοητευτικοί.
Ολοι υποτίθεται φλερτάρουν. Για τις γυναίκες είναι σχετικά απλό: το νάζι είναι το μεγάλο όπλο – όλες μοιάζουν να ξέρουν απέξω τις ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Νάζι συνοδευόμενο από ναζιάρικες εκφράσεις, ναζιάρικες ερωτοαπαντήσεις, ναζιάρικο ντύσιμο – ναι, υπάρχει και αυτό. Ολες μοιάζουν να ψάχνουν γαμπρό – όχι απαραίτητα κάποιον από το παιχνίδι. Οι άντρες, από την άλλη, λειτουργούν περίπου σαν παρέα που βρίσκεται σε ΚΨΜ στρατοπέδου νεοσυλλέκτων. Προσπαθούν να δείχνουν άνετοι με τον φακό και μιλούν χαμηλόφωνα, παριστάνοντας κάτι που εμφανώς δεν είναι. Η λακ στο μαλλί είναι απαραίτητη. Οι τραγιάσκες χρειάζονται για να μαρτυρούν την ύπαρξη στυλ. Η επίδειξη των τατουάζ είναι η προβολή ενός ανδρισμού της κακιάς ώρας – αν γύριζαν μια κωμωδία για φαντάρους, όλοι θα ένιωθαν καλύτερα. Αλλά αυτό που προκαλεί πραγματικά λύπηση είναι το τι λένε όλοι αυτοί όταν διαλέγουν το υποψήφιο ταίρι τους και όταν του ζητάνε ένα ξεμονάχιασμα σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού – «για γνωριμία και ό,τι προκύψει», που λέγανε παλιά και οι αγγελίες των γραφείων συνοικεσίων.
Είναι πραγματικά τραγικό να βλέπεις νέα παιδιά με τόση ανικανότητα στην προσέγγιση: η ανικανότητα αυτή μεγεθύνεται από το γεγονός ότι η συμπαίκτρια (ή ο συμπαίκτης) είναι πρόθυμη για γνωριμία διότι το ίδιο το παιχνίδι το απαιτεί και η προδιάθεση είναι δεδομένη. Κι όμως, ούτε και αυτό διευκολύνει απαραίτητα τη συζήτηση, που είναι πάντα αμήχανη και απελπιστικά βαρετή. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα: είναι ότι τα ενδιαφέροντα απουσιάζουν εντελώς. Ακούς φράσεις χωρίς νόημα, συζητήσεις που αφορούν τα μαλλιά (!), τη ζήλια, το ενδιαφέρον για τους πρώην – ούτε καν κάτι για ζώδια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων γίνεται κάτι που μοιάζει με εξέταση βιογραφικού για πρόσληψη σε τουριστικό γραφείο ή σε συνοικιακή ταβέρνα. «Γεννήθηκες στη Θεσσαλονίκη;», «φροντίζεις πάντα τα μαλλιά σου;», «είσαι νευρική;», «μαγειρεύεις;». Ολα κινούνται στον αστερισμό τού «εγώ». «Κι εγώ ομολογώ ότι έχεις κάτι που μου τράβηξε την προσοχή». «Ποιος σου αρέσει, αν όχι εγώ;». «Εγώ σε ξεχώρισα και ψάχνω το γιατί…». Ελα ντε…
Τα πιο πολλά από τα αγόρια είναι κάτω των 26 ετών, όπως και τα κορίτσια. Δεν ξέρω πώς ακριβώς επέλεξαν τους παίκτες – πιθανότατα το μόνο κριτήριο είναι η εμφάνιση. Ή η απόλυτη ανικανότητα στο φλερτ: αν όλοι αυτοί δεν ήταν κλεισμένοι σε ένα σπίτι, με αποκλειστική μάλιστα αποστολή να φλερτάρουν, είναι αμφίβολο αν θα γνωρίζονταν ποτέ τους. Η αδυναμία να πουν κάτι που να ακούγεται ενδιαφέρον είναι αληθινά σοκαριστική. Αλλά μήπως έτσι δεν συμβαίνει πια και στον κανονικό κόσμο; Δεν γίνεται το ίδιο και στη ζωή την ίδια; Πολύ φοβάμαι πως ναι.
Αν κανείς ξεπεράσει την αποστροφή που μπορεί να του προκαλεί η ίδια η ιδέα του ριάλιτι, αν θεωρήσει ότι το «Power of Love» είναι ένα παιχνίδι μοντέρνο
– ενδεχομένως μακριά από το γούστο του, αλλά συμβατό με τους όρους της τηλεοπτικής παραγωγής -,
αυτό που ανακαλύπτει παρακολουθώντας τα βαρετά επεισόδιά του είναι όλη η αδυναμία των νέων ανθρώπων να βρουν κοινά σημεία, δηλαδή να επικοινωνήσουν. Συνηθισμένα να κινούνται σε χώρους όπου ο κανόνας είναι η απίστευτη φασαρία, τα νέα παιδιά μαϊμουδίζουν μια γλώσσα που θυμίζει σίριαλ ελληνικής τηλεόρασης – και μάλιστα κακόγουστο. Ψάχνουν αστεία, κομπάζουν, προτιμούν απλώς να κοιτάζονται. Κάποτε ο μακαρίτης Χάρρυ Κλυνν, όταν διηγούνταν τις περιπέτειές του ως ακαταμάχητου εραστή, έλεγε ότι καθήλωνε τις γυναίκες με τη φράση «μη μιλάς, τώρα μιλάνε τα μάτια». Βλέποντας το ριάλιτι του φλερτ καταλαβαίνεις ότι πλέον πραγματικά μιλάνε μόνο τα μάτια: οι παίκτες δεν έχουν να πουν τίποτα. Η νευρική αυτάρεσκη φλυαρία των κοριτσόπουλων και οι επαναλαμβανόμενη φανταροαργκό των αγοριών κρύβουν την ίδια αμηχανία: δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον κανενός. Το «Power of Love» θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης μιας ομάδας ψυχιάτρων και ψυχολόγων (ίσως και κοινωνιολόγων…) που θα έπρεπε να εξηγήσουν το πώς και το γιατί στα χρόνια μας έχει πεθάνει το φλερτ και μαζί του και η ικανότητα να προκύψουν σχέσεις, αγάπες και έρωτες. Η ζωώδης σεξουαλικότητα δεν αρκεί ούτε καν για ένα ριάλιτι της προκοπής.
Παρότι το είδα για μία εβδομάδα, δεν έλυσα πάντως το αρχικό μυστήριο – δεν κατάλαβα δηλαδή γιατί οι Ελληνες αναζήτησαν πέρυσι στο Google περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το «Power of Love». Με δεδομένο ότι ψηλά στη λίστα των αναζητήσεων ήταν και η ερώτηση «πώς θα βγάλω λεφτά;» (αλλά και το «πώς θα αδυνατίσω;»…), ίσως τελικά δεν έψαχναν πληροφορίες για το ριάλιτι, αλλά για την ίδια τη δύναμη της αγάπης. Που, ως γνωστόν, όλα τα υπομένει: ακόμα και τον τηλεοπτικό ευτελισμό της…
Η μάχη της αξιοπιστίας απέναντι στα fake news και στην παραπληροφόρηση
Ο όγκος των ειδήσεων στην ψηφιακή εποχή
Οταν η δημοσιογραφία «επενδύει» στην ποιότητα
Το Bloomberg και ο «θόρυβος» του Διαδικτύου
Δημοσιογραφία και μυστικά κονδύλια
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 28.10.2018 Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
[….] Το «εθνικό συμφέρον»
Υπάρχουν κι άλλα ερωτήματα. Πού σταματά το αποκαλούμενο «εθνικό συμφέρον» που «οφείλει» να προστατεύει ο δημοσιογράφος, ακόμη και πάνω από το καθήκον του να ενημερώνει; Τα τελευταία οκτώ χρόνια η οικονομία είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Σε αυτήν την περίπτωση οι δημοσιογράφοι κατηγορούνται για το αντίθετο, ότι ήξεραν και δεν τα είπαν όλα. Για παράδειγμα, η τωρινή εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας χλευάστηκε ως «Η Μαρία Σπυράκη έσωσε το έθνος!» («Αυγή» 30.4.2014). Αφορμή ήταν οι εξομολόγηση της πρώην ρεπόρτερ του Mega ότι ήξερε και δεν είπε πως «η Ελλάδα είχε bankrun την περίοδο ανάμεσα στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012 (…). Και ήταν η διαδικασία τροφοδοσίας της Ελλάδας με μετρητά. Εφευγε το αεροπλάνο από την Ελευσίνα, πήγαινε στην Ιταλία, επέστρεφε με μετρητά, που πήγαιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος και μοιράζονταν στις τράπεζες. Αυτό δεν το περιγράψαμε ποτέ. Δεν είχαμε δικαίωμα να το πούμε ποτέ».
Υπάρχει ένα πρόβλημα με τα «εθνικά μυστικά». Είναι τόσο μυστικά που δεν ξέρουμε αν πράγματι είναι εθνικά, ή αν κάποιος τα χρησιμοποιεί για την πάρτη του. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα κυβερνητικά σκάνδαλα παγκοσμίως αφορούν εξοπλιστικά προγράμματα. Κάτω από τη σφραγίδα του «εθνικού συμφέροντος» πολλοί κρύβουν μίζες. Αλλά ακόμη κι αν δεν κρύβεται διασπάθιση χρήματος, γεννάται το ερώτημα: πώς ορίζεται και ποιος ορίζει το «εθνικό συμφέρον», όταν τόσες πτυχές του πρέπει να παραμένουν μυστικές;
Η ιστορία αποδεικνύει ότι η ενημέρωση δεν βοηθάει μόνο τη δημοκρατία, αλλά μπορεί να μας γλιτώσει από μεγαλύτερες συμφορές. Το 1961 έγινε η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων. Η επιχείρηση, η οποία είχε την έγκριση του τότε προέδρου Τζον Κένεντι, κατέληξε σε πλήρη αποτυχία και σε διπλωματικό στραπάτσο των ΗΠΑ. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων έσπρωξε τον ανασφαλή Φιντέλ Κάστρο στην αγκαλιά της Μόσχας. Το 1962 η ανθρωπότητα έφθασε στο χείλος ενός θερμοπυρηνικού πολέμου με αφορμή την εγκατάσταση σοβιετικών βαλλιστικών πυραύλων στην Κούβα. Χρόνια μετά, ο τότε διευθυντής των New York Times αποκάλυψε στα απομνημονεύματά του ότι η εφημερίδα είχε την είδηση της επικείμενης εισβολής. Δεν τη δημοσίευσε όμως έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Τζον Κένεντι, ο οποίος φυσικά επικαλέστηκε το εθνικό συμφέρον. «Ηταν το μεγαλύτερο λάθος στη δημοσιογραφική μου καριέρα», έγραψε ο James Scotty Reston. Τώρα γνωρίζουμε ότι το εθνικό (των ΗΠΑ) και το πανανθρώπινο συμφέρον επέτασσε τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας, που θα ακύρωνε την εισβολή.
Ιστορική απόφαση
Εκ των προτέρων ξέρουμε ότι η δημοσιότητα είναι το οξυγόνο της δημοκρατίας. Είναι αμφίβολο όμως αν κάνει ζημιά στα εθνικά θέματα. Πολλάκις ωφελεί, διότι οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα εθνικά θέματα για τις δικές τους εκλογικές ή άλλες επιδιώξεις. Αυτό ήταν το νόημα μιας μεγαλειώδους απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τη δημοσίευση των «εγγράφων του Πενταγώνου».
Το 1971, πάνω στην κορύφωση του πολέμου στο Βιετνάμ, ο τότε υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα ζήτησε από επιτροπή ειδικών να αποτιμήσουν την εμπλοκή των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης των 7.000 σελίδων διέρρευσε στον Τύπο. Οι New York Times άρχισαν να δημοσιεύουν τα κύρια σημεία τους. Η κυβέρνηση Νίξον χρησιμοποιώντας τον «Νόμο περί κατασκοπείας» (που μοιάζει πολύ με το δικό μας σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα) απαγόρευσε τη δημοσίευση. Οι εφημερίδες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και αυτό αποφάσισε να άρει την απαγόρευση. Η αιτιολόγηση της απόφασης από τον δικαστή Χιούγκο Μπλακ είναι ένα μνημείο· όχι της ελευθερολογίας, αλλά της τυπικής λογικής: «Η εξουσία της κυβέρνησης να λογοκρίνει τον Τύπο έχει εξαλειφθεί έτσι ώστε ο Τύπος να είναι πάντα ελεύθερος για να ελέγχει την κυβέρνηση. (…) Μόνο ένας ελεύθερος και χωρίς περιορισμούς Τύπος μπορεί να εκθέτει τις απάτες της κυβέρνησης. Και η μέγιστη των υποχρεώσεων του Τύπου είναι το καθήκον να εμποδίζει κάθε υπηρεσία του κράτους από το να εξαπατά τους πολίτες και να τους στέλνει σε απόμακρες περιοχές για να πεθάνουν από ξένες αρρώστιες, από ξένες σφαίρες. (…) Μας ζητήθηκε να νομολογήσουμε ότι η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία μπορούν να κάνουν νόμους που θα περιορίζουν το δικαίωμα του λόγου στο όνομα της “εθνική ασφάλειας”. (…) Αν πούμε ότι ο πρόεδρος έχει “εγγενή εξουσία” να σταματήσει τη δημοσίευση ειδήσεων (…) αυτό θα εξαφανίσει την πρώτη τροπολογία του συντάγματος και θα καταστρέψει τη θεμελιώδη ελευθερία και την ασφάλεια των ανθρώπων, αυτών που η κυβέρνηση ελπίζει να κάνει “ασφαλείς”. (…) Η έννοια “ασφάλεια” είναι απέραντη, ασαφής γενικότητα το περίγραμμα της οποίας δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει την ακύρωση του θεμελιώδους νόμου που περιέχεται στην πρώτη τροπολογία. Η φύλαξη των στρατιωτικών και διπλωματικών μυστικών με κόστος την πληροφόρηση των πολιτών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν προσφέρει πραγματική ασφάλεια. (…) Οι συντάκτες της πρώτης τροπολογίας γνώριζαν πολύ καλά την ανάγκη άμυνας του νέου έθνους και την απειλή των αγγλικών και αποικιακών κυβερνήσεων. Αλλά επειδή επεδίωξαν να δώσουν σε αυτήν την κοινωνία τη δύναμη και την ασφάλεια, προέβλεψαν ότι ελευθερία του λόγου, του Τύπου, της θρησκείας και της συγκέντρωση δεν μπορούν να περιοριστούν…».
Προσχέδιο Ιστορίας
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 21.01.2018
Προς το τέλος της ταινίας «The Post» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, υπάρχει η φράση: «Οι ειδήσεις είναι προσχέδιο Ιστορίας». Κι αν δεν είναι έτσι ακριβώς διατυπωμένη, αυτό είναι το νόημά της. Κάνω μια αυθαίρετη διαπίστωση βασισμένη σε πολύ μικρό στατιστικό δείγμα: όσοι δημοσιογράφοι είδαν την ταινία συγκινήθηκαν βαθύτατα. Το θέμα αυτού του «πολιτικοδημοσιογραφικού θρίλερ», όπως χαρακτηρίζεται, είναι ένα πραγματικό γεγονός: το 1971 η εκδότρια της Washington Post, Κάθριν Γκράχαμ, βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα αν θα δημοσιεύσει απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου για τον πόλεμο του Βιετνάμ, διακινδυνεύοντας το μέλλον της εφημερίδας της, κι ενώ πιέζεται αφόρητα από μετόχους και μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας να μην το κάνει.
Ο ευφυής Σπίλμπεργκ, παράλληλα με το αποθεωτικό για την ελευθεροτυπία ντοκουμέντο εκείνης της εποχής (ευθεία βολή στη διακυβέρνηση Τραμπ και στη σχέση του με τον Τύπο), καταγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια και τον τρόπο παραγωγής των εφημερίδων. Πώς έφτανε το κείμενο από τη γραφομηχανή στο τυπογραφείο, πώς «χτυπιόταν» στις λινοτυπικές μηχανές, πώς δενόταν, πώς στηνόταν κάθε σελίδα στο «μάρμαρο», πώς επέστρεφε στους αρμόδιους για τελικές διορθώσεις κ.ο.κ. Μια τελετουργία με κινήσεις απόλυτα συντονισμένες που κατέληγαν στην έκδοση του φύλλου.
Σε αυτήν την ταινία (ανάμεσα στις πολλές που έχουν γυριστεί με σχετικά θέματα), η διαδικασία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Επεμβαίνει στη σύνταξη της είδησης, στην πορεία της από τον δημοσιογράφο στον αναγνώστη. Ανάμεσα στο «όλα τότε ήταν αλλιώς» και «τα ίδια συμβαίνουν και σήμερα», παρακολούθησα το «The Post». Οι προσωπικές σχέσεις εκδοτών και διευθυντών με την πολιτική εξουσία, τα όρια και οι όροι αυτών των σχέσεων, οι αμοιβαίες εξυπηρετήσεις, τα ψέματα των προέδρων (που στο Βιετνάμ είχαν τίμημα χιλιάδες ανθρώπινες ζωές), οι ανελέητες πιέσεις και οι εξίσου ανελέητες αλήθειες, όπως και τα αδίστακτα ψέματα, είναι καταστάσεις διαχρονικές και δεν περιορίζονται μόνο σε μία ήπειρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το «The Post» γυρίστηκε με την ένταση του «επείγοντος» από τον Σπίλμπεργκ, βάζοντας στην άκρη άλλα άμεσα σχέδιά του. Η απαξίωση του Τύπου, τα πολυθρύλητα fake news, ο καταλυτικός ρόλος του Διαδικτύου και των social media, ό,τι χωράει και συνοψίζεται στην έκφραση «κρίση του Τύπου», δοκιμάζουν καθημερινά τις αντοχές εφημερίδων και αναγνωστών. Οι συζητήσεις ανακυκλώνουν, λίγο-πολύ, τα ίδια επιχειρήματα, οι σκέψεις που προηγούνται ή ακολουθούν αλλά δεν διατυπώνονται είναι, ίσως, ακόμη πιο ανεπαρκείς και συγκεχυμένες. Η κυκλοφοριακή αρρυθμία των εφημερίδων έχει πολλές αιτίες, αλλά τίποτα δεν έχει την καθοριστική δύναμη της αλλαγής εποχής. Ζούμε «αλλού» και αλλιώς, αργήσαμε να το κατανοήσουμε, δυσκολευόμαστε να το αποδεχτούμε. Διευρυμένα ανθρώπινο όσο και ναρκισσιστικό. Στη φύση του επαγγέλματος, που λένε.
Η φράση όμως για την «είδηση ως προσχέδιο Ιστορίας», μαζί με ακόμη μία (από την ταινία κι αυτή), ότι «το δικαίωμα για δημοσίευση μόνο με δημοσίευση προστατεύεται», γεννούν ένα επιπλέον ερώτημα: η ανάρτηση είναι ισοδύναμη με τη δημοσίευση; Ποια από τις δύο εκδοχές επιδρά περισσότερο σε βάθος και σε διάρκεια χρόνου; Η μνήμη είναι σύμμαχος της πρώτης ή της δεύτερης; Τι εν-τυπώνεται πιο δραστικά, που σημαίνει και τι επεξεργαζόμαστε με μεγαλύτερη προσοχή, τι μας ακολουθεί και μας συνέχει; Τι, δηλαδή, συνθέτει ταυτότητα, κοινότητα (αισθητική και αισθημάτων, δεν είναι αμελητέο), πώς διαμορφωνόμαστε, τι καλλιεργεί κριτήριο, τι μοιραζόμαστε ως εμπειρία; Μπορεί με τις ερωτήσεις να εκμαιεύεται ψήφος υπέρ της «δημοσίευσης», είναι δύσκολο εξάλλου να πάρει ένας δημοσιογράφος του έντυπου την απόσταση που χρειάζεται για να δει τη «μεγάλη εικόνα». Αλλη βολική καραμέλα κι αυτή… Ποια είναι η «μεγάλη εικόνα»; Κι αν ζούμε σε έναν κόσμο θρυμματισμένο σε δεκάδες εικόνες και παράλληλες πραγματικότητες, που ενδεχομένως δεν θα συναντηθούν ποτέ;
Το «The Post» συνέπεσε με ένα ιστορικό timing. Οι αλλαγές που συντελούνται είναι δομικές και υπαρξιακές. Και οι όποιες προβλέψεις έχουν τη μοίρα της ανάμνησης: είτε εξωραΐζουν είτε καταδικάζουν, ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.
Η επικίνδυνη επιρροή των fake news
Αφού έγραψε για υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς, τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και για φαρμακευτικά πειράματα σε παιδιά αναπτυσσόμενων κρατών, ο βετεράνος ερευνητής δημοσιογράφος Τζο Στίβενς αφοσιώθηκε σε νέα αποστολή: Πώς να θωρακίσει φοιτητές κατά των ψευδών ειδήσεων. Η συγκυρία είναι η πλέον κατάλληλη. Η ταχύτατη διασπορά της παραπληροφόρησης μέσω των κοινωνικών δικτύων, η επίδραση που είχαν προεκλογικά σε μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης διαδικτυακές φήμες που εμπνεύστηκαν Σκοπιανοί έφηβοι, αλλά και οι διαρκείς επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά του Τύπου καθιστούν το ζήτημα πιο επίκαιρο από κάθε άλλη φορά.
«Υπήρχε κάποτε η ιδέα ότι το Ιντερνετ θα “εκδημοκρατίσει” τις ειδήσεις και την ενημέρωση. Πλέον, όμως, βλέπουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγηθούμε στο απόλυτο χάος και σε σύγχυση. Δεν ξέρεις πλέον τι να πιστέψεις και χρειάζεσαι καθοδήγηση», λέει στην «Κ» ο κ. Στίβενς και παρατηρεί ότι «ακόμη και ορισμένοι πολύ έξυπνοι άνθρωποι πείθονται από παράλογες ειδήσεις στις μέρες μας».
Από το 1999 οι δημοσιογραφικές έρευνες του κ. Στίβενς δημοσιεύονται στην εφημερίδα Washington Post. Υπήρξε τρεις φορές φιναλίστ του βραβείου Πούλιτζερ και τα τελευταία τρία χρόνια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Princeton. Το μάθημά του με τίτλο «Τα ΜΜΕ στην Αμερική: Τι να διαβάζουμε και να πιστεύουμε στην ψηφιακή εποχή», έχει μεταξύ άλλων στόχο να ενισχύσει την κριτική σκέψη των νεαρών αναγνωστών.
Την περασμένη Δευτέρα, ο κ. Στίβενς μίλησε για τα fake news και τους τρόπους αντιμετώπισής τους στο Αθηναϊκό Κέντρο Ερευνών και Μελέτης του Ελληνικού Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Princeton. Εκεί τον συνάντησε και η «Κ». «Για τους περισσότερους φοιτητές μου η κριτική ανάγνωση ειδήσεων ήταν κάτι τελείως καινούργιο. Η νέα γενιά πληροφορείται απ’ ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη των κινητών τους τηλεφώνων. Διαβάζουν ό,τι βρεθεί στον δρόμο τους. Οταν τους ρωτούσα τι θέματα είχαν διαβάσει πρόσφατα και σε ποιο μέσο, απαντούσαν ότι είχαν ενημερωθεί από το Google news. Δεν είχαν παρατηρήσει την αρχική πηγή, την προέλευση της είδησης», λέει.
Ημερολόγιο ειδήσεων
Η πρώτη κίνησή του ήταν να ζητήσει από τους φοιτητές του να κρατήσουν ένα ημερολόγιο των ειδήσεων που διαβάζουν. «Ηθελα να τους προτρέψω να σκεφτούν πώς τους επηρεάζουν όσα διαβάζουν και να τους γίνει καθημερινή συνήθεια να ελέγχουν το πρωί τι γράφεται στις πραγματικές ειδήσεις», λέει. Επειτα τους εξήγησε ποιοι είναι οι βασικοί πυλώνες που καθιστούν ένα θέμα αξιόπιστο. Οπως λέει, τα ολοκληρωμένα ρεπορτάζ περιλαμβάνουν συχνά άμεση παρατήρηση (ο δημοσιογράφος βρίσκεται στο πεδίο της δράσης), έγγραφα (βασικός κορμός ενός ερευνητικού ρεπορτάζ) και συνεντεύξεις (ιδανικά με επώνυμες πηγές). Σε εξόφθαλμα ψευδείς ειδήσεις, όμως, δεν συναντώνται αυτά τα στοιχεία.
«Εχει επικρατήσει πλέον η άποψη ότι σήμερα παράγονται περισσότερες ψευδείς ειδήσεις. Δεν ξέρω πόσο ακριβές είναι αυτό. Ανέκαθεν υπήρχε παραπληροφόρηση. Ισως να έχει αλλάξει κάτι λόγω του Ιντερνετ», λέει. «Το πρόβλημα είναι ότι οι αναγνώστες προαποφασίζουν τι είναι αληθές και τι ψευδές και έπειτα αναζητούν πληροφορίες που θα ενισχύσουν την προκαθορισμένη θέση τους. Αυτό γίνεται χειρότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο,τι εμφανίζεται στη ροή ειδήσεων στα social media του κινητού μας μπορεί να είναι τελείως διαφορετικό από οτιδήποτε βλέπει ο διπλανός μας στο δικό του τηλέφωνο».
Τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ του Τραμπ
Για τον βετεράνο δημοσιογράφο, ως fake news ορίζονται οι ειδήσεις που είναι παντελώς ψευδείς και έχουν κατασκευαστεί με σκοπό το κέρδος. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν ορισμένα μόνο κομμάτια μιας είδησης δεν ευσταθούν, προτιμάται διεθνώς ο όρος «false news», δηλαδή «λανθασμένες ειδήσεις». Στην εποχή, όμως, που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιμένει να επιτίθεται κατά όσων δημοσιογράφων δεν συμφωνούν μαζί του και αποκαλεί το CNN «δίκτυο κατασκευασμένων ειδήσεων» ακόμη και αυτοί οι όροι χάνουν το νόημά τους. Ο κ. Στίβενς παρατηρεί ότι στις ΗΠΑ του Τραμπ υπάρχει μεν πιο έντονη έκφραση μίσους προς τους δημοσιογράφους από μερίδα της αμερικανικής κοινωνίας, παράλληλα όμως επισημαίνει ότι παραδοσιακά μέσα όπως οι New York Times και η Washington Post καταγράφουν ρεκόρ συνδρομών ή διαδικτυακής αναγνωσιμότητας.
Το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότεροι επιστήμονες από τους τομείς της Πληροφορικής και της Τεχνητής Νοημοσύνης προσπαθούν να αναπτύξουν εφαρμογές κατά της παραπληροφόρησης. Ο κ. Στίβενς λέει ότι είναι καλοδεχούμενη οποιαδήποτε καινοτομία βοηθήσει στο φιλτράρισμα των ειδήσεων. Παρατηρεί, όμως, ότι ακόμη και μια εφαρμογή από μόνη της δεν θα είναι αρκετή. «Μου θυμίζει λίγο το “1984” του Οργουελ, ότι οι υπολογιστές θα μας λένε τι είναι πραγματικό και τι όχι», λέει.
Στο παρελθόν, βλέποντας παράλογες ειδήσεις να αναπαράγονται ως αληθείς από φίλους του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούσε το ζήτημα απλώς φαιδρό. Με τον καιρό, όμως, διαπίστωσε τις συνέπειες. «Θεωρώ ότι οι ψευδείς ειδήσεις είναι επικίνδυνες», λέει στην «Κ». «Κάποιοι άνθρωποι ενημερώνονται αποκλειστικά από ιστοσελίδες που είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό και χάνουν την επαφή τους με τον πραγματικό κόσμο. Μπορεί οι ψευδείς ειδήσεις να καθορίσουν τις αποφάσεις τους, ακόμη και τον υποψήφιο που θα επιλέξουν στις εκλογές».
Μάθημα δημοσιογραφίας στην Ελλάδα
Τις τελευταίες εβδομάδες ο Τζο Στίβενς βρίσκεται στην Ελλάδα με μια ολιγομελή ομάδα φοιτητών του, στο πλαίσιο μαθήματος δημοσιογαφίας. Η αποστολή εντάσσεται στις δραστηριότητες του Seeger Center for Hellenic Studies και χρηματοδοτείται από το Princeton και συγκεκριμένα από το Paul Sarbanes Fund for Hellenism and Public Service που εγκαινιάστηκε πρόσφατα προς τιμήν του Πολ Σαρμπάνη, αποφοίτου του ιδίου πανεπιστημίου και πρώην γερουσιαστή με το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ. Το fund δημιουργήθηκε με τη συνδρομή ελληνικών ιδρυμάτων, φίλων και αποφοίτων του Princeton.
Είναι η δεύτερη χρονιά που φοιτητές του αμερικανικού πανεπιστημίου επισκέπτονται την Ελλάδα για το ίδιο μάθημα. «Εχουν λίγες εβδομάδες διαθέσιμες σε μια νέα χώρα, δεν μιλούν τη γλώσσα και βλέπουν πόσο δύσκολο είναι και πόσος κόπος χρειάζεται γι’ αυτή τη δουλειά», λέει ο κ. Στίβενς. Με πρώτη τους βάση την Αθήνα, οι φοιτητές επισκέφτηκαν τον προσφυγικό καταυλισμό στον Σκαραμαγκά. Αυτές τις ημέρες βρίσκονται στη Λέσβο. «Εχουμε πολύ καλούς και δραστήριους φοιτητές. Είναι σπουδαίο να ανακαλύπτεις ξανά τη δημοσιογραφία μέσα από τα δικά τους μάτια και να βλέπεις πόσο πολύ ενδιαφέρον δείχνουν ακόμη και για την πιο μικρή λεπτομέρεια», λέει ο καθηγητής τους.
Η τριβή μεταξύ λαϊκισμού και ελευθεροτυπίας
ΚΛΑΡΑ ΧΕΝΤΡΙΚΣΟΝ – ΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΟΛΣΤΟΝ*
Ο ρόλος των ΜΜΕ ως διαμεσολαβητών της εξουσίας απειλείται με την άνοδο του λαϊκισμού στη Δύση. Χαρακτηρίζοντας τα συμφέροντα των ελίτ ως εγγενώς αντίθετα με τις ανάγκες του «λαού», οι λαϊκιστές ισχυρίζονται ότι μόνον οι ίδιοι μπορούν πραγματικά να υπηρετήσουν τους απλούς πολίτες. Τα ΜΜΕ υπονομεύουν την αξιοπιστία των λαϊκιστών όταν προβάλλουν γεγονότα και αναλύσεις ειδικών που αμφισβητούν τον ισχυρισμό αυτό. Ο Ντόναλντ Τραμπ βρέθηκε να συμφωνεί με ηγέτες της ίδιας νοοτροπίας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού όταν αποκάλεσε τα ΜΜΕ «εχθρούς του αμερικανικού λαού».
Αντί να διαψεύσουν συγκεκριμένες πτυχές κάποιου ρεπορτάζ, οι λαϊκιστές επιτίθενται στους δημοσιογράφους ως αποκομμένους από την πραγματικότητα των απλών ανθρώπων. Ο Ζόλταν Κόβατς, ο επικοινωνιολόγος του Βίκτορ Ορμπαν, αμφισβήτησε την κάλυψη του προσφυγικού στην Ουγγαρία από τους New York Times λέγοντας: «Είναι εύκολο να γοητεύεσαι από αυτές τις ανοησίες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν γράφεις editorials σε ένα γραφείο στο κεντρικό Μανχάταν. Εμείς όμως είμαστε μία κυβέρνηση που έχει ευθύνη για την ασφάλεια των πολιτών μας». Σε μία αντιφιλελεύθερη δημοκρατία, οι επιταγές της ασφάλειας έναντι της τρομοκρατίας ή και της οικονομικής αβεβαιότητας δεν μπορούν να συνυπάρξουν με την ελευθεροτυπία.
Σε μία περίοδο που η εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ έχει μειωθεί σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες, οι επιθέσεις κατά του Τύπου έχουν αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικές ώστε να προκαλούν σοβαρή ανησυχία. Σε πολλές περιπτώσεις, έχουν μεταφραστεί σε πραγματικούς περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα χαιρέτισε τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες της χώρας του. Τα σχόλιά του ακολούθησαν μία ακόμα επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ κατά του CNN.
Η σημασία της δημοσιογραφίας ως μηχανισμού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας πρέπει να αναδειχθεί εκ νέου. Οι δημοκράτες πολίτες πρέπει να αναγνωρίσουν την αξία των γεγονότων και της αλήθειας. Ταυτόχρονα, τα συστημικά μέσα πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τους ψηφοφόρους που στηρίζουν τους λαϊκιστές.
Ο Νάιτζελ Φάρατζ, από τους πρωτεργάτες του Brexit, είπε πρόσφατα ότι τα παραδοσιακά ΜΜΕ πρέπει να «βγουν από τη μητροπολιτική ζώνη ασφαλείας τους». Στις ΗΠΑ, τουλάχιστον, είναι αλήθεια ότι τα ΜΜΕ έχουν αποκοπεί από την ενδοχώρα. Το 75% των εργαζομένων σε διαδικτυακά μέσα εργάζονται σε κομητείες τις οποίες η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε με διαφορά μεγαλύτερη των 30 μονάδων.
Τέλος, οι πολιτικοί που φιλοδοξούν να νικήσουν τους λαϊκιστές πρέπει να καλωσορίζουν την επίμονη δημοσιογραφία. Στην τελευταία του συνέντευξη Τύπου, ο Μπαράκ Ομπάμα είπε στους δημοσιογράφους: «Ο ρόλος σας δεν είναι να είστε κόλακες, είναι να είστε σκεπτικιστές, να θέτετε τα δύσκολα ερωτήματα».
Σε μία δημοκρατία, οι ηγέτες αντλούν την εξουσία τους από τη συναίνεση των κυβερνωμένων. Οι περισσότεροι ηγέτες αποσπούν τη συναίνεση αυτή βάσει της ποιότητας των πολιτικών τους προτάσεων. Οι λαϊκιστές θεωρούν ότι η δική τους ατζέντα είναι το μόνο σωστό μονοπάτι. Στον βαθμό που τα ΜΜΕ συμβάλλουν στην κατανόηση των διαφορετικών πολιτικών προτάσεων των αντίπαλων παρατάξεων, δεν είναι συμβατά με την ιδεολογία του λαϊκισμού.
* Η κ. Κλάρα Χέντρικσον είναι ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Brookings. Ο κ. Ουίλιαμ Γκόλστον είναι Senior Fellow στο Brookings.
Ποιοτική δημοσιογραφία και νέες τεχνολογίες
Ποιοτική δημοσιογραφία και νέες τεχνολογίες! Μια φράση σαφής όσο και απροσδιόριστη αν σκεφτεί κανείς ότι χωρίς κανόνες – χωρίς έναν κώδικα, χωρίς προτυποποίηση – δεν αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κανόνες αυτοί, γνωστοί ως ethics and guidelines, βρίσκονται σε κάθε τραπέζι συσκέψεων στα μεγαλύτερα και σημαντικότερα new media του κόσμου. Δεν παραβλέπεται το ότι αυτό προκλήθηκε από τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, παράλληλα με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού και τον κατακλυσμό της ενημέρωσης από τα blogs, το twitter και το face book, καθώς και την δημοσιογραφία των πολιτών.
Όμως, τι είναι ηθική; Μήπως ένα σύστημα κανόνων; Πως τους ενσωματώνει αυτούς η δημοσιογραφία; Καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια εγκυρότητας και αποφυγής της λογοκλοπής, μόνον;
Η ειλικρίνεια, η υπογραφή, η επίκληση πηγής ολοκληρώνουν το δεσμευτικό πλαίσιο; Ο δημοσιογράφος σήμερα παίρνει υπόψη όλες τις πηγές; Βλέπει όλες τις πλευρές μιας ιστορίας;
Θα έλεγε κανείς ότι ο δημοσιογράφος χρειάζεται σίγουρα τη διαφάνεια. Επίσης έναν προσωπικό κώδικα δεοντολογίας. Αντιστοίχως τα ΜΜΕ χρειάζονται τους δικούς τους κανόνες.
Ο ιδανικός συνδυασμός είναι εκείνος που υπηρετεί την ενημέρωση του πολίτη. Ωστόσο, όταν ο δημοσιογράφος μεταδίδει κάτι στα social media ή αντλεί από αυτά πληροφορίες, χωρίς τεκμηρίωση, τότε φαίνεται όλο και πιο απαραίτητος ο προσωπικός του κώδικας δεοντολογίας.
Σε κάθε περίπτωση, η δημοσιογραφία αντιμετωπίζει νέα ηθικά διλήμματα, κατά τη φάση μετεξέλιξής της σε μια διαδικασία μηχανικής. Στην μεταμόρφωση σε μια διαδικασία επικοινωνιακής ροής!
Ακούγεται σχεδόν αδύνατον να ορίσουμε κανόνες για την online δημοσιογραφία.
Η φύση της εργασίας με τη χρήση του web άλλαξε την ιεράρχηση των κανόνων λειτουργίας του δημοσιογράφου.
Μπήκε πρώτη η αμεσότητα και δεύτερη η ακρίβεια. Μάλιστα πολλές φορές συγκρούεται το έγκαιρο με το έγκυρο. Παράλληλα αναδύεται το ‘πλεονέκτημα’ της ταχύτητας και το ‘μειονέκτημα’ της ελλιπούς τεκμηρίωσης.
Οι φήμες και οι διαδόσεις, αλλάζουν μορφή και γίνονται «πληροφορίες», αμέσως μόλις μεσολαβήσει ο δημοσιογράφος. Το φαινόμενο εξηγεί η πίεση για όλο και περισσότερο περιεχόμενο το ταχύτερο δυνατόν. Περιεχόμενο συνδεδεμένο με το χρόνο με την έννοια του timing, του ‘χρονισμού’. Περιεχόμενο κατά παραγγελία από τα brands.
Αν και η τεχνολογία δίνει δυνατότητες για περισσότερη διαφάνεια, εντούτοις ο όγκος των ατεκμηρίωτων πληροφοριών αλλοτριώνει κατά κάποιο τρόπο την ειδησεογραφία.
Ο διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια, αν σκεφτεί κανείς ότι μπορεί να πει την ίδια ιστορία με διαφορετικούς τρόπους και να οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Αυτά τα ζητήματα στην online δημοσιογραφία είναι καθημερινά περιστατικά.
Θα πρέπει ωστόσο, να σκέφτεται κανείς και το άνισο μέγεθος, στην πληροφόρηση των πολιτών που δεν έχουν πρόσβαση στα digital media.
Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η online ενημέρωση απευθύνεται στο παγκόσμιο κοινό. Σε ανθρώπους με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Σε λαούς με διαφορετικούς κώδικες ηθικής.
Το gate keeping ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι λύση. Οι κανόνες για την πνευματική ιδιοκτησία καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Η λογοκλοπή δεν γνωρίζει σύνορα. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον επαγγελματία δημοσιογράφο και τον blogger είναι δύσκολο να οριστεί. Το ότι ο πρώτος ακολουθεί συγκεκριμένες πρακτικές και κανόνες δεν είναι καθοριστικό, διότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τη δημοσιογραφία των πολιτών να ακολουθήσει τους ίδιους κανόνες.
Οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ στα οποία εργάζονται έχουν τον δικό τους κώδικα δεοντολογίας και πρακτικών μέσα στο περιβάλλον τους. Από την άλλη, οι πολίτες που δημοσιογραφούν θα πρέπει με την πρακτική τους να δείξουν ότι ακολουθούν κάποιους κανόνες και πρακτικές, χωρίς να έχουν υποχρέωση να το κάνουν.
Δεδομένο: Η συμμετοχή και των δύο μερών στο πολεμικό τοπίο των social media τους ωθεί σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό για το ποιος θα μεταδώσει πρώτος μια πληροφορία και ποιος θα γίνει ο insider που αξίζει τον τίτλο του influencer, του ασκούντος επιρροή. Η απόδειξη χάνεται ως έννοια.
Η ερευνητική δημοσιογραφία που την επεδίωκε δεν βρίσκει πηγές χρηματοδότησης. Οι πολιτικές και οικονομικές εξουσίες προσπαθούν όλο και περισσότερο να εκμαυλίσουν το παγκόσμιο σύστημα ενημέρωσης. Ορισμένα ΜΜΕ έχουν γίνει το εξωραϊσμένο πρόσωπο συμφερόντων που επιβάλουν την ισχύ τους με εργαλείο το φόβο και τη σπέκουλα στο web και στις τηλεοράσεις.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κάποιος: Ο πολίτης; Η δημοκρατία; Το δημόσιο συμφέρον; Εγκαταλείφθηκαν λόγω της αυτιστικής συμπεριφοράς των σύγχρονων ΜΜΕ και του οικονομικού ανταγωνισμού ; Λόγω της δύναμης τουoutsourcing;
Μέσα σε αυτό το αμείλικτο οικονομικό περιβάλλον. Μέσα σε μια εποχή κρίσης, οικονομικής, θεσμικής και αξιών. Καταμεσής του πολέμου μεταξύ των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και της online ενημέρωσης. Κατά τη διάρκεια της παράλληλης μάχης μεταξύ των μεγάλων δικτύων (και στο web) και των social media, η ανάγκη να γίνει επιτέλους η συζήτηση για τη δεοντολογία και τα πρότυπα, τα ethics και τα guidelines είναι επιβεβλημένη.
Αλλιώς ο Τύπος δένεται χειροπόδαρα με δεσμά που ο ίδιος διαθέτει !
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 3/5/2013 στην ιστοσελίδα Pressfreedomday.com
Ο κατήφορος της κλειδαρότρυπας
Τασούλα Καραϊσκάκη 22.06.2014
Η σκανδαλολογική δημοσιογραφική πολυλογία που βγάζει εκκωφαντικά τα άπλυτα διασήμων στη φόρα πάντα υπήρχε και θα υπάρχει, επειδή είναι η ηδονοβλεψία και η χαιρεκακία που προκαλεί η αποκάλυψη της παρεκτροπής, του παθήματος του άλλου ένα είδος ανακούφισης, μια μορφή εκτόνωσης, λύτρωσης.
Ομως σε εποχές κρίσης, οικονομικής αλλά και αξιών, το ηδονοβλεπτικό κοινό μεγεθύνεται ραγδαία και οι ειδήσεις – σκουπίδια παράγονται με ταχύτητα οπλοπολυβόλου. Δεν ενδιαφέρουν οι πολιτικές πράξεις του ανδρός ή της γυναικός, αλλά το μπουντουάρ τους. Η ψυχαγωγική ανάλωση προσωπικών ιστοριών, συνήθως ερωτικού έως και πορνογραφικού περιεχομένου, αγγίζει «οροφή», προκαλώντας μια ανησυχητική σύγχυση ανάμεσα στο κουτσομπολιό και στην είδηση, στο περιθώριο και στην κοινωνική σκηνή, στον βούρκο και στην πολιτική πραγματικότητα.
[…] Ομως οι προεκτάσεις αυτού του κάθε άλλο παρά περιθωριακού φαινομένου είναι πολύ πιο βαθιές. Την εποχή της αποθέωσης της επικοινωνίας, συνομιλούμε όλο και λιγότερο επί της ουσίας των πραγμάτων, εθιζόμαστε όλο και περισσότερο στην τιποτολογία, την ανεκδοτολογία, πέφτουμε θύματα της γοητείας του ψευδο-ριάλιτι και του γαργαλιστικού ντοκουμέντου και, τελικά, παγιδευόμαστε σε έναν υπόγειο ολοκληρωτισμό, που ωθεί τους πρωταγωνιστές του δράματος στην απελπισία, στην ηθική εξόντωση, ακόμη και την αυτοκτονία και εμάς τους θεατές στον καθημερινό φασισμό.
Διότι η κλειδαρότρυπα μπορεί να στομώσει τη κρίση, να αφυπνίσει τα πιο ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα, να ωθήσει στον μικροαστισμό και τον συντηρητισμό, να εκθρέψει τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Μέσα στην «πραγματικότητα» που πλάθει η λασπολογία δεν μοιάζει να χωρούν οι ετερόδοξοι, οι πολιτικοί αντίπαλοι, οι αιρετικοί, οι διαφορετικοί, θέση δείχνει να έχει μόνο μια ενιαία μάζα «ακηλίδωτων» που σκέφτονται και δρουν με τον ίδιο μονοδιάστατο τρόπο· ή πάλι ακολουθούν και εκτελούν τις σκέψεις άλλων σαν να ήταν δικές τους. Μια μάζα ετερο-κατευθυνόμενων, αυτόματα αντιδρώντων, με εξασθενημένες τις δυνάμεις της ατομικής αντίστασης σε ένα δημόσιο βίο συρρικνωμένο σε συζητήσεις γύρω από τα σκανδαλιστικά συμπαρομαρτούντα της ζωής των άλλων.
Η απροθυμία να ψυχαγωγηθούμε με την κρεβατοκάμαρα των επωνύμων, πολιτικών ή αστέρων, με τα βίντεο από κρυφές κάμερες, τα διαδικτυακά «λαβράκια», τα παπαρατσικά στιγμιότυπα, ακόμη περισσότερο όταν αυτά αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια της χυδαιότητας, η άρνηση να αναλώσουμε βουλιμικά «σάρκες» ανθρώπων σε μορφή στιλπνής φούσκας, αποτελεί όχι μόνο μια πολιτική θέση αλλά και μια φιλοσοφία ζωής. Στην καθημερινότητά μας υπάρχει οπωσδήποτε κάτι πιο βαθύ, πιο αγνό, ένα εντεύθεν κι ένα πέραν, που τη συνδέει με το ευρύτερο υγιές γίγνεσθαι. Ενας πυρήνας ευθυκρισίας, ορθοβουλίας και μέτρου, η βάση για να κατασκευάσει κανείς όχι κύκλους στην κόλαση αλλά νησίδες στέρεας, αξιοπρεπούς, μεστής ζωής.
Η «αθόρυβη επανάσταση» που αλλάζει την Ελλάδα
ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΤΤΑΚΗ
Πολιτική είναι το χρέος, πολιτική το έλλειμμα, πολιτική και τα σκάνδαλα . Πολιτική είναι όμως και άλλα πράγματα . Σκοπεύω να θίξω σήμερα ένα από αυτά : Τον τρόπο που τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας επιδρούν στην διαμόρφωση προσωπικοτήτων . Πως δημιουργούν μία νέα, επιθετική, αγγλόφωνη γενιά ο αξιακός κώδικας της οποίας είναι ολότελα διαφορετικός από τον αντίστοιχο που έχουν οι δομημένες και οργανωμένες κοινωνίες. Η νέα εποχή στην οποία τα Μέσα Ενημέρωσης και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο γκρεμίζει με μεθοδικότητα οτιδήποτε παραπέμπει σε συλλογική ταυτότητα. Κάθε μέρα. Οικοδομεί πατρίδες χωρίς εθνική συνείδηση, πολίτες άνευ αισθήματος συλλογικής μοίρας, ελευθεριακές κοινότητες βασισμένες στην ατομικότητα και την διαφορετικότητα. Απορούμε γιατί στο σχολείο τα νέα παιδιά επιδίδονται στην τέχνη του προπηλακισμού εναντίον συμμαθητών τους (bulling). Διερωτόμαστε σε τι οφείλεται η ορμητικότητα της νέας γενιάς . Τρίβουμε τα μάτια μας στην θέα νέων ανθρώπων που αναζητούν τον ριζοσπαστισμό στις κιτς ακροδεξιές ”σχολές ” αυτοάμυνας . Ψάχνουμε να βρούμε τις αιτίες της μοναχικότητας ως τρόπου ζωής . Της προβολής -νέα βερσιόν – της ομοφυλόφιλης οικογένειας με παιδί. Εντυπωσιαζόμαστε όταν ακούμε 18άρηδες να εκφράζονται άψογα στα αγγλικά αλλά να χωλαίνουν όταν πρόκειται να πουν μια λέξη στα ελληνικά . Παρακολουθούμε έκπληκτοι τέλος νέους Έλληνες που έφυγαν μετανάστες στο εξωτερικό να μιλούν με κεκαλυμμένη αντιπάθεια για την χώρα καταγωγής τους. Την Ελλάδα !
Η επανάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη στα θεμέλια της κοινωνίας μας πραγματοποιείται αθόρυβα , χωρίς τυμπανοκρουσίες , παράλληλα με το σοκ του μνημονίου . Η Ελλάδα βράζει στα θεμέλια της και δεν βρίσκεται κανείς να χαμηλώσει την φωτιά. Πριν αναλύσω τα αίτια της , διευκρινίζω :Δεν φοβάμαι την αλλαγή. Ούτε την μεταβολή. Ο κόσμος πάει μπροστά. Αγαπώ την επιλογή αλλά με φοβίζει η επιβολή. Η ύπουλη επιβολή.
Δείτε τα μηνύματα που περνάνε στα νέα παιδιά τα τηλεοπτικά σήριαλ που δίνουν lead in στα δελτία ειδήσεων , οι βραδινές νεανικές εκπομπές και τα talent show .Είναι εντυπωσιακό πως γεμίζουν τα κεφάλια της νεολαίας με την ” νέα σκέψη ” : Στην μάχη του κακού ενάντια στο καλό κερδίζει πάντα το κακό. Η μηχανορραφία διδάσκεται ως αρετή. Η βία ως ένδειξη ισχύος. Η παραβίαση του απορρήτου του ιδιωτικού βίου ως αποδεκτή μέθοδος επικράτησης σε εταιρικούς ανταγωνισμούς . Το ΄”πούλημα ” ως αποδεκτό μοντέλο επαγγελματικής προαγωγής. Η κλοπή του συντρόφου φίλου από φίλο ως μαγκιά. Η αποσπασματική ανάγνωση της επικαιρότητας ως διασκέδαση . Η προπαγάνδιση της οικογένειας ομοφυλοφίλων με την υιοθέτηση παιδιού ως νέου ” προτύπου ”. Ήταν βασικό σύνθημα του gay pride συνοδευόμενο από μία αφίσα με δύο γκέι, ένα παιδί και την λεζάντα ” οικογενειακή υπόθεση ”. Αποτέλεσε και θέμα επεισοδίου δημοφιλούς σειράς . Το ίδιο μοντέλο περνά μέσα από τα παιδικά παιχνίδια . Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και οι ήρωες τους είναι τρομακτικά και βίαια . Το λιντσάρισμα στο διαδίκτυο , κανόνας. Τελευταίο αλλά όχι έλασσον , το συναίσθημα : Η πλειοψηφία των νέων κλαίει, αγαπά, βρίζει, χαίρεται , πανηγυρίζει στα αγγλικά , αλλά δεν βρίσκει λέξεις για να παθιαστεί στα ελληνικά. Τα ζει όλα από τα δέκα μέχρι τα τριάντα αλλά θα είναι” άδεια” στα σαράντα. Γεννιούνται και μεγαλώνουν άλλοι Έλληνες. Μορφωμένοι , πολύγλωσσοι, αυθάδεις αλλά με ελάχιστα στοιχεία από το εθνικό DNA . Οι νέοι Έλληνες δεν ορίζονται πλέον από την μητρική γλώσσα, την φυλή, το έδαφος, τους γονείς, τα σύνορα. Το έθνος αντικαταστάθηκε από την κοινότητα, το έδαφος από την διαδικτυακή υπέρβαση των συνόρων, ο πατέρας από τον σύντροφο. Ο ελληνισμός είναι Οικουμενικός μέσα από την σκέψη του αλλά εμείς τον αναζητούμε στον θολό πολυπολιτισμό που διασπά τις κοινωνίες και αλλοιώνει τις ταυτότητες.
Πρέπει επειγόντως να χαραχθεί μεγάλη στρατηγική και μεγάλη πολιτική . Ζούμε στην Ελλάδα αλλά σε λίγα χρόνια τίποτε δεν θα την θυμίζει. .
Από την ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ