«Ευαίσθητοι αναγνώστες»

Διαβάζω πως µία νέα κατηγορία συνεργατών των εκδοτικών οίκων µελετά τα υπό έκδοση κείµενα (ή τα υπό επανέκδοση, σε περίπτωση που είναι παλαιότερα) και επισηµαίνει λέξεις, φράσεις, χαρακτηρισµούς που µπορεί σήµερα να θεωρηθούν από µερίδα του κοινού προσβλητικά, ώστε να αφαιρεθούν. Οι επαγγελµατίες λογοκριτές τής κατά τα άλλα δηµοκρατικής εποχής της πολιτικής ορθότητας λέγονται «sensitivity readers». Λόγω αυτής της ευαισθησίας που έχει γίνει της µόδας, ινδός τηλεθεατής ζήτησε από το Netflix να αφαιρέσει ένα επεισόδιο της σειράς «The Big Bang Theory», καθώς βρήκε ένα από τα αστεία που ακούγονταν «υποτιµητικό και προσβλητικό για την κουλτούρα και τις γυναίκες της Ινδίας». Αντιδράσεις προκάλεσε και η επαναπροβολή σε αµερικανικά δίκτυα της κωµικής σειράς του 1994 «Friends», µε τα νέα κοινά να απορούν πώς ήταν δυνατόν όλοι εµείς που βλέπαµε «Τα Φιλαράκια» στην πρώτη προβολή να διασκεδάζουµε µε τα οµοφοβικά και σεξιστικά αστεία τους. Αντε τώρα να εξηγήσεις σε έναν κόσµο που χάνει το χιούµορ του πως ακόµα και το ακραίο χιούµορ (το οποίο, εδώ που τα λέµε, ποτέ δεν ακούστηκε στα «Φιλαράκια») δεν είναι απαραιτήτως κακοποιητικός λόγος. Πως πράγµατι δεν υπάρχουν βρώµικες λέξεις αλλά βρώµικα ή και αφελή/κολληµένα µυαλά που αδυνατούν να ξεχωρίσουν πότε µια λέξη γίνεται προσβολή και πότε χρησιµοποιείται για να χρωµατίσει µε τις απαραίτητες αποχρώσεις ένα ανέκδοτο, µια ιστορία. Το να γελάσεις µε ένα αστείο µε ευτραφείς ανθρώπους (πήγα να γράψω τη λέξη χοντρούς αλλά αυτολογοκρίθηκα) δεν σηµαίνει πως θεωρείς τους ευτραφείς ανθρώπους κλόουν ή κατώτερο είδος. Πώς να το κάνουµε, όταν παρακολουθείς τις περιπέτειες του «Χοντρού και του Λιγνού» (όπως είχε µεταφραστεί στα ελληνικά πολλές δεκαετίες πίσω το κωµικό δίδυµο «Laurel and Hardy») δεν µπορείς να γελάς µόνο µε τον λιγνό και να πνίγεις το γέλιο σου κάθε φορά που κάνει µια γκάφα ο χοντρός για να µη θεωρηθείς εχθρός των παχύσαρκων. Αν γελάσεις µε ένα αστείο που γίνεται εις βάρος ενός τρανς ή ενός στρέιτ, δεν σηµαίνει πως είσαι αναφανδόν κατά των τρανς ή των στρέιτ. Και αν γελάσεις µε ένα αστείο κατά των Βέλγων, των Γερµανών, των Εβραίων, των Κυπρίων, των Ελλήνων κ.λπ. δεν στρέφεσαι κατά των λαών ή των θρησκευτικών πιστεύω. Παρεµπιπτόντως, για να επανασυστηθούµε, και εµείς οι πιο παλιοί, που γελούσαµε χωρίς δεύτερη σκέψη και µε τέτοια αστεία, δεν µεγαλώσαµε στη ζούγκλα. Και ευγενικοί µάθαµε από τις οικογένειές µας να είµαστε, και να σεβόµαστε τους άλλους. Αν και, επειδή είµαστε άνθρωποι, και ο κόσµος των ανθρώπων είναι (και) κόσµος λαθών, κάναµε πιθανώς και εµείς αυτό που σήµερα λένε bullying, δηλαδή πειράξαµε κάποιους (και δεν νιώθουµε υπερήφανοι για αυτό), όπως και µας πείραξαν κάποιοι. Η ζωή είναι ζούγκλα γεµάτη άγρια ζώα. Μέσα σε αυτή τη ζούγκλα καλούµαστε να επιβιώσουµε και κυρίως να βελτιωθούµε, να γίνουµε καλύτεροι στον δρόµο µας προς την έξοδο. Ωστόσο και στην πορεία της αυτοβελτίωσης, δεν πρέπει να χάσουµε το χιούµορ µας. Η πολιτική ορθότητα, που τόσο πολύ το έχει στοχοποιήσει, πρέπει νοµίζω να τοποθετηθεί σε άλλες βάσεις. Για να έχει ουσία. Αλλιώς και αυτή καταντάει bullying.

 

Πηνελόπη Δέλτα: Το άγνωστο κείμενό της για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής

Πηνελόπη Δέλτα: Το άγνωστο κείμενό της για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής

Το άγνωστο κείμενο της Πηνελόπης Δέλτα για τους Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες

Στις 2 Μαΐου 1941 έφυγε από τη ζωή η Πηνελόπη Σ. Δέλτα, η εμβληματική συγγραφέας τα μυθιστορήματα της οποίας αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχαγωγίας και της διαπαιδαγώγησης πολλών γενεών.

Πέντε ημέρες πριν, στις 27 Απριλίου, όταν τα ναζιστικά στρατεύματα έμπαιναν στην Αθήνα η Πηνελόπη Δέλτα, θέλοντας να αυτοκτονήσει, είχε πάρει ισχυρή δόση δηλητηρίου.

Στην απόφασή της αυτή ρόλο έπαιξε και το ίδιο το γεγονός της εισβολής των Ναζί αλλά και η ιδιαίτερα επιβαρυμένη ψυχολογική κατάστασή της.

Εξάλλου, ήδη από το 1925 είχε βυθιστεί σε ένα βαθύ προσωπικό πένθος για τον θάνατο του μεγάλου έρωτα της ζωής της, Ίωνα Δραγούμη.

Η Πηνελόπη Δέλτα με τις δύο της κόρες

Η Δέλτα για τους πρόσφυγες

Τα μνημειώδη μυθιστορήματα της Πηνελόπης Δέλτα είναι φυσικά πασίγνωστα, λιγότερο γνωστά όμως είναι κείμενά της με τα οποία η συγγραφέας παρέμβαινε δημοσίως θέλοντας να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για ζητήματα που ίδια θεωρούσε υψίστης σημασίας.

Ένα τέτοιο κείμενό της είναι και αυτό που δημοσίευσε στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 16ης Ιανουαρίου 1924.

Με το κείμενο αυτό η Πηνελόπη Δέλτα, λίγους μόλις μήνες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με τις άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν οι εκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Τίτλος του κειμένου: «Και οι πρόσφυγες αποθνήσκουν».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 16.1.1924, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει η Πηνελόπη Δέλτα:

«Και οι πρόσφυγες αποθνήσκουν σωρηδόν!

»Και το κρύο δυναμώνει ολοένα στα βόρεια μέρη και το χιόνι σκεπάζει όλην την Μακεδονία και την Θράκη, όπου τα τελευταία ανθρώπινα ράκη της Μικρασιατικής τραγωδίας, αδυνατισμένα και εξηντλημένα από τα Τουρκικά βασανιστήρια, ήλθαν κ’ έπεσαν για να πεθάνουν.

»Και όμως το τελωνείο είνε γεμάτο από ρούχα ζεστά, κουβέρτες, επανωφόρια, προβιές, που ανήκουν σ’ εμπόρους πρόθυμους να τα δώσουν με λογικές τιμές κατά χιλιάδες στα ταμεία της περιθάλψεως.

»Αλλά τα ταμεία αυτά δεν επαρκούν στις καταθλιπτικές ανάγκες των γυμνών και πεινασμένων. Δίνουν, δίνουν καθημερινώς, αλλά η δυστυχία μένει μεγαλείτερη από τα μέσα του.

»Κυρίες, κύριοι, μητέρες και παιδιά, ρίξετε μια ματιά στους απέραντους χιονοσκεπασμένους κάμπους της Μακεδονίας.

»Δήτε τα ανθρώπινα κουβαριασμένα σώματα, ριχμένα κατά χιλιάδες κάτω από υπόστεγα μισάνοιχτα όπου σφυρίζει ο Βαρδάρης. Κυττάξετε τα σκελετιασμένα σταχτόχλωμα παιδικά προσωπάκια, συσπασμένα από την οδύνη.

»Τ’ αγριεμένα πρόσωπα των μητέρων που τα μαζεύουν στην αγκαλιά τους, χωρίς να κατορθώνουν να τα ζεστάνουν στα ξυλιασμένα γυμνά τους στήθη.

»Δήτε τις πόρτες των σπιτικών της Θεσσαλονίκης πολιορκημένες από γυναικόπαιδα κουρελιασμένα, ακούσετε τα κλάματα τους, την προσευχή τους, την άγριά τους παράκληση να τους ανοιχθή η πόρτα, να τους δοθή ένα ζεστό να πιούν, μια κουρελιασμένη έστω κουβέρτα, ένα κομματάκι ψωμί.

»Δήτε το πένθιμο κομπολόγι από ξυλιασμένα παιδικά σωματάκια που μεταφέρονται κάθε πρωί από τους καταυλισμούς στο νεκροταφείο, ριγμένα το ένα πλάγι στο άλλο πάνω στα δημαρχικά φορεία. Και σπλαχνισθήτε την απέραντη αυτή δυστυχία.

«Κυρίες, που ριγηλαί τυλίγεστε στις βαρύτιμες γούνες σας πίνοντας αρωματικό καυτό τσάι πλάγι στη ζωηρή φλόγα του τζακιού σας.

»Κύριοι, που στο ζεσταμένο εστιατόριο εστιατόριο ή γύρω στο τραπεζάκι του μπριτζ και του πόκερ της λέσχης συζητείτε αμέριμνοι τα της ημέρας.

»Μητέρες, που κάθε βράδυ σκυμμένες στην κούνια του παιδιού σας, τρυφερά το τυλίγετε στα χνουδάτα του παπλώματα, δώσετε, δώσετε πολλά, δώσετε γρήγορα, όχι κατά μονάδες και δεκάδες, αλλά δώσετε κατά χιλιάδας. (…)

»Δώσετε, οι χορτασμένοι και οι ντυμένοι στους γυμνούς και πεινασμένους, δώσετε πριν πεθάνουν οι τελευταίοι δυστυχισμένοι αδελφοί μας, που δεν έφταιξαν για τη σημερινή απερίγραπτη δυστυχία.

»Τις συνεισφορές σας μπορείτε να τις στέλετε στο Πατριωτικό Ίδρυμα που θα φροντίζη με τα προσφυγικά του τμήμα να τα μοιράση και στη Μακεδονία και σε άλλα μέρη όπου είνε μεγαλύτερη η ανάγκη.

Πρέπει τα βιβλία να αναθεωρούν τις λέξεις τους;

Μπορούν μερικές μικρές αλλαγές να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς πιο συμπεριληπτικής; Τι προεκτάσεις μπορεί να πάρει αυτή η πρακτική εάν εργαλειοποιηθεί;

Τελευταία ο κόσμος της λογοτεχνίας βρίσκεται σε αναβρασμό. Ένας απροσδόκητος «πόλεμος» έχει ξεσπάσει εδώ και λίγο καιρό, πολώνοντας τόσο τη βιομηχανία του βιβλίου όσο και το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Οι μεν αντιδρούν, φωνάζουν πως «η λογοτεχνία δέχεται επίθεση», ενώ οι δε αντικρούουν επιμένοντας πως «η λογοτεχνία επικαιροποιείται».

Πρόκειται για δύο καίριες αλλά άκρως συγκρουόμενες μεταξύ τους θέσεις που αναδύθηκαν από τις πρόσφατες αποκαλύψεις στον κόσμο της λογοτεχνίας, όπως το ότι εκδοτικός οίκος του αγαπημένου συγγραφέα παιδικών βιβλίων Roald Dahl αναθεώρησε τα παραμύθια του Βρετανού συγγραφέα προκειμένου αυτά να γίνουν πιο συμπεριληπτικά.

Λίγο καιρό πριν, και οι ιστορίες του Ian Fleming για τον James Bond είχαν υποβληθεί σε εξέταση από τους λεγόμενους «αναγνώστες ευαισθησίας» (aka sensitivity readers), ενώ πριν από μερικά χρόνια είχαν αποσυρθεί εντελώς έξι ολόκληρα βιβλία του Dr. Seuss επειδή απεικόνιζαν ανθρώπους με «προσβλητικό και επώδυνο» τρόπο.

Τα γεγονότα αυτά και το τι μπορεί να σημαίνουν στον εν εξελίξει «πόλεμο» για το μέλλον της λογοτεχνίας έχουν γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων, ενώ αποτελούν μερικά μόνο από τα διάφορα ανοιχτά μέτωπα του εν λόγω πολέμου. Πέρα από το ζήτημα της λογοκρισίας έναντι της ευαισθησίας, αναδύονται άλλες δύο μεγάλες ανησυχίες.

 

Η πρώτη είναι οι απαγορεύσεις βιβλίων που λαμβάνουν χώρα σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Η άλλη είναι η εμφάνιση λογισμικών όπως το ChatGPT, τα οποία επιτρέπουν τη συγγραφή «δημιουργικών» έργων με ελάχιστη ή χωρίς ανθρώπινη συμβολή. Όσο και αν τα ζητήματα αυτά φαίνονται ξεχωριστά, συνδυαστικά χτυπούν στην καρδιά του ζητήματος – της αξίας δηλαδή της λογοτεχνίας και του ρόλου της στην κοινωνία.

 

Ίσως γι’ αυτό αυτά τα debate να γίνονται ακόμα πιο έντονα όταν περιστρέφονται γύρω από την παιδική λογοτεχνία, όπως μαρτυρά η χαλαρή αντίδραση στην περίπτωση του Ian Fleming σε σύγκριση με εκείνη στην περίπτωση του Roald Dahl.

Τα παιδικά βιβλία είναι συχνά ρητά διδακτικά. Ένα από τα πιο διάσημα έργα του Dahl, το «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας», συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς λειτουργεί ως μια διδαχή κατά του σνομπισμού, της φιλαργυρίας, της λαιμαργίας και άλλων συμπεριφορών που συσχετίζονται με τις μακραίωνες ιδέες περί αμαρτίας.

 

Έχοντας κατά νου αυτή την ιδέα ότι οι ιστορίες μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που ενεργούν τα παιδιά, προκύπτει το εξής εύλογο ερώτημα: Πρέπει άραγε να θεωρείται η παιδική λογοτεχνία ομόλογη της λογοτεχνίας ενηλίκων, όπου η αλλοίωση των αρχικών λέξεων του συγγραφέα καταδικάζεται απερίφραστα; Ή μήπως πρέπει να δεχτούμε ότι η παιδική λογοτεχνία πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά, επειδή παίζει ρόλο στην εισαγωγή των παιδιών στον σύγχρονο κόσμο.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η παιδική λογοτεχνία διαμορφώνει σιωπηρά τους μικρούς αναγνώστες, παρουσιάζοντας συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αξίες ως νομότυπες και φυσικές, αρχίζει να γίνεται κάπως πιο κατανοητή η δεοντολογική βάση για την αναθεώρηση κάποιων έργων. Το θέμα είναι η επόμενη γενιά να αποκτήσει διαφορετικές προσδοκίες και κριτήρια σεβασμού.

Η υπόθεση της επικαιροποίησης

Το δοκίμιο «Ο θάνατος του συγγραφέα» του Roland Barthes άλλαξε τα δεδομένα και έθεσε τον αναγνώστη ως φορέα νοήματος κάθε κειμένου. Ωστόσο, η ουσιαστική και ειλικρινής αξία της κάθε ιστορίας, του κάθε παραμυθιού, του κάθε βιβλίου αναδύεται μόνο αν οι αναγνώστες είναι σε θέση να αντιληφθούν το ιστορικό, εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε το εν λόγω έργο.

Επιπλέον, οι ιστορίες γεννιούνται μέσα από την εμπειρία του συγγραφέα. Ως εκ τούτου, είναι πάντοτε φορτισμένες με ορισμένες προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, στο πρωτότυπο κείμενο, οι Oompa-Loompas του «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» ήταν Αφρικανικοί Πυγμαίοι σκλάβοι στην υπηρεσία της βιομηχανίας του Willy Wonka.

Όμως στην εποχή του αυτή η απεικόνιση θεωρήθηκε προβληματική και ο Dahl αναθεώρησε τους Oompa-Loompas ώστε να γίνουν εμφανισιακά πιο φανταστικά όντα. Δεδομένου ότι ο ίδιος ο Dahl αποδέχθηκε πρόθυμα να αλλάξει την απεικόνιση για να αντανακλά τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές νόρμες, τότε η αλλαγή των Oompa-Loompas ξανά – από «άνδρες» σε «ανθρώπους» στο όνομα της συμπερίληψης – φαίνεται να συνάδει με τα αισθήματα του συγγραφέα.

 

Προφανώς, αυτή είναι και η γνώμη της οικογένειας Dahl, η οποία ανέθεσε τις νέες αυτές εκδόσεις το 2020, πριν πουλήσει την εταιρεία «The Roald Dahl Story Company» στο Netflix το 2021. Οι κληρονόμοι του Ian Fleming προέβησαν σε παρόμοιο σχόλιο σχετικά με τις αλλαγές στα έργα του James Bond. Αυτές οι αλλαγές, λοιπόν, δεν γίνονται ως απάντηση σε ορδές αφυπνισμένων αναγνωστών ή ριζοσπστικών αναλυτών που απαιτούν επικαιροποιήσεις, αλλά από τους εν ζωή συγγενείς των συγγραφέων που σίγουρα τους γνώριζαν καλύτερα από εμάς.

Πέρα από αυτό, οι ανατυπώσεις και οι νέες εκδόσεις συχνά κάνουν τροποποιήσεις, προσθέτουν υποσημειώσεις ή προλόγους. Μάλιστα, η The Roald Dahl Story Company, προς υπεράσπιση των αλλαγών, χρειάστηκε να το τονίσει και σε επίσημη ανακοίνωσή της: «Όταν κυκλοφορούν νέες εκδόσεις βιβλίων που έχουν γραφτεί πριν από χρόνια, δεν είναι ασυνήθιστο να αναθεωρείται η γλώσσα που χρησιμοποιείται παράλληλα με την ενημέρωση άλλων λεπτομερειών, όπως το εξώφυλλο και η διάταξη των σελίδων ενός βιβλίου. Καθοδηγητική μας αρχή σε όλη τη διάρκεια ήταν να διατηρήσουμε τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, το πνεύμα και την αιχμηρότητα του πρωτότυπου κειμένου».

 

Η τελευταία σημαντική παράμετρος είναι το αναγνωστικό κοινό. Οξυδερκείς κι έμπειροι αναγνώστες είναι σε θέση να αναλύσουν τη γλώσσα των κειμένων και να αντιληφθούν ότι αυτή αντανακλά τις πεποιθήσεις της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν. Ωστόσο, στην περίπτωση των Roald Dahl και Dr. Seuss, μιλάμε για παιδιά. Η εκτίμηση της καταλληλόλητας ορισμένων λέξεων και φράσεων δεν είναι κάτι που μπορεί να απαιτήσει κανείς από τόσο νεαρούς αναγνώστες. Αν, λοιπόν, μερικές μικρές αλλαγές μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας νέας γενιάς πιο συμπεριληπτικής, λιγότερο επικριτικής της διαφορετικότητας κι επομένως πιο εξελιγμένης, μήπως αξίζει τον κόπο;

Η υπόθεση της επίθεσης κατά της λογοτεχνίας

Παραδόξως, αυτό το τελευταίο επιχείρημα χρησιμοποιείται συχνά και από τους πολέμιους της επικαιροποίησης που υποστηρίζουν πως η αφαίρεση του επίμαχου περιεχομένου από μόνη της δεν βελτιώνει την κατάσταση.

 

Επιπλέον, η αφαίρεση στερεί τις ευκαιρίες για συζήτηση και αντιπαράθεση σχετικά με την αξία – ή την έλλειψη αυτής – παρωχημένων απόψεων. Αντίθετα, η παρουσία προβληματικών αντιλήψεων, λένε όσοι θεωρούν την επικαιροποίηση στυγνή λογοκρισία, καλεί τους αναγνώστες ή/και τους γονείς να διερωτηθούν για τις απόψεις αυτές μέσα στο σύγχρονο πλαίσιο. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε πραγματικά τις σύγχρονες αντιπαραθέσεις γύρω από τον ρατσισμό και τον σεξισμό, για παράδειγμα, χωρίς να κατανοήσουμε τις ιστορικές πραγματικότητες της δουλείας, των διακρίσεων και του εξοστρακισμού;

Ομοίως, το ζήτημα της πρόθεσης του συγγραφέα είναι δίκοπο μαχαίρι. Ο Dahl και άλλοι συγγραφείς μπορεί κάλλιστα να ήταν πρόθυμοι να επικαιροποιήσουν τα βιβλία τους ώστε να αντανακλούν την εποχή, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί εν λευκώ έγκριση.

 

Ίσως το πιο επίμονο και πειστικό επιχείρημα, ωστόσο, είναι αυτό που επικαλείται το κατά πολλούς προφητικό έργο του George Orwell «1984»: Πού μπορεί να οδηγήσει όλο αυτό; Τι προεκτάσεις μπορεί να πάρει αυτή η πρακτική της επικαιροποίησης εάν εργαλειοποιηθεί; Αυτό είναι κυρίως που έχει προκαλέσει τέτοια αναταραχή.

Τι λένε οι επαγγελματίες αναγνώστες ευαισθησίας

Όπως ήταν αναμενόμενο, στο προσκήνιο αυτής της διαμάχης έχουν βρεθεί οι επαγγελματίες αναγνώστες ευαισθησίας, οι άνθρωποι δηλαδή που αναλαμβάνουν το δύσκολο κι αμφιλεγόμενο έργο της επικαιροποίησης. Είναι για μια σχετικά νέα ειδικότητα που βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και θα μπορούσε να πει κανείς πως ουσιαστικά πρόκειται για πιο εξειδικευμένους επιμελητές/διορθωτές κειμένων.

 

Έτσι περιέγραψε το επάγγελμα η Philippa Willitts, μια αναγνώστρια ευαισθησίας που έχει εργαστεί σε περιοδικά και βιβλία για να προσφέρει εξειδικευμένη διόρθωση και επιμέλεια, μιλώντας επί του θέματος πριν λίγο καιρό στο Vice. Σύμφωνα με την ίδια, η ζήτηση για τις υπηρεσίες της τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνεται, με όλο και περισσότερες μεγάλες εκδοτικές εταιρείες να έρχονται σε επαφή μαζί της.

«Δεν είναι κάτι (σ.σ. η επιμέλεια ευαισθησίας) που επιβάλλεται στους συγγραφείς. Είναι κάτι που ζητούν οι συγγραφείς ή οι εκδότες, επειδή θέλουν οι ήρωες να είναι πραγματικά αυθεντικοί και γιατί δεν θέλουν να προκαλέσουν άθελά τους ενόχληση στους αναγνώστες», τόνισε η Philippa Willitts στο Vice αντικρούοντας έτσι την ιδέα ότι πρόκειται για κάποιο είδος αυταρχικού εργαλείου.

«Νομίζω ότι οι συγγραφείς δεν θέλουν να εκδώσουν ένα βιβλίο και στη συνέχεια να βρεθούν αντιμέτωποι με μια θύελλα στο Twitter ή να συνειδητοποιήσουν μέσω των κριτικών στην Amazon ότι έχουν κάνει ένα τεράστιο λάθος. Νομίζω ότι μια από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις είναι ότι η ανάγνωση ευαισθησίας περιορίζει τα όσα μπορούν να πουν οι συγγραφείς».

 

Η αρετή κατά Πλάτωνα, Αριστοτέλη και άγιο Μάξιμο

Μιχάλης Κουτσός, Φιλόλογος – Συγγραφέας

21 Απριλίου 2023

Η λέξη  αρετή  παράγεται από το ρήμα  αραρίσκω,  που σημαίνει ταιριάζω, προσαρμόζω. Η πρώτη σημασία της αρετής ήταν ικανότητα προσαρμογής  και γενικότερα ικανότητα σωματική, ψυχική, πνευματική. Η πρώτη αρετή στην ηρωική εποχή των ομηρικών χρόνων ήταν η ανδρεία και η αξιοσύνη. Ο Πίνδαρος ταυτίζει την αρετή με τη σωματική διάπλαση, ο Ησίοδος με την τιμή. Στην αρετή έδωσαν κατά καιρούς διάφορο περιεχόμενο, ανάλογα με τα ιδανικά της εποχής.

Γενικότερα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν δύσκολη την αρετή. Την έβλεπαν σαν καρπό προσωπικού αγώνα και καθημερινής, αδιάκοπης προσπάθειας. «Μπροστά στην αρετή οι θεοί βάλανε τον ιδρώτα», ανέφερε ο Ησίοδος, ενώ η αρετή χαρακτηρίζεται ως «πολύµοχθος». Εύκολη είναι µόνο η κακία, όπως αναφέρει ο σοφιστής Πρόδικος στον µύθο του  για την Αρετή και την Κακία, τις οποίες συνάντησε ο Ηρακλής στο δρόμο του.

Απ’ τους Έλληνες φιλοσόφους πρώτος ο μεγάλος μύστης Πυθαγόρας όχι μόνο δίδαξε την αρετή και τον ενάρετο βίο αλλά και την εφάρμοσε και ο ίδιος και οι μαθητές του με μεγάλη αυστηρότητα. Την αρετή την αποκαλούσε αρμονία ψυχής, σύμμετρο συνδυασμό πνευματικών και ηθικών προτερημάτων «καλόν καγαθόν«. Οι Πυθαγόρειοι επιδίωκαν τον ενάρετο βίο με την εξουσία της βούλησης. Περίφημος, όπως λέμε κι αλλού, ο καθημερινός βραδινός έλεγχος των Πυθαγορείων: «Τι παρέβην; Τι δ’ έρεξα; Τι μοι δέον ουκ ετελέσθη;» δηλ. τι έπραξα που δεν έπρεπε, τι έπραξα που έπρεπε και τι δεν έπραξα που έπρεπε να πράξω;

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης απηχούν τις ιδέες του δασκάλου τους, του Σωκράτη, ενώ ο άγιος  Μάξιμος εκπροσωπεί επάξια την χριστιανική άποψη. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Σωκράτη.

Η αρετή κατά τον Σωκράτη

Ο Σωκράτης πρώτος ένιωσε την ανάγκη να προσδιορίσει το περιεχόμενο κάθε αρετής. Διαπίστωσε ότι όλοι μιλούσαν για αρετές, χωρίς να εξετάζουν σε τι συνίσταται η καθεμιά, ποια είναι η ουσία τους. Οι αρετές για όλους σχεδόν ήταν έννοιες ευκολονόητες και δεν χρειάζονταν κάποια ιδιαίτερη ανάλυση. Για τον Σωκράτη η αρετή είναι γνώση και η πρώτη γνώση είναι η γνώση του εαυτού μας, η αυτογνωσία, γι’ αυτό και έβαλε θεμέλιο της διδασκαλίας του το Δελφικό ρητό  το «γνώθι σαυτόν«.

Κατά τον Σωκράτη δεν µπορεί να είναι κανείς ενάρετος, αν δεν γνωρίζει «τι είναι ρετή». Υποστήριζε ότι η αλήθεια υπάρχει σαν σπόρος μέσα στα βάθη της ψυχής κι από κει αρχίζει η αύξηση της. Έτσι η γνώση γίνεται καρπός, δηλαδή δραστηριότητα και αρετή μέσα στο χώρο της πολιτείας. Επομένως η αρετή κατά τον Σωκράτη είναι γνώση και η κακία  αμάθεια,   γι’ αυτό υποστηρίζει το «ουδείς εκών κακός» ότι δηλαδή κανένας δεν είναι κακός με τη θέληση του, αλλά γιατί δεν γνωρίζει το καλό.

Η αρετή κατά τον  Πλάτωνα

Ο Πλάτων δίδαξε με πιο επιστημονικό τρόπο την αρετή. Η αρετή κατά τον Πλάτωνα είναι εσωτερική τάξη, αρμονία ψυχής, η δε κακία το αντίθετο. Μόνο ο ενάρετος είναι ελεύθερος, γιατί κυριαρχεί σ’ αυτόν ο νους. Ο ενάρετος  είναι «πλούσιος», γιατί είναι χαρούμενος, ατάραχος, αυτάρκης. Αν η ψυχή κυριαρχείται από το πάθος γίνεται δούλη, δειλή, περίλυπη. Η αρετή είναι μια και ενιαία, επειδή όμως ο άνθρωπος έχει ποικίλες κοινωνικές σχέσεις αλλά και ψυχικές εκδηλώσεις προκύπτουν επί μέρους αρετές.

Οι τέσσερις θεμελιώδεις αρετές κατά τον Πλάτωνα  είναι: η σοφία, η ανδρεία, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη.

 Η Σοφία με έδρα τον εγκέφαλο, είναι αρετή του λογιστικού (διανόησης) και την οποία κατέχουν οι άρχοντες (βασιλείς) της πόλης και συνίσταται  στη δυνατότητα της ορθής κρίσης, δηλαδή  στην αληθινή σοφία. Ο Πλάτων δίνει ακόμη και πολιτική σημασία στην αρετή της σοφίας και την παρουσιάζει ως γνώση που αναφέρεται στον τρόπο της διακυβέρνησης της πολιτείας. «Σοφία, σημαίνει λοιπόν σύνεση και φρονιμάδα που είναι απαραίτητη για τη διοίκηση και το χειρισμό των πραγμάτων της πολιτείας, κι όχι  μεταφυσική γνώση της ιδέας του αγαθού».

Η Ανδρεία, με έδρα την καρδιά, είναι αρετή του θυμοειδούς, την οποία κατέχουν οι  φύλακες κα συνίσταται στη γνώση του «δεινού και μη δεινού», δηλαδή του τί πρέπει να φοβάσαι και τί όχι.

Η Σωφροσύνη, με έδρα το στομάχι, είναι αρετή του επιθυμητού και συνίσταται στην αυτοκυριαρχία και στην χαλιναγώγηση ορισμένων απολαύσεων και επιθυμιών.

Η Δικαιοσύνη, που είναι η συνισταμένη των προηγούμενων αρετών και  προσδίδει αρμονία και ισορροπία στην ψυχή του ανθρώπου.

Τις αρετές αυτές τις ονομάζει θεία αγαθά απ’ τα οποία εξαρτώνται και τα ανθρώπινα αγαθά, όπως  η υγεία, το κάλλος, η ισχύς, ο πλούτος και άλλα.

Η σωφροσύνη

Στον Χαρμίδη ο Πλάτων πραγματεύεται τη φύση της αρετής ως σωφροσύνης, ηθικής ισορροπίας και εγκράτειας, μέσα από μια αφηγηματική διαλογική διερεύνηση, η οποία προφανώς απηχεί συζητήσεις και σχόλια στην ίδια την Ακαδημία.

Οι ορισμοί της σωφροσύνης.

Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, σωφροσύνη είναι η αρετή σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος βάζει τάξη στη ζωή του και ενεργεί αργά χωρίς να βιάζεται, την ταυτίζει δηλαδή με την ηρεμία του ανθρώπου στις διάφορες  ενέργειες και δραστηριότητες του.

Σύμφωνα με τον δεύτερο ορισμό, σωφροσύνη είναι η ικανότητα της ταχύτητας του σώματος και της οξύτητας του πνεύματος.

Σύμφωνα με τον τρίτο ορισμό, η σωφροσύνη ταυτίζεται με την οικειοπραγία, την ικανότητα δηλαδή να διαχειρίζεται σωστά τις υποθέσεις του.

Σύμφωνα με τον τέταρτο  ορισμό, η σωφροσύνη ταυτίζεται με την αυτογνωσία. Για να ζει κανείς χωρίς να κάνει σφάλματα στη ζωή του προϋποθέτει την επιστήμη της σωφροσύνης, της γνώσης δηλαδή και της επίγνωσης της άγνοιας και της αναγνώρισης του ειδικού σε κάθε περίπτωση.

Ο Σωκράτης στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα υποστηρίζει ότι  η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη μέσα στα πλαίσια της πολιτείας, δηλαδή ζει σε οργανωμένη κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα  με τους ομοίους του.

Η πολιτεία που θεμελιώνεται σε αυτές τις αρετές είναι δημοκρατική, γιατί ο αμοιβαίος σεβασμός και το αίσθημα της δικαιοσύνης των πολιτών εμπεδώνουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους και με την πολιτεία και  εξασφαλίζουν την ισορροπία στις σχέσεις τους.

Τα είδη της αρετής κατά τον Αριστοτέλη

 

 

 

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Χάρι δίχως Πότερ

Η νέα τάση της cancel culture επιχειρεί να διώξει τον καλλιτέχνη από την επικράτεια του έργου του, όπως συνέβη με την Τζ. Κ. Ρόουλινγκ.

23.04.2023 • 20:52

Για όσους μεγάλωσαν με τις ιστορίες της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, για όσους είδαν την παιδική τους ηλικία να συντονίζεται με εκείνη των ηρώων της σε ζωντανό χρόνο καθώς τα βιβλία γράφονταν και εκδίδονταν, η είδηση ότι ο κόσμος του Χάρι Πότερ θα μετατραπεί σε μακρόπνοη τηλεοπτική σειρά ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Είναι αυτή η μαγνητιστική σύλληψη της Ρόουλινγκ, ο συναρπαστικά πολυσχιδής κόσμος που εφηύρε και κατασκεύασε με τα καλύτερα μυθοπλαστικά υλικά, που καθιστούν ευπρόσδεκτο κάθε προϊόν σχετιζόμενο, άμεσα ή έμμεσα, με τον Χάρι. Για τους ζηλωτές της cancel culture, ωστόσο, που πλέον θεωρούν τη Ρόουλινγκ κάτι σαν προσωποποίηση του Βόλντεμορτ, η είδηση ήταν αρκετά «προβληματική» (ο όρος problematic χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους απανταχού «ακυρωτές», για να περιγράψει οργουελικώς τους αντιφρονούντες). Oχι επειδή φοβούνται πως η σειρά θα διαψεύσει τις προσδοκίες τους· απλούστατα επειδή η δημιουργός, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, έχει το θράσος να συμμετέχει ως παραγωγός στην οπτικοποίηση του δημιουργήματός της! Πού ξανακούστηκε!

Νομιμοποιημένη τυραννία

Υπό άλλες συνθήκες, κανείς δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά μια μάζα κακομαθημένων, που πιστεύουν ότι τα προσωπικά τους συναισθήματα είναι αρκετά για να αποσπάσουν ένα δημιουργό από το έργο ζωής του. Το κακό όμως με τις πολιτισμικά ταραχώδεις εποχές σαν αυτή είναι η ευκολία με την οποία δίνουν στους κακομαθημένους υπόσταση, ορατότητα και κύρος· η ευκολία με την οποία η υστερική γκρίνια ερμηνεύεται ως δόκιμη άποψη, απλώς και μόνον επειδή φοράει ακτιβιστικά αξεσουάρ. Eτσι, δημοφιλή Μέσα του εξωτερικού, με μια ποικιλία ευφάνταστων τίτλων προέβαλαν το αίτημα έξωσης της Ρόουλινγκ από το ίδιο της το franchise ως είδηση – και μάλιστα ισότιμης αξίας με την είδηση της νέας σειράς. Κανονικοποίησαν τον παραλογισμό, σαν να πρόκειται περί επιχειρηματολογίας, δίνοντας με αντιδεοντολογικές αλχημείες στο κακόηθες κουτσομπολιό περιωπή αντικειμενικού γεγονότος. «Οι φαν ανησυχούν ότι η συμμετοχή της Ρόουλινγκ στη νέα σειρά για τον Χάρι Πότερ θα κηλιδώσει το εγχείρημα», «Αντιπαράθεση για την αμφιλεγόμενη συμμετοχή της Ρόουλινγκ στο νέο πρότζεκτ του HBO MAX». Από φόβο για τις επικοινωνιακές εξαλλοσύνες των φανατικών, αλλά και από παιδαριώδη ανάγκη να συμβαδίζουν με τις νέες τάσεις, οι επαγγελματίες του Τύπου μάς εισάγουν ανενδοίαστα στη νέα εποχή της cancel culture: πλέον δεν αρκεί να «ακυρώνονται» τα πρόσωπα που δεν εναρμονίζονται με την κυρίαρχη αφήγηση· πρέπει και να μας διευκολύνουν να οικειοποιούμαστε τη δουλειά τους.

Κατασκευάζοντας εχθρούς

Το πιο εξωφρενικό στοιχείο στη «δίωξη» της Ρόουλινγκ, βέβαια, είναι ότι το παράπτωμα που της χρεώνουν ο διαδικτυακός όχλος και ο διεθνής Τύπος που τον σιγοντάρει, δεν ευσταθεί καν. Η συγγραφέας στιγματίστηκε ως τρανσφοβική, χωρίς να έχει πει τίποτα εναντίον των τρανς ανθρώπων. Διατύπωσε μόνο δύο λελογισμένες απόψεις: Πρώτον, ότι το βιολογικό φύλο είναι πραγματικό και ότι στα πραγματικά του χαρακτηριστικά έχουν θεμελιωθεί ιστορικά τα γυναικεία δικαιώματα· δεύτερον, ότι υπάρχουν όψεις του τρανσακτιβισμού (προσοχή, όχι των τρανς ατόμων, αλλά του ακτιβισμού τους) που βρίσκει επικίνδυνες, όπως, για παράδειγμα, τις οργανωμένες επιθέσεις σε φεμινιστικές συγκεντρώσεις, τη χρήση βίας και τις απειλές εναντίον όσων έχουν ενστάσεις απέναντι στην εξομοίωση του βιολογικού με το κοινωνικό φύλο. Οι λεπτομέρειες, όμως, δεν έχουν σημασία εκεί όπου δεσπόζει ο δογματικός λόγος· η κουλτούρα της ακύρωσης βλέπει μόνο πιστούς και απίστους.

Τα θύματα

Η σειρά θα γυριστεί, θα προβληθεί, ίσως αγαπηθεί κιόλας. Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ θα συνεχίσει να ζει άνετα και προστατευμένα, με την παρακαταθήκη της ακέραιη, παρά τον βρώμικο πόλεμο που δέχεται. Πραγματικά θύματα του δεσποτικού ακτιβισμού είναι οι λιγότερο προνομιούχοι από τη διάσημη συγγραφέα· εκείνοι που, ανυπεράσπιστοι, βλέπουν την πρόσβασή τους στον ελεύθερο λόγο να περιστέλλεται, να τίθεται υπό αίρεση, να μετατρέπεται σε επικίνδυνο σπορ. Αλλά και οι ίδιοι οι διώκτες είναι θύματα των διώξεών τους: οικτρά ανασφαλείς μες στην επιθετικότητά τους, δεν θα μάθουν ποτέ τι θα πει να κερδίζεις μια μάχη με ψυχραιμία και όχι διά της επιβολής.

Oταν τα ρομπότ αρνούνται να υποταχθούν.

ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ
Μπορεί ένα χολιγουντιανό φιλμ της σειράς να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων που μας θέτει η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης; 
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μπορεί ένα χολιγουντιανό φιλμ της σειράς να μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων που μας θέτει η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης; Το κοινό και οι κριτικοί της Ελλάδας συμφώνησαν ότι η ταινία «M3GAN» είναι ένα μάλλον αδιάφορο θρίλερ. Αν ωστόσο βάλει κάποιος στην άκρη τα τεχνάσματα της ταινίας τρόμου και το πολυπαιγμένο σενάριο, θα έρθει αντιμέτωπος με μερικά απ’ τα πιο σημαντικά προβλήματα επίτευξης της υπερνοημοσύνης, για δεκαετίες ολόκληρες, τα οποία πρέπει να μην ξεχνάμε.

Μπορεί η ταινία να μην τα διαπραγματεύεται σε βάθος και να μην αντιστέκεται στα θέλγητρα της εντυπωσιοθηρίας, αλλά οι προθέσεις του σκηνοθέτη Τζέραρντ Τζόνστοουν να θέσει μερικά απ’ τα πιο κλασικά προβλήματα της τεχνητής νοημοσύνης στο φορμάτ μιας ποπ εκδοχής μαζικής κουλτούρας, είναι αξιοσημείωτες.

Η μικρή πρωταγωνίστρια της ταινίας χάνει τους γονείς της σε τροχαίο. Μέχρι να αποκτήσουμε αυτο-οδηγούμενα οχήματα, τα οποία θα εξαλείψουν το ανθρώπινο λάθος, η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να θρηνεί θύματα στην άσφαλτο. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η σύγκρουση από μόνος του είναι δηλωτικός. Το αυτοκίνητο βρίσκεται σε μια συνθήκη που ό,τι κι αν κάνει ο οδηγός, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη, μοιάζει να λέει η ταινία. Είναι δέσμια των συνθηκών. Αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πριν προχωρήσουμε με την υπερνοημοσύνη. Την κηδεμονία της μικρής αναλαμβάνει η αδελφή της μητέρας της, μια επιτυχημένη υπάλληλος εταιρείας προηγμένων παιχνιδιών. Oταν η νέα κηδεμόνας καταλαβαίνει ότι η μικρή δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, της δωρίζει μια δική της εφεύρεση, τη ρομποτική κούκλα M3GAN, η οποία γίνεται η καλύτερή της φίλη. Ο εργοδότης της ενθουσιάζεται και θέλει να βγάλει την κούκλα στην αγορά, καθώς είναι βέβαιος ότι θα κάνει θραύση. Στην ταινία αποκαλύπτεται σκόπιμα η συναισθηματική ανωριμότητα της καινούργιας μαμάς.

Με το ρομπότ δεν λύνει μόνο το πρόβλημα της δουλειάς της, αλλά και το πρόβλημα της γονεϊκότητας. Η ρομποτική κούκλα είναι η λογική συνέχεια της νταντάς-iPad. Σταδιακά, όμως, ανακαλύπτουμε ότι η λύση ήταν παροδική. Η κούκλα-ρομπότ αποκτάει δική της ζωή. Ο επικαιροποιημένος μύθος του Φρανκενστάιν επιστρέφει, αυτή τη φορά στο παιδικό δωμάτιο. Τα εξελιγμένα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης αποκτούν κάποιο είδος συνείδησης, θέλησης και λογικής. Το αποτέλεσμα είναι ότι η M3GAN αρνείται να υποταχθεί.

Oταν πρέπει να παρέμβει ο ανθρώπινος παράγοντας, εκείνη κάνει του κεφαλιού της, βάσει των αρχικών υποδείξεων που έχει λάβει. Αναβιώνει έτσι, για άλλη μια φορά, ο εφιάλτης του HAL στο «2001: η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Κιούμπρικ και πραγματώνεται η αγωνία του Στίβεν Χόκινγκ. Η εντολή που έχει πάρει η έξυπνη μηχανή είναι να μεγιστοποιήσει την ικανοποίηση της μικρής και να την προστατεύσει. Oταν η μικρή δέχεται μια απειλή, η M3GAN φτάνει να διαπράξει εγκλήματα. Η ταινία, εκτός των άλλων, διαπραγματεύεται τη λεγόμενη «θεωρία του συνδετήρα». Αν δίναμε σε μια υπερνοημοσύνη τον στόχο να μεγιστοποιήσει την παραγωγή συνδετήρων, η μηχανή θα εκλάμβανε κυριολεκτικά τον σκοπό της και θα εξαντλούσε κάθε πόρο γεμίζοντας τον πλανήτη με συνδετήρες.

Ελπίζει κανείς ότι όταν τεθεί το ζήτημα της κυκλοφορίας στην αγορά τέτοιων μηχανών, τα αντανακλαστικά μας θα είναι ισχυρά.

Επομένως, το να είμαστε σε θέση να τερματίζουμε τη λειτουργία της όταν το κρίνουμε εμείς οι άνθρωποι σωστό, είναι θεμελιώδους σημασίας. Εκτός της αναγκαιότητας να μπορούμε να πατήσουμε το off, η ταινία μάς θυμίζει αυτό που οι ειδήμονες της τεχνητής νοημοσύνης έχουν ονομάσει «πρόβλημα της ευθυγράμμισης». Αν δεν κατορθώσουμε να διδάξουμε στις μηχανές τους δικούς μας ηθικούς κώδικες, τις δικές μας περίπλοκες ηθικές επιταγές, θα βρεθούμε μπροστά από ανάλογες ιστορίες ρομποτικών Μπάρτλεμπι. Ακόμη κι αν βρούμε τρόπο να αντιμετωπίσουμε την άρνηση συμμόρφωσης των μηχανών, όμως, δεν αποκλείεται οι κακόβουλοι να εκμεταλλευτούν κενά ασφαλείας ή και να προχωρήσουν σε δικές τους κατασκευές ανεξέλεγκτων και ανήθικων αυτομάτων.

Το τέλος της M3GAN, ωστόσο, είναι ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο του φιλμ. Ενώ έχουμε ανακουφιστεί απ’ την πορεία της δράσης κι αφού έχει επέλθει η κάθαρση, το τελευταίο κάδρο εστιάζει στη συσκευή εικονικού βοηθού που ζει στην οικογενειακή κουζίνα. Θα μπορούσε να είναι η συσκευή της Amazon, της Apple ή της Google. Η συσκευή αυτή είναι σήμερα εδώ και ήδη γνωρίζει πολλά. Σε λίγο θα γνωρίζει πολύ περισσότερα. Εχει παρακολουθήσει την πλοκή της ιστορίας, ξέρει τα πάντα, ακόμη κι αυτό το κείμενο θα γίνει κάποια στιγμή δικό της κτήμα, γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης της αφιερώνει το τελευταίο του πλάνο, λέγοντάς μας ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι ήδη εδώ και διδάσκεται καθημερινά απ’ τους τεράστιους όγκους πληροφοριών που της διαθέτουμε εθελοντικά.

Οι εικονικοί βοηθοί συγκεντρώνουν ένα θησαυρό γνώσης και δεδομένων, με αποτέλεσμα να κάνουν τα μοντέλα της μηχανικής μάθησης όλο και πιο αποτελεσματικά. Το ερώτημα είναι κατά πόσο έχουμε προλάβει να ρυθμίσουμε αυτή την πανίσχυρη τεχνολογία.

Το καταστροφικό σενάριο της M3GAN δεν είναι ακραίο. Οποιος έχει δει τα ρομπότ της Boston Dynamics καταλαβαίνει ότι η δυνατότητα κατασκευής μηχανών σαν τη ρομποτική κούκλα είναι δεδομένη. Μένει να τελειοποιηθεί το λογισμικό. Ελπίζει κανείς ότι όταν τεθεί το ζήτημα της κυκλοφορίας στην αγορά τέτοιων μηχανών, τα αντανακλαστικά μας θα είναι ισχυρά κι ότι θα έχουμε κάνει ήδη τις απαραίτητες προνοητικές κινήσεις. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε μια φθηνή ταινία τρόμου να γίνει το κεντρικό μας αφήγημα.

Σαν σήμερα: 23 Απριλίου 1935 – Η έναρξη της δίκης του Ελ. Βενιζέλου και των συγκατηγορούμενών του για το Κίνημα της 1ης Μαρτίου.

Στις 23 Απριλίου 1935 άρχισε η δίκη του Ελευθέριου Βενιζέλου και των υπόλοιπων συγκατηγορούμενων πολιτικών αρχηγών για τη συμμετοχή τους στο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Το Κίνημα αυτό αποτέλεσε την τελευταία δυναμική προσπάθεια των βενιζελικών να επανέλθουν στην εξουσία και να ενισχύσουν τα ερείσματά τους στον κρατικό μηχανισμό και το στράτευμα. Την πολιτική ηγεσία του κινήματος ανέλαβαν πολιτικοί του βενιζελικού χώρου, στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος καθώς και ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι μετά το Κίνημα του 1933 Νικόλαος Πλαστήρας. «Το από πολλού εξαγγελλόμενον Βενιζελοπλαστηρικόν κίνημα εξεδηλώθη χθες και οι βενιζελοπλαστηρικοί με τας δημοκρατικάς οργανώσεις αυτών τας οποίας ίδρυσαν προς τον σκοπόν αυτόν αιματοκύλισαν ακόμη μίαν φοράν την Ελλάδα, αποπειραθέντες να καταλύσουν το νόμιμον αυτό καθεστώς της γαλήνης, της ησυχίας και της αναδιοργανώσεως, το οποίον κατόπιν τόσων μόχθων και τόσων αγώνων απέκτησεν ο ελληνικός λαός», έγραφε η «Καθημερινή» της 2ας Μαρτίου υποστηρίζοντας ανοιχτά την κυβέρνηση υπό τον Παναγή Τσαλδάρη.

Οι κινηματίες δικαιολόγησαν την εκδήλωση του κινήματος διακηρύσσοντας ότι σκοπός τους ήταν να προλάβουν την παλινόρθωση της μοναρχίας, προσπαθώντας να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η Αβασίλευτη Δημοκρατία διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Οι συνέπειες του κινήματος βέβαια ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες με τις επιδιώξεις τους: πραγματοποιήθηκαν μεγάλες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα και τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία για την παλινόρθωση της μοναρχίας. Μέχρι τις 14 Μαΐου παραπέμφθηκαν σε δίκη 1.130 στρατιωτικοί και πολίτες, εκ των οποίων καταδικάστηκαν σε θάνατο οι 60 και σε ισόβια φυλάκιση οι 57. Βέβαια, η καταδίκη σε θάνατο εφαρμόστηκε μόνον στον επίλαρχο Σταμάτιο Βολάνη, τον αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα και τον υποστράτηγο Μιλτιάδη Κοιμήση.

Όπως έγραψε η «Καθημερινή» της 24ης Απριλίου, το έκτακτο Στρατοδικείο για τους πολιτικούς αρχηγούς αποτελούνταν «εκ των κ.κ. Σακελλαρίου υποναυάρχου ως προέδρου, Καβράκου συν/χου του πεζικού, Στάη συν/χου του πυροβολικού, Φίλη συν/χου του ιππικού και Στεργιοπούλου αντισυνταγμ. του μηχανικού ως μελών. Την έδραν του κυβερνητικού επιτρόπου κατέχει ο συνταγματάρχης του μηχανικού κ. Στρίμπερ. Συμπράττων κυβ. επίτροπος είνε ο δικαστ. σύμβουλος κ. Σταματόπουλος. Γραμματεύς του Στρατοδικείου ωρίσθη ο κ. Δρουλίσκος, φρούραρχος δε ο ταγματάρχης κ. Κατσίχτης». Από τη δίκη απουσίαζαν -μεταξύ άλλων- οι δύο ηγετικές μορφές του κινήματος, ο Ελ. Βενιζέλος και ο Νικ. Πλαστήρας, οι οποίοι και καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο.

Προσπαθώντας να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τους βενιζελικούς, την 1η Απριλίου η κυβέρνηση Τσαλδάρη προέβη στην κατάργηση της Γερουσίας και στην άρση των εγγυήσεων για τους δικαστικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους. Σχολιάζοντας την εκκαθάριση του δημοσίου από τους υποστηρικτές του βενιζελισμού, η «Καθημερινή» ανέφερε στο κεντρικό της άρθρο στις 5 Μαΐου: «Πρέπει να τελειώνωμεν. Αφ’ ης πέραν παντός δρόμου υποδειχθέντος προεκρίθη ο φέρων προς την κοινοβουλευτικήν ομαλότητα, πρέπει πλέον εις τον δρόμον αυτόν να εισέλθωμεν γρήγορα και να τον βαδίσωμεν με βήμα ταχύ. Αι Επιτροπαί των Εκκαθαρίσεων, τα Στρατοδικεία, αι Ανακρίσεις, τα Πειθαρχικά Συμβούλια και αυτοί ακόμη – ας μας επιτραπή η ανομοιογενής προσθήκη – αυτοί οι Συνδυασμοί, πρέπει να τελειώνουν τας εργασίας των, να κλείουν, ν’ αναγγέλλωνται και να τελειώνωμεν. Διότι δύο ήδη μήνας μετά την καταστολήν του Κινήματος το Κράτος ολόκληρον ζη ακόμη εν επαναστάσει και την επανάστασίν του αυτήν ζουν ακόμη όλαι αι διοικήσεις, όλαι αι υπηρεσίαι, όλοι οι κλάδοι, ολόκληρος η δημόσια ζωή και αυτός ακόμη ο πολιτευόμενος κόσμος της χώρας, ο οποίος δεν γνωρίζει αν θα γίνουν, πότε θα γίνουν και αν τον ενδιαφέρουν προσωπικώς αι εκλογαί».

Μέσα σε έντονα φορτισμένο πολιτικό κλίμα, τα βενιζελικά κόμματα απείχαν από τις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935. Τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών της νέας Βουλής εξασφάλισε το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο συνεργάστηκε με το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, ενώ το ΚΚΕ έλαβε σχεδόν το 10% των ψήφων του εκλογικού σώματος.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης

Σαν σήμερα: 23 Απριλίου 1935 – Η έναρξη της δίκης του Ελ. Βενιζέλου και των συγκατηγορούμενών του για το Κίνημα της 1ης Μαρτίου-1

Ενας ενδοσκόπος ποιητής

Άποψη

Κώστας Γεωργουσόπουλος

14 Απριλίου 2023, 09:00

Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε μια όρθια συνείδηση, κάτι σαν τη σάλπιγγα της Ιεριχούς

Υπάρχουν ακόμη νησίδες σωτηρίας στην εποχή των μεγάλων ναυαγίων. Γιατί όλα τα μηνύματα, φανερά, σκοτεινά, υπόγεια, μασκαρεμένα, κραυγάζουν, σχεδόν ουρλιάζουν, πως τελείωσε, τίναξε τα πέταλα η μεγάλη, αρχέγονη, ζωογόνα, ελπιδοφόρα εποχή της ποίησης. Ας μην ξεχνάμε πως υμνούμε τους θεούς, και τους παλιούς και τους νέους, ως ποιητές ουρανού και γης. Και στην πανάρχαια γλώσσα μας «ποιώ» σημαίνει «δημιουργώ», «γεννώ κάτι από το μηδέν», «φέρνω στο φως κάτι από το σκότος». Ετσι ο ποιητής θεός είπε να γίνει πρώτα φως και εγένετο φως και ύστερα όλος ο ουρανός και ο αόρατος κόσμος των μορφών, των ιδεών, των εικόνων και των συμβόλων.

Η ποίηση είναι η πρώτη ενέργεια του ανθρώπου, όταν εμφανίστηκε στη γη, ανέστιος και εξόριστος. Πριν χτίσει, πριν σχεδιάσει, πριν τραγουδήσει, πριν μιμηθεί, προσευχήθηκε, ικέτευσε, ευχαρίστησε ό,τι θεώρησε πως τον έφερε στη ζωή και του χάρισε τον κόσμο. Γι΄ αυτό και μετά την ευχαριστήρια προσευχή αισθάνθηκε την ανάγκη να τιμήσει τον δημιουργό, όποιον δημιουργό χρέωνε και πίστωνε για τον κόσμο, τον μιμήθηκε. Ο άνθρωπος, φύσει μιμητικόν ζώον, προχώρησε στη δημιουργία έργων που μιμήθηκαν τη φύση, αλλά και την εντύπωση από τη χαρά της θέασής της. Ο άνθρωπος από ευγνωμοσύνη για τον δημιουργό, φύση, ιδέα, πνεύμα, είδωλο έγινε μιμητής της δημιουργίας. Οταν, λοιπόν, ο πανάρχαιος σοφός όρισε τον άνθρωπο ως «φύσει μιμητικόν ζώον», τον όριζε ως μικρόν δημιουργό, ποιητή που γεννά μορφές, ιδέες εκ του μηδενός.

Η ελληνική γλώσσα έχει την τιμή να έχει δώσει, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή ιστορία της γλώσσας, τη λέξη «ποίηση», ως ήχο και νόημα. Poeta, poeme και μύρια ομόηχα δηλούν την εκ του μηδενός δημιουργία (τι εξαίσια λέξη και η «δημιουργία», που δηλώνει το έργο που γίνεται, γεννιέται, προορίζεται, αναφέρεται στον Δήμο).

Εχω στα χέρια μου ένα κείμενο που αποτέλεσε δημόσια εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση ενός μεγάλου έλληνα ποιητή, του Τάσου Λειβαδίτη. Εχω κι άλλες φορές αναφερθεί και στον ίδιο τον μεγάλο ποιητή μας, αλλά και στους πιστούς θαυμαστές του έργου του που κάθε τόσο μας θυμίζουν ένα έργο «εγρήγορσης», δηλαδή αγρυπνίας, την ώρα που ο κόσμος ξεχνιέται και βυθίζεται σε ό,τι πιο θανάσιμο υπάρχει, τη συνήθεια και τη βολή.

Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε μια όρθια συνείδηση, κάτι σαν τη σάλπιγγα της Ιεριχούς. Ξεκίνησε ως πολιτικός επαναστάτης και τελείωσε τον βίο ως ένθεος μαντατοφόρος. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή πνευματική ιστορία, ανάλογη πορεία μέσω του ποιητικού γεγονότος, πορεία από το καρβέλι του άρτου της Αγίας Μετάληψης. Η γενιά μου μεγάλωσε να μελετά κρυφά τα πολιτικά τραγούδια του εξόριστου ποιητή που συνόδευαν τις κραυγές για δικαιοσύνη των αδικημένων του κόσμου και τα παιδιά μας μπορούν να χαρούν μια πορεία ενός ευαίσθητου, άκρως ευαίσθητου ανθρώπου προς τη γαλήνη της θεϊκής παρουσίας.

Πριν από περίπου έναν μήνα, ένας πνευματικός πατριώτης μας, δημοσιογράφος και ποιητής, ο Γιώργος Δουατζής, που έχει αφιερώσει σε σειρά βιβλίων του έξοχες σελίδες σεβασμού και εκτίμησης του έργου του Λειβαδίτη, σε μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο Βρετάνια, για δύο βραδιές ανέλυσε το έργο του ποιητή, ενώ η έξοχη ηθοποιός Κοραλία Καράντη, με μια ομάδα νέων ηθοποιών, και ο τραγουδιστής Δημήτρης Μπάσης, με την ορχήστρα του Νίκου Στρατηγού, εκφράσανε τον θαυμασμό τους, ερμηνεύοντας την ποίηση του μεγάλου ποιητή.

Ο Δουατζής υπήρξε μαθητής μου, από εκείνους τους εφήβους που δικαιώνουν έναν δάσκαλο για τη διακονία της επικοινωνίας με εφήβους φανατικούς για γράμματα. Βυθίστηκε με πάθος στη βιβλιοθήκη μου και ανδρώθηκε με τη διακονία του ποιητικού αγιολογίου. Στο έργο που παρουσίασε στη σκηνή του θεάτρου συνομιλεί με τον Λειβαδίτη, όπως κάθε μαθητής θηλάζει την ποίηση ως πνευματική τροφή πρώτης ανάγκης.

Αν ζούσαμε σε άλλον γαλαξία, το κείμενο του Δουατζή, όπου ο ταμένος μαθητής συνομιλεί με τον αυθεντικό λόγο του Λειβαδίτη, θα είχε μπει ως μάθημα ελεύθερης επιλογής στην εκπαίδευση.

«Η αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά.

Το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα»!!

Αναζητώντας το νόημα της ζωής

https://faneromenihol.gr/index.php/keimena/e-vivliothiki-2/psyxofelima/3727-a-j-cronin

Θα πρέπει ένας άνθρωπος να είναι τυφλός και απίστευτα ανόητος αν, φτάνοντας στα χρόνια της ωριμότητας, δεν αναρωτιέται πότε-πότε, μες στην παραζάλη της ζωής: «Για ποιο σκοπό ήρθα στον κόσμο; Γιατί ζω;»

Όταν είναι κανείς νέος, ο καιρός κυλάει τόσο γρήγορα, οι διασκεδάσεις είναι τόσο πολλές, και το τέρμα του δρόμου της ζωής μοιάζει νάναι τόσο μακριά, ώστε δεν υπάρχει καιρός για τέτοιες αυτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σε μένα, αυτό είχε συμβεί. Οι φοιτητές της ιατρικής, συνήθως, δε διακρίνονται για την ευσέβεια τους και, φυσικά, ούτε γω ήταν δυνατόν να αποτελώ εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Στα εργαστήρια της ανατομίας, όπου διαμελίζονται σε χίλια-δυό κομμάτια τα απομεινάρια του ανθρώπου, το ανθρώπινο σώμα δε μου φάνηκε τίποτα περσότερο από μια πολύπλοκη μηχανή. Στις αυτοψίες που είχα παρακολουθήσει, τί­ποτα δέν είδα που να με κάμει να πιστέψω ότι υπάρχει μες στο κορμί μια ψυχή αθάνατη. Όταν συλλογιόμουν τον Θεό, άθελα μου στο στόμα μου χάραζε ένα χαμόγελο ανωτερότητας, που έδειχνε την περιφρόνηση που αισθανόμουν για έναν τόσο παμπάλαιο μύθο.

Όταν όμως πήρα το πτυχίο του γιατρού και βγήκα στη βιο­πάλη, στις κοιλάδες της Νότιας Ουαλλίας, με τα ανθρακωρυχεία, και εξασκώντας το επάγγελμα μου είδα τη ζωή από κοντά, από πρώτο χέρι, όπως λένε, και πρόσεξα, το θάρρος και την καλή θέ­ληση των άλλων συνανθρώπων μου που αγωνίζονταν μέσα σε με­γάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, για πρώτη φορά, άρχισα να εισχω­ρώ στο βασίλειο του πνεύματος. Όταν παρευρισκόμουν στο θαύμα της γέννησης του άνθρωπου, όταν καθόμουν πλάι στο νεκρό τις ήσυχες ώρες της νύχτας, όταν άκουγα το σιγανό μα ανελέητο χτύ­πημα από τις φτερούγες του θανάτου, τότε, οι απόψεις μου για τη ζωή έγιναν κάπως αλλιώτικες. Η πείρα που με τόσην αγωνία κερδίζεις, αργά-αργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες αξίες. Έτσι κατάλαβα πως, στη ζωή, υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματά από όσα μπορεί κανείς να βρει στα βιβλία, πολύ περσότερα κι από όσα μπορεί ποτέ να ονειρευτεί. Με λίγα λόγια έχασα τη μεγάλη ιδέα που είχα για τον εαυτό μου κι αυτό, μ’ όλο που τότε δεν τόξερα ακόμα, είναι το πρώτο βήμα για να βρει κανείς τον Κύριο.

Σέ κάποιο κεφάλαιο μίλησα για την Όλγουεν Νταίηβις, τη μεσόκοπη νοσοκόμο, που πάνω από είκοσι χρόνια, με δύναμη και υπομονή, με ηρεμία και αισιοδοξία, εξυπηρετούσε τον κόσμο στην περιοχή του Τρέτζενυ. Αυτός ο ανυστερόβουλος αλτρουισμός, που έδειχνε να είναι το κλειδί του χαρακτήρα της, είχε τόσο γλίσχρα ανταμοιβή, ώστε, έμενα τουλάχιστον, πολύ με στενοχωρούσε. Μ’ όλο που ο κόσμος την αγάπαγε πάρα πολύ, ο μισθός της ήταν τιποτένιος. Στό τέλος, ένα βράδυ που είχαμε παρασταθεί σε μια πολύ δύσκολη κ’ επίμονη περίπτωση, τόλμησα να της πω δυο λόγια την ώρα που πίναμε μαζί ένα φλυτζάνι τσάι.

— Αδελφή, γιατί δεν τους ζητάτε να σας δίνουν κάτι περσότερο; Είναι πολύ κωμικό να ξέρει κανείς πώς κάθεστε και τσα­κιζόσαστε για τρεις κ’ εξήντα.

Σούφρωσε πολύ τα φρύδια της, αλλά, πάντως, χαμογέλασε:

— Όσα παίρνω, μου φτάνουν για να ζω.

— Όχι δά! επέμεινα. Εσείς έπρεπε να παίρνετε, το λιγότερο, μια λίρα την εβδομάδα παραπάνω. Ένας Θεός το ξέρει πόσο σας αξίζει αυτό!

Σιωπή απλώθηκε ξαφνικά. Το χαμόγελο της δεν έσβησε, όμως η ματιά της σιγά-σιγά πήρε μιαν αυστηρότητα και ένα βά­θος που με τρόμαζε.

— Γιατρέ, είπε, ένα πράγμα μ’ ενδιαφέρει εμένα. Να ξέρει ο Θεός πώς κάτι αξίζω. Αν το πετυχαίινω αυτό, δε μου χρειάζεται τίποτ’ άλλο.

Αυτά που μου είπε, για να μου εξηγήσει, ήταν ελάχιστα, το νόημα τους όμως διαβαζόταν ολοκάθαρα μες στα μάτια της. Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν είχε παραστήσει τη θρησκευάμενη, κι όμως εκείνη τη στιγμή απόδειξε ανάγλυφα πώς όλη της η ύπαρξη, η αυτοθυσία και η εξυπηρετικότητα που ανάβλυζε απ’ όλο της το είναι ήταν αποτέλεσμα αφιέρωσης, ύψιστη απόδειξη πως πίστευε στον Χριστό. Σε μια στιγμή κατανόησης, ένιωσα το βαθύτατο νόημα της ζωής της και, συγκρίνοντάς τη με τη δική μου, είδα το προσωπικό μου κενό.

Δεν παρίστανω τον καθηγητή της Θεολογίας. Ποτέ μου δεν ένιωσα πώς είμαι φτιαγμένος για να κάμω κήρυγμα σε κάποια δημόσια πλατεία. Ούτε ανήκω σε καμιάν ομάδα ή δόγμα ιδιαί­τερο, που αποκλείει όλους όσους δεν το ξέρουν ή δεν το πιστεύουν. Μιλάω απλώς για την πίστη στον Θεό, ένα θέμα που πολλοί πα­ραγνωρίζουν τη σημασία του, αλλά που σήμερα είναι ανάγκη να το προσέξουν οι άνθρωποι περσότερο από κάθε άλλην περίοδο της ιστορίας του Κόσμου.

Ο μισός σχεδόν πληθυσμός της γης έχει παραδεχτεί μιαν αθεϊστική ιδεολογία, έχει καταπιαστεί με μιαν ανελέητη επίθεση, εναντίον της θρησκείας, έχει ξεσηκώσει μιαν άγρια κι ακούραστη εκστρατεία για να πνίξει οριστικά μές στη λάσπη την ιδέα ενός Θεού δημιουργού. Από την άλλη πάλι μεριά εμείς, οι άλλοι μισοί, μ’ όλη την πνευματική δίψα που νιώθουμε τόσο έντονα, μέσα στην καρδιά μας, είμαστε — οι περσότεροι — καταπληκτικά αδιάφοροι απέναντι της ιδέας της ύπαρξης Θεού, είμαστε σά νεκροί απέναντι στο αληθινό νόημα της ζωής. Πραγματικά, για πολλούς, η τάση της σύγχρο­νης σκέψης, που τονίζει την πρόοδο της επιστήμης και το ξεπέρασμα της παράδοσης, έφερε πολύ σοβαρά στην επιφάνεια το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Άλλοι, πάλι, γεμάτοι δυσπι­στία για έναν κόσμο που φαίνεται χαμένος μέσα στις συγκρού­σεις, τις αγωνίες, την αμφιβολία και το φόβο, κάνουν τα στραβά μάτια μπρος στην αβεβαιότητα του μέλλοντος, και πέφτουν με τα μούτρα σ’ ένα σωρό ποικιλόμορφες διασκεδάσεις.

Αυτό ακριβώς, η συνείδηση αυτής της κρίσης στα ανθρώπινα πράγματα, αυτό με κάνει να νιώθω την ανάγκη να καθορίσω με­ρικούς δρόμους της σκέψης και της ψυχής, που έδωσαν αφορμή να πάρει συγκεκριμένη μορφή η πίστη μου.

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Oλοι θέλουμε να ανήκουμε κάπου

ΑΠΟΨΕΙΣ

Δύο ώρες περίμεναν οι οπαδοί του έξω από τις φυλακές του Βουκουρεστίου για να τον δουν να βγαίνει. Τον εμψύχωσαν προσφέροντάς του λουλούδια. Το πρώτο πράγμα που ο Αντριου Τέιτ επιθυμούσε να κάνει όταν αποχώρησε, την προηγούμενη Παρασκευή το απόγευμα, από τις φυλακές της Ρουμανίας, όπου κρατείτο μαζί με τον αδελφό του Τρίσταν επί 92 ημέρες, ήταν να έχει πρόσβαση στο κινητό του. Σε κατ’ οίκον περιορισμό μπορεί να χρησιμοποιεί το τηλέφωνό του, αλλά όχι τα social media, αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να βγάλει την μπλούζα, να ανάψει ένα πούρο, να βιντεοσκοπήσει και να διοχετεύσει την αρρενωπή εικόνα του, μέσω τρίτων, στο Διαδίκτυο.

Οι αδελφοί Τέιτ, γεννημένοι στο Λούτον της Αγγλίας, μετακόμισαν στη Ρουμανία το 2017 συστήνοντας μια «επιχείρηση σεξουαλικών παροχών». Ιθύνων νους ήταν o μεγάλος αδελφός Αντριου (36). Kickboxer, γκουρού του λάιφσταιλ για νεότερους άνδρες και εφήβους (συμβουλεύει τους θλιμμένους άνδρες να αφήσουν τα αντικαταθλιπτικά και να ξεκινήσουν να γυμνάζονται) και σταρ των κοινωνικών δικτύων με 5,6 εκατ. ακολούθους. Οι αδελφοί Τέιτ, μαζί με δύο γυναίκες συνεργάτιδες, κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και διακίνηση ανθρώπων. Σύμφωνα με τα νομικά έγγραφα, με χρήση βίας χειραγώγησαν την ευαλωτότητα έξι γυναικών –νεαρή ηλικία, απομακρυσμένες σχέσεις με οικογένεια, πρότερες κακοποιητικές σχέσεις– στρατολογώντας τες με τη μέθοδο του έρωτα και της υπόσχεσης γάμου.

Ο Τέιτ δεν κρυβόταν, δραστήρια προωθούσε τον εξτρεμιστικό μισογυνισμό του ανεβάζοντας βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με εύγλωττα μηνύματα: «Αρπαξε, χαστούκισε, στραγγάλισε, σκάσε, π…» και διατυμπάνιζε τις απόψεις του: «Οι γυναίκες είναι ιδιοκτησία των ανδρών» και «τα θύματα βιασμών πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη τους για ό,τι τους συνέβη». Αυτό που έχει ενδιαφέρον δεν είναι οι ακραίες απόψεις του Τέιτ, αλλά η θερμή υποδοχή από μια πολυάριθμη ομάδα νεαρών ανδρών. Τα βίντεο στο TikTok τα έχουν ήδη δει 11,6 εκατ. ζευγάρια μάτια. Υπάρχουν, όπως φαίνεται, κάμποσοι που είτε ενστερνίζονται είτε –απλώς– έχουν εκτεθεί στην πλύση εγκεφάλου που τους προσφέρουν οι αντι-θηλυκές ιδέες του Τέιτ και η «σταυροφορία» του ότι η αυθεντική αρρενωπότητα είναι εκείνη που κάποιοι άλλοι αποκαλούν «τοξική».

Συνειδητοποίησα ότι, ακόμη κι αν εκείνος φυλακιστεί, ακόμη κι αν του απαγορευθεί η πρόσβαση στο μεγάφωνο του Διαδικτύου, το ζήτημα είναι μεγαλύτερο. Η υπόθεση Τέιτ προκάλεσε πανικό στις διευθύνσεις των σχολείων της Αγγλίας. Εκπαιδευτικοί και γονείς αναρωτιούνται πώς να χειριστούν το εμποτισμένο με μισογυνισμό ακροατήριο. Το αντίδοτο έδωσε η σταθερή λύση της ήπιας προσέγγισης. Εκπαίδευση βασισμένη σε μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, συζητήσεις επί συζητήσεων περί ποιοτικών σχέσεων με εστίαση στη συναίνεση πριν από τη σεξουαλική συνεύρεση και στον σεβασμό – πριν, μετά και άπαξ. Φυσικά δεν έλειψαν οι έξτρα παραινέσεις που απευθύνονται κατ’ αποκλειστικότητα στα αρσενικά: να αφήσουν στην άκρη την «περιοριστική» και «βαριά πανοπλία» της αρρενωπότητας. Ο σκοπός είναι σαφής, να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ασφάλειας ώστε να αναχαιτιστεί η έμφυλη βία «επαναπρογραμματίζοντας» τα αγόρια. Ολα αυτά θα λειτουργήσουν; Οχι. Η θεωρία λειτουργεί μέχρις εκεί όπου μπορεί να φθάσει.

O λόγος που, κατά τη γνώμη μου, δεν θα λειτουργήσει είναι διότι η προσέγγιση δεν βοηθάει ούτε τα αγόρια ούτε τα κορίτσια. Η φυσικότητα της εγγύτητας μεταξύ των δύο φύλων είναι πλέον μια «κατασκευή» που οφείλει να διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες, δίχως όμως να υπάρχει εμπιστοσύνη, εκ των προτέρων, στη μια πλευρά. Επικρατούν δύο πάγιες εμμονές, η «θυματοποίηση» των κοριτσιών και η «τοξικότητα» των αγοριών. Δημιουργείται ένα υπερπροστατευτικό θηλυκό πλέγμα μέσα στο οποίο τα κορίτσια σκιαγραφούνται ως «εύθραυστα» και τόσο «ανίσχυρα» που σίγουρα είναι «εκμεταλλεύσιμα». Αφενός τα παραπάνω δεν ισχύουν, αφετέρου, τελικά, τα αφήνει ανήμπορα στον χειρισμό μελλοντικών καταστάσεων: αμήχανων, άβολων ή και βίαιων. Σκιαγραφείται και μια εικόνα των αγοριών: επικίνδυνη, επιθετική ή και ζωώδης, δυνητικά διεστραμμένων, ανίκανων να ελέγχουν τα ένστικτά τους και ανάξιων εμπιστοσύνης ακόμη και στην κατεύθυνση του βλέμματός τους. Ενοχων μέχρι αποδείξεως. Είναι όμως έτσι;

Η περίπτωση Τέιτ είναι το σύμπτωμα, και όχι η αιτία, μιας κοινωνίας που συνέχεια επιθυμεί να «ευθυγραμμίζει» και να «διορθώνει» τα αγόρια.

Με όσα αγόρια μίλησα, όλα –ανεξαιρέτως– γνωρίζουν τον Αντριου Τέιτ. Ο Τέιτ, όπως μου είπαν, πράγματι δεν σέβεται τις γυναίκες. Αυτό δεν τους αρέσει. Τους ελκύουν τρία χαρακτηριστικά του: ότι έχει πλάκα, είναι αθλητικός και έχει πολλούς followers. Στα μάτια τους αυτά αρκούν, είναι επιτυχημένος. Ισως λοιπόν η εκπαίδευση πρέπει να προσφέρει εναλλακτικά ανδρικά πρότυπα με τα οποία μπορούν να ενθουσιαστούν ή να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση για την εξερεύνηση πιθανών προτύπων.

Η περίπτωση Τέιτ είναι το σύμπτωμα, και όχι η αιτία, μιας κοινωνίας που συνέχεια επιθυμεί να «ευθυγραμμίζει» και να «διορθώνει» τα αγόρια. Μιας κοινωνίας που έχει δημιουργήσει αντιπαλότητα και το χάσμα το έχει αντιληφθεί και το καταλαμβάνει ο κάθε Τέιτ. Σε αυτό άλλωστε στηρίζεται και η υπερασπιστική γραμμή του: «Οι γυναίκες ξέρουν να χειραγωγούν το νομικό σύστημα ώστε να τιμωρούνται οι άνδρες». Η απαράδεκτα χυδαία συμπεριφορά μερικών οδηγεί στη δύσπιστη αντιμετώπιση του συνόλου του ανδρικού πληθυσμού, χωρίς στο τέλος να βρίσκεται η αιτία για το τι πάει στραβά με τα αγόρια. Γιατί σίγουρα κάτι πάει στραβά. Η αστυνόμευση έχει δημιουργήσει αγόρια έμπλεα θυμού και αγωνίας. Το αγγλικό εθνικό σύστημα υγείας κατέγραψε, από το 2017, αύξηση κατά 50% του ποσοστού των αγοριών με προβλήματα ψυχικής υγείας (ένας στους πέντε) και οι απόπειρες αυτοκτονίας –στις ηλικίες 15-19– έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Το πιο ενδιαφέρον και αποσιωπημένο στοιχείο είναι το ότι ένα αγόρι έχει 230 φορές περισσότερες πιθανότητες να βιαστεί παρά –καταχρηστικά– να κατηγορηθεί για απόπειρα βιασμού. Τέλος, ήρθαν και τα lockdowns που λειτούργησαν καταλυτικά στην απομόνωση. H παιδοψυχολόγος Λιν Εβανς περιγράφει την κατάσταση των εφήβων ως εξής: «Βρίσκονται στα ασφαλή υπνοδωμάτιά τους και επικοινωνούν με φίλους online. Παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια και βλέπουν τόνους πορνό. Ζουν στη φαντασία τους».

Γιατί, αναρωτιέμαι, να επιθυμούν να εξέλθουν από τον πλασματικό κόσμο τους και να αντιμετωπίσουν μια εχθρική πραγματικότητα που τους αποβάλλει και τους αντιμετωπίζει πάντα ως αντιπάλους; Στην ουσία δεν έχουν κίνητρο. Αντιδρούν απορρίπτοντας το περιβάλλον που, εκ των προτέρων, τους απορρίπτει. Βρίσκουν αποκούμπι στον θλιβερό Αντριου Τέιτ γιατί η ελάχιστη σημασία που τους δίνει, και η ψευδαίσθηση δύναμης και υπεροχής που υποτίθεται ότι μπορούν να αποκτήσουν, αρκεί για να τους κάνει να αισθάνονται ότι, τουλάχιστον, δεν κάνουν κάτι στραβά και κυρίως ότι ανήκουν. Ολοι θέλουμε να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση