Ανεξαγόραστο χυμένο αίμα

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Προσπαθώντας να καταλάβουμε τι γίνεται στην Ουκρανία, διάβασε ο καθένας μας πολλά αυτόν τον καιρό, εκτός από τα καθημερινά δημοσιογραφικά κείμενα. Ανάμεσα σε αυτά που διάβασα ήταν και η «Λευκή φρουρά» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (μτφρ. από τα ρωσικά Ελένη Μπακοπούλου, Ερατώ, 2017)

Ανεξαγόραστο χυμένο αίμα

Προσπαθώντας να καταλάβουμε τι γίνεται στην Ουκρανία, διάβασε ο καθένας μας πολλά αυτόν τον καιρό, εκτός από τα καθημερινά δημοσιογραφικά κείμενα. Ανάμεσα σε αυτά που διάβασα ήταν και η «Λευκή φρουρά» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ (μτφρ. από τα ρωσικά Ελένη Μπακοπούλου, Ερατώ, 2017). Εκτιμώ πολύ τον Μπουλγκάκοφ ως συγγραφέα, αλλά τη «Λευκή φρουρά» δεν την είχα διαβάσει έως τώρα. Το μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε στα ελληνικά μέσα στη χούντα, σε μετάφραση, μάλλον από τα γαλλικά, του Ανδρέα Φραγκιά, σε δύο τόμους (Πάπυρος/ΒΙΠΕΡ, 1971). Η μετάφραση του Φραγκιά επανεκδόθηκε δύο φορές (DeAgostini Hellas, 2000, και Πάπυρος, 2016). Σήμερα πάντως το βιβλίο είναι εξαντλημένο, δεν υπάρχει στα βιβλιοπωλεία.

Ο Μπουλγκάκοφ (1891-1940) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κίεβο, όπου και σπούδασε Ιατρική, επάγγελμα το οποίο άσκησε για λίγα χρόνια, μέχρι το 1919, οπότε και αφοσιώνεται αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Η οικογένεια είχε εξοχικό σπίτι στην Μπούτσα, όπου ο συγγραφέας περνούσε τα παιδικά καλοκαίρια του – δεν τα προσπερνούμε αδιάφοροι τα τοπωνύμια αυτά σήμερα! Δεν έχει νόημα να παρουσιάσουμε εδώ αναλυτικά την εκδοτική ιστορία της «Λευκής φρουράς», αρκεί απλώς να σημειώσουμε ότι η πρώτη πλήρης έκδοσή της δεν έγινε στην πατρίδα του συγγραφέα, αλλά στο Παρίσι, από τις εκδόσεις Concorde, σε δύο τόμους (1927 ο πρώτος και 1929 ο δεύτερος). Στη Σοβιετική Ενωση, στην πλήρη μορφή της, εκδόθηκε μόλις το 1966.

Το μυθιστόρημα έχει για θέμα του τον φονικό και χαοτικό εμφύλιο πόλεμο της πολύπαθης Ουκρανίας, κατά τον δεύτερο και τον τρίτο χρόνο της Οκτωβριανής Επανάστασης: «Μεγάλο και τρομαχτικό ήταν το 1918 από τη Γέννηση του Χριστού, αλλά το 1919 ήταν ακόμα πιο τρομαχτικό» (σ. 463). Παρακολουθούμε τα άγρια εκείνα χρόνια, μέσα από τη ζωή της οικογένειας Τουρμπίν (των αδελφών Γιελένας, Νικόλκα και Αλεξέι) στην Πόλη – όπως υποδηλώνεται το Κίεβο, χωρίς ποτέ να κατονομάζεται. Κεντρική θέση στο μυθιστόρημα κατέχει το βιβλίο και το πνεύμα της «Αποκάλυψης», από την αρχή –το δεύτερο μότο του είναι στίχος της (20:12)– μέχρι το τέλος, αν και ο Αλεξέι, όταν δέχεται έναν συφιλιδικό ασθενή που τη διαβάζει με πάθος, του συνιστά να αφήσει στην άκρη το βιβλίο αυτό, γιατί μπορεί να τον αποτρελάνει (σ. 453-455). Η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε διαδοχικούς αποκαλυπτικούς κύκλους. Ο πρώτος κύκλος ανήκει στον Σκοροπάντσκι και στους Γερμανούς που τον στηρίζουν. Θα φύγουν σύντομα – μαζί τους και ο αχρείος καιροσκόπος λοχαγός Τάλμπεργκ, ο σύζυγος της Γιελένας. Ο δεύτερος κύκλος αρχίζει στις 14 Δεκεμβρίου 1918, όταν μπαίνει στην Πόλη ο Πετλιούρα, ο οποίος, πριν ξεκινήσει τη δράση του, ήταν φυλακισμένος στο κελί 666. Ο στρατός αυτού του ψευδομεσσία και Αντίχριστου είναι ένα συνονθύλευμα από κάθε λογής στοιχεία, που θα σπείρουν τον τρόμο και τον πανικό στους δρόμους της Πόλης. Τελευταίο έγκλημά του ο φόνος ενός Εβραίου: «Στην είσοδο της γέφυρας απέμεινε μόνο το παγωμένο πτώμα του εβραίου με τα μαύρα, και τσαλαπατημένο σανό και κοπριά αλόγων» (σ. 465). Αυτό άφησε πίσω του ο «σωτήρας». Σωρούς πτωμάτων άφησε πίσω του ο Πετλιούρα, μέσα στους οποίους ο Νικόλκα θα ψάξει και θα βρει το πτώμα του Νάι-Τουρς για να το θάψει ανθρώπινα (σ. 433-437).

«Γιατί έγιναν όλα αυτά; Κανένας δεν θα σου πει. Θα πληρώσει άραγε κανείς για το αίμα; Οχι. Κανείς».

Το μυθιστόρημα τελειώνει την παραμονή της αρχής του τρίτου κύκλου, της εισόδου των μπολσεβίκων στην Πόλη. Είναι άραγε αυτοί αληθινοί σωτήρες, που θα κλείσουν τον κύκλο της βίας και του αίματος, και θα φέρουν επιτέλους ειρήνη και δικαιοσύνη; Το τέλος του έργου είναι εντελώς διφορούμενο και ανοιχτό, η μυθιστορηματική λογική πάντως της «Λευκής φρουράς» αλλά και το αλλόκοτο όνειρο του Βασιλίσα (σ. 467-468) μας οδηγούν να σκεφτούμε ότι μάλλον δεν εννοούσε κάτι τέτοιο ο Μπουλγκάκοφ.

Μέσα σε τούτο το κολασμένο χάος ανθρώπινης αγριότητας υπάρχει ωστόσο χώρος και για καλοσύνη και αυτοθυσία. Υπάρχει χώρος ακόμη και για το θαύμα. Θα σταθώ λίγο σε αυτό, μέρες που είναι, επειδή με ξάφνιασε η παρουσία του, η ούτως ή άλλως ασυνήθιστη στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο Αλεξέι Τουρμπίν, πολεμώντας εναντίον του Πετλιούρα, τραυματίζεται θανάσιμα. Στον βαρύ τραυματισμό θα προστεθεί και ο τύφος. Οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει. Οχι όμως και η αγάπη της Γιελένας. Στις 24 Δεκεμβρίου, παραμονή Χριστουγέννων, θα ανάψει τα καντήλια, όπως έκαναν πάντα αυτή τη μέρα στο σπίτι τους, και θα προσευχηθεί γονατιστή στην εφέστια εικόνα της Παναγίας. Δεν αφήνει κανέναν να μπει στο δωμάτιο αυτό. Ο λόγος της είναι χειμαρρώδης, μπερδεμένος, άτακτος. Και ξάφνου στις τρεις το μεσημέρι «εντελώς αθόρυβα ήρθε Εκείνος, τον Οποίο, μέσω της μεσιτείας της μελαχρινής Παρθένου, είχε καλέσει η Γιελένα. Εμφανίστηκε δίπλα στο ξέσκεπο μνήμα του, αναστημένος και αγαθοεργός και ξυπόλυτος» (σ. 446). Εξακολουθεί να προσεύχεται όλο και πιο έντονα και καταλήγει: «Ολοι μας ευθυνόμαστε για την αιματοχυσία, όμως Εσύ μην μας τιμωρείς. Μην μας τιμωρείς. Νάτος, Νάτος… Νάτος…» (σ. 447). Η Γιελένα αισθάνεται με βεβαιότητα ότι η προσευχή της εισακούστηκε, ο Αλεξέι θα γίνει πράγματι καλά, ο γιατρός ταράζεται και συγκλονίζεται.

Δεν διαβάζουμε ασφαλώς τη λογοτεχνία ως σχόλιο στην επικαιρότητα. Η «Λευκή φρουρά» μάς πάει πολύ πέρα από την εμφύλια διετία του 1918-1919, πολύ πέρα από την Ουκρανία, και μας θέτει ενώπιον της παντοτινής ανθρώπινης αγριότητας, του παραλογισμού των πολέμων και του ανεξαγόραστου χυμένου αίματος. «Γιατί έγιναν όλα αυτά; Κανένας δεν θα σου πει. Θα πληρώσει άραγε κανείς για το αίμα; Οχι. Κανείς. Απλώς το χιόνι θα λιώσει και θα αναδυθεί το πράσινο ουκρανικό χορτάρι και θα σκεπάσει τη γη… θα βγουν τα πλούσια βλαστάρια… θα τρεμουλιάσει η καυτή αχλή πάνω από τις πεδιάδες και από το αίμα δεν θα μείνει κανένα ίχνος. Είναι φτηνό το αίμα στις άλικες πεδιάδες, και κανείς δεν πρόκειται να το εξαγοράσει. Κανείς» (σ. 465).

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση